Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος
Σκάνδαλον ἀποτελεῖ ὅτι αὐτὸ ποὺ
προσεκομίσθη διὰ τὸ οὐκρανικὸν εἰς τὴν Ἱεραχίαν ὡς «εἰσηγητικὸ σημείωμα»
εἶναι πλήρως παραπλανητικόν.
Παραχάραξις Α΄
Τὸ «πόρισμα» προκειμένου νὰ παρακάμψη τὸν σκόπελον ὅτι ἡ «Μικρὰ Ρωσία» ἀνήκει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας ἀναφέρει ὅτι ἀπόφασις τοῦ Πατριάρχου Ἰερεμίου Β΄ τοῦ Τρανοῦ τὸ 1589 περιλαμβάνει «σαφῆ μάλιστα καθορισμὸ τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τῆς κανονικῆς του (Μόσχας) δικαιοδοσίας στὸ «Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καὶ τῶν ὑπερβορείων μερῶν».
Κατ’ ἀρχὰς ἂν ὁ
Πατριάρχης Κων/λεως ὁρίζει τὰ ὅρια τῶν δικαιοδοσιῶν, τότε ἐγείρεται
μεῖζον ἐκκλησιολογικὸν ζήτημα. Κατὰ δεύτερον, ἂν γίνη αὐτὸ δεκτὸν, τότε
πρέπει νὰ γίνη καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰερεμίου τοῦ
Γ΄ τῆς 23ης Σεπτεμβρίου 1721 πρὸς τὸν Μέγαν Πέτρον, εἰς τὴν ὁποίαν
ἀναγνωρίζεται καὶ ἡ «Μικρὰ Ρωσία» ὡς μέρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ
χωρὶς καμίαν ἀναφορὰν εἰς μνημόνευσιν τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Αὐτὸ δὲν τὸ ἔχει ὑπ’ ὄψιν της ἡ Ἐπιτροπή; Ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς, ποὺ
συνέγραψε τὸ «πόρισμα», καθὼς κανένα ἄλλο μέλος ὄχι μόνον δὲν εἶχε
χρόνον, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον δὲν ἦτο προετοιμασμένον μὲ σοβαράν
μελέτην, διὰ νὰ ἀντικρούση τὸν κ. Φειδᾶν, ἔκανε ἐπιλεκτικὴ χρῆσιν τῶν
πηγῶν καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, ὥστε νὰ δημιουργῆται ἡ ἐντύπωσις
εἰς ὅποιον τὸ ἀναγιγνώσκει ὅτι τὸ ζήτημα ἔληξε μὲ τὴν συνοδικὴν ἀπόφασιν
τοῦ 1686.Παραχάραξις Α΄
Τὸ «πόρισμα» προκειμένου νὰ παρακάμψη τὸν σκόπελον ὅτι ἡ «Μικρὰ Ρωσία» ἀνήκει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας ἀναφέρει ὅτι ἀπόφασις τοῦ Πατριάρχου Ἰερεμίου Β΄ τοῦ Τρανοῦ τὸ 1589 περιλαμβάνει «σαφῆ μάλιστα καθορισμὸ τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τῆς κανονικῆς του (Μόσχας) δικαιοδοσίας στὸ «Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καὶ τῶν ὑπερβορείων μερῶν».
Εἶναι ἐπίσης ὑποκριτικὸν διὰ μὲν τὰ ἀνύπαρκτα «προνόμια» τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ἐθιμικὸν δίκαιον(!), ἀλλὰ νὰ ἀρνοῦνται παρὰ τὰ 300 ἔτη ἀποκλειστικῆς διοικήσεως τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας ὄχι μόνον τὸ ἐθιμικὸν δίκαιον τοῦ Μόσχας, ἀλλὰ καὶ τὸ προβλεπόμενον ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες, ὅτι παρελθούσης τριακονταετίας ἡ Ἐπαρχία ἀνήκει εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἐκείνου ποὺ τὴν προσήρτησε.
