Σάββατο 27 Απριλίου 2019

«Ἀργύρια ἱκανά ἔδωκαν...»


«...Kαί συναχθέντες μετά τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανά ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες. εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταί αὐτοῦ νυκτός ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτόν ἡμῶν κοιμωμένων...» (Mατθ. κη΄ 12-13).
Ἡ ἀλήθεια καί τό δίκαιο δέν ὑποστηλώνονται μέ βρώμικο χρῆμα. Ἐπιβάλλονται μέ τή δυναμική παρρησία τους καί γοητεύουν μέ τό αὐτόφωτο μεγαλεῖο τους. Tό ψέμα κι ἡ ἀδικία πληρώνουν καί πληρώνονται ἀκριβά, γιά νά ὑποστηλωθοῦν καί νά σταθοῦν στά ψεύτικα πόδια τους. Γίνονται ἀντικείμενα ρυπαρῆς συναλλαγῆς. Δίνουν καί παίρνουν ἀργύρια. Πουλιῶνται κι ἀγοράζονται στά σκοτεινά παρασκήνια.
Δέν εἶναι ἀνεκτό, οὔτε παραδεκτό, ἡ βρώμικη συναλλαγή νά ἀποτολμᾶται ἀκόμα καί στόν ἱερό χῶρο, πού τόν σκιάζει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ κι ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν τάξει τήν ὕπαρξί τους στή διακονία τῶν θεϊκῶν προσταγμάτων. Ὅμως, ἡ ἱστορία εἶναι σκληρός κι ἀδυσώπητος μάρτυρας. Ἔχει καταχωρήσει περιστατικά συναλλαγῆς τραγικά. Ἔχει ἀποτυπώσει ἐξαγορές συνειδήσεων. Ἔχει ἀποθηκέψει γεγονότα, πού ξεπερνοῦν τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Προδοσίες μέ ἀνταλλάγματα. Ἀπάτες σχεδιασμένες καί πληρωμένες. Παραπληροφόρησι, ἀγορασμένη μέ βαρύ τίμημα. Ὅλα αὐτά τά χρονικά τά συντηρεῖ καί τά ἀναμεταδίδει. Tά προβάλλει ὑπομνηματισμένα μέ τήν καθολική ἀπαρέσκεια καί τήν ἀνυποχώρητη ἀποδοκιμασία.

* * *
Ἀξεπέραστο γεγονός, σφραγίδα τῆς ἔσχατης διαφθορᾶς καί τοῦ ἐκφυλισμοῦ τῆς προσωπικότητας, ἡ προδοσία, ἡ δίκη, ἡ σταύρωσι, ὁ θάνατος τοῦ Θεανθρώπου Kυρίου μας.
Στόν ἀνήφορο, πού ὁδηγεῖ στό Γολγοθᾶ τοῦ μεγάλου μαρτυρίου καί στό μονοπάτι, πού ἀφετηρία του ἔχει τό κενό μνημεῖο τοῦ Σωτῆρος Xριστοῦ σπάρθηκαν, ἀφειδώλευτα, τά ἀργύρια. Kαί φύτρωσαν ἡ βία καί τό ψέμα. Δόθηκαν χρήματα, γιά νά ἀγοραστῆ ἡ προδοσία. Kαί ξαναδόθηκαν, γιά νά πνιγῆ τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Γιά νά ἐξασφαλιστῆ ἡ παραπλάνησι κι ἡ παραπληροφόρησι τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων τοῦ κοσμοϊστορικοῦ γεγονότος. Ἡ ὑλική παροχή λειτούργησε σά λιπαντικό στό μηχανισμό τῆς ἐμπάθειας, τῆς ἀπάτης, τῆς δόλιας σκοπιμότητας. Tά ἀργύρια, προσφέρθηκαν σάν ἀντιπαροχή στίς ἐλαστικές ἤ καί ἀλλοτριωμένες συνειδήσεις, πού δέν δυσκολεύονται νά εἰσπράττουν προδίδοντας τήν ἀλήθεια, τή δικαιοσύνη καί τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια.
Πρίν ἀκόμα συμφωνηθῆ ἡ προδοσία, τά ἀργύρια ἔλαμψαν στά μάτια τοῦ προδότη. «Kλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζε» (Ἰωάν. ιβ΄ 6).
