Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ ὁ ἀ­λητή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη.

Οἱ δε­σπο­τά­δες πού τούς ἔ­πι­α­σε, ἄ­ξα­φνα ἔ­ρω­τας µέ τούς Λα­τί­νους, λέ­νε πώς τό κά­νου­νε ἀ­πό «ἀ­γά­πη». Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ ὁ ἀ­λητή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη.

Σχετική εικόνα 


 Tοῦ Φώ­τη Κό­ντο­γλου
Με­γά­λο, πο­λύ µε­γά­λο καί σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ἕ­να ζή­τη­µα πού δέν τοῦ δώ­σα­νε σχε­δόν κα­θό­λου προ­σο­χή οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ῞Ελ­λη­νες. Κι αὐ­τό εἶ­ναι τό ὅ­τι ἀ­πό και­ρό ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι δι­κοί µας κλη­ρι­κοί νά θέ­λουν καί νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά δέ­σουν στε­νές σχέ­σεις µέ τούς πα­πι­κούς, πού ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες µᾶς ρη­µά­ξα­νε. Γι­α­τί, στ᾿ ἀ­λη­θι­νά, δέν ὑ­πάρ­χει πι­ό µε­γά­λος ἀ­ντί­µα­χος τῆς φυ­λῆς µας, κι ἐ­πί­µο­νος ἀ­ντί­µα­χος, πού, σώ­νει καί κα­λά, θέ­λει νά σβή­σει τῆν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α. Οἱ δε­σπο­τά­δες πού εἶ­πα πώς τούς ἔ­πι­α­σε, ἄ­ξα­φνα κι ἀ­να­πά­ντε­χα, ὁ ἔ­ρω­τας µέ τούς Λα­τί­νους, λέ­νε πώς τό κά­νου­νε ἀ­πό «ἀ­γά­πη». Μά αὐ­τό εἶ­ναι χον­δρο­ει­δε­στά­τη δι­και­ο­λο­γί­α καί κα­λά θά κά­νου­νε νά πα­ρα­τή­σου­νε αὐ­τά τά ρο­σό­λι­α τῆς «ἀ­γά­πης», πού τήν κά­να­νε ρε­ζί­λι.
Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ, ὁ ἀ­λι­τή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη. ῞Ο,τι εἶ­πε ὁ Χρι­στός, τό λέ­γει κι αὐ­τός κάλ­πι­κα, γι­ά νά ξε­γε­λά­σει. Τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, τούς ρα­σο­φό­ρους µας στήν Πό­λη, τούς ἔ­πι­α­σε πα­ρο­ξυ­σµός τῆς ἀ­γά­πης γι­ά τούς ᾿Ι­τα­λι­ά­νους, πού στέ­κου­νται, ὅ­πως πά­ντα, κρύ­οι καί πε­ρή­φα­νοι καί δέν γυ­ρί­ζου­νε νά τούς δοῦ­νε αὐ­τούς τούς «ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς», πού ὅ­σα τούς κά­να­νε ἀ­πό τόν και­ρό τῶν….  Σταυ­ρο­φό­ρων ἴ­σα­µε τώ­ρα, δέν τούς τά ‘κα­νε µή­τε Τοῦρ­κος, µή­τε Τά­τα­ρος, µή­τε Μω­µα­χε­τᾶ­νος. ῎Ι­σως κι οἱ δι­κοί µας νά κά­νουν ἀ­πό πα­ρε­ξη­γη­µέ­νη κα­λω­σύ­νη.
῞Ο­πως εἶ­πα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­κοί µας δέν δώ­σα­νε καµ­µι­ά ση­µα­σία σ᾿ αὐ­τές τίς φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, πού εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό γέ­νος µας καί πού τίς κι­νή­σα­νε οἱ κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­µεις πού πο­λε­µᾶ­νε τόν Χρι­στό καί πού µέ τά λε­πτά τούς ἀ­γο­ρά­ζου­νε ὅ­λους, δέν δώ­σα­νε λοι­πόν καµ­µι­ά ση­µα­σί­α, γι­α­τί τά θε­ω­ροῦ­νε τι­πο­τέ­νι­α πρά­γµα­τα, ἄν δέν εἶ­ναι κι οἱ ἴ­δι­οι ἀ­γο­ρα­σµέ­νοι, ἄ­ξι­α µο­να­χά γι­ά κά­ποι­ους στε­νο­κέ­φα­λους πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες καί φα­να­τι­κούς ἀ­πο­πε­τρω­µέ­νους χρι­στι­α­νούς. Τώ­ρα τά µυ­α­λά γι­νή­κα­νε φαρ­δει­ά, καί κα­τα­γί­νο­νται µέ ἄλ­λα, κο­σµοϊ­στο­ρι­κά προ­βλή­µα­τα! «Θά κα­θό­µα­στε νά κυτ­τά­ζου­µε τώ­ρα πα­πά­δες κι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ες»; Μά αὐ­τούς δέν τούς µέ­λει κι ἄν ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ἀ­πό τόν κό­σµο κά­θε ἑλ­λη­νι­κό πρᾶ­γµα. Καί θά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ὄ­χι τό­σο εὔ­κο­λα µέ τόν ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµό πού πά­θα­µε, ὅ­σο ἄν γί­νου­µε στή θρη­σκεί­α πα­πι­κοί. Γι­α­τί γι᾿ αὐ­τοῦ πᾶ­µε. Πα­πι­κή ῾Ελ­λά­δα θά πεῖ ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς ῾Ελ­λά­δας. Νά γι­α­τί εἶ­πα πώς εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ο ζή­τη­µα αὐ­τές οἱ ἐ­ρω­το­τρο­πί­ες πού ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί δι­κοί µας µέ τούς πα­πι­κούς, κι ἡ αἰ­τί­α εἶ­ναι τό ὅ­τι δέν νοι­ώ­σα­νε τί εἶ­ναι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α ὁ­λό­τε­λα, µ᾿ ὅ­λο πού εἶ­ναι δε­σπο­τά­δες.

