Την βλέπω δακρυσμένος να την ανεμίζει ο αγέρας, με τις εννέα της
γραμμές να χάνονται στις εσχατιές του ορίζοντα.
Ολόκληρη η οικογένεια την προσκυνήσαμε και τη φιλήσαμε πριν τη
στερεώσουμε στο μπαλκόνι. Μα πολύ πριν απ’ αυτό, την είχαμε στεριώσει στη ψυχή
μας. Στη συνείδησή μας.
Αναπνέαμε το ασπρογάλαζο του πανιού της και το ευωδιαστό λιβάνι
του σταυρού της.
Δεν κουράστηκες να ανεμίζεις τόσα χρόνια, στα βουνά της Ηπείρου,
στις κορβέτες, τα ιστιοφόρα και τα μπρίκια του 1821, μες στα μανιασμένα νερά
του Αιγαίου, στα άγια χώματα της Μακεδονίας, καταδιώκοντας Ιταλό, Τούρκο,
Βούλγαρο, τον κάθε εχθρό.
Κυμάτισες στα πέλαγα καταδιώκοντας τον
Τούρκο.
Αναρριχήθηκες στα βουνά της Ηπείρου
γράφοντας το Αλβανικό έπος.
Στις παρελάσεις κι επετείους του ελεύθερου Ελληνικού έθνους και
στα μπαλκόνια των Ελλήνων.
Σφυρηλατήθηκες μέσα στους αιώνες, στο
αμόνι της ιστορίας, μέσα απ’ τους πολέμους ανεξαρτησίας, τις επαναστάσεις, το
αίμα των μαρτύρων του Χριστού και των εθνομαρτύρων της ελευθερίας.
Σχισμένη πολλές φορές, κουρελιασμένη, λασπωμένη ή τρύπια απ’ τα
βόλια του εχθρού, μα πάντα περήφανη, αγέρωχη έδινες το ρυθμό στον αγώνα των
Ελλήνων κάθε εποχής. Έστελνες το μήνυμα μες στους αιώνες, για τα αθάνατα ιδεώδη
του έθνους. Της πατρίδος.
Τώρα, σε βλέπω κουρασμένη να μην ανταποκρίνεσαι στις ριπές του
ανέμου. Να μένεις σιωπηλή και πεσμένη, κολλημένη στο κοντάρι. Να κρατιέσαι
λυσσαλέα μη θέλοντας να δείξεις την όψη σου σε κανένα.
Κουράστηκες πια. Απογοητευμένη, φαίνεται να μην σου ‘ μεινε ελπίδα
πια. Στη ροκάνισαν οι εθνοπροδότες, οι Πήλιοι Γούσιδες κι οι Εφιάλτες, οι
ευρωλιγούδηρες κι οι λαθρολάγνοι, οι νεοταξίτες προοδευτικοί, οι ψευτοαλληλέγγυοι,
οι ψευτοδιανοούμενοι και οι ακτιβιστές.
Πολλαπλώς παραδόθηκες στις φλόγες
ανίερων και μιαρών, αλιτήριων κουκουλοφόρων, στο Σύνταγμα, στα Εξάρχεια κι
αλλού.
Έγινες αντικείμενο κλήρου στα σχολεία
και όχι βραβείο αριστείας.
Λοιδορείσαι και χλευάζεσαι.
Παρ’ ότι αντιστάθηκες στις στατιστικές
κάθε εθνικής εξεγέρσεως, τώρα οι στατιστικές είναι εναντίον σου. Μπορεί στα
καταστήματα τροφίμων να επιτρέπεται ένας πελάτης ανά 15 τετραγωνικά μέτρα, μα
εσένα σε βρίσκουμε σπάνια να ‘σαι αναρτημένη. Ένα σπίτι όχι στα δεκαέξι αλλά
στα χίλιαδεκάξι.
Αθάνατη αγαπημένη.
Μα κουράστηκες πιο πολύ απ’ αυτούς που καμώνονται πατριώτες, αλλά
τελικά φοβισμένοι μες στο καβούκι τους, έχουν μεταναστεύσει σε μιαν άλλη
πατρίδα. Τη λεν συμφέρον, βόλεμα, πορτοφόλι, σύνταξη, ασφάλεια, ησυχία. Με μία
λέξη ΕΓΩ!
Βλέπω πάνω στο «κορμί» σου μια λαβωματιά. Όχι, όχι βλέπω και
δεύτερη.
Δεν επουλώθηκαν αυτές των αγώνων του ’40 του ’21; Βλέπω, πως μου
δείχνεις προς τα Ίμια και τις Πρέσπες. Εκεί λαβώθηκες διπλά…αθάνατη αγαπημένη.
