Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης
Ὁ ὅσιος καί ἅγιος λευΐτης τοῦ Πλατάνου Τρικάλων
Tοῦ κ. Γεωργίου Θ. Μηλίτση, διδασκάλου
Στίς μέρες μας πού «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. ε´, 20), ὁ Θεὸς ἀνέδειξε μεγάλους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καταφύγιο τῶν πονεμένων καί δυσκολεμένων χριστιανῶν, δηλαδή ἔγινε αὐτό πού στή συνέχεια σημειώνει ὁ Ἀπόστολος «ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Μία ἀπό τίς ἅγιες καί χαρισματικές μορφές τῶν ἡμερῶν μας εἶναι καί ὁ μακαριστός κληρικός τῆς περιοχῆς μας παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης. Τόν ἅγιο αὐτό ἱερέα οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία συντοπίτες μας τόν θυμοῦνται πού κατέβαινε ἀπό τό χωριό του, τόν Πλάτανο, στά Τρίκαλα, κυρίως τή Δευτέρα, ὄχι μόνον γιά τίς ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του ἀλλά καί γιά τίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του.
Ἡ πατρώα του γῆ
Ὁ μακαριστός παπα-Δημήτρης γεννήθηκε τό 1902 στό χωριό Πλάτανος Τρικάλων, ἀπέχει 15 χιλιόμετρα ἀπό τά Τρίκαλα, ἀπό γονεῖς ἁπλούς καί φτωχούς ἀλλά πολύ πιστούς καί ἐναρέτους, τόν Χρῆστο καί τήν Αἰκατερίνη. Στήν περίπτωσή του ἔχει πλήρη ἐφαρμογή ἡ παροιμία «τό μῆλο πέφτει κάτω ἀπό τή μηλιά». Πτωχοί ὄντες οἱ γονεῖς του τόν ἔβαλαν γρήγορα στή δούλεψη. Τούς βοηθοῦσε στά χωράφια, ἀλλά καί φύλαγε τά λιγοστά ζῶα πού εἶχαν. Γράμματα δέν ἔμαθε πολλά, χάρις ὅμως στή φιλομάθειά του αὐτά πού ἔμαθε στό Δημοτικό σχολεῖο τά ἐκαλλιέργησε καί ἄν μιλοῦσες μαζί του δέν σοῦ ἔδιδε τήν ἐντύπωση ὀλιγογράμματου κληρικοῦ. Διαβάζοντας τούς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ἄναψε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νά τούς μιμηθεῖ. Ἐκτός ἀπό τίς καθιερωμένες προσευχές πού κάνουν ὅλοι οἱ πιστοί ὁ παπα-Δημήτρης, ἄν καί λαϊκός, σηκωνόταν τά μεσάνυχτα καί προσευχόταν κι ἔκανε μετάνοιες. ᾽Ιδιαίτερα τόν εὐχαριστοῦσε νά προσεύχεται στό ναό τῶν Ταξιαρχῶν, ἦταν κοντά στό σπίτι του. Ἡ καρδιά του κυριολεκτικά πυρπολοῦνταν ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τόν Κύριο. Εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι χωρίς καθαρή σκέψη καί ζωή εἶναι ἀδύνατον νά σέ ἐπισκεφθεῖ καί νά κατοικήσει μέσα σου ἡ Θεία Χάρις καί νά γίνεις κατοικητήριο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γι᾽ αὐτό πρόσεχε πολύ τόν ἑαυτό του, τίς σκέψεις του καί τίς συναναστροφές του.
Ὁ ἴδιος σέ σημειώσεις του πού βρέθηκαν γράφει: «Γιά νά ἐνδυναμώσω τήν πίστη μου διάβαζα στήν καλύβα μου βίους ῾Αγίων. Ἀπέφευγα τίς συναναστροφές τοῦ κόσμου. Ἐπί τούτου ἐπήγαινα στίς πιό βαθιές χαράδρες καί προσευχόμουν. Πολλά βράδυα ἔρχονταν δαίμονες (…), γιά νά μέ ἐξοντώσουν ἀλλά οἱ Ἀρχάγγελοι δέν τούς ἐπέτρεπαν καί ἔφευγαν ἄπρακτοι».
Εἰς τό κάλεσμα τῆς Πατρίδος
Σέ ἡλικία 19 ἐτῶν, τό 1921, ἡ πατρίδα τόν κάλεσε νά ἐκπληρώσει τίς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις. Τό κάλεσμα αὐτό τό θεώρησε τιμή του. Ἀφοῦ πῆρε τήν εὐχή τῶν γονέων του κατατάχθηκε στή Χωροφυλακή. Οἱ ἀνάγκες τῆς πατρίδας τόν ἔφεραν στή Μικρά Ἀσία, ὅπου διαπίστωσε ἀκόμα μιά φορά πόσο τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σκέπαζαν ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ἐπενέβησαν, ὅταν κινδύνευε καί τόν ἔσωσαν.
Ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς περιγράψει τίς ἐμπειρίες του. «Ἔφθασα στήν Σμύρνη Σάββατο, τήν ὥρα πού κτυποῦσαν οἱ καμπάνες. Τί συγκινητικόν ἦτο! Ἀργά τήν νύκτα ἔρχεται καί πάλιν ὁ γέρων (ἐννοεῖ τόν Ἀρχάγγελο) καί μοῦ λέγει: νά (…) πᾶς εἰς τό δεύτερο λιμάνι. Περί ὥρα 9, παρά τέταρτο, νά μπεῖς εἰς τό πλοῖον καί θά βγεῖς εἰς τήν Χίον. Ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου, μή φοβεῖσαι. Ἔτσι κι ἔγινε. Βγῆκα εἰς τήν Χίο καί ἔπειτα στήν Ἀθήνα. Ἀπό τήν Ἀθήνα μέ ἔστειλαν εἰς τήν Κομοτηνή. Ἐκεῖ τακτικά ἐκκλησιαζόμουν καί ἔμαθον καί τήν ψαλτική».
Δημιουργεῖ οἰκογένεια
Ὅταν τελείωσε τή θητεία του ἀποφάσισε νά πάρει τό ἀπολυτήριο τοῦ Δημοτικοῦ καί νά δημιουργήσει οἰκογένεια. Ὁ παπα-Δημήτρης εἶχε πάντα στό νοῦ του τά ὅσα γράφει στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ὁ πνευματοκίνητος βασιλέας Σολομών: «Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη». (Παρ. 29, 10), δηλαδή: «Γυναίκα ἀνδρεία ποιός θ᾿ ἀνακαλύψει; Αὐτή εἶναι πολυτιμότερη κι ἀπ᾿ τά πολύτιμα πετράδια». Ἐπίσης στό ἴδιο βιβλίο εἶχε διαβάσει: «Γυνὴ ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς».
Μιά κοπέλα πού νά εἶχαν πλήρη ἐφαρμογή τά παραπάνω ἤθελε νά βρεῖ γιά σύντροφο στή ζωή του. Ὁ Θεός δέν τόν ἄφησε μόνο του, τόν βοήθησε νά βρεῖ κοπέλα πού μποροῦσε νά γίνει ἀφοσιωμένη σύζυγος. Κι αὐτή ἦταν ἡ συγχωριανή του Ἐλισάβετ Κουτσιμπίρη τοῦ Στεφάνου, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἐννέα θυγατέρες ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μιά κόρη του εἶναι ἡ Γερόντισσα ᾽Ισιδώρα ἡγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Αγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Ζάρκου Τρικάλων. Ἐγγονή του, ἡ μοναχή ᾽Ιγνατία, πού μονάζει στήν ῾Ιερά Μονή Κορπόβου Λαγκαδιᾶς Τρικάλων.
Στό ναό τοῦ ῾Αγίου Νικολάου ἔγινε ἀπό τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ τους τό μυστήριο τοῦ γάμου, ὅπου ἦλθαν ὅλοι οἱ χωριανοί, γιά νά παρακολουθήσουν τό μυστήριο καί γιά νά συμπροσευχηθοῦν. Στό τέλος τούς ἔδωσαν τίς πιό ἐγκάρδιες εὐχές τους.
Λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου
Ὅταν στό χωριό του ἔμεινε κενή ἡ θέση τοῦ ῾Ιερέα ἀντιπροσωπία τῶν κατοίκων πῆγε στή Μητρόπολη καί ζήτησε ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Πολύκαρπο νά στείλει ἐφημέριο στό χωριό τους. Ὁ ἐπίσκοπος τούς λέγει: «ἔχετε νά μοῦ ὑποδείξετε κάποιον συγχωριανό σας, γιά νά τόν χειροτονήσω;» Αὐτοί μέ ἕνα στόμα τοῦ εἶπαν: «Ναί, Σεβασμιώτατε. Στό χωριό μας ὑπάρχει ἕνας οἰκογενειάρχης πού γεννήθηκε γιά λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου, αὐτός πρέπει νά γίνει παπάς στό χωριό μας, ἀλλά δέν ξέρει γράμματα». Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης τούς ἀπάντησε: «Δέν πειράζει πού δέ γνωρίζει γράμματα, μόνο νά εἶναι καλός χριστιανός, νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά ἔχει γιά σύντροφο τῆς ζωῆς του γυναίκα πού νά φοβᾶται τό Θεό. Μή ξεχνᾶτε ὅτι ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἦταν ἀγράμματος κι ὅμως ἔγινε ὄχι μόνον ἐπίσκοπος ἀλλά καί ἅγιος. Τώρα πού θά πᾶτε στό χωριό νά τόν πεῖτε νά ρθεῖ στή Μητρόπολη, γιά νά τόν γνωρίσω καί νά συζητήσω μαζί του».
Βράδυ ἦταν ὅταν οἱ συγχωριανοί του πού πῆγαν στή Μητρόπολη τόν ἐπεσκέφθηκαν στό σπίτι του. Ἡ κυρα-Ἐλισάβετ τόν φώναξε, μόλις εἶχε γυρίσει ἀπό τίς δουλειές του, ὅτι τόν θέλουν. Αὐτός πῆγε ἀμέσως, γιά νά δεῖ τί τόν θέλουν. Ὁ γεροντότερος ἀπό τήν ἐπιτροπή τοῦ ἀνακοίνωσε τό σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς τους. Ὅταν τόν ἄκουσε τούς ἀπάντησε: «Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν τιμή πού μοῦ κάνατε, πρέπει ὅμως νά ξέρετε ὅτι τό ἀξίωμα τῆς ῾Ιερωσύνης εἶναι πολύ μεγάλο κι ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος καί πολύ βαρύ καί οἱ δικοί μου ὦμοι ἀσθενεῖς καί δέν μποροῦν νά τό σηκώσουν. Σᾶς εὐχαριστῶ. Στό χωριό μας ὑπάρχουν πρόσωπα ὄχι μόνον κατάλληλα, γιά νά γίνουν ἱερεῖς, ἀλλά εἶναι καί μορφωμένοι».
Ἡ ἐπιτροπή μετά ἀπό αὐτό ξαναπῆγε στό Δεσπότη κι ἐκεῖνος τούς ὑπέδειξε, σύμφωνα μέ τό νόμο, νά κάνουν ἐκλογές κι ἐκεῖνον πού θά πάρει τούς περισσότερους ψήφους θά χειροτονήσει. Πράγματι, ἔγινε ἡ ψηφοφορία καί σχεδόν παμψηφεί βγῆκε ὁ παπα-Δημήτρης, ἄν καί δέν εἶχε βάλει ὑποψηφιότητα.
Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε ἀργότερα: «ὁ Θεός πολλές φορές τοῦ ἔδειξε σημεῖα ὅτι ἐπιθυμοῦσε νά γίνω ὑπηρέτης τῶν μυστηρίων Του. Αὐτός ὅμως πάντα ἔκρινε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά γίνει διάκονος τοῦ θυσιαστηρίου. Τέλος δέχτηκα γιά νά μή θεωρηθῶ λιποτάκτης καί ἔκλεινα τήν κεφαλή μου καί εἶπα: «λάλει, Κύριε, ὅτι ὁ δοῦλος Σου ἀκούει».
Τό 1933, ἔλαβε μήνυμα ἀπό τόν μακαριστό Μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγῶν κυρό Πολύκαρπο νά τόν ἐπισκεφτεῖ στή Μητρόπολη. Πράγματι ἦλθε στά Τρίκαλα κι ἀμέσως κατευθύνθηκε στή Μητρόπολη, τό Δεσποτικό. Ὁ ἀρχιερατικός ἐπίτροπος τόν ὁδήγησε στό Γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτου. Ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ εἶπε ὅτι: -ἡ θέληση τῶν συγχωριανῶν του εἶναι νά τόν χειροτονήσει ἱερέα, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ἑτοιμάζεται.
Στίς ἀντιρρήσεις του, ὅτι δέν εἶναι ἄξιος, ὁ Δεσπότης τοῦ εἶπε: – κανένας δέν εἶναι ἄξιος γιά λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου καί ὅτι ἡ Θεία Χάρις θεραπεύει τίς ἀδυναμίες καί ἀναπληροῖ τίς ἐλλείψεις μας. Πήγαινε καί ράψε τά ράσα καί τά ἄμφιά σου. Σύντομα θά σέ χειροτονήσω.
Πράγματι, ὅπως σημειώνει «τήν 24ην Μαΐου 1931 ἔγινα Διάκονος καί εἰς τάς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἔγινα ῾Ιερεύς». Ἔτσι ὁ παπα-Δημήτρης ἀπό ποιμένας ἀλόγων ζώων ἔγινε τώρα ποιμένας τῆς ποίμνης τοῦ Κυρίου. Μέ πρωτοφανῆ ζῆλο ἐργάστηκε στήν ἐνορία του. Πάντα ἔβαζε σάν πρῶτο του καθῆκον τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του καί μετά τῆς οἰκογενείας του.
Σάν πραγματικός ποιμένας φρόντισε νά ἀσφαλίσει τό ποίμνιό του ἀπό τίς ἐπιθέσεις καί τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Μέ τή βοήθεια τῶν πιστῶν ἔκτισε στά σταυροδρόμια τοῦ χωριοῦ εἰκονοστάσια μέ σταυρούς καί εἰκόνες κλπ. ῏Ηταν φιλάνθρωπος, ἐλεήμων, ἀνοιχτόκαρδος, κοινωνικός, ἔχοντας πάντοτε στίς τσέπες του καραμέλες γιά τούς μικρούς καί μικροποσά γιά τούς ἐνδεεῖς μεγάλους. Ἐνδιαφερόταν οἱ πιστοί νά διαβάζουν χριστιανικά βιβλία καί περιοδικά καί γι᾽ αὐτό δημιούργησε βιβλιοθῆκες, στά σπίτια πού ἔκανε ἐπισκέψεις ἔδινε γιά δῶρα βιβλία κι ἔστελνε ἐπιστολές.
Κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία ὅτι οἱ τρεῖς ρίζες τῆς φυλῆς μας εἶναι ἡ θρησκεία, ἡ οἰκογένεια καί ἡ πατρίδα, εἶχε μπεῖ στό στόχαστρο αὐτῶν πού ἤθελαν νά ἀποκόψουν τό ἔθνος μας ἀπ᾽ αὐτές. Γράφει: «Μοῦ λέει ἡ παπαδιά μου. Παπά χαζάθηκες τελείως; Ἐσύ θά φέρεις τό ἀποτέλεσμα; Δέν βλέπεις ὅλους τούς παπάδες τῶν χωριῶν, πού κάθονται στά σπίτια τους, δουλεύουν καί τρώγουν μέ τίς οἰκογένειές τους; Ἐγώ τῆς ἀπαντῶ. Θά πεθάνω γιά τόν Χριστό καί ὄχι γιά τόν χρυσό. Κομμουνιστής ἐγώ δέν γίνομαι».
