Το ΚΚΕ μετά το ατόπημα Ζαχαριάδη (πρώτη επιστολή), εκδίδει το «Μανιφέστο» της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, στις 7 Δεκεμβρίου 1940 που κάνει λόγο:
Η Σοβιετική Ένωση απαγόρεψε στη Γερμανία να θίξει τη Σερβία και ο λαός μας το ξέρει […] Καλούμε τους πολεμιστές μας ν’ αρνηθούν να πολεμήσουν περ’ απ’ τα σύνορα της πατρίδας μας. Τι ζητάμε στην Αλβανία; Που μας πάνε; Παίρνοντας αυτή την απόφαση, οι πολεμιστές μας να υποβάλουν στους αντιπάλους απέναντί τους προτάσεις ειρήνης δίχως προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. […] Να στείλουν τελεσίγραφο στην πουλημένη ιμπεριαλιστική κυβέρνηση ζητώντας την ειρήνη και θυμίζοντάς της πως τους κάλεσε στα όπλα μονάχα για να διώξουν απ’ τα ελληνικά εδάφη τον Ιταλό κατακτητή. Κι αν η κυβέρνηση αρνηθή, σύσσωμος ο στρατός, περιφρουρώντας ταυτόχρονα τα σύνορα της πατρίδας μας, να ενωθεί με το λαό για την ανατροπή της. […]».
Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940,
ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι μεταβαίνει στην οικεία του
Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά για να παραδώσει το ιταλικό τελεσίγραφο. Οι
Ιταλοί ζητούσαν από τον Μεταξά να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να
στραφεί προς τη συμμαχία των δυνάμεων του Άξονα. Ο Μεταξάς παρότι
ιδεολογικά συγγενής με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι αρνήθηκε
αποφασιστικά. Ο ίδιος ο Γκράτσι έγραψε στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους»:
«…Η
συνείδησίς μου με επίεζε ότι την στιγμήν αυτήν εγενόμην συνένοχος μιας
ατιμίας. Είδα επί τέλους να ανάβη το φως και τον Μεταξά να κατεβαίνη. Με
εγνώρισε και διέταξε τον σκοπόν να με αφήση να περάσω. Μου έδωκε την
χείρα και με ωδήγησεν εις εν μικρόν σαλόνι. Μόλις εκαθήσαμε, του
ενεχείρισε το έγγραφον. Ήρχισε μετά προσοχής να το διαβάζη…
Παρηκολούθησα την συγκίνησίν του εις τας χείρας του και τους οφθαλμούς
του».
Και συνεχίζει ο Γκράτσι: « Μόλις
ετελείωσε η ανάγνωσις, ηκολούθησεν ο εξής διάλογος: ΓΚΡΑΤΣΙ: κ.
Πρόεδρε, είμαι επιφορτισμένος να σας ανακοινώσω ότι, εις περίπτωσιν μη
αποδοχής των όρων, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν εις το ελληνικόν
έδαφος την 6ην πρωινήν.
ΜΕΤΑΞΑΣ: Ποια στρατηγικά σημεία θέλει να καταλάβει η Ιταλία;
ΓΚΡΑΤΣΙ: Δεν γνωρίζω, κ. Πρόεδρε.
ΜΕΤΑΞΑΣ: (Προσβλέπων παρατεταμένα εις τους οφθαλμούς τον Ιταλόν
πρεσβευτήν και με σταθεράν την φωνήν) κ. Πρεσβευτά, το περιεχόμενον του
τελεσιγράφου και ο τρόπος καθ’ον μοι επεδόθη σημαίνουν πόλεμον εκ μέρους
της Ιταλίας. (Alors c’ est la Guerre!)».