Εφέτος θα λαβωθείς ξανά. Δεν θα σου επιτρέψουν να κυματίσεις στις παρελάσεις.
Τους ενοχλεί η όψη σου. Τους θυμίζεις τις κορυφές, τα όρη και τα βουνά που δεν
μπορούν να κατακτήσουν.
Ήσουν έτοιμη να αναδειχθείς απ’ την εποχή κιόλας του πρώτου
πολιτισμού της Ευρώπης. Του Μινωικού πολιτισμού. Και στην εποχή του μέγα
στρατηλάτη Αλεξάνδρου, διέσχισες νοερά Ηπείρους αλλά πάλι δεν εμφανίστηκες.
Ούτε στους Περσικούς δεν έδωσες παρουσία. Κάτι περίμενες. Κάτι σου
έλειπε.
Εσύ ψιθύριζες το «όχι» στον Λεωνίδα, εκεί
στις Θερμοπύλες.
Αναθάρρησες, όταν ο Απόστολος των εθνών Παύλος, μίλησε στον Άρειο
Πάγο. Μίλησε για τον άγνωστο Θεό. Τον Ένα και Μοναδικό. Τότε κατάλαβες ότι
σιγά-σιγά έπρεπε να ετοιμαστείς. Να εμφανιστείς. Πέρασαν κάτι χρόνια από τότε.
Κι ήρθε η ώρα και φόρεσες τον βαρύτιμο σταυρό. Οιωνεί βάφτιση.
«Πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
Χρίστηκες ο οδηγός του γένους. Πέτυχες μέγα θαύμα, με την παρουσία
σου στα πεδία των μαχών. Έγραψες με αίμα, την ένδοξη ιστορία του γένους στο
παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Αθάνατη αγαπημένη.
Εσύ που σκεπάζεις τα τιμημένα λείψανα των μαρτύρων, του
Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη, του Ανδρούτσου, του Νικηταρά, του Μελά, του
Καραβαγγέλη και χιλιάδων άλλων. Στείλ’ τους ένα μήνυμα. Υπάρχουν κάποιοι.
Λίγοι. Μα αρκετοί.
Όπως λέει και ο λόγος του Θεού «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ ».
Θα ξαναπάρεις τη θέση σου σε κάθε σπιτικό, σε κάθε γειτονιά,
σχολείο ή δημόσιο κτήριο.
Και κυρίως στην καρδιά κάθε Έλληνα που τον έκαναν να σε ξεχάσει.
Αυτή την 25η Μαρτίου, μπορεί να μην κυματίσεις στις
λεωφόρους αλλά θα κυματίσεις αγέρωχη και ανδρεία στην καρδιά κάθε πραγματικού
Έλληνα.
Μια καρδιά που θα μείνει νέα παντοτινά, με εσένα στην αγκάλη της.
Γαλανόλευκη. Σημαία της πατρίδας. Γιατί όπως είπε και μια ψυχή:
«Ο ιερός τη πατρίδος έρως
εμφωλεύει εις την καρδίαν, και η καρδία δεν γηράσκει ποτέ.»
(Ρήγας Φεραίος ο εθνομάρτυς)
(ένα ταπεινό ποίημα του
γράφοντος)
Το ασπρογάλαζό σου προσκυνώ εγώ
μες στη καρδιά μου χάραξες πορεία
του Γολγοθά τον Τίμιο Σταυρό
σηκώνεις στου αγέρα τη μανία
Κάθε μας ένδοξη και τραγική στιγμή
όλο το αίμα, νίκες μα και ήττες
τα κουβαλάς με δόξα και τιμή
στης ιστορίας μας τις παρακαταθήκες
Κι αν λοιδόρησαν οι ελάχιστοι εσέ
και αδιαφόρησαν που είσαι συ διωγμένη
να ξέρεις πως θα ‘σαι μάνα κι αδελφή σε με
εσύ σημαία μου αθάνατη αγαπημένη
(22
Μαρτίου του 2020)
Από τον διακεκριμένο συγγραφέα και
συντάκτη του παρόντος κ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ Π. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ με καρδιά φλέγουσα από
φιλοπατρία. Εμπνευσμένο από τους Ελληνικούς ένδοξους Αγώνες.
Κατάλληλο και για να εκφωνηθεί στην εορτή για την Σημαία στα σχολεία μας την 28η
Οκτωβρίου, αλλά και όπου αλλού.
Τον ευχαριστούμε
Οι του ιστολογίου διαχειριστές