Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Ο Άγιος Δημήτριος ως πρότυπο κατηχητή και ιεραποστόλου

Ο Θεός σε εκείνους που αγωνίζονται τον Παρθενικόν βίον δίδει την Χάριν της Μυροβλησίας.

Στή συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας κάποιοι μῆνες ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία καί γι' αὐτό ἀπέκτησαν πρόσθετη ὀνομασία. Ἔτσι ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας, ὁ Σεπτέμβριος τοῦ Σταυροῦ καί ὁ Ὀκτώβριος τοῦ Ἁγ. Δημητρίου.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ὁ ρόλος τῆς Παναγίας καί τοῦ Σταυροῦ στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Στήν περίπτωση δέ τοῦ Μεγαλομάρτυρα Ἁγ. Δημητρίου ἐπιβραβεύεται προφανῶς ἡ συμβολή του στή
στερέωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως μέ τήν ἄρνηση τῆς εἰδωλολατρίας καί τή διατράνωση τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, ὅπως γνωστό τροπάριο τονίζει: «Δημήτριος καί Νέστωρ...τῶν εἰδώλων τήν πλάνην κατήργησαν καί τῆς θεογνωσίας τό τέλειον μυστήριον λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ὑψηγοροῦντες ἀνεκήρυττον...».
Καί ὁ μεγάλος αὐτός ἄθλος δέν κατορθώθηκε τυχαία. Ἔγινε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί χάρη στήν ἄμεπτη ζωή καί τά λαμπρά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου, τήν κατηχητική καί ἱεραποστολική του διακονία, τό σεπτό του μαρτύριο, τά ἀναρίθμητα θαύματα, τήν προστασία τῆς πόλης του Θεσσαλονίκης, τῆς Ἑλλάδας καί τῆς οἰκουμένης ὅλης, καθώς ψάλλουμε στό Ἀπολυτίκιό του: «Μέγαν εὕρατο ἐν τοῖς κινδύνοις σέ ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη...».
Στό παρόν ἄρθρο θά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στήν κατηχητική καί ἱεραποστολική διακονία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
1. Κλίση καί κλήση στήν Ἱεραποστολή
Ἡ «κλίση» εἶναι χάρισμα, τάλαντο, ἔμφυτη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἐσωτερική ψυχική δύναμη, πού πρέπει κατάλληλα νά καλλιεργηθεῖ. Ἡ «κλίση» εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου θετική ἀπάντηση στό θεῖο κάλεσμα. Στόν Ἅγιο Δημήτριο συναντοῦμε καί τά δύο: κλίση καί κλήση, καί μάλιστα σέ ἀξιοθαύμαστο βαθμό.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος καί ἕτερος πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης, μέ πολύ θαυμασμό καί ἔκδηλη συγκίνηση γράφει στήν ἐγκωμιαστική του ὁμιλία στόν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο: «Δημήτριος ὁ σοφός καί παρθένος καί ὅσιος καί ὡς εἰπεῖν πάγκαλός τε καί παναμώμητος, καί φύσει καί σπουδή καί χάριτι λαμπρυνόμενος» (Ε.Π.Ε., τόμ. 11). (Δηλαδή, ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἶναι ὁ σοφός καί παρθένος καί ὅσιος καί, θά ἔλεγα, αὐτός πού συγκεντρώνει στόν ἑαυτό του κάθε καλοσύνη καί ὁ παναγνός. Τόν λαμπρύνει καί ἡ φύση του καί ἡ παιδεία καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ).
Ἀξίζει σίγουρα νά διερευνήσουμε μέ ποιόν τρόπο καί σέ ποιό βαθμό ἡ «φύση» του, ἡ«σπουδή» καί ἡ «χάρη» τοῦ Θεοῦ λάμπρυναν καί στόλισαν τόν Ἅγιο.


Ὡς πρός τό πρῶτο, ὁ Δημήτριος κληρονόμησε ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του μιάν ἄρτια φύση. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν γεμάτος μέ ἄρρητα χαρίσματα. Στή συνέχεια, ἦταν τρυφερός καί εὐγενικός νεανίας, πολύ ὡραῖος στήν ὄψη, ὄχι μόνο κατά τόν ἐξωτερικό καί αἰσθητό ἄνθρωπο, ἀλλά σέ μεγαλύτερο ἀκόμη βαθμό κατά τόν ἐσωτερικό καί βαθύτερο. Αὐτή ὅμως ἡ καλή φύση πρέπει νά δουλευτεῖ καί νά ἀξιοποιηθεῖ.
