Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Η ΚΗΔΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ


«Καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. Ἐξεμυκτηρίζων δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες…». (Λουκ. 23, 35)

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Νοέμβριος 1957 αριθ. φύλλου 199
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«Παιδία, ἔσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς
ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ
νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν˙ ὅθεν
γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν»
(Α΄ Ἰωάν. 2, 18)


Δὲν ὑπάρχει ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης εἰσήλθεν εἰς μίαν ἀπὸ τὶς σκοτεινοτέρας περιόδους τῆς Ἱστορίας. Σημεῖα, ποὺ ὑπερβαίνουν ἐσχάτως εἰς τὸν φυσικόν, ἠθικὸν καὶ πνευματικὸν κόσμον, καὶ προκαλοῦν φόβον, σύγχυσιν, ταραχήν, ἀγωνίαν, προειδοποιοῦν τοὺς πάντας. Ἡ γῆ σείεται. Τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως μαίνονται. Αἱ συνειδήσεις κλονίζονται. Αἱ κοινωνίαι ταράσσονται ἐκ βαθέων. Τὰ ἔθνη τὰ μικρὰ τρέμουν, τὰ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ βρυχῶνται ὡς θηρία ἐν κλωβοῖς. Αἰ δὲ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ἐκκλησίαι κλυδωνίζονται. Βαθεῖς ἐρμηνευταὶ τῆς Βίβλου βλέποντες τὰ ὁλονὲν πυκνούμενα σημεῖα λέγουν καὶ γράφουν, ὅτι ἡ σκιὰ τοῦ Ἀντιχρίστου ἐνεφανίσθη ἐπὶ τῆς γῆς. Οἱ πρόδρομοί του ἔφθασαν, καὶ ὡς οἱ μάγοι τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μωϋσέως ἐνεργοῦν κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ σημεῖα καὶ τέρατα, ἐντυπωσιάζουν, τρομοκρατοῦν τοὺς ἀμαθεῖς, κλονίζουν ἱερὰς πεποιθήσεις, κάμνουν θραύσιν. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἔφθασεν ὁ Ἀντίχριστος. Τὶς οὗτος; Ὕψιστε Θεέ, ἐλέησον τὸν κόσμον! Ἡ φοβερὰ προφητεία τοῦ Ἰησοῦ περὶ συντελείας τῶν αἰώνων ἀρχίζει νὰ ἐκπληρώνεται (Ματθ. 24, 3-31). Οὐαὶ τῆ οἰκουμένη ἐκ τῶν ἐπερχομένων αὐτῆ δεινῶν…

Σημεῖον τῶν καιρῶν εἶνε ὅτι ἐν 20ῶ αἰῶνι τῶν φώτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς ἀνασταυρώνεται. Σταυρωταί του δὲ τὴν φορὰν αὐτὴν εἶνε ὄχι Ρωμαῖοι στρατιῶται, ἀλλὰ… χριστιανοὶ, οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν ὑπὸ χριστιανῶν γονέων, ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομά Του, ἐθήλασαν τὸ ἄδολον γάλα, ἠνδρώθησαν ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔπειτα… ἀπεφάσισαν νὰ Τὸν σταυρώσουν ἐκ νέου. Καὶ Τὸν σταυρώνουν κατὰ ποικίλους τρόπους. Ἕνας δʼ ἐξ αὐτῶν εἶνε καὶ ὁ διὰ τῆς ἀπίστου καὶ τῆς αἰσχρᾶς λογοτεχνίας τῶν ἡμερῶν μας. Ἀντὶ καρφιῶν οἱ νέοι αὐτοὶ σταυρωταὶ χρησιμοποιοῦν «τὶς πέννες των», τῶν ὁποίων αἱ αἰχμαὶ πληγώνουν βαθύτερον τὸν Ἰησοῦν ἤ ὅσον οἱ ἧλοι ἐκεῖνοι. Καὶ ὄχι πλέον τὸ σώμα Του, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα Του, τὴν διδασκαλίαν Του τὴν ἀθάνατον, τὴν ἀρετήν Του τὴν ἄφθαστον, τὴν καλύπτουσαν οὐρανοὺς, τὴν μυστηριώδη ἐπιρροήν Του ἐπὶ τῆς σκέψεως, τοῦ συναισθήματος καὶ τῆς βουλήσεως τῶν ἀνθρώπων, τὸ εὐεργετικώτατον καθίδρυμα, τὴν Ἐκκλησίαν Του, ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσεται ἡ ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς πίστεως, αὐτὰ ὅλα θέλουν νὰ πλήξουν, νὰ κρημνίσουν, νὰ ἐξευτελίσουν ἐνώπιον ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ἵνα μὴ καὶ ἡ ἀνάμνησίς Του ταράσσητὸν ὕπνον των.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει ὅτι εἰς τὸν φρικτὸν Γολγοθᾶν, κάτωθεν τοῦ Ἐσταυρωμένου, στρατιῶται καὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ «ἐξεμυκτηρίζον» τὸν Ἰησοῦν. Καὶ μὲ τὴν λέξιν αὐτὴν μᾶς δίδει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ἀφορμὴν νὰ σκεφθῶμεν ὁποῖος βόρβορος ἀπὸ βάναυσα πειράγματα, ἀπρεπεῖς ἀστειολογίας, βωμολοχίας, χυδαίας ὕβρεις, φρικτὰς βλασφημίας θὰ ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ χείλη ἐκεῖνα ἐναντίον τοῦ Ἀσπίλου Υἱοῦ τῆς Παρθένου. Καὶ τὶ δὲν θὰ εἶπον! Καὶ ὀ λαός; Φεῦ! Ὁ Ἑβραϊκὸς λαός, ὅστις τοσάκις εἶχεν εὐεργετηθῆ ὑπὸ τοῦ Κυρίου καὶ εἰς στιγμὰς ἐνθουσιασμοῦ ἐξεφράζετο καὶ ἔλεγεν ὅτι οὐδέποτε τοιοῦτος ἠθικὸς καὶ θρησκευτικὸς ἡγέτης ἐνεμφανίσθη είς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁ λαὸς αὐτὸς ἀντὶ νὰ διαμαρτυρηθῆ ἵστατο ἐκεῖ καὶ ἤκουε τὸ κατὰ τοῦ Εὐεργέτου ὑβρεολόγιον, ὡς ἄν ἐπρόκειτο περὶ θεάματος, ποὺ ἐξῆπτεν ἁπλῶς τὴν περιέργειάν των.

Ἀλλʼ ὅ,τι καὶ ἐὰν ἐξήμεσαν κατὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου τὴν ἡμέραν ἐκείνη τὰ ἀκάθαρτα χείλη ἀγροίκων Ρωμαίων στρατιωτῶν καὶ τυφλῶν ἡγετῶν τοῦ Ἰσραήλ, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν μικρά, ἐλάχιστα ἐμπρὸς εἰς ὅσα ὄχι ἀπλῶς διενοήθη καὶ εἶπεν, ἀλλʼ εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν ἀναίδειαν νὰ γράψη εἰς ὀγκώδη μυθιστορήματα ἕνας ἐκ τῶν λογοτεχνῶν τοῦ συγχρόνου κόσμου τῆς παρακμῆς, δυστυχῶς, Ἕλλην τὴν καταγωγὴν καὶ χριστιανὸς Ὀρθόδοξος τὸ θρήσκευμα, ὅστις κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον, ὡς ὁ ἄφρων πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου, «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη».

* * *

Ἡ «Σπίθα», ὡς θὰ ἐνθυμῶνται οἱ ἀναγνῶσται, καὶ ἄλλοτε ἠναγκάσθη νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸν Ν. Καζαντζάκη. Εἰς τὸ ὑπ. ἀριθμ. 169 φύλλον, μηνὸς Ἀπριλίου 1955, ἐξητάσαμεν σελίδα πρὸς σελίδα ἕνα ἐκ τῶν βιβλίων τοῦ Κ., τὸ ὑπὸ τὸν τίτλον «Ὁ καπετὰν Μιχάλης» καὶ ἀπεδείξαμεν μὲ παράθεσιν αὐτουσίων περικοπῶν ἐκ κειμένου, ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου τούτου δὲν ἀφῆκεν εὐκαιρίαν διὰ νὰ πλήξη καὶ μυκτηρίση τὰ δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως. Φωνὴ Ἀντιχρίστου, ὡς ἀπαίσιος συριγμὸς ὄφεως, ἠκούετο διὰ τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου ἐκείνου. Φρίκης δʼ αἰσθήματα κατέλαβε τὸ πολυπληθὲς ἀκροατήριον ἐν τῆ μεγάλη αἰθούση τοῦ Συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι», ὅτε ἀνεγνώσαμεν περικοπὰς τοῦ ἐπαισχύντου βιβλίου.

Ἀλλὰ καὶ τὸ βιβλίον τοῦτο, ὡς καὶ πᾶν ἄλλο δημοσίευμα αὐτοῦ, ὑπερέβη εἰς ἐκφράσεις ἀσεβείας ἕτερον βιβλίον αὐτοῦ, ὅπερ μετεφράσθη καὶ εἰς ξένας γλώσσας, ἐκυκλοφόρησεν εἰς χιλιάδας πολλὰς ἀντιτύπων μεταξὺ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς, ἐπηνέθη καὶ ἐχειροκροτήθη ὑπὸ τῶν λογοτεχνῶν, ὀπαδῶν τοῦ Ἀντιχρίστου, οἵτινες ἠγωνίζοντο νὰ ἀπονείμουν εἰς τὸν συγγραφέα καὶ βραβεῖον Νόμπελ. Τὸ βιβλίον αὐτὸ φέρει τὴν ἐπιγραφὴν «Ὁ τελευταῖος πειρασμός». Ὑπόνομος τῶν Ἀθηνῶν ἐκκενούμενος δὲν θὰ ἀνέδιδε τόσην δυσωδίαν, ὅσην τὸ βιβλίο τοῦτο. Σεβασμὸς πρὸς τὸ ἄχραντον πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ ἐπέβαλλε νὰ μὴ ἐπαναλάβωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ ὅσα ἐπὶ τοῦ χάρτου γράφονται, ἀλλὰ μιμούμενοι τὴν λακωνικότητα τοῦ ὕφους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ νὰ γράφωμεν καὶ ἡμεῖς, ὅτι ἐν ἔτει σωτηρίω 1955 ἐνεφανίσθη Ἕλλην τις τὸ ὄνομα Ν. Καζαντζάκης, ὅστις διὰ τῆς γραφίδος ἐξεμυκτήρισε τὸ μυστήριον τῆς θείας ἐνσαρκώσεως, ὁ δὲ Ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἰδιαιτέρως ὁ λαὸς τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος «εἱστήκει» ἀκούων ἀπαθῶς τὰς ὕβρεις καὶ θεωρῶν ἀνασταυρούμενον τὸν Ἰησοῦν, οἱ δὲ ἄρχοντες τοῦ Ὀρθοδόξου βασιλείου θανόντα τοῦτον ἐκήδευσαν δημοσία δαπάνη, τὸν ὑβριστὴν τοῦ Θεανθρώπου, χυδαιότερον τοῦ ὁποίου δὲν εἴδον οἱ αἰῶνες.