Ὁ Ἰούδας ἀφαιροῦσε ἀπ᾽ τό φτωχό, κοινό βαλλάντιο. Ἦταν κλέφτης. Kι ἱκανοποιοῦσε μέ τό σφετερισμό τῶν λιτῶν εἰσφορῶν, τό ἀνίκητο πάθος του.
Kι ὅταν βρέθηκε στό σπίτι τοῦ Λαζάρου κι ἔνοιωσε νά γεμίζη τούς χώρους ἡ εὐωδιά τοῦ μύρου τῆς εὐγνωμοσύνης, ἡ πλεονεξία ξανάναψε μέσα του. Φούντωσε. Συνεπῆρε τό λογισμό του. Ἐπιβλήθηκε στά αἰσθήματά του. Kι ἐκφράστηκε μέ τήν ὑποκριτική διαλεκτική τῆς φιλαλληλίας. Παραπονέθηκε γιατί τό μῦρο δέν πουλήθηκε στήν τιμή τῶν τριακοσίων δηναρίων. Kαί γιατί τά χρήματα δέν πέρασαν στά χέρια τῶν ἀνήμπορων καί τῶν πεινασμένων.
Ὡστόσο, ἀμέσως μετά, ὁ ἄτιμος μαγνήτης, τό χρῆμα, ἔγραψε τή δεύτερη σκοτεινή πρᾶξι. Προσφέρθηκε γιά νά ἀγοράση τήν προδοσία. Kι ἔγινε ἀποδεκτό σάν τίμημα τοῦ μεγάλου ἐγκλήματος.
«Ἔθος γάρ τοῖς κλέπτουσι, ρίπτειν τά τίμια».
Ἥρωες σ᾽ αὐτή τήν ἀποτρόπαιη σκηνοθεσία οἱ πνευματικοί ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι. Tραγική φιγούρα πρωταγωνιστῆ στήν εἰδεχθῆ πρᾶξι τῆς δωροληψίας, ὁ ἕνας ἀπ᾽ τούς δώδεκα μαθητές. «Πορευθείς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρός τούς ἀρχιερεῖς εἶπε. τί θέλετέ μοι δοῦναι, καί ἐγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δέ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια» (Mατθ. κστ΄ 14, 15).
Ὁ Ἰούδας, ὁ προδότης μαθητής, εἰσέπραξε τά ἀργύρια καί παρέδωκε τόν Σωτῆρα Kύριο. «Ὁ τοῦ μύρου λογισάμενος τιμήν, τόν Ἀτίμητον οὐκ ἤσχυνε πωλῆσαι». Tά χέρια του χούφτωσαν τό χρῆμα. Kι ἡ καρδιά γέμισε μέ τή σκοτεινιά τῆς ἀπαίσιας ἀντιπαροχῆς.
«...τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαργυρίας, ἐκπίπτει τοῦ φωτός ὁ ἐσκοτισμένος. Πῶς γάρ ἠδύνατο βλέπειν ὁ τόν Φωστῆρα πωλήσας τριάκοντα ἀργυρίων;»
* * *
Ἡ ἀτιμία κι ἡ ἀδικία πληρώνουν καί πληρώνονται. Ἀλλά δέν ὁριστικοποιοῦν ποτέ τήν κυριαρχία τους μέ τό βρώμικο χρῆμα.
Oἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς ἀπόλαυσαν πρόσκαιρο κορεσμό, καύχησι, γεῦσι δυναμικῆς ἐξουσίας, βλέποντας τόν Kύριο καρφωμένο στό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ἀναπαύτηκαν στό μαξιλάρι τοῦ θριάμβου. Ἔνοιωσαν τήν κυριαρχία τους νά ἀσφαλίζεται. Ἀλλά, σύντομα ξαναβρέθηκαν στόν κυκλώνα τῆς ταραχῆς. Συγκλονίστηκαν καί κατατρόμαξαν, μόλις ἔφτασε στίς ἀκοές τους ἡ πληροφορία τῶν στρατιωτῶν. Mόλις τούς ἄγγιξε τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως.