Παραχάραξις Β΄
Τὸ ἴδιον ἀκριβῶς συμβαίνει εἰς τὴν συνέχειαν τοῦ κειμένου μὲ τὸ «ἔκκλητον». Βασιζόμενος εἰς τὴν πεπλανημένην ἀντίληψιν, ποὺ δυστυχῶς κυριαρχεῖ εἰς τοὺς Ἱεράρχας, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ἔχει δικαίωμα νὰ δικάζη οἱονδήποτε δι’ ὁ,τιδήποτε, γράφει: «προσπαθοῦν νὰ ἀπορρρίψουν ἀκρίτως… ἀλλὰ καὶ τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματός του νὰ δέχεται τὸ «Ἔκκλητον»…». Τὸ «ἔκκλητον» ὅμως ἦτο ἐπὶ Βυζαντίου δευτεροβάθμιον δικαστήριον καὶ ὁ Φιλάρετος Ντενισένκο, ὄχι μόνον ἐκρίθη ἤδη ἀπὸ δευτεροβάθμιον, ὄχι μόνον προσυπέγραψε καὶ τὸν ἀναθεματισμὸν αὐτοῦ ὁ νῦν Κων/λεως Βαρθολομαῖος, ἀλλὰ καὶ κατεδικάσθη, διότι ἔχει σύζυγον καὶ τέκνα. Ἑπομένως, οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θὰ ἀνέτρεπε τὰς κανονικάς καὶ δικαίας ἀποφάσεις αὐτάς.
Ἡ ἐξαπάτησις τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος φαίνεται, ἂν συγκρίνη κανεὶς ὅσα γράφει πάλιν ὁ κ. Φειδᾶς εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν τόμος Γ΄: «Ἡ κατάσταση ὅμως τῆς λατινίζουσας ἱεραρχίας τῆς ὀρθοδόξου μητροπόλεως τοῦ Κιέβου ἦταν πράγματι τραγική, ἀφοῦ ὁρισμένοι ἀρχιερεῖς της περιφρονοῦσαν θεμελιώδεις κανονικὲς καὶ ἠθικές ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ὅπως ὁ μητροπολίτης Κιέβου Ὀνησιφόρος (δίγαμος), οἱ ἐπίσκοποι Μὶνσκ Λεόντιος, Χὸλμ Διονύσιος, Περεμὺσλ Μιχαὴλ (ἔγγαμοι) κ.ἄ.»
Τότε τὸν ἐνδιέφερε τὸν κ. Φειδᾶν ποὺ οἱ ἐπίσκοποι ἀντικανονικῶς ἦσαν ἔγγαμοι, ἐνῶ τώρα ἀδιαφορεῖ πλήρως διὰ τὸν Φιλάρετον ποὺ καθηρέθη διὰ τὸν ἴδιον λόγον!
Περιττὸν δὲ νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι παραλείπει πληροφορίας π.χ. ἀναφέρεται εἰς «ἔκκλητον» τοῦ Ψευδοκιέβου Φιλαρέτου μὴ ἀναφέρων τὸν Μακάριον Μάλετιτς (προφανῶς ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει αἴτημα αὐτοῦ, οὔτε εἶχε δικαίωμα νὰ ὑποβάλη), ἀλλὰ καὶ ἀπουσιάζει κάθε ἐπικαιροποίησις ὅπως π.χ. ὅτι ὁ Φιλάρετος Ντενισένκο δὲν ἀναγνωρίζει τὸ νέον «ἐκκλησιαστικὸν» μόρφωμα τῆς Οὐκρανίας, ἄρα καταπίπτει ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ κάθε «ἔκκλητον».
Παραχάραξις Γ΄
Παραχάραξις τῶν ἱστορικῶν δεδομένων γίνεται καὶ εἰς ἑπόμενον σημεῖον τοῦ «πορίσματος»: «ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπαντητικὴ Ἐπιστολὴ τῆς ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη γιὰ τὴν ἐκπροσώπησή της στὴν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως γιὰ τὸ βουλγαρικὸ ζήτημα (1872), ἀφοῦ σὲ αὐτὴ «ὑπέδειξεν ὡς οὐδετερώτερον μέρος πρὸς τοῦτο τὸ ἀρχαῖον Κίεβον» γιὰ τὴ συνέλευση τῆς Συνόδου».
Τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν ἐσφαλμένως προσάγει ὡς τεκμήριον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀνεγνώριζε τὸ Κίεβον ὡς «οὐδέτερον» δικαιοδοσίαν μεταξὺ Κων/λεως καὶ Μόσχας. Ἀντιθέτως: ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐπεθύμει νὰ λυθῆ τὸ ζήτημα ὑπὲρ τῶν Βουλγάρων καὶ διὰ τοῦτο ἐθεώρει ὅτι μία Σύνοδος εἰς τὴν ἕδραν τοῦ Κωνσταντινουπόλεως θὰ ἀπεφάσιζε κατὰ τῶν Βουλγάρων, ὅπως καὶ ἔγινε, διὰ τοῦτο καὶ ἡ Ρωσία τελικῶς δὲν συμμετεῖχε. Προέτεινε λοιπὸν τὸ Κίεβον, ὡς οὐδέτερον μέρος μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων καὶ ὄχι Κων/λεως καὶ Μόσχας! Ἀπεναντίας, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὸ Κίεβον ὁ Μόσχας ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπηρεάση τὴν Σύνοδον ὑπὲρ τῶν Βουλγάρων. Ἑπομένως, πρόκειται δι’ ἐπιπλέον ἀπόδειξιν ὅτι ὁ Μόσχας ἐθεώρει τὸ Κίεβον ἀποκλειστικῶς ἰδικόν του, καθὼς ἐπεθύμει νὰ διεξαχθῆ ἡ Σύνοδος εἰς τόπον ποὺ ἐθεώρει ἕδραν του.
Παραχάραξις Δ΄
Ἐξόφθαλμον καὶ τραγικὸν λάθος τῆς παραποιήσεως τῶν γεγονότων εἶναι καὶ ἡ διαπίστωσις ὅτι τὸ 1992 ἡ Ἱ. Σύνοδος ὑπὸ τὴν προεδρίαν τότε τοῦ Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο «ἀποφάσισε ὁμοφώνως νὰ ζητήση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας τὴν ἄμεση κίνηση τῆς καθιερωμένης κανονικῆς διαδικασίας πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο γιὰ τὴν ἐπίσημη ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας».
Τὸ «πόρισμα» ἑρμηνεύει αὐτὴν τὴν κίνησιν ὡς «ἀπαξίωση… τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τῆς Ρωσσίας», δηλ. τὸ ἄσπρον μαῦρον! Πλήρης διαστρέβλωσις! Μόνον ἕνας ποὺ ἐθελοτυφλεῖ δὲν βλέπει ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἐπιβεβαίωσις ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ἂν ἀνῆκεν εἰς τὸ Φανάρι θὰ ἀπέστελεν ἐκεῖ κατ’ εὐθεῖαν τὸ αἴτημα, ἀναγνωρίζων αὐτὸ ὡς «Μητέρα Ἐκκλησίαν».
Παραχάραξις Ε΄
Ἐκεῖ πλέον ποὺ τὸ «πόρισμα» ἐκφεύγει πάσης λογικῆς εἶναι εἰς τὴν ἑπομένην παράγραφον: «εἶναι λοιπὸν προφανὲς ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας δὲν μποροῦσε νὰ ἔχη ἢ νὰ διεκδικῆ ὁποιαδήποτε δικαιοδοσιακὰ προνόμια στὴν ὑπαγόμενη ὑπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου Μητρόπολη Κιέβου, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἔγκρισή του, ὅταν ἡ Κληρικολαϊκὴ Συνέλευση ἀπορρίπτει κατηγορηματικῶς καὶ ἀδιαλλάκτως ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ σχέση του μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας».
