Κυριακή 14 Απριλίου 2019

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ ΕΠΗ: ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΚΕΦΑΛΟΙ ΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ

πηγή
Λεζάντα: Το 1998 ο κυρός Χριστόδουλος μαζί με τον π. Θωμά Συνοδινόν και τον τότε Αρχιμ. Θεόκλητον Κουμαριανόν συνηντήθησαν με τον κ. Νίκολα Μπέρνς, δια να λάβη το χρίσμα. Υπάρχει άραγε συσχετισμός εις τας δύο φωτογραφίας με την παρουσίαν αμερικανού πρέσβεως;
Του κ. Παναγιώτου Κατραμάδου
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος απέστειλε επιστολήν προς την ΔΙΣ δια το ουκρανικόν.
Ο Σεβ. Ναυπάκτου εξαρχής αναφέρει ότι «ευσεβάστως καταθέτω και την δική μου άποψη», διότι δεν είναι μέλος εις κάποιαν εκ των επιτροπών που θα εξετάσουν το ζήτημα. Δόξα τω Θεώ που είναι μέλος της Εκκλησίας της Ελλάδος και δύναται να έχη γνώμην και να την καταθέτη, διότι αν ήτο μέλος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως δεν θα είχε δικαίωμα να εκφέρη άποψιν.

Αντεστραμμένη εκκλησιολογία
Ο Σεβασμιώτατος μετά τον πρόλογον αρχίζει την πραγμάτευσιν του θέματος από την Πενταρχίαν. Προ του 5ου αιώνος που αυτή διεμορφώθη δεν υπήρχεν Εκκλησία; Προφανώς το παρακάμπτει, δια να αποφύγη να παραδεχθή ότι όλαι αι Τοπικαί Εκκλησίαι ήσαν αυτοδιοίκητοι, δηλ. αυτοκέφαλοι.
Συντόμως προσπερνά και την Πενταρχίαν, δια να καταλήξη ότι όλες «οι Αυτοκεφαλίες τους όσο και οι Πατριαρχικές αξίες και τιμές, χορηγήθηκαν… και… Η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος δόθηκε από την Πρωτόθρονη Εκκλησία…», εννοών το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως.
Διαπράττει όμως ένα λογικόν άλμα: καμμία αυτοκεφαλία δεν εχορηγήθη η εδόθη, καθώς όλαι αι Εκκλησίαι είχον ανακηρυχθή αι ίδιαι ήδη αυτοκέφαλοι, δεν ανέμεναν από κανένα κάτι να χορηγήση εις αυτάς. Εκείνο το οποίον συνέβη δια των Τόμων ήτο η επίσημος αποκατάστασις της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ π.χ. Αθηνών και Κωνσταντινουπόλεως, καθώς μετά την ανακήρυξιν του αυτοκεφάλου, ένα τμήμα που διοικείτο προηγουμένως από άλλο συνοδικόν κέντρον, αποκτούσε ίδιον κέντρον αποφάσεων. Αποτέλεσμα ήτο να υφίσταται μία παροδική ρήξις, η οποία έχρηζε διευθετήσεως.
Αν γίνη αποδεκτόν αυτό το οποίον ισχυρίζεται ο Μητρ. Ναυπάκτου, ότι κάποια αρχή αποδίδει αυτοκεφαλίας, τότε καταρρέει η εκκλησιολογία καθώς εκλαμβάνεται ως δεδομένον ότι εις την Ορθοδοξίαν υπάρχει μία Τοπική Εκκλησία, η οποία ορίζει εκείνη ποία Εκκλησία είναι αυτοκέφαλος και ποία δεν είναι. Ενίοτε μάλιστα αυτή –ακόμη και μετά από 300 έτη, όπως έγινε με το ουκρανικόν- θα έχη την δυνατότητα να αρνήται την κυριότητα κάποιας Εκκλησίας, να την υποβαθμίζη, ακόμη και να αμφισβητή την ήδη αναγνωρισμένην δικαιοδοσίαν αυτής. Καταλήγομεν εις το ότι η άποψις αυτή αναγνωρίζει ότι το Πατριαρχείον έχει υπερτάτην εξουσίαν να επεμβαίνη εις τα εσωτερικά των Εκκλησιών!
