Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7, 11-16] «ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ» 7-10-1990] (Β 240)


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 7, 11-16]

    Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίο


        « ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ»

       [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-10-1990] (Β 240)


       Πολύ μας συγκινεί, αγαπητοί μου, η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο Κύριος κατευθύνεται σε μία μικρή πόλη που την έλεγαν Ναΐν, δηλαδή «ωραία». Αλλά, κατά συγκυρία, ενώ όχλος πολύς μαθητών Τον ακολουθεί, στην πύλη της μικρής αυτής πόλεως, συναντούν μια νεκρώσιμη εκφορά. Ένας άλλος όχλος που συνόδευε την εκφορά, εξήρχετο από την πόλιν. Ήταν η κηδεία ενός νέου, που ήταν παιδί μονάκριβο μιας χήρας γυναίκας. Ο Κύριος την λυπήθηκε, όπως θρηνούσε και της είπε: «Μ κλαε» · δηλαδή, μην κλαις. Και πλησίασε το φέρετρο. Εκείνοι που μετέφεραν το φέρετρο σταμάτησαν. Και τότε ο Κύριος με εξουσιαστική επιταγή, λέγει στο νεκρό παλικάρι: «Νεανίσκε, σο λέγω, γέρθητι (:Νεανίσκε, σε σένα το λέγω· σήκω)». Και ο νεκρός νέος ζωντάνεψε και ανεκάθισε και άρχισε να ομιλεί. Ήταν εκπληκτικό! Και τότε ο Κύριος παρέδωσε το παιδί εις την μητέρα του. Ήταν η καλύτερη και η πλέον αντιπροσωπευτική παρηγορία που μπορούσε να πάρει αυτή η χήρα γυναίκα.

      Το πένθος της, όπως ήταν φυσικό, μετεστράφη σε χαρά. Αλλά ας μείνομε σ’ αυτό το πένθος. Τι είναι το πένθος; Η λέξις «πένθος» ξεπηδά από την λέξη «πάθος» και «πάσχω»· που σημαίνει θλίβομαι, σημαίνει πιέζομαι. Και το πένθος είναι μία μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου. Ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπον να πενθεί. Είναι αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Μάλιστα ο Αδάμ, καθήμενος απέναντι του Παραδείσου, πενθούσε την απώλεια την δική του. Και όπως ο ιερός υμνογράφος βάζει στο στόμα του Αδάμ εκείνον τον θρηνητικόν μονόλογον, που είναι ο Οίκος της Κυριακής της Τυρινής: «κάθισεν δάμ τότε κα κλαυσεν πέναντι τς τρυφς το Παραδείσου, χερσν τύπτων τς ψεις (:χτυπούσε με τα χέρια του το πρόσωπό του) κα λεγεν· λεμον, λέησόν με τν παραπεσόντα· συνάλγησον, Παράδεισε, τ κτήτορι πτωχεύσαντι (:έλα να πονέσεις μαζί μου, Παράδεισε, σε εκείνον που σε είχε κτήμα του κι έχει φτωχύνει)» κ.λπ.

    Βλέπετε, λοιπόν, ότι πενθεί ο Αδάμ. Και συνέπεια εκείνης της πτώσεως του Αδάμ ήταν ο θάνατος του υιού της χήρας, δηλαδή όλων των ανθρώπων· που τώρα έρχεται ο Κύριος ανοίγοντας πάλι τον Παράδεισον. Απώλεια, λοιπόν, του Παραδείσου και θάνατος. Δυο κακά. Έκτοτε αυτά τα δυο κακά, αυτά τα δυο δεινά θα θλίβουν τους ανθρώπους.

