Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Αἰσώπου Μῦθοι Γεωργοῦ παῖδες στασιάζοντες



Γεωργοῦ παῖδες ἐστασίαζον. 
Ὁ δέ, ὡς πολλὰ παραινῶν οὐκ ἠδύνατο πεῖσαι αὐτοὺς λόγοις μεταβάλλεσθαι, ἔγνω δεῖν διὰ πράγματος τοῦτο πρᾶξαι, καὶ παρῄνεσεν αὐτοῖς ῥάβδων δέσμην κομίσαι. Τῶν δὲ τὸ προσταχθὲν ποιησάντων, τὸ μὲν πρῶτον δοὺς αὐτοῖς ἀθρόας τὰς ῥάβδους ἐκέλευσε κατεάσσειν. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ πᾶν βιαζόμενοι οὐκ ἠδύναντο, ἐκ δευτέρου λύσας τὴν δέσμην, ἀνὰ μίαν αὐτοῖς ῥάβδον ἐδίδου. Τῶν δὲ ῥᾳδίως κατακλώντων, ἔφη· «Ἀτὰρ οὖν καὶ ὑμεῖς, ὦ παῖδες, ἐὰν μὲν ὁμοφρονῆτε, ἀχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς ἔσεσθε· ἐὰν δὲ στασιάζητε, εὐάλωτοι.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα ἐστὶν ἡ ὁμόνοια ὅσον εὐκαταγώνιστος ἡ στάσις.

Στα νέα Ελληνικά

Ένας γεωργός είχε πολλά παιδιά, αλλά ήταν δυστυχισμένος γιατί τα παιδιά μάλωναν μεταξύ τους και με τον πατέρα τους. Ο πατέρας τους έλεγε πολλά για να τους μονοιάσει, δαν άκουγαν. Τότε τους είπε: φέρτε μου ο καθένας σας ένα ραβδί. Πήγανε κ του φέρανε. Ο πατέρας έδεσε μαζί όλα τα ραβδιά σε μιά δέσμη, και τους είπε: «Ποιος απο σας μπορεί να σπάσει αυτήν τη δέσμη;» Όλα τα παιδιά προσπάθησαν, κανένας δέν μπόρεσε να σπάσει τη δέσμη. Έπειτα ο πατέρας έλυσε τη δέσμη και είπε:
«Μπορεί ο καθέναςσας να σπάσει ένα ραβδί;» Τα παιδιά άπιασαν τα ραβδιά ένα ένα τα έσπασαν με ευκολία. Τότε ο πατέρας είπε: «Όπως σπάσατε αυτά τα ραβδιά, τόσο εύκολα θα σας τσακίσουν οι εχθροί αν είστε χωριστά ο καθένας και μαλώνετε μεταξύ σας. Αν όμως έχετε ομόνοια, κανείς δεν θα μπορέσει να σας βλάψει, όπως κανένας σας δεν μπόρεσε να σπάσει όλα τα ραβδιά μαζί.»
Αἰσώπου Μῦθοι
Γεωργοῦ παῖδες στασιάζοντες