Ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος
Ἠλίαν ἵπποι, τὸν δὲ διπλοῦν Ἠλίαν,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆγον ὡς ἵπποι Νόες.
Πότμον Ἐλισσαῖος δεκάτῃ λάχεν ἠδὲ τετάρτῃ.
Ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος καταγόταν ἐξ Ἀβελμαοὺλ τῆς γῆς Μανασσῆ, ἦταν υἱὸς τοῦ πλούσιου ἀγρότου Σαφάτ, ἀπὸ τὴν κοιλάδα Ἀβελμαουλά, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γεωργοῦ καὶ ἤκμασε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 9ου αἰῶνος π.Χ.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας († 20 Ἰουλίου) εὑρῆκε τὸν Ἐλλισαῖο μὲ τὸ ἄροτρο στὸν ἀγρό του καὶ ἐκάλεσε αὐτὸν νὰ τὸν ἀκολουθήσει, ἀφοῦ ἔρριψε ἐπάνω του τὴ μηλωτή του. Ἡ πράξη αὐτὴ συμβόλιζε τὴν κλήση τοῦ Ἐλισσαίου στὸ προφητικὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ ἄντληση ἰσχύος καὶ θείας αὐθεντίας. «... Καὶ Ἐλισσαιὲ τὸν υἱὸν Σαφὰτ χρίσεις εἰς προφήτην ἀντὶ σοῦ... καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ εὑρίσκει τὸν Ἐλισσαιὲ τὸν υἱὸν Σαφὰτ καὶ οὗτος ἠροτρία ἐν βουσί – δώδεκα ζεύγη καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς δώδεκα – καὶ ἀπῆλθεν ἐπ’ αὐτὸν καὶ ἐπέρριψε τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ ἐπ’ αὐτόν». Ἀμέσως ὁ Ἐλλισαῖος, ἀφοῦ ἔσφαξε καὶ διεμοίρασε ζεῦγος βοῶν, ἀκολούθησε τὸν Ἠλία. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκαν τὰ Γάλγαλα, τὴ Βαιθὴλ καὶ τὴν Ἱεριχώ, διέβησαν τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ, ὅπου ὁ Ἠλίας, ἐπιβὰς πυρίνου ἅρματος, ἐξαφανίσθηκε, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε στὰ χέρια τοῦ Ἐλισσαίου τὴ μηλωτή του, διὰ τῆς ὁποίας αὐτὸς ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα. Διὰ τῆς μηλωτὴς τοῦ Προφήτου Ἠλία διεχώρησε ἀργότερα τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ καὶ ἐπέρασε αὐτόν, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ «υἱοὶ τῶν Προφητῶν» διέγνωσαν σὲ αὐτὸν τὸ πνεῦμα τοῦ διδασκάλου τους Ἠλία καὶ τὸν προσκύνησαν ἕως ἐδάφους.
Ἡ προφητικὴ δράση τοῦ Ἐλισσαίου καλύπτει τὰ χρονικὰ διαστήματα τῶν βασιλειῶν τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραὴλ Ἰωράμ, Ἰηοῦ, Ἰωαχὰζ καὶ Ἰωὰς (851 – 825 π.Χ.), τῶν ὁποίων ὑπῆρξε εὐεργετικὸς καὶ συνετὸς σύμβουλος. Ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ τῆς προφητικῆς ἀντιστάσεως ἐναντίον τῆς δυναστείας τοῦ Ἀμβρὶ δίδοντας ὁ ἴδιος θαρραλέα τὸ σύνθημα τῆς ἐξεγέρσεως καὶ ἀνέδειξε ἀντὶ τοῦ Ἰωρὰμ τὸν Ἰοὺ βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιφέρει στὴ χώρα θρησκευτικὴ μεταρρύθμιση.
