Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Ο κατά πλάτος Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΡΙΑΣ της Αιγυπτίας

Μεταφρασθείς εις την κοινήν γλώσσαν παρά του εν Μοναχοίς ελαχίστου Δαμασκηνού του Υποδιακόνου και Στουδίτου. 
  
  Μ
έγα καλόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι η μετάνοια· και είναι αύτη μέγα καλόν, διότι πάντα άνθρωπον σώζει, όλας τας αμαρτίας τας εξαλείφει, όλα τα παραπτώματα τα αφανίζει. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποίαν να μη συγχωρήση ο Θεός, όταν μετανοήση ο άνθρωπος. Η μετάνοια φέρει χαράν μεγάλην εις τους ουρανούς, και εις τους Αγγέλους, καθώς το ορίζει και ο Κύριος εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε΄ 7). Η μετάνοια είναι καθαρμός της ψυχής του ανθρώπου και δεύτερον Βάπτισμα. Βάπτισμα δε είναι, διότι, όστις εμόλυνε το πρώτον Βάπτισμα με αμαρτίας, το αποκαθιστά με την μετάνοιαν εις την πρώτην αυτού καθαρότητα. Η μετάνοια είναι μέγα όφελος εις τον αμαρτωλόν άνθρωπον, καθώς το μαρτυρούν τα βιβλία της Εκκλησίας μας· από αυτήν την μετάνοιαν εσώθησαν πολλοί αμαρτωλοί άνθρωποι και όχι μόνον εσώθησαν, αλλά και Άγιοι έγιναν και τους προσκυνούμεν ημείς έως την σήμερον, ως την Οσίαν Μαρίαν την Αιγυπτίαν, η οποία ήτο πρότερον γυνή πόρνη και αμαρτωλή, επειδή όμως μετενόησε και ησκήτευσεν, ηγίασεν και ετιμήθη υπό Θεού και ανθρώπων. Αυτης της Αγίας τας αμαρτίας και την μετάνοιαν θέλω διηγηθή σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί. Δια τούτο, σας παρακαλώ, ακούσατε τους λόγους μου μετά πάσης προθυμίας, ίνα εννοήσητε και μάθετε, πόσον ισχύει η μετάνοια δια τον άνθρωπον. Εις τα μέρη της Παλαιστίνης ήτο Ιερομόναχος τις Ζωσιμάς ονόματι, ήτο δε ούτος γέρων κατά πολύ ενάρετος και τόσον φημισμένος δια την αρετήν του, ώστε πολλοί Μοναχοί από τα πέριξ Μοναστήρια επήγαιναν πολλάκις δια να ακούσουν λόγον από το στόμα του Γέροντος αυτού. Έκαμε λοιπόν εις εκείνο το Μοναστήριον, όπου ήτο, χρόνους πεντήκοντα τρεις· έπειτα του ήλθε λογισμός, όστις του έλεγεν· «Άραγε υπάρχει κανείς, όστις να γνωρίζη να με διδάξη έργον μοναχικής ζωής; Υπάρχει κανείς, όστις δεν σφάλει εις τίποτε, αλλά εις όλα είναι πλήρης; Άραγε υπάρχει κανείς εις την έρημον, όστις να υπερβάλλη ημάς τους Κοινοβιάτας εις την αρετήν»; Εν ω λοιπόν διελογίζετο ταύτα ο Γέρων, Άγγελος Κυρίου εφάνη εις αυτόν και του λέγει· «Ζωσιμά, αν και μεγάλη είναι η ιδική σου αρετή, αλλ’ όμως πήγαινε εις τον Ιορδάνην ποταμόν, εις το Μοναστήριον το οποίον είναι εκεί πλησίον, να ίδης άλλους μεγαλυτέρους από σε εις την αρετήν». Εσηκώθη τότε παρευθύς ο Γέρων και επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον και αφού έβαλε μετάνοιαν, έμεινεν εκεί. Είχον δε οι Μοναχοί εκείνοι συνήθειαν να εξέρχωνται την Καθαράν Δευτέραν όλοι από το Μοναστήριον και να πηγαίνουν εις την έρημον, ο καθείς χωριστά, έμεναν δε εκεί μέχρι της Κυριακής των Βαϊων. Κατά την συνήθειαν λοιπόν του Μοναστηρίου εξήλθε και ο Γέρων Ζωσιμάς και διήλθε τον Ιορδάνην ποταμόν με άλλους Μοναχούς. Αφού δε εχωρίσθη από τους άλλους, του ήλθε λογισμός να προχωρήση εις την ενδοτέραν έρημον, μήπως εύρη άλλον τινά Γέροντα Ασκητήν, ίνα ακούση λόγον Θεού από εκείνον. Ενώ δε εβάδιζεν, έφθασεν η ώρα να αναγνώση την Ακολουθίαν του και σταθείς προς Ανατολάς προσηύχετο. Εκεί δε όπου εστέκετο, είδε να εμφανίζεται σκιά τις ανθρωπίνου σώματος, νομίσας δε ότι ήτο φαντασία δαιμονική, έκαμε παρευθύς τον Σταυρόν του. Όταν ετελείωσε την Ακολουθίαν του, βλέπει φανερά, ότι περιεπάτει άνθρωπος τις προς το δεξιόν αυτού μέρος, το σώμα του οποίου ήτο μαύρον κατά πολύ, διότι τα μαλλιά του ήσαν άσπρα ωσάν βαμβάκι, πλην ήσαν μικρά και μόνον έως τον ώμον έφθαναν. Ευθύς ως είδε τούτον ο Γέρων εχάρη κατά πολύ, διότι επί τέλους εύρεν εκείνον όπου