Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Κατά Λουκάν, κεφ. ΙΕ΄, εδάφια 11-32
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ [:Λουκ.15,11 – 32]
ΟΜΙΛΊΑ ΑΓΊΟΥ ΙΩΆΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΌΜΟΥ,
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛῊΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (διότι μέσω αυτής «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν(:ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε)»[Πράξ.17,28])· και μάλιστα σε τούτον τον καιρό έχουμε χρέος να το κάνουμε αυτό, για να υπάρξει κοινή ωφέλεια και για να ευεργετηθούν οι αστέρες που πρόκειται να ανατείλουν από την κολυμβήθρα[: όσοι κατηχούμενοι επρόκειτο σε λίγο να βαπτιστούν]. Καθώς και αυτοί μέσω αυτής θα λάμψουν και εμείς μέσω αυτής σωθήκαμε και σωζόμαστε· αυτή δόθηκε από τον Δημιουργό Θεό και Πατέρα μας σε μας αντί κληρονομίας.
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά ακριβώς που είπε ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλάνθρωπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος ερμηνευτής της πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλη την παραβολή για τον Άσωτο, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσεγγίζουμε τον Απροσπέλαστο και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
«Ἄνθρωπός τις(:ένας άνθρωπος)», λέγει , «εἶχε δύο υἱούς(:είχε δύο γιους)». Ο Σωτήρας εδώ ομιλεί όχι με τρόπο που να παρουσιάζει ευδιάκριτα τα δόγματα της χριστιανικής πίστης, αλλά με παραβολές. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα Του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπο, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνα, για να δείξει την στοργή του Θεού προς τους ανθρώπους. «Κάποιος άνθρωπος», λέγει, «είχε δύο υιούς». Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι γνωρίσματα είχαν αυτοί οι δύο υιοί; Αντιπροσωπεύουν ο ένας τους δικαίους και ο άλλος τους αμαρτωλούς. Ο ένας γιος αντιπροσωπεύει αυτούς που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και ο άλλος γιος, ο άσωτος, αυτούς που παρέβαιναν τις δεσποτικές εντολές.
«Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί(:Και είπε ο νεότερος από αυτούς στον πατέρα του)». Και ποιος είναι αυτός ο νεότερος υιός; Αυτός που έχει αστάθεια γνώμης και παρασύρεται εδώ και εκεί από τους φρέσκους πρωινούς ανέμους της νεότητας. Και εκ φύσεως μεν αναγνώρισε Αυτόν που τον έπλασε ως Πατέρα, αλλά από την κακή του προαίρεση δεν απέδωσε την πρέπουσα τιμή σε Αυτόν που τον δημιούργησε. Και λέγει: «Πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας(:Πατέρα, δώσε μου το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει)». Καλώς ζήτησε από τον Θεό τον θεϊκό πλούτο, αλλά κακώς δαπάνησε όσα έλαβε. «Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον(:και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο του γιους την περιουσία)». Και έδωσε σε αυτούς, ως Κτίστης, όλη την κτίση. Παρείχε σε αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, ώστε από τον ορθό λόγο καθοδηγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Όρισε σε αυτούς τον νόμο Του, τον φυσικό και τον γραπτό, σαν ένα θείο παιδαγωγό, ώστε από τον νόμο παιδαγωγούμενοι, να εφαρμόσουν τη βούληση του Νομοθέτου.
«Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν(:ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή)»· ο νεότερος λοιπόν υιός, ωσάν νεότερος ενήργησε, και έφυγε σε χώρα μακρινή. Απομακρύνθηκε από τον Θεό και στάθηκε σε απόσταση και ο Θεός απ’ αυτόν· ο Θεός δεν εξαναγκάζει με τη βία εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί σε Αυτόν. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελεύθερης προαίρεσης και όχι εξαναγκασμού. «Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως(:εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη)». Εκεί όλο τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί με σαρκικές τέρψεις ναυάγησε. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατάντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και παζαρευόμενος γέλωτες, κέρδισε αιτίες δακρύων. Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε, τις απέκτησε.
«Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην(:Όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι αυτός άρχισε να στερείται)». Αφού δαπάνησε λοιπόν όλο τον πλούτο του (γιατί είναι εκ φύσεως αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που περνούν τον βίο τους με αισχρό τρόπο), έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου δεν έχει φυτευτεί η άμπελος της εγκρατείας, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου το σταφύλι της αγνότητας δεν ληνοπατείται, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου ο ουράνιος μούστος δεν ξεχειλίζει, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου υπάρχει ευφορία κακών, εκεί σε κάθε περίπτωση υπάρχει και ακαρπία αγαθών. Όπου υπάρχει αφθονία πράξεων πονηρών, εκεί σε κάθε περίπτωση θα υπάρχει έλλειψη των αρετών. Όπου δεν πηγάζει το έλαιο της φιλανθρωπίας, εκεί «λιμός ἰσχυρός».
«Καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(:τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής και να πεινάει)». Γιατί δεν απέμειναν σε αυτόν, παρά μόνο τα κακά της ακράτειάς του, επειδή έπραξε τα κακά της ηθικής έκλυσης. «Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης (:και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε και προσκολλήθηκε ως δούλος σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας)». Και πολίτες εκείνης της χώρας όπου είχε μεταναστεύσει ήσαν οι δαίμονες. «Καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους(:και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους, ζώα δηλαδή ακάθαρτα, που προκαλούσαν την αηδία και την αποστροφή σ’ έναν Ιουδαίο, όπως ήταν ο νεότερος γιος)». Γιατί με τέτοιον τρόπο τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Με τέτοιον τρόπο αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν· τέτοιες δωρεές χαρίζουν σε αυτούς που τους υπακούουν.
«Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι(:και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι)». Με τα ξυλοκέρατα; Η γεύση των ξυλοκεράτων είναι γλυκιά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχιά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν για λίγο καιρό, κολάζει όμως για πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
«εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν (:σε κάποια όμως στιγμή αυτός ήλθε στον εαυτό του από τη μέθη και την τρέλα της αμαρτίας)» και αφού συλλογίστηκε την προηγούμενη μακαριότητά του στο πατρικό σπίτι και την τωρινή του αθλιότητα και αφού έβαλε καλά στον νου του αφενός ποιος ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Θεό και Πατέρα και αφετέρου τι έχει γίνει όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες, «εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! (:είπε: “Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν άφθονο και περίσσιο ψωμί, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα…”)». «Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές, ενώ εγώ συνθλίβομαι λιμοκτονώντας για τα θεία λόγια; Ω, από πόσα αγαθά στέρησα τον εαυτό μου! Ω, με πόσα κακά περιέβαλα τον εαυτό μου! Γιατί απομακρύνθηκα από τον μακάριο εκείνο τρόπο ζωής; Γιατί να εισέλθω στον χώρο αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπει κανείς τον Θεό. Τώρα έμαθα ότι πρέπει να παραμένω κοντά σε Αυτόν που πάντοτε προστατεύει αυτούς που είναι πλησίον Του και δεν απομακρύνονται από Αυτόν. Τώρα έμαθα ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τους ακάθαρτους δαίμονες, που διδάσκουν κάθε ακαθαρσία και φθορά».
Τι λέγει λοιπόν; «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου(:Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου)». «Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου έφυγα κακώς. Θα πάω προς τον δικό μου τον Πατέρα και Ποιητή και Δεσπότη και κηδεμόνα και προνοητή. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπη αυτούς που επιστρέφουν σε Αυτόν. Λοιπόν, θα σηκωθώ να πάω στον Πατέρα μου και θα του πω: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου (:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό. (Διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούουν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούουν σε αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου). Αμάρτησα και σε σένα διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. Δεν ζητώ να προσληφθώ ούτε ως μόνιμος δούλος σου παραμένοντας διαρκώς στο σπίτι σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου)». «Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετό που «πατέρα» θα τον αποκαλέσω, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο πατέρας μου, ακούγοντάς με να Τον επικαλούμαι ως πατέρα μου, να μη φανεί και στα έργα πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί, αφού είναι εύσπλαχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το «αμάρτησα» και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαια οργή Του, μόλις ακούσει τη δική μου φωνή. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια απέναντι στον Θεό. Γνωρίζω πόσο ισχυρά είναι τα δάκρυα απέναντι στον Θεό· γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεό με θερμά δάκρυα, σαν τον Πέτρο, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την πραότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει αφού μετανόησα, εμένα που δεν με τιμώρησε αμέσως όταν αμάρτησα».
«Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ(:και η σωτηριώδης απόφαση άρχισε να ενεργοποιείται. Ο άσωτος σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του)», προσθέτοντας έτσι στην καλή απόφαση την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να αποφασίζουμε τα συμφέροντα, αλλά να δείχνουμε και με τις πράξεις τις αγαθές μας ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο, που ήταν ο πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπο προσέγγισής του, και σηκώνοντας συνεχώς τα χέρια του και χτυπώντας το στήθος του, που υπήρξε εργαστήριο πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπό του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας σαν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογία του, μόλις έφτασε, αναβόησε με δυνατή φωνή και με δάκρυα λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου(:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα)». «Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Εσύ μόνο γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησέ με ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανό και να παρακαλώ Εσένα τον αγαθό μου Δεσπότη, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός για τις αμέτρητες αμαρτίες μου. Ελέησέ με ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, επειδή δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου».
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει όσους διαπράττουν πλημμελήματα, αλλά και που παραβλέπει υπομονετικά όσους αμαρτάνουν, αναμένοντας τη μετάνοιά τους. Τον είδε ο πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθηκε. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα, αν και υπήρχε Θεός στη φύση. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν(:και ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε. Έτρεξε τότε για να τον προϋπαντήσει, έπεσε στον τράχηλό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε με στοργή)». Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας έσπευσε και προϋπάντησε τον υιό. Και δεν σιχάθηκε τον τράχηλό του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτίας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια Του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε να επιστρέψει. Ω της αφάτου και φοβερής ευσπλαχνίας! Ω παράδοξης φιλανθρωπίας! Ω ασυνήθιστη συμφιλίωση! Έπεισε αμέσως τον Θεό σε μια μόνο κρίσιμη μεταστροφή, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητο αμαρτημάτων.
Θαύμασες, βλέποντας τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ω της στοργής των σπλάχνων των πατρικών! Ο αμαρτωλός επί της γης δάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανό έστρεψε τον εαυτό Του από φιλανθρωπία προς την γη. Ποιος είδε ποτέ τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ποιος είδε τον δικαστή να περιποιείται τον κατάδικο; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικο να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ: «Λαός μου(:Λαέ μου)», λέγει, «τί ἐποίησά σοι ἢ τί ἐλύπησά σε ἢ τί παρηνώχλησά σοι;(:τι σου έκανα ή σε τι σε λύπησα ή σε τι σε ενόχλησα;)»[Μιχ.6,3]. Και τώρα τα ίδια γίνονται, και έγιναν, επειδή έτσι συνηθίζει να νικιέται από τον εαυτό Του ο Πατέρας των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγορίας.
Και δεν αρκέστηκε βέβαια σε αυτά ο άσωτος αυτός υιός· αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν νόμισε ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την ολοκληρωτική σωτηρία σε σύγκριση προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που σκέφτηκε να πει στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με το κατάλληλο ταπεινό σχήμα : «Πατέρα, αν βέβαια έχω τη δυνατότητα να Σε ονομάζω ‘’Πατέρα’’· γιατί, μήπως και αυτό συγκαταλέγεται στα άλλα μου αμαρτήματα φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε «Πατέρα»· ή μήπως διαπράττω ύβρη ενώπιόν Σου με το να αποκαλώ έτσι το άσπιλο και ανύβριστό Σου όνομα· ακόμη, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου δεν εμποδίζει τον λόγο. Πατέρα Άγιε, ας δεχτείς δέηση ρυπαρή από στόμα ρυπαρό. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που καλά γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ ενώπιόν Σου, ως παράνομος κατακρίνομαι, Εσύ ως κριτής ελέησέ με. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου. Φοβάμαι να ανατείνω τους οφθαλμούς μου στον ουρανό· γιατί φοβούμαι ως ενός κατηγόρου φωνή την μορφή του στερεώματος· ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. Ιδού ανακηρύττω τον εαυτό μου άξιο κάθε καταδίκης, τον εαυτό μου κατακρίνω, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση.