    Πώς, όμως, θα σταθεί ο άνθρωπος απέναντι του πένθους; Διότι το πένθος υπάρχει, παρότι το ενίκησε ο Κύριος, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω. Η στάση του ανθρώπου δεν θα είναι παρά ό,τι ακριβώς ήταν η στάση του πλήθους εκείνου και της μητέρας του νεκρού νέου, απέναντι στον Χριστόν. Δηλαδή θα πρέπει να δούμε κατάματα τον Χριστόν. Αυτή θα πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο πένθος. Ο Χριστός είπε: «γ εμ νάστασις κα Ζωή». «Εγώ είμαι η Ανάστασις και η Ζωή». Κι εκείνος που πιστεύει στον Ιησούν Χριστόν, έχει εν εαυτώ την Ανάστασιν και την Ζωή. Και αυτό δεν είναι μία φιλολογική έκφρασις· όπως θα μπορούσαμε να πούμε σε έναν άνθρωπο ότι είναι η σελήνη και ο ήλιος, ότι είναι τα αστέρια τ’ ουρανού… ότι… ότι… Ο Χριστός είναι πραγματικά η Ζωή και η Ανάστασις, είναι η Αυτοζωή, είναι Εκείνος που μας έδωσε την ανάσταση πραγματικά. Διότι ο Ίδιος ανεστήθη και ενίκησε οριστικά τον θάνατον. Ανεστήθη, εννοείται, με την ανθρωπίνη Του φύση. Γιατί ως Θεός είναι αθάνατος.

       «Νυν δ Χριστς γήγερται κ νεκρν -θα πει ο Απόστολος Παύλος- παρχ τν κεκοιμημένων γένετο». «Τώρα πλέον ο Χριστός ανεστήθη. Κατά λέξη: Τώρα δα, νυνί, ο Χριστός ανεστήθη και έγινε η απαρχή, το ξεκίνημα, η αρχή των κεκοιμημένων». Δεν λέει: «των πεθαμένων», λέει: «των κεκοιμημένων». Για να δείξει ότι ο θάνατος εφεξής δεν είναι παρά ένα περιστατικό. Και επαναλαμβάνει τους λόγους του Ησαΐου: «Πο σου θάνατε, τ κέντρον; Πο σου, δη, τ νκος;». Δηλαδή, «Θάνατε, πού είναι το κεντρί σου, σαν άλλη σφήκα, που ερχόσουν να δηλητηριάσεις πάντα άνθρωπον; Άδη, πού είναι η νίκη σου που τους μάζευες όλους;».

      Και με θρίαμβο ο ευαγγελιστής Ιωάννης καταγράφει στην Αποκάλυψή του και λέει: «Κα ξαλείψει π’ ατν (:από των ανθρώπων) Θεός πν δάκρυον π τν φθαλμν ατν (:δεν θα υπάρχουν δάκρυα). Κα θάνατος οκ σται τι (:Και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια». Ακούστηκε ποτέ μέσα στους αιώνες αυτό; Και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια. Όχι ο μεταφορικός θάνατος. Αυτόν που τον λέμε «βιολογικό θάνατο». Αυτό που λέμε «πέθαμα». Μπορεί να το πει κανείς με έναν ρεαλιστικόν τρόπον. Όπως ο Ιωάννης για να δείξει ότι ο Υιός του Θεού, ο Θεός Λόγος, πραγματικά έγινε άνθρωπος, εχρησιμοποίησε την έκφραση « Λόγος σρξ γένετο». Δεν είπε «άνθρωπος». Είπε «σάρξ». Σάρκα. Για να τονίσει με ρεαλισμό αυτό που ο Θεός Λόγος έγινε. Έτσι κι εδώ. Δεν έχομε, θα λέγαμε, μια μεταφορική έννοια. Ο θάνατος πραγματικά δεν θα υπάρχει πια. Ποιος; Αυτός που τον βλέπομε καθημερινά στη ζωή μας. «Οτε κραυγή, οτε πόνος οκ σται τι (:δεν θα υπάρχει πια)· τι τ πρτα πλθον(: Πέρασε η πρώτη φάση της ανθρωπότητος)».

