Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
«Ἀγαπητοὶ συμπολῖτες,
Μὲ λύπη ψυχῆς ἀλλὰ καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης θέλουμε νὰ
παραδεχθοῦμε, ὅτι ἀνακαλύψαμε ἕναν ἄλλον ἰὸ παλαιότερο τοῦ κορονοϊοῦ, τὸν ἰὸ τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνος. Διότι ἐνῶ ὁ κορονοϊὸς ἀπειλεῖ
τὴν ἐφήμερη ζωή μας, ὁ ἰὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπειλεῖ τὴν αἰώνια. Ὁ ἰὸς αὐτὸς ὑπάρχει
ἐδῶ καὶ περίπου ἑκατὸ χρόνια, ἀλλὰ μετὰ τὴν κακόδοξη σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου ἔγινε
πολὺ ἰσχυρός. Τὰ συμπτώματά του, τὰ βλέπουμε τὶς τελευταῖες μέρες ἔντονα, γι’ αὐτὸ
καὶ θεωρήσαμε σωστὸ νὰ στραφοῦμε μὲ διάγγελμα πρὸς ἐσᾶς: ἐκκοσμίκευση, σύγχυση,
προσβολὴ τῶν Θείων, ἀκύρωση τῶν δογμάτων καὶ τῆς εὐσεβείας, ἀναθεώρηση ἢ ἀκόμα
καὶ κατάργηση τῆς ὀρθόδοξης λειτουργικῆς ζωῆς, χριστεμπορία, σιμωνία, ἀναγνώριση
ἐκκλησιαστικότητας στοὺς αἱρετικούς, σχετικοποίηση τῆς ἀληθείας, φόβος, πνευματικὸς
θάνατος.
Ἡ ρίζα τοῦ ἰοῦ αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν αἱρέσεων κατὰ τὸν ἅγ.
Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο εἶναι, σὲ μορφὴ κλίμακος, ὁ ἐγωισμός ἡ μεγαλομανία καὶ ἡ ἐπιθυμία
πρωτείων καὶ ἐξουσίας καὶ γι’ αὐτὸ παραινεῖ: «Διὸ παραινῶ φεύγειν αὐτῶν τὴν
μανίαν» (Κατὰ ἀνομοίων λόγος α΄). Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία πρωτείων εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε
καταλήγει σὲ μανία, πόρωση, τύφλωση καὶ ἐκδικητικότητα.
Ἀγαπητοὶ συμπολῖτες, ἐφιστοῦμε τὴν προσοχή σας. Ὁ ἰὸς τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἄκρως κολλητικὸς καὶ μεταδοτικός. Ὁ δὲ κίνδυνος μόλυνσης εἶναι
τόσο μεγάλος, ὥστε κατὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν
Δαμασκηνὸ ἀκόμα καὶ ἡ παρουσία στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπιφέρει
κίνδυνο μόλυνσης.
«Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι... Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ... Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας… Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C).
«Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι... Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ... Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας… Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C).
Σᾶς ἀναφέρουμε κάποια ἀκόμα ἐλάχιστα παραδείγματα:
Ὁ ἅγιος Κύριλλος διὰ πολλῶν διδάσκει ὅτι εἶναι πνευματικὸς
νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν: «Συγκαταμιαίνονται
δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ θιγγάνοντες, ἤτοι κολλώμενοι, κατὰ σχέσιν δὲ δηλονότι τῆς ταυτοβουλίας,
ἤγουν ταυτοεργίας» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ
προσκυνήσεως καὶ λατρείας).
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς λέει ὅτι, ἀκόμα καὶ ἡ ἀπλὴ
μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ, μολύνει «Ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ
σου μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. καί τί περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν οὐ
καθορῶ, πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος
εἴη ὁ ἀναφέρων» (Φατ. 553,847,34-P.G 99,1669Α).