Τὴν ζωή του πέρασε ὑπηρετῶντας τούς «ἀδελφούς τοῦ Κυρίου». Οἱ συγχωριανοί του πολλές φορές τόν ἄκουσαν νά λέγει: «Τρέξε παπα- Δημήτρη, τρέξε, ὁ διάβολος ἔζωσε καί πάλι τό χωριό». Ὅπλο στά χέρια του ἦταν ἕνα τριμμένο ἀπό τήν πολύ χρήση κομποσχοίνι. Συνεχῶς προσευχόταν καί μνημόνευε ὀνόματα συνανθρώπων του πού τό εἶχαν ἀνάγκη. Ἄν δέν θυμόταν τά ὀνόματά τους, μουρμούριζε: «ὑπέρ τοῦ διευθυντοῦ τοῦ ΚΤΕΛ, ὑπέρ τοῦ ὀδοντιάτρου, ὑπερ… ὑπέρ…. Ὅλοι περνοῦσαν ἀπό τή σκέψη καί τά χείλη του».
Οἱ φίλοι του
Ὁ μακαριστός ποιμένας τοῦ Πλατάνου ἔχοντας ταπεινό φρόνημα προσπάθησε, γιά νά ἀναπληρώσει τίς ἐλλείψεις του νά συνδεθεῖ μέ πνευματικά πρόσωπα, ἀπό τά ὁποῖα πολλά διδάχθηκε καί ὠφελήθηκε.
Συχνά, ὅπως ἔλεγε, «πεταγόνταν» στά Μετέωρα ὄχι μόνον, γιά νά ρουφήξει τό πνευματικό νέκταρ, σάν ἄλλη φίλεργος μέλισσα, ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν πατέρων πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ, ἀλλά καί γιά νά ἐξομολογηθεῖ.
Πάνω στό βράχο τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, τό Μεγάλο Μετέωρο, γνώρισε μιά μεγάλη μοναστική μορφή τῶν ἡμερῶν μας, τόν π. Αἰμιλιανό, πού ἦταν ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Ὁ π. Αἰμιλιανός ἀπό τήν πρώτη τους συνομιλία κατάλαβε ὅτι μπροστά του ἔχει ὄχι ἕνα συνηθισμένο κληρικό, ἀλλά ἕνα ἁγιασμένο ποιμένα τῆς ᾽Ορθόδοξης Ἐκκλησίας μας, πού πρέπει νά ἀποτελέσει πρότυπο γιά τούς ἄλλους κληρικούς καί μοναχούς. Διαβάζουμε: «Ὁ σεβάσμιος λευῒτης ἀποτελοῦσε πρόσωπο ἀξιοσέβαστο καί ἱερό γιά τόν Γέροντα Αἰμιλιανό ἀλλά καί γιά τήν ἀδελφότητα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί κατόπιν τῆς Σιμωνόπετρας καί τῆς ᾽Ορμύλιας. Τόν νεαρό ἱερομόναχο Αἰμιλιανό ἐντυπωσίασε βαθύτατα ἡ εὐλάβεια τοῦ παπά-Δημήτρη πρός τούς Ταξιάρχες, προστάτες ἁγίους τοῦ χωριοῦ του, ἡ ἁπλότητα, ἡ οἰκείωσή του πρός τά «ἱερῶς τελούμενα», ἡ ἄσκηση καί ἡ ταπείνωσή του. Ὅταν μετά ἀπό λίγο αὐτός ὁ ἐνάρετος ἱερέας ἄρχισε νά ἐξομολογεῖται στόν Γέροντα, διατηρῶντας αὐτόν τόν πνευματικό δεσμό μέχρι τό ὁσιακό του τέλος, ἀποκάλυψε σέ ἐκεῖνον τά ἐσώτατα τῶν νηπτικῶν, προσευχητικῶν καί λατρευτικῶν βιωμάτων του. Ἡ ζωή του, ὅπως γράφει ὁ π. Αἰμιλιανός γι᾽ αὐτόν, ἦταν μία χειραγωγία ἀπό τήν Θεία Χάρη, ὥστε νά ἀναδεικνύεται ὄργανο ἔκφρασης τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. (Κατηχήσεις Τόμος 1ος)».
Ἐκτός ἀπό τόν π. Αἰμιλιανό ὁ π. Δημήτρης συνδέθηκε καί μέ ἄλλες ἁγιασμένες μορφές τῶν ἡμερῶν μας, ὅπως: μέ τόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο, ἡγούμενο τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου, μέ τόν π. Γεώργιο Καψάνη, μέ τόν π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, μέ τόν γέροντα τῆς Πάτμου π. Ἀμφιλόχιο Μακρή καί μέ τό Σέρβο Ὅσιο ᾽Ιουστῖνο Πόποβιτς (μέσω τῶν πνευματικῶν του τέκνων π. Ἀθανασίου καί π. Ἀμφιλοχίου).