Τό κα­κό εἶ­ναι πώς ὁ λα­ός δέν πῆ­ρε, κα­λά-κα­λά, εἴ­δη­ση γι­ά τή συ­νω­µο­σί­α. Ποι­ός νά τόν πλη­ρο­φο­ρή­σει ἀ­φοῦ οἱ γραµ­µα­τι­σµέ­νοι τά θε­ω­ροῦ­νε αὐ­τά τά πρά­γµα­τα ἀ­νά­ξι­α γι­ά τή µο­ντέρ­να σο­φί­α τους, καί τρέ­χουν ση­µαι­ο­φό­ροι σέ κά­θε νε­ω­τε­ρι­σµό;

᾿Α­πό τό­τε πού ἀρ­χί­σα­νε οἱ λυ­κο­φι­λί­ες ἀ­νά­µε­σα στούς δι­κούς µας καί στούς πα­πι­κούς (καί ση­µεί­ω­σε πώς οἱ δι­κοί µας φα­γω­θή­κα­νε πρῶ­τοι νά πι­ά­σου­νε σχέ­ση µέ τούς Λα­τί­νους σάν νά πή­ρα­νε ἀ­πό κά­που δι­α­τα­γή, κι ὁ­λο­έ­να µι­λᾶ­νε γι­ά «τόν δι­ά­λο­γον» µα­ζί τους, δί­χως νά ξέ­ρου­νε κα­λά-κα­λά τί λέ­νε), ἀ­πό τό­τε λοι­πόν, ἀ­κοῦ­µε, κά­θε τό­σο, κά­τι πρά­γµα­τα θε­α­τρι­κά, ἄ­νο­στα, ἀ­νό­η­τα, δί­χως καµ­µι­ά σο­βα­ρό­τη­τα, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ λε­γό­µε­νη «Δι­ά­σκε­ψις τῆς Ρό­δου», τά νέ­α πα­ρεκ­κ­λή­σι­α τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ, κ.τ.λ. Στή Ρό­δο πή­γα­νε οἱ δι­κοί µας µέ σκο­πό νά που­λή­σουν τήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, γι­α­τί γι᾿ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νη µορ­φή τοῦ Χρι­στι­α­νι­σµοῦ, δη­λα­δή ἕ­νας βλά­χι­κος χρι­στι­α­νι­σµός, καί ν᾿ ἀρ­χί­σουν τόν «δι­ά­λο­γον», πού νά τό ν πά­ρει ἡ εὐ­χή αὐ­τόν τόν «δι­ά­λο­γον». Καί τί κά­να­νε; Τί­πο­τα! Λό­γι­α πολ­λά καί χα­µέ­να, πού νά ντρέ­πε­ται κι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ῞Ελ­λη­νας ᾿Ορ­θό­δο­ξος.

Προ­χθές πά­λι µά­θα­µε πώς ὁ Πά­πας ἐ­γκαι­νί­α­σε ἕ­να νέ­ο πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο στό Βα­τι­κα­νό καί ἔ­βα­λε γι­ά εἰ­κό­νες (µή χει­ρό­τε­ρα!) τίς φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Πά­πα καί τοῦ ᾿Α­θη­να­γό­ρα, «ὁ ὁ­ποῖ­ος ἵ­στα­ται ὄ­πι­σθεν τοῦ Πο­ντί­φη­κος»! Φα­ντα­σθεῖ­τε πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο µέ φω­το­γρα­φί­ες (τί ἀ­κα­λαί­σθη­τα πρά­γµα­τα!). ῾Ο Πά­πας λοι­πόν θά προ­σεύ­χε­ται µπρο­στά στίς δι­κές του φω­το­γρα­φί­ες! Δη­λα­δή τρελ­λά­θη­καν οἱ ἄν­θρω­ποι! Αὐ­τά δέν τά κά­να­νε µή­τε οἱ ἀ­ρα­πά­δες τῆς ᾿Α­φρι­κῆς. Συλ­λο­γί­ζο­µαι πό­ση σο­βα­ρό­τη­τα ἔ­χουν οἱ Μου­σουλ­µᾶ­νοι στή θρη­σκεί­α τους, καί ποῦ κα­τα­ντή­σα­νε τή θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ αὐ­τοί οἱ ἀ­θε­ό­φο­βοι ᾿Ι­τα­λι­ά­νοι, πού προ­σκυ­νᾶ­νε ἀ­γάλ­µα­τα τῆς Πα­να­γι­ᾶς µέ κοκ­κι­νά­δι­α, µέ σκου­λα­ρί­κι­α καί µέ δα­χτυ­λί­δι­α. Κι ἐ­µεῖς οἱ ᾿Ορ­θό­δο­ξοι, πού φυ­λά­ξα­µε τό βα­θύ µυ­στή­ρι­ο τῆς εὐ­σέ­βει­ας, τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, πᾶ­µε νά γί­νου­µε ἕ­να µ᾿ αὐ­τούς πού γε­λοι­ο­ποι­ή­σα­νε τόν Χρι­στό ὅ­σο κα­νέ­νας ἄ­θε­ος.