Ἀλλʼ ἐπειδὴ ὁ πολὺς λαὸς δὲν ἔχει διαφωτισθῆ περὶ τῶν φοβερῶν ὕβρεων τοῦ συγγραφέως, τὰ δὲ συγγράμματά του λόγω τῆς διαφημίσεως ὁλοκλήρου σχεδὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ τύπου, ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν, καὶ βραβεύσεως τινῶν ἐξ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἔχουν διαδοθῆ μέχρι τῶν ἀκροτάτων περιοχῶν τῆς ταλαιπώρου Πατρίδος μας καὶ φοιτηταί, μαθηταὶ καὶ μαθήτριαι ἐντρυφοῦν εἰς τὰς σελίδας αὐτῶν, διὰ τοῦτο εἴμεθα ἠναγκασμένοι, ἄν μὴ ὅλας τὰς ἀσεβεῖς ἐκφράσεις, τουλάχιστον μερικὰς ἐκφράσεις, ποὺ περιέχονται εἰς τὸ βιβλίον «Ὁ τελευταῖος πειρασμός», ὡς δειγματολόγιον νὰ δημοσιεύσωμεν. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, πρὶν ἀναφέρη ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ἐκφράσεις συγχρόνων αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων, ἐζήτει συγγνώμην παρὰ τῶν ἀκροατῶν του, λέγων, ὅτι αἰσχύνομαι διὰ τοῦτο, ἀλλʼ ἡ ἀνάγκη τῆς προφυλάξεως, ἀμύνης καὶ ἀνασκευῆς τοιούτων συκοφαντιῶν κατὰ τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ τὸ ἐπιβάλλει, ἵνα μολύνω τὴν γλῶσσαν ὡς ὁ ἰατρός, ὅστις διὰ νὰ θεραπεύση τὸν ἄρρωστον, τὸν πλήρη ἐλκῶν, ἀναγκάζεται νὰ μολύνη τὰς χεῖρας του μὲ τὴν ἀκαθαρσίαν, ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὶς πυορροούσας πληγάς. Ἄς μιμηθῶμεν, λοιπόν, ἐν προκειμένω καὶ ἡμεῖς τὸν ἱερὸν τοῦτον Πατέρα καὶ ἄς ἀποκαλύψωμεν τὰς πλάνας, τὰς ὕβρεις, τὰς χυδαιολογίας τὰς φρικτάς, τὰς πρωτοφανεῖς βλασφημίας, αἱ ὁποῖαι ὡς ἀκάθαρτος ποταμὸς ρέουν διὰ τῶν σελίδων τοῦ ἀνωτέρω βιβλίου.

Ἐν τῶ βιβλίω τούτω, «ὁ τελευταῖος πειρασμός», ὁ Κ. κτυπᾶ ὅλας τὰς βάσεις τῆς πίστεως, ὅλας τὰς θεμελιώδεις ἀληθείας ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται τὸ χριστιανικὸν οἰκοδόμημα. (για την συνέχεια πατήστε)

Καὶ ἐν πρώτοις προσβάλλει τὴν ἐκ Παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Λέγει, ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀπεφάσισε νὰ συγγράψη τὸν βίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐνῶ εἶχεν ὑπόψιν νὰ γράψη τὰ πραγματικὰ γεγονότα, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκεν εἰς τὴν Ναζαρὲτ ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, ἀπὸ τὸν μαραγκὸν Ἰωσὴφ καὶ ἀπὸ τὴν Μαρίαν…, μιὰ φτερούγα ἀγγέλου τὸν κτύπησε θυμωμένα καὶ τὸν διέταξε νὰ γράψη, ὅτι δὲν εἶνε υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλʼ ὄτι ἐγεννήθη ἐκ Παρθένου, εἰς Βηθλεέμ, ὅπως λέγουν αἱ προφητεῖαι, ἀλλὰ ὁ Ματθαῖος, ποὺ γνωρίζει τὴν πραγματικότητα, ἀνθίσταται νὰ γράψη εἰς τὸ Εὐαγγέλιόν του τοιαῦτα ψεύδη, καὶ διὰ τοῦτο φωνάζει διαμαρτυρόμενος «Δὲν εἶνε ἀλήθεια˙ δὲν θέλω˙ δὲν γράφω…» (σελ. 350 καὶ 392). Πῶς εἶνε κατὰ τὸν Καζαντζάκην ἀλήθεια τὸ περὶ τῆς ὑπερφυσικῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ δόγμα, εἰς τὸ ὁποῖον πιστεύει σύμπας ὁ χριστιανικὸς κόσμος, ἀφοῦ κατὰ τὸν Κ., εἰς ἄλλον μὲν μέρος τοῦ βιβλίου του παρουσιάζει τὸν Ἰωσὴφ «ἕτοιμον νὰ νὰ χυμήξη… κατὰ τῆς μνηστῆς του Παρθένου, νὰ χωθοῦν μαζὶ εἰς μίαν σπηλιά, καὶ μόνο διὰ κεραυνοῦ ἠναγκάσθη νὰ ἀποτραβηχθῆ» (σελ. 61) εἰς δὲ ἄλλο βιβλίον του «Ὁ καπετὰν Μιχάλης» (σελ. 198) διὰ στόματος ἑνὸς Τούρκου ὑβρίζει τὸν Χριστὸν καὶ ἀποκαλεῖ αὐτόν… «μπάσταρδον».

Ἐκ Παρθένου, ἐν Βηθλεὲμ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, φωνάζει ὁ ἄγγελος. Αὐτὰ εἶνε ὅλα ψεύδη, διαμαρτύρεται ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ ἔτσι ποὺ τὰ γράφει, παρουσιάζει αὐτὸν τὸν οὐράνιον κόσμον, τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους ὡς ψευδομάρτυρας τοῦ μεγίστου γεγονότος τῶν αἰώνων, τῆς ἐν σαρκὶ ἐλεύσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος. Κατὰ τὸν Κ. λοιπόν, ἡ ἀρχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται ἐπὶ ἑνὸς ψεύδους ὅπερ οἱ ἄγγελοι ὑπηγόρευσαν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Ψευδῆ τὰ Εὐαγγέλια, ψευδομάρτυρες οἰ ἄγγελοι, συνήγορος τῶν ψευδῶν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὁ μόνος ποὺ λέγει ἐν τῶ κόσμω τὴν ἀλήθειαν ὁ ἐκ Κρήτης Καζαντζάκης, ἵνα πραγματοποιηθῆ καὶ εἰς αὐτὸν τὸ πασίγνωστον Ἐπιμενίδειον ρητόν (Τίτ. 1, 12).

