Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022

Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Νέος


Ἱλαρὸς ὢν πνεύματι σὺ Ἱλαρίων,
Ἱλαρὸς ἐν σώματι ἦς καὶ καρδίᾳ.
Βῆ δ' ἐς ὄλυμπον Ἱλαρίωνος κέαρ ἁγνὸν ἐν ἕκτῃ.

Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ὁ Νέος, ἐγεννήθηκε τὸ 775 μ.Χ., στὴν Καππαδοκία, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Πέτρο, προμηθευτὴ τοῦ ἄρτου τῶν ἀνακτόρων, καὶ τὴν Θεοδοσία, παρὰ τῶν ὁποίων ἔτυχεν ἐπιμελοῦς καὶ θεσεβοῦς μορφώσεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, μεταβὰς δὲ στὴ μονὴ τοῦ Ξηροκαμπίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκάρη μοναχός. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴ μονὴ τῶν Δαλμάτων, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐκτιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς συμμοναστές του γιὰ τὶς μεγάλες ἀρετές του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ὁ Ἱλαρίων ἐγκατέλειψε κρυφὰ αὐτὴν καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τῶν Καθαρῶν, γενόμενος δεκτὸς μὲ μεγάλο σεβασμὸ ἀπὸ τοὺς μοναχούς.

Πληροφορηθέντες τὸ καταφύγιό του οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, παρεκάλεσαν τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο νὰ φροντίσει περὶ τῆς ἐπανόδου του στὴ μονή. Πράγματι δι’ αὐτοκρατορικῆς διαταγῆς ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἀπενῆλθε στὴ μονὴ ὡς ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης αὐτῆς. Ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη διηύθυνε τὴν κοινότητα μὲ μεγάλη σύνεση καὶ ἀδελφοσύνη καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀληθινὴ φωλιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἔτσι, ὅταν ἀνῆλθε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.) καὶ ἐξαπέλυσε τὸ διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, μεταξὺ τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες ἐπρωτοστάτησαν στὴν ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἀνοσίου τούτου μέτρου τοῦ αὐτοκράτορος, ὑπῆρξε καὶ ἡ μονὴ τῶν Δαλμάτων. Κληθεὶς γι’ αὐτὸ στὰ ἀνάκτορα ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ἔλεγξε σφοδρῶς τὸ βασιλέα γιὰ τὴν ἀσεβὴ ἔναντι τῶν εἰκόνων συμπεριφορά του, ἡ ὁποία, τὴν μὲν Ἐκκλησία ἀδικοῦσε, τὸ δὲ κράτος χωρὶς αἰτία ἐτάρασσε. Τόσο ὁ αὐτοκράτορας, ὅσο καὶ ὁ διαδεχθεὶς τὸν Νικηφόρο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο εἰκονομάχος Θεόδοτος Α’ ὁ Κασσιτερᾶς (815 – 821 μ.Χ.), μάταια προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ὅσιο Ἱλαρίωνα νὰ προσχωρήσει στὴν πλάνη καὶ νὰ καταστρέψει τὶς ἅγιες εἰκόνες. Αὐτὸς παρέμενε στύλος ἄσειστος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του.

Ἀκολούθως ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων συνελήφθη, ἐφυλακίσθηκε καὶ ἐξορίσθηκε, κατ’ ἀρχὰς μὲν στὴ μονὴ τοῦ Φονέως, στὴ συνέχεια δὲ στὴ μονὴ τοῦ Κυκλοβίου, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ δύο ἔτη. Ἐξακολουθῶν νὰ ἐμμένει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, μεταφέρθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ τῶν Νουμέρων, ἀπὸ ὅπου, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς ἐμαστιγώθηκε καὶ ποικιλότροπα ἐκακοποιήθηκε, ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῶν Ποτιόλων.