Το περιεχόμενο ήταν πραγματικά ιταμό. Παρατίθεται αυτούσιο χάριν της ιστορικής ακριβολογίας:
«Η
Ιταλική Κυβέρνησις ηναγκάσθη επανειλημμένως να διαπιστώση ότι, κατά την
εξέλιξιν της παρούσης συρράξεως, η Ελληνική Κυβέρνησις έλαβε και
ετήρησε στάσιν η οποία αντίκειται όχι μόνον προς τας ομαλάς σχέσεις
ειρήνης και καλής γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και προς τα
καθωρισμένα καθήκοντα τα απορρέοντα διά την Ελληνικήν Κυβέρνησιν εκ της
ιδιότητος αυτής ως ουδετέρου κράτους.
Κατ’
επανάληψιν ευρέθη η Ιταλική Κυβέρνησις εις την ανάγκην να ανακαλέση την
Ελληνικήν Κυβέρνησιν εις την εκλπήρωσιν των καθηκόντων της και να
διαμαρτυρηθή εναντίον της συστηματικής παραβιάσεώς των, παραβιάσεως η
οποία είναι εξαιρετικώς σοβαρά, δεδομένου ότι η Ελληνική Κυβέρνησις
εδέχθη όπως ο αγγλικός στόλος χρησιμοποιήση κατά την εξέλιξιν των
πολεμικών του επιχειρήσεων τα χωρικά της ύδατα, τα παράλιά της και τους
λιμένας της, ηυνόησε τον ανεφοδιασμόν των εναερίων βρεττανικών δυνάμεων,
επέτρεψε την οργάνωσιν εις το ελληνικόν αρχιπέλαγος μιας υπηρεσίας
στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας.
Η
Ελληνική Κυβέρνησις είναι πλήρως εν γνώσει των γεγονότων τούτων, τα
οποία υπήρξαν αντικείμενον, από μέρους της Ιταλίας, διπλωματικών
διαβημάτων, εις τα οποία η Ελληνική Κυβέρνησις – ήτις εν τούτοις θα
ώφειλε να είχεν αντίληψιν των σοβαρών συνεπειών της στάσεώς της – δεν
απήντησε διά της λήψεως ουδενός μέτρου προς προστασίαν της ουδετερότητός
της, αλλά, τουναντίον, διά της εντάσεως της δράσεώς της προς την
ενίσχυσιν των ενόπλων βρεττανικών δυνάμεων και της συνεργασίας αυτής
μετά των εχθρών της Ιταλίας.
Η
Ιταλική Κυβέρνησις κατέχει αποδείξεις ότι η συνεργασία αύτη είχε
προβλεφθή και κανονισθή υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως ακόμη και διά
συνεννοήσεων στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής φύσεως. Η Ιταλική
Κυβέρνησις δεν αναφέρεται μόνον εις την βρεττανικήν εγγύησιν, την οποίαν
η Ελλάς είχε δεχθή ως τμήμα ενεργείας κατευθυνομένης εναντίον της
ασφαλείας της Ιταλίας, αλλά και εις τας ρητάς και καθωρισμένας
υποχρεώσεις, τας αναληφθείσας υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όπως θέση
εις την διάθεσιν των Δυνάμεων των ευρισκομένων εις πόλεμον προς την
Ιταλίαν σπουδαίας στρατηγικάς θέσεις εντός του ελληνικού εδάφους,
συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών βάσεων εν Θεσσαλία και Μακεδονία,
προοριζόμενων δι’ επίθεσιν εναντίον του αλβανικού εδάφους.
Η
Ιταλική Κυβέρνησις δέον σχετικώς να υπενθυμίση εις την Ελληνικήν
Κυβέρνησιν τας προκλητικάς ενεργείας τας διεξαχθείσας έναντι του
αλβανικού έθνους διά της τρομοκρατικής πολιτικής, την οποίαν υιοθέτησεν
έναντι του πληθυσμού της Τσαμουριάς και διά των εμμόνων προσπαθειών προς
δημιουργίαν ανωμαλιών εκείθεν των συνόρων της. Και δι’ αυτό τούτο το
γεγονός ευρέθη η Ιταλική Κυβέρνησις, πλην ματαίως, εις την ανάγκην να
υπενθυμίση εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τας αναποφεύκτους συνεπείας άς
παρόμοια πολιτική θα είχεν όσον αφορά την Ιταλίαν.