Οὐράνιαι ἐμπειρίαι καί ἐπεμβάσεις
Ὅπως ἀποκάλυψαν δικά του πρόσωπα μετά τήν κοίμησή του, εἶδε στή ζωή του ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων Ταξιαρχῶν καί ἄλλων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Σημειώνουμε μερικά ἀπό αὐτά πού ἀναφέρονται. ῞Ενα βράδυ ἐνῶ ἀναπαυόταν στό φτωχό σπίτι του ἦλθε ἕνας γέροντας καί τόν ξύπνησε, λέγοντάς του: «σήκω, παιδί μου, γρήγορα, τό σπίτι θά πέσει». Ξανά, δεύτερη φορά, τόν ξύπνησε. Καί στό τέλος, τόν ξύπνησε κανονικά. Βγαίνουν ἀπό τό σπίτι κι ἀμέσως τό σπίτι ἔπεσε! Ὁ γέροντας ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος. ῾Υπάρχει στό χωριό ναός ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Νικόλαο. Αὐτός ἦρθε καί τόν προστάτευσε.
Τήν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου πέρασε πολλές δοκιμασίες. Ὁ παπα-Δημήτρης ἐπειδή ὁμολογοῦσε τήν πίστη του καί μιλοῦσε γιά τήν ἀξία τῆς οἰκογένειας καί τῆς πατρίδας τόν ἔβαλαν στό στόχαστρο, τόν ἀπείλησαν, τόν ἀποκήρυξαν καί πολλές φορές ἀποπειράθηκαν νά τόν σκοτώσουν κι ὅλο σωζόταν.
Γράφει ὁ ἴδιος: «Ὅταν στίς 20 ᾽Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωί, κτύπησα τήν καμπάνα, μᾶς περιεκύκλωσεν ἀντάρτικος στρατός. Στό χωριό μας ἦταν ὁμάδα ἐθνική καί γι᾽ αὐτό ἤθελαν νά μᾶς ἐξοντώσουν. Ἄρχισαν νά ρίχνουν πυρά τους γιά φοβερισμό. Ἐγώ μόλις εἶχα μπεῖ στήν Ἐκκλησία, ἔκαμα τόν σταυρό μου, παρεκάλεσα τόν ἅγιο Νικόλαο καί φεύγω. Ἐκεῖνοι ἀπό τό φυλάκιο ρίξανε ἄφθονες σφαῖρες μέ τό πυροβόλο, καμία τους δέν μέ ἐκτύπησε. Ἀκολούθησα ἕνα ρέμα, τά ἀμπέλια καί ἔχασαν τά ἴχνη μου. Ἐπήγαινα πρός τό χωριό Βασιλική πού εἶχε ἐθνικό στρατό καί ὁμάδα, γιά νά φυλαχθῶ. Κοντά στά σύνορα τῶν δύο χωριῶν, Ριζώματος – Βασιλικῆς μέ ἔφτασαν. Εἶχαν διατάξει 10 ἱππεῖς καί μέ τόν ἀρχηγό νά μέ πιάσουν. Μέ κυνηγοῦσαν, ἔβριζαν καί ἔρριχναν μέ τά Στέν, χωρίς νά μποροῦν νά μέ φονεύσουν. Οἱ σφαῖρες τρύπαγαν τά ράσα. Μέ πλησίασαν καί μέ περιεκύκλωσαν στά 50 μέτρα γύρω – γύρω, φωνάζοντας: κερατά, τράγο, ποῦ θά πᾶς; (μέ ἔβριζαν ἐλεεινά). Ἐγώ εὑρισκόμενος ἐν μέσῳ κινδύνου, ἐσήκωσα τά χέρια πρός τόν οὐρανό καί ἐφώναξα ἀπό τό βάθος τῆς ψυχῆς: Μιχαήλ Ἀρχιστράτηγε, σῶσε με, κινδυνεύω. Ὤ τοῦ θαύματος! Σάν ἀστραπή παρουσιάσθη ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ εἰς τόν ἀρχηγό. Εἶδα ἕνα νέο μέ σπαθί, πού ἔκοψε τά σχοινιά ἀπό τήν σέλα τοῦ ἀλόγου, τόν ἔρριξε κάτω καί τόν ἔσπασε τήν σπονδυλική στήλη. Οἱ ὑπόλοιποι ἔμειναν ἀκίνητοι, ὡσάν νά τούς εἶχε κτυπήσει ἠλεκτρισμός. Ἀκούω μιά φωνή, ἦταν τοῦ ἀρχηγοῦ τους, νά λέγει: Ἔχεις ὅριο ζωῆς καί ὑψηλούς προστάτας. Εὐχαριστῶ, τούς ἀπήντησα. Τούς συγχώρησα καί τούς εὐχήθηκα ὁ Θεός νά τούς φωτίσει, νά μετανοήσουν καί νά γίνουν καλοί ἄνθρωποι. Νά λέτε τήν ἀλήθεια, τούς εἶπα, γιά νά ἔχετε τόν Θεό βοήθεια καί ἔφυγα σιγά-σιγά γιά τόν προορισμό μου».