Τὸ 820 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐλευθερώθηκε ὑπὸ τοῦ διαδεχθέντος τὸν Λέοντα Μιχαὴλ Β’ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ παρέμεινε φιλοξενούμενος, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη, κάποιας εὐσεβοῦς γυναίκας. Τὸ 830 μ.Χ., κατόπιν διαταγῆς τοῦ διαδεχθέντος τὸν Μιχαὴλ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) συνελήφθη ἐκ νέου καὶ ἀφοῦ ποικιλότροπα καὶ διαπομπεύθηκε, ἐξορίσθηκε στὴ νῆσο Ἀφουσία. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοφίλου, ἡ σύζυγος αὐτοῦ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ἐπανέφερε τὴ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ ἀνεκάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ Ὁσίους Πατέρες.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐπανῆλθε στὴ μονή του καί, ἀφοῦ τὴν ἐδιοίκησε θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως ἐπὶ τρία ἔτη, τὸ 845 μ.Χ., ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῶν λόγων τοῦ Κυρίου τὴν χάριν γεωργήσας, ἤνθησας καθάπερ ἐλαία, παμμάκαρ Ἱλαρίων, ἐλαίῳ τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ τῆς ὁμολογίας σου σοφέ, ἱλαρύνων τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει σοι ἐκβοώντων· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθήσας, ἐν Ὁσίοις ἔφανας, ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, καταπυρσεύων τοῖς τρόποις σου, τοὺς σὲ τιμῶντας, Ἱλαρίων Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἴθυνας πρὸς χλόην τῶν ἀρετῶν, Πάτερ Ἱλαρίων, βακτηρίᾳ τῇ λογικῇ, τὴν Μονὴν Δαλμάτων, ὡς ταύτης ποιμενάρχης· διὸ σὺν τοῖς Ὁσίοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.

Ὁ Ὅσιος Ἄτταλος ὁ Θαυματουργός

Eι θαυματουργός Άτταλος ζων, ου ξένον,
Oύ θαυματουργός ύστερον και χους μόνος.

Ο Όσιος Άτταλος ο Θαυματουργός έλαμψε στις μοναχικές τάξεις, και φρόντισε να γνωρίσει το νόμο του Θεού, για να τον φυλάξει με κάθε προσοχή και ακρίβεια. Και ήξερε να λατρεύει εν αλήθεια και να προσεύχεται εν πνεύματι. Ήταν υπερβολικά ελεήμων και εγκρατής. Ποτέ δεν έτρωγε δύο φορές την ήμερα, μάλιστα ευχαρίστηση του ήταν να τρώει μια φορά στις δύο μέρες. Στον ύπνο του ήταν ακόμα πιο εγκρατής. Το κρεβάτι, έλεγε, είναι ένα είδος φέρετρου, γι' αυτό περισσότερες ώρες ύπνου είναι περισσότερες ώρες νεκρότητας. Και ενώ είχε τόσο σκληρή ασκητική ζωή και μορφή, μέσα του φώλευε ψυχή πολύ τρυφερή. Κάθε πρωί τα πουλιά, έρχονταν άφοβα κοντά του και μαζί έστελναν ορθρινή δοξολογία στον πλάστη Θεό. Ο Θεός χάρισε στον Άτταλο και τη δύναμη να θαυματουργεί. Η προσευχή του, θεράπευε ασθένειες σωμάτων και πνευμάτων. Όταν προαισθάνθηκε το θάνατο του, ζήτησε ζωντανός ακόμα, τον τελευταίο ασπασμό από τους συμμοναστές του. Ο θάνατος τον βρήκε μέσα σε πνευματικό φως.

Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ Μάρτυρας


Γελάς γέλωτα τον μακάριον μάκαρ,
Tμηθείς κεφαλήν ω Γελάσι’ ευθύφρον.

Ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος ἀθλήσεως τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γελασίου εἶναι ἄγνωστα. Αὐτός, κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν, καταλήφθηκε ἀπὸ θεῖο ζῆλο, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε λευκὰ ἱμάτια ἐπισκεπτόταν τοὺς διωκόμενους καὶ βασανιζόμενους Χριστιανούς, ἐζητοῦσε τὶς εὐχές τους, κατασπαζόταν τὶς πληγές τους, τοὺς ἐνεθάρρυνε στὸ μαρτύριό τους καὶ εφρόντιζε γιὰ τὸν εὐπρεπὴ ἐνταφιασμό τους. Συλληφθείς, ἕνεκα τούτων, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸ Χριστὸ ὡς Ἀληθινὸ Θεό, ἐβασανίσθηκε καὶ τέλος, ἀποκεφαλίσθηκε.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Οἱ Ἁγίες Βαλερία, Κυρία, Μάρθα Μαρία καὶ Μαρκία οἱ Παρθενομάρτυρες

Αγία Βαλερία
  
Κόρας φρονίμους πέντ' ἔφη Θεὸς Λόγος,
Προϊστορῶν σοι τάσδε πέντε Παρθένους.

Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Βαλερία ἢ Βαρερία, Κυρία, Μάρθα, Μαρία καὶ Μαρκία, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἐβαπτίσθηκαν Χριστιανὲς καὶ διέμεναν στὴν ἴδια οἰκία, ὅπου καὶ ἐπερνοῦσαν τὶς ἡμέρες τους μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές. Καταγγελθεῖσες γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους στὸν ἔπαρχο Καισαρείας, συνελήφθησαν, ἀρνηθεῖσες δὲ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ὑπεβλήθησαν σὲ σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, τὰ ὁποῖα ἀγόγγυστα ὑπέμειναν μέχρι τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτῶν.

Όσιος Ανούβ ο σημειοφόρος


Σημειοποιόν και θανών Aνούβ χάριν,
Tοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει.

Ο Όσιος Ανούβ ο σημειοφόρος ήταν από τους διάσημους ασκητές της ερήμου, του οποίου σοφά αποφθέγματα βρίσκονται στο Λαυσαϊκό και στον Εύεργετινό. Απεβίωσε ειρηνικά.

ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει σχετικά στον Συναξαριστή του:

«Περί του Aββά Aνούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eν ω αναφέρεται περί του Aββά Σούρου και Hσαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Aββάν Aνούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Xριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Kυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Aγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Mαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Oσίων και Aσκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Aυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Kυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Aγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Tούτου του Oσίου Aνούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Eυεργετινώ».

Όσιος Φώτας

Tων αρετών τα φώτα Φώταν τον μέγαν,
Kαι νεκρόν αυγάζοντα πάσι μηνύει.

Ο Όσιος Φώτας απεβίωσε ειρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Περμίας

Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ, Ἐπισκόπου τῆς Μεγάλης Περμίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 29η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος Ἐπίσκοπος Ἄλεθ Οὐαλίας

Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος ἐγεννήθηκε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Οὐαλία καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Ἔγινε ἡγούμενος μεγάλου μοναστηριοῦ ἐπὶ τῆς βραχώδου νήσου Πλέκιτ, ὅπου συγκέντρωσε 188 μοναχούς. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ ἔρημο τόπο τῆς Κορνουάλης, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του προσείλκυσε πλῆθος μοναχῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἱδρυθεῖ ἐκεῖ μία ἐξ ἴσου μεγάλη μονή. Ποθώντας ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ἀποσύρθηκε στὴ Βρετάνη, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες προσφέροντας τὸν ἑαυτό του θυσία εὐάρεστη στὸν Θεό. Ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἄλεθ καὶ ὡς λύχνος φαεινὸς κατηύγασε τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν, λόγῳ γήρατος, δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτελέσει τὰ ἐπισκοπικὰ καθήκοντά του, παραιτήθηκε καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημητήριο μαζὶ μὲ λίγους μαθητές του.
Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ τέλος τοῦ 6ου ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνος.

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἅγίου Ἱερομάρτυρος Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ

Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 22α Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ


Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ ἐγεννήθηκε στὴν περιοχὴ Τβὲρ τῆς Ρωσίας κοντὰ στὴν πόλη Καζίν, καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου (Καλυαζίν, † 17 Μαρτίου). Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, ὅταν ἦταν ἕνδεκα ἐτῶν, ἐπῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ θείου του, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, ὁ Παΐσιος ἐδιδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴν ὑπακοή, τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀντιγραφὴ πνευματικῶν βιβλίων καὶ συγγραμμάτων τῶν Πατέρων. Ἔτσι προόδευσε πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωή.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὸ 1464, μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία καὶ παράκληση τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέου, ἴδρυσε μία κοινοβιακὴ μονὴ κοντὰ στὸ Οὔγκλιχ, καὶ τὸ 1489 τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ ἄσκηση, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1504, καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῶν θαυμάτων.
Η μνήμη του Οσίου Παΐσιου επαναλαμβάνεται στις 8 Ιανουαρίου.

