Κυριακή της Πεντηκοστής
Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλω ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ' ἁλιεῦσι.
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλω ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ' ἁλιεῦσι.
«Τη
αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν
εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα
τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ' αλιεύσι. Ταις των
αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.
Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.
Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος πλ. δ'.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας· φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ Αἰγύπτιος
Καὶ τὴν ἑνὸς χιτῶνος ἐντολήν, Πάτερ,
Ὑπερβέβηκας, γυμνητεύσας εἰς τέλος.
Δωδεκάτῃ ἀχίτωνα Ὀνούφριον ἐκ βίου ἦραν.
Από τις μεγαλύτερες ασκητικές φυσιογνωμίες των αιγυπτιακών ερήμων ο
Ονούφριος, καταγόταν από την Περσία. Από παιδί ακόμα έδειχνε φλογερό
πόθο ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο Θεό. Σε νεαρή ηλικία, εντάχθηκε σε μια
κοινοβιακή αδελφότητα, όπου για αρκετά χρόνια ασκήθηκε στην πνευματική
και σωματική εγκράτεια και στην υπακοή. Η μεγάλη του ταπεινοφροσύνη
έκανε τους αδελφούς του να τον αγαπήσουν πολύ. Όταν ωρίμασε περισσότερο
στην ηλικία ο Ονούφριος θέλησε να πάει βαθύτερα στην έρημο, να γνωρίσει
και να μιμηθεί τη ζωή των εκεί ασκητών της. Με μεγάλη λύπη η αδελφότητα
άφησε ελεύθερο το επίλεκτο αυτό μέλος της. Αφού βάδισε αρκετά μέσα στην
έρημο, συνάντησε την καλύβη του ερημίτη Ερμία, που με θεία αποκάλυψη τον
περίμενε. Ο Ερμίας τον οδήγησε σε μια καλύβη, κάτω από έναν πελώριο
φοίνικα, που δίπλα κελάρυζαν τα νερά μιας καθάριας πηγής. Εκεί ο
Ονούφριος επιδόθηκε σε μεγαλύτερη πνευματική άσκηση, και η φήμη του
διαδόθηκε σε όλους τους ερημίτες, που συχνά πήγαιναν να τον
συμβουλευθούν και να πάρουν την ευχή του. Τελικά, όταν κάποτε τον
επισκέφθηκε ο Αββάς Παφνούτιος, άφησε την τελευταία του πνοή, και ο
Παφνούτιος τον έθαψε κάτω από τον πελώριο φοίνικα. Θύμισε, έτσι, σε
όλους τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «γύμναζε σεαυτόν προς ευσέβειαν» (
Α' προς Τιμόθεον, δ' 7). Δηλαδή, γύμναζε και συνήθιζε τον εαυτό σου στη
συνεχή εξάσκηση της αγίας ζωής.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Ονούφριε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Πίστιν Χριστοῦ.
Φῶς νοητὸν καὶ οὐράνιον, Πέτρε λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τῆς ἀκηράτου Τριάδος δοχεῖον ὤφθης λαμπρότατον, καὶ χάριν τῶν θαυμάτων ἀπείληφας, κραυγάζων, Ἀλληλούϊα.
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Ονούφριε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Πίστιν Χριστοῦ.
Φῶς νοητὸν καὶ οὐράνιον, Πέτρε λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τῆς ἀκηράτου Τριάδος δοχεῖον ὤφθης λαμπρότατον, καὶ χάριν τῶν θαυμάτων ἀπείληφας, κραυγάζων, Ἀλληλούϊα.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει ἀσκήσας
Καὶ σοὶ προτείνει δεξιὰν Χριστός, Πέτρε,
Σωθέντι γυμνῷ ἐκ θαλάσσης τοῦ βίου.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καταταγεὶς στὸ στράτευμα καὶ διακρινόμενος γιὰ τὴ θεοσέβεια καὶ τὴν ἀνδρεία του, γρήγορα ἔγινε ἀξιωματικός. Συλληφθεὶς αἰχμάλωτος, σὲ μία μάχη ἐναντίον τῶν Τούρκων, μεταφέρθηκε στὴ Σαμάρεια τῆς Μεσοποταμίας, ὅπου ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέστη πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες. Ἀπελευθερωθεὶς μετὰ ὀλίγα ἔτη, μετέβη στὴ Ρώμη καὶ ἐκάρη ὑπὸ τοῦ Πάπα Γρηγορίου Δ’ μοναχός. Ἀκολούθως κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ἐντὸς ἐρημικοῦ καὶ ἀπομονωμένου σπηλαίου καὶ ἐπερνοῦσε τὸ βίο του ἀσκούμενος σκληρά, τρεφόμενος μὲ χόρτα καὶ ἐνδεδυμένος μὲ σκισμένα ροῦχα. Ἔζησε τὸν ἀσκητικὸ βίο γιὰ πενήντα τρία χρόνια καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τυχαῖα ἀπὸ κάποιον κυνηγὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς μὲ εὐλάβεια καὶ κάθε τιμή.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας
Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,
Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·
Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,
Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Νέος ἐκ Τραπεζοῦντος καὶ ἐν Ἀσπροκάστρῳ
Δοὺς αἷμα βραχύ, ὦ Ἰωάννη μάκαρ,
ἐξηγόρασας βασιλείαν τοῦ πόλου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, λόγιος καὶ εὐσεβὴς Χριστιανός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα. Ἀσχολούμενος μὲ τὸ ἐμπόριο, ἐπιβιβάσθηκε κάποτε σ’ ἕνα τούρκικο πλοῖο ποὺ ἔπλεε ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα στὸ Ἀσπρόκαστρο (Ἄκκερμαν) τῆς Ρουμανίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ ἐξεδήλωσε ὁ Ἰωάννης, ἐκίνησαν τὸ φθόνο τοῦ Τούρκου πλοίαρχου, ὁ ὁποῖος μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸν προσηλυτίσει. Ἀφοῦ ἀποβιβάσθηκαν στὸ Ἀσπρόκαστρο, ὁ πλοίαρχος κατήγγειλε στὸν Τοῦρκο δικαστὴ ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε μεθ’ ὅρκου στὸ πλοῖο του ὅτι θέλει νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ὁ Ἰωάννης κληθεὶς ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ ἀπέκρουσε ἐντόνως τὴν πρόταση καὶ ἔτσι ἐκεῖνος διέταξε νὰ μαστιγωθεῖ ἀνηλεῶς ἐπὶ δύο ἡμέρες. Στὴ συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἀτίθασου ἀλόγου καὶ τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς πόλεως, ὅπου κάποιος Ἑβραῖος τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή. Ἔτσι, στὶς 12 Ἰουνίου 1330, ὁ Ἰωάννης ἐμαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας. Τὸ ἱερὸ λείψανο, μετὰ 70 περίπου χρόνια, μετακομίσθηκε ὑπὸ τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀγαθοῦ στὴν πόλη Σουτσεάβα, ἀπ’ ὅπου τὸ 1686, κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ἰωάννου Σομπιέσκι κατὰ τῶν Τούρκων, παραληφθὲν μεταφέρθηκε στὴν πόλη Ζιολκίεβ τῆς Πολωνίας. Τὸ 1783, ἐπανήχθη καὶ πάλι στὴ Σουτσεάβα μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωσὴφ Β’.
Ἀκολουθία τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἐξέδωσε στὴ Βενετία, τὸ 1752, ὁ Ἰουστίνος ὁ Δεκαδύος, καὶ ἄλλη, συντεθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Νικηφόρου τοῦ Κρητός, ἐξέδωσε στὸ Ἰάσιο τὸ 1819 ὁ Τραπεζούντιος Θωμᾶς Μπουγιούκης.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου.
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς
Θάλαμος ἡ θάλασσα νυμφικὸς γίνῃ,
Ἀντωνῖναν κρύπτουσα νύμφην Κυρίου.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, καταγγέλθηκε ὡς μέλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Πρισκιλλιανοῦ, ὁμολόγησε τὴν πίστη της πρὸς τὸν Χριστό. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ ποικιλοτρόπως ἐβασανίσθηκε, ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἐκάλεσαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος. Ἡ Ἁγία μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχική της ὁμολογία. Τότε τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν ἐκρέμασαν καὶ τὶς ἔσκισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια, καὶ τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τὸ μαρτυρικό της τέλος ἦλθε τὸ 295 μ.Χ., ὅταν τὴν ἔκλεισαν μέσα σὲ ἕνα σακὶ καὶ τὴν ἔρριψαν στὴ λίμνη ποὺ εὑρισκόταν κοντὰ στὴ Νίκαια.
Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ «εἰς τὰ Λίβα ἐν τῇ Δαγούτῃ» λάμψας
Ιουλιανός, θάπτεται Πατήρ μέγας,
Tάφου τον ουδόν (ήτοι τον βατήρα και την οδόν)
ημερών πλήρης φθάσας.
Πιθανῶς πρόκειται περὶ μικροῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ. Ἀόριστη εἶναι καὶ ἡ τοποθεσία «Δαγούτη» ἢ «Δαγάτου» ἢ «Δαγάζου», τὴν ὁποία ὁ Δουκάγγιος διόρθωσε «Δαγισταίου». Ἡ διόρθωση αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ νὰ καθορίσουμε τὸν τόπο τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκειτο κοντὰ στὴν Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Ἱππόδρομου.
Ὁ Ἅγιος Ζήνων Ἐπίσκοπος Κυρήνειας
Θεώ σύνεστιν ώσπερ ήλπιζε Ζήνων.
Tο της Γραφής γαρ, ελπίς ου καταισχύνει.
