Ο άγιος
Διονύσιος ο εν Ολύμπω (εορτάζεται η μνήμη του στις 23 Ιανουαρίου), είχε
μια έντονη ζωή αφιέρωσης στο Χριστό, τόσο πολύ, που φαινόταν ότι ο ίδιος
Θεός είχε βάλει την πίστη μέσα του και γι' αυτό ενεργούσε με τη...
λογική της καρδιάς.
Η πίστη του
είχε αίσθημα, γι' αυτό δεν ήταν ασταθής και αμφίβολη και επιζητούσε το
τέλειο και το αιώνιο, κάτι, που δεν ήταν εύκολο να το κατανοήσουν οι
άλλοι. Το αποδέχθηκε, όμως, ο Θεός, γι' αυτό το λείψανό του είναι
χαριτόβρυτο.
Γι' αυτό
περιπλανήθηκε πολύ. Ξεκίνησε από το ορεινό και φτωχό χωριό Δρακότρυπα
της Καρδίτσας και στην ηλικία των 18 ετών βρέθηκε στα Μετέωρα, ποθώντας
μια ζωή ασκητική.
Έμεινε τρία
χρόνια εκεί, αλλά ήταν πολύ μεγάλος ο ζήλος του για πλήρη απομόνωση,
οπότε αποφάσισε να φύγει. Και το έκανε μ' ένα τρόπο θαυμαστό.
Επειδή δεν
του επέτρεπαν να αναχωρήσει, πήδηξε από το βράχο των Μετεώρων, χωρίς να
πάθει το παραμικρό, ενώ, βάσει των φυσικών νόμων θα έπρεπε να είχε
κατασυντριβεί, και πήγε στο Άγιο Όρος.
Εκεί έγινε
μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Διονύσιος και ιερέας. Αφού έζησε επί 10
χρόνια σε σκήτη ως ερημίτης, αναδείχθηκε ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου.
Αποφάσισε για
διάφορους λόγους να φύγει από το Άγιο Όρος και μετακινήθηκε στη Μονή
του τιμίου Προδρόμου στη Βέροια. Αλλά ήταν γραπτό να μη μείνει ούτε σ'
αυτή τη Μονή. Ο λόγος;
Οι κάτοικοι
της περιοχής, βλέποντας ότι η πίστη σ' αυτόν δεν ήταν ένα θεωρητικό
αξίωμα, που απλά το αποδέχτηκε, αλλά έντονο βιωματικό γεγονός, που
μεταμόρφωνε τη ζωή του, επεδίωκαν να τον εκλέξουν Επίσκοπο.
Ο Διονύσιος
ήταν σφοδρά αντίθετος σε μια τέτοια εξέλιξη, διότι ήθελε να παραμείνει
ένας ερημίτης. Έτσι για να μην αναγκαστεί να γίνει Επίσκοπος, αναχώρησε
και κρύφτηκε σ' ένα σπήλαιο στον Όλυμπο.
Οι Τούρκοι
τον εκδιώξαν από το ασκηταριό, μετέβη στο Πήλιο, ίδρυσε τη Μονή Αγίας
Τριάδας Σουρβίας, αλλά τον ξανακάλεσαν πίσω, γιατί διαπίστωσαν ότι χωρίς
αυτόν τους βρήκαν δεινά.
Μοναχοί τον
ακολούθησαν και ο ίδιος, παρότι εξακολουθούσε να ζει μόνος του και να
προσεύχεται αδιάκοπα, εξορμούσε στα χωριά και μιλούσε φλογερά για το
Χριστό και την ελευθερία της Πατρίδας.
Η πίστη έδωσε
περιεχόμενο στη ζωή του, τον έσωσε από το μηδενισμό και την έλλειψη
νοήματος, του έδωσε θετική ώθηση και του φανέρωσε το σκοπό του. Ήξερε
ότι πίστη και ζωή είναι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας.
Ας
βεβαιωθούμε και εμείς ότι η πίστη σώζει, γιατί δεν αφήνει ανεξέλεγκτες
τις ορμές του ανθρώπου, αλλά τις κατευθύνει προς το Θεό, καθορίζει τη
θέληση και οδηγεί στην πράξη. Η δύναμη της πίστης είναι τεράστια, είναι
μια δυνατότητα, που αλλάζει τη ζωή μας.