Άγιος Ανδρόνικος ο Ιερομάρτυς



Ο Άγιος ιερομάρτυς Ανδρόνικος γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1870 μ.Χ. στο χωριό Ποβόντνεβο της επαρχίας Γιαροσλάβ, στην κεντρική Ρωσία. Στο Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Βλαδίμηρος.

Στην ηλικία δέκα χρονών γράφτηκε σε Εκκλησιαστικό Σχολείο και μετά την αποφοίτηση του, το 1885 μ.Χ. στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Γιαροσλάβ.

Το 1891 μ.Χ., ως αριστούχος απόφοιτος του Σεμιναρίου, έγινε δεκτός στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Τα χρόνια εκείνα ο νεαρός φοιτητής συναντήθηκε με τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης (βλέπε 20 Δεκεμβρίου) και ζήτησε τις φωτισμένες συμβουλές του.

Την 1η Αυγούστου του 1893 μ.Χ. στον ναό της Ακαδημίας τελέστηκε ή μοναχική του κουρά. Στις 6 Αυγούστου του 1893 μ.Χ. ο μοναχός Ανδρόνικος χειροτονήθηκε διάκονος, και στις 22 Ιουλίου του 1895 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1897 μ.Χ. διορίζεται από την Ιερά Σύνοδο στην ορθόδοξη Ιεραποστολή της Ιαπωνίας.

Τον Μάρτιο του 1899 μ.Χ. έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.

Στις 23 Οκτωβρίου του 1906 μ.Χ. ο π. Ανδρόνικος διορίστηκε βοηθός του επισκόπου Νικολάου στην Ιαπωνία. Λόγω της εύθραστης υγείας του αρρώστησε βαριά και στις 7 Ιουλίου του 1907 μ.Χ. η Σύνοδος αποφάσισε την ανάκληση του από την Ιαπωνία.

Στις 26 Οκτωβρίου του 1907 μ.Χ. η Ίερά Σύνοδος ανέθεσε στον επίσκοπο Ανδρόνικο την προσωρινή διαποίμανση της επαρχίας Χόλμ, και στις 15 Μαρτίου του 1908 μ.Χ. διορίστηκε βοηθός του αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ.

Στις 8 Μαρτίου του 1913 μ.Χ. ανέλαβε την διαποίμανση των επαρχιών Ομσκ και Παβλοντάρσκ της Δυτικής Σιβηρίας.

Τον Αύγουστο του 1914 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να τον μεταθέσει για άλλη φορά στην εκκλησιαστική επαρχία Πέρμ στη Βόρεια Ρωσία.

Στις 6 Ιουνίου του 1918 μ.Χ. όργανα του αθεϊστικού καθεστώτος, αφού τον σκέπαζαν ζωντανό με χώμα στον τάφο, πυροβόλησαν μερικές φορές τον γενναίο αθλητή της πίστεως αρχιεπίσκοπο Ανδρόνικο και σε λίγο το μαρτυρικό του λείψανο ήταν θαμένο στη γη.

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ

Στις 3 Ιουνίου του 1918 μ.Χ. ο ιεράρχης πληροφορήθηκε τα σχέδια της συλλήψεώς του από έναν τυχαίο ακροατή τους. Αποφάσισε, ωστόσο, να μην εγκαταλείπει την επαρχία, αλλά να παραμείνει στη θέση του, ανάμεσα στο ποίμνιό του, και, αν ήταν θέλημα του Κυρίου, να μαρτυρήσει γι' Αυτόν.

Ενημέρωσε τους συνεργάτες του. Έστειλαν στο καμπαναριό του Καθεδρικού Ναού τον μοναχό Μιχαήλ με την εντολή να σημάνει συναγερμό με τις καμπάνες τη στιγμή της συλλήψεως.

Την ίδια νύχτα, μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, όλο το τετράγωνο, στο οποίο βρισκόταν το επισκοπείο, κυκλώθηκε από στρατιώτες. Είχαν φέρει μιαν άμαξα με γρήγορα άλογα, με την οποία θα έβγαζαν τον αρχιεπίσκοπο από την πόλη το συντομότερο δυνατό και θα τον οδηγούσαν στη γειτονική πόλη Μοτοβίλιχα.