Καί ὁ Δημήτριος μέ τή σπουδή τῆς σοφίας, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. 6,4), μέ τή μελέτη τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τήν ἄσκηση, τή νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἀγρυπνία καλλιέργησε καί τελειοποίησε τή φύση του. Ἰσχυροποίησε τήν πίστη του καί τήν ἔκανε ἀνίκητη. Φύλαξε ἀμίαντη τή χάρη πού δέχτηκε κατά τό Βάπτισμά του εἰς Χριστόν. Γνώρισε καί τήρησε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐξάγνισε τόν ἑαυτό του καί δυνάμωσε τόν χαρακτήρα του. Στό ἄνθος τῆς νεότητάς του ἀποδέχτηκε τήν παρθενία, ἐπιλέγοντας τήν ἀπόλυτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι κάθε ἄλλης ἀγάπης τοῦ κόσμου. Ἀνεδείχθη ἔτσι στεφανωμένος νικητής ἀπό τή νεότητά του. Στήν περίπτωσή του ἰσχύει ἀπόλυτα τό «ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20), καθώς καί τό«οὐκ ἦν ὅμοιος ἐπί τῆς γῆς» (πρβλ. Ἰώβ 1,8).
Ἦταν ἑπόμενο, λοιπόν, γιά νά ἔλθουμε στό τρίτο στοιχεῖο στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός εἶδε τόν Δημήτριο. Ὁ Θεός «ὁ ἐρευνῶν νεφρούς καί καρδίας» (Ἀποκ. 2,23), «ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δέ Θεός ὄψεται εἰς καρδίαν» (Α΄ Βασιλ. 16,7), εὐδόκησε νά σκηνώσει σ' αὐτόν, νά τόν καταστήσει σέ ὅλα θεϊκό. Γιατί βρῆκε τόν Δημήτριο «Χριστοῦ εὐωδία» (Β΄ Κορ. 2,15), «ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον» (Β΄ Τιμ. 2,15), ἀγαπημένον τοῦ Χριστοῦ μαθητῆ, «σκεῦος ἐκλογῆς... τοῦ βαστᾶσαι τό ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν τε καί βασιλέων» (Πράξ. 9,15).
2. Αὐταπάρνηση καί πνεῦμα θυσίας
Πιστός καί ὁ Δημήτριος, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4,19-20). Ἀπαρνήθηκε πάντα τά τοῦ κόσμου: ἀξιώματα, ἀπολαύσεις, ἀνέσεις, τιμές, ἀναγνώριση καί ἀφιερώθηκε στό διδακτικό καί ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔζησε τό πνευματικό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως πρίν φθάσει στήν ἀπόλυτη θυσία, στό ἐξωτερικό καί σωματικό μαρτύριο. Ἀπό τή διδακτική καί ἱεραποστολική του ἐργασία στήν «καταφυγή» ὁδηγήθηκε βίαια στή φυλακή τοῦ μαρτυρίου χωρίς διαμαρτυρίες. Χωρίς νά προστατευθεῖ, νά κρυφτεῖ ἤ νά προβάλει κάποια ἀντίσταση. Ἀλλά μέ πλήρη ὑπακοή καί ἀπόλυτη ἀφοσίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἦταν δηλαδή ἕτοιμος ἀπό καιρό καί περίμενε. Πῶς τό λέγει ὁ Ψαλμωδός; «Ἠτοιμάσθην καί οὐκ ἐταράχθην τοῦ φυλάξασθαι τάς ἐντολάς σου (Κύριε)» (Ψαλμ. 118,60). Δηλαδή προετοιμάστηκα μέ κατάλληλες σκέψεις καί ἀποφάσεις καί δέν αἰσθάνθηκα κλονισμό καί ἀμφιταλάντευση γιά νά φυλάξω τίς ἐντολές σου.
Ἀκόμη, ἡ ἀτρόμητη αὐτή στάση τοῦ Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου μᾶς φέρνει στή σκέψη τά λόγια νεότερου Ἱεραποστόλου, γέννημα-θρέμμα καί αὐτός τῆς Θεσσαλονίκης: «Γιά τήν Ἱεραποστολή τό δόσιμο νά εἶναι ἀληθινό, ὁλοκληρωτικό, δίχως κρατούμενα, μέ διάθεση αὐτοθυσίας καί αὐταπαρνήσεως καί μέ σκοπό νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας μεταξύ τῶν ἰθαγενῶν» (π. Κοσμᾶς Γρηγοριάτης).
3. Πρότυπο κατηχητή καί Ἱεραποστόλου
Ὡς χριστιανός ὁ Δημήτριος, λατρεύοντας τόν ἀληθινό Θεό ἀπό πολύ ἐνωρίς κατενόησε τή μεγάλη ἀλήθεια ὅτι «Ἐκκλησία χωρίς Ἱεραποστολή εἶναι Ἐκκλησία χωρίς ἀποστολή». Συνειδητοποίησε ἔτσι τό χρέος του πρός τούς μή γνωρίζοντες εἰσέτι τόν Χριστό καί μέ ζέση καί ζῆλο ἀνέλαβε ἱεραποστολικό ἔργο μέ κυριότερα ὄπλα του τόν λόγο καί τό παράδειγμά του.
