Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ο εκατόνταρχος
(16/10)
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου
του 16ου Δ. Σχ.
Στη Σταύρωση του Κυρίου, ο επιβλέπων, ο εκατόνταρχος Λογγίνος, άκουσε από Εκείνον το
“τετέλεσται”, ενώ η γη σείονταν κι ο ήλιος σκοτείνιαζε. Τότε ο εκατόνταρχος
ψιθύρισε περιδεής: «Αληθινά ήταν γιός του Θεού». Στον ενταφιασμό του
Κυρίου, ο Λογγίνος φρουρούσε με στρατιώτες τον Τάφο. Όταν Άγγελος Κυρίου σήκωσε
την πέτρα, ο εκατόνταρχος και δυο στρατιώτες του πίστεψαν και έγιναν κήρυκες
της Ανάστασης. Παρά τις προσπάθειες των Ιουδαίων να τους κάνουν να αναιρέσουν
τα περί της Αναστάσεως, εκείνοι έμειναν στέρεοι. Ο Λογγίνος έλεγε: “Μάταιο
κόπο κάνετε να σκοτεινιάσετε αυτό που λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Εγώ θα
ομολογώ, την Ανάσταση του Χριστού.” Τότε αυτοί τον συκοφάντησαν στον
Πιλάτο, μελετώντας εκδίκηση. Ο Λογγίνος νιώθοντας γύρω του μίσος, αποφάσισε να
αποστρατευθεί και να φύγει μακριά.
Αρχίζοντας
καινούργια ζωή, ο Λογγίνος και οι στρατιώτες που τον ακολούθησαν, γνώρισαν τους
Αποστόλους, βαπτίστηκαν και στην Καππαδοκία ο Λογγίνος έγινε απόστολος Χριστού,
φανερώνοντας το αναστάσιμο φως. Αργότερα κατέληξε στο χωριό όπου είχε γεννηθεί.
Εκει ζούσε με νηστεία και προσευχή έχοντας στην καρδιά του το Σταυρό. Οι
Φαρισαίοι, μαθαίνοντας το έργο του, δωροδόκησαν τον Πιλάτο για να καταγγείλει
στον Καίσαρα το Λογγίνο, πως εγκατέλειψε το αξίωμά του και κηρύττε άλλο βασιλιά
στους Καππαδόκες. Ο Πιλάτος έστειλε στον Τιβέριο συκοφαντική επιστολή για το
Λογγίνο, ενώ οι Ιουδαίοι του έστειλαν χρυσάφι, εξαγοράζοντας το θάνατό του.
Σύντομα ο Καίσαρ διέταζε το θάνατο του Λογγίνου. Ο Πιλάτος όρισε στρατιώτες να
βρουν αυτόν και τους άλλους δυο κήρυκες της Ανάστασης, επιστρέφοντας στα
Ιεροσόλυμα με τα κεφάλια τους! Οι απεσταλμένοι, μαθαίνοντας πού βρισκόταν,
κατευθύνθηκαν εκεί, ρωτώντας γι’ αυτόν, λέγοντας πως φέρναν μήνυμα χαρμόσυνο.
Οι
στρατιώτες τον συνάντησαν στην άκρη του χωριού. Εκείνος τους γνώρισε και
κατάλαβε τι ήθελαν. Τους καλωσόρισε και προσφέρθηκε να βοηθήσει. Εκείνοι του
είπαν για το Λογγίνο. Ο Λογγίνος τους απάντησε ότι εκεί ζούσε, ρωτώντας τους τι
τον θέλουν. Οι απεσταλμένοι απάντησαν πονηρά: “Έχουμε ακουστά πως είναι
αγαθός και επιθυμούμε να τον γνωρίσουμε.” Κι ο Λογγίνος είπε: “Παρακαλώ,
περάστε στο σπίτι μου. Ξέρω που ζει, θα τον ειδοποιήσω. Θα 'ρθει δεν είναι
μακριά.” Οι στρατιώτες τον ακολούθησαν σπίτι, όπου τους παρέθεσε πλούσιο
γεύμα. Οι στρατιώτες τρωγόπιναν ώσπου νύχτωσε. Τότε, εμπιστεύτηκαν στο Λογγίνο
το μυστικό. “Μας στείλανε να πάρουμε το κεφάλι του Λογγίνου και των
συντρόφων του. Έτσι αποφάσισε ο Καίσαρας. Κοίταξε μη μαθευτεί και φύγει.”
Κι ο Λογγίνος ψύχραιμα: “Έννοια σας. Ο Λογγίνος θα παρουσιασθεί μόνος του,
αυτός κι οι σύντροφοί του.” Όταν οι λεγεωνάριοι αποκοιμήθηκαν, ο
εκατόνταρχος μήνυσε τους φίλους του να έρθουν. Έπειτα προσευχήθηκε ολονυχτίς.
Το ξημέρωμα σηκώθηκαν οι στρατιώτες και καθώς ετοιμάστηκαν, παρακάλεσαν το
Λογγίνο να τους συνοδέψει στον άνθρωπό τους. Όμως εκείνος τους συνέστησε
υπομονή γιατί σε λίγο θα εμφανιζόταν. Όταν φάνηκαν οι δυο άλλοι
“καταζητούμενοι”, ο Λογγίνος βγήκε και τους καλωσόρισε αγκαλιάζοντάς τους. Τους
είπε τα καθέκαστα, προσθέτοντας: “Χαρείτε, αδελφοί μου. Σε λίγο θα βρεθούμε
μπροστά στον Κύριο, που είδαμε ν’ ανασταίνεται. Αυτοί που θα μας σκοτώσουν
είναι εδώ, ελάτε.” Ακούγοντας αυτά οι φίλοι του, χάρηκαν γιατί έφθασε η ώρα
του μαρτυρικού στεφάνου. Ακολούθησαν το Λογγίνο στο σπίτι, όπου εκείνος είπε
στους δημίους του: “Μπροστά σας βρίσκεται αυτός που ζητάτε με τους
συντρόφους του”. Τότε ο ένας απεσταλμένος είπε: “Αυτό το αστείο δεν το
πιστεύουμε. Οδήγησέ μας στον καταδικασμένο γιατί πρέπει να εκτελέσουμε τις
εντολές.” Τότε ο Λογγίνος πρόσθεσε ήρεμα: “Εμείς είμαστε αυτοί που
ζητάτε. Κάνετε όπως σας προστάξαν.” Κοίταζαν οι στρατιώτες, μη μπορώντας να
πιστέψουν. Ντρέπονταν, να θανατώσουν αυτόν που τους είχε αδελφικά φιλοξενήσει.
“Αγαπητοί μου”, επέμεινε ο εκατόνταρχος, “μην καθυστερείτε. Έτσι θα
ανταποδώσετε την αγάπη που σας έδειξα. Άλλωστε, θέλω ν’ αντικρίσω τον Κύριό μου!”
Λέγοντας αυτά, ντύθηκε με άσπρα ρούχα, φώναξε τους συγγενείς, και, δείχνοντας
ένα βουναλάκι με φοινικιές, είπε: “Εκεί, αγαπημένοι, θάψτε το σώμα μου, πλάι
στους εν Χριστώ συντρόφους μου.” Κι αφού αγκάλιασε όλους, γονάτισε πλάι
στους φίλους του και έσκυψε το κεφάλι κάτω από το σπαθί. Με βαριά καρδιά οι
στρατιώτες τον χτύπησαν. Έπειτα πήραν την κεφαλή του Αγίου Λογγίνου και των
άλλων και τις έφεραν στην Ιερουσαλήμ. Οι σπιτικοί, κλαίγοντας, έθαψαν τα
λείψανα των μαρτύρων κάτω από τα φοινικόδεντρα. Στην Ιερουσαλήμ ο Πιλάτος
έστειλε την τίμια κεφαλή στους Ιουδαίους κι εκείνοι την πετάξαν έξω από την πόλη
στα σκουπίδια! Λίγους μήνες αργότερα μια τυφλή Καππαδόκισσα χήρα ανακάλυψε την
τιμία κάρα του μάρτυρα, βρίσκοντας θαυματουργικά το φως της.