Επιλεκτική ανάγνωσις
Ετέρα αυθαίρετος αναγωγή είναι και η φράσις «μετά την έκπτωση της τελευταίας, η Νέα Ρώμη έγινε Πρωτόθρονη Εκκλησία με ιδιαίτερες προνομίες και αρμοδιότητες». Πρώτον, ποίαν Οικουμενική Σύνοδος καθώρισεν ότι μετά την έκπτωσιν της Ρώμης λαμβάνει την θέσιν αυτής το Φανάρι; Καμία! Ας ληφθή μάλιστα υπ’ όψιν ότι οι πατριαρχικοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει καν έκπτωσις της Ρώμης! Δεύτερον, ώρισε κάποια Οικουμενική Σύνοδος ιδιαιτέρας προνομίας και αρμοδιότητας εις την παλαιάν Ρώμην; Καμία! Λόγω ακριβώς αυτών των παραλόγων διεκδικήσεων και υπεραρμοδιοτήτων ήτο που η Ρώμη ωδηγήθη εις την έκπτωσιν.
Είναι τελείως αντιφατικόν να επικαλήται κανείς τας Οικουμενικάς Συνόδους ως καθορισάσας το πολίτευμα της Εκκλησίας, αλλά να ισχυρίζεται ιδιαίτερα προνόμια δια το Φανάρι, δια τα οποία ήσαν αντίθετοι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι. Αυτό αποδεικνύουν αι προσπάθειαι των Οικουμενικών Συνόδων να προλάβουν την εκτροπήν της «πρωτοθρόνου» Ρώμης, δεικνύουσαι εις αυτήν ιεροκανονικώς ότι ήτο ισότιμος κατά πάντα και όχι ανωτέρα.
Ο εθνικισμός του Φαναρίου
Αλγεινήν εντύπωσιν προκαλεί επίσης η φράσις ότι η χορήγησις των Αυτοκεφάλων έγινε «για εθνικιστικούς λόγους»! Χαρακτηρίζεται εθνικισμός το γεγονός ότι κάθε Τοπική Εκκλησία ηθέλησε να μη έχη κέντρον διοικήσεως τον Σουλτάνον, ο οποίος υπεχρέωνε τους Πατριάρχας να αφορίζουν τας επαναστάσεις, αλλά την νέαν ελευθέραν αυτοδιοίκησιν; Χαρακτηρίζεται εθνικισμός το γεγονός ότι απεκατέστησαν αι Τοπικαί Εκκλησίαι την Συνοδικότητα, αντί του έως τότε απολύτου συγκεντρωτισμού εις το Φανάρι, που επί οθωμανικής αυτοκρατορίας διοικούσε δίκην Πάπα όλην την Ανατολήν; Χαρακτηρίζεται εθνικισμός το όραμα των Τοπικών Εκκλησιών να απελευθερώσουν και πάλιν την Πόλιν, αφού πρώτα εδημιουργούσαν ισχυρά κράτη και Εκκλησίας;
Η μυωπική όμως παραδοχή ότι «χορήγησε» το Πατριαρχείο «για εθνικιστικούς λόγους» αυτοκεφαλίας, σημαίνει πρωτίστως ότι το Πατριαρχείον ενέδωσεν εις τον εθνοφυλετισμόν και επομένως είναι ένοχον δι’ αλλοίωσιν της εκκλησιολογίας! Θα απαντήση κανείς: ήτο αναγκασμένον. Η ανάγκη δικαιολογεί έκπτωσιν εις τα δόγματα, διαστροφήν της εκκλησιολογίας; Αν ήτο εις αυτό αναγκασμένον, τότε εις πόσα άλλα είναι αναγκασμένον; Πιστεύει επομένως και ο Σεβασμιώτατος ότι εις τελικήν ανάλυσιν και το αυτοκέφαλον της Ουκρανίας είναι προϊόν εξαναγκασμού… αν σκεφθώμεν μάλιστα ότι εδόθη και εις τον εθνικιστήν Ποροσένκο!