Η
Ιταλία δεν δύναται να ανεχθή εφεξής πάντα ταύτα. Η ουδετερότης της
Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η
ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και
επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον
πόλεμον.
Η
Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής
Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή
τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν
πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή
εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την
οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη.
Όθεν,
η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την
Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και
ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια
των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την
Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους.
Η
Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή
εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν
διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα
στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η
Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής
στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων
και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την
κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η
Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί
εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή
δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά
στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια
των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι
ήθελον προκύψη εκ τούτου.
Αθήναι, τη 28η Οκτωβρίου 1940/ΧΙΧ»
Μετά
από λιγότερες από δύο ώρες, ο διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην
Ήπειρο, υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, εξέδωσε την διαταγή προς
τις μονάδες της Μεραρχίας: «Ο Ιταλός πρέσβυς εζήτησεν από την Κυβέρνησιν να διέλθουν σήμερον, την 6ην πρωινήν
ώραν, ιταλικά στρατεύματα δια του εδάφους μας. Η Κυβέρνηση απέρριψε την
αίτησιν ταύτην και διέταξε αντίστασιν μέχρις εσχάτων. Εφαρμόσατε
σχέδιον ενεργείας και λάβετε μέτρα προς αποφυγήν αρπαγής φυλακίων».
Το
ηρωικό ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά, γέμισε περηφάνια τον ελληνικό λαό και τον
ελληνικό στρατό. Κατά ένα περίεργο τρόπο, ο πόλεμος υπεράσπισης βωμών
και εστιών αντιμετωπίστηκε από το σύνολο του ελληνικού λαού με ιδιαίτερη
χαρά σα να πρόκειται για γιορτή. Την ίδια στάση κράτησαν, αρχικά, ακόμη
και ορκισμένοι εχθροί του μεταξικού καθεστώτος. Χαρακτηριστική
περίπτωση, ο ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
Στις
31 Οκτωβρίου 1940 στέλνει μια επιστολή προς τον Υφυπουργό Δημοσίας
Ασφαλείας, που εκφράζει εντελώς απροσδόκητα την στήριξή του στον Ιωάννη
Μεταξά και στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε λίγες μέρες αργότερα και στον Ριζοσπάστη:
«Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο ΚΑΙ Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και είναι μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ‘ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας».
Η
επιστολή αυτή προκάλεσε έκπληξη στη κοινή γνώμη και πολλαπλές
αντιδράσεις τόσο μέσα στο ΚΚΕ όσο και στους Σοβιετικούς συντρόφους. Ο
κρατούμενος στη Ασφάλεια των Αθηνών, Νίκος Ζαχαριάδης δεν είχε εις
γνώσιν του τη συμφωνία Μολότοφ – Ρίμπεντροπ (Σεπτέμβρης 1939) που είχε
ως αποτέλεσμα τη συνεργασία της ναζιστικής Γερμανίας με την
κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Πλέον από την «μητερούλα» Σοβιετική Ένωση
είχαν δοθεί νέες εντολές απέναντι στη στάση όλων των Κομμουνιστικών
Κομμάτων στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο
πόλεμος αυτός χαρακτηριζόταν «ιμπεριαλιστικός»! Ο φυλακισμένος τότε
Ζαχαριάδης δεν είχε ενημέρωσει για τις εξελίξεις που άλλαζαν συνεχώς.
Είχε μείνει στις διαταγές που το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα, υπό την
Κομιντέρν, είχε δώσει το καλοκαίρι του 1939 και οι οποίες τότε ζητούσαν
αυτό ακριβώς που είχε πράξει ο Ζαχαριάδης. Να σταθούν τα εκάστοτε Κ.Κ.