Μέσα στο σκοτάδι μερικές φιγούρες πλησίασαν την εξώπορτα της αρχιερατικής κατοικίας. Ήταν κλειδωμένη. Την ξήλωσαν και μπήκαν. Χτύπησαν την άλλη πόρτα. Άνοιξε ο θυρωρός.

-Πού είναι ο Ανδρόνικος;
-Πάνω.

Μερικοί οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν εκεί. Ανέβηκαν μόνο τρεις άνδρες, ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Περμ Μάλκωφ, ο αστυνομικός διευθυντής της Περμ Ιβάντσενκο και ο βοηθός του αστυνομικού διευθυντή της Μοτοβίλιχα, Ζουζγκώφ. Ο δεσπότης αγρυπνούσε μαζί με δύο κληρικούς.

-Ποιος από σας είναι ο αρχιεπίσκοπος Ανδρόνικος; τους ρώτησαν.
-Εγώ είμαι, απάντησε ήρεμα ο ιεράρχης.

Τη στιγμή εκείνη οι καμπάνες του Καθεδρικού Ναού σήμαναν συναγερμό. Ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί, και η καμπανοκρουσία σταμάτησε.

Πρόσταξαν τον αρχιεπίσκοπο να τους ακολουθήσει δίχως χρονοτριβή. Εκείνος υπάκουσε αδιαμαρτύρητα. Σε λίγα λεπτά έμπαινε στην άμαξα, που περίμενε μπροστά στην εξώπορτα, μ' ένα τριμμένο ράσο, έναν καλογερικό σκούφο, το αρχιερατικό του εγκόλπιο και το ραβδί του στο χέρι. Δίπλα του κάθησε ο Ζουζγκώφ και απέναντί του ένας από τους επιτρόπους. Αμέσως η άμαξα κίνησε για τη Μοτοβίλιχα.

Οι στρατιώτες στο μεταξύ συνέλαβαν όσους βρήκαν στο επισκοπείο: τον αρχιμανδρίτη Παχώμιο, τον διάκονο Ευλόγιο, τον φύλακα, τον θυρωρό και τον κλητήρα. Τους μετέφεραν όλους αρχικά στην Εκτελεστική Επιτροπή και έπειτα στη φυλακή. Σύντομα, όμως, τους άφησαν ελεύθερους, αφού πρώτα τους πειθανάγκασαν να υποσχεθούν ενυπόγραφα ότι δεν θα μιλούσαν σε κανέναν για τη σύλληψη του αρχιεπισκόπου.

Η άμαξα σταμάτησε στο Αστυνομικό Τμήμα της Μοτοβίλιχα για αλλαγή αλόγων. Κατέβασαν τον δεσπότη και τον έκλεισαν σ' ένα γραφείο. Τότε τηλεφώνησε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εργατών της Μοτοβίλιχα Μιάσνικωφ και ζήτησε να τον περιμένουν. Άλλωστε, η μέρα είχε ήδη χαράξει. Η κίνηση, που είχε αρχίσει στους δρόμους, φόβιζε τους επίδοξους φονιάδες του αρχιεπισκόπου.

Όταν σε λίγο ήρθε ο Μιάσνικωφ, ανακοίνωσε στους αστυνομικούς πως αποφασίστηκε η αναβολή της εκτελέσεως. Το γνωστοποίησαν στον ιεράρχη, αλλά εκείνος δεν το πίστεψε.

-Γνωρίζω ότι θα με εκτελέσουν, είπε με βεβαιότητα....

Στις 5 Ιουνίου το βράδυ έγινε η μεταφορά του ιεράρχη στην Περμ και η παράδοσή του στην Εκτελεστική Επιτροπή....

Όλη την ημέρα της 6ης Ιουνίου του 1918 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος την πέρασε κλεισμένος στο κρατητήριο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Περμ. Τον φρουρούσαν κόκκινοι στρατιώτες ιδιαίτερα σκληροί, που τον χλεύαζαν και τον έβριζαν ασταμάτητα.