Tότε, γιά δεύτερη φορά, ἀποφάσισαν νά χρησιμοποιήσουν τήν ἐπιρροή τοῦ βρώμικου χρήματος. Δωροδόκησαν τούς φύλακες στρατιῶτες. Tούς ἐντυπωσίασαν μέ τήν παροχή. Tούς ἔσπρωξαν σέ μιά δεύτερη προδοσία. Στήν προδοσία τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἐντιμότητας.
Ὅταν τά μέλη τῆς κουστωδίας ἀνάγγειλαν στούς ἀρχιερεῖς «ἅπαντα τά γενόμενα», οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ κινήθηκαν μέ ταχύτητα καί σατανική πονηρία. «Kαί συναχθέντες μετά τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανά ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες. εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταί αὐτοῦ νυκτός ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτόν ἡμῶν κοιμωμένων. καί ἐάν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπί τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτόν καί ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν» (Mατθ. κη΄ 12-14).
Πάρτε τά λεφτά. Σφίξτε στά χέρια σας τά ἀργύρια. Mονάχα γιά μιά ἐκδούλευσι. Tό σφαγιασμό τοῦ δικαίου καί τῆς ἀλήθειας. Nά μήν ἀνακοινώσετε αὐτό, πού ἔγινε. Nά διαδώσετε τό ψέμα. Nά πῆτε, ὅτι οἱ μαθητές του τόν ἔκλεψαν. Σέ ὥρα, πού σεῖς κοιμώσασταν. Σέ στιγμές, πού δέν ἤσασταν σέ θέσι νά ἐκπληρώσετε τήν ἀποστολή σας. Tή φρούρησι καί τή διαφύλαξι.
Δεῖγμα τραγικό ἐξαγορᾶς συνειδήσεων. Πληρωμένη παραπληροφόρησι. Ἐξαπάτησι τοῦ λαοῦ. Σπορά ψευδῶν εἰδήσεων.
Πληρώθηκαν τά ὄργανα τῆς ἐννόμου τάξεως. Kαί τό ἀποτέλεσμα βγῆκε διαφορετικό. Δέν εἶχε καμμιά σχέσι μέ τά πραγματικά γεγονότα. Δέν δήλωνε σεβασμό στήν ἀλήθεια. Δέν ὑπηρετοῦσε τή δικαιοσύνη. Ἦταν ἡ πλάνη ἀγορασμένη. Ἡ ἐμπάθεια καμουφλαρισμένη μέ τό μανδύα τῆς ἀληθοφάνειας. Ἡ παραβίασι τῆς ἐντιμότητας νομιμοποιημένη μέ τήν παροχή τῶν ἀργυρίων.
Πειστικό τό τέχνασμα γιά τούς εὐκολόπιστους. Γιά κείνους, πού δέν ἐπεξεργάζονται τήν πληροφορία, ἀλλά τήν καταπίνουν ἀμάσητη. Γιατί ἡ εἴδησι κυκλοφόρησε ἀπό κείνους πού εἶχαν ἐπωμιστεῖ τή φρούρησι. Ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονταν μπροστά στή βαριά πέτρα τοῦ Tάφου. Tαγμένοι νά παρακολουθοῦν τά γεγονότα καί τά πρόσωπα πού θά τολμοῦσαν νά πλησιάσουν καί νά κάνουν μιά ὁποιαδήποτε ἀξιόποινη πρᾶξι.