Ο Άγιος Ζήνων κατατάσσεται υπό του Ιππολύτου Delehaye και του Μαχαιρά μεταξύ των Αγίων της Κυπριακής Εκκλησίας και μάλιστα θεωρείται ότι διετέλεσε Επίσκοπος Κυρηνείας. Από τον Μαχαιρά αναφέρεται: «Ζήνωνος του Αγιωτάτου επισκόπου Κιρυναίων».
Στο Συναξάρι της Κωνσταντινουπόλεως γίνεται μνεία χωρίς υπόμνημα την 12ην Ιουνίου «των Οσίων Ζήνωνος και Τριφυλλίου επισκόπου». Ο Τριφύλλιος (βλέπε 13 Ιουνίου) είναι ο γνωστός επίσκοπος Λευκωσίας του 4ου αιώνος μ.Χ., δεν είναι, όμως, βέβαιον κατά πόσον ο μετ' αυτού συνεορταζόμενος Όσιος Ζήνων δύναται να ταυτισθεί με τον Ζήνωνα Κυρηνείας.
Στην Κύπρο όμως υπάρχει και άλλος ένας άγιος με αυτό το όνομα, ο Άγιος Ζήνων επίσκοπος Κουρίου. Ο Άγιος Ζήνων επίσκοπος Κουρίου μαζί με τον επίσκοπο Κωνσταντίας Ρηγίνο, και τον επίσκοπο Σόλων Ευάγριο, υποστήριξαν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία διενεργήθηκε το 431 μ.Χ. στην Έφεσο της Μικράς Ασίας. Επίσης υπέγραψε τα Πρακτικά της Γ' εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μάρτυρας ὁ Στρατιώτης
O στρατιώτης νυν χορεύει εν πόλω,
Όπου στρατιαί Aγγέλων Iωάννης.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Θαυματουργός τῆς Κονεβίας
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Κονεβίας καταγόταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας καὶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐμπόριο τοῦ χαλκοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καί, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1547 – 1558, εἰσῆλθε στὴ μονὴ Λίσικα κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔζησε ἕνδεκα χρόνια. Τὸ 1373, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔζησε τρία χρόνια στὴν προσευχὴ στὸ παλαιὸ Ρώσικο μοναστήρι. Στὸ μοναστήρι, μόλις ὁ ἡγούμενος ἐπληροφορήθηκε τί ἐπάγγελμα ἔκανε στὸ παρελθόν, τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιδιορθώσει ὅλα τὰ παλαιὰ σκεύη ποὺ ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ ἀδελφότητα. Τοῦ ἐζήτησαν νὰ ἐργασθεῖ καὶ στὰ ἄλλα μοναστήρια. Ἡ ἐργασία ὄχι ἁπλῶς δὲν ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο γιὰ τὴν προσευχή, ἀλλὰ τοῦ ἐκαλλιέργησε καὶ μία ὑψηλὴ αἴσθηση προσφορᾶς. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο καὶ ἐργαζόταν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἐνῷ προσευχόταν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας. Τελικά, τὸ 1393, ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία μεταφέροντας μαζί του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε «Παναγία τοῦ Κόνεβιτς».
Ὁ Ὅσιος, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὡς πολύτιμο φυλαχτό, ἐπῆγς στὸ νησὶ Κόνεβιτς, στὴ λίμνη Λάντογα, ὅπου ἔζησε ἑπτὰ χρόνια ὡς ἐρημίτης. Τὸ κρύο ἦταν φονικὸ ἀλλὰ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἀρνιόταν τὶς συνεχεῖς προσκλήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βαλαὰμ Σίλα, τὶς ὁποῖες τοῦ μετέφερε ὁ μοναχὸς Λαυρέντιος. Μέλημά του ἦταν νὰ ἐξαλείψει τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ Κόνεβιτς (ἀπὸ τὸ Κὸν ποὺ σημαίνει ἄλογο), προερχόταν ἀπὸ μία δεισιδαιμονία τῶν κατοίκων του. Οἱ κάτοικοι ἐπίστευαν ὅτι στὸ νησὶ ἐζοῦσαν κακὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα ἐπροστάτευαν τὰ ἄλογα ποὺ ἐβοσκαν ἐλεύθερα σ’ αὐτό. Μὲ σκοπὸ νὰ ἔχουν τὴν εὔνοια τῶν πνευμάτων, οἱ κάτοικοι κάθε χρόνο προσέφεραν θυσία ἕνα ἄλογο, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἔδεναν σὲ μία μεγάλη πέτρα, τὸ ἄφηναν νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο. Κατὰ τὴν ἄφιξή του, χάρη στὸν ψαρὰ Φίλιππο, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος εὑρῆκε τὴν «πέτρα τοῦ ἀλόγου», τὴν ὁποία καὶ ἐράντισε μὲ ἁγιασμό. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἶδαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὑπὸ τὴν μορφὴ κοράκων, νὰ πετοῦν τρομοκρατημένα. Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔζησε πέντε χρόνια στὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου», καταπολεμώντας μὲ τὸ παράδειγμά του τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων.