Το βράδυ τον έφεραν στο γραφείο για ανάκριση. Για πολλή ώρα ο πρόεδρος της Επιτροπής Μάλκωφ και το μέλος της Σίβκωφ τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Δεν απάντησε σε καμία. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και προσευχόταν ακατάπαυστα. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένες η ειρήνη και η ανδρεία...

Οι ανακριτές, βλέποντας ότι έχαναν τον καιρό τους, τον έστειλαν πάλι στο κρατητήριο. Η εκτέλεσή του ανατέθηκε στους αστυνομικούς Ουβάρωφ και Πλατούνωφ και σε τρεις Λιθουανούς.

Στη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα έβγαλαν τον ιεράρχη από το κρατητήριο. Τότε πετάχτηκε από το υπόγειο ο Ζουζγκώφ και ζήτησε από τον Πλατούνωφ να τον πάρουν μαζί τους, γιατί ήθελε να παραβρεθεί «στην ταφή του Ανδρόνικου». Ο Πλατούνωφ του είπε ν' ανέβει στην άμαξα και να καθήσει δίπλα στον αρχιεπίσκοπο.

Στον δρόμο ο ιεράρχης ήταν καλοδιάθετος. Κάποια στιγμή γύρισε στον Ζουζγκώφ και του παραπονέθηκε ήρεμα:

-Στο Αστυνομικό Τμήμα της Μοτοβίλιχα μου φέρθηκαν καλύτερα. Εκεί δεν με χλεύαζαν...

Αντί γι' άλλη απόκριση ο Ζουζγκώφ του είπε οργισμένα:

-Ανακαλέστε την απόφαση για απεργία των παπάδων!
-Όχι, δεν θα την ανακαλέσω. Γνωρίζω καλά ότι με πάτε για εκτέλεση.

Ακολούθησαν την κεντρική οδό Σιμπίρσκι και βγήκαν από την Περμ. Πέντε βέρστια μακριά από την πόλη έστριψαν αριστερά και μπήκαν στο δάσος. Σταμάτησαν εκατό μέτρα πιό πέρα και κατέβηκαν από την άμαξα.

Ο Ζουζγκώφ έδωσε στον αρχιεπίσκοπο ένα από τα σκαπτικά εργαλεία, που είχαν πάρει μαζί τους, και τον πρόσταξε:

-Σκάψε τον τάφο σου!

Ο ιεράρχης άρχισε να σκάβει. Τον βοηθούσαν οι τρεις Λιθουανοί. Όταν τελείωσε, ο Ζουζγκώφ του έδωσε νέα προσταγή:

-Έλα, ξάπλωσε!

Υπάκουσε. Ο τάφος, όμως, ήταν μικρός και δεν τον χωρούσε. Σηκώθηκε και έσκαψε λίγο ακόμα. Ξάπλωσε για δεύτερη φορά στον τάφο, αλλά αυτός και πάλι αποδείχθηκε μικρός. Με το τρίτο σκάψιμο τον έφερε στα μέτρα του. Τότε ζήτησε την άδεια να προσευχηθεί. Του το επέτρεψαν. Προσευχήθηκε γύρω στα δέκα λεπτά. Έπειτα, αφού στράφηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ευλόγησε από μακριά το ποίμνιο του, είπε στους δήμιους του:

-Είμαι έτοιμος.
-Δεν θα σε τουφεκίσω, τον απείλησε ο Ζουζγκώφ. Ζωντανό θα σε θάψω, αν δεν ανακαλέσεις την απόφαση για την απεργία.
-Δεν θα την ανακαλέσω ποτέ, αποκρίθηκε ο ιεράρχης, ξαπλώνοντας στον τάφο.

Οι Λιθουανοί άρχισαν να τον σκεπάζουν με χώμα.

Ο Ζουζγκώφ πυροβόλησε μερικές φορές. Το σώμα του αρχιεπισκόπου ήταν εντελώς ακίνητο. Στη συνέχεια ο Πλατούνωφ πυροβόλησε δύο φορές. Τέλος, ο Ζουζγκώφ έριξε τη χαριστική βολή. Σε λίγο το μαρτυρικό λείψανο ήταν θαμμένο στη γη....