Δεν χρειάζομαι δικαστή να με καταδικάσει με την απόφασή του, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκη μαρτύρων για έγγραφες αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, σαν ένα δικαστή αδέκαστο, στην ψυχή μου υπάρχει το φοβερό δικαστήριο, μέσα στην συνείδησή μου βρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολούθησα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες στις οποίες πήγα και στοιχημάτιζα με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με κάνει να αισθάνομαι βαθύτατη αισχύνη, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότητά μου με αποκαλύπτει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. «Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Μήτε από την αυλή Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με βρει πάλι ο πολέμιος περιπλανώμενο και με συλλάβει σαν αιχμάλωτο. Αλλά ούτε πλησίον της φοβερής Σου και μυστικής Τραπέζης να με ελκύσεις· γιατί δεν τολμώ να βλέπω με μάτια ακάθαρτα τα Άγια των Αγίων. Άφησέ με να στέκομαι μαζί με τους κατηχουμένους, μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια σε αυτήν, να ποθήσω, με τον καιρό, να μετάσχω πάλι σε αυτά· και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπο, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (:το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθώ».
Αυτά καθώς έλεγε ο Άσωτος Υιός, και καθώς έκλαιγε γοερά, «εἶπεν ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ(:είπε ο πατέρας στους δούλους Του)». Σε ποιους «δούλους»; Άκου: στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν(:Βγάλτε έξω την πιο καλή φορεσιά απ’ όσες έχουμε, σαν αυτή που φορούσε πριν φύγει απ’ το σπίτι μου). Φέρετε αυτήν που έχει υφανθεί στους ουρανούς, αυτήν που αποκατέστησε το πνευματικό πυρ. Φέρετε την στολή, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολή, που παρασκευάζεται από την πνευματική φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέο Αδάμ, τον οποίο γύμνωσε ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως· κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον κόσμησα τον κόσμο· καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστο. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η δική μου εικόνα απογυμνωμένη. Θεωρώ ντροπή δική μου την ντροπή του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δική μου δόξα τη δόξα του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιο Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και γινόμενος αντιληπτός από μακριά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη βρει πάλι ο όφις γυμνή την πτέρνα του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον για να καταπατεί αυτός την κεφαλή του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, καθώς και για να τρέχει στο δρόμο του Θεού. Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτό μόσχο, θυσιάστε τον».
Ποιον «μόσχον τόν σιτευτόν» λέγει; Ποιον; Αυτόν που γέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. «Φέρετε τον μόσχο τον αδάμαστο, που δεν δέχθηκε ζυγό αμαρτίας, τον Παρθένο και εκ Παρθένου, Αυτόν που ακολουθεί αυτούς που Τον ακολουθούν, όχι εξ ανάγκης, αλλά εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του, ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδίδει τον αυχένα Του και σφαγιάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, λοιπόν, τον θεληματικώς θυσιαζόμενο, θυσιάστε Αυτόν που ζωοποιεί όσους επιτελούν τη θυσία, θυσιάστε τον θυσιαζόμενο, που όμως δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενο, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενο από τους πιστούς, που όμως ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον Αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που Τον τρώγουν. Και αφού φάγουμε όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε· ήταν χαμένος και βρέθηκε».«Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι(:Και άρχισαν να ευφραίνονται)»[Λουκ.15,27].
Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσία, γνωρίζετε την πνευματική ευφροσύνη, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τα λεπτά λινά ενδύματα, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς τους ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: «Μή τις τῶν κατηχουμένων, μή τις τῶν μὴ ἐσθιόντων, μή τις τῶν κατασκόπων, μή τις τῶν μὴ δυναμένων θεάσασθαι τὸν Μόσχον ἐσθιόμενον, μή τις τῶν μὴ δυναμένων θεάσασθαι τὸ οὐράνιον αἷμα τὸ ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, μή τις ἀνάξιος τῆς ζώσης θυσίας, μή τις ἀμύητος, μή τις μὴ δυνάμενος ἀκαθάρτοις χείλεσι προσψαύσασθαι τῶν φρικτῶν μυστηρίων(:μην τυχόν κανείς από τους κατηχουμένους και όχι ακόμη βαπτισμένους, μην τυχόν κανείς από τους μη εσθίοντες, μην τυχόν κανείς κατάσκοπος, μην τυχόν κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να δουν το ουράνιο αίμα εκχυνόμενο « εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν’’, μην τυχόν κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μην τυχόν κανείς αμύητος, μην τυχόν κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να προσψαύσει τα φρικτά μυστήρια)».
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανό, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο μόσχος ο σιτευτός, που δεν γνώρισε αμαρτία, καθώς λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:Αυτός καμία αμαρτία δε διέπραξε, ούτε βρέθηκε ποτέ δόλος και ψεύδος στο στόμα του)» [Ησ.53,9]. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που τελεσιούργησε την θυσία.
Όταν, λοιπόν, συνέβαιναν αυτά στο εσωτερικό του οίκου, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακριά, άκουσε τις συγχορδίες και τους χορούς· και προσκαλώντας ένα δούλο, ρωτούσε να μάθει τι τάχα σημαίνουν αυτά, γιατί ακούνε τα αυτιά του αυτούς τους δυνατούς ήχους. Ο δούλος του είπε: «Ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει μελωδικά μέσα στο σπίτι τον στίχο: «Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους(:τότε θα ανεβάσουν επάνω στο θυσιαστήριό σου μόσχους, για να τους προσφέρουν ως θυσία σε Σένα, Κύριε)»[Ψαλμ.50,21]. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν, λέγοντας: «Γεύσασθε, καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος(: δοκιμάστε με την πείρα σας και διαπιστώστε έμπρακτα ότι ο Κύριος είναι καλός και ευεργετικός και προστάτης όσων Τον επικαλούνται)» [Ψαλμ.33,9]. Ο δε Παύλος, ο ερμηνευτής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά: «Τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός(:ο δικός μας πασχαλινός αμνός είναι ο Χριστός, που θυσιάστηκε για χάρη μας)»[Α΄Κορ. 5,7]. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει.
Ο πρεσβύτερος υιός λέγει τότε στον δούλο: «Καλά, χωρίς να είμαι εγώ παρών, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την δική μου απουσία, απολαμβάνουν στη δική μου την αυλή;». «Ναι», απαντά, «γιατί ήλθε ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου θυσίασε τον σιτευτό μόσχο, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιή».
Και ο δίκαιος αδελφός οργίστηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, οργίστηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνο. Αυτός που καταπάτησε τα τερπνά της ζωής, κυριεύτηκε από τον φθόνο. Και πώς ο Παύλος λέγει: «Ἐβουλόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα(:και θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα, εάν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, για χάρη των αδελφών μου των Ιουδαίων, οι οποίοι είναι συγγενείς μου από σαρκική καταγωγή)»;[Ρωμ.9,3]. Ο Σωτήρας, όμως, δεν σχημάτισε την παραβολή έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιο κακόβουλο, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτο της χρηστότητας του Πατρός Του.
Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ότι ο Πατέρας του εξήλθε από τον οίκο και παρηγορούσε τον υιό του. Ω, ανέκφραστης σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλό ελέησε και τον δίκαιο επαίνεσε. Και τον όρθιο δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα πλούτισε και τον πλούσιο δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνο.
Ο μεγαλύτερος γιος είπε στον Πατέρα του: «Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολή Σου και σε εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιο, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά «περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος(:περιπλανιέμαι φορώντας για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες)»[Εβρ.11,37]. «Όταν όμως ο υιός σου αυτός ήλθε, που σε καταφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτο με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρη του τον μόσχο τον σιτευτό. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το πρόσωπό σου απέστρεψες από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον περιποιήθηκες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι τού φόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησία άνοιξες και την τράπεζα ευτρέπισες και τα ποτήρια γέμισες. Αλλά και τον μόσχο τον σιτευτό θυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχία αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρασκεύασες ένα παράξενο συμπόσιο με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σε αυτόν, που καταφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου». Τι να πω για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσα της ειρήνης και γαληνότητάς Σου; Ελεείς, Κύριε, τους πάντες, γιατί τα πάντα δύνασαι και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Και ο Πατέρας τού είπε: «Τέκνο μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν χωρίστηκες ποτέ από τους δικούς μου κόλπους. Εσύ από την Εκκλησία τη δική μου δεν απομακρύνθηκες. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριο παριστάμενος με παρρησία βοάς: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Αυτός όμως προσήλθε σε εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπό του στη γη και με συντετριμμένη και μελαγχολική φωνή, φώναξε: «Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτό δούλο Σου».