εζήτει και παρευθύς ήρχισε να τρέχη οπίσω του. Εκείνος όμως, ως είδε τον Ζωσιμάν ότι τρέχει προς αυτόν, έφευγε περισσότερον· αλλ’ ο Ζωσιμάς, αν και ήτο γέρων, πλην έτρεχε ταχύτερον και όταν τον επλησίασε τόσον, ώστε να ακούεται φωνή, έκλαυσεν ο Γέρων και λέγει προς εκείνον όπου εφαίνετο· «Διατί με αποφεύγεις τον αμαρτωλόν, δούλε του Θεού; Τι με απεχθάνεσαι τον γέροντα και δεν στέκεσαι να με ευλογήσης; Στάσου δια την αγάπην του Χριστού, διότι είμαι γέρων και δεν δύναμαι να σε ακολουθώ». Αυτά λέγων ο Γέρων και τρέχων έφθασεν εις τόπον τινά, όστις ήτο ως μικρός ξηροπόταμος, και τότε εκείνος ο οποίος εφαίνετο κατήλθε και πάλιν ανήλθεν, ο δε Γέρων εστάθη, μη δυνάμενος να περάση και έκλαιε περισσότερον. Τότε εκείνος, όστις εφαίνετο, απελογήθη και λέγει προς τον Ζωσιμάν· «Συγχώρησόν μοι, Αββά Ζωσιμά, δια τον Ιησούν Χριστόν· δεν δύναμαι να σταθώ να με ίδης, διότι είμαι γυνή γυμνή, ως με βλέπεις· πλην, εάν θέλης να σταθώ, ρίψε μου το ράσον σου, ίνα ενδυθώ και τότε με βλέπεις και μου δίδεις την ευχήν σου». Ως ο Αββάς Ζωσιμάς ήκουσεν ότι τον εκάλεσεν εξ ονόματος, εθαύμασεν, εννοήσας ότι πρόκειται περί ανθρώπου προορατικού. Του έρριψε λοιπόν ο Ζωσιμάς το εξώρασόν του και τότε επήγε προς εκείνον και του έβαλε μετάνοιαν· ομοίως δε και ο φαινόμενος έβαλε μετάνοιαν και πολλήν ώραν έμειναν πρηνείς και οι δύο και ο ένας έλεγε προς τον άλλον· «Ευλόγησόν με, δούλε του Θεού». Αφού δε παρήλθεν αρκετή ώρα, λέγει η γυνή εκείνη· «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να με ευλογήσης, διότι είσαι Ιερεύς του Θεού του Υψίστου και τακτικώς ίστασαι εις το Άγιον Βήμα παρακαλών τον Θεόν δια τας αμαρτίας των άλλων· δια τούτο συ ευλογησόν με». Λέγει τότε ο Ζωσιμάς· «Αγία του Θεού, το χάρισμά σου φαίνεται περισσότερον από το ιδικόν μου, διότι είσαι προορατική και γνωρίζεις όχι μόνον το όνομά μου, αλλά και ότι είμαι Ιερεύς· δια τούτο, σε παρακαλώ πολύ, συ να με ευλογήσης!» Ως λοιπόν είδεν η γυνή εκείνη, ήτις εφαίνετο, ότι πλέον δεν την ευλογεί, εσηκώθη μόνη της και λέγει· «Ο Θεός ο Άγιος, ο αγαπών την σωτηρίαν των αμαρτωλών, Εκείνος να σε ευλογήση». Εσηκώθη τότε και ο Γέρων Ζωσιμάς. Είπε δε η Αγία προς τον Ζωσιμάν· «Αββά Ζωσιμά, διατί εκοπίασες και ήλθες έως εδώ, να ίδης μίαν γυναίκα αμαρτωλήν; Επειδή όμως σε έφερεν ο Θεός έως εδώ, ειπέ μοι, πως είναι οι Χριστιανοί; Πως είναι ο κόσμος; Πως είναι οι βασιλείς; Πως είναι η Εκκλησία του Χριστού»; Και ο Γέρων απήντησεν· «Όλοι καλά είναι με την ευχήν σου, Μήτερ Οσία, αλλά παρακάλεσε τον Θεόν και δι’ εκείνους και δι’ εμέ, διότι δια τούτο εκοπίασα εις τόσην οδοιπορίαν, ο αμαρτωλός». Τότε του λέγει η γυνή εκείνη· «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να παρακαλέσης τον Θεόν δι’ εμέ· πλην, αφού με προστάζεις, θα κάμω υπακοήν». Τότε εστάθη η Αγία επί πολλήν ώραν και προσηύχετο, αλλά φωνή από το στόμα της δεν ηκούετο· ο δε Γέρων έπεσε πρηνής εις την γην και έλεγε το «Κύριε, ελέησον». Μετά πολλήν ώραν εσήκωσε τους οφθαλμούς του και βλέπει την γυναίκα εκείνην ισταμένην μίαν πήχην υψηλότερα από την γην, ως δε είδε τούτο εσκέφθη, ότι ίσως είναι φάντασμα δαιμονικόν και προσποιείται, ότι προσεύχεται. Τότε είπε η γυνή· «Τίνες οι λογισμοί σου, Αββά Ζωσιμά, και σκέπτεσαι ότι είμαι φάντασμα; Γυνή είμαι αμαρτωλότερη από όλον τον κόσμον». Ποιήσασα δε το σημείον του Σταυρού εις όλον της το σώμα, λέγει προς τον Γέροντα· «Ο Θεός, Αββά Ζωσιμά, να μας ελευθερώση απότας τέχνας του διαβόλου». Τότε ο Ζωσιμάς έπεσε κάτω εις την γην και με δάκρυα πολλά ήγγισε τους πόδας της Αγίας και είπε προς αυτήν· «Σε ορκίζω, δούλη του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ειπέ μοι πως ευρέθης εδώ εις την έρημον; Πόθεν είσαι και πως ησκήτευσες; Και πόσον καιρόν έχεις όπου ευρίσκεσαι εδώ; Ταύτα ειπέ μου δια την αγάπην του Θεού και μη μου κρύψης τίποτε, διότι δι’ αυτό ηυδόκησεν ο Θεός και σε είδα· ίνα ακούσω και εγώ και ωφεληθώ από τους λόγους σου· διότι αν δεν ήθελεν ο Θεός να σε ίδω, δεν ήθελον περιπατήσει τόσον δρόμον εγώο γέρων και αδύνατος, όστις ποτέ δεν ηδυνήθην να εξέλθω από το κελλίον μου». Ότε λοιπόν ήκουσεν η Αγία τους λόγους και είδε τα δάκρυά του, λέγει προς τον Ζωσιμάν· «Αββά Ζωσιμά, εντρέπομαι, η αμαρτωλή, να διηγηθώ τα έργα μου, διότι είναι γεμάτα εντροπήν, αλλά θα τα εξομολογηθώ σήμερον όλα προς την αγιωσύνην σου. Εγώ, τίμιε Γέρων, είμαι από την Αίγυπτον· όταν έζων οι γονείς μου και εγώ ήμουν εις ηλικίαν δώδεκα ετών, άφησα τους γονείς μου και μετέβην εις την Αλεξάνδρειαν, εκεί δε ήμουν πολιτική δεκαεπτά χρόνους· και τόσον εκυλιόμην εις την αμαρτίαν, ώστε μόνον δια να έρχωνται πολλοί προς εμέ, δεν τους έπαιρνα τίποτε· και τόσον ήμην πτωχή, ώστε έζων με την εργασίαν των χειρών μου, άλλοτε με την ρόκαν, και άλλοτε με άλλην εργασίαν. Μίαν ημέραν λοιπόν εξήλθον έξω εις τον αιγιαλόν και βλέπω πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι εισήρχοντο εις πλοίον τι μεγάλο και ως το είδα ηρώτησα ένα από εκείνους, που πηγαίνουν οι άνθρωποι αυτοί. Αυτός δε μου απήντησεν· «Εις την Ιερουσαλήμ πηγαίνομεν, διότι πλησιάζει η ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού». Τότε λέγω προς εκείνον· «Άρα γε θέλουν να υπάγω και εγώ μαζί των»; Λέγει εκείνος· «Εάν έχης να δώσης τον ναύλον, κανείς δεν σε εμποδίζει». Εγώ δε είπον· «Δεν έχω τον ναύλον, αλλ’ έχω το σώμα μου, δια να τραφώ και να υπάγω έως τα Ιεροσόλυμα χωρίς αγώγιον». Εκείνος, ως ήκουσε τους λόγους μου, έφυγε γελών. Εγώ δε, Αββά Ζωσιμά, όχι ότι είχον καλόν σκοπόν να υπάγω εις τα Ιεροσόλυμα, αλλ’ επεθύμουν να σύρω και άλλους πλησίον μου. Σου είπον, Αββά Ζωσιμά μου, μη με αναγκάζης να είπω περισσότερα, διότι μιαίνω την γην και τον αέρα με τους λόγους μου». Αυτά ειπούσα η Αγία εσιώπησε. Λέγει τότε ο Ζωσιμάς· «Ειπέ μου, Μήτερ Οσία, έως το τέλος και μη αποκρύψης τίποτε από εμέ». Πάλιν δε απεκρίθη η Αγία και είπεν· «Αββά Ζωσιμά, επειδή με αναγκάζεις, θα σου τα ειπώ όλα. Παρευθύς λοιπόν έρριψα κάτω την ρόκαν μου και τρέχω εις ένα από τα πλοία εκείνα, όπου ήσαν έτοιμα να φύγουν, διότι ήσαν και άλλα πολλά πλοία έτοιμα να ξεκινήσουν και βλέπω εκεί δέκα νέους ωραίους, οίτινες εισήρχοντο εις το πλοίον και τους λέγω· «Πάρετε και εμέ μαζί σας και δώσατε τον ναύλον δι’ εμέ και εγώ θέλω τον εξαγοράσει». Εκείνοι, ως ήκουσαν τούτο, με επήραν εις το πλοίον και όσας αμαρτίας έκαμα εκεί, Αββά, εντρέπομαι να σου τας διηγηθώ. Αυτό δε μόνον θαυμάζω, πως δεν εσχίσθη η θάλασσα να μας καταπίη όλους, όσοι είμεθα μέσα εις το πλοίον, αλλά ο Θεός ανέμενε την μετάνοιάν μου. Όταν δε εξήλθον από το πλοίον, δεν με έφθασαν αι πρώται μου αμαρτίαι, αλλ’ εζήτουν και άλλους περισσοτέρους εραστάς. Τέλος έφθασε και η ημέρα της Υψώσεως και εγώ συνέχιζα, όπως και πρώτα, την αμαρτίαν. Έβλεπα δε τους ανθρώπους, οίτινες μετέβαινον την νύκτα εις την Εκκλησίαν και τους ηκολούθουν και εγώ, μόνον και μόνον δια να βλέπω τους νέους. Όταν δε έφθασα εις την Εκκλησίαν προσεπάθουν να εισέλθω και εγώ από την θύραν, με απώθουν όμως άλλοι και δεν με άφηναν να εισέλθω». Τοιουτοτρόπως λοιπόν εισήλθον όλοι εις την Εκκλησίαν, εις εμέ δε εστάθη αδύνατον να προχωρήσω και έμενον έξω· τρεις και τέσσαρας φοράς προσεπάθησα, αλλά δεν ημπόρεσα. Τότε εστάθην εις μίαν εξωτερικήν γωνίαν του Ναού· ισταμένη δε εκεί ενεθυμήθην ότι από τας αμαρτίας μου δεν δύναμαι να εισέλθω· και εν ω έκλαια δια τας αμαρτίας μου, βλέπω άνωθέν μου, ότι ήτο Εικών τις της Παναγίας και ως την είδα εδάκρυσα και είπα· «Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, η γεννήσασα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, γνωρίζω ότι