Διηγοῦνταν: -Τήν 18η Αὐγούστου 1959 ἐνῶ λειτουργοῦσα στούς Ταξιάρχες στίς 4 τά ξημερώματα, μόλις πλησίασα τήν Ὡραία Πύλη, βλέπω στό ἀριστερό μέρος ἕνα εὔμορφο παιδάκι νά μέ ἀκολουθεῖ. Αὐτό ἀργότερα χάθηκε σά σκιά καί ἀκούστηκε ἕνας κρότος πάνω ἀπό τήν κανδήλα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά σείεται μέχρι τό τέλος τῆς Λειτουργίας.
-Τήν 1η ᾽Ιουνίου 1963 λειτούργησα στήν ἱερά μονή τῆς ῾Αγίας Τριάδος Μετεώρων. Κατά τήν ὥρα τοῦ χερουβικοῦ ἡ ῾Αγία Τράπεζα ἔβγαλε ἄρωμα, γιατί ἐκεῖ ἦταν κι ἕνα μικρό κουτάκι μέ λείψανα ῾Αγίων. Ἔβγαινε ὡς ἕνας μικρός στῦλος καπνοῦ, πού εὐωδίαζε ὅλος ὁ ναός. ῏Ηταν κατανυκτική ἡ λειτουργία, δέν περιγράφεται. Ναί, ἡ Θρησκεία μας φωνάζει ὅτι εἶναι ζωντανή.
῞Ενα ἀπόγευμα περνοῦσα ἀπό τήν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ καί πήγαινα στό σπίτι μου. Βλέπω στό καφενεῖο πολλούς ἄνδρες, ἄλλοι πίνανε κρασί, ἄλλοι χαρτοπαίζανε. Οἱ δαίμονες ἦταν γύρω – γύρω πάνω στά κεφάλια τους, σ᾽ ἕνα μάλιστα ἦταν σάν ἀρκούδα.
Τελειώνουμε μέ τό ἀκόλουθο γεγονός: ῞Ενα βράδυ ἔκανε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας στήν ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν. Ἐνῶ στέκονταν μπροστά στήν Ὡραία Πύλη κοίταζε πρός τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ τέμπλου καί ἔψαλε τό «Θεοτόκε Παρθένε …» παρουσιάστηκε μία γυναίκα, ἡ ὁποία τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν γύρισε ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ὅπου βρίσκεται τοιχογραφημένη ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἐξαφανίσθηκε. Αὐτό τό ἐξήγησε ὅτι ἦταν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιά τό Οὐράνιο Δεῖπνο, πού τοῦ ἑτοίμαζε.
Ἀπὸ τὰς πατρικάς του νουθεσίας
Ὁ ἁγνός Λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου θεωροῦσε ὑποχρέωσή του νά συμβουλεύει καί νά νουθετεῖ τά πνευματικά του παιδιά καθὼς καί τόν κάθε πιστό πού ζητοῦσε τή συμβουλή του. Πάντα θυμῶνταν αὐτά πού τοῦ εἶπε ὁ Ἐπίσκοπος κατά τήν ὥρα τῆς χειροτονίας του: «Ὁ πρεσβύτερος, ὅπως καί ὁ ἐπίσκοπος, ὀφείλει νά μή ἀμελεῖ ποτέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά κατηχεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί νά διαγγέλλει τό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου».
Ἐνθυμούμενος τήν ὑποχρέωσή του αὐτή δέν ἔπαψε μέχρις πού ἔκλεισε τά μάτια του νά νουθετεῖ εὐκαίρως ἀκαίρως τά πνευματικά του παιδιά.
Ἀπό τίς πατρικές νουθεσίες του σημειώνουμε μερικές. Συμβούλευε: «Ὁ ἐχθρός μας ὁ διάβολος πάντοτε μᾶς πολεμᾶ. Πιό πολύ ὅταν δέν τοῦ κάνουμε τὰ χατήρια. Τότε ἀπό τήν κακία του βρίσκει χίλιους τρόπους νά μᾶς πειράξει.
-῞Ενα βράδυ πού γύριζα στό σπίτι μέ χιόνι μοῦ παρουσιάστηκε ἕνας διάβολος σά χοῖρος. Διαλύθηκε ὅμως σάν καπνός, μόλις ἔκανα τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Κάποτε πάλι ὅταν λειτουργοῦσα, ἀκούω ἔξω νά θορυβοῦν. Βγαίνω καί βλέπω ὅτι χτίζανε πολυκατοικία. Ἄλλος εἶχε μυστρί, ἄλλος φτυάρι. κλπ. τούς σταύρωσα καί ἐξαφανίστηκαν τά πάντα. Ἄλλοτε πάλι, παιδιά μου, γύριζα ἀπ᾽ τό χωράφι καί περνῶντας ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βλέπω ἕνα σατανᾶ ξαπλωμένο. Τόν ρωτῶ, «τί κανείς ἐδῶ»; Καί μοῦ ἀπαντᾶ:« «Ἐγώ κάθομαι ἐδῶ γιά νά μή ἀφήνω κανένα νά κάνει τόν σταυρό του». Μεγάλη ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πάντοτε νά τόν ἔχετε ἐπάνω σας, σᾶς ἀσφαλίζει καί σᾶς σώζει.