Ὑπὸ τῆς φράσεως «Κληρικολαϊκή Συνέλευση» ἐννοεῖται αὐτὴ ποὺ ἐπραγματοποιήθη ὑπὸ τὸν ἐθνικιστὴν οὐνίτην καὶ ὀπαδὸν τῶν ναζιστῶν Πρόεδρον Ποροσένκο μὲ συμμετοχὴν αὐτοχειροτονήτων καὶ καθηρημένων κληρικῶν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ἔχει ἀντικανονικὴν σύστασιν, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μίαν μειοψηφίαν εἰς τὴν Οὐκρανίαν! Εἶναι ὡς νὰ ἀναγνωρίση κανεὶς τὸ «Αὐτοκέφαλον Τουρκοορθόδοξον Πατριαρχεῖον» ὡς κανονικὸν καὶ ὄχι τὸ «Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως»!
Τόσον ἡ Ἱεραρχία τῆς Οὐκρανίας τὸ 1992, ὅσον καὶ ἡ πλειονότης τοῦ λαοῦ σήμερα ὑπὸ τὸν Κιέβου Ὀνούφριον ἀναγνωρίζει ὡς κανονικὴν τὴν κοινωνίαν της μὲ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας. Ἑπομένως, τηρουμένων τῶν Ἱ. Κανόνων τῆς Καρθαγένης, ποὺ ἐν συνεχείᾳ τὸ «πόρισμα» τὸ ἴδιον ἐπικαλεῖται, αἱ πράξεις τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως βαρύνουν αὐτὸν μὲ εἰσπήδησιν εἰς ἀλλοτρίαν δικαιοδοσίαν καὶ πρόκλησιν σχίσματος διὰ τῆς δημιουργίας παραλλήλου Ἱεραρχίας.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καὶ ἀνόθευτος
Τὸ «πόρισμα» εἰς κάποιον σημεῖον ἀναφέρει: «Ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης, ὡς Προκαθήμενος τόσο τοῦ Πρώτου θρόνου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας…»! Ταυτολογίαι εἰς τὰς ὁποίας δύνανται νὰ προστεθοῦν αἱ δεκάδες κατὰ καιροὺς ὅπως: «Προκαθήμενος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κων/λεως, Προκαθήμενος τῆς Νέας Ρώμης, Προκαθήμενος τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως, Προκαθήμενος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ.ἄ.».
Προφανῶς, ὅμως ἐδῶ ἡ λέξις «Πρῶτος» σημαίνει «ἐπιβολήν», δηλαδή: ἐγὼ ἀπεφάσισα ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΡΩΤΗΣΩ ΚΑΝΕΝΑ καὶ ἐσεῖς εἶσθε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακούετε εἰς ὁ,τιδήποτε ἐγὼ πράττω. Αὐτό, δυστυχῶς, δὲν ἀκούεται καθόλου ἐκκλησιαστικόν…
Ὅσα καὶ νὰ γράψουν, συμφώνως πρός τοὺς Ἱ. Κανόνας καὶ τὴν Συνοδικὴν Ἐγκύκλιον Ἐπιστολὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1895, ὁ Κων/λεως εἶναι ἕνας Ἐπίσκοπος ἴσος καὶ ἰσότιμος μὲ τοὺς ὑπολοίπους 700 τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ὁ Μόσχας καὶ ὁ Ἀθηνῶν κ.ἄ. Ὁ μόνος τρόπος διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα εἶναι ἡ παραποίησις τῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Μόνον ἔτσι ἐπιβάλλονται! Ἡ Ἱστορία ὅμως θὰ εἶναι ἀδυσώπητος ἐναντίον ὅσων τὴν κακοποιοῦν καὶ ὁ «Προκαθήμενος» αὐτῆς Κύριος ἀδέκαστος ἔναντι ὅσων διὰ τὰ ἀμερικανόσδοτα «πρωτεῖα» τους ἐγκατέλειψαν τοὺς Οὐκρανοὺς εἰς χεῖρας τῶν δυνάμεων καταστολῆς.