δεν είμαι αξία να βλέπω την αγίαν Σου Εικόνα εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών· αλλά επειδή δια τούτο έγινεν ο Θεός άνθρωπος, δια να καλέση τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, βοήθησόν με και εμέ να εισέλθω εις την Εκκλησίαν, ίνα ίδω το άγιον Ξύλον όπου εσταυρώθη ο Υιός Σου δια τας ιδικάς μου αμαρτίας και έχυσε το άγιόν Του Αίμα, δια να σώση τους αμαρτωλούς· και εάν καταξιωθώ να το ίδω, σε παρακαλώ να γίνης εγγυήτρια προς τον Υιόν Σου, ότι πλέον δεν θα μιάνω το σώμα μου, αλλ’ όταν εξέλθω από την Εκκλησίαν, θα υπάγω όπου με οδηγήσης. Αυτά είπα και έλαβα ολίγην άνεσιν· έπειτα ανεμίχθην με άλλους ανθρώπους και εισήλθον εις την Εκκλησίαν, κανείς δε πλέον δεν με ημπόδισεν, όπως την πρώτην φοράν. Όταν δε είδον το πανάγιον Ξύλον του Τιμίου Σταυρού, φόβος και τρόμος με κατέλαβεν· έπεσα λοιπόν κάτω εις την γην και το προσεκύνησα με δάκρυα και ως το προσεκύνησα, έδραμον πάλιν εις τον τόπον όπου ήτο ιστορημένη η Θεοτόκος και κλαίουσα έλεγα· «Συ, Παναγία Παρθένε, δεν με περιεφρόνησες την αμαρτωλήν και αναξίαν δούλην σου, αλλά με κατηξίωσες να ίδω εκείνο, το οποίον ηγάπων και επεθύμουν· δια τούτο, Δέσποινα Θεοτόκε, δείξε μου τον δρόμον, πως να σωθώ· Συ γενού οδηγία της σωτηρίας μου· Συ η οποία έγινεςεγγυήτρια, Συ καθοδήγησέ με, πως να είμαι αρεστή εις τον Υιόν Σου». Εν ω δε εγώ έλεγον ταύτα, ήκουσα φωνήν, ήτις μου είπεν· «Αν περάσης τον Ιορδάνην, θέλεις εύρει μεγάλην ανάπαυσιν». Ως δε ήκουσα τούτο, εβόησα μεγαλοφώνως· «Δέσποινα, Δέσποινα, μη εγκαταλείπης με». Αυτό είπα και εξήλθον, ίναυπάγω προς τον Ιορδάνην. Εις τον δρόμον με είδε Χριστιανός τις και μου έδωσε τρία νομίσματα δια το όνομα του Χριστού. Τα επήρα λοιπόν και ηγόρασα με αυτά τρεις άρτους. Εκεί ηρώτησα τινά, ποίος δρόμος οδηγεί εις τον Ιορδάνην. Εκείνος δε μου έδειξε τον δρόμον και ήρχισα κλαίουσα να περιπατώ. Αργά προς το εσπέρας έφθασα εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνου και την ημέραν εκείνην μετέλαβα εις το Μοναστήριον, έφαγον μισόν άρτον και έπιον από το ύδωρ του Ιορδάνου· έπειτα έπεσα και εκοιμήθην εκεί. Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, κατήλθον εις τον ποταμόν και ευρούσα πλοιάριον, επέρασα με αυτό τον ποταμόν και ήλθον έως εδώ όπου βλέπεις, Αββά Ζωσιμά». Ηρώτησε τότε ο Γέρων· «Πόσους χρόνους έχεις, Αγία, όπου είσαι εδώ εις την έρημον»; Απεκρίθη η Αγία· «Τεσσαράκοντα χρόνους έχω εδώ, Αββά Ζωσιμά». Ηρώτησε δε πάλιν την Αγίαν ο Ζωσιμάς· «Και πόθεν εύρισκες την τροφήν σου μέχρι σήμερον; Πως επέρασες τόσους χρόνους»; Απεκρίθη η Αγία· «Δύο και ήμισυν άρτους είχον όταν επέρασα τον Ιορδάνην και τόσον εξηράνθησαν, ώστε έγιναν ως πέτραι· όμως με αυτούς, τρώγουσα από ολίγον, και με τα χορτάρια αυτής της ερήμου επέρασα». Κατόπιν ηρώτησε πάλιν ο Γέρων· «Πως επέρασες τόσον καιρόν; Είχες κανένα πειρασμόν ή όχι»; Η Αγία απεκρίθη· «Αββά Ζωσιμά, με ηρώτησες πράγμα δια το οποίον φρίττω και να το ενθυμούμαι, διότι εάν σου είπω τους όσους πειρασμούς υπέμεινα και έπαθα, φοβούμαι μήπως τους πάθω και πάλιν». Αλλ’ ο Γέρων της λέγει· «Παρακαλώ σε, δούλη του αληθινού Θεού, μη μου κρύψης τίποτε, αλλά διηγήσου μου όλα δια την αγάπην του Χριστού». Απεκρίθη η Αγία· «Πίστευσέ με, Αββά Ζωσιμά, δεκαεπτά χρόνους έκαμα εις την έρημον αυτήν, όπου είχα πολλούς πειρασμούς από τον δαίμονα· διότι όταν ήρχιζα να φάγω, ενεθυμούμην το κρέας και τα οψάρια της Αιγύπτου, ενεθυμούμην τον οίνον τον πολύν, όπου έπινα εκεί και κατεκαίετο η καρδία μου, διότι εδώ ουδέ καν νερόν δεν είχον να πίω. Ενεθυμούμην πάλιν τα άσματα όπου ήξευρα και ήρχιζα να τραγουδώ και παρευθύς ενεθυμούμην τας αμαρτίας μου και την Παναγίαν Παρθένον, την οποίαν έβαλα εγγυήτριαν, και μου ήρχοντο δάκρυα και έκλαιον, η ταλαίπωρος. Ευθύς τότε επεκαλούμην την