π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
[V. Laurent, Les “Memoires” du Grand Ecclesiarquee de l’
Eglise de Constantinople
Sylveestre Syropoulos surle
concile de Florence (1438-439), Paris 1971, σ.
444-448]
Σύντομο υπόμνημα:
Απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Συλβέστρου
Συρόπουλου, Μ. Εκκλησιάρχου της Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, που συμμετείχε
στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).
Στους διαλόγους, με κόκκινα γράμματα σημειώνονται τα λόγια του Εφέσου Αγ. Μάρκου
Ευγενικού και των ομογνωμόνων του, ενώ με μπλε
των φιλοπαπικών “Ορθοδόξων” και εχθρών του Αγ. Μάρκου.
Σε αγκύλες σύντομες γλωσσικές επεξηγήσεις μου.
§ Ηρακλείας Αντώνιος: ομόγνωμος
του Εφέσου Αγ. Μάρκου, πιεσθείς όμως πολύ τελικά υπέκυψε και υπέγραψε την ένωση
§ Μυτιλήνης Δωρόθεος,
Λακεδαιμονίας Μεθόδιος: φιλο-παπικοί
εχθροί του Αγ. Μάρκου
§ Νικαίας Βησσαρίων, Ρωσίας Ισίδωρος: φιλο-παπικοί, άσπονδοι
εχθροί του Αγ. Μάρκου. Μετά τη σύνοδο παρέμειναν στην Ιταλία και έγιναν καρδινάλιοι του πάπα
§ Καβάσιλας : ο Άγ. Νικόλαος,
επίσκοπος Θεσσαλονίκης (13ος
αι.)
§ Βέκκος: Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, υποτάχθηκε στον πάπα υπογράφοντας την ένωση στη Σύνοδο στη
Λυών (1271). Θέλησε να επιβάλει την ένωση και καταδίωξε σκληρά τους Ορθοδόξους.
Σύμβολο του φιλοπαπισμού.
Για την ακρίβεια της
αντιγραφής
και τις επισημάνσεις στο
κείμενο
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Αγ. Νικολάου
Πατρών
agotsopo@gmail.com, τηλ. 6945-377621
Γράφει ο Σύλβεστρος Συρόπουλος στα «Απομνημονεύματά» του :
«Εν
ετέρα δε πάλιν ημέρα συνήλθομεν εις τον πατριάρχην κατά το έθος, και ο περί της
ενώσεως εκινήθη λόγος και επήνουν την ομόνοιαν και την ειρήνην απλώς οι
εφιέμενοι του λατινισμού [οι φιλοπαπικοί “Ορθόδοξοι”].
―
Είπεν ουν ο Ηρακλείας, ότι «καλόν αν ην, ει
παρείχετε ημίν την έκθεσιν ην εστείλατε
τοις Λατίνοις . άπαξ γαρ μόνον ηκούσαμεν αυτήν, έδει δε πλεονάκις ιδείν και σκέψασθε περί αυτής».
―
Και ευθύς έφη ο Νικαίας, ότι «αισχύνη έσται τούτο
υμετέρα το δόξαι ως ηκούσατε μεν, επελάσθε δε ταύτης. Ου γαρ δει υμάς
επιλανθάνεσθαι των λεγομένων και
ακουομένων ενθάδε». Και ούτως απερράπισε και παρεκρούσατο τον λόγον
του Ηρακλείας. Τοιαύτας διασκέψεις και μελέτας ηξίουν γίνεσθαι εις τας περί της
πίστεως εκθέσεις τε και συγκαταθέσεις.
―
Έτεροι δε τινές είπον «Ολίγη εστίν η μεταξύ ημών
και των Λατίνων διαφορά, και ει θελήσουσιν οι ημέτεροι, ευκόλως διορθωθήσεται».
―
Και αποκριναμένου του Εφέσου ότι «μεγάλη διαφορά εστίν»,
―
είπον αυτώ «Ουκ έστιν αίρεσις ουδέ δύνασαι
ειπείν αυτήν αίρεσιν . ουδέ γαρ τινές των προ σου ελλογίμων και
αγίων ανδρών εκάλεσαν αυτήν αίρεσιν».
―
Έφη ουν ο Εφέσου, ότι
«Αίρεσίς εστι
και ούτως είχον αυτήν και οι προ
ημών, πλήν ουκ ηθέλησαν θριαμβεύειν τους Λατίνους ως αιρετικούς, την επιστροφήν αυτών εκδεχόμενοι και την
φιλίαν πραγματευόμενοι . ει δε βούλεσθε, δείξω υμίν εγώ όπως είχον τούτους αιρετικούς».
―
Ευθύς ουν θυμού πλήρεις γίνονται ο τε Μυτιλήνης και ο Λακεδαιμονίας και
λέγουσι «και τις άνθρωπος ει σύ και λέγεις τους Λατίνους αιρετικούς;»
και ανέστησαν ενώπιον του πατριάρχου και εγγύτερον γενόμενοι του Εφέσου αδεώς ομού τε και αναιδώς
έβαλλον αυτόν λόγοις και σκώμμασι [κοροϊδίες, χλευασμούς]: «και έως πότε ανεξόμεθα σιωπώντες, τοιαύτα σου λέγοντος»,
έφασκον, και μονονούκ οδούσι και χερσί ώρμων διασπαράξαι αυτόν . και τέλος επέθηκαν: «ερούμεν ημείς τω πάπα όπως λέγεις αυτόν αιρετικόν, και ή αποδείξεις αυτό ή πείση καθώς ει άξιος»
και εξήλθον μετά τοιαύτης οχλήσεως.
Εξερχόμενος
δε και ο μέγας πρωτοσύγκελλος έτι ων πλησίον του πατριάρχου είπεν «εγώ οίδα, ως ει ποιήσοιμεν την ένωσιν,
μέχρις αν απέλθωμεν εις την Βενετίαν αναθεματίσουσιν ημάς .
ει δ’ ου ποιήσωμεν αυτήν, και ούτως αναθεματίσουσιν ημάς. Κάλλιον ουν εστίν ίνα
ποιήσωμεν αυτήν, και ούτως ίνα αναθεματίζωσιν ημάς». Ερωτηθείς δε παρά του πρωτεκδίκου, πάλιν
εκδηλότερον διεσάφησε τούτο, και ηπόρησαν οι ακούσαντες.
11.
Πάλιν μετά παραδρομήν ημερών δύο, συνελθόντων ημών εις τον πατριάρχην ως έθος,
λόγοι πολλοί περί της ενώσεως εκινήθησαν και παρεκίνουν και ηξίουν τον
Εφέσου χρήσασθαι οικονομία τινι και συγκαταβάσει [παρεκινούσαν και
απαιτούσαν από τον Άγ. Μάρκο να μην είναι αυστηρός, αλλά να επιδείξει πνεύμα
ανοχής και συγκαταβάσεως].
―
Ο δε [Εφέσου] έλεγεν «ουκ εγχωρεί συγκατάβασις εις
τα περί της πίστεως».
―
Μετά γούν τας πολλάς απαιτήσεις τας περί της συγκαταβάσεως και τας απολογίας
του Εφέσου και απαγορεύσεις, λεγόντων των την ένωσιν σπουδαζόντων, ότι «ολίγη εστίν η διαφορά και ολίγη τις συγκατάβασις ενώσει
ημάς, ει θελήσεις και αυτός χρήσασθαι ταύτη»,
―
είπεν ο Εφέσου «Παρόμοιον εστιν τούτο το ρηθέντι
παρά του επάρχου προς τον άγιον Θεόδωρον τον Γραπτόν . είπε γαρ
αυτώ, ότι “μίαν μόνον κοινωνήσατε και έτερον ουκ απαιτούμεν, πορεύεσθε δε όποι
φίλον υμίν” και ο άγιος έφη προς αυτόν “όμοιον τι λέγεις, ωσπερ αν ει τις αξιών
έτερον λέγει . ουδέν αιτούμαί σε αλλ’ η την σην άπαξ αποτεμείν κεφαλήν, και μετά
ταύτα πορεύου όπου θέλεις”[αυτό που μου
λέτε μοιάζει με την απαίτηση κάποιου που είπε στον άλλον: άφησε να σου κόψω μια
φορά το κεφάλι και μετά πήγαινε όπου θέλεις] . ου γαρ εστί
μικρόν εν τοις τοιούτοις και το δοκούν μικρόν [σε αυτά τα ζητήματα δεν
είναι μικρό και ασήμαντο, αυτό που εκ
πρώτης όψεως φαίνεται μικρό]».
Από
της ειρηνικής ουν δήθεν αιτήσεως και αξιώσεως ανεφύη φιλονεικία, και ο
Νικαίας αναίδην έσκωπτε τον Εφέσου . και μετά την πολλήν φιλονεικίαν
αναστάς
―
ο Νικαίας έφη «περισσόν ποιώ και φιλονεικώ μετά ανθρώπου
δαιμονιαρίου [είναι περιττό να φιλονικώ με δαιμονισμένο - έτσι αποκάλεσε
τον Άγ. Μάρκο!] . αυτός γαρ ένι
μαινόμενος [αυτός, ο Άγ.Μάρκος, είναι φανατικός, μανιακός], και
ου θέλω ίνα φιλονεικώ μετ’ αυτού» και εξήλθε μετά θυμού.
