Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Ἀριστείδης Π. Δασκαλάκης: Πραότητα καὶ Ὀργή , οἱ δύο ὄψεις δύο νομισμάτων

Ὁ γέρων Ἀθανάσιος Μυτιλιναίος διηγοῦνταν : «Κάποτε ρώτησαν κάποιον πνευματικὸ ἄνθρωπο πῶς θά ἀναγνώριζε ἕναν ἅγιο, καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἀπό τήν πραότητά του »

O ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν στὸν 3ο Μακαρισμὸ Του: «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.» (Ματθ. 5,5).
H πραότητα εἶναι καρπὸς τῶν δύο πρώτων μακαρισμῶν. Τῆς πτωχείας τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ πένθους. Οἱ ταπεινόφρονες καὶ οἱ συναισθανόμενοι τὴν αμαρτωλότητα τους , κλαίοντας γιὰ τὴν πτώση τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴ δική τους, αὐτοὶ εἶναι οἱ πρᾶοι.
Αὐτοὶ ποὺ δὲν κατακρίνουν, ποὺ δὲν καταδιώκουν , ποὺ δὲν ὑποτιμοῦν, ποὺ δὲν ὑβρίζουν καὶ δὲν ἐξουθενώνουν τοὺς ἄλλους. Αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι μνησίκακοι καὶ περιμένουν τὶς περιστάσεις καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθοῦν. Αὐτοὶ ποὺ δὲν χαίρονται μὲ τὸν ξεπεσμό των ἄλλων καὶ τὴν ἀποτυχία τους.Πρᾶοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπ'τὰ πάθη τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς. Οἱ ἤρεμοι, οἱ ἐπιεικεῖς, οἱ ὑπομονετικοί.
Κι ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «οἱ κατεσταλμένοι τά ἤθη καί παντὸς πάθους ἀπηλλαγμένοι, ὡς μηδεμίαν ἔχειν ταραχὴν ἐνοικοῦσαν αὐτῶν ταῖς ψυχαῖς, οὗτοι πραεῖς προσαγορεύονται». Δὲν διοικοῦνται ἀπ' τὸν στρατηγὸ τῆς ταραχῆς.
Ἡ ἀρετὴ τῆς πραότητας εἶναι παρεξηγημένη. Ὁ πρᾶος ἄνθρωπος θεωρεῖται πολλὲς φορὲς ὅτι δέν ἔχει ψυχικὸ σθένος, ὅτι εἶναι χωρὶς ἀνδρεία, καί ἡ πραότητά του φαίνεται σάν ἀδυναμία χαρακτῆρος. Πρόκειται ὅμως γιά μία πλάνη.
Τό νά μείνει κανεὶς ἤρεμος, ἀόργητος, ὅταν ἀδικεῖται, ὅταν παραμερίζεται, καί νά μή θυμώνει καί φωνάζει , νὰ μήν ἐξαγριώνεται,, αὐτό πραγματικὰ χρειάζεται μεγάλη ψυχικὴ δύναμη.
Ἀντίθετα, αὐτός ποῦ δέν εἶναι πρᾶος ἔχει ἀδύναμο χαρακτῆρα· δέν μπορεῖ νά ἀντέξει μία κατάσταση, καί θυμώνει. Ὁ πρᾶος εἶναι δυνατός.
Ἔν τούτοις ἡ πραότητα δέν στερεῖται, ὅπως κανεὶς θά πίστευε, ἀπό νεῦρο ψυχῆς, ἀπό αὐτό
ποῦ ἔπρεπε νά διαθέτουν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά ἀπομακρύνουν τόν διάβολο.


