Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 16ο Δ. Σχ. Λάρισας
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΧΡΟΝΙΑ: Ο παπά – Δημήτρης γεννήθηκε το 1902 στον Πλάτανο Τρικάλων, όπου
για 42 χρόνια, (1931-1973) υπηρέτησε ως εφημέριος «ελλαμπόμενος από τας
ακτίνας του Αγίου Πνεύματος». Εκεί στις 29 Ιανουαρίου 1975, «εξήχθη εις
αναψυχήν, συναντήσας το Φως της ζωής». Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να πάρει
μόρφωση και μικρός έγινε τσοπανόπουλο. Βόσκοντας, όμως, τα πρόβατα, άρχισε να
έχει τις πρώτες πνευματικές εμπειρίες. Γράφει ο ίδιος: “Για να ενδυναμώσω
την πίστη μου διάβαζα στην καλύβα μου βίους Αγίων. Απέφευγα τις κοσμικές
συναναστροφές. Επί τούτου επήγαινα στις βαθιές χαράδρες και προσευχόμουν. Πολλά
βράδυα έρχονταν δαίμονες (...) να με εξοντώσουν, αλλά οι Αρχάγγελοι δεν τους
επέτρεπαν και έφευγαν άπρακτοι”.
ΑΠΟ
ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΛΗΡΟ: Δεκαεννιάχρονος
κατατάχθηκε στην Χωροφυλακή. Πριν φύγει από το χωριό πέρασε από τους προστάτες
του Αρχαγγέλους. “Τους προσκύνησα και τους παρακάλεσα: Με καλεί η πατρίδα.
Σας θέλω να με ενισχύσετε και να έλθω πάλιν σώος και αβλαβής, όπως φεύγω τώρα”.
Πολέμησε στην Μικρά Ασία. Στην καταστροφή της Σμύρνης, οι προστάτες του
Αρχάγγελοι τον έσωσαν θαυματουργικώς πολλές φορές. την 24-5-1931, κι αφού
αποφοίτησε από το εξατάξιο δημοτικό, έγινε διάκονος δύο μέρες μετά
χειροτονήθηκε ιερέας. Τότε άρχισε η θαυμαστή ποιμαντική, ασκητική,
ιερατική, εθνική και κοινωνική ζωή του παπα-Δημήτρη. Ως πατέρας (εννέα παιδιών
μάλιστα), ιερεύς και ποιμένας, πονούσε αγαπητικώς ολόκληρο το ποίμνιο του
χωριού του. Είχε γεμίσει το μικρό χωριό του με εικονοστάσια, σταυρούς, εικόνες.
Ήταν ελεήμων, ανοιχτόκαρδος, έχοντας πάντοτε
καραμέλες για τους μικρούς και
μικροποσά για τους ενδεείς μεγάλους. Ενδιαφερόταν για βιβλιοθήκες, έκανε
επισκέψεις, έδινε δώρα, έστελνε επιστολές. Ήταν μέσα σ΄όλα, ζώντας, ουσιαστικά,
έξω από όλα. Ήταν ασκητής στον κόσμο, έχοντας απόλυτη άνεση, με τον Θεό, με
τους Ταξιάρχες και τους Αγίους. Μια φορά όταν πέρασε αβρόχοις ποσίν ένα πλημμυρισμένο
ποτάμι, (για να σωθεί από εχθρούς) πολύ απλά είπε: “Ε ! τον τσακώσαμε τον
(Αη-)Γιώργη, τον πιάσαμε τον Ευεργέτη”. Ο Ηγούμενος τους Ι.Μ.Σιμωνόπετρας,
Αιμιλιανός, γράφει: “Και ο ύπνος του σώματος του και η νήψις τους ψυχής του
και η μύησις των οφθαλμών του και ο λόγος του και η σιωπή του ήσαν στοιχεία και
μέσα επικοινωνίας με τον Θεόν και τους φίλους του Θεού. Εζη την
Βασιλείαν του Θεού, τα φαινόμενα θεωρών, τα αόρατα κατανοών”. Η
πνευματικότητα, η πίστη του και η γενναιότητά του, φάνηκαν στα χρόνια του
ανταρτοπολέμου. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Πλάτανο ελεγχόταν από τον ΕΛΑΣ.
Ο παπα-Δημήτρης, μόνος ιερέας σε όλη την περιοχή, αρνιόταν να συνοδοιπορήσει με
τους κομμουνιστές. Κατήγγειλε τα άθεα πιστεύω τους. Κυνηγήθηκε αλύπητα και
κινδύνευσε πολλές φορές. Ακόμα και οι οικείοι του, τού έλεγαν να σωπάσει, αλλά
αυτός αρνιόταν. Γράφει: “Μου λέει η παπαδιά μου. Παπά χαζάθηκες τελείως; Δεν
βλέπεις όλους τους παπάδες των χωριών, που κάθονται στα σπίτια τους, δουλεύουν
και τρώγουν με τους οικογένειες τους; Εγώ τους απαντώ. Θα πεθάνω για τον Χριστό
και όχι για τον χρυσό. Κομμουνιστής εγώ δεν γίνομαι.” Ο παπα-Δημήτρης δεν
φοβόταν γιατί συνοδοιπορούσε με τους Αγίους, τους Ταξιάρχες και τον Αη-Νικόλα.