Ἡ δράση του ὡς Προφήτου ἐμφανίζεται κυρίως συνυφασμένη μὲ ἔκτακτες ἐνέργειες καὶ παντοειδὴ θαύματα. Μετέβαλε σὲ πόσιμα τὰ ἁλμυρὰ ὕδατα πηγῆς στὴν Ἱεριχώ, εὐλόγησε τὸ στράτευμα τοῦ βασιλέως Ἰωρὰμ καὶ ἔτσι αὐτὸ ἱκανώθηκε νὰ νικήσει τοὺς Μωαβίτες, ἐπολλαπλασίασε τὸ λάδι τῆς πτωχῆς χήρας, γιὰ νὰ ἀπαλλάξει αὐτὴν ἀπὸ δυσβάστακτα χρέη, ἀνέστησε τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς πλούσιας Σουναμίτιδος χήρας ποὺ τὸν ἐφιλοξένησε, μετέβαλε σὲ φαγώσιμη τὴ δηλητηριασμένη τροφὴ τῶν «υἱῶν τῶν Προφητῶν», ἐχόρτασε μὲ 20 κρίθινους ἄρτους ἑκατὸ πεινασμένους ἀνθρώπους, ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴ λέπρα τὸν Ἀραμαῖο ἄρρωστο στρατηγὸ Ναιμάν, ἐτιμώρησε μὲ τὴν ἴδια ἀσθένεια τὸ φιλάργυρο καὶ πονηρὸ ὑπηρέτη του Γιεζί, καὶ τόσα ἄλλα.
Πλήρης ἡμερῶν, ἐπὶ βασιλέως Ἰωάς, ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Σεβαστούπολη τῆς Σαμαρείας, ὑπὸ τοὺς θρήνους τοῦ βασιλέως καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ.
Ἐπὶ αὐτοκράτορος Βυζαντίου Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα ἀνεκομίσθησαν καὶ μεταφέρθηκαν στὴ μονὴ Παύλου τοῦ λεπροῦ, ποὺ ἦταν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα δὲ μετακομίσθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου ἀνήγειρε στὸ παλάτι τῶν Πηγῶν, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών (867 – 886 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτην ἀληθῆ τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῶν ἐν τῷ νόμῳ παιδευτὴν καὶ φωστῆρα, τοῖς πόρρω σε ἐδήλωσεν ὁ τόκος σου σοφέ· σὺ γὰρ κληρωσάμενος, τοῦ Θεσβίτου τὴν χάριν, θαύμασι διέπρεψας, καὶ δυνάμεσι πλείσταις. Καὶ νῦν ἀπαύστως φύλαττε ἡμᾶς, ὦ Ἐλισσαῖε, Προφῆτα θεσπέσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Διπλῆν τὴν χάριν εἰληφὼς παρὰ τοῦ Πνεύματος
Προφήτην ὤφθης θαυμαστὸς πᾶσι τοῖς πέρασι
Τοὺς ὑμνοῦντάς σε λυτρούμενος ἐκ κινδύνων
Καὶ δωρούμενος τὴν χάριν τῶν θαυμάτων σου,
Ἐλισσαῖε, τοῖς ἐκ πόθου σοι προστρέχουσι
Καὶ κραυγάζουσι, χαίροις σκεῦος τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Σύσκηνος ὑπάρχων καὶ φοιτητής, Ἠλιοὺ παμμάκαρ, Ἐλισσαῖε τοῦ ζηλωτοῦ, τῆς ἐκείνου δόξης, ἀνάπλεως ἐδείχθης, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, καταλαμπόμενος.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Μεθόδιον φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας,
Τὸ τῆς τελευτῆς σβεννύει στυγνὸν νέφος.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας καὶ ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Ἀφοῦ ἐπεράτωσε στὴ γενέτειρά του τὶς σπουδές του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ἐξεύρεση ἀνάλογης πρὸς τὴ μόρφωση καὶ τὶς ἱκανότητές του ἐργασίας. Ἐκεῖ ὅμως, μὲ προτροπὴ κάποιου μοναχοῦ, ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Χηνολάκκου καὶ ἐκάρη μοναχός. Διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀσκητικότητα, τὴ βαθιὰ μόρφωση, τὴν εἰλικρινὴ εὐσέβεια καὶ τὸ καθαρὸ ἡρωικὸ φρόνημά του, ἔγινε θαυμαστὴς καὶ φίλος τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου († 11 Νεομεβρίου) καὶ περιῆλθε μαζί του διάφορους τόπους, βοηθώντας αὐτὸν στοὺς ὑπὲρ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀγῶνές του.