Ὑπάρχουν τέτοια παραδείγματα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ τὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας;
Ὁ Μωυσῆς, ,εἶχε τήν ἐπωνυμία πρᾶος. Εἶχε νά κάνει μέ δύο ἑκατομμύρια σκληροτράχηλων Eβραίων καί ὅμως ἦταν πρᾶος ἀπέναντι σ᾿ αὐτόν τόν λαό.
Ὡστόσο αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε ἀπό τό νά πετάξει τίς πλάκες τοῦ νόμου καί νά τίς σπάσει,
ὅταν κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Σινᾶ καί εἶδε τούς Ἑβραίους νά λατρεύουν τόν χρυσὸ μόσχο.
Τὶς ἔσπασε λέγοντας: «Σ᾿ ἕναν λαὸ ποῦ μέ τόση εὐκολία μπορεῖ νά εἰδωλολατρεῖ, δέν τοῦ ἀνήκει, δέν τοῦ πρέπει νόμος Θεοῦ» Αὐτό δέν λογαριάστηκε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ὡς θυμὸς ἤ ὄργή, ποῦ θά ἦταν ἁμαρτία.
Ὁ Ἰσαάκ, ὁ γιὸς τοῦ Ἀβραάμ εἶναι τύπος πραότητος. Τύπος Χριστοῦ.
Ὅταν ἔμεινε μόνος του, γιατί ὁ πατέρας του ὁ Ἀβραάμ εἶχε πεθάνει, ἄνοιγε πηγάδι γιά νά ἀντλεῖ νερὸ καί νά ποτίζει τά κοπάδια του. Οἱ γειτονικοὶ λάοί ἔβλεπαν ὅτι ἀνοίχθηκε ἕνα πηγάδι, καί εἴτε διότι αὐτοί δέν μποροῦσαν νά ἀνοίξουν εὔκολα ἄλλο ἢ ἴσως δέν ἔβρισκαν νερό, πήγαιναν καί τοῦ ἔπαιρναν τό πηγάδι, λέγοντάς του:«Τό πηγάδι αὐτό εἶναι δικό μας» Ὁ Ἰσαάκ ποτὲ δέν μαχόταν· πήγαινε πιό πέρα. Ἐπειδή ἦταν εὐλογημένος, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδινε ὅλα τά ἀγαθά· ἄνοιγε ἄλλο πηγάδι, καί πάλι ἔβρισκε πολὺ νερό.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι «εἰκόνα πραότητος» καὶ «ἐγκρατείας Διδάσκαλος» ὅπως περιγράφει καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του. Πὼς γίνεται αὐτὸς ποὺ «βρόντηξε» χαστούκι στὸν πειθαρχημένο καὶ μειλίχιο Ἄρειο, νὰ χαρακτηρίζεται πρᾶος κι ἐγκρατής;
Ἦταν ἐμπαθὴς ὁ ἅγιος; Εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα;
Ὁ λόγος ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος χαστούκισε τὸν αἱρετικὸ καὶ ὑβριστὴ τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδας , δὲν ἦταν τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀποβολὴ τῆς ἀγάπης κατὰ ἑνὸς φυσικοῦ προσώπου (τοῦ Ἀρείου), ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
Δὲν πρόκειται λοιπόν , γιὰ μιὰ ἐμπαθῆ χειρονομία, ἀλλὰ γιὰ ἀποτέλεσμα θεολογικῆς ἀκρίβειας, συνοδευόμενης ὅμως ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ βίωμα, ἀντίστοιχο τοῦ ὁποίου βρίσκουμε στὴν ἁγιογραφικὴ διήγηση τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν ἐμπόρων ἀπὸ τὸν ναό , ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἅγιος στηρίζεται μέσα στήν φυλακὴ ἀπ' τον ίδιο τον Κύριο καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ο ίδιος ο Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα πραότητος, ὅταν εἶπε στόν διάβολο: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» δέν θά τό εἶπε μέ κάποια, θά λέγαμε, πραότητα , ἀλλά μέ νεῦρο ψυχῆς.