Γράφει ο ίδιος: 'Όταν στις 20-10-1945, Κυριακή πρωί, κτύπησα την καμπάνα,
μας περιεκύκλωσεν αντάρτικος στρατός. Το χωριό μας ήταν με ομάδα εθνική και
ήθελαν να μας εξοντώσουν. Άρχισαν να ρίχνουν. Εγώ μόλις είχα μπει στην
Εκκλησία, έκαμα τον σταυρό μου, παρεκάλεσα τον Άγιο Νικόλαο και φεύγω. Εκείνοι
από το φυλάκιο ρίξανε άφθονες σφαίρες με το πυροβόλο, καμία τους δεν με
εκτύπησε. Ακολούθησα ένα ρέμα και έχασαν τα ίχνη μου. Επήγαινα στο χωριό
Βασιλική που είχε εθνικό στρατό, για να φυλαχθώ. Κοντά στα σύνορα των δύο
χωριών, Ριζώματος-Βασιλικής με έφτασαν. Είχαν διατάξει 10 ιππείς και τον αρχηγό
να με πιάσουν. Με κυνηγούσαν, έβριζαν και έριχναν με τα Στεν, χωρίς να μπορούν
να με φονεύσουν. Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα. Με περιεκύκλωσαν στα 50 μέτρα
γύρω-γύρω, φωνάζοντας: κερατά τράγο, πού θα πας; (με έβριζαν ελεεινά). Εγώ εν
μέσω κινδύνου, εσήκωσα τα χέρια στον ουρανό και εφώναξα από το βάθος της ψυχής:
Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, σώσε με, κινδυνεύω. Ω του θαύματος! Σαν αστραπή
παρουσιάσθη ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εις τον αρχηγό. Είδα ένα νέο με σπαθί, που
έκοψε τα σχοινιά από την σέλα του αλόγου, τον έριξε κάτω και τον έσπασε την
σπονδυλική στήλη. Οι υπόλοιποι έμειναν ακίνητοι, ωσάν να τους είχε κτυπήσει
ηλεκτρισμός. Ακούω τη φωνή του αρχηγού τους, να λέγει: Εχεις όριο ζωής και
υψηλούς προστάτας. Ευχαριστώ, τους απήντησα. Τους συγχώρησα και ευχήθηκα ο Θεός
να τους φωτίσει, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Να λέτε την
αλήθεια, τους είπα, να έχετε τον Θεό βοήθεια και έφυγα”. Η ζωή του έκτοτε
και μέχρι της ασθενείας του ήταν μία διαρκής κένωση του εαυτού του υπέρ πάντων.
Τον άκουγες να λέγει “Τρέξε παπα- Δημήτρη, τρέξε, ο διάβολος έζωσε πάλι το
χωριό”. Το κομποσχοίνι έλιωνε στα χέρια του υπέρ πάντων και όταν καμμιά
φορά αγνοούσε τα ονόματα, μουρμούριζε: “υπέρ του διευθυντού του ΚΤΕΛ, υπέρ
του οδοντιάτρου, υπερ…υπέρ…”. Αν και ασπούδαστος, είχε ακέραιη
ορθόδοξη πίστη, γνήσιο ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και διάκριση. Γράφει
σχετικά: “Όταν το 1971 ήλθαν οι μεγάλοι των ξένων εκκλησιών στα Τρίκαλα,
πήγα τους είδα και λέγω: φύγε παπαδημήτρη ογλήγορα και μην κοιτάς πίσω”.
“ΣΚΟΛΟΨ
ΤΗ ΣΑΡΚΙ”: Όταν του διαγνώσθηκε καρκίνος [1970], υπεβλήθη σε εγχείριση στον
Ευαγγελισμο. Θαύμα μεγάλο έγινε. Γράφει ο ίδιος: “Οι ιατροί μου το
ανήγγειλαν καθαρά το πικρό φιρμάνι. Εγώ εδόξαζα τον Θεόν, που μου έδωκε αυτό το
μεγάλο δώρον, τον καρκίνον, για να με δοκιμάσει. Η εγχείρισις κράτησε 5 ώρες.
Τις επόμενες ημέρες είχα μία διάθεση που μου ερχόταν να κατέβω από το κρεββάτι.
Δεν αισθανόμουν τίποτα. Το βράδυ, που έμεινα μόνος, ήλθαν δύο άγνωστοι και με
φύλαγαν και με ανακούφιζαν. Χαρά Θεού και ευλογία Θεού εκείνο το βράδυ, που δεν
μπορώ να περιγράψω. Ολοι εθαύμασαν πως έζησα”. Επέστρεψε ο πατήρ-Δημήτριος
στο χωριό του, έχοντας υγεία πλέον, εύθραυστη. Το 1973 νοσηλεύθηκε στο
νοσοκομείο Αλεξάνδρας για «ανώτερες σπουδές», όπως έλεγε. Ο Θεός
προετοίμαζε τον δούλο του. Στις 29/1/1975, μετά πολύμηνους φρικτούς πόνους ο
Θεός τον δέχθηκε. Πριν αναχωρήσει για τις σκηνές των δικαίων έλεγε: “Όταν
βρώ εκεί θέσιν, τότε θα έρχομαι και θα σας βοηθώ. Αμ, πώς! Θα ξεχάσω τα
πνευματικά μου παιδιά;”
“Γέροντα Δημήτριε σεβαστέ, μύστη του Κυρίου, ιερέα θαυματουργέ·
χαίρε
του ποιμνίου, ακάματε λευίτη, πάσης Θεσσαλίας, λύχνε αείφωτε.” [Κοικ.]