Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ



     Νεαρός διάκονος, τότε, παραμονές τῆς χειροτονίας του σέ πρεσβύτερο (χειροτονήθηκε τό 1959), ὁ π. Νικόδημος Γκατζιρούλης συνέγραψε ἕνα σημαντικό θεολογικό κείμενο. «Ἡ ἀγωνία ἑνός ἱερέως» ἦταν ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου, πού ἔδειχνε τή δική του ἀγωνία γιά νά ἀνταποκριθεῖ στό μέγιστο μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Ἕνα κείμενο μέ μεστό θεολογικό καί πατερικό λόγο, πού μέ ἁπλότητα καί αὐθορμητισμό περιγράφει πῶς ἐμπειρικά ἐκεῖνος ὀνειρευόταν καί ὁραματιζόταν τήν ἱερωσύνη. Μέσα στόν ὁραματισμό του αὐτόν ἦταν καί ἡ τελευταία του λειτουργία. Πενηντατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια μετά τή χειροτονία του σέ πρεσβύτερο, μιά μέρα πρίν τήν κοίμησή του (31-03-2013), στό ἡσυχαστήριό του, πού ἦταν καί ὁ τόπος τῆς ἐξορίας του, κατεύθυνε μέ πολλή δυσκολία τά βήματά του στό ἅγιο θυσιαστήριο καί, γιά τελευταία φορά, τεμάχισε μέ τά τρεμάμενα χέρια του τόν ἀμνό καί κοινώνησε τό Ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τήν ὑπερούσια τροφή, πού μᾶς δόθηκε «εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου», καί πῆρε στά χέρια του τό Ποτήριο καί μετέλαβε τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, πού μᾶς χαρίσθηκε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Κι ἔτσι, μέ αὐτά τά ἐφόδια, μέ αὐτή τήν οὐράνια τροφή, τήν ἑπόμενη μέρα παρέδωσε τό πνεῦμα του καί εἰσῆλθε στήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μεταφέρουμε ἐδῶ τό τελευταῖο κεφάλαιο ἀπό τό βιβλίο του «Ἡ ἀγωνία ἑνός ἱερέως», πού ἔχει τίτλο: 

  Τό «μήν» τς ζως μου. 


   Θά ρθ στιγμή. τροχιά, τήν ποία μο ρισες νά περιπατήσω στή γ, θά βρίσκεται λη πίσω μου. Μπροστά μου θ’ ντικρύζω τήν πύλη, πού κρύβει τήν αωνιότητα. Πρίν τή διαβ, θ’ νεβ, γιά τελευταία φορά τ’ γαπημένα σκαλοπάτια το ναο σου, θά φορέσω τά μφια, καί, μέ βμα ργό, κουρασμένο, θά πάω μπροστά στό γιο Θυσιαστήριο, νά προσευχηθ, νά σέ λατρεύσω, νά βάλω στά χέρια σου τήν ψυχή μου. Ο λέξεις θά βγαίνουν μέ δυσκολία π’ τά χείλη μου. Τό χέρι μου θά ψωθ μέ κόπο, νά κάν τό σχμα τς ελογίας. Τά χρόνια, πού θχουν περάσει, θά χουν φορτώσει μέ βάρος δυσβάσταχτο τή ράχη μου. καρδιά μου μως θά χτυπά, μέ νεανική δύναμι, καθώς θά προσφέρω τήν τελευταία ναίμακτη θυσία. 
      ματιά μου τότε θ’ γκαλιάζ τό παρελθόν καί τό μέλλον. Τό παρελθόν, πού ξιώθηκα νά το ζήσω διακονντας στό πιό ερό καί τό πιό τιμητικό διακόνημα. Καί τό μέλλον, τό ποο, φωτισμένο πάντοτε π’ τή δική σου παρουσία, πλώνεται στήν περαντωσύνη τς αωνιότητος. 
     Πανόραμα μπροστά μου ο ελογίες σου. μαθητεία μου στά ερά γράμματα. χειροτονία μου. Ο λειτουργίες μου. συχνή συμμετοχή μου στή Μυστική Τράπεζα. πικοινωνία μου μέ σένα, πού εσαι κεφαλή, καί μέ τά μέλη τς κκλησίας σου. Ζωηρές μπροστά μου κι’ ο σκιές. Ο παραλείψεις. Τά λάθη. Τά μαρτήματα. Ατόματη ριθμομηχανή συνείδησί μου, θά μο δίν τήν ρα τς τελευταίας μου λειτουργίας τόν πολογισμό. Τά δρα, πού γάπη σου μο χάρισε. Καί τήν προσφορά, πού γώ σο καμα. 