Ὁ Κ. προσβάλλει τὸν ἰδιωτικὸν βίον τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου πλέκων διὰ τῆς νοσηρᾶς φαντασίας διηγήσεις, αἱ ὁποίαι οὐδὲ κόκκον ἱστορικότητος ἐμπερικλείουν. Ἐνῶ κατὰ τὸν Ευαγγελιστὴν Λουκᾶν, ὅστις διʼ ὀλίγων μὲν ἀλλὰ μεστῶν νοημάτων λέξεων περιγράφει τὰ τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ σημειώνων ὅτι «ὁ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφία καὶ ἡλικία καὶ χάριτι, παρὰ Θεῶ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. 2, 57) κατὰ τὸν Κ. ὁ Ἰησοῦς δὲν προέκοπτεν οὕτω πως, δὲν ἦτο ὀ Ἰησοῦς ὡς παῖς, ὡς ἔφηβος καὶ νέος τὸ ἄφθαστον ὑπόδειγμα ἁγίας ζωῆς διʼ ὅλους τοὺς ἐφήβους καὶ νέους ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλʼ ἦτο… ὁ «ἀχαΐρευτος», ποὺ καμμιὰ δουλειὰ δὲν ἔκανεν, ἀλλὰ μόνον ἕνα ἔργον εἶχε νὰ εἶνε… «ὁ σταυρωτής», νὰ κατασκευάζη δηλαδὴ σταυροὺς διὰ νὰ σταυρώνουν ἐκ αὐτῶν οἱ Ρωμαίοι κατακτηταὶ τὰ ἡρωϊκὰ παλικάρια, τοὺς νεαροὺς Ἰσραηλίτας ποὺ προσέβαλλον ἀντίστασιν κατὰ τῆς ξενικῆς κατοχῆς. «Μονάχα ὅταν τοῦ παρήγγελαν σταυρὸ νὰ σταυρωθοῦν ἀνθρῶποι, ρίχνονταν μὲ τὰ μούτρα νὰ δουλεύη μέρα νύχτα. Καὶ δὲν πήγαινε πιὰ στὴν συναγωγή, δὲν ἤθελε πιὰ νὰ μεταπατήση στὴν Κανᾶ… Ὁ νοῦς του σάλευε καὶ τὸν ἄκουε ἡ δύστυχη μάνα του νὰ παραμιλάει καὶ νὰ φωνάζη θαρρεῖς καὶ μάλωνε μὲ κανένα δαίμονα» (σελ. 32). Εἰς ἡλικίαν δὲ 3 ἐτῶν ἐρωτεύθηκε τὴν ἐξαδέλφην του Μαγδαληνὴν ποὺ ἧταν τεσσάρων ἐτῶν (σελ. 43)!!

Ὥστε κατὰ τὸν Κ. ὁ Ἰησοῦς τεμπέλης, ἀχαΐρευτος, ἐρωτύλος, ἀνισόρροπος, δαιμονισμένος, σταυρωτής! Ἕνεκεν δὲ τῆς κατασκευῆς σταυρῶν διὰ τοὺς ἥρωας τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχε γίνει τὸ πλέον μισητὸν πρόσωπον, τοῦ ὀποίου ἡ ἐμφάνισις προεκάλει τὸ μῖσος, τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ λαοῦ καὶ ἰδίως τῶν μητέρων τῶν σταυρωμένων θυμάτων. Σταυρωτὴς ὁ Ἰησοῦς; Ὁ Ἰησοῦς; Ὅστις ὑπήρξεν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους Σταυρωθείς, ὁ πρῶτος Σταυροφόρος, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησαν μυριάδες σταυροφόρων, μαρτύρων καὶ ἡρῶων εἰς τὴν ὀδὸν τοῦ καθήκοντος, εἰς τὴν ὀδὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἀλλὰ ὁ Κ. ἐν τῆ μανία του νʼ ἀνατρέψη τὴν ἔννοιαν αὐτὴν τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ ὁποίου ἡ θέα συνεκίνησε, συγκινεῖ καὶ θὰ συγκινῆ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων τὰς εὐγενεστέρας τῶν καρδιῶν, ἐπενόησε τὴν ἄλλην ἔννοιαν, τὴν ἀντίθετον ἐκείνην τοῦ Σταυρωτοῦ, καὶ δὲν τολμᾶ μὲν νὰ εἴπη ὅτι ὁ ἴδιος ἴσως ἐσταύρωνε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τολμᾶ νὰ γράφη ὅτι χάριν ἑνὸς εὐτελοῦς κέρδους, χάριν τεμαχίου ἄρτου κατεδέχετο νὰ κατασκευάζη τὰς ἀγχόνας, τὰ ὄργανα τῆς καταδίκης τῶν Πατριωτῶν, τοὺς σταυρούς. Ὁποία σκόπιμος διαστρέβλωσις τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας!

