Ήρθε η στιγμή της διάλυσης του Ελληνικού Έθνους. Ο Α. Τσίπρας έχει βάλει τις βάσεις για να ισοπεδώσει αρχές και αξίες, καθώς σήμερα ομολόγησε πως ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας έρχεται. 
Φυσικά ούτε λόγο για την εκτέλεση του Κ. Κατσίφα, ένας τραγικός και επικίνδυνος Πρωθυπουργός για τα εθνικά συμφέροντα.
Το σχέδιό του για την συνταγματική αναθεώρηση ξεδίπλωσε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ενώπιον της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στην καθιέρωση απλής αναλογικής, στον τρόπο εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας,
στην καθιέρωση δημοψηφισμάτων, αλλά και στην ανάγκη αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Ο πρωθυπουργός ξεκινώντας την εισήγησή του είπε «Η ελληνική οικονομία βρίσκεται, πλέον, σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης». Πρόσθεσε ότι «οι δημοσιονομικές μας επιδόσεις είναι τέτοιες, που όχι μόνο καθιστούν το μέτρο της περικοπής των συντάξεων αχρείαστο, αλλά την ίδια στιγμή δίνουν τη δυνατότητα και για μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης και κοινωνικής στήριξης».
Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επισήμανε ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού, που έχει καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συζητείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων για τα οποία δεσμεύτηκε στη ΔΕΘ.

Προανήγγειλε ότι αυτά τα μέτρα θα ξεκινήσουν να νομοθετούνται εντός Νοεμβρίου «και εκεί, πλέον, θα κληθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση». «Θα αναγκαστούν να ομολογήσουν και δημόσια, στο Κοινοβούλιο, αυτό που μέχρι σήμερα αρνούνται πεισματικά, δίνοντας μια ψευδή εικόνα στον ελληνικό λαό» σημείωσε ο πρωθυπουργός. «Να ομολογήσουν ότι δηλαδή ο κύκλος των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει κλείσει και πλέον περνάμε σε μια νέα φάση λελογισμένης δημοσιονομικής επέκτασης» συμπλήρωσε.

Δείτε όλη την ομιλία του πρωθυπουργού


Ο πρωθυπουργός, αναφέρθηκε στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε άλλους τομείς, όπως στην δημόσια διοίκηση αλλά και όπως είπε σταμάτησε η νομοθέτηση με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Αναφέρθηκε σε σειρά νομοθετημάτων για νέα πολιτικά δικαιώματα κάνοντας βήματα για την ισότητα των πολιτών. Καταργήθηκε, είπε η πολιτική επιστράτευση των απεργών. Επανήλθαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.
«Βασικός στόχος μας», είπε ο πρωθυπουργός, «είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού για τις σύγχρονες κοινωνίες».

Οι αλλαγές που προτείνονται στο Σύνταγμα

«Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική συνθήκη είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε και να προτείνουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του ελέγχου που αυτό ασκεί τόσο στις Κυβερνήσεις όσο και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εξουσία», είπε ο πρωθυπουργός. Και εξήγησε: «Μέτρα δηλαδή που θα ενισχύουν τις λειτουργίες η εξουσία των οποίων πηγάζει απευθείας και άρα ελέγχεται απευθείας από το λαό. Αλλά και μέτρα που θα ενισχύουν την λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή στην πολιτική ζωή αλλά και την λήψη των αποφάσεων».
Πρότεινε:
  • Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος στο Σύνταγμα, αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας. Εξηγώντας τι είναι η ψήφος δυσπιστίας είπε: «Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί το θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και άλλος Πρωθυπουργός. Και τούτο φυσικά δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων. Και είναι αλήθεια ότι το μέτρο αυτό ισχυροποιεί την εκάστοτε  Κυβέρνηση.Είναι λοιπόν γι’ αυτό το λόγο που δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό εξισορροπητικού μηχανισμού. Πρόκειται εδώ για ένα εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό – δεν θα μπορούσε να υπάρξει δημοκρατικότερο – αντίβαρο της ισχυροποίησης της κυβέρνησης».

Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας – Πρωθυπουργός μόνο αν είναι και βουλευτής

«Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης αλλά και σεβασμού της λαϊκης βούλησης  σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών, εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο», είπε ο Αλέξης Τσίπρας.
Και συνέχισε: «Εδώ όμως έχουν κατατεθεί προβληματισμοί για τον τρόπο εκλογής εφόσον δεν επιτευχθούν οι αυξημένες πλειοψηφίες των 200 και των 180 βουλευτών. Μια λύση είναι η διενέργεια μιας τελευταίας ψηφοφορία που θα απαιτεί απλώς 151 βουλευτές, ενώ μια άλλη η απευθείας εκλογή από τον λαό με αναμέτρηση μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων στην τελευταία άγονη ψηφοφορία της Βουλής. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα και για τις δύο προτάσεις και σήμερα πρέπει να καταλήξουμε στην τελική μας απόφαση».
Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε και στο αξίωμα του πρωθυπουργού. Είπε: «Επίσης εντός της λογικής που έχω ήδη περιγράψει εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή βουλευτής. Και τούτη είναι μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από την κρίση. Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Οι πρωθυπουργοί πρέπει να εκλέγονται από το λαό και να λογοδοτούν στο λαό και μόνον σε αυτόν».

Επιμένουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία

Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην διενέργεια δημοψηφισμάτων. Όπως είπε: «Το περιβόητο κίνημα των πλατειών, για παράδειγμα, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, πέραν του θυμού και της οργής απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, έθεσε στην ημερήσια διάταξη και ένα καίριο ερώτημα που αφορά τα όρια της αντιπροσώπευσης. Έθεσε το αίτημα για απευθείας συμμετοχή του λαού στην διαμόρφωση της πολιτικής και των κρίσιμων αποφάσεων. Απαίτησε να μην είναι ο λαός παρατηρητής των εξελίξεων όσο διαρκεί η τετραετία. Και ο λαός αποτελεί για μας το κύριο, το βασικό, το ισχυρότερο θεσμικό αντίβαρο».
Απευθυνόμενος σ’ εκείνους που λένε ότι τα δημοψηφίσματα είναι λάθος γιατί ο λαός παρασύρεται εύκολα και δε ξέρει είπε: «Ακόμη και αν υποθέταμε ότι έχουν δίκιο, θα έπρεπε εντούτοις να τους ζητήσουμε να τολμήσουν να πουν τα πράγματα με το όνομα τους σε σχέση με το πολίτευμα που υπερασπίζονται: Διότι αυτό δεν είναι η δημοκρατία αλλά η αριστοκρατία. Επειδή όμως εμείς είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, θα επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε. Για αυτό λοιπόν επιμένουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο. Και για αυτό θεσμοθετούμε για πρώτη φορά την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία».

Νόμος περί ευθύνης υπουργών – Όριο θητειών για τους βουλευτές

Δεν μπορούμε να ανεχτούμε και να αποδεχτούμε την θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας, είπε ο πρωθυπουργός. Και πρόσθεσε: «Διότι ο περιβόητος Νόμος για την ευθύνη των υπουργών και το άρθρο 86 αποτελεί τη θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας. Έφτασε λοιπόν η ώρα -και ας αναλάβουν σε αυτό την ευθύνη τους όλα τα κόμματα – για την τροποποίηση των διατάξεων  περί ευθύνης των υπουργών ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Και να προσδιοριστεί ταυτόχρονα ότι η ειδική δικονομική διαδικασία που προβλέπει αρμοδιότητα της βουλής δεν αφορά τα αδικήματα που τελούνται απλώς επ΄ευκαιρία αυτών. Και με τον τρόπο αυτό να εξισωθεί η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει, με την ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών. Επίσης είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων για τη βουλευτική ασυλία ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Και άρα να ζητείται από τη βουλή να κρίνει αν χρειάζεται να δοθεί προστασία και όχι να κρίνει αν χρειάζεται να αρθεί η δεδομένη και πάσης φύσεως προστασία. Και ακόμα προτείνουμε να αναμετρηθούμε με την αντίληψη των πολιτών ότι η πολιτική είναι επάγγελμα και μάλιστα για ορισμένους επικερδές και όχι προσφορά. Προτείνουμε να προβλεφθεί λοιπόν όριο θητειών για τους βουλευτές ώστε να μην δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.

Σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας

Αναφερόμενος στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, ο πρωθυπουργός είπε:«Νομίζω ότι η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, την σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμο των σχέσεων αυτών. Και έχω την εκτίμηση ότι και εδώ διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή. Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους με ότι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά. Και αυτή η ρητή κατοχύρωση είμαι βέβαιος ότι θα βρει σύμφωνη την Εκκλησία που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το Κράτος. Και αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος. Ένα σημαντικό βήμα για τον αναγκαίο διαχωρισμό των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία, που δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα. Αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια. Προϋποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία. Και θέλω να διαβεβαιώσω και από αυτό εδώ το βήμα την Ηγεσία της Εκκλησίας ότι εμείς προσερχόμαστε σε αυτό το διάλογο με ακριβώς αυτό το πνεύμα.
Το ίδιο εξάλλου με έχει διαβεβαιώσει και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με τον οποίο μας συνδέει αμοιβαία εκτίμηση και ο διάλογός μας έχει νομίζω εδώ και τρία χρόνια ωριμάσει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε πια τι είναι αναγκαίο και τι είναι αμοιβαία επωφελές, τόσο για την εκκλησία όσο και για το κράτος».
Πηγή