Εἶχε ἐπιλέξει «ἐπίσημον τόπον», τόν χῶρο πού βρισκόταν ἐκεῖ ὅπου σήμερα βλέπουμε τόν Ἱ. Ναό τῆς Παναγίας Χαλκέων καί τό πάρκο τοῦ Ναοῦ. Ἐκεῖ βρίσκονταν τότε πολλές καί μεγάλες στοές. Σέ μία ἀπό αὐτές γινόταν τό Κατηχητικό τοῦ Δημητρίου. Ἡ στοά αὐτή ἦταν γνωστή ὡς «Χαλκευτική», οἱ δέ Χριστιανοί τήν ἀποκαλοῦσαν «Καταφυγή». Ἦταν πράγματι ἕνα ἥσυχο λιμάνι τῆς εὐσέβειας. Ἡ δέ προσωνυμία τῆς «Καταφυγῆς» ἀντανακλοῦσε τήν παρηγοριά καί τό πνευματικό καταφύγιο πού ἔβρισκαν κοντά στόν γλυκύ, ἑλκυστικό, πειστικότερο καί «σοφώτατο ἐν διδαχαῖς» (Δοξαστικό Αἴνων) χριστιανό δάσκαλο οἱ πονεμένες καρδιές.
Δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά διδάσκει κανείς στό κέντρο τῆς πόλης καί μάλιστα μία ἀπαγορευμένη πίστη. Συγκεντρώνονται ἀπρόσκλητα πάσης φύσεως ἄνθρωποι, μέ ποικίλα φρονήματα. Ἀπαιτεῖται αὐταπάρνηση, θεϊκός ζῆλος, θυσία, περιφρόνηση τοῦ θανάτου. Παρά ταῦτα ὁ Δημήτριος ἐξελίσσεται σέ ἕνα ζωντανό διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, πού «εὐκαίρως ἀκαίρως» διδάσκει σέ ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι «ὁ πλήρης Χάριτος καί Πνεύματος Ἁγίου», «ὁ σοφός», «ὁ πεπαιδευμένος», «ὁ δυνατός ἐν λόγῳ» στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης διά τοῦ ἐπισκόπου της ἀναθέτει τό διδακτικό της ἔργο, παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του.
Δίδασκε μέρα καί νύχτα. Ὄχι μέ φόβο, μήπως τόν καταγγείλουν καί συλληφθεῖ, ἀλλά εὐθαρσῶς, «εὐπαρουσιάστως, μηδεμίαν ἀνθρωπίνην δόξαν λογιζόμενος». Καί τό ἀρχαῖο μαρτυρολόγιο τοῦ Ἁγίου συμπληρώνει: «πείθων τε καί διαλεγόμενος κατά τό ἀποστολικόν ἔνταλμα τοῦ μακαρίου Παύλου πρός τόν ἅγιον Τιμόθεον γράψαντος… κήρυξον τόν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καί διδαχῇ» (Β΄ Τιμ. 4,2).
Πολλοί ἀπό τούς ἐγκωμιαστές τοῦ Ἁγ. Δημητρίου συνδέουν στενά τόν Κατηχητή τῆς Θεσσαλονίκης μέ τόν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο. «Ἐκεῖνος (ὁ Παῦλος) –γράφει ὁ Λέων Στ΄ ὁ Σοφός– περιβληθεῖς διά τοῦ θείου φωτός ἀπέβη κύριος τῶν ἐθνῶν, μεταβαλών τόν κατά τῆς εὐσεβείας ζῆλον τῶν ἐχθρῶν ὑπέρ τῆς εὐσεβείας. Ὁ μάρτυς (Δημήτριος) φλεγόμενος ὑπό τῆς εὐσεβείας ἐκήρυττεν “ἀπτοήτῳ γλώσσῃ” τό μυστήριον… συντελέσας εἰς τήν εἰς Χριστόν ἐπιστροφήν τῶν ἀνθρώπων».
Πηγή τῆς διδασκαλίας του ὁ Δημήτριος εἶχε τήν Ἁγία Γραφή. Μέσα ἀπό τόν θεόπνευστο λόγο τοῦ Θεοῦ ἀποδείκνυε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Ἡ διδασκαλία του ἦταν λιτή, ἀπέριττη καί κατανοητή ἀπό ὅλους. Δίδασκε ὅτι ἡ θεία Σοφία (ὁ Ἰησοῦς Χριστός) κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά ζωογονήσει τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία ἄνθρωπο καί νά σώσει τό δημιούργημά του μέ τό ἴδιο τό αἷμα του.