Κατ’ ἀρχὰς ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος προσπάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Ἅγιο Μεθόδιο, ἐπιδαψιλεύοντας πολλὲς περιποιήσεις καὶ ἐπιδεικνύοντας ἰδιαίτερη πρὸς αὐτὸν ἐκτίμηση. Αὐτὸς ὅμως, τιμώντας τὸν αὐτοκράτορα, δὲν ἔπαψε νὰ παραμένει πιστὸς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, νὰ κατακρίνει μὲ θάρρος καὶ παρρησία τὰ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων αὐτοκρατορικὰ διατάγματα καὶ νὰ κατηχεῖ πολλοὺς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ περιβάλλοντος στὰ θεῖα διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνεκα ὅμως τοῦ ὑπερβολικοῦ ζήλου του ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, συνελήφθη, ἐμαστιγώθηκε μὲ φρικώδη τρόπο καὶ δέσμιος ἐρρίφθηκε, μὲ δύο ληστές, ἐντὸς λάκκου στὴ νῆσο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀκρίτα, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ὄχι δὲ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴ νῆσο Ἀντιγόνη, ὅπως θέλει διασωθεῖσα παράδοση.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοφίλου, ἡ διαδεχθεῖσα αὐτὸν Θεοδώρα ἀνεκάλεσε τὸν Ἅγιο Μεθόδιο στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου, τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκήσαντος († 4 Νοεμβρίου), καὶ μὲ κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, στὶς 12 Φεβρουαρίου 842 μ.Χ., ἀνῆλθε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο.
Πρῶτο μέλημα τοῦ ἁγίου Πατριάρχου ὑπῆρξε ἡ ὁριστικὴ ρύθμιση τοῦ ζητήματος τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτό, στὶς 19 Φεβρουαρίου 842 μ.Χ., συγκρότησε ὑπὸ τὴν προεδρία του Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς εἰκονομαχίας. Ἡ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων ἑορτάσθηκε διὰ μεγαλοπρεποῦς ἀνὰ τὴν πόλη λιτανείας, μὲ συμμετοχὴ ὅλων τῶν παρεπιδημούντων ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν στὴν κωνσταντινούπολη, τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας μετὰ τοῦ ὑπ’ αὐτῆς ἐπιτροπευομένου ἀνήλικου υἱοῦ της αὐτοκράτορος Μιχαὴλ καὶ σύμπαντος τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔκτοτε ἐθεσπίσθηκε νὰ ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ὁ θρίαμβος αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ Στουδίτες, φίλοι καὶ σύμμαχοι τοῦ νέου Πατριάρχου, μέχρι τῆς ἐκλογῆς του στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἰκανοποιημένοι ἀπὸ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ξαφνικὰ ἔγιναν οἱ βιαιότεροι ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου. Τὰ αἴτια τῆς ἐχθρότητος αὐτῆς τῶν Στουδιτῶν εἶναι πολλαπλά. Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς ὅτι ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐξελέγη Πατριάρχης, ἐνῶ τέσσερις Στουδίτες συνυποψήφιοι ἀγνοήθηκαν.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐφρόντισε καὶ μετεκομίσθησαν μὲ τιμὴ στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν τελειωθέντων στὴν ἐξορία Ἁγίων Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως († 2 Ἰουνίου) καὶ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἡ μετακομιδὴ ἔλαβε χώρα στὶς 26 Ἰανουαρίου 844 μ.Χ.