Οἱ Ἅγιοι ὀνομάζουν τὴν αἵρεση ὄχι μόνο ἰό, ἀλλὰ συχνὰ καὶ
γάγγραινα, γιατὶ ὅπως μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς γάγγραινας σὲ ἕνα σωματικὸ μέλος, ἂν
δὲν ἀκρωτηριαστεῖ αὐτὸ τὸ μέλος, σαπίζει σιγὰ σιγὰ ὅλο τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ μὲ τὴν
ἐμφάνιση τῆς αἵρεσης σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
ἂν αὐτὴ δὲν ἀκρωτηριαστεῖ, σαπίζει σιγὰ σιγὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει: «οἱ τῶν αἱρετικῶν λόγοι
βλάπτουσι καὶ διαφθείρουσι τὸ περισσότερον μέρος τῆς εὐσεβείας, ὡσὰν ἡ
γάγγραινα» ποὺ «κατατρώγει τὰ ὑγιεινὰ μέρη τοῦ σώματος... Διὰ τοῦτο πρέπουν
νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς
καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμ. 3ος, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», σελ. 318-319 καὶ ὑποσ. 38).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐφόσον, παραμείνουν παρὰ τὶς τόσες
νουθεσίες ἀμετανόητοι πρέπει, κατὰ τὸν
Μ. Βασίλειο νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ὑγιὲς σῶμα: «μὴ ἐντρεπόμενον δὲ μετὰ
πολλὴν νουθεσίαν… μετὰ πολλῶν μὲν δακρύων καὶ θρήνων, ὅμως δ' οὖν ὡς διεφθαρμένον
μέλος καὶ παντελῶς ἄχρηστον, κατὰ τὴν τῶν ἰατρῶν μίμησιν, τοῦ κοινοῦ σώματος ἀποκόπτειν…
ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν...» (Μ. Βασιλείου, Κεφαλ. τῶν κατὰ Πλάτος Ὅρων, Ἐρώτ. κηʹ, v. 31, p. 988, l. 40).
Ἀγαπητοὶ συμπολίτες, μὲ τὸ αἴσθημα εὐθύνης ποὺ μᾶς διακατέχει σᾶς ἀνακοινώνουμε τὰ μόνα μέτρα ποὺ ἐκκλησιαστικὰ μποροῦν νὰ μᾶς σώσουν ἀπὸ τὴν αἵρεση αὐτή: ἡ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ συνοδική τους καταδίκη καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἄμωμο σῶμα.
Γράφει ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἤ πρέπει νά ἀποκόπτει
ἀπό τό σῶμα της, ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν, νά καθιστᾶ
δηλαδή ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περί τήν πίστη ἤ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ
διασποῦν τήν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατο ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ νά συνυπάρξει ὁ αἱρετικός ἤ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μέ τούς ἑνωμένους ἐν τῇ
πίστει καί τῇ εὐχαριστίᾳ χριστιανούς. Πολύ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία τούς
αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νά φροντίζουν καί νά ἐγγυῶνται μέ τή
διδασκαλία, τίς νουθεσίες, τά ἐπιτίμια καί τίς πράξεις τους τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα
πού φέρει στή σωτηρία, διασποῦν τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια.
Ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ποιμένων εἶναι συνέπεια τῶν κακοδόξων διδασκαλιῶν τους
μέ τίς ὁποῖες βλάπτουν τούς χριστιανούς ἐνῷ ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό
κοινό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν καθαίρεση ἤ τόν ἀφορισμό
τους πιστοποιεῖ τήν ἀπομάκρυνσή τους αὐτή καί προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό
τήν πλάνη» (Εδώ).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι πάνω στὸ θέμα τῶν μέτρων
ξεκάθαροι:
«Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν,
κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν,
μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς
ὀνομάζειν» (Λόγια τοῦ Μέγα Βασιλείου ἀπὸ Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS,
Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133).
15ος Κανόνας της Ι-ΙΙ Κωνσταντινουπόλεως – «… Οἱ γὰρ δι᾿
αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν
πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ
κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον
τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς
πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης
τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον,
ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Γράφουν οἱ Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων: «Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι,
καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ πρόβατον
πρὸς πρόβατον», καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν
καὶ τῆς εἰς τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ
λαϊκὸν πρὸς λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ
οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ
ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς
διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι
κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων» (Διαταγ. Ἀποστ. 2,19).
Καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος μᾶς δείχνει τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
περὶ ἀνάγκης συνόδου ποὺ θὰ κρίνει καὶ θὰ καθαρίσει τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τὴν Ἐκκλησία
(«Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ ἀθέων αἱρετικῶν…»): «Ἀκούσατε
οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμῖν γὰρ ὑπέδειξε τὸ καλόν, ἵνα ἐξακολουθήσητε
τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, προσέχοντες πανταχόθεν ἀκριβῶς καὶ τοὺς λύκους ἐκδιώκοντες
καὶ τὴν ποίμνην φυλάττοντες. Μετὰ δὲ τούτους ...καὶ αἱ κατὰ καιροὺς γενόμεναι
ἅγιαι σύνοδοι τούτους ἀμετανοήτως ἔχοντας ἐκριζώσαντες, τῇ ἀπωλείᾳ παρέδωκαν
κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος...».