       Αν επιτρέπεται να πούμε, αν επιτρέπεται, θα λέγαμε ότι η ανθρωπότητα πέρασε τρεις φάσεις. Η μία μέσα στον Παράδεισο. Η δευτέρα έξω από τον Παράδεισο. Και η τρίτη πάλι μέσα εις τον Παράδεισον, εις την Βασιλείαν του Θεού. Αν έπρεπε, βέβαια, να υποδιαιρέσομε, θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος έξω από τον Παράδεισον, πριν ακόμα φύγει από την παρούσα ζωήν και πριν γίνει η ανάστασις των νεκρών, ήδη πέρασε από τον θάνατον εις την ζωήν. Το λέγει έτσι ωραιότατα, ο Κύριος εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «Επίστευσες εις τον Χριστόν;» λέει ο Ιωάννης. «Τότε πέρασες από τον θάνατον στη ζωή». Δηλαδή δεν περνάς από τον βιολογικόν θάνατον, σαν να ήθελε να πει. Ή καλύτερα, πέρασες από τον πνευματικόν θάνατον εις την αιώνιον ζωήν. Τώρα αν θα περάσεις από τον βιολογικόν ή όχι, είναι άλλο θέμα. Γιατί ενδέχεται να μην περάσεις από τον βιολογικόν θάνατον. Πότε; Όταν θα ξανάρθει ο Χριστός εκείνοι που θα ζουν, δεν θα περάσουν από τον βιολογικόν θάνατον.

       Πρέπει, αγαπητοί μου, να μάθομε το μυστήριον του θανάτου. Πρέπει να το μάθουμε, να το δούμε από κοντά. Να εξοικειωθούμε όχι με την έννοια που ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να εξοικειωθεί με τον θάνατον, ωραιοποιώντας τον. Ο θάνατος είναι φρικώδης. Κάνει ωραία μνημεία, κάνει ωραία τελετή κηδείας, εκφωνεί λόγους, ωραιοποιούμε τα πράγματα. Όχι. Ο θάνατος είναι φρικτός! Αλλά η προσέγγισίς μας σ’ αυτόν θα είναι να τον δούμε από κοντά. Να τον δούμε να μάθομε τι πράγμα είναι και ότι αυτό το πράγμα που λέγεται «θάνατος» το ενίκησε ο Χριστός.

      Συνεπώς, δεν θα υπάρχουν αυτά πια, γιατί «τ πρτα πλθον». Πέρασαν τα πρωτινά. «Κα επεν καθήμενος π τ θρόν· δο καιν ποι τ πάντα (:Να, όλα τα κάνω καινούρια). Καί λέγει μοι (:Και μου είπε)· γράψον τι οτοι ο λόγοι πιστο κα ληθινο εσί. Κα επε μο· γέγονεν (:Γράψε. Αυτά είναι αληθινά. Είναι αξιόπιστα. Και μου είπε: ‘’Γέγονεν’’· θα λέγαμε είναι  ο ελληνικός τύπος του εβραϊκούμήν’’. Το ‘’μήν’’: έγινε, γίνεται, θα γίνει. Γέγονεν. Έχει γίνει. Και μάλιστα σε περασμένο χρόνο, για την βεβαιότητα ότι αυτά όλα που είπα είναι αξιόπιστα και θα γίνουν)».  

     Πρέπει, λοιπόν, να σταθούμε μπροστά στον Ιησούν Χριστόν. Με την απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι ο μόνος, ο μόνος, ο μόνος που ενίκησε τον θάνατον. Κανείς δεν υπάρχει, ούτε στον ουρανό, ανάμεσα στους αγίους αγγέλους, ούτε στη γη, ούτε στο σύμπαν, ούτε στον άδη, νικητής του θανάτου. Μόνος, μοναδικός είναι ο Ιησούς Χριστός. Και θα επαναλάβω, πια μπροστά Του ο θάνατος είναι ένα περιστατικό.

     Βέβαια, μας λυπίζει. Αλλά δεν πρέπει να μας απελπίζει. Το πένθος πρέπει να το αντιμετωπίζομε υπό το πρίσμα της αναστάσεως. Ότι θα αναστηθούμε. Ότι είναι ένα περιστατικό. Θα αναστηθούμε. « Θεός Πατήρ», λέγει ο απόστολος Πέτρος στην πρώτη του ομιλία στα πλήθη μετά την Πεντηκοστή, «νέστησε τν ησον, λύσας τς δίνας το θανάτου (:αφού έλυσε τις ωδίνες του θανάτου)». Έχει ωδίνες ο θάνατος. Όχι κατά τη στιγμή που πεθαίνει ο άνθρωπος. Όχι. Αυτό πόσο κρατά; Μετά. Ο Άδης έχει ωδίνες.