―
Είπε δε και ο Εφέσου, ότι «σύ υπάρχεις κοπέλιν και εποίησας
και ως κοπέλιν [εσύ είσαι υπηρέτης και σαν υπηρέτης σε διατεταγμένη υπηρεσία
ενεργείς]».
Και
επί τούτοις εξήλθομεν. Ο δε πατριάρχης ορών ταύτα, ουκ έσκωψεν ουδέ εκώλυσε την
όχλησιν, ούτε αυτήν ούτε την προ αυτής . εκάθητο δε μόνον ορών και μηδέν τι
φθεγγόμενος.
12.
Τη δ’ επιούση ήλθεν ο βασιλεύς εις τον πατριάρχην, και ορισμώ αυτού συνήλθομεν
πάντες. Εκινήθησαν ουν και αύθις οι περί της ενώσεως λόγοι και αντέλεγεν ο
Εφέσου, εφιλονείκουν δε αυτώ ο Ρωσίας, ο Νικαίας, ο μέγας πρωτοσύγκελλος, και ο
Αμηρούτζης, και ιταμώτατα διεμάχοντο .
ήρξατο δε ο Γεμιστός ειπείν τι και συνηγορήσαι τω Εφέσου και, σκώψαντος αυτόν αναιδώς του Αμηρούτζη
εσιώπησεν. Εθαύμασαν ουν πάντες πώς ουκ έσκωψε την αναίδειαν του Αμηρούτζη
ο βασιλεύς . ουδέ είπεν τι προς θεραπείαν του παντ’ αρίστου
Γεμιστού [άρχισε να λέει κάτι ο Γεμιστός υπέρ του Αγ. Μάρκου και ένας από τους
Βυζαντινούς άρχοντες τον εμπόδισε με αναίδεια και έτσι ο Γεμιστός σταμάτησε.
Όλοι απόρησαν πώς δεν επετίμησε τον Αμηρούτζη ο βασιλιάς και δεν
συμπαραστάσθηκε στο δεχθέντα την επίθεση Γεμιστό]
13. Αρξαμένου
δε και του Εφέσου αναγνώναι τι των του
Καβάσιλα περί του προτεθέντος ζητήματος, ευθύς [μόλις ο Άγ. Μάρκος άρχισε
να διαβάζει κάτι από τον Άγ. Νικόλαο Καβάσιλα σχετικό με το ζήτημα που
συζητούσαμε]
―
είπεν ο
Ρωσίας
«εμείς δι΄ ένωσιν και ειρήνην ήλθομεν ενταύθα ουχί δια σχίσμα και
διάστασιν. Θέλομεν ουν ίνα αναγινώσκωμεν και τους ενωτικούς, ού τους
σχισματικούς και διϊστώντας. Ο ουν Καβάσιλας σχισματικός εστί και ου θέλομεν
αναγινώσκεσθαι»
[εμείς ήρθαμε εδώ για την ένωση και όχι
για να παραμείνει η διάσταση και το σχίσμα με τον πάπα. Θέλουμε λοιπόν να
διαβάζουμε και τους ενωτικούς συγγραφείς και όχι τους πατέρες που ήσαν εναντίον
των παπικών και δεν προχώρησαν σε ένωση αλλά παρέμειναν στο σχίσμα. Ο Καβάσιλας
είναι σχισματικός και δεν θέλουμε να ακούσουμε τι λέει]
―
Διεδέξατο τούτον ο Λακεδαιμονίας ειπών «και τι
έχομεν τον Καβάσιλαν; ημείς ουκ έχομεν
αυτόν άγιον . αρχιερεύς ην,
και έχομεν κακείνον ως ένα των νυν όντων αρχιερέων, ως τον Μονεμβασίας
τυχόν ή άλλον τινά, ουδέ ανάγκην έχομεν στέργειν τα εκείνου συγγράμματα»
[ο επίσκοπος Λακεδαιμονίας είπε: και σε τελική ανάλυση τι είναι ο Καβάσιλας;
Εμείς δεν τον αναγνωρίζουμε ως άγιο.
Ένας απλός αρχιερέας είναι, όπως ο Μονεμβασίας ή κάποιος άλλος. Δεν έχουμε
ανάγκη να συμμορφωθούμε σε όσα λέει
αυτός].
―
Τότε είπεν ο Εφέσου «Λοιπόν ας αναγινώσκομεν
τον Βέκκον». Και αγανακτήσας την ιταμότητα και το θράσος
αυτών και καταλαβών ότι πάντες σχεδόν προδεδομένοι και έτοιμοι εισι προς την
του λατινισμού συγκατάθεσιν, εσιώπησεν» …