᾿Αλ­λά, ἀ­πό ποῦ νά πι­ά­σει κα­νέ­νας καί ποῦ νά τε­λει­ώ­σει; ῞Ο­σοι ἤ­τα­νε ἕ­ως τώ­ρα ἀ­δι­ά­φο­ροι γι­ά τή θρη­σκεί­α καί γι­ά τήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α, καί πού πολ­λοί ἀπ᾿ αὐ­τούς τίς πε­ρι­παί­ζα­νε µά­λι­στα, ὅ­λοι αὐ­τοί γι­νή­κα­νε ἔ­ξα­φνα πα­πό­φι­λοι, καί µα­σᾶ­νε σάν µα­στί­χι τήν ψεύ­τι­κη λέ­ξη «ἀ­γά­πη». Με­γα­λύ­τε­ρο ρε­ζι­λί­κι δέν ἔ­γι­νε. ᾿Ε­µεῖς οἱ ἄλ­λοι πού εἴ­µα­στε κολ­λη­µέ­νοι ἀ­πό νε­ό­τη­τος στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α µας, εἴ­µα­στε στε­νο­κέ­φα­λοι, µο­χθη­ροί, γυ­µνοί ἀ­πό ἀ­γά­πη κι ἀ­πό ἀ­λη­θι­νή εὐ­σέ­βει­α. ῾Η µό­δα εἶ­ναι τώ­ρα νά φαί­νε­σαι ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς µας, πού ἔ­νοι­ω­σε τά «αἰ­τή­µα­τά» της. […]

Πί­στη ἀ­σά­λευ­τη στήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, πού ἐ­µεῖς οἱ προ­κοµ­µέ­νοι τήν πή­ρα­µε κλη­ρο­νο­µι­ά καί τήν που­λᾶ­µε «ἀ­ντί πι­να­κί­ου φα­κῆς» καί ἀ­σπα­σµοῦ τῆς πα­ντό­φλας τοῦ Πά­πα! Μά σέ τέ­τοι­ο ση­µεῖ­ο ἐκ­φυ­λι­σθή­κα­µε; Αἰ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἔµ­φυ­τη µα­ται­ο­δο­ξί­α µας, πού µᾶς κά­νει νά θέ­λου­µε νά φαι­νό­µα­στε ἔ­ξυ­πνοι συγ­χρο­νι­σµέ­νοι, προ­ο­δευ­τι­κοί, κι ὄ­χι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νοι. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τας πού ἀ­πο­χτή­σα­µε, φο­βό­µα­στε σάν τόν δι­ά­βο­λο µή­πως µᾶς ποῦ­νε «πα­λι­ά µυ­α­λά, πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες, κα­θυ­στε­ρη­µέ­νους». Καί τρέ­χου­µε νά πᾶ­µε πρῶ­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση πού περ­νᾶ γι­ά «µο­ντέρ­να», θέ­λεις µί­µη­ση τῆς «ἀ­φη­ρη­µέ­νης ζω­γρα­φι­κῆς», θέ­λεις ἀ­κα­τα­λα­βί­στι­κες «λο­γο­τε­χνί­ες» (κα­η­µέ­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποῦ κα­τά­ντη­σες!), θές φι­λο­πα­πι­σµός, θές ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµός, στά πά­ντα, στά ντυ­σί­µα­τά µας (πρό πά­ντων τῆς νε­ο­λαί­ας), στόν τρό­πο πού µι­λᾶ­µε καί σκε­πτό­µα­στε, ἀ­κό­µα καί στίς χει­ρο­νο­µί­ες. Δη­λα­δή, κα­τα­ντή­σα­µε µαϊ­µοῦ­δες τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους «ἐν ὀ­νό­µα­τι τῆς προ­ό­δου καί τῆς θαυ­µά­σι­ας ἐ­πο­χῆς µας».


(Φώ­τη Κό­ντο­γλου «Μυ­στι­κά ἄν­θη», ἐκ­δ. «Ἀ­στήρ», σελ. 51-53