Οι Τόμοι δεν είναι Αγία Γραφή
Είναι απορίας άξιον, πως εν συνεχεία στηρίζεται εις μία φράσιν του Τόμου Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Γεωργίας, δια να οικοδομήση μίαν ολόκληρον θεωρίαν. Οι Τόμοι δεν είναι ούτε θεόπνευστοι ούτε αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, ώστε να έχουν καθολικήν αποδοχήν. Επομένως τι και αν εγράφη εις εκείνο τον Τόμον ότι «επ’ αναφορά μέντοι γε προς την μέλλουσαν Αγίαν Οικουμενικήν Σύνοδον»; Ίσως ήτο ένα σφάλμα εδρασμένον εις τας τότε κυριαρχούσας αντιλήψεις. Ο,τι και να συμβαίνη είναι βέβαιον ότι αυτό εκφράζει απλώς μία εκτίμησιν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, την οποίαν συνωμολόγησε και το Πατριαρχείον Γεωργίας, αλλά εις καμίαν περίπτωσιν Πανορθόδοξον θέσφατον. Το αυτό ισχύει και δια οιονδήποτε Τόμον, Πράξιν η Επιστολήν του Φαναρίου, όπως και δι’ αυτήν που παραθέτει σχετικώς με την Εκκλησίαν της Ρουμανίας.
Αντιφατικόν τυγχάνει επίσης και το γεγονός ότι το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως είναι εκείνο που αποδίδει την Πατριαρχικήν αξίαν, αλλά αυτή «παραπέμπεται για την κατ’ ακρίβειαν «τελείωση»-ολοκλήρωση της Πατριαρχικής αξίας στην Οικουμενική Σύνοδο», που θα συγκληθή στο μέλλον». Τι είναι το Φανάρι, ταμιευτήριον που διαθέτει Πατριαρχικάς αξίας και τας διανέμει μετά από αίτημα του ενδιαφερομένου; Αν υπεύθυνη είναι η Οικουμενική Σύνοδος και μόνον αυτή δια μίαν παρομοίαν αξίαν, τότε τι νόημα έχει αυτή η πράξις αποδόσεως από το Φανάρι; Επιπροσθέτως, κατέλειπε κάποια Οικουμενική Σύνοδος το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως εντεταλμένον εκπρόσωπόν της έως ότου αυτή συνέλθη πάλιν μετά δόξης; Ειλικρινώς, αντιλαμβάνονται με όσα γράφουν εις ποίον βάραθρον οδηγούν την εκκλησιολογίαν;
Απείρου ακαταληψίας είναι η θεωρία περί αναδρομικής ισχύος των Ι. Κανόνων! Γράφει ότι η Πατριαρχική αξία «θα τελειωθή κατά την κανονική ακρίβεια, όταν θα ψηφισθή από τις άλλες Εκκλησίες σε Οικουμενική Συν­οδο, και τότε θα ισχύη από την ημέρα που χορηγήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη»! Ποίαι άλλαι αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων έχουν αναδρομικήν ισχύν; Τι θα ωφεληθή κανείς αν η ισχύ είναι από την ημέραν που εδόθη; Αν καταψηφισθή, τότε θα έχη αναδρομικήν κατάργησιν;!
Κατεπατήθη η συναίνεσις
Ο Σεβασμιώτατος υπενθυμίζει ότι κατά την Α Προσυνοδικὴν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν εις την Γενεύην, τον Νοέμβριον του 1976 κατηρτίσθη διαδικασία δια την αυτοκεφαλίαν, η οποία προέβλεπε να «υπάρχει αίτηση της Εκκλησίας, συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας, συναίνεση όλων των Εκκλησιών και ανακήρυξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχικό Τόμο». Βεβαίως, σχολιάζει ότι, επειδή υπήρξε διαφωνία από την Εκκλησίαν της Ρωσίας δια τον τρόπον υπογραφής, το κείμενον «πάγωσε». Ο όρος όμως περί της συναινέσεως όλων δεν εξαρτάται από τας υπογραφάς και επομένως ισχύει Πανορθοδόξως. Άρα, το Φανάρι με την Ουκρανίαν κατεπάτησε τον όρον της συναινέσεως!
Υπερβαίνει τα εσκαμμένα η άποψις «να μη εισέρχεται κάποια Εκκλησία στις αποφάσεις των αρμοδιοτήτων των άλλων Εκκλησιών, πολύ δε περισσότερο στις αποφάσεις της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που έχει ηυξημένες αρμοδιότητες στην προεδρία και την καλή λειτουργία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ούτε και να τις κρίνουν, προ της Οικουμενικής Συνόδου».