Τὸ 1398, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωάννου, ἔθεσε τὰ θεμέλια μιᾶς κοινοβιακῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα, τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Συμεών, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ μία φορὰ ἀκόμη τὸ Ἅγιον Ὄρος ζητώντας τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων τοῦ Ἄθω γιὰ τὸ μοναστήρι του.
Χωρὶς τὸν κτήτορά του, οἱ μοναχοὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μοναστήρι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν θλίψη, ὁ εὐσεβὴς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, κρυμμένος σὲ ἕνα δάσος, ἔκλαιγε συνεχῶς γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐσήμαινε τὸ τέλος τῆς μοναχικῆς ἐμπειρίας σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο. Ἀπογοητευμένος ὁ Ἰωακεὶμ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ Θεοτόκος θὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη. Τὴ νύχτα, καὶ ἐνῶ ἦταν σὲ βαθὺ ὕπνο, τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ προανήγγειλε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου. Πράγματι, τὸ πρωὶ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἐπέστρεψε μὲ δυὸ μεγάλες βάρκες γεμάτες προμήθειες.
Στὸν τόπο τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας ὕψωσαν ἕνα μεγάλο σταυρό, στὴ βάση τοῦ ὁποίου ἐτοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα της, ποὺ εὶχε μεταφερθεῖ στὸ νησὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ 1421, μία καταστροφικὴ κακοκαιρία ἐπέφερε μεγάλες ζημιὲς στὸ μοναστήρι καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταφέρει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ νησιοῦ ἐπάνω σὲ μία ὁροσειρά, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε ὅπως καὶ ὁ Ἄθως, δηλαδὴ «Ἅγιον Ὄρος». Τὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου» ἀπέκτησε πολὺ γρήγορα μεγάλη φήμη καὶ ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν ὠς προσκυνητὲς στὸ μοναστήρι. Ὁ εὐγενὴς Μιχαὴλ Κοντύλκα ἀπεφάσισε νὰ κάνει μία γενναία δωρεά, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεώς του στὸν εὐλογημένο ἐκεῖνο τόπο, ἐδώρισε τὴν ἐπισκοπική του μίτρα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς.ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1447. Πρὶν τὴν κοίμησή του εἶχε προάγει στὴ θέση τοῦ ἡγουμένου τὸν μοναχὸ Ἰωάννη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή, ποὺ βεβηλώθηκε ἀπὸ τὸ καταστροφικὸ μένος τῶν Σουηδῶν. Οἱ μοναχοί, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, προτίμησαν νὰ μεταφερθοῦν σὲ ἄλλο μοναστήρι. Ἡ τύχη τοῦ μοναστηριοῦ ἀκολούθησε τὶς φάσεις τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν Ρώσων καὶ τῶν Σουηδῶν στὴ διεκδίκηση τῆς Καρελίας. Τὸ μοναστήρι ξανακτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, τὸ 1594, γιὰ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἐκ νέου καὶ ὁριστικά, τὸ 1610. Τὸ νησὶ τοῦ Κόνεβετς ἐδόθηκε στὸν πρίγκιπα Ἰάκωβο Φεοντόροβιτς, ενῶ τὸ 1719 ὁ Μέγας Πέτρος ἔκτισε σ’ αὐτὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ ἀπόδοση τιμῆς καὶ εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου ἄρχισε πολὺ ἐνωρὶς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τοῦ Κόνεβετς, ἀλλὰ τὸ ὄνομά του καταγράφηκε ἐπίσημα στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸ 1819, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Συνέσιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐκ Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Συνέσιος συναριθμεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Βενέδικτο, Τιμόθεο καὶ Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου, μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἁπλῶν Χριστιανῶν ποὺ συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν Ρουμποὺτ πασᾶ στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὁδηγήθηκαν στὴν πόλη, ἐβασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ θανατώθηκαν μὲ μαρτυρικὸ τρόπο. Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος μᾶς παραθέτει ὁ μοναχὸς Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ ἔργο του Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τὸ ὁποῖο συνέγραψε πιθανὸν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1830 – 1844, ὀλίγα χρόνια μετὰ τὰ συμβάντα.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Συνέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν τὸ χωριὸ Τρίγλια τῆς ἐπαρχίας Προύσης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία γάμου ἐγκατέλειψε τοὺς οἰκείους του καὶ γεμάτος ζῆλο γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἐπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν ἀρχὴ μετέβη στὴ μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἐμόναζαν ὁ ἀδελφός του Θεόφιλος καὶ ὁ θεῖος του Γεράσιμος. Μὲ τὶς ἰδικές τους συστάσεις κατέληξε στὴ μονὴ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ εὑρῆκε κάποιο μοναχὸ Ναθαναήλ, υἱὸ τοῦ οἰκονόμου παπᾶ Δημητρίου ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Αὐτὸς τὸν παρακίνησε καὶ παρέμεινε ὠς δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια ἐκάρη μοναχός. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ πιο συγκεκριμένα ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ μοναχοί, καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Συνέσιος, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίτροπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σπανδωνῆ, ὁδηγήθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη, ἐφυλακίσθηκαν καὶ μὲ διαταγὴ τοῦ Ρουμποὺτ πασᾶ τοὺς ἐβασάνισαν σκληρὰ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι δὲν ἀπεκάλυψαν τοὺς κρυμμένους θησαυροὺς τῶν μοναστηριῶν. Ἐπὶ δυόμιση χρόνια οἱ μοναχοί, καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ὁ Συνέσιος, φυλακισμένοι ὑφίσταντο τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, μαρτυρώντας τελικὰ γιὰ τὴν πίστη τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Τριγλίας πέλων, χαίρων ἤσκησας, ἐν Ὄρει Ἄθῳ, Ὁσιομάρτυς Κυρίου Συνέσιε· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸ στάδιον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς νουνεχὴς καὶ μοναστὴς θεόληπτος, μαρτυρικῆς εὐκλείας κατηξίωσαι, καταπαλαίσας τὸν ἀλάστορα,, τῇ ἀνενδότῳ καρτερίᾳ σου· διὸ διπλοῖς στεφάνοις κατηγλάϊσαι, παρὰ Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε· διό σε Συνέσιε γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων συγκοινωνός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὐπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Συνέσιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐκ Σερρῶν καὶ ἐν Θεσσαλονίκης ἀθλήσας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βενέδικτος ἐγεννήθηκε λίγο πρὶν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὸ χωριὸ Ἔζιοβα ἢ Ἔζουβα, τὸ σημερινὸ χωριὸ Δάφνη τῆς ἐπαρχίας Βισαλτίας τῶν Σερρῶν ἢ στὸ χωριὸ Ἀμουρμέη, σημερινὸ Καστανοχώρι. Ἡ σύγχυση γιὰ τὴν ἀκριβὴ γενέτειρα τοῦ Ἁγίου εἶναι δικαιολογημένη, διότι στὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὰ δύο αὐτὰ χωριὰ ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Σὲ ἐφηβικὴ ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα, ὅπως ἦταν φυσικό, στὴν ἱερὰ μονὴ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἔγινε δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια ἐκάρη μοναχός, ἐνῶ ὁ νεαρὸς ἀκόμη Βενέδικτος ἀπεστάλη στὸν Πολύγυρο, γιὰ νὰ διδαχθεῖ γράμματα. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του καὶ εἶχε φθάσει σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καρεῖ μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στὴ μονὴ ὁ Ἅγιος διακόνησε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν σὲ ὅλα τὰ διακονήματα καὶ ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος, μαζὶ μὲ ἄλλους πατέρες ἀπεστάλη, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς, στὸ μετόχι τῆς μονῆς ποὺ εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμαριὰ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἀνάλογες ἐπαναστατικὲς δραστηριότητες νὰ λάβουν χώρα καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας μὲ φοβερὰ ἀντίποινα ἀπὸ τὶς Τουρκικὲς ἀρχές, ἀνάγκασε τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μετόχι. Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ρουμποὺτ πασᾶ καὶ ὁδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μεζὶ μὲ ἀρκετοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὰ μετόχια τῆς γύρω περιοχῆς στὴν Θεσσαλονίκη. Στὶς 12 Ἰουνίου 1821, ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ πολλοὺς μοναχοὺς καὶ προεστοὺς τῶν γύρω χωριῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Τὴ νύχτα, μετὰ τὸ μαρτύριο, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Βίου, ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἄταφα λείψανα τῶν Μαρτύρων ἐφαινόταν ἕνας φωτεινὸς σταυρός. Οἱ στρατιῶτες ποὺ τὰ ἐφύλαγαν, μόλις ἀντίκρισαν αὐτὸ τὸ θαῦμα ξαφνιάστηκαν καὶ τὸ ὁμολόγησαν στοὺς Χριστιανούς. Μὲ ἀφορμὴ τὸ θαῦμα ἐδόθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἡ ἄδεια νὰ ἐνταφιασθοῦν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Βεροίας καὶ ἐν Θεσσαλονίκη ἀθλήσας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος συναριθμεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Βενέδικτο, Συνέσιο καὶ Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου ποὺ ἐμαρτύρησαν († 12 Ἰουνίου). Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Τιμοθέου μᾶς παραθέτει καὶ πάλι ὁ μοναχὸς Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ μνημονευθὲν ἔργο του Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Βεροίας καὶ συγκεκριμένα τὴν περιοχὴ ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Βεροίας, ὅπως παραθέτει χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος Δοσίθεος Κωνσταμονίτης. Οἱ πληροφορίες ποὺ διαθέτουμε εἶναι ἐξαιρετικὰ λιγοστές. Γνωρίζουμε ὡστόσο ὅτι, ὅταν ὁ Τιμόθεος ἦταν νέος, ἐνυμφεύθηκε. Μετὰ τὸ θάνατο ὅμως τῆς συζύγου του, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὰ κελλιὰ τῶν Καρυῶν, ἐπέλεξε τὴ μονὴ Κωνσταμονίτου, ὅπου ὅμως ὁ κοινοβιακὸς βίος τῆς ἀδελφότητος ἦταν σκληρός. Ἐκεῖ τελικὰ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔζησε στὴν ἡσυχία γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.
Ὅταν ὁ Τιμόθεος συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρες τῆς Μονῆς καὶ ὁδηγήθηκε μὲ τὴ βία στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐφυλακίσθηκε, ἦταν ὁ μεγαλύτερος σὲ ἡλικία (πάνω ἀπὸ ἑξήντα ἐτῶν), ἐβασανίσθηκε καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ Ρουμποὺτ πασᾶ, πιθανῶς τὸ 1822. Ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ἐν Θεσσαλονίκη ἀθλήσας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ἐγεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Πέτρος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἐσπούδασε στὴ Μπαλαναία Σχολὴ τῶν Ἰωαννίνων καὶ εἶχε ὡς διδάσκαλο τὸν Ἀναστάσιο Μπαλάνο ἢ Καμικάρη. Ἦταν φιλακόλουθος καὶ συμμετεῖχε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Μπουνίλας ἢ τῆς Παναγίας τῆς Περιβλέπτου.
Ὁ Πέτρος, μέσῳ τῆς κυρᾶς Βασιλικῆς, εὐνοουμένης τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, συνδέθηκε μὲ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν ἡγούμενο Χρύσανθο καὶ τὸν ἱερομάρτυρα Βενέδικτο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει στὰ Ἰωάννινα γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς τους. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὸ μονὴ Κωνσταμονίτου λαβὼν τὸ ὄνομα Παῦλος.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης προέτρεψε τὸν ἀρχηγὸ τῆς Μακεδονίας Ἐμμανουὴλ Παπᾶ νὰ ἀρχίσει τὴν Ἐπανάσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια.
Άγιος Ονούφριος ο εν Κορωνησία
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τον Άγιο Ονούφριο κι αυτές διασώζονται από τους κατοίκους της Κορωνησίας. «Θεοσεβέστατος και ταπεινός» μόνασε σ’ ένα μοναστήρι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» στην Κορωνησία.Η ταπεινότητά του ήταν τέτοια που δυστυχώς οι άλλοι μοναχοί μη μπορώντας να κατανοήσουν την αγιότητά του, τον περιγελούσαν. Η εμφάνιση όμως δύο θαυμάτων από τον Άγιο άλλαξε αμέσως την εικόνα που είχαν οι άλλοι γι’αυτόν. Σύμφωνα με το πρώτο θαύμα έγινε αντιληπτός από τους συμμοναχούς του όταν επέστρεψε στο μοναστήρι από ένα νησάκι, που λέγετε Βουβάλα, που μάζευαν ξυλεία όπου για αστείο τον είχαν άφησαν οι άλλοι μοναχοί και αυτός μετά από προσευχή έριξε το ράσο του στην θάλασσα και ταξίδεψε επάνω του μέχρι το νησί χρησιμοποιώντας το ως βάρκα. Κατά το δεύτερο θαύμα, έπειτα από προσευχή του απέκτησε γενειάδα μέχρι το έδαφος παρά το γεγονός ότι ήταν σπανός.
Δεν είναι ακριβής ο χρόνος της κοίμησής του. Πάνω από το τάφο του έκτισαν ναό προς τιμήν του. Η μνήμη μου εορτάζεται στις 12 Ιουνίου μαζί με τον συνονόματο του Άγιο Ονούφριο της Αιγύπτου.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο «ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» του Κων/νου Ηρ.Δεσπότη-Εκδόσεις Παρακαταθήκη-Θεσσαλονίκη 2009- β΄ έκδοση)
Το παρεκκλήσιο του Αγίου Ονουφρίου
Πρόκειται για πολύ μικρή θολωτή βασιλική της οποίας τα αετώματα στην ανατολική και δυτική πλευρά υπερυψώνονται απ’ τη δικλινή κεραμωτή στέγη για λόγους αισθητικής. Τιμάται στη μνήμη του μοναχού Ονουφρίου που ασκήτεψε εκεί ως την κοίμηση του (μάλλον περί το 1780 μ.Χ.) και ενταφιάστηκε στο εσωτερικό του ναΐσκου.
Ως προς το χρόνο κατασκευής του παρεκκλησίου δε γνωρίζουμε αν το ίδρυσε ο ίδιος ο Όσιος Ονούφριος ή αν πρόκειται για παλαιότερο κτίσμα, το οποίο επειδή συνδέθηκε με τη ζωή του Οσίου πήρε και το όνομά του. Πιθανότερη είναι η δεύτερη εκδοχή και μάλιστα χωρίς να αποκλείεται η βυζαντινή προέλευσή του. Στην τοιχοποιία του χρησιμοποιήθηκαν ακανόνιστοι λίθοι και πλίνθοι με μόνη εξωτερική διακόσμηση μια οδοντωτή ταινία στα γείσα των αετωμάτων. Το κιονοστήρικτο υπόστεγο είναι σύγχρονη κατασκευή Εσωτερικά το εκκλησάκι είναι κατάμεστο από τοιχογραφίες με εμφανή τα τραύματα όχι τόσο του χρόνου όσο της κακοήθειας μερικών νεοελλήνων που χάραξαν πάνω στις εικόνες ονόματα και χρονολογίες, αυτοσυστήνοντας μ’ αυτό το τρόπο τον βανδαλισμό τους. Οι τοιχογραφίες φέρουν τη συνηθισμένη στα χρόνια της τουρκοκρατίας διάταξη σε ζώνες, όπου, κάτω εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι, στη μέση στηθάρια αγίων και πάνω σκηνές απ’ το εορτολόγιο. Δε γνωρίζουμε το χρόνο κατασκευής τους, αλλά πιθανότατα έγιναν συγχρόνως με την ιστόρηση του κεντρικού ναού της Παναγίας, δηλαδή το 17ο αιώνα μ.Χ., γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι το παρεκκλήσι προϋπήρχε του Οσίου Ονουφρίου.
Το παρεκκλήσι του Οσίου Ονουφρίου συνδέθηκε άρρηκτα με τη ζωή και την ιστορία του γειτονικού παλαιού βυζαντινού μνημείου και γι’ αυτό θεωρείται αναπόσπαστο οργανικό του μέλος. Κλείνοντας την παρουσίαση του ναού της Παναγίας της Κορωνησίας, θα λέγαμε ότι το μνημείο αυτό μπορεί να μη διαθέτει την επιβλητικότητα άλλων βυζαντινών μνημείων, διατηρεί όμως - παρά τις αλλαγές που συντελέστηκαν τόσο στο ίδιο το κτίσμα όσο και στο χώρο που το περιβάλλει - την παλιά του υποβλητικότητα και τη μυσταγωγική του ατμόσφαιρα.
Στην εκκλησία υπάρχει και ένα πηγάδι, που το έσκαψε μέσα σε βράχο ένας μοναχός με όνομα Ονούφριος που από εκεί υδρεύετε το νησί ακόμα και σήμερα (του 18ου αιώνα μ.Χ.). Ο μοναχός αυτός (λέει ο μύθος) για αστείο τον άφησαν οι άλλοι μοναχοί σε νησάκι που μάζευαν ξυλεία και αυτός μετά από την προσευχή του έριξε το ράσο του στην θάλασσα και ταξίδεψε επάνω του μέχρι το νησί. Ο μοναχός αυτός με τα πολλά καλά που έκανε στο νησί έγινε όσιος και φτιάχτηκε εκκλησάκι που γιορτάζει στις 12 Ιουνίου και είναι ο μόνος προστάτης του νησιού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ ἄκατον, τὸν σὸν χιτῶνα, ἐν τῷ ὕδατι, ποιήσας πίστει, τῆς θαλάσσης σὺ διέπλεσας πέλαγος, ἀσκητικοῖς δὲ καμάτοις Ὀνούφριε, Κορωνησίας τὴν χθόνα ἡγίασας, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄.
Εὐωδίαν ἄῤῥητον, ἀσκητικῶν σου καμάτων, τοῖς πιστοῖς ἐξέπεμψας, Ὀνούφριε θεηγόρε· ὅθεν, καὶ τὴν ἱεράν σου μνήμην τελοῦντες μέλψωμεν, Κορωνησίας κλέϊσμα μέγα, παλαισμάτων σου τὸ πλῆθος, δι’ ὧν παρεῖδες, τὸ τῆς σαρκὸς ἀσθενές.
Μεγαλυνάριον
Πάθη τὰ χαμαίζηλα παριδών, ἀνεδείχθης Πάτερ, μοναζόντων ὑπογραμμός, ὥσπερ δὲ πυρφόρος, φωστὴρ ἔλαμψας πάλαι, ἐν τῇ Κορωνησίᾳ, Πάτερ Ὀνούφριε.
Ανάμνησης Ενθρονίσεως Ιεράς Εικόνος Παναγίας Κουτσουριώτισσας
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν Σου Εἰκόνα Κουτσουριώτισσα Δέσποινα, ὡς ἁγίασμα θεῖον εὐλαβῶς ἐδεξάμεθα, καὶ πᾶσα ἡ Φωκὶς τῇ Σῇ Μονῇ, προστρέχει καὶ λαμβάνει ἐξ αὐτῆς, τὰς αἰτήσεις τῇ θερμῇ Σου ἐπισκοπῇ, Παρθένε ἀνακράζοντες· δόξα τῇ Σῇ χρηστότητα Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου ἀρωγῇ Πανύμνητε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως.