-Μιά φορά ἦταν καλοκαίρι, μέ καλέσανε νά κηδεύσω ἕναν ἄνδρα στό χωριό Κούρσοβο (῾Ελληνόκαστρο). Ὅταν γύρισα στό χωριό μου στό δρόμο οἱ σατανάδες μέ πετροβολοῦσαν. Θέλανε νά μέ σκοτώσουν. Ἄρχισα νά λέγω τούς Χαιρετισμούς καί διαλύθηκαν σάν καπνός. Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦμε τί δύναμη ἔχεις, ὅταν λές τούς χαιρετισμούς. Οἱ χαιρετισμοί ὄχι μόνον φυγαδεύουν τούς δαίμονες πού ἔρχονται νά μᾶς πειράξουν, ἀλλά μᾶς βάζουν κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Παναγίας, πού πολύ τίς ἀρέσουν.
Τέλος ἔλεγε: «Οὔτε τρίχα δέν πέφτει ἀπό τόν ἄνθρωπο πού τόν προστατεύει ὁ Θεός. Κι’ ὅταν ἐπιτρέψει κάτι γιά νά φανεῖ ἡ πίστη του, ἠ ὑπομονή του, τό μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς του, θά τοῦ δώσει καί τά μέσα νά τό ξεπεράσει: τήν ὑπομονή, τήν μακροθυμία, τήν ἀγάπη, τά πνευματικά ὅπλα, πού οἱ Γέροντες ἔχουν σέ πλεονασμό κι ἔτσι ξεπερνοῦν καί τήν μεγαλύτερη δοκιμασία καί θλίψη».
Ὁ μακαριστός π. Δημήτριος συμβούλευε τά νεαρά ζευγάρια λέγοντάς τα: «Μάθετε ἀπό τήν πρώτη νύκτα τοῦ γάμου σας νά κάνετε μαζί τήν πρώτη προσευχή, τό πρῶτο ἀπόδειπνο. Καί ἀφοῦ τελειώσει τό ἀπόδειπνο νά κάνετε μία μετάνοια ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί νά ζητήσετε συγγνώμη. Αὐτό νά γίνεται ἔστω κι ἄν δέν ἔχετε διαφωνία. Νά τό κάνετε αὐτό ὑποχρεωτικά, γιατί ἔτσι θά μάθετε νά ζητᾶτε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο συγγνώμη. Διότι, ὅταν θά ἔρθει τό πρόβλημα, κι ὅταν πλέον θά ἔρθει ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, γιά νά γεμίσει τόν νοῦ μέ τίς δικές του ἀναρίθμητες πληροφορίες, τίς ἀλλοτριωμένες πληροφορίες, τότε βλέποντας τούς δύο συζύγους νά κάνουν μετάνοια καί νά ὑπακούουν ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά σταθεῖ σέ μιά τέτοια ταπεινοφροσύνη, ἀσφαλῶς θά φύγει. Ὁ διάβολος σιχαίνεται τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ταπεινοφροσύνη κι ἔχουν αὐτό τό φρόνημα τῶν μετανοιῶν. Πραγματικά, μιά τέτοια κατάσταση, ὅταν ἀπό τήν ἀρχή λειτουργήσει, μπορεῖ νά διαφυλάξει τόν νοῦ, τόν ἡγεμόνα νοῦ καί τῶν δύο ἀνθρώπων ἀπό τήν παραπληροφόρηση, ὥστε νά μή κατέβουν οἱ πληροφορίες στήν συνέχεια στήν καρδιά καί πλέον τραυματίσουν τήν ἀγάπη».
Οἱ ἄλλοι δι᾽ αὐτόν
Τόν παπα-Δημήτρη τόν σέβονταν ὅλοι οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι πού τόν γνώρισαν. Ὅλοι τους μετά τήν κοίμησή του κάτι εἶχαν νά προσθέσουν. Ἀπό τά ὅσα γράφτηκαν ἤ εἰπώθηκαν ἐμεῖς ἐλάχιστα θά μεταφέρουμε ἐδῶ.
Ὁ Προηγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας μακαριστός Αἰμιλιανός ἔγραψε: «Καί ὁ ὕπνος τοῦ σώματός του καί ἡ νῆψις τῆς ψυχῆς του καί ἡ μύησις τῶν ὀφθαλμῶν του καί ὁ λόγος του καί ἡ σιωπή του ἦσαν στοιχεῖα καί μέσα ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεόν καί τούς φίλους τοῦ Θεοῦ. Ἔζη συνηρμοσμένος ἐν τῷ μυστικῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας, ἔζη τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τά φαινόμενα θεωρῶν, τά ἀόρατα κατανοῶν».
Ἄλλος σημειώνει: «Ἡ ζωή του ἦταν Εὐχαριστιακή. Ὅπου κι ἄν ἦταν εἶχε ἀναφορά στό Θεό. Στό χωράφι, στό βουνό παντοῦ ἔψαλλε καί Τόν εὐχαριστοῦσε ἀδιαλείπτως. Εὕρισκε τό ἀπερίγραπτο, τή χαρά τοῦ Θεοῦ, τήν εὐλογία Κυρίου. Ἐρχόταν, δηλαδή, στήν μακαρία κατάνυξη, στό χαροποιό πένθος, γιά τό ὁποῖο ὁμιλοῦν οἱ Πατέρες. Φυσικά, ὁ Γέροντας εἶχε δικό του τρόπο μέ τόν ὁποῖο βίωνε τά τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀμέτοχοι αὐτῶν τῶν καταστάσεων καί πολλές φορές οὔτε κἄν τά πιάνουμε, σάν νἆναι μία ξένη γλῶσσα. Μέ συνέπεια εὐαρέστησε τό Θεό. Καί τοῦτο μέ τήν ἄμεμπτο καί καθαρή κατά Χριστό πολιτεία του».
