« ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον (Ἰω. ιστ´, 21)».
Κάθε γυναίκα, ὅταν γεννᾶ, αἰσθάνεται πόνους καὶ ἔχει λύπη, διότι ἦλθε ἡ ὥρα της νὰ γεννήση. Ὅταν ὅμως γεννήση τὸ βρέφος της, δὲν θυμᾶται πλέον τὴ θλίψη καὶ τοὺς πόνους τοῦ τεκετοῦ, ἐξαιτίας τῆς χαρᾶς, ποὺ νιώθει, διότι ἔφερε ἕναν ἄνθρωπο στὸν κόσμο.
Εἶναι μεγάλη χαρά, ὅταν γεννιέται ἕνα παιδί. Δυστυχῶς παρασύρονται ὁρισμένοι ἀπὸ τὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο καὶ σκοτώνουν, πρὶν γεννηθοῦν τὰ ἴδια τὰ παιδιά τους βοηθούμενοι ἀπὸ ὁρισμένους ἀδίστακτους γιατρούς.
Τὶ λέει ὅμως ὁ ὅρκος τοῦ Ἱπποκράτη;