Ὀρθῶς εἰς τὸ σημεῖο τοῦτο ὁ ἐκ Δωδεκανήσου λογοτέχνης Γιάννης Κλ. Ζερβός, ὅστις μὲ δύναμιν ἐξήλεγξε τὰς πλάνας τοῦ Κ., ἐπιμένει καὶ μὲ πόνον ψυχῆς ἐρωτᾶ τὴν Ἑλλάδα ὅλην, τὸν κόσμον ὅλον, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἤξιζε μιᾶς τοιαύτης κακοήθους μεταχειρίσεως ἐκ μέρους Ἑλληνος λογοτέχνου. (Ἴδε Γ. Κλ. Ζερβοῦ – Σημειώματα στὸ ἔργο τοῦ Ν. Καζαντζάκη, σελ. 16). Σταυρωτὴς ὁ Ἰησοῦς… Καὶ μόνον διὰ τὴν διαστροφὴν αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς ἐννοίας τοῦ Ἐτσυρωμένου ἀξίζει νὰ ὀνομασθῆ ἀντίχριστος ὁ Καζαντζάκης, ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἀντιχρίστων ποὺ ἐγέννησεν ἡ ἀνθρωπότης, ἐὰν ἀντίχριστος κατὰ τὰς Γραφὰς ὀνομάζεται καὶ πρέπει νὰ ὀνομάζεται ὁ ἀρνούμενος τὴν Θεότητα τοῦ Θεανθρώπου. Ἀλλʼ αὐτὸς ὄχι ἀπλῶς ἀρνεῖται, ὄχι ἀπλῶς πολεμεῖ, ἀλλὰ ἀγωνίζεται, ἵνα μὲ ἄλλου εἴδους περιεχόμενον ἀκαθαρσίας πληρώση τὰς ὑψίστας ἐννοίας, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν Θεανδρικὴν προσωπικότητα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Ἀλλὰ καὶ ἄλλο βέλος δηλητηριωδέστερον ἐκτοξεύει κατὰ τῆς ἀσπίλου ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου. Ὅστις μόνος μεταξὺ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων εἶχε τὸ θάρρος, τὴν παρρησίαν, ποὺ τῶ ἔδιδεν ἡ μαρτυρία τῆς ἁγνῆς, τῆς ἀμολύντου συνειδήσεώς Του, νὰ βροντοφωνήση εἰς ὐπήκοον τῶν συγχρόνων του˙ «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8, 46). Ὁ Κ., ὅστις ὡς ἐκ τῆς ψυχοσυνθέσεώς του ἀρέσκεται νὰ βλέπη ὅλους τοὺς ἥρωας τῶν μυθιστορημάτων του ὡς δίποδα κτήνη νὰ πίπτουν καὶ νὰ κολυμβοῦν καὶ νὰ ἡδωνίζονται μέσα εἰς τὸ βορβορῶδες τέναγος τῶν σεξουαλικῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπεκτείνει δυστυχῶς τὴν νοσηρὰν φαντασίαν του καὶ μέχρι τοῦ Κυρίου.

Κατὰ τὸν Κ. εἰς τὸ χωρίον Μάγδαλα ὑπῆρχεν ἕνα πορνοστάσιον, τοῦ ὁποίου διευθύντρια ἦτο… ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Εἰς αὐτὸ συνέρρεον πλήθη ἐραστῶν πλουσίων νέων ἀπʼ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς προσκομίζοντες πολύτιμα δῶρα. Συνωστισμὸς πάντοτε παρετηρεῖτο εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τοὺς διαδρόμους τοῦ ἀθλίου τοῦτου οἰκήματος. Ἀλλʼ ἕνα βράδυ μεταξὺ τῶν πολλῶν ἐραστῶν, ποὺ ἐπερίμεναν τὴν σειράν των ἦτο καὶ… ὁ Ἰησοῦς! Τὸ τὶ θέτει εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Μαγδαληνῆς κατὰ τὴν συνάντησίν των δὲν δυνάμεθα ἐδῶ νὰ ἐπαναλάβωμεν (σελ. 68-96). Μόνον τόσον γράφομεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς φέρεται ζητῶν συγγνώμην παρὰ τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, διότι αὐτὸς εἶνε πρῶτος, ὅστις κατὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν ἐξύπνησεν εἰς τὰ στήθη αὐτῆς… τὸν ἔρωτα! Ὁ ἄθλιος Κ. καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ ἤθελε νὰ έφαρμόση μὲ ὅλας τὰς συνεπείας τὴν περὶ σεξουαλισμοῦ θεωρίαν τοῦ Φρόϋντ, ἡ ὁποία ὑπὸ τὰ πλήγματα τῆς ὑγιοῦς Ψυχολογίας διασήμων ἐπιστημόνων κατέρρευσε πλέον εἰς ἐρείπια (Ἴδε Σπυρ. Καλλιάφα, καθηγητοῦ Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν – Τὸ Παιδαγωγικὸν Πρόβλημα τῆς Γενετησίου ὁρμῆς, Ἀθῆναι 1955).