στο πλευρό της όποιας εξουσίας κατά των φασιστικών δυνάμεων ακόμα και αν
έπρεπε αυτή η δύναμη να ήταν η αντικομμουνιστική 4η Αυγούστου του Μεταξά.[1] Οι Σοβιετικοί μάλιστα αποκάλεσαν το ΚΚΕ, «πουτ@ν@», για την ενέργεια αυτή του Ζαχαριάδη.[2]
Ο
Ζαχαριάδης αφού ενημερώθηκε και αντιλήφθηκε το κομματικό σφάλμα εξέδωσε
δεύτερη επιστολή προς τον Μανιαδάκη, που «αποκαθιστούσε» τον ίδιο και
το κόμμα απέναντι στα κελεύσματα της Μόσχας: « Ολόκληρος ο
λαός της Ελλάδας ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος και χάλασε τα σχέδια του
φασισμού. Έξω απ’ αυτά η Ελλάδα δεν έχει καμία θέση στον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο ανάμεσα στην Αγγλία και Ιταλία-Γερμανία.
Σήμερα ο λαός μας ένα μονάχα πράγμα θέλει: Ειρήνη και ουδετερότητα με τούτους τους όρους:
1) Να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στις 28 Οκτώβρη δίχως καμία εδαφική, οικονομική, πολιτική ζημιά σε βάρος της Ελλάδας.
2)
Οι πολεμικές δυνάμεις της Αγγλίας να φύγουν όλες απ’ τα χώματα και τα
νερά της Ελλάδας. Με βάση αυτούς τους δύο όρους να ζητήσουμε αμέσως απ’
την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει για να γίνει ελληνοϊταλική ειρήνη.
Και η πράξη έχει αποδείξει ότι μόνο η ΕΣΣΔ σήμερα έσωσε την ειρήνη και
ουδετερότητα της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας, Τουρκίας…».
Η
επιστολή αυτή δεν δημοσιεύθηκε τότε από τον Μανιαδάκη. Έγινε γνωστή
αρκετά χρόνια αργότερα μέσα από το βιβλίο του Ζαχαριάδη «Συλλογή Έργων»
το 1953. Βλέπουμε λοιπόν, πως οι εντολές της Μόσχας εκτελούνται κατά
γράμμα από την ηγεσία του ΚΚΕ (όπως πάντα άλλωστε). Αυτό εξηγείται από
το γεγονός πως το ΚΚΕ υπήρξε παράρτημα του Κ.Κ Σοβιετικής Ένωσης, όπως
κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα. Από το 1920, δύο χρόνια μετά από την ίδρυσή
του ως ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος), έλαβε την ονομασία
«Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Ελληνικό τμήμα της Κομμουνιστικής
Διεθνούς)». Αυτός ήταν ένας εκ των 21 όρων που έπρεπε να
πραγματοποιήσουν τα κόμματα που έμπαιναν στην Κομιντέρν (ή Κομμουνιστική
Διεθνή), να προσθέσουν δηλαδή πως είναι τμήμα της Κ.Δ.[3]
Ο Ζαχαριάδης μάλιστα είχε γράψει για την σχέση ΚΚΕ – Κομιντέρν: «
1. – Το ΚΚΕ είναι το τμήμα που έχει στην Ελλάδα η Κομμουνιστική διεθνής
– το παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα. Γαλουχήθηκε και φωτίστηκε από το
πνεύμα και τη φωτιά της προλεταριακής επανάστασης του Οχτώβρη και
προσχώρησε στην ΚΔ το 1920. Σ’ όλη του τη ζωή και ανάπτυξη βρήκε από την
ΚΔ την πιο άμεση και φωτισμένη βοήθεια και καθοδήγηση. Χειραγωγημένο
από την ΚΔ πέρασε τις δυσκολίες και τη μακρόχρονη κρίση του και έμεινε
πάντα πιστό στο πνεύμα της, στο πρόγραμμά της, στην πολιτική και
οργανωτική γραμμή και δράση, πιστό στη ρούσικη επανάσταση και στη
Σοβιετική ένωση. Θεωρεί τη δράση του σαν ένα κομμάτι, το ελληνικό
κομμάτι της ενιαίας κομμουνιστικής δράσης σ’ όλο τον κόσμο και την
εργατοαγροτική επανάσταση στην Ελλάδα σαν τμήμα της παγκόσμιας
επανάστασης, σαν την ελληνική συμβολή και συνεισφορά στην παγκόσμια
επαναστατική κομμουνιστική δημιουργία. Το ΚΚΕ στάθηκε πάντα πιστό στις
επιταγές της διεθνούς προλεταριακής επαναστατικής αλληλεγγύης. […]».[4]
Επιστρέφοντας
στα του 1940, το ΚΚΕ μετά το ατόπημα Ζαχαριάδη (πρώτη επιστολή),
εκδίδει το «Μανιφέστο» της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, στις 7
Δεκεμβρίου 1940 που κάνει λόγο: «Τον πόλεμο τον διέταξαν οι
Εγγλέζοι πλουτοκράτες. Μετέβαλαν και τη χώρα μας σε προχωρημένο τους
φυλάκιο, αφού έβαλαν τους λαούς της Πολωνίας, Νορβηγίας, Βελγίου,
Ολλανδίας, Γαλλίας να σκοτωθούν και να υποδουλωθούν. […] Ελπίζουν πως
μεταφέροντας στην Ελλάδα τον πόλεμο θα μπλέξουν στο μακάβριο χορό και τ’
άλλα Βαλκάνια, ακόμα και τη Σοβιετική Ένωση. Βατύς βραχνάς έρχεται
στους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές όσο βλέπουν τη Σοβιετική Ένωση έξω από το
αλληλοφάγωμα του καπιταλιστικού κόσμου, να ευημερεί και να δυναμώνει με
την ειρηνική της πολιτική. […] Θυσιάζουν λαούς και χώρες, για να
μπλέξουν τη Σοβιετική Ένωση σε πόλεμο με τη Γερμανία. Ποτέ όμως εκείνη
δε θα μπλεχτεί σε τυχοδιωκτικό πόλεμο, ποτέ δε θα βγάλει των άλλων τα
κάστανα από τη φωτιά. Η διαταγή των Εγγλέζων πλουτοκρατών εκτελείται
πιστά απ’ τις 28 του Οκτώβρη […].
Η
Σοβιετική Ένωση απαγόρεψε στη Γερμανία να θίξει τη Σερβία και ο λαός
μας το ξέρει […] Καλούμε τους πολεμιστές μας ν’ αρνηθούν να πολεμήσουν
περ’ απ’ τα σύνορα της πατρίδας μας. Τι ζητάμε στην Αλβανία; Που μας
πάνε; Παίρνοντας αυτή την απόφαση, οι πολεμιστές μας να υποβάλουν στους
αντιπάλους απέναντί τους προτάσεις ειρήνης δίχως προσαρτήσεις και
αποζημιώσεις. […] Να στείλουν τελεσίγραφο στην πουλημένη ιμπεριαλιστική
κυβέρνηση ζητώντας την ειρήνη και θυμίζοντάς της πως τους κάλεσε στα
όπλα μονάχα για να διώξουν απ’ τα ελληνικά εδάφη τον Ιταλό κατακτητή. Κι
αν η κυβέρνηση αρνηθή, σύσσωμος ο στρατός, περιφρουρώντας ταυτόχρονα τα
σύνορα της πατρίδας μας, να ενωθεί με το λαό για την ανατροπή της. […]».
Το
κείμενο αυτό ήταν πραγματικά εκπληκτικό, υπό την έννοια πως μέσα σε
μικρό χρονικό διάστημα η ηγεσία του ΚΚΕ, άλλαξε την προπαγάνδα της απλώς
και μόνο επειδή αυτό επιθυμούσε το ΚΚΣΕ. Άλλωστε είναι εμφανές πως το
πρωτεύον για το ΚΚΕ ήταν να μην μπλεχτεί η Σοβιετική Ένωση στον πόλεμο
κατά της ναζιστικής Γερμανίας, που αποτελούσε σύμμαχό της. Αυτές ήταν οι
αποφάσεις της Κομιντέρν. Και ο κάθε «καλός» και «σωστός» κομμουνιστής
έπρεπε να τις εφαρμόζει χωρίς αντιρρήσεις.[5]Διαφορετικά, όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης (7/3/1921), «[…]
Τα μέλη του κόμματος, τα οποία διαφωνούν εις τας αρχάς και τους όρους
της Γ΄Διεθνούς ή αντιτάσσονται εις το πρόγραμμα του κόμματος,
αποκλείονται εκ του κόμματος […]».