Αυτή η γνώμη καταλύει την παγίαν αρχήν ότι κάθε Τοπική Εκκλησία είναι Καθολική Εκκλησία και δεν υπολείπεται εις ουδέν, διότι τοποθετεί το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως ως υπεύθυνον δια την «καλή λειτουργία» των άλλων Εκκλησιών! Ποίος όμως ανεμεί­χθη εις αποφάσεις άλλης Εκκλησίας η μη μόνον το Φανάρι που κατεπάτησε τας αποφάσεις της Εκκλησίας της Ρωσίας δια την Ουκρανίαν;!
Να υποταχθούν όλοι;
Το απίστευτον όμως είναι ότι όλοι υπάγονται εις την κριτικήν, αλλά όχι το Φανάρι! Λοβοτομημένοι Ιεράρχαι; Αυτό είναι το όραμα του Σεβασμιωτάτου δια την Εκκλησίαν της Ελλάδος; Προφανώς, επηρεάσθη από το Κολυμβάριον, όπου ούτε ψήφον είχεν ούτε τελικώς λόγον, διότι η πατριαρχική απόφασις ήτο να μη κρίνη τον Σεβ. Περγάμου και ο Μητρ. Ιερόθεος συνεμορφώθη προς τας αποφάσεις του Πατριάρχου! Το δις εξαμαρτείν όμως…
Η αναπομπή των αποφάσεων του Φαναρίου απευθείας εις Οικουμενικήν Σύνοδον, υποκρύπτει το αθεολόγητον ότι ο Πατριάρχης κρίνεται μόνον από Οικουμενικήν. Κάθε Εκκλησία δύναται να δικάση και να καταδικάση ένα αιρετικόν Πατριάρχην, Αρχιεπίσκοπον κ.λπ., όταν η ιδική του Σύνοδος αδυνατεί. Επομένως, αν αι αποφάσεις του Πατριαρχείου, όπως π.χ. δια τον β γάμον των κληρικών, απάδουν πασιδήλως προς την Ι. Παράδοσιν, τότε όχι μόνον δεν γίνονται αποδεκταί, αλλά δύνανται να καταδικασθούν από τας Τοπικάς Συν­όδους. Αλλά ο Σεβασμιώτατος δεν έγραψεν ούτε γραμμήν δια το ζήτημα αυτό…
Συνάγεται λοιπόν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα αποφασίση συμφώνως προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου και τους Ι. Κανόνας και δεν θα υποταχθή εις το κριτήριον της αυθεντίας μιας παπικής αντιλήψεως περί Φαναρίου, που προτείνεται.
Το εκβιαστικόν επιχείρημα ότι «μη αποδοχή του τρόπου εκδόσεως του Πατριαρχικού Τόμου για την Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας, θα θέση σε αμφισβήτηση τις Αυτοκεφαλίες των οκτώ άλλων υφισταμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών» είναι όλως δι’ όλου ανυπόστατον, καθώς η κρίσις εκάστου Αυτοκεφάλου είναι και διαφορετική περίπτωσις. Είναι ως να ισχυρίζετο κάποιος ότι, εάν καταδικασθή κάποιος ένοχος, τότε όλοι οι υπόδικοι είναι ένοχοι!
Απεναντίας, όχι μόνον δεν απειλείται το αυτοκέφαλον οιασδήποτε Εκκλησίας, αλλά εκείνο που έχει τεθή υπό έντονον αμφισβήτησιν είναι η υπόστασις του Φαναρίου. Δια το γεγονός αυτό απολύτως υπεύθυνον είναι το ίδιον με τας αλλεπαλλήλους αυθαιρέτους μοναρχικού τύπου ενεργείας. Δεν ερωτά κανένα και έχει την υπεροψίαν να ανακοινώνη τας αποφάσεις του, που απαιτεί να γίνουν αποδεκταί!