Ὁ Κ. ἐπαναλαμβάνων τὴν παλαιὰν συκοφαντίαν τῶν πολεμίων τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ὅτι οὕτος ἐξεπαιδεύθη εἰς τὰ παρὰ τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν ἀσκητήρια τῶν Ἐσσαίων γράφει ὅτι ὁ Ἰησοῦς μὴ δυνάμενος πλέον νὰ ὑποφέρη τὴν ὀργὴν τοῦ λαοῦ διὰ τοὺς σταυρούς, ποὺ κατεσκεύαζε, ἠναγκάσθη νὰ καταφύγη εἰς μοναστήριον καὶ νὰ γίνη καλόγηρος. Μετὰ περιπετειώδη διαδρομὴν φθάνει. Τυπτόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως διὰ τὰ πολλὰ ἁμαρτήματά του καὶ μὴ δυνάμενος νʼ ἀναπαυθῆ ζητεῖ τὸν πνευματικὸν πατέρα, τὸν θείον του Ραβίνον, τὸν μπάρμπα Συμεών. Εἰς αὐτὸν πηγαίνει νὰ ἐξομολογηθῆ, ἀλλὰ ἐντρέπεται νὰ εἴπη τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ἐτοιμάζεται νὰ φύγη. Καὶ ὁ Ραβίνος˙ «Μὴ σηκώνεσαι, τῶ εἶπε, προσταχτικά, μὴ φεύγεις˙ πειρασμὸς εἶνε καὶ ἡ ντροπή, νίκησέ τη˙ μεῖνε. Ἐγῶ θὰ σὲ ρωτῶ, κάνε ὑπομονή, ἐγῶ θὰ σὲ ρωτῶ καὶ σὺ θʼ ἀποκρίνεσαι». Καὶ οὕτω ἀρχίζει ἡ μακρὰ ἐξομολόγησις τῶν ἀμαρτημάτων τοῦ νεαροῦ Ἰησοῦ, τοῦ σταυρωτή!! Καὶ πρῶτον ἁμάρτημα, ποὺ ἀναφέρει, ποῖον νομίζετε ὅτι εἶνε; Ἀκούσατε καὶ φρίξατε! Τὸ ὅτι παρέσυρε τὴν Μαγδαληνὴν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. «Ἐγῶ φταίω, ἐγῶ, καὶ πῆρε τὸν δρόμο ποὺ πῆρε˙ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐγὼ τὴν ἔρηξα στὴ σάρκα… Καὶ νὰ ʼταν αὐτὸ μονάχα! Μὰ ἀπὸ μικρὸς κρύβω μέσα μου, βαθιά, ὄχι μονάχα τὸ δαίμονα τῆς πορνείας, παρὰ καὶ τὸ δαίμονα τῆς ἀλαζονείας, γέρο ραβίνο! Μικρὸς ἀκόμα, δὲν μποροῦσα ἀκόμα στέρεα νὰ περπατήσω, πήγαινα τοῖχο τοῖχο καὶ κρατιόμουν νὰ μὴν πέσω, καὶ φώναζα μέσα μου, ὁ ἀδιάντροπος: «-Θεέ μου, καὶ κάμε με Θεό!… Ἀπὸ τότε πιὰ τὸ μυαλό μου σάλεψε… Ἐγῶ ʼμαι ὁ Ἑωσφόρος… Δὲν σωπαίνω, ἔκαμε ὁ νέος ξαναμένος, τώρα πιὰ πάει, δὲ σωπαίνω! Εἶμαι ψεύτης, ὑποκριτής, φοβιτσιάρης, ποτὲ δὲν λέω τὴν ἀλήθεια, δὲν ἔχω κουράγιο˙ βλέπω μιὰ γυναῖκα νὰ περνάη… Φοβοῦμαι, φοβοῦμαι˙ ἄν ἀνοίξης τὸ σπλάχνο μου, θὰ δῆς νὰ κάθηται μέσα, λαγὸς νὰ τρέμη, ὁ φόβος. Ὁ φόβος, τίποτα ἄλλο˙ αὐτὸς εἶνε ἐμένα ὁ Πατέρας μου, ἡ μάνα μου κι ὁ Θεός» (σελ. 143-145).

Ἔτσι παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦν ὁ Κ.! Ἄς μαρτυρῆ τὴν ἁγιότητά του ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, λέγων, ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ σκύψη καὶ νὰ λύση τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Σημειωτέον, ὅτι ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου βαπτιζόμενοι παρέμενον ἐν τοῖς ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου ὅσον καιρὸν διήρκει ἡ ἐξομολόγησίς των, μόνον εἰς μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἦτο ὁ Ἰησοῦς. Ἡ λέξις ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαῖου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς βαπτισθεὶς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος ΕΥΘΥΣ (Ματθ. 3, 16) εἶνε χαρακτηριστική. Ἐξῆλθεν εὐθὺς διότι ὡς ἀναμάρτητος οὐδὲν εἶχε νὰ εἴπη ὡς οἰ λοιποὶ τῶν βαπτιζομένων, ἐνῶ κατὰ Κ. ὥρας ὁλοκλήρους ἐξωμολογεῖτο εἰς ἕνα ραββῖνον. Τὴν ἀναμαρτησίαν τοῦ Ἰησοῦ πιστοποιοῦν οἱ αὐτόπται καὶ αὐτήκοοι μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοί του, λέγοντες ὅτι «ὅ ἦν ἀπʼ ἀρχῆς, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» καὶ «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὐρέθη δόλος ἐν τῶ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Ἰωάν. 1, 1Α’ Πέτρ. 2, 22).

Ἀλλʼ ὅλας αὐτὰς τὰς μαρτυρίας ἀγνοεῖ ὁ Κ. καὶ ἔρχεται νὰ καταρρίψη τὴν θεμελειώδη ἀλήθειαν τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Ἰησοῦ, τὴν στενῶς συνδεδεμένην μὲ τὴν Θεότητα αὐτοῦ, καὶ τὸν Ἰησοῦν, ὁ Ὁποῖος καὶ κατʼ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ὀρθολογιστὰς εἶνε ἡ ὑψηλοτέρα κορυφὴ τῆς ἠθικῆς ζωῆς, νὰ παρουσιάση ὡς ἕνα ἐκ τῶν τελευταίων ἀνθρώπων τῆς κοινωνικῆς ὑποστάθμης, ὠς ψεύτην καὶ ἀπατεῶνα. Ὁποία πλαστογράφησις τῶν ἱστορικῶν, τῶν Εὐαγγελικῶν σελίδων περὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ!

Ἐπὶ τέλους ὁ Κ. φθάνει εἰς τὴν Σταύρωσιν, εἰς τὰ Σεπτὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλʼ ἐδῶ πλέον εἰς τὸ τελευταῖον κεφάλαιον τοῦ βιβλίου (σελ. 491-495) ἐκχύνει ὅλον τὸν βόρβορον τῆς ψυχῆς του διὰ νὰ περιλούση τὸν θεάνθρωπον μὲ τοιαύτας λέξεις καὶ ἐκφράσεις, ποὺ ἀδυνατοῦμεν νὰ έπαναλάβωμεν ἐδῶ. Τόσον μόνον λέγομεν ὅτι κατὰ τὸν Κ. ὁ Κύριος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τίποτε ἄλλο δὲν ἐσκέπτετο, τίποτε δὲν ἐπόθει, παρά… τὴν ἀγκάλην τῆς Μαγδαληνῆς, ἐκ τῆς ὁποίας θὰ ἤθελε νʼ ἀποκτήσει υἱὸν καὶ νὰ τὸν ὀνομάση «Παράκλητον» μυκτηρίζων οὕτως ὀ ἄθλιος καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι μέσα εἰς ἕνα ὄνειρον αἰσχροτάτης ἐμπνεύσεως τῆς νοσηρᾶς φαντασίας τοῦ Κ. ἐκπνέει ἡ ἁγιωτέρα ζωὴ ποὺ ἔζησεν ἐπὶ γῆς. Τὶ ὕβρεις! Τὶ βλασφημία!