Τὸν ὑπόλοιπο βίο του διῆλθε ἐπουλώνοντας τὶς πληγὲς ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία, ζώντας ἀσκητικά, παρὰ τὸ ὑπέργηρο τῆς ἡλικίας του, διακρινόμενος στὸ χάρισμα τῆς καλλιγραφίας καὶ τὴ μεταγραφὴ πολλῶν Ψαλτηρίων.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 847 μ.Χ., ἡ δὲ Ἐκκλησία, ἐπιβραβεύουσα τοὺς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγῶνές του, τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν Ὁμολογητῶν της.
Πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ αὐτοκράτορας ἐρχόμενος τὴν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα προσευχόταν καὶ ἄναβε κεριά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τὴν μέθοδον προβαλλόμενος, αἱρετικῶν διαλύεις τὰς ἐπινοίας στερρῶς, Ὀρθοδόξων ἡ κρηπὶς Πάτερ Μεθόδιε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀνεστήλωσας τιμᾶν, ὡς θεῖος ἱεροφάντωρ· καὶ νῦν ἀεὶ ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερόν, ὁμολογίας πρόβολον, καὶ ἀρραγές, τῆς Ἐκκλησίας ἔρεισμα, Ἱεράρχην σε περίδοξον, ὁ Ἰησοῦς προεχειρίσατο· τὴν τούτου γὰρ Εἰκόνα κατασπάζεσθαι, ἐν σχέσει ἀνεκήρυξας Μεθόδιε, παρέχων ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας λύρα τερπνή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὑποβάθρα θεοπαγής, ὤφθης Ἱεράρχα, Εἰκονομάχων θράσος, εἰς γῆς κατεδαφίσας, Πάτερ Μεθόδιε.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γορτύνης
Εἰ καὶ γέρων Κύριλλος ἦν ὁ Γορτύνης,
Ἡβῶσαν εἶχε πρὸς ξίφος τὴν καρδίαν.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης, ἐμαρτύρησε στὴν Κρήτη κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ) καὶ ἐπὶ ἡγεμόνος τῆς νήσου Ἀγριανοῦ. Ὁ διωγμὸς ἄρχισε τὸ 303 μ.Χ. Ὁ Διοκλητιανὸς (284 – 305 μ.Χ.), ἐνδίδοντας στὶς πιέσεις τοῦ συνάρχοντος Μαξιμιανοῦ, ἐξέδωσε τὸ πρῶτο διάταγμα στὴ Νικομήδεια. Ἀκολούθησαν τὰ διωκτικὰ διατάγματα τοῦ Δεκίου καὶ προσετέθησαν καὶ ἄλλου, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν καταστροφὴ τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ ἰδιαίτερα στὴ δίωξη ἱερέων καὶ ἐπισκόπων.
Ὁ Ἅγιος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος σὲ ἡλικία 68 ἐτῶν καὶ ἐποίμανε τὴν Ἐκκλησία Γορτύνης ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια. Μὲ πολλὴ παρρησία, σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀντιμετώπισε τὸν ἡγεμόνα καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ μιαροφαγήσει. Οἱ ἰαμβικοὶ τρίμετροι, ποὺ ὑπάρχουν στὰ Μηναῖα, εἶναι χαρακτηριστικοί:
«Εἰ καὶ γέρων ἦν ὁ Κύριλλος Γορτύνης,
Ἡβῶσαν εἶχε πρὸς τὸ ξῖφος τὴν καρδίαν».
Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸ διὰ ξίφους θάνατο. Ὁδηγήθηκε σὲ τόπο ὀχυρὸ καὶ τραχύτατο ποὺ λεγόταν Ράξον, ὅπου ἐμαρτύρησε καὶ ἐνταφιάσθηκε.
Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μαρτυρίου του, προεῖδε τὸ θάνατό του δι’ ὁράματος. Εἶδε ὅτι ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἐπάνω σὲ ἅμαξα ποὺ ἔσυραν ζεῦγος βοῶν. Τὰ νεώτερα Συναξάρια ἀναφέρουν πέρα τῶν γνωστῶν στοιχείων καὶ ἕνα ἀκόμη, τὸ ὁποῖο ἐλήφθη ἀπὸ τὴ λατινικὴ παράδοση. Πρόκειται περὶ τῆς πληροφορίας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Κύριλλος παραδόθηκε πρῶτα στὸ πῦρ, ἀλλὰ τὰ δεσμὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν δέσει τὸν Ἅγιο ἐκάηκαν καὶ ἐκεῖνος ἔμεινε ἄφλεκτος. Ἡ εἴδηση αὐτὴ εἶναι ξένη πρὸς τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ εἰσῆλθε ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία. Σὲ ἄλλα Συναξάρια καὶ Μηνολόγια ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται στὶς 9 Ἰουλίου.
Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Καυσοκαλυβίτης
Νήφων ὁ Νήφων ἐστιν ἐκ τῶν πραγμάτων·
Νήψει νοὸς γὰρ διέδραμε τὸν βίον.
Νήφων παρῆλθεν, ἀρεταῖς νῦν τοὺς πάντες.
Κἂν τοῖς χρόνοις ἤσκησε νῦν τοῖς ἐσχάτοις.
Τετάρτῃ δεκάτῃ ἀπέπτη Νήφων βιότοιο.
Ὁ Ὅσιος Νήφων ἐγεννήθηκε, τὸ 1315, στὸ χωριὸ Λούκοβο τῆς Χειμάρρας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται καὶ Χειμαρριώτης. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας εὐλεβέστατος. Ἀπὸ μικρὸς μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ ἔγινε πολυμαθέστατος. Ἐπειδὴ διψοῦσε νὰ μάθει περισσότερο τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, κατέφυγε στὴ μονὴ Γηρομερίου, ὅπου ἔγινε ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα γέροντα Σιναΐτη ἀσκητή. Ἐκεῖ ἐδιδάχθηκε τοὺς κανόνες τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τὴν τέχνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Μεσοποτάμου τοῦ Δελβίνου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Νήφων, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ἦλθε γιὰ μεγαλύτερους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου († 12 Ἰουνίου), κοντὰ στὰ μέρη τῆς ἱερᾶς μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἐκεῖ ἔγινε ὑποτακτικὸς τοῦ θαυμαστοῦ ἀσκητοῦ Θεογνώστου. Μετὰ τριετία ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Κάθισμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπου ἔζησε 14 χρόνια μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἔζησε ἄλλη μιὰ τριετία ὡς ἐφημέριος στὰ Καθίσματα τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀρκετὰ χρόνια στὰ Βουλευτήρια. Ἐπειδὴ ὅμως ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία, κατέφυγε ὡς ὑποτακτικὸς στὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη († 13 Ἰανουαρίου), ὅπου μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση διήνυσε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ μετάνοια.
Ὁ Ὅσιος Νήφων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1411.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἠπείρου τὸν γόνον καὶ τοῦ Ἄθωνος ὄρπηκα, καὶ τῶν ἱερέων τὴν δόξαν, τὸν θεόληπτον Νήφωνα, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροὶς ἀσκήσει γὰρ ὅσιων ἀρετῶν, οὐρανίων χαρισμάτων ἀξιωθεῖς, λαμπρύνει τοὺς κραυγάζοντας δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληρούντι διὰ σου, πάντων τὰ αἰτήματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παθῶν κατεδούλωσας, σαρκὸς τὸ φρόνημα, τὸ χεῖρον ὑπέταξας, πάτερ τῷ κρείττονι, Νήφων θεσπέσιε θῦτα, ἔθραυσας τῶν δαιμόνων τὴν ὀφρὺν ἐν ἀσκήσει, ἔλλαμψας ἐν τῷ Ἄθῳ, ὥσπερ ἥλιος ἄλλος, τὴν κτίσιν πᾶσαν δαδουχῶν ξένως τοῖς ἔργοις σου.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῷ ὑπερμάχῳ ἐν δεινοῖς καὶ ἀντιλήπτορι, τῆς μετανοίας τὰς ὁδοὺς πᾶσι γνωρίσαντι, συνελθόντες μοναζόντων ἡ πληθὺς πᾶσα, ἐγκωμίων ἀναπλέξωμεν τὸν στέφανον, καὶ Θεῷ χαριστηρίους ὕμνους ἄδοντες, ἀνακράξωμεν: Χαίροις Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ Ἄθῳ ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Μοναστῶν τὸν σύλλογον, ταῖς σαῖς λαμπρύνων ἀρεταῖς, Ὅσιε Νήφων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης κεκόσμησαι.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Ἀποθέμενος πᾶσαν σχέσιν ἐπίγειον, τὸ πολίτευμα δὲ σου εἰς οὐρανοὺς ἐσχηκώς, καθυπέταξας σοφῶς σάρκα τῷ πνεύματι· ὅθεν ἐδόξασε Χριστός, μετ’ Ἀγγέλων σε φαιδρῶν, καὶ γῆν σοι τὴν τῶν πραέων, ἀναφαίρετον ὥσπερ κλῆρον, Νήφων δωρεῖται πᾶσι νέμων ζωήν.
Ὁ Οἶκος
Ἄσαρκος ὤσπερ Πάτερ καὶ ἀσώματος ὤφθης, σὺν ὕλῃ καὶ σαρκὶ καὶ τῇ φύσει· τοὺς γὰρ ὑπερφυεῖς καὶ λαμπροὺς καὶ γενναίους ἄθλους, θεωρῶν Ἅγιε, ἐξίσταμαι, ἐκπλήττομαι, καὶ θαυμάζω, βοῶν σοι ταῦτα·
Χαῖρε δι’ οὗ ὁ Χριστὸς ηὐφράνθη,
Χαῖρε δι’ οὗ Σατὰν ἐπλήγη.
Χαῖρε ἀρετῶν ὑποθήκη καὶ γνώρισμα,
Χαῖρε πολιτείας ἀρίστης διδάσκαλε.
Χαῖρε ὕψος τὸ ἀκρότατον ἀνελθῶν τῆς πρακτικῆς,
Χαῖρε βάθος δυσανάβατον, θεωρίας κατιδών.
Χαῖρε ὅτι θαλάσσας τῶν παθῶν ἀπεδύσω,
Χαῖρε ὅτι τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἐνεδύσω.
Χαῖρε φωστὴρ τοῦ Ἄθω φαιδρότατε,
Χαῖρε ἀστὴρ ἀστέρων λαμπρότατε.
Χαῖρε δεικνὺς μετανοίας τὰς τρίβους,
Χαῖρε φυγὼν τοὺς τοῦ βίου θορύβους.
Χαῖρε Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Νήψει ἀνενδότῳ ἀεὶ τρυφῶν, τῆς αΰλου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός· ἧς νῦν ἀπολαύων, ὦ Νήφων θεοφόρε, προλήψεων ματαίων, ῥῦσαί με δέομαι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς νήψεως φρυκτωρὸς, καὶ τῶν ἰαμάτων ὁ ἀστείρευτος ποταμός, Νήφων θεοφόρε, τοῖς εὐλαβῶς τελοῦσιν, τὴν μνήμην σου παράσχου, νήψεως νάματα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῆς Ἠπείρου χαῖρε θεῖε βλαστέ, πόλεως Λουκώβης, πολυτίμητε θησαυρέ, Ἄθω δὲ τοῦ ὄρους, φρουρὲ Νήφων θεόφρον, καὶ Καυσοκαλυβίων σκήτεως ἔρεισμα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος λαμπτήρ, καὶ τῶν μοναζόντων ἐτοιμότατος ἀρωγός· χαίροις θείας δόξης, ὁ μέτοχος καὶ μύστης, τῶν ἱερῶν θαυμάτων, ὦ Νήφων ἔνδοξε.
Ἡ Ὁσία Ἰουλίττα
Tην Iουλίτταν εξάγει του σαρκίου,
O σαρξ δι’ ημάς του Θεού φανείς Λόγος.