     Αν ο χριστιανός δεν παρηγορείται, αγαπητοί μου, με όλα αυτά που είπαμε, τότε του καταλογίζεται απιστία. Ένα πένθος και μία λύπη απαρηγόρητη, συνιστά αμάρτημα. Και μάλιστα αν θέλετε, ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, που είναι η λύπη. Από το πένθος περνά ο άνθρωπος στην λύπη. Και γράφει ο απόστολος Παύλος: « δ το κόσμου λύπη, θάνατον κατεργάζεται». Είδατε; Διότι πρόκειται περί λύπης με κοσμικές διαστάσεις. Είναι η κατά Θεόν λύπη, με πνευματικές διαστάσεις: Πενθώ τις αμαρτίες μου. Αυτό ο Θεός το θέλει. Όχι, βεβαίως, κατά έναν τρόπον απαρηγόρητον. Αλλά ότι ελύπησα τον Κύριον με τις αμαρτίες μου. Χαίρομαι όμως γιατί μου τις συγχώρησε. Άρα λοιπόν έχω χαρμο-λύπη. Λύπη και χαρά. Λύπη τι έκανα, χαρά τι μου έδωσε ο Κύριος. Αλλά ας προσέξομε, αγαπητοί μου, γιατί αυτή η λύπη με κοσμικές διαστάσεις, θανατώνει και την ψυχή και το σώμα. Την ψυχή την θανατώνει με τον αιώνιον θάνατον. Όχι με την έννοια της διαλύσεώς της, της εξαφανίσεώς της, της εκμηδενίσεώς της. Όχι με αυτήν την έννοια. Αλλά με την έννοια της αιωνίου κολάσεως. Και το σώμα με την γνωστή έννοια.

      Θανατώνει, λοιπόν, η λύπη και την ψυχή και το σώμα. Γι'αυτό συμβουλεύει ο σοφός Σειράχ. Ακούσατε να σας διαβάσω. Έχει αρκετά πράγματα στο 38ον κεφάλαιον. Λέει τα εξής: «Τέκνον(:Παιδί), π νεκρ κατάγαγε δάκρυα κα ς δειν πάσχων ναρξαι θρήνου (:κατέβασε δάκρυα απ’ τα μάτια σου, όταν είσαι μπροστά σε έναν νεκρόν και, ακόμη, άρχισε να θρηνείς) - Προσέξτε όμως. Αυτά είναι στην Παλαιά Διαθήκη. Παρά ταύτα υπάρχει μία πολύ σωστή τοποθέτηση. Πλην κάποιων σημείων, που αυτά φεύγουν πια εις τον χώρον της Καινής Διαθήκης- κατ δν τν κρίσιν ατο περίστειλον τ σμα ατο -«περιστέλλω» θα πει σαβανώνω- κα μ περίδς τν ταφν ατο (:δηλαδή σύμφωνα με την κρατούσα συνήθεια, φρόντισε γι’ αυτόν. Εξάλλου «κηδεία» αυτό θα πει. Από το «κήδομαι», φροντίζω. «Κηδεμών», λέμε. «Εκείνος που φροντίζει για σένα». Συνεπώς «κηδεία» είναι η φροντίδα του νεκρού). Πίκρανον κλαυθμόν (:κλάψε πικρά) και θέρμανον κοπετόν -Μην ξεχνάτε ότι και στον Στέφανον έκαναν άνδρες ευλαβείς «κοπετόν». Ο κοπετός είναι το χτύπημα του στήθους, το τράβηγμα των μαλλιών. Αυτά διορθώνονται στην Καινή Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχουν αυτά. Δεν υπάρχει ο κοπετός και ο θρήνος. Αλλά έχει όμως αξία, σας είπα- κα ποίησον τ πένθος κατ τν ξίαν ατο μέραν μίαν κα δύο χάριν διαβολς κα παρακλήθητι λύπης νεκα (:να του αποδώσεις, κατά την αξία του, αν είναι ο πατέρας σου, το πένθος σου -αλλά εδώ τώρα:- μία ημέρα και δύο ημέρες, για να μη σε κατηγορήσουν ως άσπλαχνον). -Πώς το λέγει; «Χάριν διαβολς». Και κατόπιν τι θα κάνεις; -«Κατόπιν», λέγει, «θα παρηγορηθείς». Να η αξία του πράγματος:- π λύπης γρ κβαίνει θάνατος, κα λύπη καρδίας κάμψει σχύν (:διότι από τη λύπη ξεπηδά ο θάνατος. Αν λυπηθείς παρατεταμένα, θα πεθάνεις, θα αρρωστήσεις. Και η λύπη της καρδιάς θα λυγίσει τη δύναμή σου. Δηλαδή θα α-σθενήσεις. Θα φύγει το σθένος. Θα αρρωστήσεις)». Ξέρετε ότι ένας παράγων του καρκίνου είναι και η λύπη; Αν το ξέρετε. Δεν είναι μόνο τι έφαγα, τι ανέπνευσα, αλλά και η ψυχολογική μου κατάσταση πώς βρίσκεται.