     Τό ξέρω, δέν θά πάρχ σοζύγιο. Ο ελογίες σου θά βαρύνουν πολύ. ν τά δικά μου ργα θά προβάλλουν μέ φοβερή σχνότητα. μόνη λύσι θά εναι, Κύριε, νά πέσ στό μέρος τς πλάστιγγος μέ τά δύνατα ργα μου τό βάρος το θείου λέους σου. Νά κάψ τά μαρτήματα. Νά λαμπικάρ τή ζωή μου. Νά με μπάσ στήν αωνιότητα. 
     Φορτωμένος μ’ να βαρύ βιβλίο στή ράχη μου, τό βιβλίο τς στορίας τς ζως μου, θά γονατίσω κατά τήν τελευταία μου λειτουργία μπροστά στόν πίγειο θρόνο σου, γιά νά τό βάλω στά χέρια σου, καί νά μπιστευθ τήν παρξί μου λόκληρη στήν πλατειά γκάλη το λέους σου. σως τά μάτια μου νναι μουσκεμένα. καρδιά μου μως θναι ερηνική. Ο σταγόνες το αματός σου θά μο μπνέουν τή γαλήνη.

      τελευταία μου λειτουργία. 

     Τήν ραματίζομαι. 

      ραματισμός ατός δέν μο προκαλε λύπη. Δέν μο στεγνώνει τή χαρά. Δέν μο δένει τά χέρια. Γιατί πιό σχυρή π’ τή σκέψι το θανάτου μς χεις χαρίσει τήν «παγγελία» τς αωνιότητος. 
      καμπάνα, πού θά σημάν, Κύριε, τήν ναρξι τς τελευταίας μου λειτουργίας, θά σημάν ταυτόχρονα καί τό τέλος τς ερατικς μου διακονίας. σως καί τό τέλος τς ζως μου. Τόν κάθε χτύπο της θά τόν νοιώθω σάν χτύπω το γγέλου, πού θρθ νά πάρ τήν ψυχή μου. Μά ν θά σημαίν τό τέλος, παράξενη ατή καμπάνα θά σημαίν καί τήν ρχή τς γεμάτης χαρά ζως μου στή βασιλεία σου. χτύπος τς καμπάνας, πού σήμανε στή λειτουργία τς χειροτονίας μου, μο φάνηκε τόσο γλυκός. Σάν να νοιωθε καί τό ψυχο μέταλλό της τά ασθήματα καί τίς συγκινήσεις πού πλημμύριζαν τή νεανική μου καρδιά. Σάν νά μετεχε κι’ ατή στή χαρά καί τό φόβο πού γώ νοιωθα, καθώς μπαινα στόν πιό ερό χρο πού πάρ χει στή γ μας. 
      χος τς καμπάνας, πού θά σημάν τήν εσοδό μου στό οράνιο Θυσιαστήριο, στή σκηνή τήν ληθινή «ν πηξες σύ Κύριος» (βρ. η΄, 2), πόσο πιό γλυκός θναι, Χριστέ μου! Μέσα μου θά τόν νοιώσω σάν τή φωνή τή μεγάλη, πού στή συντέλεια το κόσμου θ’ κουστ π’ τόν ορανό καί θ’ ναγγέλλ τόν ρχομό σου (ποκαλ. κα΄, 3). Τό κάθε χτύπημά της θναι καί συντριμμός νός χαλκ, πού κρατάει κρεμασμένο μπροστά στά μάτια μου τό πυκνό παραπέτασμα. Μέ τό τελευταο χτύπημα θά σπάσ κι’ τελευταος χαλκς. Τό παραπέτασμα θά πέσ. Καί τότε θά μπορέσω ν’ ντικρύσω σένα τόν γαπημένο μου λυτρωτή καί Κύριό μου. 

