Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Ο άγιος Νεομαρτυς Μάρκος ο εν Χίω 5 Ιουνίου [1801]


από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟ: Ο Άγιος Νεομάρτυς Μάρκος καταγόταν από τη Σμύρνη. Ως γυρολόγος έμπορος εργαζόταν στην περιοχή του Κουσάντασι (Νέα Έφεσο) και απέναντι στη Χίο. Ήταν έγγαμος. Κάποια στιγμή, παρακινημένος από τον αδελφό του, πήγε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Έφεσο. Εκεί έμπλεξε με κάποια γυναίκα χριστιανή, ονόματι Μαρία, και απατούσε τη σύζυγό του. Όμως, κάποιοι τον κατέδωσαν στον αγά της περιοχής και μια νύχτα συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Το πρωί, στο δικαστήριο, για να γλιτώσουν τη διαπόμπευση και τη σχετική ποινή, εξώμοσαν και οι δύο. Ο Μάρκος, αφού περιετμήθη, υιοθετήθηκε από τον ίδιο τον αγά, ενώ η Μαρία μπήκε στο χαρέμι του. Αργότερα την άφησε ελεύθερη να ζει σε δικό της σπίτι, δίνοντάς της και μισθό.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΦΥΓΗ: Ο Μάρκος, ως γιος του αγά, εξωτερικά συμπεριφερόταν σκληρά στους Χριστιανούς, ωστόσο ο έλεγχος της συνειδήσεώς του δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Έτσι κατέφυγε σε έναν έμπειρο πνευματικό να εξομολογηθεί. Ο πνευματικός αρχικά δεν τον δέχθηκε φοβούμενος μήπως ο “γιος” του αγά υποκρινόταν, αλλά τα δάκρυα και η επιμονή του Μάρκου τον έπεισαν. Στον ίδιο πνευματικό πήγαινε και η Μαρία. Και οι δύο ήθελαν οπωσδήποτε να φύγουν από τη Ν. Έφεσο και παρακαλούσαν τον πνευματικό να τους βοηθήσει. Είχαν περάσει ήδη εννιά μήνες από την εξώμοσή τους. Αυτός συμβούλευσε τη γυναίκα να υποκριθεί την άρρωστη. Ο γιατρός που την «εξέτασε», φίλος του πνευματικού, αποφάνθηκε πως μόνο στη Σμύρνη θα θεραπευόταν. Ο αγάς επέτρεψε να αναχωρήσει η Μαρία με τη συνοδεία του Μάρκου.
ΦΥΓΑΔΕΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ: Ο αγάς όμως γρήγορα αντελήφθη την εξαπάτηση και έστειλε μήνυμα στον πασά της Σμύρνης να τους συλλάβει. Ο Μάρκος τότε βρήκε ένα καράβι που αναχωρούσε για την Τεργέστη και παίρνοντας τη Μαρία έφυγαν. Από κάποια εμπόδια αναγκάστηκαν όμως να αποβιβαστούν στη Βενετία. Εκεί, αφού χρίσθηκαν με άγιο Μύρο, επανεντάχθηκαν στην Εκκλησία, ευλογήθηκε ο γάμος τους (πιθανότατα είχε πεθάνει η νόμιμη σύζυγός του ή ίσως είχε επέλθει η διάζευξη των συζύγων) και ζούσαν με μετάνοια και συντριβή.
ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ: Αργότερα όμως, επειδή δεν μπορούσε ο άγιος να ησυχάσει, εξ αιτίας της άρνησής του, περιπλανήθηκε με την οικογένειά του μέχρι και τη Ρωσία. Τελικά επέστρεψε στις τουρκοκρατούμενες περιοχές και εξομολογήθηκε σε πολλούς πνευματικούς, ακόμη και Μητροπολίτες, τον σφοδρό πόθο του να μαρτυρήσει. Όλοι, όμως, προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν, τονίζοντάς του πόσο επικίνδυνο είναι αυτό για τον ίδιο και τους άλλους χριστιανούς αλλά και ότι μπορεί να σωθεί απλώς και με την μετάνοια. Ο θερμότατος όμως πόθος του για ομολογία τον οδήγησε στη Ν. Έφεσο, όπου και είχε αρνηθεί τον Χριστό. Ο πνευματικός του ωστόσο δεν του έδωσε ευλογία να μαρτυρήσει εκεί, επειδή οι Τούρκοι ήσαν εξαγριωμένοι εξαιτίας του προσφάτου μαρτυρίου του αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου (5 Απριλίου του ιδίου έτους) και της καινούργιας εκκλησίας που χτιζόταν.
ΑΥΤΟΒΟΥΛΩΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗ: Έτσι ο Μάρκος έφυγε και πήγε στη Χίο, όπου ύστερα από έντονη πνευματική προετοιμασία παρουσιάστηκε στον αγά. Στην ερώτηση του αγά τι θέλει στο δικαστήριο απάντησε: “Εγώ ήμουν Χριστιανός και ονομάζομαι Μάρκος. Κατάγομαι από τη Θεσσαλονίκη και γεννήθηκα στη Σμύρνη από γονείς χριστιανούς”. Στη συνέχεια ο άγιος ομολόγησε την αγία πίστη του και αποκήρυξε το Ισλάμ. Έβγαλε από το στήθος ένα σταυρό και τον φίλησε, πέταξε κάτω το σαρίκι του και φόρεσε ένα αγιορείτικο σκουφί. Ο αγάς με έκπληξη τον ρώτησε: “Είσαι τρελός ή μεθυσμένος, άνθρωπε”; “Ούτε τρελός ούτε μεθυσμένος είμαι”, απάντησε ο άγιος. Και στις κολακείες του αγά, που ακολούθησαν, το μόνο που έλεγε ήταν ότι είναι έτοιμος να χύσει το αίμα του για τον Χριστό.
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ: Τον έκλεισαν στη φυλακή και του έβαλαν τα πόδια στο “τουμπρούκι”, το τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος είχε τόση κατάνυξη που έψαλλε συνεχώς μελωδικότατα ύμνους. Ο Σούμπασης (αστυνόμος) από κακία μπήκε στο κελί και άνοιξε τέρμα το τιμωρητικό ξύλο, ώστε τα πόδια του αγίου ν’ ανοίξουν τόσο, όσο δεν γινόταν άλλο, προκαλώντας του αφόρητο πόνο. Ύστερα άρχισε να τον κλωτσάει, όπου εύρισκε, με αποτέλεσμα ο άγιος να αιμορραγεί από το στόμα. Παρόλ’ αυτά ευχαριστούσε συνέχεια τον Θεό για τα παθήματά του. Κάποιοι χριστιανοί κατόρθωσαν να μπουν στη φυλακή και να ενισχύσουν τον μάρτυρα. Αυτοί διηγήθηκαν και τον αγώνα του. Μέσα στη φυλακή είχε πολλές αποκαλύψεις που τον στερέωσαν πνευματικά, ώστε να τελειώσει το μαρτυρικό του στάδιο. Επίσης η τοπική εκκλησία φρόντιζε να κοινωνεί ο άγιος τακτικά μέσα στη φυλακή το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ακολούθησε η δεύτερη εξέταση, πότε με υποσχέσεις, πότε με απειλές. Ο άγιος σταθερά επέμενε στην πίστη του προκαλώντας και τους Μωαμεθανούς να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε όρμησαν όλοι και τον έσπρωχναν με λύσσα και τον χτυπούσαν τόσο που τον γκρέμισαν από τη σκάλα. Σ’ όλο το δρόμο για τη φυλακή ο σούμπασης και οι άλλοι τον ράβδιζαν και στη φυλακή τόσο πολύ άνοιξαν το ξύλο, ώστε κυριολεκτικά διαλύθηκαν τα πόδια του. Κι ο άγιος συνεχώς έψελνε και έλεγε: “Κύριε, δέξου με, εμένα, τον αρνητή Σου!”