Τό ἴδιο πράγμα εἶχε πεῖ καί στόν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν Τόν ἐμπόδιζε νά πάει στά

Ἱεροσόλημα: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ · ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων». Τό ἴδιο θά συνέβη, ἐπίσης, ὅταν ὁ Κύριος ἔφτιαξε ἕνα φραγγέλιο ἀπό σχοινιά καί ἔβγαλε ὅλους τούς ἐμπόρους μέσα ἀπό τόν ναό – χωρίς βεβαίως νά χτυπήσει κανέναν. Αὐτά δέν ἔγιναν μέ μακαρία ἠρεμία! Ἔγιναν μὲ θυμὸ καὶ ὀργή.
Θὰ ‘λεγε κανεὶς ὅτι ἀκυρώνουμε τὰ προηγούμενα καθ' ὅτι εἴπαμε ὅτι πρᾶος εἶναι ὁ αόργητος. Πὼς γίνεται ὁ «θυμὸς» νὰ ἀποτελεῖ λοιπὸν μιὰ πτυχή, θὰ λέγαμε τῆς πραότητας; Γίνεται, ὅταν πηγάζει ἀπὸ ἀγανάκτηση ὅταν προσβάλλεται ὁ Θεός.

Ὁ Μέγας Βασίλειος δίνει τὴν ἀπάντηση: «Τόν θυμό, τόν ἔδωσε ὁ Θεὸς στόν ἄνθρωπο γιά νά ὀργίζεται κατὰ τοῦ κακοῦ».
Συνεπῶς, θυμὸς καί πραότητα δέν ἀντιμάχονται· συνυπάρχουν κατὰ ἕναν ἁρμονικό τρόπο.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: «τό μέτριόν τε καί πρᾶον, οὐ τό παντάπασιν ἀπαθές ἐγκελεύεται». Ὅταν διατάσσει ὁ Κύριος τήν πραότητα, δέν σημαίνει μ᾿ αὐτό ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κάποιος ἀπαθής, δηλαδὴ νά μήν ἔχει νεῦρο.
Καί ὁ Θεοφύλακτος μᾶς λέει τό ἑξῆς: «Πραεῖς λέγονται οὐχ οἱ μηδόλως ὀργιζόμενοι, οἱ τοιοῦτοι γάρ ἀναίσθητοι, ἀλλ᾿ οἱ θυμὸν μέν ἔχοντες κρατοῦντες δέ· καί ὅτε δεῖ ὀργιζόμενοι, ὡς καί Δαυΐδ εἶπε «ὀργίζεσθε, καί μή ἁμαρτάνετε»». Πρᾶοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ὀργίζονται καθόλου, γιατί τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι ἀναίσθητοι, ἀλλά εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ἔχουν θυμὸ καί τόν συγκρατοῦν. Ὅταν ὅμως κάποτε πρέπει νά ὀργισθοῦν, νά τό κάνουν ὅπως εἶπε καί ὁ Δαυίδ, δηλαδὴ «νά ὀργίζονται χωρὶς νά ἁμαρτάνουν».

Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής στὰ ἑκατὸ πρακτικὰ κεφάλαια μᾶς τονίζει: «Ὁ θυμός, περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, ταράζει καὶ συγχύζει τὴν ψυχή, κάποτε ὅμως καὶ τὴν ὠφελεῖ πολύ. Γιατί ὅταν τὸν μεταχειριζόμαστε χωρὶς ταραχὴ κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἢ ἀσελγῶν (ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν σὲ ταραχή; Ἢ ὅτι ἔκανε τὸ ἔκανε γιὰ νὰ σταματήσει τὴν ὕβρη καὶ νὰ παραδειγματίσει; ) , γιὰ νὰ σωθοῦν ἢ νὰ ντραποῦν, τότε προσθέτουμε πραότητα στὴν ψυχή μας, γιατί συμβαδίζουμε μὲ τὸν σκοπὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. Ὁ φρόνιμος θυμὸς δόθηκε ὡς ὅπλο δικαιοσύνης στὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεό. Ἄν ἡ Εὔα χρησιμοποιοῦσε αὐτὸ τὸ ὅπλο κατὰ τοῦ φιδιοῦ, δὲν θὰ νικιόταν ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ἐκείνη ἡδονή». (Μήπως καὶ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής ἤθελε νὰ δικαιολογήσει τὰ ἐμπαθῆ του αἰσθήματα;)
Τό Ψαλτήρι λέει «ὀργίζεσθε, καί μή ἁμαρτάνετε» , καί τό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Θά πρέπει νά ὀργίζεται κανεὶς χωρὶς νά ἁμαρτάνει· δηλαδὴ νά μήν ὀργίζεται γιά πράγματα καὶ γιά συμφέροντα προσωπικά, ἄν ἀδικήθηκε, , ἀλλά σέ ὅ,τί ἀφορᾶ στόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπουμε νά γίνεται παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, νά ἀγανακτοῦμε, δηλαδὴ νά ἔχουμε νεῦρο ψυχῆς, νά ἔχουμε θυμό, νά ὀργιζόμαστε.

Πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ Νόμος καταπατάται στὸ σύνολό του, μὲ πανθρησκεία, οἰκουμενισμὸ καὶ κοινωνία σχισματικῶν. Τί πρέπει νὰ πράξει ἕνας ὀρθόδοξος ἀπέναντι στὴν προδοσία καὶ τὴν ὕβρη; Νὰ κάνει ὑπακοή; Νὰ ταπεινολογεί καὶ νὰ σκύβει κεφάλι καὶ συνείδηση;

Ὁ γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος τονίζει : «τὸ σέβας στοὺς ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ μεγαλυτέρους ἀναφέρεται στὸν ἴδιο το Χριστό. Ἐὰν ὅμως εἶναι αἱρετικοὶ τότε πειθαρχοῦμε μόνο στὸ Θεὸ»
Ὑπάρχουν τώρα καὶ κάποιοι ποὺ ἀπὸ φύσεως εἶναι πρᾶοι. Ἔ, αὐτοὶ δὲν καταφέρνουν καὶ κάτι ἀξιόλογο, εἰδικὰ ὅταν χρησιμοποιοῦν τὴν πραότητα ὡς ἐργαλεῖο, ὡς ὅπλο τοῦ κακοῦ.

«Ανήρ πονηρός δράσσεται πράον λόγον. Έχει γαρ αυτός τους λόγους ώσπερ δόλους» (δολώματα) μᾶς λέει ὁ ποιητὴς Μένανδρος.
Κάποιοι λοιπὸν προβατόσχημοι λύκοι- ἐκπαιδευμένοι στὰ ἐπικοινωνιακὰ «τρικ» - ποὺ διαθέτουν παρουσιαστικὸ εἰρηνικό , ταπεινοσχημούν καὶ πίσω ἀπ' τὴ βιτρίνα τοῦ ησύχιου ἀνθρώπου καὶ τῆς φαινομενικῆς πραότητας, κρύβεται ἕνας μοχθηρὸς «λύκος» ἐμφορούμενος ἀπὸ πονηρὰ δαιμόνια, ἕτοιμος νὰ κατασπαράξει ψυχές.
Ἔτσι πλανεύουν κόσμο ποὺ δυστυχῶς δὲν ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια, καὶ παρασέρνεται ἀπὸ τὴν ψευτοταπείνωση.
Ὑπάρχει καὶ μία σημαντικὴ μερίδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νὰ ζούν μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα αἰσιοδοξίας δίχως βεβαίως νὰ στηρίζουν τὴ νοοτροπία τους αὐτὴ σὲ ὀρθὴ μετάνοια καὶ ἀντικειμενικὴ βάση.
Βεβαίως, ἡ αἰσιοδοξία στὴ σωστή της μορφὴ ἀποτελεῖ ἀρετὴ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλοίμονο , ἐὰν ἡ αἰσιοδοξία χαθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτὸ καὶ ἐντελῶς διαφορετικὸ εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς στὰ σύννεφα καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὅλα τὰ θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπὸ μόνα τους, δίχως ἀγῶνα καὶ μάλιστα δίχως Θεό, θὰ ἔχουν αἴσιον τέλος.
Ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἁπλοί, βραχυκυκλωμένοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταληφθεῖ ἀπ' τὸ φόβο , ἕνεκεν μιᾶς ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστη εἶναι τὸ κινδυνευόμενο, τί κάνουν; Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητο στὴ σκέψη καὶ μόνο , ὅτι ἴσως χρειασθεῖ νὰ θέσουν τὴν ὑπογραφή τους σὲ ἕνα ἁπλὸ κείμενο διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραείς καὶ ἡσύχιοι» καὶ ὅτι δὲν χάνουν τὴν εἰρηνική τους διάθεση, ἀφοῦ «ἔχει ὁ Θεός». Μάλιστα, ὑπάρχουν καὶ ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἐπιβεβλημένο ἔλεγχο ὡς κατηγορία, κατάκριση, κλπ.

Αὐτὸ τὸ «ἔχει ὁ Θεός», ἐνῶ εἶναι ἔκφραση πίστεως ἀγωνιστικῆς καὶ ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διὰ τῶν ἀφελῶν καὶ δειλῶν πιστῶν, νὰ τὸ σερβίρει ὡς παγίδα καὶ νὰ τὸ περάσει ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το σε πυροσβεστῆρα κατὰ τοῦ ἁγνοῦ ζήλου. (ὅπως ἡ ἀγάπη στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἀρρωστημένη προσέγγιση τῶν ἐκκλησιῶν).
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ νόθα καὶ μεταλλαγμένη πίστη ἐκφράζει τὸ κήρυγμα μετανοίας τοῦ προφήτη Αμώς. Ἀντιμετώπισε τὸ ψεῦδος , τὴν ἀδικία κι ἕνα σωρὸ ἀνομολόγητα κι αἰσχρὰ ἁμαρτήματα, τοῦ ἀποστατοῦντος Ἰσραήλ, ὀχτὼ αἰῶνες πρὶν τὸ Χριστό.
Βασιλιᾶς ὁ Ιεροβοάμ ὁ Β' στὴ Σαμάρεια καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Οζίας.
Ὁ λαὸς μιμούμενος τοὺς ἄρχοντες κι ἀντιγράφοντας ,τή συμπεριφορᾷ τους σερνόμενος στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας ήλκισε τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι (τὸ ἱερατεῖο), ἀντὶ νὰ ἐλέγξουν τὴν ὅλη κατάσταση καὶ νὰ κηρύξουν μετάνοια , ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία τους μὲ ὅλα βεβαίως τὰ προνόμια ποὺ προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.
Ποὺ φωνή διαμαρτυρίας; Ποὺ κήρυγμα ἀφύπνισης; Ποὺ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος; Ποὺ λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία τους καὶ τὴν πονηρὴ ἀταραξία τους.
Μέσα λοιπὸν σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα, ξεσπᾶ ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικὸς λόγος. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». «λέων ἐρεύξεται, καὶ τίς οὐ φοβηθήσεται; Κύριος ὁ Θεὸς ἐλάλησε, καὶ τίς οὐ προφητεύσει;». (Αμ. 3,8)
(Οταν ὁ λέων ἀφήνει τοὺς βρυχηθμούς του, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φοβηθῆ;
Ο Κυριος έδωσεν εντολήν και ποιός προφήτης θα αρνηθή να ομιλήση εκ μέρους του Κυρίου;)