      τελευταία μου λειτουργία. 

     Θέλω, Κύριέ μου, νναι σάν τήν πρώτη. Θχω κάνει μέχρι τότε πολλές λειτουργίες. Θχ μέσα μου φθαρ πρώτη συγκίνησι. μως, ξέρω πώς ,τι γώ φησα, μέ τήν νθρώπινη μέλεια, νά χαθ, μπορες σύ, σέ μιά καί μόνη στιγμή νά μο τό δώσς. Γι’ ατό σο τό ζητ

     Τά μέλη το σώματός μου θναι σφαλς ρρωστημένα καί κουρασμένα. Δύσκολα θά πακούουν στίς προσταγές το πνεύματός μου. 
     Δέν ζητάω νεανικό σφργος, στήν τελευταία μου λειτουργία. 
     Ζητ φλογερή καρδιά. 
     Νψι το πνεύματος. 
     λόψυχη φοσίωσι. 
     Νά γγίσω τό ερό Θυσιαστήριο, νά ελογήσω τά τίμια δρα, νά κοινωνήσω τό χραντο σμα σου καί τό ζωοπάροχο αμα σου μέ τήν γνή πρόθεσι καί μέ τά πιό λαμπικαρισμένα ασθήματα γάπης. 
     ξαρτται ατό π’ τόν τρόπο, μέ τόν ποο θά ζήσω τή ζωή μου. Συνήθως πίλογος νός βιβλίου χει μεση σχέσι μέ τό περιεχόμενο. Εναι τό συμπέρασμα τς ναπτύξεως το θέματος καί τν στοχασμν. 
      διαφορά εναι πώς στό βιβλίο τς ζως μας δέν χει θέσι μόνο νθρώπινη προσπάθειά μας λλά κι’ παντοδύναμη Χάρι σου. 
     Καθώς γράφω τήν στορία τς ζως μου, σύ «ναπληρώνεις τά λλείποντα». Πρόσθεσε, Κύριε, κι’ ,τι γώ δέν μπορ νά βάλω στόν πίλογο, στήν τελευταία μου λειτουργία. Τόν νθουσιασμό. Τήν γνότητα. Τή θερμή γάπη. Κάνε τελευταία μου λειτουργία, τό «μήν» τς ζως μου, νναι νας λόψυχος μνος στό πρόσωπό σου. 
     Τό σκέπτομαι καί κατεβαίνει π’ τό μέτωπό μου αμάτινος δρώτας. Μήπως θθελες τήν τελευταία μου θυσία νά μή τήν προσφέρω στό Θυσιαστήριο λλά στό κρεββάτι το πόνου στόν τόπο το μαρτυρίου; Πολλοί λειτουργοί σου γραψαν τήν τελευταία σελίδα μέ πόνο καί μέ αμα. σβησαν σάν τό κερί, πού λυώνει, μετά πό μιά μακροχρόνια και ξαντλητική ρρώστια. δέχτηκαν πληγές π’ τά μαχαίρια καί τά ξίφη τν πίστων. 
     Μακρυά π’ τό Θυσιαστήριο θυσία τους. χι μως, γι’ ατό, λιγώτερο δεκτή στό θρόνο σου. κενο, πού τς δινε ξία καί τήν κανε επρόσδεκτη νώπιόν σου, ταν πλοτος κι’ ντασι τν ρετν πού τήν συνώδευαν. πομονή. σταθερότης. προσκόλλησι στό θεο σου πρόσωπο. 
     Δέν ξέρω, Κύριε, ποιό θναι τό περιεχόμενο τς τελευταίας σελίδας το βιβλίου τς ζως μου. ν θναι ρεμη προσφορά τς ναίμακτης ερουργίας προσφορά το αματός μου στό βωμό τς γάπης σου. 
     Σύ τό ξέρεις. 
     «Γενηθήτω τό θέλημά σου». 
     Μόνο, κετεύω, ξίωσέ με, τελευταία μου θυσία, τό «μήν» τς ζως μου, νά εναι μιά προσφορά γνήσια τς ψυχς μου. 
     Τέτοια πού τή ζητς. 
     πίλογος τς ερατικς μου διακονίας. 
     Πρόλογος τς ζως μου στή βασιλεία σου.