      «Μ δς ες λύπην τν καρδίαν σου (:μη δώσεις την καρδιά σου στην απεριόριστη λύπη), πόστησον ατν μνησθείς τ σχατα (:διώχτην. Κι εσύ θα πεθάνεις)· μ πιλάθ, ο γρ στν πάνοδος (:μην ξεχνάς, δεν έχει ξαναγύρισμα. Γιατί κλαις; Να ξαναγυρίσει πίσω ο άνθρωπος; Γιατί κλαις; Δεν γυρνάει κανείς πίσω) κα τοτον οκ φελήσεις κα σεαυτν κακώσεις (:κι εκείνον δεν έχεις να του προσφέρεις καμία ωφέλεια, αλλά και τον εαυτόν σου θα τον κακοποιήσεις, θα αρρωστήσεις). Μνήσθητι τ κρμα ατο, τι οτω κα τ σόν (:θυμήσου· ό,τι συνέβη σε εκείνον, θα γίνει και σε σένα). μο χθς κα σο σήμερον (:σαν να σου λέγει ο νεκρός: ‘’Για μένα συνέβη ο θάνατος χθες. Σήμερα θα συμβεί σε σένα’’. Δηλαδή: σήμερα αυτός, αύριο εγώ. Άρα λοιπόν γιατί να υπάρχει αυτή η απεριόριστη λύπη;). ν ναπαύσει νεκρο κατάπαυσον τ μνημόσυνον ατο (:όταν, λέγει, ο νεκρός ετελείωσε, ετάφη· σταμάτα την μνήμη του… ποια μνήμη; Την θλιβερή του μνήμη. Και να κλαις. Μόλις σου θυμίσουν κάτι να βάζεις τα κλάματα. Όχι. Μια γλυκιά μνήμη μόνο μπορείς να έχεις) κα παρακλήθητι ν ατ ν ξόδ πνεύματος ατο(: Παρηγορήσου, επειδή η ψυχή του έχει φύγει)». Τίποτε άλλο. Και αυτά, επαναλαμβάνω για τρίτη φορά, ανήκουν εις τον χώρον της Παλαιάς Διαθήκης. Τι θα λέγαμε εις τον χώρον της Καινής Διαθήκης που έχομε την Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών; Πράγμα που δεν ήτανε γνωστό εις την Παλαιά Διαθήκη. Ή ήτο ασαφές.

    Έτσι ο Χριστιανός που πολλάκις πενθεί, όχι μόνον μένει απαρηγόρητος, αλλά και στρέφεται εναντίον του Θεού και κατηγορεί τον Θεόν ως άδικον και κακόν«Το παιδί μου», λέει, «βρήκε να πάρει;», λένε οι άνθρωποι, ασεβέστατα. Βλέπετε ότι μια υπερβολή λύπης φθάνει εις την βλασφημίαν κατά του Θεού.

     Ακόμη, όταν μένει απαρηγόρητος, δεν εκκλησιάζεται. Γιατί θεωρεί ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα, υπεύθυνο τον Θεό για τον θάνατο αυτού του προσφιλούς προσώπου. Ως να λέγει: «Εγώ ερχόμουνα στην Εκκλησία, γιατί είχες ανάγκη από μένα. Μου πήρες το παιδί μου, τον άνδρα μου, την γυναίκα μου; Ε, τώρα δεν έρχομαι στην Εκκλησία! Δεν θέλω να σε τιμήσω. Δεν θέλω!». Βλέπετε μια δοσοληψία, υποσυνείδητη δοσοληψία που υπάρχει στη λατρεία ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό; Κακές τοποθετήσεις, πολύ κακές τοποθετήσεις.