Θεοτόκον και αμέσως έλαμπεν έμπροσθέν μου φως περισσόν και εχάνοντο οι κακοί λογισμοί. Πως να διηγηθώ, Αββά Ζωσιμά, την φλόγα όπου έκαιε την καρδίαν μου δια την πορνείαν; Όταν όμως μου ήρχετο τοιούτος λογισμός, έπιπτα κάτω εις την γην με δάκρυα και δεν εσηκωνόμην, εάν δεν ήθελα ίδει εκείνο το φως να σκορπίση τους λογισμούς μου. Λοιπόν με τοιούτους πειρασμούς, Αββά Ζωσιμά, ηνωχλούμην κατά τους δεκαεπτά εκείνους χρόνους· από τότε δε έως σήμερον, με την βοήθειαν της Παναγίας μου, δεν έχω κανένα πειρασμόν». Ηρώτησε πάλιν ο Αββάς Ζωσιμάς· «Και πλέον δεν επεθύμησες να έχης τροφήν ή ένδυμα;» Η δε Αγία απεκρίθη· «Τους άρτους, όπως σου είπον, έφαγον εις τους δεκαεπτά χρόνους και από τότε τρέφομαι με τα χόρτα της γης ταύτης· το ένδυμά μου δε, το πρώτον όπου είχα, κατεστράφη και έπεσε και ησθανόμην ψύχραν πολλήν την νύκτα και πάλιν την ημέραν είχον περισσόν καύσωνα, τόσον ώστε πολλάς φοράς έπιπτα κάτω ως αποθαμένη άλλοτε από το πολύ ψύχος (δια τούτο και ο τόπος εκείνος είναι έρημος, διότι η διαφορά της θερμοκρασίας μεταξύ της ημέρας και της νυκτός είναι τόσον μεγάλη, ώστε καταστρέφει πάσαν ικμάδα ζωής) και άλλοτε από τον πολύν καύσωνα, αλλ’ ο Θεός όστις είπεν, ότι «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ:4, Λουκ. δ:4), αυτός με έθρεψε και με εσκέπαζε, διότι Αυτός περιβάλλει τον ουρανόν εν νεφέλαις». Όταν ο Ζωσιμάς ήκουσεν, ότι του ωμίλησε περί θείων Γραμμάτων, την ηρώτησε· «Γνωρίζεις, Αγία, γράμματα; Ή σου τα έδειξε κανείς;» Απεκρίθη η Αγία· «Αββά Ζωσιμά, εγώ άνθρωπον ακόμη δεν είδα τόσον καιρόν· ούτε γράμματα γνωρίζω, Αββά μου· αλλά ο Θεός, όστις δίδει την γνώσιν εις τους ανθρώπους, Εκείνος μου διδάσκει τους λόγους τούτους· παρακάλει λοιπόν τον Θεόν, Αββά Ζωσιμά, δι’ εμέ την αμαρτωλήν». Ως ήκουσεν ο Ζωσιμάς τους λόγους τούτους, ηθέλησε να βάλη μετάνοιαν· η Αγία όμως δεν τον άφησε να βάλη μετάνοιαν, μόνον του είπεν· «Αββά Ζωσιμά, αυτά όπου σου είπα και ήκουσες, πρόσεχε να μη τα είπης εις κανένα, έως ότου αποθάνω· τώρα πήγαινε εις το καλόν και τον ερχόμενον χρόνον θέλεις με ίδει πάλιν· μόνον, σε παρακαλώ, να κάμης αυτό το οποίον θέλω σου είπει· τον ερχόμενον χρόνον να μη περάσης τον Ιορδάνην, όπως έχετε συνήθειαν, αλλά απόμεινε εις το Μοναστήριον, διότι αν θελήσης να εξέλθης, δεν θέλεις δυνηθή· κατά δε την Μεγάλην Πέμπτην αργά, πάρε τα Άγια Μυστήρια και έλα εις τον Ιορδάνην, περίμενέ με δε εκεί, διότι αφ’ ότου ήλθον εδώ, ακόμη δεν μετέλαβα· δια τούτο, σε παρακαλώ, να μου φέρης την Αγίαν Κοινωνίαν να μεταλάβω· να ειπής δε εις τον Αββάν Ιωάννην, τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου σας, να προσέχη καλώς, διότι πολλά κακά υπάρχουν μέσα εις το Μοναστήριον και είναι ανάγκη να διορθωθούν». Αυτά είπεν η Αγία και ευθύς έφυγε προς την έρημον. Ο δε Γέρων εθαύμαζε, πως του είπε τας συνηθείας του Μοναστηρίου και πως εγνώριζε τα σφάλματα των Μοναχών, πεσών δε κάτω εις την γην ησπάσθη τον τόπον, εις τον οποίον είχε σταθή η Αγία. Ευχαριστήσας δε τον Θεόν επέστρεψεν εις το Μοναστήριον. Το επόμενον έτος, κατά την συνήθειαν του Μοναστηρίου, ηθέλησεν ο Ζωσιμάς να εξέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη, διότι επειράχθη από πυρετόν και τότε ενεθυμήθη, ότι του είπεν η Αγία να μη εξέλθη από το Μοναστήριον. Αφού λοιπόν έμεινεν επ’ ολίγας ημέρας πυρέσσων, εθεραπεύθη. Ότε δε ήλθεν η Μεγάλη Πέμπτη, έλαβε την Αγίαν Κοινωνίαν, καθώς του είπεν η Αγία, έλαβε και ολίγα σύκα, φοινίκια και φακήν βεβρεγμένην εις το ύδωρ και ήλθε πλησίον του ποταμού. Εν ω δε ανέμενε να ίδη την Αγίαν, έκλαιε, διότι η ώρα παρήρχετο και η Αγία δεν εφαίνετο να έρχεται. Τότε του ήλθε λογισμός και εσκέπτετο πως θα περάση η Αγία τον Ιορδάνην, όταν έλθη, αφού πλοίον δεν υπήρχεν εκεί; Εν ω δε ταύτα εσκέπτετο, βλέπει την Αγίαν ερχομένην και ευθύς ως την είδεν εστάθη πάλιν και εσκέπτετο πως θα περάση τον ποταμόν. Αν δε και ήτο νύκτα, όμως επειδή η σελήνη έφεγγε πολύ καθαρά, είδεν την Αγίαν να κάμνη τον Σταυρόν της και παρευθύς ευρέθη εις το άλλο μέρος του ποταμού. Ταύτα ιδών ο Ζωσιμάς ητοιμάζετο να προσκυνήση και η Αγία του λέγει· «Αββά Ζωσιμά, τι θέλεις να κάμης; Τα Άγια Μυστήρια βαστάζεις και θέλεις να βάλης μετάνοιαν;» Ειπούσα δε τον λόγον αυτόν η Αγία, έφθασε πλησίον του Γέροντος και του λέγει· «Ευλόγησόν με Αββά, ευλόγησόν με». Έπειτα παρεκάλεσε τον Γέροντα και είπε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», κατόπιν τον ησπάσθη, κατά την συνήθειαν της αγάπης και ούτως εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν προσηυχήθη λέγουσα· «Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου». Έπειτα εστράφη προς τον Γέροντα και του λέγει· «Συγχώρησόν με, Αββά Ζωσιμά, και σε παρακαλώ, αν είναι ευλογημένον, να μου κάμης άλλο ένα θέλημα, πήγαινε εις το Μοναστήριόν σου με την βοήθειαν του Θεού και κατά τον επόμενον χρόνον όπου έρχεται, να έλθης πάλιν εις τον τόπον όπου με συνήντησες την πρώτην φοράν και θέλεις με ίδει, καθώς θέλει ο Θεός». Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Δούλη του αληθινού Θεού, είθε να ήμην άξιος να σε ακολουθήσω· αλλά τουλάχιστον λάβε από ταύτα τα φαγητά, όπου σου έφερα». Ήπλωσε τότε η Αγία την χείρα της και επήρε τρία μόνον σπειρία από την φακήν και πάλιν έκαμε τον Σταυρόν της και επέρασε τον Ιορδάνην ποταμόν επί των υδάτων, όπως την πρώτην φοράν. Ο δε Γέρων επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, δοξάζων τον Θεόν. Όμως πολύ επικραίνετο, διότι δεν έμαθε το όνομα της Αγίας, αλλ’ ήλπιζεν, ότι θα την ερωτήση κατά το επόμενον έτος. Όταν λοιπόν έφθασεν ο νέος χρόνος και ήλθεν η Κυριακή της Τυρινής, εξήλθεν από το Μοναστήριον, κατά την συνήθειάν του, και περιεπάτει εις την έρημον παρατηρών εδώ και εκεί μήπως ίδη την Αγίαν. Επειδή όμως δεν την έβλεπεν, ήρχισε να κλαίη και με δάκρυα πολλά έλεγε προς τον Θεόν· «Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, Συ όστις με κατηξίωσες να ίδω τοιούτον μυστήριον, μη με υστερήσης έως τέλους, ίνα το συμπληρώσω· καταξίωσέ με, Χριστέ μου, να απολαύσω και πάλιν την ευχήν της δούλης σου». Εν ω δε με τους λόγους τούτους παρεκάλει τον Θεόν, παρετήρει δεξιά και αριστερά, μήπως την ίδη. Και πράγματι την είδεν, νεκράν όμως με εσταυρωμένας τας χείρας και την κεφαλήν εστραμμένην προς την δύσιν. Τότε έδραμε κλαίων και εγγίσας τας πόδας της Αγίας, τους έβρεχε με τα δάκρυά του. Όσον λοιπόν ηδύνατο έκλαυσε, έπειτα δε ανέγνωσεν από το Ψαλτήριον τον Άμωμον. Αφού λοιπόν ο Ζωσιμάς ετελείωσε την ανάγνωσιν, ευρίσκετο εις απορίαν τι να πράξη· και ευθύς βλέπει άνωθεν της κεφαλής της Αγίας γράμματα χαραγμένα εις την γην, τα οποία έλεγον· «Αββά Ζωσιμά, θάψε το σώμα της ταπεινής Μαρίας εδώ όπου το εύρες και παρακάλει τον Θεόν δι’ εμέ. Ετελειώθην δε κατά τον μήνα Φαρμουθί, δηλαδή τον Απρίλιον, την νύκτα εκείνην κατά την οποίαν μετέλαβα». Ως είδεν ο Ζωσιμάς την φραφήν αυτήν, ηπόρησε τις να την έγραψε· διότι η Αγία του είχεν είπει, ότι δεν εγνώριζε γράμματα. Απορούσε ακόμη και δια το πως η Αγία επεριπάτησεν είκοσι ημερών δρόμον εις μίαν ώραν. Και πάλιν ευρίσκετο εις απορίαν με τι να σκάψη την γην. Βλέπει τότε εκεί μικρόν ξύλον ερριμμένον κάτω εις την γην και με εκείνο ήρχισε να σκάπτη. Αλλά δεν ηδύνατο, διότι ήτο γέρων και ο τόπος πολύ ξηρός. Αίφνης βλέπει λέοντα τινά, όστις ελθών έλειχε τους πόδας της Αγίας και πολύ εφοβήθη· διότι ενεθυμήθη τον λόγον τον οποίον του είχεν είπει η Αγία, ότι θηρίον δεν είδε κατά τους τεσσαράκοντα χρόνους· έκαμεν όμως τον Σταυρόν του και ήλπιζε να μη βλαβή, είπε δε προς τον λέοντα· «Ω θηρίον ανήμερον, επειδή η δύναμις του Θεού σε έφερεν εδώ να με βοηθήσης, σκάψε την γην δια να θάψωμεν το Λείψανον της Αγίας, διότι εγώ είμαι γέρων και δεν δύναμαι ούτε να σκάψω, ούτε να υπάγω να φέρω σκαπτικά εργαλεία· δια τούτο κάμε συ τον τάφον της Αγίας». Ούτως είπεν ο Γέρων και παρευθύς ο λέων ήρχισε με τους εμπροσθίους του πόδας να σκάπτη την γην, έσκαψε δε τόσον, όσον εχρειάζετο δια να σκεπασθή το σώμα της Αγίας· αφού δε ετελείωσεν, έβαλε μετάνοιαν εις τον Γέροντα και έφυγεν εις την έρημον. Έθαψε τότε ο Γέρων το Λείψανον της Αγίας εις την θέσιν όπου το εύρε και επέστρεψεν εις το Μοναστήριον δοξάζων και υμνών τον Θεόν. Κατά την παραγγελίαν δε της Αγίας και ο Ηγούμενος Ιωάννης ερευνήσας εύρε πολλά σφάλματα εις το Μοναστήριον, τα οποία και ηγωνίσθη να διορθώση. Εις το Μοναστήριον αυτό απέθανεν ο Γέρων Ζωσιμάς εις ηλικίαν εκατόν ετών. Αυτά είναι τα έργα της πόρνης, ευλογημένοι Χριστιανοί· αυταί είναι αι αρεταί της απεγνωσμένης γυναικός· πόρνη αληθώς ήτο, αλλά αι μεγάλαι της αρεταί την ηξίωσαν της Βασιλείας των ουρανών· αμαρτωλή ήτο, αλλά η μετάνοιά της την έσωσεν. Ας ίδωμεν πως ησκήτευσεν, ας ίδωμεν πως ηγωνίσθη. Δεν ήτο και αυτή αμαρτωλή; Δεν ήτο και αυτή απεγνωσμένη; Τοιουτοτρόπως λοιπόν και ημείς ας μετανοήσωμεν δια τας αμαρτίας ημών και ας μη περιπίπτωμεν εις απόγνωσιν. Ακόμη δε και αν αι αμαρτίαι μας είναι ως την άμμον της θαλάσσης, ας μη απελπιζώμεθα, διότι καμμία αμαρτία δεν είναι ικανή να αποκλείση το έλεος του Θεού, ούτε υπάρχει κανέν σφάλμα, το οποίον να μη διορθώνεται με την μετάνοιαν. Διότι ο πανάγαθος Θεός δέχεται ενός εκάστου την μετάνοιαν· μόνον ας επιστραφώμεν προθύμως με όλην μας την καρδίαν, ας μετανοήσωμεν και ο Θεός μάς δέχεται, διότι είναι εύσπλαγχνος και πολυέλεος. Ας μη λέγωμεν δε ότι θα κάμωμεν αμαρτίας πολλάς και ύστερον θέλομεν μετανοήσει, διότι όποιος πραγματεύεται ούτω την σωτηρίαν του, δεν τον αξιώνει ο Θεός της μετανοίας. Μήπως γνωρίζομεν εάν μέλλη να αποθάνωμεν απόψε; Ή γνωρίζομεν την ώραν του θανάτου μας; Δια τούτο ο Κύριος ημών ορίζει εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. κδ:42). Επειδή λοιπόν δεν γνωρίζομεν την ημέραν του θανάτου μας, ας μη οκνούμεν δια την σωτηρίαν μας, ας με αμελούμεν δια το καλόν της ψυχής μας, διότι η αμέλεια ποτέ καλόν δεν επέτυχε, ποτέ αγαθόν δεν συνεπλήρωσε, ούτε σωματικόν ούτε ψυχικόν. Και όπως όταν αμελήση κανείς τον αγρόν του, ή την άμπελόν του και δεν τα καλλιεργήση, καταστρέφονται από τας ακάνθας και τα βότανα, ούτω συμβαίνει και εις την ψυχήν εκάστου Χριστιανού. Όταν παραμελήση ο άνθρωπος το έργον του Θεού και το συμφέρον της ψυχής του, απόλλυται η ψυχή του ανθρώπου εκείνου από λογισμούς κακούς, από νοήματα δαιμονικά και από άλλας ενεργείας του πονηρού. Δια τούτο πρέπει να μη αμελούμεν το καλόν της ψυχής μας και να μη λέγωμεν· «Σήμερον ας αμαρτήσωμεν και αύριον θέλομεν μετανοήσει· εις την νεότητά μας ας κάμνωμεν αμαρτίας και εις το γήρας μας θέλομεν μετανοήσει». Διότι ο τοιούτος λογισμός είναι του διαβόλου, όστις ποτέ δεν θέλει το καλόν της ψυχής μας· εάν εις την νεότητά μας δεν θέλωμεν να μετανοήσωμεν, οπότε δυνάμεθα να τελέσωμεν τον κανόνα του Πνευματικού μας, πως θα μετανοήσωμεν εις το γήρας, οπότε αδυνατεί το σώμα μας; Τότε όπου δεν δυνάμεθα ούτε να μετανοήσωμεν, ούτε να νηστεύσωμεν, ούτε να αγρυπνήσωμεν, ούτε άλλον τινά κόπον να κάμωμεν δια τας αμαρτίας μας; Τώρα, ότε έχομεν τον καιρόν, ας μετανοήσωμεν· μάλιστα σήμερον όπου εκάμαμεν την αμαρτίαν, σήμερον ας την εξομολογηθώμεν· διότι, ως λέγει ο σοφός Σολομών· «Ου γαρ γινώσκεις τι τέξεται η επιούσα» (Παροιμ. κζ:1). Δηλαδή, δεν γνωρίζομεν τι θέλει μας συμβή έως αύριον. Επειδή λοιπόν δεν γνωρίζομεν τι θέλει μας συμβή έως αύριον, ας μη συμπεριφερώμεθα ως αθάνατοι, ας μη αμαρτάνωμεν, ως να μη ηθέλομεν αποθάνει ποτέ, Αλλά, ως γνωρίζοντες, ότι