Εγώ, παιδί μου, τι έπρεπε να κάμω ακούγοντας αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Μπορούσα να μην ελεήσω τον δικό μου υιό, που επέστρεψε σε εμένα; Εσύ που θυμώνεις, δίκασε. Αλλά εγώ ως φιλάνθρωπος που είμαι εκ φύσεως, δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπο. Δεν μπορώ να μην ελεήσω αυτόν, που εγώ δημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα εκεί φυτρώνουν, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σε αυτή, δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριο, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως πήρα όσα έχεις και τα έδωσα σε εκείνον; Μήπως γύμνωσα εσένα και εκείνον έντυσα; Μήπως από τα δικά μου πράγματα δεν χάρισα το έλεος; Μήπως εξίσου δεν είμαι Πατέρας δικός σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετή σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλή επιστροφή του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετο βίο σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιά του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμία σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετή σου, και εκείνον αγαπώ για τη μετάνοιά του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Ποιος βλέποντας νεκρό να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος βρίσκει εκείνα που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφό σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. «Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· μακάριος ἀνὴρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν (:Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, των οποίων έχουν συγχωρηθεί από τον Θεό οι ανομίες και του έχουν σκεπασθεί, ώστε να μη φαίνονται καθόλου, οι αμαρτίες. Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που ο Κύριος δε θα του λογαριάσει και δε θα του ζητήσει ευθύνη για κάποια αμαρτία, ούτε υπάρχει στο στόμα του δόλος και υποκρισία, αλλά οι δεήσεις του προς τον Θεό για την άφεση των αμαρτιών του είναι ειλικρινείς και άδολες)»[Ψαλμ.31,1-2].
Ακούσατε την θεία παραβολή και μάθατε το περιεχόμενό της και τη σημασία της εννοήσατε. Μάθατε ότι έχουμε Κύριο φιλάνθρωπο και ανεξίκακο. Προς Αυτόν λοιπόν ας καταφύγουμε με καθαρή καρδιά. Ελάτε να βοήσουμε όλοι προς Αυτόν: «Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμε στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να αποκαλούμαστε υιοί Σου· έχουμε, ωστόσο, το θάρρος στους δικούς Σου οικτιρμούς. Έχουμε ενέχυρο της δικής Σου φιλανθρωπίας τον Τίμιο Σταυρό, που υπέμεινες για μας. Έχουμε εγγυητές της δικής Σου ευσπλαχνίας την άλλοτε πόρνη και τον άλλοτε ληστή. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, προτρεπόμαστε να καταφεύγουμε στη δική Σου φιλανθρωπία. Όπως εκείνους τους μετέβαλες σε αξιοσέβαστους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που προσπίπτουμε σε Σένα, ελέησέ μας. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμε από τις αμαρτίες, από την πολλή Σου φιλανθρωπία ανάστησέ μας, για να απολαύσουμε την δική Σου Ανάσταση μαζί με όσους απολυτρώθηκαν» Και με αυτά τα λόγια, να επιμείνουμε στη δέηση αυτή, για να ειπεί και σε μας ο Δεσπότης μας Χριστός: «Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν»
Και εσείς που πρόκειται να λάβετε τη δωρεά του Βαπτίσματος, αφού απορρίψετε κάθε αλλότριο λογισμό και κατευθύνετε τις ψυχές σας στον ουράνιο Νυμφίο, θα δεχτείτε την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. «Ὁ Κύριος ἐγγὺς, μηδὲν μεριμνᾶτε(:ο Κύριος πλησιάζει να έλθει και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. Μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε)»[Φιλιπ.4,5-6]. Ο Λυτρωτής στέκεται στην θύρα, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείο άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολή. Μόνον εσείς ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονο λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή τη νύκτα να λέει: «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται», να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας και βοώντας, «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου(ερμηνευτική εξομάλυνση της υπάρχουσας μεταφράσεως σε ορισμένα σημεία-προσθήκες αγιογραφικών παραπομπών): Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου», απόδοση στη νέα ελληνική: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
11 Και για να κάνει σαφέστερη και περισσότερο κατανοητή την αλήθεια αυτή, είπε και την εξής παραβολή: Ένας άνθρωπος, είχε δύο γιους. 12 Είπε λοιπόν ο μικρότερος γιος στον πατέρα του: «Πατέρα δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει». Και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο γιους την περιουσία. 13 Ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή. Εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη. 14 Όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη και αυτός άρχισε να στερείται. 15 Και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε σ’ έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον προσέλαβε ως δούλο. Και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. 16 Και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι. Μα κανείς δεν του έδινε.