Ἄχ! Ἀναστενάζει ὁ εὐσεβὴς ἀναγνώστης μαζὺ μὲ τὸν κ. Ζερβὸν τὸν ὁποῖον ἐμνημονεύσαμεν ἀνωτέρω. Πότε θὰ τελειώση ἡ ἀνάγνωσις τῶν βρομερῶν τούτων σελίδων, ποὺ ὑπερβαίνουν εἰς αἰσχρότητα περιγραφὰς Βοκακίου, καὶ μὲ τὰς ὁποίας ἠθέλησε νὰ σπιλώση τὸ ἄσπιλον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ, πότε θὰ τελειώση ἡ ἀνάγνωσίς των διὰ νὰ πιάσω εἰς τὰ χέρια μου τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, διὰ νὰ διαβάσω ὀλίγους στίχους καὶ νʼ ἀναπνεύσω ἀμόλυντον ἀέρα, διότι κινδυνεύω νὰ πάθω ἀσφυξίαν ἀπὸ τὰ δηλητηριώδη ἀέρια, ποὺ ἐκπέμπει εἰς ὅλην τὴν ἀτμόσφαιραν τῆς Πατρίδος μας ἡ καρδιὰ ἑνὸς ἀπίστου, ἐνὸς ἀντιχρίστου λογοτέχνου καὶ συγγραφέως, τοῦ Ν. Καζαντζάκη.

* * *

Καὶ ὅμως τὸν ὑβριστήν, τὸν μυκτηριστήν, τὸν βλάσφημον τοῦτον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Ἑλλάς, τὸ μοναδικὸν Ὀρθόδοξον τοῦτο χριστιανικὸν βασίλειον τῶν Βαλκανίων, ἐκήδευσεν ἐν πομπῆ καὶ παρατάξει, ἐκήδευσε μὲ δημοσίαν δαπάνην. Κατὰ τὴν κηδείαν παρέστησαν ὁ Ὑπουργὸς τῶν Θρησκευμάτων καὶ Παιδείας, ἕνας ἐκ τῶν ἀρχηγῶν τῆς ἀντιπολιτεύσεως, συναρχηγὸς μεγάλου καὶ ἱστορικοῦ κόμματος τῆς Πατρίδος, βουλευταί, πρόεδροι καὶ δήμαρχοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχναι, καθηγηταί, ὁ Πρύτανις τοῦ ἐν Θεσσαλονίκη Πανεπιστημίου κ. Κακριδῆς, σπουδασταὶ τῆς Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας των ἀντὶ Εὐαγγελίων τὰ βιβλία τοῦ Κ., τὸ δὲ θλιβερώτερον ἐξ ὅλων εἰς τὴν κηδείαν παρέστη καὶ ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Κρήτης κ. Εὐγένιος. Οὗτος, ἄν καὶ προειδοποιήθη* ἐξ Ἀθηνῶν περὶ τῆς ἀλγεινῆς ἐντυπώσεως, τὴν ὁποίαν θὰ ἐδημιούργει παρὰ τῶ εὐσεβεῖ λαῶ ἡ διὰ ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας κήδευσις τοῦ δεινοῦ ὑβριστοῦ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, δὲν ἠθέλησε δυστυχῶς νὰ μιμηθῆ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Θεοκλήτου, ὅστις ἠρνήθη νὰ τεθῆ ἐντὸς ναοῦ τῆς πρωτευούσης, ἔστω καὶ ὀλίγας ὥρας, ὁ νεκρὸς τοῦ Κ., ἀλλʼ ὑπεχώρησεν ἴσως εἰς πίεσιν κοσμικῶν παραγόντων καὶ παρέστη. Νὰ ψάλλη εὐχὰς ἐπικηδείους εἰς ποῖον; Εἰς ἕνα Ἀντίχριστον. Εὖγε ἅγιε Κρήτης!

Ἐξ ἀφορμῆς τῆς παρουσίας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κρήτης εἰς τὴν κηδείαν τοῦ ἀντιχρίστου, ἠκούσαμεν πιστὸν τῆς Ἐκκλησίας τέκνον νὰ λέγη: Πόσον ἐπεθύμουν νὰ ἤμουν Μητροπολίτης Κρήτης μίαν καὶ μόνον ἡμέραν, τὴν ἡμέραν τῆς κηδείας τοῦ Κ. διὰ νὰ κλείσω ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, διὰ νʼ ἀπαγορεύσω εἰς ὅλους τοὺς ἱερεῖς νὰ παρακολουθήσουν τὴν κηδείαν, διὰ νὰ εἴπω πρὸς τοὺς ἐπιμένοντας: Πηγαίνετέ τον, κύριοί μου, εἰς Τζαμί, εἰς Χάβραν, εἰς στοὰν Μασονικήν, πηγαίνετέ τον ὅπου θέλετε, ἀλλʼ εἰς ναὸν Ορθόδοξον δὲν θὰ ἐπιτρέψω, διότι ἀκούω εἰς τʼ αὐτιά μου τὰ φρικτὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀφορίζοντος τοὺς ἀρνητάς, τοὺς ὑβριστὰς τοῦ Θεανθρώπου˙ «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα˙ μαρὰν ἀθά» (Α’ Κορινθ. 16, 22).

Δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ἐν τῶ προσώπω τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου αὐτῆς τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Κ. ἔδωκεν ἐξετάσεις καὶ ἐμηδενίσθη ἐν τῆ συνειδήσει τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Καὶ νὰ ἦτο ἡ μόνη περίπτωσις!