Ἀγαπητοὶ συμπολίτες, ὁ ἰὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἐπικίνδυνος
καὶ μεταδοτικός. Τὰ μέτρα ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς σᾶς ἀναγγείλαμε, τὰ μέτρα τῶν
Πατέρων, μέτρα ποὺ ἐξετάστηκαν καὶ ἐφαρμόστηκαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, δὲν εἶναι
δυνητικὰ ἀλλὰ ὑποχρεωτικά, ὅπως καὶ αὐτὰ ἐνάντια στὸν Κορονοϊό. Ὅσο γι’ αὐτοὺς
ποὺ μποροῦν νὰ σᾶς κατηγορήσουν, ἰδίως τοὺς κληρικούς, ὡς φανατικούς, ζηλωτές,
προτεστάντες κλπ. νὰ τοὺς ἀπαντήσετε μὲ τὰ λόγια τοῦ Φώτη Κόντογλου, «Ἀσάλευτο
Θεμέλιο» 1993, στὸ πρώτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Οἱ ἀνάξιοι κληρικοὶ βλάπτουν τὴν Ἐκκλησία:
«Πάντα σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπῆρχαν οἱ ἀνάξιοι κληρικοὶ κοντὰ
στοὺς ἁγίους ρασοφόρους. Ἀλλὰ σήμερα τὸ πρᾶγμα χειροτέρεψε κατὰ πολύ. Μία ἀπὸ τὶς
πολλὲς αἰτίες αὐτῆς τῆς θλιβερῆς καταστάσεως εἶναι, τὸ ὅτι γίνονται συχνὰ
κληρικοὶ κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν κλίση στὴν θρησκεία καὶ ποὺ γι’ αὐτοὺς
τὸ ρασοφορεῖν εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα. Ὁ ἱερεὺς ὄχι μονάχα πρέπει νὰ ἔχει κλίση στὴ
θρησκεία, ἀλλὰ νὰ φλέγεται ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὰ θεῖα, νὰ εἶναι "τῷ
πνεύματι ζέων" ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ νὰ τελεῖ τὴν θείαν
μυσταγωγίαν μὲ τέτοια κατάνυξη, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ δακρύζει μπροστὰ στὴν Ἁγία
Τράπεζα, ἱερουργώντας μὲ φόβο καὶ τρόμο. Ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς
ρασοφόρους, ἀντὶ ἡ εὐσέβειά τους καὶ ἡ κατάνυξή τους νὰ συνεπάρη τοὺς ἐκκλησιαζομένους,
τοὺς παγώνει ἡ ἀπονία, ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ψυχρότητα μὲ τὴν ὁποία ἐκτελοῦν τὶς ἱεροτελεστίες...
Ἐπειδή, λοιπόν, λείψανε, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μας οἱ ἱερωμένοι
ποὺ ἔχουν φωτιὰ μέσα τους, ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βραδυπορῆ ἀσυγκίνητη
καὶ ἀδιάφορη γιὰ ὅσα ἔπρεπε νὰ τὴν ἐνδιαφέρουν ζωηρά, ἀδιάφορη γιὰ τὸ ὅτι τὸ
ποίμνιό της σκανδαλίζεται καὶ δοκιμάζεται σκληρὰ ἀπὸ τὰ καμώματα μερικῶν ἱερωμένων,
ἀδιάφορη γιὰ τὴν παραμόρφωση τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, ἀδιάφορη γιὰ τὰ τέκνα της ποὺ
τὴν ἀρνοῦνται, γιὰ νὰ πυκνώσουν τὶς τάξεις τῶν αἱρετικῶν, μὲ κίνδυνο αὐτὴ ἡ αἱμοραγία της νὰ καταντήση θανάσιμη
γι’ αὐτήν...
Ἡ θεραπεία βρίσκεται στὰ χέρια της καὶ εἶναι ἡ κάθαρσή
της ἀπὸ στοιχεῖα κακὰ καὶ ἀνάξια γιὰ τὴν ὕψιστη ἀποστολή τους... Τότε θὰ λείψει
αὐτὸ τὸ θανατερὸ μούδιασμα, ποὺ τὴν κατέχει σήμερα κι ἡ ἀπίστευτη ἀδιαφορία της
γιὰ ὅσα τὴν ἀφοροῦν, ἀκόμα καὶ γιὰ ζητήματα ζωῆς καὶ θανάτου γι’ αὐτήν. Οἱ καλοὶ
ἐκπρόσωποί της θά στέκονται ἀνύστακτοι φρουροί της, ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ σ’ αὐτοὺς
θὰ ἀναπαύεται ἡ γεραρὰ Μητέρα τους, καὶ τότε θὰ λάμψει τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως... Ἀλλά “ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”».
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου