Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022


Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ Μάρτυρες


 Σαβέλ, Μανουήλ, Ἰσμαὴλ Πέρσαι γένος.
Τὸ δ' ἀξίωμα, Μάρτυρες διὰ ξίφους.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ κασιγνήτους τρεῖς τάμε χαλκός.

Τριάδος αἰσχύνουσιν ἐχθροὺς τριστάτας·
Τὸν Μανουὴλ νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλοῦντα πλευρᾶς λογχονύκτου σῆς πάθος·
Ἐβδομάτῃ δεκάτῃ ἴδε τρεῖς Ἀνέρας ἀθλέοντας.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὁ πατέρας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιανή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης. Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόνα εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας. Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ.Χ., στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τᾶς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φήλιξ σὺν αὐτοίς, Ἐρμείας καὶ Περεγρίνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος' διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Οἱ τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχοι, καὶ τῆς ἀσεβείας ἀντίπαλοι, Μανουὴλ θεόπνευστε, καὶ Ἰσμαὴλ θαυμάσιε, καὶ Σαβὲλ ἀξιάγαστε, παῤῥησίᾳ τὸν Χριστὸν, Υἱὸν Υεοῦ κηρύξαντες, τὸ αἷμα ὑμῶν ὑπὲρ Αὐτοῦ ἐξεχέατε· ὅν δυσωποῦντες μὴ παύσητε, τοῦ σωθῆναι υὰς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῇ πίστει Χριστοῦ, τρωθέντες παμμακάριστοι, καὶ τούτου πιστῶς, πιόντες τὸ ποτήριον, τὰ Περσῶν σεβάσματα, καὶ τὸ θράσος εἰς γῆν κατεβάλετε, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, πρεσβείας ποιοῦντες, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Οἱ τρεῖς θεῖοι Μάρτυρες οἱ ἐκ Περσίδος, τὸν Σταυρὸν ἀράμενοι, οὐκ ἐδειλίασαν ποινὰς, ἀλλ’ ἐν σταδίῳ ἐκήρυξαν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν Τρισυπόστατον.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τοῦ Ἁγίου Μανουήλ
Τῶν τοῦ τυράννου ἀπειλῶν καὶ ὑποσχέσεων, καταφρονήσας ἀνδρικῶς στύλε ἀκλόνητε, σὺν ὁμαίμοσιν ἐνήθλησας μεγαλόφρον· ἀλλ’ ὡς ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Κύριον, Μανουήλ με ἐκ κινδύνων ἐλευθέρωσον· ἵνα κράζω σοι, χαίροις Μάρτυς πανθαύμαστε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ Ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκότες, ἐν ἀπτοήτῷ λογισμῷ Ἀθλοφόροι, ὑπὲρ ἥλίου λάμπετε φαιδρότητα· ὅθεν τὴν φαιδρὰ ὑμῶν, ἑορτάζομεν μνήμην, πίστει ἱκετεύοντες, ταῖς ὑμῶν μεσιτείαις, ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν, καὶ ἀγαθῶν αἰωνίων ἀπόλαυσιν.

Ὁ Οἶκος
Τοῦ Ἁγίου Μανουήλ
Τίς σου τῶν ἐπιγείων Μανουὴλ ἐξισχύσειεν ἐιπεῖν τοὺς Μαρτυρικοὺς ἄθλους, καὶ τῆς ὑπὲρ Χριστοῦ πάλης τὴν ἄμετρο ἔνστασίν τε καὶ καρτερίαν, ἥν ἐπὶ γῆς ὡς ἄσαρκος ἐπεδείξω; Ἀλλ’ ὅμως ἴδε οὕτω σοὶ κράζω· χαίροις Θεοῦ στρατιώτα γενναῖε, χαίροις Χριστοῦ Μάρτυς ὡραῖε· χαίροις ἀστὴρ τοῦ νοητοῦ Ἡλίου παμφαίδιμε· χαίροις καρπὲ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὥριμε, χαίροις Περσίδος ἀθάνατον βλάστημα· χαίροις Θράκης ἀκλόνητον ἔρεισμα· χαίροις τερπνὸν θῦμα τοῦ παντάνακτος Θεοῦ· χαίροις ὁ τὴν πλάνην διελέγξας τοῦ Ἰουλιανοῦ· χαίροις ὁ πῦρ ἥλους καλάμους βέλη καὶ ξίφος εἰς οὐδὲν λογισάμενος· χαίροις οὗ τῇ ἀθλητικῇ ἐνστάσει Σατὰν ὁ δόλιος ὑπῆρξε παιζόμενος· χαίροις τῶν ἑορταζόντων τὴν μνήμην σου ὁ προστάτης· χαίροις δι’ οὗ ἡττήθη ὁ τύραννος παραβάτης· Χαίροις Μάρτυς πανθαύμαστε.

Ἕτερον Ὁ Οἶκος
Εὐφημήσωμεν φιλέορτοι τοὺς Μεγαλομάρτυρας τρεῖς αὐταδέλφους· Μανουὴλ, Σαβὲλ, καὶ Ἰσμαὴλ, τοὺς ἐκ Περσίδος ὡς ἀστέρας φαεινοὺς ἐκλάμψαντας λέγοντες· χαίρετε οἱ τὰ σώματα παντοίοις αἰκισμοῖς παραδόντες, καὶ τὴν ἄληκτον καὶ ἀγήρῳ ζωὴν τῆς φθαρτῆς προτιμήσαντες· χαίρετε οἱ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς σώμασιν ὑμῶν φέροντες, καὶ διὰ Χριστὸν τοὺς ἀστραγάλους ἥλοις παρέντες· χαίρετε οἱ τὸν διὰ ξίφους θάνατον ἐτοίμως δεξάμενοι, καὶ τῶν γηΐνων τὰ οὐράνια ἀνταλλάξασθαι βουληθέντες· καὶ νῦν ἐν οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις ἀγαλλόμενοι, ἀπαύστως ὑμνεῖτε, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν Τρισυπόστατον.

Ὁ Ἅγιος Φιλονίδης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κουρίου


O Φιλονείδης θυσίαν το πριν φέρων,
Φέρει εαυτόν σωφροσύνης θυσίαν.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλονίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπηρετῶν ὡς Ἐπίσκοπος Κουρίου τῆς Κύπρου συνελήφθη ἕνεκα τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου του ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου καὶ μὲ ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, τὸν Ἀριστοκλῆ, τὸν Δημητριανὸ καὶ τὸν Ἀθανάσιο († 23 Ἰουνίου), ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, παρὰ τὶς κακοποιήσεις καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Ἐπίσκοπος Φιλονίδης δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει τὸν Χριστό, ἐπιτυχῶν μάλιστα νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν εἰδωλολάτρες ἐγκληματίες συγκρετούμενούς του. Ὁ Μάξιμος, ὀργισμένος γιὰ τὴ δράση αὐτὴ τοῦ Ἱεράρχου, ἀφοῦ μὲ σκληρὰ βασανιστήρια ἐτελείωσε τοὺς τρεῖς συγκρατουμένους του Χριστιανούς, διέταξε νὰ εἰσβάλουν στὴ φυλακὴ μεθυσμένοι στρατιῶτες καί, ἀφοῦ ἀπομονώσουν τὸν Ἅγιο Φιλονίδη σὲ σκοτεινὸ κελί, νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ τοῦ σώματος αὐτοῦ. Πληροφορηθεὶς τοῦτο ὁ Ἅγιος ἀπὸ κάποιον κρυπτοχριστιανὸ στρατιώτη, ἐκάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατούμενους ἀδελφούς του καὶ τοὺς ἐφανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντος καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Ἀφοῦ ἔδεσε τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ μακρὰ κόμη του καὶ ἐκάλυψε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδυτὴ του, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, ἀνῆλθε σὲ ὑψηλὸ μέρος, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἐγκρεμίσθηκε, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ μολυσμὸ τοῦ σώματος. Προτοῦ τὸ μαρτυρικὸ σῶμα ἀγγίξει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Ἱερομάρτυρος ἐλεύθερη ἐπέταξε στὸν οὐρανό. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν τὸ τίμιο λείψανό του σὲ ἕνα σάκο καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ ἐκράτησε. Τὸ ἀπέθεσε στὴν ἀμμουδιά, ὅπου ἀνευρέθηκε ἀπὸ πιστοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλονίδου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 30 Αὐγούστου, ὡς ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 631.

Ὁ Ὅσιος Πίωρ

 
Ψυχήν Πίωρ πίειραν αρεταίς έχων,
Πίων απήλθε ψυχικού λίπους γέμων.

Η βιογραφία του Οσίου, βρίσκεται στο Λαυσαϊκό. Ήταν ασκητής Αιγύπτιος, ο οποίος αναχώρησε από το σπίτι του στην έρημο και πήρε την απόφαση να μη δει ποτέ τους γονείς και συγγενείς του. Μετά από πολλά χρόνια, η αδελφή του, γερόντισσα πια, έμαθε πως ζει και παρακάλεσε να τον δει με τη μεσιτεία των πατέρων της Σκήτης. Τότε ο αβάς Πίωρ, πήγε στο σπίτι της, στάθηκε στην πόρτα, χωρίς να μπει μέσα στο σπίτι και με κλειστά τα μάτια του, συνομίλησαν με την αδελφή του. Και χωρίς να τη δει καθόλου, έφυγε πάλι στην έρημο.

Επίσης, στο «Παράδεισον των Πατέρων» αναφέρεται ότι μια φορά έγινε Σύναξη στην Σκήτη για να κρίνουν οι Πατέρες έναν αδελφό τους, ο οποίος είχε κάνει κάποιο σφάλμα. Και ενώ οι Πατέρες συζητούσαν για το τι θα κάνουν, ο Όσιος Πίωρ βγήκε έξω και γεμίζοντας ένα σακί άμμο το κρέμασε στην πλάτη του. Έπειτα, γέμισε μια σπυρίδα με λίγη άμμο και την κρέμασε μπροστά του. Όταν τον ρώτησαν οι Πατέρες τι είναι αυτό που κάνει ο Όσιος απάντησε ότι το σακί που έχει πολύ άμμο είναι οι δικές του αμαρτίες, τις οποίες έχει πίσω του και δεν τις βλέπει για να κλαίει γι’ αυτές. Η σπυρίδα με την λίγη άμμο που κρέμεται μπροστά του, είναι οι λίγες αμαρτίες του αδελφού του, τις οποίες έχει μπροστά του και τις βλέπει ώστε να κατακρίνει τον αδελφό του. Έπρεπε όμως, μπροστά του να έχει τα δικά του σφάλματα, ώστε να τα βλέπει και να παρακαλεί τον Θεό να τον συγχωρήσει. Όταν τα άκουσαν αυτά οι Πατέρες, έφυγαν λέγοντας ότι πράγματι αυτός είναι ο δρόμος της σωτηρίας.

Ο Όσιος Πίωρ, απεβίωσε ειρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

 




























Τμηθεὶς Ἴσαυρος σὺν συνάθλων πεντάδι,
Σαύρας νοητῆς καρδίαν τέμνει μέσον.

Ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες αὐτοὺς οἱ τρεῖς πρῶτοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, οἱ δὲ λοιποὶ ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283 – 284 μ.Χ.). Ὁ Ἴσαυρος ὑπῆρξε διάκονος στὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ δὲ παρέλαβε καὶ τοὺς ἀσπασθέντας τὸ Χριστιανισμὸ συμπολίτες του Βασίλειο καὶ Ἰννοκέντιο, εὑρῆκαν ἐντὸς σπηλαίου κρυπτόμενους τοὺς ἐπίσης Χριστιανοὺς Φήλικα, Ἑρμεία καὶ Περεγρίνο, μὲ τοὺς ὁποίους, ἀδελφωθέντες, ἐζοῦσαν φυλάττοντες τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μοχθοῦντες πρὸς ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Καταγγελθέντες στὸν ἔπαρχο Τριπόντιο, συνελήφθησαν, ἀρνηθέντες δὲ νὰ ἀποκηρύξουν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους, οἱ μὲν Φῆλιξ, Ἑρμείας καὶ Περεγρίνος ἀποκεφαλίσθηκαν ὑπ’ αὐτοῦ, ὁ δὲ Ἴσαυρος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεστάλησαν πρὸς τὸν υἱὸ τοῦ Τριποντίου Ἀπολλώνιο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε ἀνηλεῶς, τοὺς ἀπέκοψε, τὸ 284 μ.Χ., τὶς κεφαλές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.

Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ρουφιαναῖς


Kείται θαλάσσης Yπάτιος πλησίον,
Oς υπακούει συν Θεού φίλοις άνω.

Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία κατείχετο ὑπὸ ἰσχυρῆς κλίσεως πρὸς τὰ θεῖα, πλὴν ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας του τὸν ἐπέπληττε γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς δὲ τὸν ἐνέπαιζε. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Ὑπάτιο, σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατρικὸ οἶκο καὶ νὰ καταφύγει σὲ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισσοῦ τῆς Θράκης, ὅπου ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀργότερα, τὸ 400 μ.Χ., ἐπιθυμῶν ἀκόμη περισσότερο ἀσκητικὸ βίο, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ δύο ἄλλους συμμοναστές, τοὺς Τιμόθεο καὶ Μοσχίωνα, μετέβη στὴν ἀκατοίκητη καὶ ἔρημη μονὴ τοῦ Ρουφίνου ἢ Ρουφινιανῶν, κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὁποία κατέστησαν κατοικήσιμη καὶ ἐχρησιμοποίησαν ὡς ἀσκητήριο. Στὴ μονὴ αὐτὴ παρέμεινε ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ἀρκετὸ καιρό, ἀκολούθως δὲ ἐπέστρεψε στὸ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισοῦ. Οἱ μοναχοὶ ὅμως τῆς μονῆς Ρουφίνου ἔσπευσαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπέτυχαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ κοινοβίου τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὑπατίου στὴ μονή τους ὡς ἡγήτορος αὐτῆς. Ἡ φήμη καὶ ἡ θαυματουργικὴ χάρη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν Ὅσιο, εἵλκυσε πρὸς τὴ μονὴ καὶ ἄλλους ζηλωτὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι, τεθέντες ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐζοῦσαν μὲ εὐαγγελικὴ ἀκρίβεια, φροντίζοντες γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καὶ τῶν πλησίον τους. Μὲ τὰ προϊόντα τῶν κόπων τους ἐβοηθοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς καὶ μὲ τοὺς λόγους, συμβουλὲς καὶ ἀρετές τους ἐστήριζαν τοὺς πιστοὺς καὶ προσείλκυαν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν ὁ Ὅσιος, ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἀφοῦ, κατόπιν παρακλήσεώς του, μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸ 446 μ.Χ., παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο.

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἀναχωρητής

Θείος συ κύκνος Iωσήφ εν τω τέλει,
Θνήσκων μετ’ ωδής, ως κύκνους θνήσκειν λόγος.

Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ὁ Πρωτομάρτυρας ἐκ Βρετανίας


Ο Άγιος Alban (Αλβανός) ήταν ο πρώτος μάρτυρας στα Βρετανικά Νησιά˙ θανατώθηκε στο Verulamium (το σημερινό Saint Albans που πήρε το όνομά του από τον ίδιο), μάλλον κατά τη διάρκεια του διωγμού του αυτοκράτορα Διοκλητιανού το έτος 303 μ.Χ. ή 304 μ.Χ., παρόλο που κάποιοι λένε ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου, γύρω στο 209 μ.Χ.

Σύμφωνα με την ιστορία που διηγείται ο Άγιος Bede (Βέδας) ο Σεβάσμιος (βλέπε 27 Μαΐου), ο Άγιος Alban προστάτευε στο σπίτι του έναν ιερέα, που κρυβόταν από τους διώκτες του. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την καλοσύνη του φιλοξενούμενού του, που με μεγάλο ζήλο δέχτηκε το κήρυγμά του και έλαβε το Βάπτισμα. Σε λίγες μέρες μαθεύτηκε ότι ο ιερέας κρυβόταν στο σπίτι του Αγίου Alban και πήγαν στρατιώτες να τον συλλάβουν. Τότε ο Άγιος Alban φόρεσε τα ρούχα του ιερέα, παραδόθηκε στη θέση του και πήγε σε δίκη.

Ο δικαστής ρώτησε τον Άγιο Alban: «Από ποια οικογένεια είσαι;»

Ο Άγιος απάντησε: «Αυτό είναι ένα θέμα που δεν σας αφορά. Θα ήθελα να ξέρετε ότι είμαι Χριστιανός».

Ο δικαστής επέμεινε και ο άγιος είπε: «Οι γονείς μου με ονόμασαν Alban και λατρεύω τον ζωντανό και αληθινό Θεό, τον δημιουργό των πάντων».

Έπειτα είπε ο δικαστής: «Εάν θέλεις να απολαύσεις την αιώνια ζωή, θυσίασε στους μεγάλους θεούς αμέσως!»

Ο άγιος απάντησε: «Εσείς θυσιάζετε στους δαίμονες, που δεν μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια και καμιά ανταπόκριση στις επιθυμίες της καρδιάς. Η ανταμοιβή τέτοιων θυσιών είναι η ατέρμονη τιμωρία της κόλασης».

Ο δικαστής θύμωσε που ξέφυγε ο ιερέας και απείλησε τον Άγιο με θάνατο εάν επέμενε να αρνείται τους θεούς της Ρώμης. Αυτός απάντησε θαρραλέα ότι ήταν Χριστιανός, και δεν θα έκαιγε λιβάνι στους παγανιστικούς θεούς. Καταδικάστηκε να βασανιστεί και μετά να αποκεφαλιστεί.

Λέγεται ότι καθώς οδηγούνταν στο σημείο της εκτέλεσης (στο λόφο πάνω στον οποίο σήμερα βρίσκεται ο καθεδρικός ναός του Saint Albans), από τις προσευχές του μάρτυρα, το πλήθος που τον ακολουθούσε στον τόπο της εκτέλεσής μπόρεσε να διασχίσει αβρόχοις ποσί τον ποταμό Coln. Αυτό το θαύμα άγγιξε τόσο πολύ την καρδιά του δημίου που πέταξε κάτω το ξίφος του, έπεσε στα πόδια του Αγίου Alban, δηλώνοντας τον εαυτό του Χριστιανό, και ικέτευσε να υποφέρει είτε για αυτόν είτε με αυτόν. Ένας άλλος στρατιώτης άρπαξε το ξίφος και, κατά τα λόγια του Βέδα, «το κεφάλι του γενναίου μάρτυρα αποκόπηκε και έτσι αυτός πήρε το στέμμα της ζωής, την οποία ο Θεός υποσχέθηκε σ' αυτούς που Τον αγαπούν».

Ένας πίδακας νερού ξεπήδησε από το σημείο της εκτέλεσης του μάρτυρα και, λέγεται ότι, τη στιγμή που το κεφάλι του Αγίου έπεσε στο έδαφος, τα μάτια του δημίου του βγήκαν από τις κόγχές τους. Πριν από αυτό το θαύμα, ο διοικητής διέταξε να σταματήσει ο διωγμός των Χριστιανών και να αποδοθεί τιμή στους ένδοξους μάρτυρες του Χριστού. Από εκείνη τη στιγμή, πολλοί άρρωστοι άνθρωποι βρήκαν γιατρειά από τα αναρίθμητα θαύματα που έγιναν στον τάφο του Αγίου Alban, και η τιμή του εξαπλώθηκε σε όλη την Αγγλία όπως επίσης και στην Ευρώπη.

Στην περίοδο του διωγμού του Βασιλέως Henry VIII , ο οποίος κατέστρεψε τα Αγγλικά Μοναστήρια, η λάρνακα του Αγίου Αλβανού άδειασε (ή το λείψανό του χάθηκε). Το 2002 μ.Χ. ο ναός του Αγίου Παντελεήμονος Κολωνίας ο οποίος κατείχε από αιώνων λείψανα του Αγίου Αλβανού παρεχώρησε ένα μέρος των λειψάνων του Αγίου, τα οποία κατετέθησαν στον τόπο του μαρτυρίου του δηλαδή στο σημερινό Saint Albans.

Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας


Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων Ἰσαάκ, Κλήμεντος, Κυρίλλου, Νικήτα καὶ Νικηφόρου τῶν ἐκ Ρωσίας, τιμᾶται τὴν 4η Μαΐου ὅπου καὶ ὁ βίος τους.


Ὁ Ἅγιος Νέκταν ὁ Ὁσιομάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρυρας Νέκταν ἐγεννήθηκε στὴν Οὐαλία κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὡς πρωτότοκος υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἁγίου Βρυχανοῦ τοῦ Μπρένκοκ, καὶ εἶχε 24 ἀδέλφια, τὰ ὁποῖα ἐτάχθησαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ: ὁρισμένα ἔζησαν ὡς ἐρημίτες, ἄλλα ἵδρυσαν μονὲς καὶ ναούς.

Ὁ Ἅγιος Νέκταν, ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴν Οὐαλία, ἀκούσας περὶ τοῦ σπουδαίου ἐρημίτου τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐμπνεύσθηκε καὶ ἀπεφάσισε νὰ μιμηθεῖ τὸν τρόπο ζωῆς ἐκείνου. Μετέβη στὴ βόρειο ἀκτὴ τοῦ Ντεβονσάϊρ στὸ Χάρτλαντ, ὅπου καὶ ἐμόνασε ἐπὶ πολλὰ ἔτη. Ἔπεσε ὅμως θύμα ἀπαγωγῆς ὑπὸ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς κηρύξει τὸ θεῖο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή. Τότε, θαυματουργικά, ἐθεάθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου νὰ συλλέγει τὴν κεφαλή του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ τὴν φέρει ἐπὶ μεγάλη ἀπόσταση μέχρι μιὰ πηγὴ παρακείμενη στὸ κελί του, ὅπου καὶ τὴν ἀπέθεσε. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστές, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκοψε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, ἰδὼν τὸ θέαμα τοῦτο, παρεφρόνησε καὶ ὁ ἄλλος, μεταστραφεῖς στὴ χριστιανικὴ πίστη, περισυνέλεξε μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἐνταφίασε στὸ κελί του.

Ἔκτοτε πολλὰ θαύματα ἔλαβαν χώρα γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ σωζόμενος Βίος του εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ἐνῶ ὑπάρχει στὴ Ρωσία, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σουρώζ, παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Συμεὼν καὶ Ἄννα, ὅπου ἑορτάζεται, ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέκταν.

Οἱ Ὅσιοι Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ὁ Ὁμολογητής , οἱ αὐτάδελφοι

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ἐγεννήθηκαν, ἔζησαν κατὰ Χριστὸν καὶ ἀσκήτεψαν στὴν Ἀγγλία. Ἐκοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 680 μ.Χ., καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ Ἀββαεῖο τοῦ Θόρνεϋ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐθελβόλδιο, Ἐπίσκοπο Οὐΐντσεστερ, τὸ 972 μ.Χ.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βοτουλφίου τιμᾶται σήμερα στὴν Ἀγγλία, στὶς 25 Ἰουνίου στὴ Σκωτία καὶ τὴν 1η Δεκεμβρίου (ἑορτὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων αὐτοῦ).

Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος Ἐπίσκοπος Γαλλίας

Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος ἐγεννήθηκε τὸ 530 μ.Χ. στὴν πόλη Ἀκουϊτέν, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Μπορντὼ τῆς Γαλλίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τονγκρὲ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Μπουργκέζ, τὸ 559 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ὁ ἐν Γαλλία


Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Βρετάνη τῆς Γαλλίας. Περὶ τοῦ Βίου του διασώζονται ἐλάχιστες ἀξιόπιστες πληροφορίες. Ἐγεννήθηκε τυφλὸς καὶ ὅταν ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ἡ μητέρα του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου Καδοκίου († 24 Ἰανουαρίου), καὶ ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 575 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν τῶν ὀφθαλμῶν.

Ὁ Ἅγιος Σάλβα ὁ Μάρτυρας ἐκ Γεωργίας

 
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάλβα καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀχαλτσίχε τῆς Γεωργίας καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1227. Καταγόταν ἀπὸ πριγκιπικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν στολισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐπὶ βασιλίσσης Θάμαρ τῆς Μεγάλης (1184 – 1212) διορίσθηκε στρατηγὸς καὶ κυβερνήτης τῆς ἐπαρχίας Ἀχαλτσίχε. Ἡ μεγάλη του ἀνδρεία τὸν ὁδήγησε, σὲ νίκη κατὰ τοῦ Σελτζούκου σουλτάνου Ρουκναλντίν, τὸ 1203, στὴν περιοχὴ τοῦ Μπασιάνι, καὶ ἔτσι ἡ Γεωργία ἔζησε μὲ ἀδιατάρακτη εἰρήνη ποὺ διήρκησε πολλὰ χρόνια.

Ὅταν ἡ βασίλισσα Θάμαρ ἀπέθανε, στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ υἱός της Γεώργιος, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ πολὺ νέος, μόλις 29 ἐτῶν, τὸ 1223. Ἐπειδὴ τὰ παιδιά του ἦταν ἀνήλικα, τὴ διακυβέρνηση τοῦ βασιλείου ἀνέλαβε ἡ ἀδελφή του Ρουσουντὰν († 1247), ποὺ ἐστερεῖτο διοικητικῶν χαρισμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παρακμὴ τοῦ κράτους.
Οἱ Πέρσες ἄρχισαν νὰ λεηλατοῦν καὶ νὰ ἐρημώνουν τὶς νοτιοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ἀρμενίας καὶ ὅταν τὸ κράτος ἄρχισε νὰ ἀπειλεῖται σοβαρά, τότε ἡ βασίλισσα Ρουσουντὰν ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει ἐναντίον τῶν εἰσβολέων στρατό. Ἡ μάχη ἔγινε στὴν περιοχὴ Γάρνισι. Οἱ Γεωργιανοὶ ἔχασαν καὶ οἱ Πέρσες κατευθύνονταν πρὸς τὴ Γεωργία. Ὁ Μάρτυς Σάλβα αἰχμαλωτίσθηκε. Οἱ Πέρσες τὸν ἐπῆραν μαζί τους καὶ τιμώντας τον γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν καταγωγή του, τοῦ παρεχώρησαν καὶ μία ἔπαυλη σὲ ἕνα μικρὸ νησί, στὴν πόλη Ἀρνταμπάνι, γιὰ νὰ ζήσει μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις. Μετὰ λίγο καιρό, ὁ σάχης Τζαλὰλ ἀλ Ντὶν Μπινγκμπούρνου ἐκάλεσε τὸν Σάλβα καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος ἔδωσε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἐβασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἔκλεισαν ἡμιθανὴ σὲ ἕνα κελί, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη του ψυχὴ στὸν Θεό, τὸ 1227.

Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ εἰκονογράφος

Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου († 17 Ἰανουαρίου) τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Θεὸς τὸν ἐπροίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εἰκονογραφίας, ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου. Ὅσον ἀφορᾶ στὴ χρονολογία τῆς κοιμήσεώς του οἱ ἱστορικὲς πηγὲς δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους. Ἔτσι θεωρεῖται ὡς ἔτος τῆς κοιμήσεώς του τὸ 1521 ἢ τὸ 1561 ἢ τὸ 1581.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/17/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/17/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»