      Ή ακόμη, γυναίκες κυρίως, δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία, αν πεθάνει μάλιστα ο σύζυγος, για να μην κατηγορηθούν ότι… «Να, λέει, αυτή, μπα, πότε πέθανε καλέ (βάζουν και το «καλέ», μιλάω, κάνω μεταφορά) ο άνδρας της, κι αυτή γαμπρίζει;». Δι’ όνομα του Θεού! Δηλαδή, «πέθανε ο άνδρας μου. Πήγα σε χορό; Πήγα σε διασκέδαση;». Τι είναι η Εκκλησία; Η Εκκλησία δεν είναι ο χώρος της παρηγορίας; Αυτή η αντίληψις υπάρχει. Κι όταν εγώ λέγω… μυριάδες φορές το έχω πει: «Θα σου κόψω την Θεία Κοινωνία, κυρά μου, εάν δεν πηγαίνεις στην Εκκλησία», προτιμά να της κόψεις την Θεία Κοινωνία, στην Εκκλησία όταν πενθεί, δεν πηγαίνει. Διότι θα την κατηγορήσουν οι συγχωριανοί. Δηλαδή να το κοσμικό φρόνημα. Αν ερωτήσετε τι είναι; Να ‘το. Θέλετε ακόμη; Η ανθρωπαρέσκεια, η οποία υπερισχύει της ευσεβείας. Αυτό όμως είναι ένα δυστύχημα.

      Πώς θα σταθούμε απέναντι στους πενθούντας; Συμβουλεύει ο Εκκλησιαστής και λέγει: «γαθν πορευθναι ες οκον πένθους τι πορευθναι ες οκον πότου (:Είναι καλύτερο, λέγει, να πας στο σπίτι που πενθεί, παρά να πας στο σπίτι –θα το πω έτσι λιγάκι απλοελληνικά- του «πιει», του ποτού, δηλαδή εκεί που γίνεται πότος, εκεί που υπάρχουν τραπεζώματα. Όχι. Πήγαινε καλύτερα εις το σπίτι εκείνου που πενθεί)». Αυτό εξάλλου δείχνει και μία σωστή κοινωνικότητα. Διότι είναι αντικοινωνική η πράξις να πας εκεί που πίνουν και τρώνε και είναι κοσμική, όχι κοινωνική. Αν πας στο σπίτι που πενθεί, είναι έκφρασις, κατάστασις κοινωνική, αληθινά κοινωνική.

      Ο σοφός Σειράχ λέει το εξής: «Πένθος νεκρο πτ μέραι -22 κεφ. στίχ.12- (:το πένθος του νεκρού, 7 ημέρες)». Ο Μωυσής επειδή ήτο πολύ μεγάλο πρόσωπο, επενθήθη 40 ημέρες. Αγαπητοί, όχι περισσότερο. Και φορτωνόμαστε τα μαύρα, τρία χρόνια, εφτά χρόνια. Άλλο να είναι ηλικιωμένη γυναίκα, να φοράει τα μαύρα μέχρι που να πεθάνει. Μέχρι που να πεθάνει. Άλλο θέμα. Να είναι ηλικιωμένη. Αλλά τα παιδιά διαμαρτύρονται μέσα…λέει: «Δεν μπορούμε να βλέπομε μαύρα». Τα μικρά παιδιά. Είναι αντιψυχολογικό το μαύρο χρώμα.