17 Σε κάποια όμως στιγμή αυτός ήλθε στον εαυτό του από τη μέθη και την τρέλα της αμαρτίας και είπε: «Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν άφθονο και περίσσιο ψωμί, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα!» 18 Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: «Πατέρα, αμάρτησα απέναντι στον ουρανό -διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούν σ’ αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου-, αμάρτησα και απέναντι σε σένα- διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου. 19 Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου».
20 Ο άσωτος σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Κι ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε. Έτρεξε τότε για να τον προϋπαντήσει, έπεσε στον τράχηλό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε με στοργή. 21 Και ο γιος είπε σε αυτόν: «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό κα σε σένα και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου». 22 Ο πατέρας τότε τον διέκοψε και είπε στους δούλους του: «Βγάλτε έξω την πιο καλή φορεσιά απ’ όσες έχουμε, σαν αυτή που φορούσε πριν φύγει απ’ το σπίτι μου. Και δώστε του δαχτυλίδι να το φοράει στο χέρι του, δώστε του και υποδήματα στα πόδια του. 23 Και φέρτε και σφάξτε εκείνο από τα μοσχάρια που το τρέφουμε ξεχωριστά για κάποια χαρμόσυνη και εξαιρετική περίσταση. Ας φάμε λοιπόν και ας ευφρανθούμε, 24 διότι ο γιος μου αυτός μέχρι πριν από λίγο ήταν νεκρός, και αναστήθηκε˙ ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25 Ο μεγαλύτερος όμως γιος ήταν στο χωράφι. Και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια και χορούς. 26 Κάλεσε λοιπόν έναν από τους υπηρέτες που στεκόταν απ’ έξω, και ρωτούσε να μάθει τι συμβαίνει, τι τάχα να σήμαιναν όλα αυτά. 27 Κι αυτός του είπε: «Γύρισε ο αδελφός σου, και ο πατέρας σου έσφαξε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι του γύρισε πάλι πίσω γερός και υγιής». 28 Ο μεγαλύτερος όμως γιος θύμωσε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι . Ο πατέρας του λοιπόν βγήκε έξω και τον παρακαλούσε. 29 Αλλά ο μεγαλύτερος γιος αποκρίθηκε στον πατέρα του: «Τόσα χρόνια είμαι στη δούλεψή σου και ποτέ δεν παράκουσα κάποια προσταγή σου˙ και παρόλα αυτά δεν μου έδωσες ποτέ ούτε ένα κατσικάκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. 30 Όταν όμως ήλθε ο προκομμένος αυτός γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το καλύτερο μοσχάρι που το είχαμε θρεφτάρι». 31 Ο πατέρας τότε του απάντησε: «Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όλα όσα έχω, δικά σου είναι. 32 Έπρεπε λοιπόν κι εσύ να ευφρανθείς και να χαρείς, διότι ο αδελφός σου αυτός, για τον οποίο με τόση περιφρόνηση μιλάς, ήταν νεκρός, και αναστήθηκε. Ήταν χαμένος, και βρέθηκε».