Κηρύσσει σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀμερίμνως καὶ μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τὴν «ἡμέραν Κυρίου» , κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλθει ὁ Κύριος γιὰ νὰ δώσει λύσεις στὰ προβλήματα ποὺ οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νὰ δημιουργοῦνται καὶ νὰ σωρεύονται.
Οἱ Ἰσραηλῖτες ἀνέμεναν τὴν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης για τὸ ἔθνος τους καὶ λαχταροῦσαν μὲ μία ἰδιαίτερη ὑπερηφάνεια τὸ πότε αὐτὴ θὰ ἔλθει. Ὁ Αμώς, θρυμματίζει αὐτὴ τὴν ψεύτικη ἐλπίδα καὶ διασαλπίζει στὸν ἄνομο λαό, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δὲν θὰ εἶναι ὅπως αὐτοὶ τὴν νομίζουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καὶ φρίκης γιὰ τὶς τόσες καὶ τόσες ἀνομίες καὶ ἁμαρτίες.
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ κάποιοι Πνευματικοί, ποὺ θέτουν ἐπιτίμιο στὴν ἀνησυχία τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τὸν ἐπιβεβλημένο ἔλεγχο, τὴ διαμαρτυρία, τὴν ὁμολογία ὡς κατακρίσεις καὶ κατηγορίες.
Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ καλλιεργοῦν φροῦδες ἐλπίδες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιώνεται αὐτὴ ἡ ἰδια ἡ οὐσία τῆς πίστεως.
Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ προστεθεῖ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδὴ «ὅλα θά τα τακτοποιήση ὁ Θεὸς» καὶ ἐμεῖς ἂς μὴν κινοῦμε οὔτε τὸ δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾶ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι καὶ τελικῶς τὰ πράγματα νὰ ἔρχονται ἀντίθετα ἀπὸ ὁ,τί φαντάζονταν οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί.
Στὴν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιά κατακλύσει τὰ πάντα: αιμομείκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικών. Εμπορία καὶ μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπὸ «ἐγκεφαλικὰ νεκρούς», ἀμβλώσεις. Κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί της παρανομίας. Πατρίδα ποὺ ξεπουλιέται στὸ χρηματιστήριο τῆς νέας τάξης πραγμάτων. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: « Ἔχει ὁ Θεός!»
Ὁμολογοῦμε φοβισμένοι τὴν ἀλήθεια νοερῶς ἢ τοὐλάχιστον ἔτσι νομίζουμε, ἀλλὰ στὰ φανερὰ προδίδουμε τὸν Χριστό.
Ἡ ἀλήθεια θὰ πρέπει πάντοτε νὰ διακηρύσσεται. Ἡ δὲ Χάρις ἐπικυρώνει την ἀλήθεια, δικαιώνει τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ καταισχύνει τὰ φερέφωνα τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύδους.
Οἱ ἕν Χριστὸ πραείς «θυμώνουν» ὅταν προσβάλλεται ὁ Θεός. Ἀγανακτοῦν γιὰ τὴν ἅλωση τῆς πίστης. Οἱ φαινομενικὰ πραείς θυμώνουν ὅταν προσβάλλεται τὸ «ἐγὼ» τους καὶ ἡ ἰδιοτέλειά τους, ἐνῶ στὰ θέματα πίστεως παραμένουν συνειδητὰ ἀτάραχοι καὶ ὑπάκουοι στὸ ψεῦδος.
Τὸ νὰ ὑψώνουμε φωνὴ καὶ μόνο, δὲν διαφέρουμε ἀπ'τὰ ἄλογα ζῶα ποὺ βρυχῶνται στὴ φύση. Τὸ νὰ ὑψώνουμε τὸ λόγο μας, ἐλέγχοντας τὴν αἵρεση, γινόμαστε εἰκόνες Θεοῦ πρὸς το καθ'ὁμοίωσιν.

Ἕνας Πέρσης ποιητὴς εἶπε: «Ὕψωσε τὰ λόγια σου, ὄχι ,τή φωνῇ σου.
Εἶναι ἡ βροχούλα ποὺ κάνει τὰ λουλούδια νὰ μεγαλώσουν, ὄχι ἡ καταιγίδα.»