ολίγη και πρόσκαιρος είναι η παρούσα ζωή μας, ας διορθώσωμεν τον εαυτόν μας· ας επιστρέψωμεν με την θέλησίν μας εις το αγαθόν· ας μεταστρέψωμεν την φροντίδα μας εις το συμφέρον της ψυχής μας. Μη ενδιαφερώμεθα μόνον πως να πλουτίσωμεν, ή πως να ενδυθώμεν, ή πως να τραφώμεν, αλλά μάλλον να συλλογιζώμεθα πως να αρέσκωμεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πως να τελειοποιήσωμεν τας αρετάς, πως να επιτύχωμεν την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εις το άγιον Ευαγγέλιον, μάς παραγγέλλει λέγων: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλείον έστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος;» (Ματθ, στ:25). Δηλαδή, μη συλλογίζεσθε μέσα εις την ψυχήν σας τι θα φάγετε ή τι να πίετε, ούτε να φροντίζετε με τι να ενδύσετε το σώμα σας. Δεν είναι η ψυχή σας ανωτέρα από το φαγητόν; Δεν είναι το σώμα σας καλλίτερον από το ένδυμα; Δηλονότι εφ’ όσον συλλογίζεσθε δια το φαγητόν όπου δεν είναι τίποτε, πως δεν φροντίζετε και δια την ψυχήν σας, ήτις είναι πράγμα πολυτιμότερον του κόσμου όλου; Και πάλιν ορίζει ο Κύριος· «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; Τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθήναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» (Αυτ. 26-27). Τουτέστιν, ίδετε τα πτηνά όπου πετούν εις τον αέρα, ότι ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν, ούτε συναθροίζουν εις αποθήκας και ο Θεός, ο Πατήρ όλων, τρέφει αυτά. Σεις δε οι άνθρωποι, δεν διαφέρετε περισσότερον από αυτά; Ποίος δε, αν θελήση, δύναται να προσθέση εις το σώμα του έστω και μίαν πήχυν; Ορίζει δε πάλιν ο Κύριος· «Και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού, πως αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει· λέγω δε υμίν, ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. Ει δε τον χόρτον του αγρού σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι»; (Ματθ. στ: 28-30). Δηλαδή διατί μεριμνάτε δια το ένδυμα; Παρατηρήσατε τα λουλούδια του κάμπου, πως αυξάνουν, ενώ καθόλου δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· σας λέγω, ότι ούτε ο Σολομών, παρ’ όλην του την μεγαλοπρέπειαν και την τιμήν, όπου είχε, δεν ενεδύθη ως εν από αυτά. Δεν ηδυνήθη δηλαδή να στολισθή τόσον ωραία, ως είναι εστολισμένα τα λουλούδια. Αν δε τον χόρτον του κάμπου, όπου σήμερον υπάρχει, αύριον δε τον ρίπτουν εις φούρνον και καίεται, ο Θεός τον ενδύει και τον στολίζει, πόσω μάλλον σάς, ολιγόπιστοι, δεν θα ενδύση; «Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν, ή τι πίωμεν, ή τι περιβαλώμεθα· πάντα γαρ ταύτα, τα έθνη επιζητεί· οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, ότι χρήζετε τούτων απάντων· ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Αυτ. 31-33). Δηλαδή μη μεριμνάτε, λέγοντες τι να φάγωμεν, ή τι να πίωμεν, ή τι να ενδυθώμεν, διότι όλα ταύτα τα ζητούν τα έθνη· ο Θεός, όμως, ο Πατήρ σας, όστις είναι εις τους ουρανούς, γνωρίζει ό,τι τα χρειάζεσθε και θα σας τα δώση. Δια τούτο, σεις ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Του και αυτά όλα θα σας δοθούν. Και ημείς λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας μη καταπονούμεθα δια τα τοιαύτα, αλλ’ ας συλλογιζώμεθα το συμφέρον της ψυχής μας, ας επιμελούμεθα την σωτηρίαν μας, ας φροντίζωμεν πως να θρέψωμεν την ψυχήν μας με λόγον Θεού· ας αγωνισθώμεν πως να ποτίσωμεν την ψυχήν μας με διδαχήν θεάρεστον· ας ενδιαφερθώμεν πως να ενδύσωμεν με αρετάς την ψυχήν μας, δια να μας αξιώση ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εδώ μεν να διέλθωμεν υγιείς, εν ευτυχία και γαλήνη, ασκανδάλιστοι, από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς, εκεί δε της αιωνίου Του Βασιλείας· ότι Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.