Η παράγραφος με την οποίαν κατακλείει το κείμενον είναι χαρακτηριστική της τάξεως των «δούλων» και όχι των «θεωμένων»:
«το θέμα, που αφορά την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, δεν μπορεί να τεθή σε ψηφοφορία στην Ιεραρχία, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εισέλθουμε σε υπόθεση άλλης Εκκλησίας, και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν μάλιστα Αυτό διατηρεί και «το ανώτατον κανονικόν δικαίωμα» στις Επαρχίες «του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Θρόνου» εν Ελλάδι, στις λεγόμενες Νέες Χώρες».
Ως πότε θα σείεται η απειλή των Μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος; Το Φανάρι θα υπαγορεύη εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος τι θα θέση και τι όχι εις ψηφοφορίαν; Είναι «εκκλησιαστικόν» ο Πατριάρχης με τον Σεβ. Γαλλίας (διότι η Σύνοδός του δεν λειτουργεί) να θέτουν εις περιπέτειαν την Ορθοδοξίαν, αλλά είναι «αντιεκκλησιαστικόν» 80 Ιεράρχαι να θέτουν εις ψηφοφορίαν ένα ζήτημα, εξ αιτίας του οποίου διακυβεύεται η ενότης της Εκκλησίας;
Το παρόν άρθρον είχεν ολοκληρωθή, όταν ο Σεβασμιώτατος ηναγκάσθη να γράψη δύο απαντήσεις προς επικρίσεις του κ. Αναστασίου Βαβούσκου. Από αυτάς ανεδύθη εις την επιφάνειαν η ρίζα του προβλήματος.
Συγκεκριμένα ο Σεβ. Ιερόθεος αναφέρει περί του κ. Βαβούσκου ότι «διατηρώ προσωπική επικοινωνία, τον εκτιμώ για τις γνώσεις του στο εκκλησιαστικό δίκαιο και έχουμε συνεργασθή για πολλά θέματα», επιμαρτυρών επίσης ότι όσα έγραψε «τα διαβάζει κανείς στις πηγές που παραθέτουν οι κ.κ. Αναστάσιος Βαβούσκος και Γρηγόριος Λιάντας». Με παρόμοιον τρόπον αναφέρεται εις έτερον Καθηγητήν («ο διακεκριμένος καθηγητής του εκκλησιαστικού Δικαίου Σπύρος Τρωϊάνος»), από τον οποίον αντλεί στοιχεία.
Ως αντιλαμβάνεται κανείς ο Σεβασμιώτατος έχει επηρεασθή τα μέγιστα από τους δύο Καθηγητάς, ουδείς εκ των οποίων έχει σπουδάσει θεολογίαν! Το αποτέλεσμα είναι να διαποτίζεται ο ίδιος από τον σχολαστικισμόν των. Πολύ ορθώς εις το τέλος, παραπέμπει και ο ίδιος εις την εξαντλητικήν μελέτην του π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου, η οποία κονιορτοποιεί το ψευδοαυτοκέφαλον της Ουκρανίας.
Μας προκαλούν ερωτήματα όμως ένιαι επισημάνσεις του. Αν οι ίδιοι «παρουσιάζουν το Πατριαρχείο άλλα να γράφη στον Τόμο, με τον οποίο χορηγεί την Πατριαρχική τιμή και αξία και άλλα να γράφη στα Πατριαρχικά και Συνοδικά έγγραφα, που αποστέλλει στις Εκκλησίες», μήπως τελικώς αυτή είναι και η πραγματικότης;
Αν «η άποψη ότι δεν χρειάζεται η συναίνεση των Πατριαρχών των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων για την χορήγηση σε μια Εκκλησία Πατριαρχικής τιμής και αξίας και την αλλαγή σειράς των Διπτύχων είναι παράδοξη και λειτουργεί σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία λειτουργεί συνοδικώς», τότε αυτό δεν συνέβη με το ουκρανικόν υπαιτιότητι του Φαναρίου;
Είναι προτιμώτερον ο Σεβασμιώτατος εις τα λάθη που γενικώς παραδέχεται («παρά τα λάθη μας» γράφει) να κατατάξη και την παρούσαν επιμονήν του να δικαιολογήση τα αδικαιολόγητα, ώστε να μη περιπέση ο ίδιος εις παντελή ανυποληψίαν καθώς πασχίζει εις την ουσίαν να περισώση το «κύρος» του Σεβ. Γαλλίας.