Στις
15 Ιανουαρίου 1941, ο Νίκος Ζαχαριάδης στέλνει μια ακόμα επιστολή, η
οποία όχι μόνο συνεχίζει να αποδεικνύει τους σκοπούς του ΚΚΕ, αλλά
πιστοποιεί πως τα όσα ανέφερε στην πρώτη του επιστολή περί ενίσχυσης του
Μεταξά κατά του φασισμού, όχι μόνο δεν τα πίστευε, αλλά τα έλεγε επειδή
αυτές νόμιζε πως ήταν οι αιτιάσεις της Μόσχας.
«Ο
Μεταξάς από την πρώτη στιγμή έκαμε πόλεμο, φασιστικό, καταχτητικό
πόλεμο. Ενώ, αφού διώξαμε τους Ιταλούς από την Ελλάδα, βασική προσπάθεια
μας έπρεπε να είναι να κάνουμε μια ξεχωριστή, έντιμη και δίχως
παραχωρήσεις ελληνοϊταλική ειρήνη, πράγμα που μπορούσε να γίνει με τη
μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, η μοναρχοφασιστική διχτατορία συνέχισε τον πόλεμο
για λογαριασμό όχι του λαού της Ελλάδας μα της πλουτοκρατίας και του
αγγλικού ιμπεριαλισμού. Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το
αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα, […]. Η ανατροπή του (σ.σ. του
Μεταξά) είναι το πιο άμεσο και ζωτικό συμφέρον του λαού μας. Λαός και
στρατός πρέπει να πάρουνε στα χέρια τους τη διαχείριση της χώρας και του
πολέμου με σκοπό ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία, εσωτερικό αντιφασιστικό
λαϊκό καθεστώς, ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ…».
Η
αντεθνική αυτή πολιτική του ΚΚΕ συνεχίστηκε ασταμάτητα ενώ δίνονταν
μάχες κατά των δυνάμεων του Άξονα. Στις 18/3/1941 ο Ριζοσπάστης
δημοσιεύει έκκληση προς τους «φαντάρους, ναύτες, αεροπόρους» κλπ να
πάρουν τις διοικήσεις των μονάδων τους στα χέρια τους για να συνάψουν
ειρήνη με τους Ιταλογερμανούς, να απαιτήσουν παραίτηση της κυβέρνησης
και ορισμό νέας «αντιφασιστικής», να «σαμποτάρουν» τις διαταγές των
ανωτέρων τους καθώς και να κωλυσιεργήσουν στη μεταφορά πολεμοφοδίων και
λοιπόν ειδών ανάγκης στο μέτωπο! Εννοείται πως θα έπρεπε να ακυρώσουν
τις όποιες συμφωνίες με τους «ιμπεριαλιστές» Βρετανούς και βεβαίως να
στραφούν προς τη Σοβιετική Ένωση, που θα οδηγούσε στην «ένωση» των
βαλκανικών λαών…
[1] Στάθης Καλύβας, Νίκος Μαραντζίδης, «Εμφύλια πάθη», σ. 98.
[2] Βλ την αναφορά του Δημητρίου Βλαντά, στο «Η προδομένη Επανάσταση. Η πολιτική ιστορία του ΚΚΕ».
[3] «Το ΚΚΕ από το 1918-1926», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947, τόμος Α΄, σ. 534.
[4] Ν. Ζαχαριάδης, «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ», σ. 48.
[5] Βλ. «Δέκα χρόνια αγώνες», σ. 81-82.
Πηγή: Ελληνικά Χρονικά