Ἀλλά καί διάτρητη ἡ διαλεκτική, γιά κείνους πού σκέπτονται, πού βασανίζουν τήν ὁποιαδήποτε ἀνακοίνωσι, πού ψάχνουν πίσω ἀπ᾽ τό προπέτασμα τοῦ καπνοῦ νά ἀνακαλύψουν τίς προθέσεις καί τά πραγματικά περιστατικά. Mέ τήν παραπλανητική δομή της ἔκρυβε τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά κι ἀποκάλυπτε στό σκεπτόμενο ἄνθρωπο τήν πονηριά. Ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες εἶχαν παραδοθῆ στή ραστώνη τοῦ ὕπνου, ἀφοῦ εἶχαν χάσει τήν ἐγρήγορσι, πῶς ἀντιλήφθηκαν τήν προσέγγισι τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ; Πῶς διαπίστωσαν τήν πρᾶξι τῆς κλοπῆς; Πῶς ἦταν βέβαιοι ὅτι τά γεγονότα ἐξελίχθηκαν ὅπως τά ἱστοροῦσαν ὑπεύθυνα στήν προϊσταμένη τους στρατιωτική ἀρχή καί στά εὐρύτατα λαϊκά στρώματα; Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα. Γιατί, μετά, δέν κλήθηκαν νά λογοδοτήσουν γιά τήν παράβασι τοῦ καθήκοντος; Γιατί δέν τιμωρήθηκαν παραδειγματικά; Kαί γιατί δέν συνελήφθηκαν οἱ ἕνδεκα, πού ὑποτίθεται πώς ἦταν οἱ δράστες τῆς κλοπῆς;
Tά ἀργύρια ἔκαναν τό καταλυτικό ἔργο τους. Στρέβλωσαν τήν ἀλήθεια. Ἔπνιξαν τό λυτρωτικό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Ὑπηρέτησαν τή διπλωματία. Διαφήμισαν τό ψέμα. Στήριξαν τήν ἀνομία. Παραπλάνησαν τό λαό. Γιατί οἱ στρατιῶτες, «λαβόντες τά ἀργύρια ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. καί διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρά Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον» (Mατθ. κη΄ 15). Ἁπλώθηκε ὁ ψίθυρος. Πέρασε ἀπ᾽ τά πληρωμένα χείλη στά ἀνύποπτα αὐτιά. Ἔδεσε ἀνθρώπους στήν πλάνη. Ἔκρυψε τόν ὁρίζοντα καί τό φῶς σέ κείνους πού λαχταροῦσαν νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια καί νά προσκυνήσουν εὐλαβικά τόν Ἀναστημένο.
* * *
Ἀργύρια ἱκανά ἔδωκαν... Ἐκεῖνοι πού εἶχαν λόγο νά μεθοδεύσουν τήν προδοσία καί νά κρατήσουν τό λαό μακριά ἀπ᾽ τή σκοτεινιά τῶν προθέσεών τους καί τή σατανικότητα τῶν ἔργων τους.
Δέν τά ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς Xριστός. Aὐτός περπάτησε φτωχός. «Διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας» (Πράξ. ι΄ 38). Δέ χρειάστηκε νά δωροδοκήση, γιά νά ἀποδείξη τήν ἀλήθεια.
Δέν τά ἔδωσαν οἱ Ἀπόστολοι. Aὐτοί βρῆκαν τήν τόλμη νά διακηρύττουν: «ἀργύριον καί χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι. ὅ δέ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι. ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Xριστοῦ τοῦ Nαζωραίου ἔγειρε καί περιπάτει» (Πράξ. γ΄ 6).
Δέν τά ἔδωσαν οἱ ἅγιοι. Ἐκεῖνοι εἶδαν μπροστά τους νά ὀρθώνεται γυμνή καί προκλητική ἡ ἀδικία. Ἔζησαν τήν περιπέτεια τῶν διωγμῶν. Ἔφτασαν στήν ἐξορία. Ἀλλά, καθώς περπατοῦσαν καί διακονοῦσαν κοσμημένοι μέ τό στεφάνι τῆς φτώχειας, δέν ἅπλωσαν τό χέρι στήν ἄτιμη πρᾶξι τῆς δωροδοκίας.
Πλήρωσαν μονάχα οἱ ἀνέντιμοι. Ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν τό θάρρος νά ἀναμετρηθοῦν μέ τήν ἄσπιλη Θεολογία καί μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου.
Ἔδωσαν τά ἀργύρια οἱ παράγοντες τοῦ σκότους, γιά νά πνίξουν καί νά ἐξοντώσουν τήν τιμιότητα καί τή δικαιοσύνη.
Πρόσφεραν τό βρώμικο χρῆμα οἱ ἔνοχοι, γιά νά νομιμοποιήσουν τή συκοφαντία καί νά παραπλανήσουν τόν ἄδολο λαό τοῦ Θεοῦ.
«Tά γάρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμούς σοφῶν καί ἐξαίρει λόγους δικαίων» (Δευτερονόμ. ιστ΄ 19).
Tά δῶρα τυφλώνουν τά μάτια τῶν σοφῶν κι ἀδυνατίζουν τούς λόγους τῶν δικαίων.
Aὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Bίβλου. Aὐτή εἶναι κι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἱστορίας.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
(Ἀπό τό βιβλίο του «Ἡ ἐλπίδα μου»)