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ: Πολλοί χριστιανοί, από την πρώτη μέρα που συνελήφθη και βασανιζόταν ο άγιος άρχισαν αυστηρή νηστεία, ενώ αδιαλείπτως προσεύχονταν. Όλοι οι ναοί λειτουργούσαν κάθε μέρα και έψαλλαν συνέχεια την παράκληση όχι μόνο εκεί, αλλά ακόμη και στα σπίτια, θέλοντας να ενισχύσουν τον μάρτυρα. Ο ίδιος ο άγιος παρακαλούσε τους Χριστιανούς να προσεύχονται και να μη λυπούνται γι’ αυτόν. “Αύριο γίνεται ο γάμος μου”, έλεγε χαρακτηριστικά, “να χαίρεστε όχι να λυπάστε και να κλαίτε”. Ο ίδιος προείδε τον θάνατό του και ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους, ενώ έστειλε τις ευχαριστίες του σ’ όσους του συμπαραστάθηκαν και τα σέβη του στους ιερωμένους.
ΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Τον έβγαλαν τέλος από τη φυλακή και, δέρνοντας, σπρώχνοντας και βρίζοντας, τον έφεραν στο δικαστήριο. Ήταν μαζεμένοι όλοι οι αγάδες και ο Μουφτής. Μετά την τρίτη ομολογία του, στις 5 Ιουνίου 1801, καταδικάστηκε στον δια ξίφους θάνατο. Βγήκε από το δικαστήριο καταχαρούμενος, το πρόσωπό του, λέγανε οι παριστάμενοι, έλαμπε. Και, παρόλο που τα πόδια του ήταν τσακισμένα και είχε δεμένα τα χέρια, κυριολεκτικά έτρεχε προς τον τόπο της εκτέλεσης σαν να μην πατούσε στη γη. Οι φύλακες έλεγαν μάλιστα ότι “οι δαίμονες τον πήγαιναν σηκωτόν στον αέρα[!]”, τόσο πολύ αναγκάζονταν να τρέχουν μαζί του. Ο διοικητής και οι φύλακες με τα ξύλα στα χέρια αγωνίζονταν να συγκρατήσουν το πλήθος που μαζεύονταν για να δουν την άθληση του μάρτυρα. Όταν έφθασαν στον συνηθισμένο τόπο ο άγιος με χαρά γονάτισε μόνος του και είπε στον δήμιο: “Έλα, κτύπα!” Ο δήμιος, ίσως από αδεξιότητα, δεν κατάφερε με μια σπαθιά να τον αποκεφαλίσει και όχι μόνο αυτό αλλά του έφυγε και το σπαθί από τα χέρια. Ο άγιος έπεσε κάτω μαζεμένος, ακίνητος, χωρίς να ταράσσεται, η να φωνάζει. Ο δήμιος άρπαξε το σπαθί και με πολλά και γρήγορα χτυπήματα τον αποκεφάλισε. Οι Χριστιανοί δόξαζαν τον Θεό. Πολλοί έτρεξαν στις εκκλησίες, όπου εξέφραζαν τη χαρά τους ψάλλοντας ύμνους για το μάρτυρα. Όλοι με ασυγκράτητη ορμή χωρίς να υπολογίζουν χρήματα ζητούσαν ν’ αποκτήσουν ως ευλογία κάτι από τον μάρτυρα. Ακόμη και χώμα βρεγμένο με το αίμα του η κομμάτι από τα ρούχα του. Το άγιο λείψανο, που ευωδίαζε, κατόρθωσαν οι Χριστιανοί να το πάρουν και να το ενταφιάσουν δωροδοκώντας τους Αγαρηνούς με πολλά χρήματα.
Άγιε Μάρτυρα του Κυρίου Μάρκο, ας έχουμε την ευχή σου!