Πρὸς δὲ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παρέστησαν κατὰ τὴν κηδείαν τοῦ Κ. καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν Ὑπουργὸν τῶν Θρησκευμάτων κ. Γεροκωστόπουλον, τὸν συναρχηγὸν τοῦ κόμματος τῶν Φιλελευθέρων κ. Παπανδρέου, τὸν κ. Πρύτανιν τοῦ ἐν Θεσσαλονίκη Πανεπιστημίου θέλομεν νʼ ἀπευθύνωμεν μίαν καὶ μόνην ἐρώτησιν: Ἐὰν, ἀξιότιμοι κύριοι, ἐὰν ὁ Κ., ἀντὶ νὰ γρἀψη βιβλίον μὲ θέμα τὴν ἰδιωτικὴν καὶ δημοσίαν ζωὴν τοῦ Θεανθρώπου, ἔγραφε βιβλίον μὲ θέμα τὴν ἰδιωτικὴν καὶ δημοσίαν ζωὴν τῶν σεβαστῶν γονέων σας καὶ ὕβριζε τὴν ἱεράν των μνήμην καὶ ἀπεκάλει τὴν μητέρα σας αἰσχρὰν πόρνην, καὶ ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν ὄχι γνήσιον τέκνον τῶν γονέων σας, ἀλλὰ… μπάσταρδον, σᾶς ἐρωτῶμεν τὶ θὰ ἐκάνετε, θὰ μεταβαίνετε εἰς τὴν κηδείαν του, θὰ κατεθέτετε στέφανον, θὰ ἐξυμνεῖτε τὸν «φουμισμένον» συγγραφέα, θὰ τὸν ἐρραίνετε μὲ ἄνθη; Σᾶς ἐρωτῶμεν ἐνώπιον τοῦ Πανελληνίου καὶ περιμένομεν ἀπάντησιν ἀπὸ σᾶς κ. Πρύτανι τοῦ ἐκ Θεσ)κη Πανεπιστημίου, τοῦ ὁποίου ἡ σφραγὶς στολίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγ. Δημητρίου, Πολιούχου τῆς πόλεως. Διὰ τὴν συμμετοχήν σας καὶ μόνον, κ. Πρύτανι, εἰς κηδείαν ἑνὸς τοιούτου ἀσεβοῦς, τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα κατεδίκασεν ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν, ὁ Π. Μητροπολίτης Θεσ)κης κ. Παντελεήμων διαμαρτυρόμενος δὲν πρέπει νὰ πατήση εἰς τὸ Πανεπιστήμιον, σοῦ πρυτανεύοντος, οὔτε νὰ ἐπιτρέψη τὴν εἴσοδόν σου εἰς ναὸν Ὀρθόδοξον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐὰν ἔζων σήμερον θὰ ἀφώριζον καὶ θὰ ἐξέβαλλον τῶν Ἱερῶν Ναῶν ὅλους τοὺς συνευδοκοῦντας καὶ ἐπαινοῦντας τὰ συγγράμματα ἑνὸς ἀπίστου καὶ βλασφήμου συγγραφέως. Διότι ἡ περίπτωσις τοῦ Κ. εἶνε μία ἀπὸ τὰς ὀλίγας ἐκείνας περιπτώσεις, διὰ τὰς ὁποίας πᾶς Ἕλλην, βεβαπτισμένος εἰς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ πιστεύων ὄτι ἡ ἐν Χριστῶ πίστις εἶνε ἡ ὑψίστη ἀξία τῆς ζωῆς, θὰ ἔπρεπεν ἀκούων καὶ ἀναγιγνώσκων τὰς πρωτακούστους ὕβρεις ἐκ στόματος ἑνὸς Ἕλληνος νὰ αἰσχύνονται, διότι έγεννήθη Ἕλλην.

Ἀλλὰ θὰ ἔλθη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς θὰ τελέση τὸν ἐξαγνισμὸν καίων δημοσία τὰ βιβλία τοῦ ἀντιχρίστου τοῦτου συγγραφέως, διὰ τῶν ὁποίων ἐν μέσω τῆς Ὀρθοδόξου χώρας ἡμῶν καθυβρίζεται ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ Θεάνθρωπος. Ὅν παῖδες Ἑλλήνων εἰς πεῖσμα μυρίων διαμόνων, μυρίων Καζαντζάκηδων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοῦς αἰῶνας.

* Ὁ ἐν Ἀθήναις δρῶν Ὀρθόδοξος Σύλλογος «Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ» δύο ἡμέρας πρὸ τῆς κηδείας ἀπέστειλεν εἰς τὸν Σεβ. Μητροπολίτην Κρήτης κ. Εὐγένιον σχετικὸν τηλεγράφημα, δημοσιευθὲν καὶ εἰς καθημερινὰς ἐφημερίδας. Ἐπίσης ὁ ἴδιος Σύλλογος ἀπέστειλεν εἰς ὅλην τὴν Ἱεραρχίαν τοῦ Ὀρθοδόξου βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ἐμπεριστατωμένον ὑπόμνημα εἰς τὸ ὁποῖον ἐμφαίνονται αἱ φρικταὶ βλασφημίαι, αἱ περιεχόμεναι εἰς ἕνα καὶ μόνον ἐκ τῶν πολλῶν βιβλίων τοῦ Κ. Ἄς ἴδωμεν ἐὰν ἐπίσκοπός τις ἐκ τῶν 100 ἐπισκόπων, ποὺ ἔχει ἡ Ἑλλάς, ἐκτελέση στοιχειῶδες καθῆκον ἀφορίζον τὸν ἀντίχριστον. Ἐν τῶ μεταξὺ τὸ Ὀρθόδοξον Κράτος ἐτοιμάζεται νὰ ἐκδώση καὶ ἀναμνηστικὸν γραμματόσημον Καζαντζάκη. Ἐὰν ἐκδώση, οὐδεῖς Ὀρθόδοξος Ἕλλην πρέπει νὰ τὸ ἀγοράση. Θὰ εἶναι προδοσία τῆς πίστεώς μας.

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Νοέμβριος 1957 αριθ. φύλλου 199