     Ακόμα, όταν πενθούμε, τόσο κατά την κηδεία όσο και μετά, δεν θα μετέλθομε συνήθειες ειδωλολατρικές. Δεν θα σπάζομε πιάτα, ποτήρια ή σταμνιά. Ακόμη, δεν θα τοποθετούμε στο φέρετρο του νεκρού νομίσματα ή φρούτα. Δεν θα περάσει από κανέναν Αχέροντα να τον πληρώσει. Τι πράγματα είναι αυτά; Ειδωλολατρικά καθαρά. Ούτε μπουκάλια με νερό ή κρασί, για να αποκτήσομε το «φριξονέρι» κι όλα εκείνα τα γνωστά. Δεν έχω χρόνο να τα αναλύσω. Όταν ανάβομε ένα κανδήλι, ένα κερί στον τάφο ή στο σπίτι, αυτό δεν σημαίνει ότι φωτίζομε την ψυχή του νεκρού, γιατί είναι στο σκοτάδι. Τιμούμε την εικόνα του Θεού, εις αυτόν ο οποίος εκοιμήθη. Μόνο τιμή είναι. Δεν είναι για να φωτίζεται.

     Δεν θα παραθέτομε φαγητό πάνω από τον τάφο, όπως έκαναν οι αρχαίοι, οι προ Χριστιανοί, προ Χριστού δηλαδή. Ούτε θα πιστεύομε ότι η ψυχή του νεκρού τριγυρνά γύρω από το σπίτι ή στο νεκροταφείο ή όπου αλλού. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος πάνω σ’ αυτό, ότι «πγε ες τν οκεον τόπον». Εκεί που είχε να πάει. Δεν τριγυρνάει από δω και από κει. Δεν θα πιστεύομε ότι η ψυχή του νεκρού βρυκολακιάζει. Ούτε η ψυχή του νεκρού έρχεται να εκδικηθεί ή να φανερώνει μυστικά ή να εμφανίζεται εις τον ύπνον. Πολλές φορές βλέπομε στον ύπνο μας τον κεκοιμημένον. Μη δώσετε σημασία. Προσέξατε. Δεν είναι ο κεκοιμημένος. Δεν είναι η ψυχή του. Εκείνος πήγε «ες τν οκεον τόπον».. Όταν στο σπίτι παραθέτομε τραπέζι, μετά την κηδεία ή στο μνημόσυνο, δεν θα βάλομε κρέας, όταν έχομε Μεγάλη Σαρακοστή ή Σαρακοστή. Πολλοί λένε: «Μα, θα μας παρεξηγήσουν!». Κι εδώ ανθρωπαρέσκεια. Κι εδώ κοσμικό φρόνημα.

     Ακόμη, δεν θα νηστεύομε 40 μέρες για τον νεκρόν. Προσέξατε. Πολλές φορές  δεν νηστεύομε την κεκανονισμένη νηστεία και νηστεύομε τον θάνατον ενός νεκρού. Ούτε θα κάνομε πολυτελή κηδεία, αλλά την πρέπουσα κηδεία. Ό,τι ανήκει στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο. Χρήματα δεν θα δώσομε αντί μνημοσύνου. Το βλέπομε στις εφημερίδες. Λέει: «Αντί μνημοσύνου». Και δίνομε στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Όχι «αντί μνημοσύνου». Είναι αμαρτία. Το μνημόσυνο δεν αντικαθίσταται με τίποτε. «Αντί στεφάνων», ναι. «Αντί πολυτελούς κηδείας», ναι. Θα δώσομε τα χρήματα κάπου, σ’ ένα ίδρυμα. Ποτέ «αντί μνημοσύνου».

    Αγαπητοί μου, όταν πενθούμε, θα πενθούμε σαν άνθρωποι, που πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών, σαν άνθρωποι που πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού. Θα έχομε ήρεμη και γλυκεία συμπεριφορά. Δεν θα κάνομε ούτε κοπετό, ούτε μοιρολόγια, ούτε τραγούδια. Ο θάνατος του αγαπημένου μας προσώπου ας μας αφήσει μόνο μία καλή γλυκιά ανάμνηση. Σε κάθε προσευχή μας, ας ζητούμε την ανάπαυσή του. Στην Θεία Λειτουργία συχνά να προσφέρομε ένα πρόσφορο και λίγο κρασί, για να γίνει μνημόνευση του ονόματός του. Και με την ελπίδα στον Χριστό ας περιμένομε αυτήν την κοινήν ανάστασιν. Όλοι θα αναστηθούμε. Θα λέμε: «Χριστς νέστη κα ο νεκρο γείρονται». Θα είναι η καλυτέρα μας παρηγορία.

        ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

   και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

            μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

     ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

                           Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

·        Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

·        https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_485.mp3