Σαν επίλογος

Στην τελευταία πασχαλινή εγκύκλιό του προς το πλήρωμα της Εκκλησίας της Περμ ο άγιος ιερομάρτυς Ανδρόνικος έγραφε:

«Πέρασε ένας χρόνος αφ' ότου η ζωή μας μετατράπηκε σε σκόνη από το φύσημα της βουλήσεως του Θεού, που μας εγκατέλειψε πρόσκαιρα και παιδαγωγικά. Με τέτοιους σκληρούς τρόπους συνέτιζε ο Κύριος το γένος μας από τα πανάρχαια χρόνια. Μέσα στα πιο τρομερά γεγονότα της ζωής, μέσα στις πιο μεγάλες συμφορές, όχι μόνο ορισμένοι άνθρωποι αλλά και λαοί ολόκληροι συναισθάνονταν την αδυναμία τους, αναγνώριζαν την αμαρτωλότητά τους και επέστρεφαν στον παντοδύναμο Προνοητή...

»Ας παραδεχθούμε την ενοχή μας ενώπιον του Θεού, ας παραδεχθούμε πως Εκείνος μόνο έχει τη δύναμη να μας σώσει, και ας ζητήσουμε ολόψυχα τη βοήθειά Του. Βλέπουμε ήδη, άλλωστε, ότι μας ευλογεί το παντοκρατορικό Του χέρι. Κοιτάξτε πόσο μας ωφέλησαν, πόσο μας αφύπνισαν, πόσο μας ψύχωσαν τα διατάγματα για την πίστη και την Εκκλησία, που εκδόθηκαν πρόσφατα στη χώρα μας. Η θύελλα σκορπίζει τον βαρύ, πυρωμένο και πνιγερό αέρα... Μπροστά στον κίνδυνο της στερήσεως της ελευθερίας τους, της ελευθερίας να πιστεύουν και να προσεύχονται, οι ορθόδοξοι Ρώσοι απέκτησαν πιο θερμή πίστη και πιο θερμή αγάπη προς την Εκκλησία...

»Υπήρξαν αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί που αναδείχθηκαν μάρτυρες και ομολογητές. Και οι πιστοί λαϊκοί με αυτοθυσία όρθωσαν το ανάστημά τους για την υπεράσπιση της πίστεως και της αγίας Εκκλησίας. Ήδη πολλοί, σε διάφορους τόπους, θυσίασαν και τη ζωή τους για την πίστη. Ο Κύριος ας αναπαύσει τις ψυχές τους και ας ελεήσει με τις προσευχές τους κι εμάς και τη Ρωσία».

Άγιε του Θεού ιερομάρτυρα Ανδρόνικε, πρέσβευε υπέρ ημών.


Ὁ Ἅγιος Ρωμύλος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρωμύλος προχειρίσθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Ἐμαρτύρησε στῆν Φλωρεντία τῆς Ἰταλίας ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.).

Οἱ Ἁγίες Ἀρχελαΐς, Θέκλα καὶ Σωσάνα οἱ Παρθενομάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀρχελαΐς, Θέκλα καὶ Σωσάνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἀσκήτευαν θεοφιλῶς σὲ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὴ Ρώμη. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐνεδύθησαν ἐνδύματα λαϊκῶν, γιὰ νὰ διαφύγουν τὴ σύλληψη, καὶ κατέφυγαν στὴν Καμπανία. Ἀφοῦ ἐγκατεστάθησαν σὲ ἕναν ἔρημο τόπο, συνέχισαν τὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς. Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου τους καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας τους, τὶς ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι ἐθεράπευσαν πολλοὺς ἀσθενεῖς καὶ μετέστρεψαν στὸν Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Ὅταν ὁ ἔπαρχος ἐπληροφορήθηκε γι’ αὐτές, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθοῦν καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὸ Σαλέρνο. Τὶς ἀπείλησε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ τὶς διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ ἔχουσα τὴν ἐλπίδα της πρὸς τὸν Κύριο, ἡ Ἀρχελαΐς ἀρνήθηκε καὶ κατήγγειλε δημοσίως τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κατόπιν τούτου ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίψουν τὴν Ἁγία στὰ πεινασμένα θηρία. Ὅμως οἱ λέοντες, ἀντὶ νὰ τὴν κάνουν κομμάτια, τὴν ἐπλησίασαν καὶ μὲ τρυφερότητα ἔπεσαν στοὺς πόδες της. Ὁ ἔπαρχος, βλέποντας τὸ γεγονὸς αὐτό, διέταξε τὸν ἐγκλεισμὸ τῶν τριῶν παρθένων στὴ φυλακή. Οἱ βασανιστὲς ἄρχισαν νὰ καταξεσκίζουν τὶς σάρκες τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ νὰ χύνουν καυτὴ πίσσσα στὶς πληγές τους. Οἱ Ἁγίες προσεύχονταν πρὸς τὸν Κύριο καὶ ξαφνικὰ ἕνα οὐράνιο φῶς περιέλουσε τὴ φυλακὴ καὶ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ λέγει: «Μὴ φοβᾶσθε. Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ, κοντά σας». Ὄταν ἠθέλησαν, μετὰ ἀπὸ αὐτό, οἱ δήμιοι νὰ συντρίψουν τὶς κεφαλές τους μὲ βαριὰ πέτρα, Ἄγγελος Κυρίου ὤθησε αὐτὴ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν βασανιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν. Ἕνας δικαστὴς διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν. Οἱ Ἁγίες, φοβούμενες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀρνήθηκαν, τοὺς παρεκάλεσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ δικαστοῦ. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκαν τὸ 293 μ.Χ., ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου καὶ Νυμφίου τους.