Κάποιος ἄλλος σημειώνει: «ἦταν μέσα σ᾽ ὅλα, ἀλλά οὐσιαστικά ζοῦσε ἔξω ἀπ᾽ ὅλα.
῏Ηταν ἀσκητής στόν κόσμο, ἔχοντας ἀπόλυτη ἄνεση, μέ τό Θεό, μέ τούς Ταξιάρχες καί τούς ῾Αγίους. Μιά φορά ὅταν πέρασε ἀβρόχοις ποσί ἕνα πλημμυρισμένο ποτάμι, (γιά νά σωθεῖ ἔτσι ἀπό ἐχθρούς) πολύ ἁπλά εἶπε: -Ἔ ! τόν τσακώσαμε τόν Γιώργη, τόν πιάσαμε τόν Εὐεργέτη».
Τέλος ἄλλος δηλώνει: « …Ὁ παπα-Δημήτρης εἶχε τό χάρισμα τῆς ζώσης πίστεως, τό χάρισμα τῆς ὑπομονῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης καί ἔφερνε ἀποτελέσματα. Ὅταν πάρεις τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μέσα σου εἶναι σάν νά παίρνεις τήν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν, γεγονός πού δέν τό εἶχαν οἱ μεγαλύτεροι ὅλου τοῦ κόσμου σοφοί».
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πού γνώρισαν τόν π. Δημήτριο τόν θεωροῦσαν ὡς σύγχρονο ζῶντα ἅγιο.
Εἰς τά χέρια τοῦ ἀγωνοθέτου Κυρίου μας
Σέ ὅλη του τήν ἐπίγεια ζωή ὁ παπα-Δημήτρης ἐκτός ἀπό τή φτώχεια καί τήν ἀνέχεια εἶχε σά σύντροφό του τίς ποικίλες δοκιμασίες καί ἀσθένειες. Ἔχουν ἀπόλυτη ἐφαρμογή στό πρόσωπό του τά λόγια τῆς Γραφῆς: «Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας …..» (Σοφ. Σολ. γ´).
Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1970 μετά ἀπό διάγνωση καρκίνου ὑπεβλήθηκε σέ ἐγχείριση στό νοσοκομεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. «Θαῦμα μεγάλο καί ζωντανό ἔγινε, γράφει σέ ἐπιστολή του: -Οἱ ἰατροί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μοῦ τό ἀνήγγειλαν καθαρά τό πικρό φιρμάνι. Ἐγώ δόξαζα τό Θεό, πού μοῦ ἔδωκε αὐτό τό μεγάλο δῶρο, τόν καρκίνο, γιά νά μέ δοκιμάσει. Ἡ ἐγχείριση κράτησε 5 ὧρες. Τίς ἑπόμενες ἡμέρες εἶχα μία διάθεση πού μοῦ ἐρχόταν νά κατέβω ἀπό τό κρεββάτι. Δέν αἰσθανόμουν τίποτα. Τό βράδυ, πού ἔμεινα μόνος, ἦλθαν δύο ἄγνωστοι καί μέ φύλαγαν καί μέ ἀνακούφιζαν. Χαρά Θεοῦ καί εὐλογία Θεοῦ ἐκεῖνο τό βράδυ, πού δέ μπορῶ νά περιγράψω. Ὅλοι θαύμασαν πῶς ἔζησα».
Ἀφοῦ πῆρε τό ἐξιτήριο ἀπό τό νοσοκομεῖο ἐπέστρεψε στό χωριό του, ἔχοντας τήν ὑγεία του ἰδιαίτερα εὔθραυστη.
Τό 1973 νοσηλεύθηκε στό νοσοκομεῖο «Ἀλεξάνδρα» γιά «ἀνώτερες σπουδές», ὅπως ἔλεγε χαριτολογώντας. Ὁ Θεός προετοίμαζε τό δοῦλο του. Στίς 29 Ἰανουαρίου 1975, μετά ἀπό πολύμηνους φρικτούς πόνους «ἐξήχθη εἰς ἀναψυχήν, συναντήσας τό Φῶς τῆς ζωῆς». Ὁ Δημιουργός του τήν ἡμέρα αὐτή δέχθηκε στά χέρια Του τήν ἁγιασμένη του ψυχή, γιά νά τῆς ἀπονείμει τόν τῆς «δικαιοσύνης στέφανο» (Β´ Τιμ. δ´). Πρίν ἀναχωρήσει γιά τίς σκηνές τῶν δικαίων ἔλεγε: -Ὅταν βρῶ ἐκεῖ θέσιν, τότε θά ἔρχομαι καί θά σᾶς βοηθῶ. Ἄμ, πῶς! Θά ξεχάσω τά πνευματικά μου παιδιά;
Τώρα ἡ ψυχή τοῦ ἁγίου αὐτοῦ κληρικοῦ συναγάλλεται μετά τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων στόν Παράδεισο καί πρεσβεύει γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν ὅσων τόν ἐπικαλοῦνται.
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς πρεσβεῖες του.