Ἡ Ὁσία Ἰουλίττα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Οὐαλέριος καὶ Ρουφίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Οὐαλέριος καὶ Ρουφίνος ἦσαν στρατιωτικοὶ καὶ ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος – Γεώργιος ὁ Ἀνδρεῖος πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος – Γεώργιος, ὁ ἐπικληθεὶς Ἀνδρεῖος, υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος Ροστισλάβου – Μιχαήλ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1136, στὴ Ρωσία. Ἡγεμόνευε τοῦ Κιέβου, ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο τοῦ Βλαδιμὶρ ὁ μέγας ἡγεμόνας Ἀνδρέας (1169). Αὐτός, ὑποπτευόμενος τὸν Μστισλάβο –Γεώργιο καὶ τοὺς ἀδελφούς του Ρούρικ καὶ Δαβίδ, τοὺς προσέταξε νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς μεσημβρινὲς ἐπαρχίες καὶ ἐκχώρησε τὸ Κίεβο στὸν ἡγεμόνα τοῦ Τορσένσκ Μιχαήλ. Αὐτοὶ ἐξεγέρθηκαν γιὰ τὴ γενόμενη ἀδικία, εἰσῆλθαν νύχτα στὸ Κίεβο καὶ ἐνθρόνισαν ἡγεμόνα τὸν Ρούρικ. Ὁ ἡγεμόνας Ἀνδρέας εἰδοποίησε τὸν Μστισλάβο – Γεώργιο, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἀρχηγὸς τῶν στασιαστῶν, ὅτι δὲν θὰ ἐπέτρεπε σὲ αὐτὸν νὰ μείνει ἐπὶ ρωσικοῦ ἐδάφους. Ὁ Μστισλάβος ὅμως διέταξε νὰ κόψουν τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένεια τοῦ πρεσβευτοῦ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος. Ὁ Ἀνδρέας, ὀργισμένος ἀπὸ τὴν προσβολή, ἐξεστράτευσε μὲ δύναμη 10.000 ἀνδρῶν κατὰ τοῦ Μστισλάβου, ὁ ὁποῖος κλεισθεὶς στὸ φρούριο Βισεγορὸδ ὑφίστατο τὴν πολιορκία ἐπὶ ἐννέα ἑβδομάδες. Σὲ βοήθειά του προσέτρεξε τότε ὁ ἡγεμόνας τῆς Λουτσίσκ. Οἱ πολιορκητὲς τότε ἐφοβήθησαν καὶ τὴ νύχτα ἐδραπέτευσαν. Τὸ πρωὶ ὁ Μστισλάβος ἐπιτέθηκε μὲ ὀλίγους ἀνδρες κατὰ τῶν ἐχθρῶν του καὶ τοὺς ἐνίκησε. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ ἀνδρειότερος ἡγεμόνας τοῦ αἰῶνος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἐκληρονόμησε τὴ μεγάλη ἡγεμονία τοῦ φονευθέντος Ἀνδρέου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν πρωτεύουσα τῆς τότε Ρωσίας Βλαδιμίρ. Τὸ Νόβγκοροντ ἐξέλεξε, ἐπίσης, ἡγεμόνα αὐτοῦ τὸν Ἅγιο Μστισλάβο, ὁ ὁποῖος κατέκτησε τὴν Ἐσθονία μέχρι θαλάσσης καὶ ἑτοιμαζόμενος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Λιβονίας ἀσθένησε καὶ ἀπέθανε, τὸ 1180, ἐνῶ λίγο πρὶν ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ὁ Ὅσιος Ἐλισσαῖος ὁ ἐν Σούμυ Ρωσίας ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἐλισσαῖος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Διετέλεσε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς νήσου Σολόφκι καὶ ὡς διακόνημα εἶχε τὸ πλέξιμο δικτύων. Ὁ Ὅσιος ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς πόλεως Σούμυ κοντὰ στὴν ἐπαρχία Ἀρχαγγέλσκ καὶ ἀπὸ τότε ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα σ’ ἐκείνους ποὺ προσέρχονται μὲ πίστη.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/14/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/14/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»