Τῇ θαυμαστῇ Σου καὶ Ἁγίᾳ Εἰκόνι, ἧν Κουτσουριώτισσαν προσφόρως καλοῦμεν, μετὰ σπουδῆς προστρέχοντες ἑκάστοτε, ἐξ αὐτῆς λαμβάνομεν, τὰ αἰτήματα πάντα, καὶ πάσης λυτρούμεθα, δυσχερείας καὶ λύπης. Σὺ γὰρ παρέχεις πᾶσι δαψιλῶς, Θεοχαριτῶτε Κόρη τὴν χάριν Σου.
Μεγαλυνάριον
Δέδωκας Εἰκόνα Σου τὴν σεπτήν, Κεχαριτωμένη Κουτσουριώτισσα Μαριάμ, πάσῃ τῇ Φωκίδι, θησαύρισμα ὡς θεῖον, ἁγιασμὸν καὶ χάριν πᾶσι παρέχουσαν.
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν Σου Εἰκόνα Κουτσουριώτισσα Δέσποινα, ὡς ἁγίασμα θεῖον εὐλαβῶς ἐδεξάμεθα, καὶ πᾶσα ἡ Φωκὶς τῇ Σῇ Μονῇ, προστρέχει καὶ λαμβάνει ἐξ αὐτῆς, τὰς αἰτήσεις τῇ θερμῇ Σου ἐπισκοπῇ, Παρθένε ἀνακράζοντες· δόξα τῇ Σῇ χρηστότητα Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου ἀρωγῇ Πανύμνητε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως.
Τῇ θαυμαστῇ Σου καὶ Ἁγίᾳ Εἰκόνι, ἧν Κουτσουριώτισσαν προσφόρως καλοῦμεν, μετὰ σπουδῆς προστρέχοντες ἑκάστοτε, ἐξ αὐτῆς λαμβάνομεν, τὰ αἰτήματα πάντα, καὶ πάσης λυτρούμεθα, δυσχερείας καὶ λύπης. Σὺ γὰρ παρέχεις πᾶσι δαψιλῶς, Θεοχαριτῶτε Κόρη τὴν χάριν Σου.
Μεγαλυνάριον
Δέδωκας Εἰκόνα Σου τὴν σεπτήν, Κεχαριτωμένη Κουτσουριώτισσα Μαριάμ, πάσῃ τῇ Φωκίδι, θησαύρισμα ὡς θεῖον, ἁγιασμὸν καὶ χάριν πᾶσι παρέχουσαν.
Οἱ Ἅγιοι Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καὶ Ναζάριος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καὶ Ναζάριος ἦσαν στρατιῶτες καὶ ἐμαρτύρησαν τὸ 304 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).
Σύναξις Ὁσίου Ἀλυπίου ἐν τῇ Κωνσταντινούπολη
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Σύναξη αὐτοῦ. Εἰκάζουμε ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου († 26 Νοεμβρίου), τοῦ ὁποίου μονὴ ὑπῆρχε κοντὰ στὸν ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἁγιορείτης ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Τορνίκιος) καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος τοῦ Ὀζέρο καὶ Κομέλ
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Στεφάνου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 15η Ἰουνίου ὅπου καὶ ὁ βίος του. Ἄγνωστο γιατὶ ἀναφέρεται στὴν σημερινὴ ἡμέρα.
Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καὶ Ὀνούφριος οἱ ἐρημίτες τῆς Βολογκντά
Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καὶ Ὀνούφριος ἔζησαν τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας, στὴν ἔρημο Πέρκοβα. Ὅπως ἀναφέρεται στὸ βίο τους, ἤδη οἱ δύο Ἐρημίτες εὑρίσκονταν στὴν ἔρημο τὸ 1499. Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη τους τελεῖται, ἐπίσης, τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς περιοχῆς Βολογκντά, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο (Μπορίσωφ).
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος τῆς Κατρόμα
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε σὲ ἱερὴ μονὴ πλησίον τῆς λίμνης Κατρόμα στὴν περιοχὴ τοῦ Κάντνικωφ τῆς Ρωσίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ Θαυματουργός ἐν Πσκὼφ Ρωσίας ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος, ὁ Θαυματουργός, ἔζησε στὴ Ρωσία τὸν 15ο, ἢ κατ’ ἄλλους, τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὸ Μαλύε, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Λαμπόρσκ τοῦ Πσκώφ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1492 ἢ τὸ 1592.
Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Περὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἔζησε θεοφιλὴ βίο στὴν περιοχὴ Ρομανὼφ – Μπορισογκλέμπσκ τοῦ Γιαροσλάβλ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Ρομανώφ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους τοῦ Golubinskij.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Θαυματουργός ἐν Ἰζμπόρσκ τῆς Ρωσίας ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἔζησε βίο θεοφιλὴ καὶ ἐνάρετο καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ Λάμεχ στὴν περιοχὴ Ἰζμπόρσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
«Πᾶνος»