«Ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς… Ἵνα πάντες ἓν ὦσι… Ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. 17,11,21,22,23)
Μὴν
περιμένετε ἀπὸ μένα, ἀγαπητοί μου, νὰ σᾶς πῶ πράγματα παράξενα καὶ
δυσνόητα. Τὸ Εὐαγγέλιό μας δὲν εἶνε καμμιὰ φιλοσοφία· εἶνε λόγια τόσο
ἁπλᾶ, ποὺ μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὰ
αἰσθανθοῦν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους.
Ἀρχίζω
λοιπὸν τὸ κήρυγμά μου μὲ ἕνα παράδειγμα παρμένο ἀπὸ τὰ ἀκριτικά μας
μέρη. Περιοδεύοντας ἐκεῖ ἔφτασα σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ μπῆκα σὲ μιὰ καλύβα.
Στὸν τοῖχο εἶδα μερικὲς μικρὲς κορνίζες. Σὲ μία–δύο ἦταν
φωτογραφίες· σὲ μία ἄλλη ἦταν κάτι γράμματα. Τὴν κατέβασα νὰ τὰ
διαβάσω. Ρωτάω τὸν χωρικό·
–Τί εἶνε αὐτό;
–Ἄ, μοῦ λέει, εἶνε ἕνα γράμμα σημαντικό.
–Τί λέει δηλαδή;
–Μοῦ τὸ ἔστειλε ὁ πατέρας μου ἀπὸ ἄλλο χωριό, ὅπου βρισκόταν τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς· μοῦ ἔδινε συμβουλὲς νὰ μείνω πιστὸς στὴν πατρίδα, καὶ στὸ τέλος μοῦ ἔδινε τὴν εὐχή του· διαβάστε το.
–Τί εἶνε αὐτό;
–Ἄ, μοῦ λέει, εἶνε ἕνα γράμμα σημαντικό.
–Τί λέει δηλαδή;
–Μοῦ τὸ ἔστειλε ὁ πατέρας μου ἀπὸ ἄλλο χωριό, ὅπου βρισκόταν τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς· μοῦ ἔδινε συμβουλὲς νὰ μείνω πιστὸς στὴν πατρίδα, καὶ στὸ τέλος μοῦ ἔδινε τὴν εὐχή του· διαβάστε το.