Ὁ Ἅγιος Ζαρλάθιος Ἐπίσκοπος Τούαμ Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Ζαρλάθιος ἐγεννήθηκε τὸ 445 μ.Χ. στὴν Ἰρλανδία καὶ θεωρεῖται ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τούαμ τῆς χώρας αὐτῆς. Καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Κονμάϊσνε, ποὺ ἦταν ἡ ἰσχυρότερη τῆς περιοχῆς τοῦ Γκάλγουεϊ κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ ἕναν ὅσιο γέροντα καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ σὲ σχολεῖο κοντὰ στὸ Τούαμ. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν του συγκαταλέγονται ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητὴς († 16 Μαΐου) καὶ ὁ Ὅσιος Κολμάνος († 24 Νοεμβρίου). Ὁ Ἅγιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Τούαμ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 550 μ.Χ. (στὶς 26 Δεκεμβρίου ἢ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ ἑπομένου ἔτους). Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, διότι κατ’ αὐτὴ ἔγινε ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὸ ναὸ ποὺ ἐκτίσθηκε πρὸς τιμήν του στὸ Τούαμ.

Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς τοῦ Κλιμέζσκ


Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς (κατὰ κόσμον Ἰωάννης) ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ γενόμενος μοναχός. Ὡς ἐκπλήρωση ἑνὸς τάματός του ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Κλιμέζσκ στὴ Ρωσία. Ὅταν, τὸ 1490, ἐξέσπασε θύελλα καὶ ἐκεῖνος εὑρισκόταν ταξιδεύοντας μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης Ὀμέγκα, τὴν ὥρα ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωή του, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν σώσει καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ζήσει τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ μετάνοια καὶ προσευχή. Ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἡ βάρκα ὁδηγήθηκε μὲ ἀσφάλεια στὶς ὄχθες τῆς λίμνης. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εὑρῆκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο καὶ μία ἱερὴ εἰκόνα. Ἔτσι ἵδρυσε τὴ μονὴ αὐτὴ στὴν ὁποία ἀνήγειρε δύο ἐκκλησίες, τὴν μία ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἄλλη στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1534. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ποιμένος ἐν Ρωσίᾳ


Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὀνομάζεται «τοῦ Ποιμένος», ἐπειδὴ τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρωσία, τὸ 1381, ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Ποιμήν. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔτρεχε μύρο, τὸ ὁποῖο ἐθεράπευε πολλοὺς ἀσθενεῖς ποὺ προσεύχονταν μὲ ἀληθινὴ πίστη καὶ ἐπικαλοῦνταν τὴ χάρη της.

Μνήμη Θαύματος τοῦ Ἀρχaγγέλου Μιχαήλ

Το θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἔλαβε χώρα στην Ἀλεξάνδρεια. Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/06/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/6/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»