Ἀποτελεσματικός ἐπίσης ἦταν ὁ Δημήτριος στήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Καί ὅπως ἔχει γραφεῖ γιά τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, κανείς δέν μποροῦσε νά ἀντισταθεῖ«τῇ σοφίᾳ καί τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει» (Πράξ. 6,10) ὁ Δημήτριος. Κηρύττοντας δέ τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τονίζοντας τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποστόμωνε τούς Ἰουδαίους. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος γράφει: «Ὁ Δημήτριος διά τοῦ φωτός τοῦ κηρύγματός του ἀπήλλαξε τήν Θεσσαλονίκην ἀπό τῆς πλάνης καί ὠδήγησε τούς κατοίκους αὐτῆς πρός τόν Χριστόν».
Συμπερασματικά, ὁ Δημήτριος εἶναι ἕνας χαρισματικός διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου. Στήν ὑμνογραφία ἐξυμνεῖται ὡς: «διδάσκαλος θεοσεβείας, φωστήρ λογικός τῆς εὐσεβείας, στόμα Χριστοῦ ἅγιον, στόμα χρυσαυγέστατον, στόμα Θεοῦ». Ἐνῶ ὁ Συμεών ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τόν ἀποκαλεῖ: «μεγάλο διδάσκαλο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, ἀπόστολο καί εὐαγγελιστή τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, χριστοκήρυκα, προφήτη καί Ἱεραπόστολο».
4. «Ὁ Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι».
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Νέστορας, πρίν μονομαχήσει μέ τόν παλαιστή Λυαῖο, ἔτρεξε στή φυλακή γιά νά ζητήσει τήν εὐλογία τοῦ δασκάλου καί κατηχητή του Δημητρίου. Ἐκεῖνος τόν σταύρωσε στό μέτωπο καί προφήτευσε: «Καί τόν Λυαῖο νικήσεις καί ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις». Ἔπειτα ὁ Νέστορας ὁρμώντας στό στάδιο κατά τοῦ Λυαίου ἀνέκραξε: «Ὁ Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι».
Γεννιέται τό ἐρώτημα. Γιατί ὁ Νέστορας δέν εἶπε «Θεέ, βοήθει μοι» ἀλλά «Ὁ Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι»;
Ἡ μία ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Νέστορας μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπικαλεῖται τόν ἀληθινό Θεό, τόν ὁποῖο γνώρισε ἀπό τόν Δημήτριο στήν «Καταφυγή». Καί αὐτός ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δέν ἐπικαλεῖται ἀφηρημένα κάποιον ἄγνωστο θεό, ἀλλά Αὐτόν πού φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτόν πού πιστεύει καί ὁ κατηχητής καί ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλά καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἄλλη ἀπάντηση ἀναδεικνύει τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ μαθητῆ στό πρόσωπο τοῦ Κατηχητῆ του καί μέσω αὐτοῦ στόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅταν στό πρόσωπο τοῦ Κατηχητῆ ἐπαληθεύονται αὐτά πού λέγει, τότε αὐτό ἐνισχύει καί παραδειγματίζει τόν μαθητή. Ἀπό μιά ἄποψη δηλαδή ἔχουμε ἐδῶ τόν θρίαμβο τοῦ φωτεινοῦ διδασκαλικοῦ παραδείγματος. Μαθητής καί μελετητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού ἔλεγε: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγῶ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1), ὁ Δημήτριος μποροῦσε σιωπηλά καί ἀθόρυβα νά προβάλει καί τόν ἑαυτό του ὡς παράδειγμα πρός μίμηση. Καί ἡ προσπάθεια αὐτή εἶχε πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τό ἐπιβεβαιώνουν οἱ πολυπληθεῖς μαθητές του. Ἰδιαιτέρως ἡ περίπτωση τοῦ Νέστορα.
5. Τέλος, μιά εὐχή – σάν προσευχή
Ἅγιε μας Δημήτριε, ὡς ἔχων «εὐάρεστον παρρησίαν πρός τόν Χριστόν» σέ παρακαλοῦμεν καί σέ ἰκετεύομεν:
Σκέπε ἡμᾶς, τήν πόλη σου, τήν πατρίδα μας, τήν Οἰκουμένη.
Σκέπε τά παιδιά καί τούς νέους, πού τόσο ἀγάπησες καί κατήχησες.
Σκέπε τούς Ἱεραποστόλους μας, πού καθημερινά θυσιάζονται στούς μακρινούς τόπους τῆς διακονίας τους, πιστοί στή θεϊκή ἐντολή: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη».