1. Εισαγωγικά
Αφορμή για τη μελέτη αυτή αποτέλεσε η επί
μακρό χρονικό διάστημα «διάσταση» απόψεων μεταξύ της Ιεράς Μονής
Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με
αποκορύφωση τα λυπηρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν προσφάτως και την
προσφυγή της Ιεράς Μονής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς να είναι
δυνατό να υπολογισθούν ακόμη όχι μόνο η χρονική διάρκεια της
«διαστάσεως», αλλά και οι συνέπειες που αυτή θα προκαλέσει τόσο στους
κόλπους της Μοναστικής Κοινότητας όσο και στις σχέσεις αυτής από τη μια
πλευρά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του
οποίου τελεί 1, και από την άλλη με την ελληνική Πολιτεία, στην εδαφική επικράτεια της οποίας ανήκει 2.
Η «διάσταση» αυτή απόψεων, με λίγα λόγια,
συνίσταται στον εκ μέρους των εγκαταβιούντων στην ως άνω Ιερά Μονή
διατυπωθέντα ισχυρισμό ότι ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης (όπως και οι
μακαριστοί προκάτοχοι του κυροί Αθηναγόρας και Δημήτριος) παριστάμενος
σε Λειτουργία, που χοροστάτησε ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
τέλεσε το κανονικό παράπτωμα της αιρέσεως. Και συνεπώς, κατά τους ιερούς
κανόνες δικαιούνται αυτοί (οι μοναχοί), αν όχι υποχρεούνται, να
αρνούνται υπακοή σ' αυτόν - υπό την ιδιότητα του επισκόπου, υπό τη
δικαιοδοσία του οποίου τελούν - και κατ' επέκτασιν να αμφισβητούν τη
δικαιοδοσία του, με κύρια πράξη ανυπακοής τη μη μνημόνευση του ονόματός
του.
Με αφετηρία τα ανωτέρω θα εξετάσουμε, ποια
θέση παίρνουν οι ιεροί κανόνες επί του δημιουργηθέντος ζητήματος, δηλαδή
επί της αναγνωρίσεως ή μη στα μέλη του πληρώματος της Εκκλησίας -
ανεξαρτήτως της τάξεως που ανήκουν ή του βαθμού που φέρουν - δικαιώματος
αρνήσεως υπακοής προς τον ασκούντα επ' αυτών την πνευματική και
κανονική δικαιοδοσία επίσκοπο και πώς ρυθμίζουν αυτό από απόψεως όρων
και προϋποθέσεων.
2. Οι κανονικές διατάξεις
Επί του θέματος υπάρχουν τρεις ιεροί
κανόνες, που συνιστούν κατά την άποψή μου ένα σύστημα ρυθμίσεων και των
οποίων η διατύπωση θεωρώ ότι περιορίζει δραστικώς τα περιθώρια
οποιασδήποτε εγέρσεως αμφισβητήσεως γύρω από το υπό εξέτασιν ζήτημα. Οι
κανόνες αυτοί είναι οι ΙΓ΄, ΙΔ΄ και ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, που
επέχει θέση Οικουμενικής, οι οποίοι καθορίζουν κατά σειρά τις
προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος αρνήσεως υπακοής των μελών του
πληρώματος της Εκκλησίας κατά: α) των Επισκόπων ο πρώτος, β) των
Μητροπολιτών ο δεύτερος και γ) των Πατριαρχών ο τρίτος, καθώς και τις
συνέπειες, που η άσκηση του δικαιώματος επιφέρει, όταν αυτή γίνεται κατά
τρόπο αντικανονικό 3. Ειδικότερα:
Κατά τον ΙΓ΄ κανόνα της προαναφερθείσης Συνόδου 4: « Τας των
αιρετικών ζιζανίων επισποράς εν τη του Χριστού εκκλησία ο παμπόνηρος
καταβολών, και ταύτας ορών τη μαχαίρα του Πνεύματος τεμνομένας
προρρίζους, εφ' ετέραν ήλθε μεθοδείας οδόν, τη των σχισματικών μανία το
του Χριστού σώμα μερίζειν επιχειρών. Αλλά και ταύτην αυτού την επιβουλήν
η αγία σύνοδος αναστέλλουσα παντελώς, ώρισε του λοιπού, ίνα είτις
πρεσβύτερος, ή διάκονος, ως δήθεν επί εγκλήμασι τισι του οικείου
κατεγνωκώς επισκόπου, προ συνοδικής διαγνώσεως και εξετάσεως, και της
επ' αυτώ τελείας κατακρίσεως, αποστήναι τολμήσοι της αυτού κοινωνίας,
και το όνομα αυτού εν ταις ιεραίς των λειτουργιών ευχαίς, κατά το
παραδεδομένον τη εκκλησία, μη αναφέροι, τούτον υποκείσθαι καθαιρέσει,
και πάσης ιερατικής αποστερείσθαι τιμής. Ο γαρ εν πρεσβυτέρου τάξει
τεταγμένος, και των μητροπολιτών αρπάζων την κρίσιν, και προ κρίσεως
αυτός κατακρίνων, όσον το επ' αυτώ, τον οικείον πατέρα και επίσκοπον,
ούτος ουδέ της του πρεσβυτέρου εστίν άξιος τιμής ή ονομασίας. Οι δε
τούτω συνεπόμενοι ει μεν των ιερωμένων είεν τίνες, και αυτοί της οικείας
τιμής εκπιπτέτωσαν, ει δε μοναχοί, ή λαϊκοί, αφοριζέσθωσαν παντελώς της
εκκλησίας, μέχρις αν την προς τους σχισματικούς συνάφειαν διαπτύσαντες,
προς τον οικείον επίσκοπον επιστραφείεν ».
Περαιτέρω, κατά τον ΙΔ΄ κανόνα της αυτής Συνόδου 5: « Ει τις
επίσκοπος εγκλήματος πρόφασιν ποιούμενος κατά του οικείου μητροπολίτου,
προ συνοδικής διαγνώσεως, αποστήσει εαυτόν της προς αυτόν κοινωνίας,
και μη αναφέρει το όνομα αυτού, κατά το ειθισμένον, εν τη θεία
μυσταγωγία, τούτον ώρισεν η αγία σύνοδος καθηρημένον είναι, ει μόνον
αποστάς του οικείου μητροπολίτου σχίσμα ποιήσοι. Δει γαρ έκαστον τα
οικεία μέτρα γινώσκειν, και μήτε τον πρεσβύτερον καταφρονείν του οικείου
επισκόπου, μήτε τον επίσκοπον του οικείου μητροπολίτου ».
Τέλος, κατά τον ΙΕ΄ κανόνα της αυτής Συνόδου 6: « Τα
ορισθέντα επί πρεσβυτέρων, και επισκόπων, και μητροπολιτών, πολλώ
μάλλον και επί πατριαρχών αρμόζει. Ώστε, ει τις πρεσβύτερος, ή
επίσκοπος, ή μητροπολίτης τολμήσειεν αποστήναι της προς τον οικείον
πατριάρχην κοινωνίας, και μη αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το ωρισμένον
και τεταγμένον, εν τη θεία μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής και
τελείας αυτού κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι, τούτον ώρισεν η αγία σύνοδος,
πάσης ιε- ρατείας παντελώς αλλότριον είναι, ει μόνο ελεγχθείη τούτο
παρανομήσας. Και ταύτα μεν ώρισται και εσφράγισται περί των προφάσει
τινών εγκλημάτων των οικείων υφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων,
και την ένωσιν της εκκλησίας διασπώντων. Οι γαρ δι' αίρεσιν τίνα, παρά
των αγίων συνόδων, ή Πατέρων κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον
κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου την αίρεσιν δηλονότι δημοσία
κηρύποντος, και γυμνή τη κεφαλή επ' εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι
ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υποκείσονται, προ συνοδικής
διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας
αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις
αξιωθήσονται. Ου γαρ επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων
κατέγνωσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της εκκλησίας κατέτεμον,αλλά
σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι ».
3. Το δικαίωμα αρνήσεως υπακοής
Και οι τρεις αυτοί ιεροί κανόνες, όπως θα
καταδειχθεί αμέσως παρακάτω, ρυθμίζουν ενιαίως το υπό εξέτασιν ζήτημα,
προσδιορίζοντας τα πρόσωπα - δικαιούχους του δικαιώματος αρνήσεως
υπακοής, το περιεχόμενο της αρνήσεως υπακοής, τους αποδέκτες των
συνεπειών αυτής, τις προϋποθέσεις ασκήσεως αυτού του δικαιώματος και τις
συνέπειες τόσο της «κανονικής» (δικαιολογημένης) όσο και της
«αντικανονικής» (μη δικαιολογημένης) ασκήσεώς του.
3.1. Οι δικαιούχοι ασκήσεως του δικαιώματος
Κατά πρώτο λόγο, και οι
τρεις διατάξεις ορίζουν τα πρόσωπα, τα οποία υπάγονται στις ρυθμίσεις
τους. Δηλαδή εκείνα τα μέλη του πληρώματος της Εκκλησίας που δικαιούνται
κατ' αρχήν να ασκήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα αρνήσεως υπακοής προς
τον Επίσκοπο, στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγονται κατά τους ιερούς
κανόνες. Τα πρόσωπα αυτά, αναλόγως του προσώπου - αποδέκτη της αρνήσεως
υπακοής, είναι τα εξής:
α) εφ' όσον ο αποδέκτης αυτής είναι Επίσκοπος, τότε ως δικαιούχοι αναγνωρίζονται κατ' αρχήν οι διάκονοι και οι πρεσβύτεροι 7,
όχι όμως οι κατώτεροι κληρικοί, οι μοναχοί και οι λαϊκοί. Θεωρώ, όμως,
ότι ερμηνευτικώς θα πρέπει και τα πρόσωπα αυτό να συμπεριληφθούν, αφού,
παρά τη μη ρητή αναφορά τους στο ίδιο εδάφιο με τους πρεσβυτέρους και
του διακόνους, αναγνωρίζονται ούτως ή άλλως ως δικαιούχοι, μέσω του δ΄
εδαφίου της ίδιας κανονικής διατάξεως, όπου προβλέπεται η επιβολή σ'
αυτούς της ποινής του αφορισμού, εφ' όσον συνταχθούν με κληρικό, που
αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του επισκόπου κατά παράβασιν των ιερών κανόνων
8.
Τη διαφοροποίηση αυτή τη σημειώνει και ο Θ. Βαλσαμών στο ερμηνευτικό
του σχόλιο υπό το σχετικό κανόνα, αλλά τη δικαιολογεί προβάλλοντας την
άποψη ότι η ρητή αναφορά μόνο στους πρεσβυτέρους και διακόνους και όχι
στους υπολοίπους (κατωτέρους) κληρικούς, στους μοναχούς και στους
λαϊκούς οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί λόγω θέσεως, ως τελούντες τα του
θυσιαστηρίου και συνεπώς και την αναφορά - μνημόνευση του ονόματος του
επισκόπου, είναι συνήθως οι πρωταίτιοι του σχίσματος 9.
Πέραν των ανωτέρω προσώπων, στη σχετική
κανονική διάταξη θεωρώ ότι θα πρέπει να συμπεριληφθούν επίσης - αν και
δεν αναφέρονται - τόσο οι ιερομόναχοι όσο και οι δόκιμοι μοναχοί. Οι μεν
πρώτοι αμέσως, διότι λόγω της μιας εκ των δύο ιδιοτήτων τους - αυτής
του κληρικού - καλύπτονται από τον όρο « πρεσβύτερος » και
συνεπώς υπάγονται αυτοδικαίως στην ως άνω διάταξη, οι δε δεύτεροι
εμμέσως, ως ανήκοντες στην τάξη των λαϊκών, στην οποία όπως είδαμε
αναγνωρίζεται κατ' ερμηνεία το σχετικό δικαίωμα.
β) εφ' όσον ο αποδέκτης της αρνήσεως
υπακοής είναι Μητροπολίτης, τότε ως δικαιούχοι αυτής αναγνωρίζονται από
το σχετικό ιερό κανόνα μόνο οι Επίσκοποι 10.
Παρ' όλα αυτά, και στην περίπτωση αυτή θεωρώ ότι μπορούμε να
συμπεριλάβουμε και τους κληρικούς (πρεσβυτέρους, διακόνους, και
κατωτέρους κληρικούς), αλλά και τους μοναχούς και τους λαϊκούς,
ανεξαρτήτως αν αυτοί υπάγονται στις σχετικές ρυθμίσεις αμέσως (όπως
είναι οι πρεσβύτεροι ή οι διάκονοι) ή ερμηνευτικώς (όπως είναι οι
κατώτεροι κληρικοί, οι μοναχοί και οι λαϊκοί, καθώς και οι ιερομόναχοι
και οι δόκιμοι μοναχοί). Πρώτον, διότι ο εν λόγω κανόνας διέπεται από το
ίδιο πνεύμα, που διέπει και τον προαναφερθέντα ΙΓ΄ και συνεπώς δεν
νοείται διαφοροποίηση ως προς τα υπαγόμενα σ' αυτούς πρόσωπα 11.
Δεύτερον, διότι και ο επόμενος κανόνας ΙΕ΄, τον οποίο θα δούμε αμέσως
παρακάτω, προσδιορίζοντας τα πρόσωπα, που είναι δυνατόν να αμφισβητήσουν
την κανονική δικαιοδοσία ενός Πατριάρχη, αναφέρεται σ' αυτά, που
κατονομάζονται ως «προσβολείς» της κανονικής δικαιοδοσίας του επισκόπου
στους αμέσως παραπάνω κανόνες. Υπάρχει συνεπώς μια κλιμάκωση, που
συνίσταται τόσο στην προσθήκη σε κάθε επόμενο κανόνα των «προσβολέων»
που αναφέρονται στους προηγουμένους όσο και στη μετατροπή του αποδέκτη
της «προσβολής» του προηγουμένου κανόνα σε «προσβολέα» του επομένου.
Έτσι, ο Επίσκοπος, που στον ΙΓ΄ κανόνα εμφανίζεται ως ο αποδέκτης της
«προσβολής», μετατρέπεται σε «προσβολέα» στον ΙΔ΄ κανόνα και ο αποδέκτης
της «προσβολής» Μητροπολίτης του ΙΔ΄ κανόνα μετατρέπεται στον ΙΕ΄
κανόνα - ομού με τους «προσβολείς» των προηγουμένων κανόνων ΙΓ΄ και ΙΔ΄ 12 - σε «προσβολέα» με αποδέκτη της προσβολής τον Πατριάρχη.
γ) εφ' όσον ο αποδέκτης της αρνήσεως
υπακοής είναι Πατριάρχης, τότε ως δικαιούχοι αυτής αναγνωρίζονται οι
πρεσβύτεροι, οι Επίσκοποι και οι Μητροπολίτες 13, ισχυόντων κατά τα λοιπά όσων έχουν λεχθεί παραπάνω.
3.2. Το περιεχόμενο της αρνήσεως υπακοής
Κατά δεύτερο λόγο, οι ως άνω ιεροί κανόνες
ρυθμίζουν το περιεχόμενο της αρνήσεως υπακοής, δηλαδή με ποιους τρόπους
αυτή εκφράζεται. Παρατηρητέο, ότι οι τρόποι με τους οποίους γίνεται
αντιληπτή, εξωτερικεύεται, η άρνηση υπακοής και που τυποποιούνται και
στους τρεις κανόνες είναι ίδιοι, ανεξαρτήτως ιης τάξεως του πληρώματος
της Εκκλησίας, στην οποία ανήκει ο «προσβολέας» αλλά και της διοικητικής
θέσεως του αποδέκτη της «προσβολής».
Η αμφισβήτηση αυτή εκφράζεται τόσο με την
αποκοπή του αρνουμένου υπακοή από την κοινωνία με τον οικείο επίσκοπό
του, ανεξαρτήτως αν αυτός - επίσκοπος ων πάντοτε κατά βαθμό - ασκεί
δικαιοδοσία επί Επισκοπής 14, επί Μητροπόλεως 15 ή επί Αυτοκέφαλης Εκκλησίας 16 όσο και με την άρνησή του να μνημονεύει το όνομα αυτού 17.
3.3. Οι αποδέκτες των συνεπειών της αρνήσεως υπακοής
Κατά τρίτο λόγο, αποδέκτης της προσβολής
είναι ο «οικείος» Επίσκοπος, Μητροπολίτης ή Πατριάρχης και όχι ο
οποιοσδήποτε Προκαθήμενος οποιασδήποτε Επισκοπής, Μητροπόλεως ή
Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Υπό την έννοια «οικείος» σε κάθε ένα από τα
επίπεδα διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας (επισκοπής, μητροπόλεως,
πατριαρχείου - αυτοκέφαλης εκκλησίας), νοείται ο προκαθήμενος, στου
οποίου την κανονική δικαιοδοσία υπάγεται ο αρνούμενος υπακοή κληρικός,
μοναχός ή λαϊκός. Είναι συνεπώς αναγκαίο, προκειμένου να προσδιορισθεί
το εννοιολογικό περιεχόμενο της έννοιας «οικείος» να διευκρινισθεί το
εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «κανονική δικαιοδοσία».
Η έννοια της κανονικής δικαιοδοσίας
προσδιορίζεται από δύο στοιχεία, αυτό ιης κατά τόπον αρμοδιότητας και
αυτό της κατά πρόσωπον αρμοδιότητας. Αυτό σημαίνει ότι η κανονική
δικαιοδοσία συνέχεται αμέσως: α) με συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια,
που είναι η εκκλησιαστική περιφέρεια, εντός της οποίας ασκείται (κατά
τόπον αρμοδιότητα) και 8) με ορισμένα πρόσωπα, επί των οποίων ασκείται
(κατά πρόσωπον αρμοδιότητα) 18. Ειδικότερα:
α) η σύνδεση της κανονικής δικαιοδοσίας με
ορισμένη γεωγραφική περιφέρεια γίνεται από τους ιερούς κανόνες είτε υπό
τη μορφή διασφαλίσεως της ασκήσεως της εντός των καθορισμένων
γεωγραφικών ορίων της εκκλησιαστικής περιφέρειας 19 είτε με τη μορφή απαγορεύσεως της ασκήσεώς της εκτός των ορίων αυτών και εντός των ορίων άλλης εκκλησιαστικής περιφέρειας 20.
β) η σύνδεση της κανονικής δικαιοδοσίας με
ορισμένα πρόσωπα γίνεται με αφετηρία το γενεσιουργό λόγο της εντάξεως
στο πλήρωμα της Εκκλησίας, ο οποίος για τους κληρικούς είναι η
χειροτονία (για τους ανωτέρους) και η χειροθεσία (για τους κατωτέρους),
για τους μοναχούς η κουρά και για τους λαϊκούς το βάπτισμα. Έκαστος των
ως άνω λόγων - χειροτονία και χειροθεσία, κουρά, βάπτισμα - συνιστά και
το χρονικό σημείο, κατά το οποίο άρχεται και η άσκηση της κανονικής
δικαιοδοσίας. Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, εξάγονται τα εξής
συμπεράσματα: i ) εφ' όσον οι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, που τελούν
υπό την κανονική δικαιοδοσία συγκεκριμένου Επισκόπου, βρίσκονται εντός
των γεωγραφικών ορίων της περιφερείας του, τα όρια ασκήσεως της
κανονικής δικαιοδοσίας του τελευταίου επ' αυτών συμπίπτουν με τα
γεωγραφικά όρια της εκκλησιαστικής περιφέρειας του, ii ) εφ' όσον τα ως
άνω πρόσωπα, βρίσκονται εκτός της περιφέρειας του ασκούντος τη
δικαιοδοσία επ' αυτών Επισκόπου, η κανονική δικαιοδοσία αυτού τα
ακολουθεί όπου και αν ευρίσκονται, αλλά με μια διαφορά: στην περίπτωση
αυτή οι μεν μοναχοί, καθώς και οι ιερομόναχοι και οι κληρικοί των
ιδρυμάτων και μαρτυρίων, για όσο διάστημα παραμένουν εγγεγραμμένοι σε
μοναχολόγια I. Μονής ή υπηρετούν σε ιδρύματα της περιφερείας του,
παραμένουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του, ακόμη και αν διαπράττουν
κανονικό παράπτωμα εκτός της περιφερείας του 21,
οι δε κληρικοί και λαϊκοί υπάγονται πλέον και στην κανονική δικαιοδοσία
του επισκόπου, στην περιφέρεια του οποίου τέλεσαν το κανονικό
παράπτωμα, δυνάμει της αρχής της εντοπιότητας 22.
Ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο της
έννοιας «οικείος» παρατηρούμε ότι οι ιεροί κανόνες δεν είναι αρκούντως
σαφείς, αφού όπως προκύπτει από τη συγκριτική ανάγνωση των σχετικών με
το θέμα κανόνων 23, ο όρος, που ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται είναι «ο ίδιος επίσκοπος».
Ο ως άνω όρος δεν ερμηνεύεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο 24 ούτε όμως είναι και ο μόνος, που χρησιμοποιείται γιά την ανάθεση αρμοδιότητας 25,
με συνέπεια να έχουμε ταυτόχρονη εφαρμογή τόσο της αρχής της κανονικής
δικαιοδοσίας όσο και της αρχής της εντοπιότητας. Κρίσιμο, συνεπώς,
σημείο και για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας, θα αποτελέσει ο
χρόνος, κατά τον οποίο ο ένας εκ των δύο αρμοδίων επισκόπων θα επιληφθεί
πρώτος της υποθέσεως, προκειμένου να διευκρινισθεί, αν τελέστηκε ή όχι
κανονικό παράπτωμα. Συνεπώς, ο πρώτος, που θα επιληφθεί της υποθέσεως,
είτε αυτός είναι ο επιχώριος επίσκοπος είτε ο χειροτονήσας, είναι και
αρμόδιος να κρίνει, αποκλειομένου ταυτοχρόνως του ετέρου, ο οποίος δεν
δύναται να κρίνει πλέον επικαλούμενος την εκ των ιερών κανόνων
αρμοδιότητά του.
΄Αρα στη μεν υπό i ) περίπτωση ως οικείος
επίσκοπος θα θεωρηθεί αποκλειστικώς ο Επίσκοπος που διαποιμαίνει την
εκκλησιαστική περιφέρεια, στη δε υπό ii ) περίπτωση, ως προς τους
μοναχούς, τους ιερομονάχους και τους υπηρετούντες σε ιδρύματα και
μαρτύρια ως οικείος Επίσκοπος θα θεωρηθεί ο Επίσκοπος της εκκλησιαστικής
περιφέρειας, που βρίσκεται η μονή εγκαταβιώσεως ή η έδρα του ιδρύματος ή
του μαρτυρίου, ως προς δε τους κληρικούς και λαϊκούς θα θεωρηθεί ως
τέτοιος τόσο ο Επίσκοπος, ο οποίος τέλεσε τη χειροτονία ή το βάπτισμα,
όσο και ο Επίσκοπος της εκκλησιαστικής περιφέρειας στην οποία τέλεσαν το
κανονικό παράπτωμα.
Στην υπό ανάλυσιν περίπτωση, όμως, της
αρνήσεως υπακοής και κατ' επέκτασιν αμφισβητήσεως της δικαιοδοσίας, το
συγκεκριμένο κανονικό παράπτωμα, δεν δύναται να τελεσθεί εκτός της
εκκλησιαστικής περιφέρειας του αποδέκτη της ανυπακοής. Και τούτο, διότι
οι τρόποι τελέσεώς του, δηλαδή η άρνηση κοινωνίας με τον ασκούντα την
κανονική δικαιοδοσία επίσκοπο και η μη μνημόνευση του ονόματός του
αποτελούν εκ των πραγμάτων κανονικά παραπτώματα, τα οποία δύνανται να
τελεσθούν μόνον εντός της εκκλησιαστικής περιφέρειας αυτού. Εκτός αυτής
(της περιφέρειας) και εντός των ορίων οποιασδήποτε άλλης δεν νοείται
τέλεση τέτοιου παραπτώματος, καθ' όσον είναι μάλλον αυτονόητο ότι ο
κληρικός ή ο μοναχός, που βρίσκεται εντός των γεωγραφικών ορίων άλλης
εκκλησιαστικής περιφέρειας, υποχρεούται να μνημονεύει το όνομα του
Επισκόπου, που ασκεί σ' αυτήν την περιφέρεια την κανονική δικαιοδοσία
και - εφ' όσον προκύψει περίπτωση - να συλλειτουργήσει μ' αυτόν.
Συνεπώς, ως «οικείος» επίσκοπος - ανεξαρτήτως της διοικητικής θέσεως που
κατέχει, δηλαδή Επίσκοπος, Μητροπολίτης ή Αρχηγός Αυτοκέφαλης Εκκλησίας
- θα θεωρηθεί ο Προκαθήμενος της εκκλησιαστικής περιφέρειας, εντός της
οποίας έλαβε χώρα η άρνηση υπακοής, και στου οποίου την κανονική
δικαιοδοσία ανήκει ο κληρικός, μοναχός ή λαϊκός, που προέβη μέσω αυτής
στην αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στην
περίπτωση της αρνήσεως υπακοής προς τον Επίσκοπο, υπάρχει αναγκαστική
ταύτιση των γεωγραφικών ορίων της ασκουμένης κανονικής δικαιοδοσίας και
της περιφέρειας εντός της οποίας τελείται το κανονικό παράπτωμα. Με
άμεσο επακόλουθο να μην τίθεται και ζήτημα, ποια εκ των δύο αρχών (της
κανονικής δικαιοδοσίας ή της εντοπιότητας), που διέπουν την κατά τόπον
αρμοδιότητα, είναι εφαρμοστέα, αφού αμφότερες οδηγούν στο ίδιο
αποτέλεσμα.
3.4. Οι προϋποθέσεις «αντικανονικής» και «κανονικής» ασκήσεως του δικαιώματος
Κατά τέταρτο λόγο, οι τρεις αυτοί κανόνες
ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις, οι οποίες, πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου
η άρνηση υπακοής και η εξ αυτής επερχόμενη αμφισβήτηση δικαιοδοσίας να
είναι μη επιτρεπτή και συνεπώς «αντικανονική». Ταυτοχρόνως, όμως, οι
κανόνες αυτοί ρυθμίζουν και τις προϋποθέσεις, οι οποίες, όταν
συντρέχουν, καθιστούν την εν λόγω άρνηση «κανονική» και - ίσως -
επιβεβλημένη. Ειδικότερα:
3.4.1. Η άρνηση υπακοής ως «αντικανονική» συμπεριφορά
Από τη μια πλευρά, προκειμένου η άρνηση υπακοής να είναι «αντικανονική», θα πρέπει:
α) να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή με την
άρνηση του κληρικού να συλλειτουργήσει με τον «οικείο» Επίσκοπο,
Μητροπολίτη ή Πατριάρχη και να μνημονεύει το όνομά του 26.
Και η μεν άρνηση συλλειτουργίας θα πρέπει να είναι ρητή και όχι
σιωπηρή, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα μπορεί ακόμη και η αποχή από τη
συλλειτουργία λόγω π.χ. προσωπικού κωλύματος να εκληφθεί ως άρνηση
υπακοής, χωρίς να είναι. Η δε άρνηση μνημονεύσεως του ονόματος μπορεί να
είναι είτε ρητή, όπως π.χ. η δημόσια δήλωση αρνήσεως μνημονεύσεως του
ονόματος του οικείου επισκόπου ή αναφορά κατά τη θεία λειτουργία του
ονόματος άλλου επισκόπου, είτε σιωπηρή, όπως η αποσιώπηση του ονόματος
κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας.
Σε θεωρητική βάση, η άρνηση του κληρικού,
ως συμπεριφορά που εξωτερικεύεται και γίνεται αντιληπτή, δεν χρειάζεται
να εκδηλώνεται με τη σώρευση και των δύο πράξεων, δηλαδή τόσο την άρνηση
συλλειτουργίας όσο και την άρνηση μνημονεύσεως, ούτως ώστε να πληρωθεί η
σχετική προϋπόθεση. Αρκεί η μια εκ των δύο πράξεων, για να θεωρηθεί η
άρνηση υπακοής ως συντελεσθείσα. Με άλλα λόγια, αφ' ης στιγμής ο
«προσβολέας» αρνείται να συλλειτουργήσει με τον Επίσκοπο, υπό τη
δικαιοδοσία του οποίου τελεί, ή δεν μνημονεύει το όνομά του, η άρνηση
υπακοής και κατ' επέκτασιν η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας έχει λάβει
χώρα. Και τούτο διότι και οι δύο πράξεις - αυτονόμως και ανεξαρτήτως η
μια της άλλης - κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, την αμφισβήτηση της
δικαιοδοσίας, και συνεπώς προβάλλει ως μη απαραίτητη για τη
στοιχειοθέτηση «αντικανονικής» συμπεριφοράς η ταυτόχρονη τέλεση δύο
πράξεων με το ίδιο αποτέλεσμα, η οποία εάν λάβει χώρα θα έχει ως
αποτέλεσμα την τέλεση του ίδιου παραπτώματος με δύο διαφορετικούς
τρόπους.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι δύο αυτές
πράξεις ή τελούνται διαδοχικώς ή δεν τελούνται, αφού δεν νοείται άρνηση
μεν συλλειτουργίας με τον ασκούντα την κανονική δικαιοδοσία Επίσκοπο από
τη μια πλευρά, μνημόνευση δε του ονόματός του από την άλλη, όπως
άλλωστε και το αντίστροφο. Τέτοια συμπεριφορά θα ήταν μάλλον αντιφατική.
β) να στηρίζεται στον ισχυρισμό του απειθούντος κληρικού ότι ο προκαθήμενος του έχει τελέσει κανονικό παράπτωμα 27. Στο ερώτημα, τι νοείται ως «έγκλημα» 28,
δεν δίδεται ευθεία απάντηση από τις τρεις κανονικές ρυθμίσεις, δίδεται
όμως εμμέσως από τη μια εκ των τριών, αυτή του ΙΕ΄ κανόνα, που - όπως
έχει αναφερθεί - αφορά στους Πατριάρχες, αναλογικώς δε στις μέρες στους
προκαθημένους των ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Συμφώνως προς τη
συγκεκριμένη ρύθμιση, οι κληρικοί, που αρνούνται υπακοή και κατ'
επέκτασιν αμφισβητούν την επ' αυτών των ιδίων κανονική δικαιοδοσία του
Πατριάρχη, ισχυριζόμενοι ότι αυτός περιέπεσε σε αίρεση καταγνωσθείσα,
δηλαδή αίρεση γνωστή και καταδικασθείσα από Σύνοδο ή από τους Πατέρες
της Εκκλησίας, όχι μόνον δεν τιμωρούνται αλλά και αξίζουν των δεουσών
τιμών εκ μέρους των ορθοδόξων (των φρονούντων τα ορθά δόγματα) 29.
Συνεπώς, με την εις άτοπον επαγωγή, ως κανονικό παράπτωμα υπό την
έννοια του όρου «έγκλημα» των κανονικών διατάξεων, θα θεωρηθεί
οποιοδήποτε κανονικό παράπτωμα, πλην της αιρέσεως, που έχει καταγνωσθεί
και έχει καταδικασθεί από Σύνοδο.
Με τ o ως άνω συμπέρασμα φαίνεται ότι
συντάσσονται και οι ερμηνευτές Ι. Ζωναράς και Θ. Βαλσαμών στα σχόλιά
τους υπό τον αυτό κανόνα, απαριθμώντας ενδεικτικώς και κανονικά
παραπτώματα, που κατά τη γνώμη τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού 30.
Το ζήτημα του προσδιορισμού της έννοιας του
κανονικού παραπτώματος δεν απασχολεί τις άλλες δύο κανονικές ρυθμίσεις,
αυτές των ΙΓ΄ και ΙΔ΄ κανόνων, οι οποίες αφορούν στην άρνηση υπακοής
προς Επίσκοπο και Μητροπολίτη αντιστοίχως. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι
ο προσδιορισμός της έννοιας αυτής, όπως γίνεται στον ΙΕ΄ κανόνα, δεν θα
εφαρμοσθεί και στις περιπτώσεις των δύο αυτών κανόνων 31.
Αντιθέτως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσδιορισμός αυτός θα
ισχύσει αναλογικώς και για τους ΙΓ΄ και ΙΔ΄ κανόνες, αφ' ής στιγμής έχει
καταδειχθεί ότι οι τρεις συγκεκριμένοι κανόνες συνιστούν ένα σύστημα
ρυθμίσεων, που καλύπτει το θέμα της αρνήσεως υπακοής και κατ' επέκτασιν
της αμφισβητήσεως δικαιοδοσίας του επισκόπου εν γένει, ανεξαρτήτως της
διοικητικής θέσεως που αυτός κατέχει και των απορρεόντων από αυτήν
καθηκόντων (διοίκηση επισκοπής, μητροπόλεως, αυτοκέφαλης εκκλησίας). Η
διαφοροποίηση στον προσδιορισμό της έννοιας του κανονικού παραπτώματος,
όπως αυτό νοείται σε κάθε έναν από τους τρεις ως άνω κανόνες, θα σήμαινε
αυτομάτως και διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση συμπεριφορών, οι οποίες,
αν και έχουν ως αποδέκτες κληρικούς ιδίου βαθμού, προκαλούν συνέπειες
διαφορετικής εντάσεως σ' αυτούς, που τις επιδεικνύουν. Έτσι, ο μεν
κληρικός, που θα αμφισβητούσε τη δικαιοδοσία Πατριάρχη επικαλούμενος
αιρετικές αυτού απόψεις, θα κρινόταν κατά τον ΙΕ΄ κανόνα άξιος τιμής,
ενώ αν η αμφισβήτηση στρεφόταν προς επίσκοπο ή μητροπολίτη, ο ίδιος
κληρικός θα καταδικαζόταν κατά τον ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αντιστοίχως ως
σχισματικός.
Συνεπώς, και στις περιπτώσεις της αρνήσεως
υπακοής τόσο προς Επίσκοπο όσο και προς Μητροπολίτη, θα πρέπει ως προς
τον προσδιορισμό της έννοιας του κανονικού παραπτώματος να γίνει δεκτή η
αναλογική εφαρμογή του ΙΕ΄ κανόνα και να εξαιρεθεί από τα πεδίο
εφαρμογής και των δύο κανόνων (ΙΓ΄ και ΙΔ΄) η περίπτωση της αιρέσεως, η
οποία έχει καταγνωσθεί και καταδικασθεί.
Ο απλός ισχυρισμός ότι επίσκοπος περιέπεσε
σε κάποια αίρεση, που έχει ήδη καταδικασθεί από Σύνοδο, δεν οδηγεί από
μόνος του στη νομιμοποίηση της αρνήσεως υπακοής από τον προβάλλοντα τον
ως άνω ισχυρισμό. Απαιτείται επιπλέον όπως ο Επίσκοπος, στον οποίον
αποδίδεται η αποδοχή αιρετικών θέσεων, να τις διδάσκει δημοσίως 32,
δηλαδή να εκθέτει σε ικανό αριθμό προσώπων τις απόψεις του με σκοπό να
τους πείσει για την ορθότητά των. ΄Αλλως, εάν τυχόν η αποδοχή
οποιωνδήποτε μη δογμαπκώς ορθών απόψεων δεν συνοδεύεται και από
δημοσιοποίηση αυτών μέσω διδασκαλίας, η άρνηση υπακοής κρίνεται ως προς
την κανο- νικότητά της με 6άση τις προϋποθέσεις των ρυθμίσεων των τριών
σχετικών κανόνων 33. Όπως, μάλιστα, σημειώνει και ο Θ. Βαλσαμών στο σχόλιό του υπό τον ΙΕ΄ κανόνα: 34
«... Ει γαρ κρύφα και μετά υποστολής ψιθυρίζονται τα της αφέσεως παρά
του πρώτου, ως αμφιβάλλοντος, ουκ οφείλει ης εξ αυτού προ καταδίκης
αποσχισθήναι,...». Πολλώ δε μάλλον δεν αξίζει αναγνωρίσεως και ούτε
είναι «κανονική» η αυτόβουλη άρνηση υπακοής και κατ' επέκτασιν και η
αμφισβήτηση της κανονικής δικαιοδοσίας, όταν ο προτεινόμενος ισχυρισμός
αναφέρεται σε πράξεις του αποδέκτη της αμφισβητήσεως - επισκόπου, που
άπτονται του διαλόγου μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων και της
προσπάθειας συσφίξεως των μεταξύ των σχέσεων ΄Οταν μάλιστα τόσο ο
διάλογος αυτός όσο και η προσπάθεια συσφίξεως των διαδογματικών σχέσεων
αποβλέπουν στην επανένωση, στο αντίθετο δηλαδή αποτέλεσμα απ' αυτό που
επιφέρει μια αίρεση, δηλαδή το χωρισμό και τη διάσπαση. Γι' αυτόν
ακριβώς το λόγο τυγχάνει και αναγνωρίσεως - και μάλιστα νομοθετικώς
κατοχυρωμένης - εκ μέρους της Εκκλησίας ο αρνούμενος υπακοή προς
αιρετικό επίσκοπο κληρικός, μοναχός ή λαϊκός, διότι η αμφισβήτηση αυτή
μέσω τη αποκοπής του επισκόπου από το σώμα της Εκκλησίας συμβάλλει στη
διατήρηση της ενότητάς της 35.
γ) ο «οικείος» κατά τα ανωτέρω Επίσκοπος,
Μητροπολίτης ή Πατριάρχης να μην έχει εις βάρος του καταδικαστική
απόφαση, χωρίς να απαιτείται να τελεί ή να μην τελεί υπό κατηγορία 36.
3.4.2. Η άρνηση υπακοής ως «κανονική» συμπεριφορά
Από την άλλη πλευρά, προκειμένου η άρνηση υπακοής να μην είναι «αντικανονική» θα πρέπει να βρίσκει έρεισμα: α) σε απόφαση 37, β) που εξέδωσε σύνοδος 38, και γ) που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα 39. Οι προϋποθέσεις, δε, αυτές είναι κοινές και για τις τρεις περιπτώσεις 40,
παρά τη μη αναφορά του όρου «τελείας» ως συνοδευτικού του όρου
«κατακρίσεως» στον ΙΔ΄ κανόνα και εφ' όσον πληρούνται, η άρνηση υπακοής
είναι επιτρεπτή και ίσως θα μπορούσε να ειπωθεί και επιβεβλημένη.
Ειδικότερα:
Ως πρώτη προϋπόθεση τίθεται η ύπαρξη
αποφάσεως, η έκδοση της οποίας έχει ως προαπαιτούμενο τη διεξαγωγή δίκης
και ως αποτέλεσμα την επιβολής κάποιας ποινής. Συνεπώς, η απόφαση θα
πρέπει να είναι καταδικαστική 41.
Ως δεύτερη προϋπόθεση τίθεται η απαίτηση όπως η καταδικαστική αυτή απόφαση να προέρχεται από σύνοδο 42.
Το είδος της συνόδου διαφέρει αναλόγως της
διοικητικής θέσεως του κατηγορουμένου και του βαθμού δικαιοδοσίας, στον
οποίον κρίνεται η κατηγορία. Κατ' αυτόν τον τρόπο:
α) ο Επίσκοπος κρίνεται σε πρώτο βαθμό από τη σύνοδο της Μητροπόλεως, στην οποία είναι ενταγμένη γεωγραφικώς η περιφέρειά του 43
και σε δεύτερο βαθμό κατ' έφεσιν - από τη σύνοδο του Πατριαρχείου ή
της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στην οποία υπάγεται γεωγραφικώς η Μητρόπολη,
στην οποία ανήκει η Επισκοπή του 44.
Σ' αυτό το επίπεδο κρίσεως υπάρχει και η εναλλακτική λύση της προσφυγής
στην Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία έχει το ανώτατο
κανονικό δικαίωμα κρίσεως κανονικών παραπτωμάτων δυνάμει των Θ΄ και ΙΖ΄
κανόνων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
β) ο Μητροπολίτης κρίνεται σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό από τη σύνοδο του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης
Εκκλησίας, στην οποία ανήκει γεωγραφικώς η Μητρόπολή του με εναλλακτική
λύση προσφυγής στην Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου 45.
Ο αμετάκλητος χαρακτήρας της αποφάσεως της Πατριαρχικής Συνόδου ή της
Αυτοκέφαλης Εκκλησίας οφείλεται στο γεγονός ότι αμφότερες οι Σύνοδοι
συνιστούν τα ανώτερα τακτικά εκκλησιαστικά δικαστήρια 46,
οπότε, όπως είναι φυσικό δεν είναι εφικτό εκ των πραγμάτων να
προσβληθούν με ένδικο μέσο, εκτός από την περίπτωση, που αχθούν ενώπιον
Οικουμενικής Συνόδου 47.
γ) ο Πατριάρχης θα κριθεί κατ' αρχήν επίσης
από σύνοδο, συλλογικό δηλαδή όργανο, όπως ισχύει και για τους
επισκόπους και για τους μητροπολίτες 48.
Η σύνοδος αυτή θα είναι η Μείζων και Υπερτελής σύνοδος, η οποία θα
συγκροτηθεί από τους ομοιοβάθμους προκαθημένους των λοιπών Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών και της οποίας οι αποφάσεις είναι οριστικές, τελεσίδικες και
αμετάκλητες, με εξαίρεση, πάντοτε την περίπτωση, που της υποθέσεως
επιληφθεί Οικουμενική σύνοδος 49.
Ως τρίτη προϋπόθεση τίθεται η απαίτηση όπως
η καταδικαστική απόφαση να μην υπόκειται σε ένδικα μέσα, δηλαδή σε
έκκλητο. Υπό αυτό το περιεχόμενο θεωρώ ότι θα πρέπει ερμηνευθεί ο όρος
«τελεία», που χρησιμοποιείται από τους τρεις κανόνες 50,
καθ' όσον και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη αναγνωρίζεται από τους
ιερούς κανόνες ο θεσμός των ενδίκων μέσων και αναγνωρίζεται το κύρος των
αποφάσεων, που δεν υπόκεινται πλέον σ' αυτά. Με αυτά τα δεδομένα,
«τελεία», θα θεωρηθεί η απόφαση, η οποία δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο
του εκκλήτου, δηλαδή η απόφαση η οποία:
α) εκδίδεται κατόπιν ομοφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετείχαν όλοι οι επίσκοποι της επαρχίας 51.
Ο κανόνας αυτός προκάλεσε την πρόταση
διαφορετικών ερμηνειών από τους κανονολόγους. Από αυτούς, ο Θ. Βαλσαμών
εξέφρασε την άποψη ότι ο κανόνας αυτός καταργήθηκε από τον Δ΄ κανόνα της
Σαρδικής 52,
ο Α. Αριστηνός φαίνεται να συντάσσεται με αυτήν την άποψη, επισημαίνει
όμως στο σχόλιο του ότι η παροχή εκκλήτου στον καταδικασθέντα
επιβάλλεται από λόγους δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας 53, ενώ ο Ι Ζωναράς δεν ασχολείται με το θέμα. Κατά νεότερη, δε, άποψη 54,
ο ΙΕ΄ κανόνας θεωρείται ότι καταργήθηκε όχι από τον Δ' κανόνα της
συνόδου της Σαρδικής αλλά λόγω αχρησίας, εξ αιτίας του αυστηρού
χαρακτήρα της ρυθμίσεως του, αφού μόνη η αντίθεσή του ΙΕ΄ κανόνα προς το
νεότερο Δ' της Σαρδικής δεν συνεπάγεται και την κατάργησή του, όταν
μάλιστα αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως ειδικότερος του δευτέρου.
Θεωρώ ότι ως προς το ζήτημα της αντιθέσεως
του ΙΕ΄ κανόνα προς τον Δ΄ της Αντιοχείας, η άποψη αυτή προσεγγίζει
ορθώς το ζήτημα. Ο κανόνας Δ΄ της Σαρδικής, όπως και οι Γ΄ και Ε΄ της
αυτής συνόδου, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο συγκρίσεως για την
εκφορά κρίσεως γύρω από την ισχύ ή κατάργηση άλλων ιερών κανόνων, αφού η
κατά χρόνον ισχύς του ιδίου, όπως και των άλλων δύο, συζητείται 55
Πέραν αυτού, το αντικείμενο του Δ΄ κανόνα της Σαρδικής, δεν συμπίπτει
με αυτό του ΙΕ΄ της Αντιοχείας, αφού ο μεν πρώτος ρυθμίζει το πως
ασκείται το ένδικο μέσο, ο δε δεύτερος το πότε αποκλείεται η άσκησή του.
Η έλλειψη αυτή ταυτότητας αντικειμένου ρυθμίσεως εμποδίζει και τη
σύγκρισή τους ως μεγεθών διαφόρων και για αυτό μη επιδεκτικών συγκρίσεως
και συνεπώς δεν τίθεται κατά την άποψή μου θέμα καταργήσεως του ΙΕ΄
κανόνα της Αντιοχείας από τον Δ΄ της Σαρδικής. Αλλά και η άποψη περί
σιωπηρής καταργήσεώς του λόγω της αυστηρότητας του περιεχομένου του
θεωρώ ότι θα μπορούσε να τεθεί υπό συζήτησιν Και αυτό, διότι θα μπορούσε
να υποστηριχθεί ότι μέσω της ρυθμίσεως αυτής, και δή της ομοφωνίας,
διακηρύσσεται με σαφή τρόπο η συλλογική αυθεντία μέσα στους κόλπους της
Εκκλησίας. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη της λειτουργίας της αρχής αυτής
από την ομοφωνία όλων των επισκόπων της συνόδου στη λήψη μιας
αποφάσεως.
Ανεξαρτήτως, πάντως, των ανωτέρω, γεγονός
είναι ότι ο συγκεκριμένος κανόνας είναι δύσκολο να εφαρμοσθεί στην
πράξη, διότι για την εφαρμογή του απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, δηλαδή η
παρουσία όλων των επισκόπων της επαρχίας και η ομοφωνία στη λήψη της
καταδικαστικής αποφάσεως, οι οποίες θα πρέπει να συντρέχουν και
σωρευτικώς. Αυτό σημαίνει ότι, εφ' όσον δεν είναι όλοι οι επίσκοποι
παρόντες ή δεν είναι ομόφωνη η απόφαση, ο καταδικασθείς κληρικός δύναται
να την εφεσιβάλλει.
β) καθίσταται τέτοια λόγω επιγενομένης συμπεριφοράς του καταδικασθέντος.
Επιγενόμενη της καταδίκης συμπεριφορά, η
οποία έχει ως συνέπεια και το ανέκκλητο της καταδικαστικής αποφάσεως,
είναι κατ' αρχήν η παραβίαση της αποφάσεως από τον καταδικασθέντα 56.Εφ'
όσον ο καταδικασθείς στην ποινή της καθαιρέσεως κληρικός - επίσκοπος,
πρεσβύτερος ή διάκονος - παραβιάσει την απόφαση και τελέσει τα
αρχιερατικά 57
ή ιερατικά του καθήκοντα, η ανυπακοή αυτή συνεπάγεται τη στέρηση του
δικαιώματος ασκήσεως του εκκλήτου. Η ίδια συνέπεια επέρχεται και στην
περίπτωση, που η παραβίαση της αποφάσεως γίνει μετά την άσκηση του
ενδίκου μέσου, οπότε αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως κατά νόμον αβάσιμο.
Ο περιορισμός, ο οποίος τίθεται με τη
διάταξη του ως άνω κανόνα, είναι ανεξάρτητος από τον αντίστοιχο του
προαναφερθέντος ΙΕ΄ της Αντιοχείας, και γι' αυτό το λόγο δεν υπάρχει και
περίπτωση να υποστηριχθεί ότι οι δύο αυτοί κανόνες αλληλοαναιρούνται 58.
Ανεξάρτητα θα είναι και τα αποτελέσματα, τα
οποία αυτός επιφέρει σε περίπτωση περισσοτέρων συγκατηγορουμένων. Η μη
επέλευση της τελεσιδικίας για έναν ή περισσότερους των κατηγορουμένων,
λόγω της υπακοής τους προς την καταδικαστική γι' αυτούς απόφαση, έχω την
άποψη ότι δεν θα συμπαρασύρει και τους υπολοίπους κατηγορουμένους, που
την παραβίασαν. Στην προκειμένη περίπτωση το έκκλητο που θα ασκηθεί από
τους κατηγορουμένους, που δεν παραβίασαν την απόφαση, δεν θα καλύψει και
αυτούς, που την παραβίασαν.
Δεύτερη περίπτωση επιγενόμενης της
καταδίκης συμπεριφοράς, η οποία συνεπάγεται την τελεσιδικία της
πρωτόδικης αποφάσεως είναι η προσφυγή του πρωτοβαθμίως καταδικασθέντος
ενώπιον του αυτοκράτορα, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας, και όχι
ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων 59.
Η ρύθμιση αυτή έχει τη δικαιολογητική της βάση στο γεγονός ότι στα
πλαίσια της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης οι ιεροί κανόνες κατ' αρχήν
προβλέπουν το θεσμό της σε δεύτερο βαθμό κρίσεως ενός κανονικού
παραπτώματος ενώπιον ανωτέρου εκκλησιαστικού δικαστηρίου και δεν τον
επιβάλλουν. Πρόκειται για δικαίωμα και όχι για υποχρέωση, το οποίο
παρέχεται στους πρωτοβαθμίως καταδικασθέντες και του οποίου η άσκηση
ανήκει στη διακριτική τους ευχέρεια. Συνεπώς, τίποτε δεν εμποδίζει τον
κληρικό, μοναχό ή λαϊκό, που καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό, να μην
ασκήσει το δικαίωμα αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι δέχεται το περιεχόμενο
της αποφάσεως, δηλαδή ουσιαστικώς την επιβαλλόμενη ποινή. Το δικαίωμα
αυτό, όμως, της προσφυγής σε δευτεροβάθμιο - αλλά εκκλησιαστικό -
δικαστήριο μετατρέπεται σε υποχρέωση, όταν ο καταδικασθείς δεν συμφωνεί
με την εκδοθείσα απόφαση και διώκει τη μεταρρύθμισή της ή την εξαφάνισή
της. Η επιλογή της προσβολής της αποφάσεως συνεπάγεται για τον
καταδικασθέντα δύο υποχρεώσεις: πρώτον, την άσκηση εκκλήτου και όχι
οποιασδήποτε άλλης μορφής διαμαρτυρία (π.χ. προσφυγή ενώπιον πολιτειακών
αρχών) και δεύτερον την άσκηση αυτού ενώπιον εκκλησιαστικών
δικαστηρίων, ως οργάνων αρμοδίων για την εκδίκασή του 60.
Εφ' όσον παρ' όλα αυτά ο κληρικός, παραβιάζοντας το σχετικό κανόνα,
επιλέξει να προσφύγει ενώπιον της πολιτειακής αρχής, απόλλυται το
δικαίωμά του για δευτεροβάθμια κρίση της υποθέσεως του ενώπιον της
εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, καθώς και για πιθανή μελλοντική αποκατά-
στασή του, όπως προβλέπει ο IB ΄ κανόνας της Αντιοχείας. Εάν οι
κατηγορούμενοι είναι περισσότεροι του ενός, θεωρώ ότι πρέπει να γίνει
δεκτό ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου από τον ένα δεν θα συμπαρασύρει και
τους άλλους, οι οποίοι απώλεσαν το δικαίωμά τους αυτό λόγω παραβιάσεως
των επιταγών του κανόνα.
γ) εκδίδεται από όργανο, του οποίου η θέση στην κλίμακα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης δεν επιτρέπει το εκκλητό τους.
Τέτοιες αποφάσεις είναι κατ' αρχήν οι
αποφάσεις, που λαμβάνονται από μια Οικουμενική σύνοδο, καθ' όσον αυτή
αποτελεί το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, με άμεση συνέπεια οι
αποφάσεις της να είναι ταυτοχρόνως οριστικές, τελεσίδικες και
αμετάκλητες.
Στις ανέκκλητες αποφάσεις θα συμπεριληφθούν
επίσης και οι αποφάσεις της Πατριαρχικής Συνόδου. Στην περίπτωση αυτή η
προσβολή των αποφάσεών της με ένδικο μέσο είναι εκ των πραγμάτων
αδύνατη, διότι ένα από τα αποτελέσματα - ως είναι γνωστό - του ενδίκου
μέσου είναι και το μεταβιβαστικό, δηλαδή η μεταβίβαση της υποθέσεως σε
ανώτερο δικαστήριο. Η Πατριαρχική, όμως, Σύνοδος αποτελεί το ανώτερο
τακτικό εκκλησιαστικό δικαστήριο και συνεπώς επί των εκδιδομένων απ'
αυτήν αποφάσεων δεν νοείται έκκλητο 61.
δ) εκδίδεται κατά την ειδική διαδικασία της
κατά συναίνεσιν επιλογής εκκλησιαστικών δικαστών και η επιλογή γίνεται
από κοινού από τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο 62, με τη διάταξη δε αυτή συντάσσονται στα κάτωθι αυτής ερμηνευτικά τους σχόλια και οι ερμηνευτές Ι. Ζωναράς 63, Θ. Βαλσαμών 64 και Α. Αριστηνός 65, οι οποίοι στα αντίστοιχα ερμηνευτικά σχόλια τους υπό τον ΡΚΒ΄ κανόνα της Καρθαγένης 66
τάσσονται υπέρ του ανεκκλήτου των αποφάσεων που εκδίδονται από
επιλεγέντες εκκλησιαστικούς δικαστές. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι η
επιλογή της ειδικής αυτής διαδικασίας να γίνει πριν από την πρωτόδικη
κρίση, διότι αν στην πρωτοβάθμια κρίση επιλεγεί η τακτική διαδικασία,
τότε προβλέπεται ένδικο μέσο (έκκλητο) από τον ϟΣΤ΄ κανόνα της
Καρθαγένης, ο οποίος ορίζει ότι: « Εάν δε γένηται έκκλητος, και
επιλέξηται ο εκκαλεσάμενος δικαστάς, και μετ' αυτού κακείνος ου
εξεκαλέσατο, του λοιπού από τούτωνμηδενίεξέστω εκκαλείοθαι » 67.
Ο συγκεκριμένος κανόνας ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της κατά συναίνεσιν επιλογής των κριτών στο δεύτερο βαθμό κρίσεως 68 κατόπιν κοινής συμφωνίας των μερών, δηλαδή κατηγόρου και κατηγορουμένου 69.
Με δεδομένη τη ρύθμιση του ΙΕ΄ κανόνα, ο
οποίος απαγορεύει την προσβολή με ένδικο μέσο της αποφάσεως, που
εκδίδεται σε πρώτο βαθμό από επιλεγέντα δικαστή, ο κανόνας αυτός έχει ως
αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής του την έκδοση αποφάσεως σε πρώτο βαθμό
από τον κατά τους ιερούς κανόνες δικαστή. Διότι μόνον κατ' αποφάσεως,
που εκδίδεται μ' αυτή τη διαδικασία επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου,
αφού κατά τους κανόνες ΙΕ΄ και ΡΚΒ΄ της Καρθαγένης η άσκηση ενδίκου
μέσου κατά αποφάσεως, που εκδίδεται από επιλεγέντα δικαστή απαγορεύεται.
Στην περίπτωση, λοιπόν, που στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας οι διάδικοι
αντί της τακτικής διαδικασίας επιλέξουν τη διαδικασία της εκδικάσεως από
επιλεγέντα δικαστή, απόλλυνται και το δικαίωμα ασκήσεως εκκλήτου - του
δεύτερου αυτή τη φορά - κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί 70.
3.5. Οι συνέπειες της «αντικανονικής» και της «κανονικής» ασκήσεως του δικαιώματος
Κατά πέμπτο λόγο οι κανονικές αυτές
διατάξεις ρυθμίζουν τις συνέπειες τόσο της «αντικανονικής»
(αδικαιολόγητης) όσο και της «κανονικής» (δικαιολογημένης) ασκήσεως του.
3.5.1 Οι συνέπειες της «αντικανονικής» ασκήσεως του δικαιώματος
Σε περίπτωση «αντικανονικής» αρνήσεως
υπακοής και οι τρεις κανόνες, δηλαδή και ο ΙΓ΄ και ο ΙΔ΄ και ο ΙΕ΄
προβλέπουν ως ποινή για τους αρνούμενους υπακοή αυτήν της καθαιρέσεως,
παρά τη μικρή διαφοροποίηση που παρατηρείται στον τρόπο διατυπώσεως
αυτής (εννοείται της ποινής) 71.
Πέραν αυτού, τιμωρητέοι κρίνονται και όσοι
κληρικοί, μοναχοί ή λαϊκοί συνταχθούν με τον αρνούμενο υπακοή. Εξ αυτών,
οι μεν κληρικοί καθαιρούνται, οι δε μοναχοί και λαϊκοί αφορίζονται
μέχρι να εκδηλώσουν εμπράκτως τη μετάνοιά τους και παύσουν να αρνούνται
υπακοή 72.
Η πρόβλεψη για τιμωρία και όσων κληρικών, μοναχών ή λαϊκών συντάσσονται
με τους αρνουμένους υπακοή διακόνους ή πρεσβυτέρους αποτελεί
αντικείμενο ρυθμίσεως μόνον του ΙΓ΄ κανόνα, που αφορά στην άρνηση
υπακοής προς Επίσκοπο. Παρ' όλα αυτά, η μοναδικότητα αυτής της ρυθμίσεως
δεν εμποδίζει την αναλογική εφαρμογή της και για τις άλλες δύο
περιπτώσεις, δηλαδή αυτές της αρνήσεως υπακοής προς Μητροπολίτη και
Πατριάρχη, αφού και οι τρεις αυτοί ιεροί κανόνες ρυθμίζουν το ίδιο θέμα
από όλες τις πλευρές του, δημιουργώντας - όπως έχει ήδη αναφερθεί - ένα
σύστημα ρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει ότι και στους κληρικούς, λαϊκούς και
μοναχούς, που συντάσσονται με τους αρνουμένους υπακοή προς Μητροπολίτη
και Πατριάρχη ή Προκαθήμενο άλλης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, μπορούν να
επιβληθούν οι ποινές, οι οποίες προβλέπονται στον ΙΓ΄ κανόνα.
Ως προς το ποια πρόσωπα περιλαμβάνονται υπό
τις έννοιες «κληρικός» και «μοναχός», συμφώνως προς όσα έχουν ήδη
λεχθεί, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπό την πρώτη θα υπαχθούν οι
κατώτεροι κληρικοί, οι διάκονοι, οι πρεσβύτεροι, οι επίσκοποι
(ανεξαρτήτως αν διαποιμαίνουν Μητρόπολη ή όχι), υπό δε τη δεύτερη οι
μοναχοί και οι μονάστριες.
Οι ιερομόναχοι έχω τη γνώμη ότι θα πρέπει
να συμπεριληφθούν στους κληρικούς και όχι στους μοναχούς λόγω της
υπεροχής κατά τάξιν της ιδιότητας του κληρικού έναντι αυτής του μοναχού.
Υπέρ της θέσεως αυτής συνηγορούν και οι συνέπειες των προβλεπομένων γι'
αυτούς ποινών Δεχόμενοι την υπεροχή της ιδιότητας του κληρικού έναντι
αυτής του μοναχού, σημαίνει ότι ο συντασσόμενος με τον αρνούμενο υπακοή
κληρικό ιερομόναχος θα υποστεί την ποινή της καθαιρέσεως και την
μετάπτωσή τους στην τάξη των μοναχών και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς
του θα τιμωρηθεί ως μοναχός με την ποινή του αφορισμού. Εάν, όμως,
δεχθούμε την προτεραιότητα της ιδιότητας του μοναχού έναντι αυτής του
κληρικού, τότε θα οδηγηθούμε στο εξής άτοπο: ο συντασσόμενος με τον
αρνούμενο υπακοή κληρικό ιερομόναχος να αφορίζεται ως μοναχός, να
εκβάλλεται δηλαδή της Εκκλησίας, αλλά να παραμένει ως κληρικός μέλος του
πληρώματός της, και δη της τάξεως των κληρικών
Τέλος, οι δόκιμοι μοναχοί θα συμπεριληφθούν στην τάξη των λαϊκών, αφού δεν έχουν ενταχθεί ακόμη στην τάξη των μοναχών.
3.5.2. Οι συνέπειες της «κανονικής» ασκήσεως του δικαιώματος
Εφ' όσον η άρνηση υπακοής είναι δικαιολογημένη, με βάση τα όσα έχουν ήδη λεχθεί 73,
ο αρνούμενος υπακοή όχι μόνον δεν τιμωρείται αλλά κατά τον ΙΕ΄ κανόνα
επιβραβεύεται και απολαμβάνει της επιδοκιμασίας και της τιμής των
υπολοίπων 74.
Και στην περίπτωση αυτή η ρύθμιση του ΙΕ'
κανόνα είναι μοναδική και δεν επαναλαμβάνεται από τους άλλους δύο
κανόνες, τον ΙΓ' και τον ΙΔ' Συνεπώς, για την ταυτότητα του λόγου θα
δεχθούμε ότι η ως άνω ρύθμιση θα εφαρμοσθεί αναλογικώς για τις
περιπτώσεις δικαιολογημένης αρνήσεως υπακοής τόσον προς Επίσκοπο όσον
και προς Μητροπολίτη.
4. Συμπεράσματα
Όπως καταδεικνύεται από τα παραπάνω, η
κανονική νομοθεσία αναγνωρίζει δικαίωμα αρνήσεως υπακοής προς τον
ασκούντα την κανονική δικαιοδοσία Επίσκοπο, ανεξαρτήτως της διοικητικής
θέσεως αυτού, αναγνώριση η οποία είναι προφανώς απόρροια της
δημοκρατικής οργανώ- σεώς της αλλά και της απορρίψεως του προσωπικού
«αλάθητου» του Επισκόπου. Αντί, όμως, να ρυθμίσει το πλαίσιο της
επιτρεπτής ανυπακοής ως κανόνα και την μη επιτρεπτή ανυπακοή ως
εξαίρεση, επιλέγει να προτάξει τη ρύθμιση της απαγορεύσεως ανυπακοής και
να προβάλλει στη συνέχεια εμμέσως πλην σαφώς την επιτρεπτή ανυπακοή ως
εξαίρεση. Η συλλογιστική δεν είναι καθόλου εσφαλμένη. Υποδηλώνει εμμέσως
την ανησυχία της Εκκλησίας, ότι η πιθανή πρόταξη της ρυθμίσεως της
ασκήσεως του δικαιώματος έναντι αυτής της μη ασκήσεως θα μετέτρεπε την
ανυπακοή σε κανόνα και την υπακοή σε εξαίρεση, με απρόβλεπτες συνέπειες
για τη διατήρηση της ενότητάς της. ’λλωστε η ίδια συλλογιστική
παρατηρείται και σ' ένα άλλο θέμα εξίσου σοβαρό, αυτό του μεταθετού των
επισκόπων, όπου προτάσσεται η απαγόρευση ως κανόνας, επιτρέπεται όμως -
ως εξαίρεση - εφ' όσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, δηλαδή
συνοδική απόφαση και εύλογη αιτία.
Συνεπώς, το δικαίωμα αρνήσεως υπακοής έχει
σημαίνουσα θέση στην κανονική νομοθεσία, και είναι απαραίτητο λόγω
ακριβώς αυτής της θέσεως να ασκείται αλλά και να κρίνεται - όταν
ασκείται - με τη δέουσα προσοχή, τηρουμένων των προϋποθέσεων, που η ίδια
η κανονική νομοθεσία θέτει.
1
Βλ. άρθρο 105 § 1 εδ. 6' του ισχύοντος Συντάγματος και άρθρο 5 § 1 του
Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (τα κείμενα στου I. Μ. Κ ονιδαρη,
Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας [=Βιβλιοθήκη
Εκκλησιαστικού Δικαίου Σειρά Α΄: Πηγές, 1], Αθήνα 1999, σ. 5 επ., 300
επ.).
2
Περί του νομικού καθεστώτος της Μοναστικής Πολιτείας 6λ. ενδεικτικώς Χ.
Π απαςταθη, Η ειδική νομική μεταχείριση των αγιορειτών, Θεσσαλονίκη
1988· Ε. Δ ωρη, Το δίκαιον του Αγίου Όρους ’θω, τ . Α΄, Νομοθεσία - Νομολογία - Ερμηνεία, Αθήνα - Κομοτηνή 1994.
3
Η αιτιολογική βάση ψηφίσεως των σχετικών κανονικών διατάξεων θα πρέπει
να αναζητηθεί στο ιστορικό υπόβαθρο της εποχής της συγκλήσεως της εν
λόγω συνόδου, και δη στην παραίτηση και στην συνέχεια εξορία του
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιγνατίου, στην εκλογή του Φωτίου στην θέση
αυτού και σης συνέπειες που τα δύο αυτά γεγονότα προκάλεσαν. Βλ. σχετ.
Β. ΦΕΙΔΑ , Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β΄, εκδ. β΄, Αθήναι 1998, σ. 97επ.,
όπου και περαιτέρω παραπομπές στις πηγές.
4 Βλ. το κείμενο του κανόνα σε Γ. Ρ άλλη - Μ. Π οτλη, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων (εφεξής Σύνταγμα), II, 688 - 689.
5 Βλ. το κείμενο του κανόνα σε Σύνταγμα, II,692.
6 Βλ. το κείμενο του κανόνα σε Σύνταγμα, II, σ. 692 693.
7 Βλ. σχετ. τον ΙΓ΄ κανόνα, ό.π.: «... εί τις πρεσβύτερος, ή διάκονος ...». Βλ. επίσης και τα κάτωθι του κανόνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 690 : « Ποικίλως,
φησίν ο κανών, επιβουλεύει τη του Χριστού εκκλησία ο πονηρός. Επεί γαρ
τα ζιζάνια των αιρέσεων είδεν εκτετμημένα τη μαχαίρα του Πνεύματος,
ετέραν εμηχανήσατο μέθοδον, ίνα το σώμα της εκκλησίας μερίση, και
διασπάση την ένωσιν. Αύτη δ' εστίν η των σχισματικών μανία, ήν
αναστέλλοντές, φασιν οι της συνόδου, ορίζομεν, μηδένα πρεσβύτερον, ή
διάκονον τολμάν αφίστασθαι του επισκόπου ,...», Θ. Βαλςαμωνος , ό.π., σ. 690 - 691 : « Παυθείσης
τη χάριτι του Θεού της από των αιρέσεων διαστάσεως, εώρων οι Πατέρες
τινάς ιερωμένους υποκλε- πτομένους κατά μεθοδείαν σατανικήν εις την των
σχισματικών μανίαν, ως αφισταμένους από της των επισκόπων αυτών
κοινωνίας, μη όντων ασεβών, ή αδίκων, κατά τον λα΄. Αποστολικόν κανόνα,
δια μόνον δε το λαληθήναι τίνα ίσως εγκληματικά κατ' αυτών. Τούτο γουν,
ως καταμερίζον ro σώμα του Χριστού, ήτοι την εκκλησίαν διορθούμενοι,
ώρισαν καθαφείσθαι τους τολμήσοντας ιερείς, ή διακόνους, ανευλόγως ούτως
αποστήναι της μετά του επισκόπου αυτών κοινωνίας ,...» και Α. Αριςτηνου , ό.π., σ. 691 : « Ει τις πρεσβύτερος, ή διάκονος ως δήθεν επ' εγκλήματι του οικείου κατεγνωκώς επισκόπου ,...».
8 Βλ. σχετ. τον ΙΓ΄ κανόνα, ό.π.: « Οι
δε τούτω συνεπόμενοι ει μεν των ιερωμένων είεν τίνες, και αυτοί της
οικείας τιμής εκπιπτέτωσαν, ει δε μοναχοί, ή λαϊκοί, αφοριζέσθωσαν
παντελώς της εκκλησίας, μέχρις αν την προς τους σχισματικούς συνάφειαν
διαπτύσαντες, προς τον οικείον επίσκοπον επιστραφείεν ». Βλ. επίσης και τα κάτωθι του κανόνα σύμφωνα σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ.690 : «... και
οι συνεπόμενοι δε τω σχισματικώ, και αποσχίζοντες και αυτοί, ιερωμένοι
μεν όντες, καθαιρείσθωσαν, λαϊκοί δε τυγχάνοντες, ή μοναχοί,
αφοριζέσθωσαν παντελώς της εκκλησίας, αντί του, εξωθείσθωσαν, ώστε μηδέ
εισιέναι εις εκκλησίαν. Έστι ...», Θ. Βαλςαμωνος , ό.π., σ. 691 : «... Και
ου μόνον τούτους, αλλά και τους συνακολουθήσαντας αυτοίς, ιερωμένους
μεν όντας, διορίζονται καθαιρείσθαι, λαϊκούς δε, αφορίζεσθαι, και είναι
επιτετιμημένους, μέχρις αν εν επιγνώσει του κακού γένωνται, και τω
οικείω επισκόπω προσέλθωσιν. Ανάγνωθι ...» και Α. Αριςτηνου , ό.π., σ. 692: «... Οι
δε συνεπόμενοι, ιερατικοί μεν όντες, της οικείας τιμής εκπιπτέτωσαν,
μοναχοί δε, ή λαϊκοί, αφοριζέσθωσαν, μέχρις επιστραφείεν ».
9 Βλ. το σχόλιο, ό .π., σ. 691: « Ερωτήσει
δε τις, ως, του κανόνος μόνους κολάζοντος τους σχισματικούς πρσβυτἐρους
και διακόνους, εάν έτερός τις κληρικός παρά τούτους απoστή εκ της του
επισκόπου αυτού κοιvωvίας, κολασθήσεται, ή ου; Λύσις. Του κανόνος εφεξής
καθαιρούντος μη μόνους τους πρωταιτίους ιερωμένους, αλλά και τους
συνεπομένους αuτοίς, εξ ανάγκης πάντες οι πρωταίτιοι του σxίσματoς
κληρικοί, οίοι αν και ώσιν, εκ των οικείων βαθμών διωxθήσoνται. Kαλώς δε
πρεσβυτέρωv και διακόνων μόνων εμνήσθη ο κανών, ότι κυρίως τo σxίσμα
παρά τούτων γίνεται, ως ενεργούντων τα του αγίου θυσιαστηρίoυ, και
δυναμένων αναφέρειν, ή μη αναφέρειν το όνομα του επισκόπου ».
10 Βλ. σχετ. τον ΙΔ΄ κανόνα, ό.π . : «Eι τις επίσκοπος εγκλήματoς πρόφασιν ποιούμενος κατά του οικεlου μnτροπολίτου, προ συνοδικής .. .».
11 Βλ. και το ερμηνευτικό σχόλιο του Θ. Βαλςαμωνος υπό το σχετικό κανόνα, ό.π., σ. 692: « Και ο παρών κανών όμοιος κατά πάντα εστί τω προ αυτού, καν διαλλάττη περί τα πρόσωπα ».
12 Δηλαδή τους πρεσβυτέρους, τους διακόνους και τους Επισκόπους.
13 Βλ. σχετ. τον ΙΕ΄ κανόνα, ό.π.: «... ει τις πρεσβύτερος, ή επίσκοπος ή μητροπολίτης ...».
14
Βλ. σχετ. τον κανόνα, ό.π. «..., ει τις πρεσβύτερος, ή διάκονος, ...,
αποστήναι τολμήσοι της αυτού κοινωνίας». Βλ. και τα υπό τον κανόνα
σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 690, Θ. Βαλςαμωνος ,
ό.π., σ. 691 και Α. Αριςτηνου , ό.π., σ. 691.
15 Βλ. σχετ. τον κανόνα, ό.π. «Ει τις επίσκοπος..., αποστήσει εαυτόν της προς αυτόν κοινωνίας,...».
16
Βλ. σχετ. τον κανόνα, ό.π. «...Ώστε, ει τις πρεσβύτερος, ή επίσκοπος, ή
μητροπολίτης τολμήσειεν αποστήναι της προς τον οικείον πατριάρχην
κοινωνίας,...». Βλ. και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των
I. Ζωναρα , ό.π., σ. 693 και Θ. Βαλςαμωνος , ό.π., σ. 694.
17
Βλ. σχετ. τους ως άνω κανόνες: ΙΓ΄, ό.π. «..., και το όνομα αυτού εν
ταις ιεραίς των λειτουργιών ευχαίς, κατά το παραδεδομένον τη εκκλησία,
μη αναφέροι,...», ΙΔ΄, ό.π. «,
και μη αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το
ειθισμένον, εν τη θεία μυσταγωγία,...» και ΙΕ΄, ό.π. «..., και μη
αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το ωρισμένον και τεταγμένον, εν τη θεία
μυσταγωγία,...», καθώς και τα σύμφωνα σχόλια των I. Ζωναρα , Θ.
Βαλςαμωνος και Α. Αριςτηνου υπό τον ΙΓ΄, ό.π., σ. 690, 691 και 691
αντιστοίχως και I. Ζωναρα υπό τον ΙΕ΄ κανόνα, ό.π., σ. 693.
18
Αναλυτικώς αν. βαβουσκου, Θεμελιώδεις αρχές εκκλησιαστικής δικονομίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος - Η αρχή της εξασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και
της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης
(διδακτορική διατριβή), εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη
2003, σ. 215 επ.
19
Βλ. σχετ. τους κανόνες ΛΔ΄ των Αποστόλων (Σύνταγμα, II, σ. 45), καθώς
και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , Θ.
Βαλςαμωνος και Α. Αριςτηνου (Σύνταγμα, II, σ. 45 - 47),
ΣΤ της Α΄ Οικουμενικής ( Σύνταγμα, II, σ. 128), Ζ΄ της Α΄ Οικουμενικής
(Σύνταγμα, II, σ. 131 - 132), Β΄ της Β΄ Οικουμενικής (Σύνταγμα, II, σ.
169 - 170) και ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής (Σύνταγμα, II, σ. 280 - 281).
20
Βλ. σχετ. ΛΕ΄ των Αποστόλων (Σύνταγμα, II, σ. 47), Β΄ της Β΄
Οικουμενικής, ό.π., Η΄ της Γ΄ Οικουμενικής (Σύνταγμα, II, σ. 203 - 204)
και ΙΓ΄ της Αντιοχείας (Σύνταγμα, III, σ. 150 - 151).
21 Περί μοναχών βλ. τον Δ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής ( Σύνταγμα , II, σ. 226), κατά τον οποίο: «... έδοξε,
μηδένα μεν μηδαμού οικοδομείν, μηδέ συνιστάν μοναστήριον, ή ευκτήριον
οίκον, παρά γνώμην του της πόλεως επισκόπου, τους δε καθ' εκάστην πόλιν,
και χώραν, μονάζοντας, υποτετάχθαι τω επισκόπω και την ησυχία
ασπάζεσθαι .». Βλ. και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα, ό.π., σ . 227, Θ. Βαλςαμωνος ,
ό.π., σ. 228 και Α. Αριςτηνου, ό.π., σ. 229 ∙ περί των ιερομονάχων και
κληρικών υπηρετούντων σε ιδρύματα και μαρτύρια βλ. τον Η΄ κανόνα της Δ΄
Οικουμενικής ( Σύνταγμα , II, σ. 234) , κατά τον οποίο: «Οι
κληρικοί των πτωχείων, και μοναστηριών, και μαρτυρίων, υπό την εξουσίαν
των εν εκάστη πόλει επισκόπων, κατά την των αγίων Πατέρων παράδοσιν,
διαμενέτωσαν, και μη κατά αυθάδειαν αφηνιάτωσαν του ιδίου επισκόπου. Οι
δε τολμώντες ανατρέπειν την τοιαύτην διατύπωσιν, καθ' οιονδήποτε τρόπον,
και μη υποταττόμενοι τω ιδίω επισκόπω, ει μεν είεν κληρικοί, τοις των
κανόνων υποκείσθωσαν επιτιμίοις ∙ ει δε μονάζοντες, ή λαϊκοί, έστωσαν
ακοινώνητοι». Βλ. και τα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια υπό το σχετικό κανόνα των I. Ζωναρα , Θ. Βαλςαμωνος και Α. Αριςτηνου, ό.π., σ. 234 237.
22
Η αρχή της εντοπιότητας είναι η δεύτερη παράμετρος της κατά τόπον
αρμοδιότητας και ο αντίποδας της αρχής της κανονικής δικαιοδοσίας, αφού
περιορίζει την κατά τόπον αρμοδιότητα εντός των γεωγραφικών ορίων της
εκκλησιαστικής περιφέρειας, παρέχοντας όμως έτσι στον επιχώριο ή κατά
τόπον επίσκοπο το δικαίωμα να αποτρέψει τη δικαιοδοτική διείσδυση
οποιουδήποτε επισκόπου δυνάμει της αρχής της κανονικής δικαιοδοσίας.
Αναλυτικώς βλ. αν. βαβουσκου , ό.π., σ. 223 επ.
23 Βλ. σχετικώς ΛΑ΄ Αποστόλων ( Σύνταγμα , II, σ. 39), Ε΄ της Α΄ Οικουμενικής ( Σύνταγμα , II, σ. 124 - 125), Η΄ της Δ΄ Οικουμενικής, ό.π., Θ΄ της Δ΄ Οικουμενικής ( Σύνταγμα , II, σ. 237), Γ΄ της Αντιοχείας ( Σύνταγμα , III, σ. 129 - 130), Δ΄ της Αντιοχείας ( Σύνταγμα , III, σ. 132), Ε΄ της Αντιοχείας ( Σύνταγμα , III, σ. 136), ΣΤ΄ της Αντιοχείας ( Σύνταγμα , III, σ. 138), IB ΄ της Αντιοχείας ( Σύνταγμα , III, σ. 146), ΙΓ΄ της Σαρδικής ( Σύνταγμα , III, σ. 266), Γ΄ της Καρθαγένης ( Σύνταγμα , III, σ. 318), ΙΑ΄ της Καρθαγένης ( Σύνταγμα , III, σ. 320), ΡΚΕ΄ της Καρθαγένης ( Σύνταγμα , III, σ. 588).
24
Βλ. σχετ. τον κανόνα Η΄ της Δ΄ Οικουμενικής, ό.π., ο οποίος,
ρυθμίζοντας την αρμοδιότητα επί κληρικών ιδρυμάτων, μοναστηριών
(ιερομονάχων) και μαρτυρίων, χρησιμοποιεί, τόσο τον όρο « ο εν εκάστη πόλει επίσκοπος », όσο και τον όρο « ο ίδιος επίσκοπος »,
με σαφή, όμως, προσανατολισμό προς το κριτήριο της εντοπιότητας. Και
τούτο γιατί ο συνεκτικός κρίκος, που συνδέει κατά τον ως άνω κανόνα τον
κληρικό με τον επίσκοπο, δεν είναι η χειροτονία αλλά ο τόπος εκπληρώσεως
των ιερατικών του καθηκόντων, με άμεση συνέπεια την ταύτιση του
επιχωρίου επισκόπου, υπό τη δικαιοδοσία του οποίου τελούν οι
αναφερόμενοι στον κανόνα τόποι, με τον «ίδιο» επίσκοπο. Με την άποψη
αυτή συντάσσονται στα υπό τον Η΄ κανόνα ερμηνευτικά τους σχόλια και οι
ερμηνευτές I. Ζωναρασ ό.π., σ. 235: «... Και τους τοιούτους τοίνυν
κληρικούς, και τους των μαρτυρίων, των επ' ονόμασι μαρτύρων
οικοδομηθέντων ναών, τω κατά χώραν επισκόπω υποκείσθαι η παρούσα κελεύει
σύνοδος ,...», Θ. Βαλςαμων , ό.π., σ. 236: «... οι
θείοι Πατέρες αποσκευαζόμενοι ώρισαν, πάντας τούτους υπό την εξουσίαν
είναι του κατά χώραν επισκόπου, κατά την περί τούτου των αγίων Πατέρων
παράδοσιν ...» και Α. Αριςτηνοσ , ό.π., σ. 237: « Ο εν πτωχείω, ή σεμνείω κληρικός βλεπέτω την εξουσίαν του επισκόπου της πόλεως· ο δε τούτου αφηνιάζων γινωσκέτω το επιτίμιον ».
25 Βλ. σχετ. τον Ε΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής, ό.π., ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο « υπό τον καθ΄ εκάστην επαρχίαν επισκόπων »,
στου οποίου το εννοιολογικό περιεχόμενο είναι δυνατόν να συμπεριληφθεί
τόσο ο χειροτονήσας επίσκοπος όσο και ο επιχώριος επίσκοπος.
26 Βλ. τα κείμενα των κανόνων I Γ΄, ΙΔ΄ και ΙΕ΄, ό.π.
27
Βλ. σχετικώς: α) περί Επισκόπου σε ΙΓ΄ κανόνα, ό.π. «..., ως δήθεν επί
εγκλήμασι τισι του οικείου κατεγνωκώς επισκόπου,...», 6) περί
Μητροπολίτου σε ΙΔ΄ κανόνα, ό.π. «...εγκλήματος πρόφασιν ποιούμενος κατά
του οικείου μητροπολίτου,...» και γ) περί Πατριάρχου σε ΙΕ΄ κανόνα,
ό.π.,. «...Και ταύτα μεν ώρισται και εσφράγισται περί των προφάσει τινών
εγκλημάτων των οικείων αφιοταμένων προέδρων,...».
28 Σημειώνεται όχι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται από τους τρεις ιερούς κανόνες.
29 Βλ. ειδικότερα το εδάφιο δ΄, ό.π. «... Οι
γαρ δι' αίρεσίν τίνα, παρά των αγίων συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην,
της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου την
αίρεσίν δηλονότι δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ' εκκλησίας
διδάσκοντος, οι τοιούτοι, ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ
υποκείσονται, προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον
επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις
ορθοδόξοις αξιωθήσονται ».
30 Κατά τον I. Ζ ωναρα , ό.π., σ. 694: «... ότι
και τα φυλακής άξια σφραγίζονται ιν' είεν ανεπιβούλευτα περί των
προφάσει τινών εγκλημάτων των οικείων αφισταμένων προέδρων, και την
ένωσιν διασπώντων της εκκλησίας, ότε δηλαδή πορνείαν ίσως τω αιτιωμένω προσάπτουσιν, ή ιεροσυλίαν, ή επί χρήμασι χειροθεσίαν, ή άλλα τοιαύτά τίνα .». Κατά δε τον Θ. Β αλςαμωνα , ό.π., σ. 695: «... Εγκληματικά δε αιτιάματα εισι, πορνεία, ιεροσυλία, και των κανόνων αθετήσεις ».
31
Υπέρ της απόψεως αυτής φαίνεται ότι τάσσονται τόσον ο I. Ζωναρασ, ο
οποίος στο σχόλιό του υπό τον ΙΕ΄ κανόνα, ό.π., σ. 694 σημειώνει: «
...Ει δ' ο πατριάρχης τυχόν, ή ο μητροπολίτης, ή ο επίσκοπος αιρετικός
είη, και τοιούτος... » , όσον και ο Θ. Βαλςαμων, ο οποίος στο σχόλιο του
υπό τον ίδιο κανόνα, ό.π., σ. 695 παρατηρεί: « ...Ει γαρ μη δι΄
εγκληματικήν αιτίασιν, αλλά δι΄ αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του
επισκόπου αυτού, ή του μητροπολίτου, ή του πατριάρχου,.. .» .
32 Βλ. σχετ. τον ΙΕ΄ κανόνα, ό.π. « Οι
γαρ δι' αίρεσίν τινα, παρά των αγίων συνόδων, ή Πατέρων κατεγνωσμένην,
της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου την
αίρεσίν δηλονότι δημοσία κηρύτοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ' εκκλησίας
διδάσκοντος, ...». Βλ. επίσης και τα υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρασ , ό.π., σ. 694: «..., και τοιούτος, ως δημοσία κηρύττειν την αίρεσίν ,...» και Θ. Βαλςαμων , ό.π., σ. 695: «..., αλλά
δι΄ αίρεσίν χωρίση τις εαυτόν από του επισκόπου αυτού, ή του
μητροπολίτου, ή του πατριάρχου, ως επ' εκκλησίας διδάσκοντος
ανερυθριάστως διδάγματά τίνα απηλλοτριωμένα του ορθού δόγματος, ...».
33
Δηλαδή απόφαση α) τελεσίδικη, 6) καταδικαστική και γ) συνοδική,
προϋποθέσεις, που θα αναπτυχθούν αμέσως παρακάτω. Σημειώνεται ότι και
στην περίπτωση της αιρέσεως απαιτείται όπως τα δόγματά της να έχουν
καταδικασθεί από Σύνοδο, με τη διαφορά όμως ότι πρόκειται για
καταδικαστική απόφαση της αιρέσεως και όχι της πράξεως συγκεκριμένου
επισκόπου, που συνιστά υλοποίηση αυτής και συνεπώς κανονικό παράπτωμα.
34 Βλ. το σχόλιο, ό.π., σ. 695.
35
Βλ τον ΙΕ΄ κανόνα, ό.π.: « ...Ου γαρ επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της εκκλησίας
κατέ- τεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν
ρύσασθαι » . Βλ. επίσης και το υπό τον κανόνα σχόλιο του Θ. Βαλσαμωνος ,
ό.π., σ. 695:: «... ου γαρ απέσχισεν αυτόν από επισκόπου, αλλ' από
ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου, και το παρά τούτου γεγονός επαίνου
άξιόν έστιν, ως μη κατατέμνον την εκκλησίαν, αλλά μάλλον συνάπτον αυτήν,
και του μερισμού απαλλάττον » .
36
Βλ. σχετ. τους κανόνες: ΙΓ΄, ό.π. «. ..προ συνοδικής διαγνώσεως και
εξετάσεως, και της επ' αυτώ τελείας κατακρίσεως,... », ΙΔ΄, ό.π. «
...προ συνοδικής διαγνώσεως,... » και ΙΕ΄, ό.π. «. .., αλλά προ
εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως,... » . Βλ. επίσης και
τα σχόλια του I. Ζωναρα υπό τον ΙΓ΄, ό.π., σ. 690: «..., πριν ή
συνοδικώς ζητηθή η κατά του επισκόπου φερομένη αιτία, και τελεία
προσενεχθή ψήφος, κατακρίνουσα αυτόν, τον δε... » και υπό τον ΙΔ΄, ό.π.,
σ. 693: « ..., αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού
κατακρίσεως,... » .
37 Βλ. σχετ. τον όρο « κατάκρισις », που χρησιμοποιείται στους ΙΓ΄ και ΙΕ΄ και τον όρο « διάγνωσι ς» στον ΙΔ΄.
38 Βλ. σχετ. τον όρο « συνοδική », που χρησιμοποιείται και στους τρεις κανόνες.
39 Βλ. σχετ. τον όρο « τελεία », που χρησιμοποιείται στους ΙΓ΄ και ΙΕ΄ κανόνες.
40 Δηλαδή τόσον για την περίπτωση της αρνήσεως υπακοής προς τον Επίσκοπο όσον και για αυτήν προς Μητροπολίτη και Πατριάρχη.
41 Βλ. σχετ. τους κανόνες ΙΓ΄, ό.π.: «... προ συνοδικής διαγνώσεως και εξετάσεως, και της επ' αυτώ τελείας κατακρίσεω ς,...», ΙΔ΄, ό.π.: «... προ συνοδικής διαγνώσεως ,...», ΙΕ΄, ό.π. : «... αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως ,...», καθώς και τα ερμηνευτικά σχόλια υπό τον ΙΓ κανόνα των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 690: «..., πριν ή συνοδικώς ζητηθή η κατά του επισκόπου φερομένη αιτία, και τελεία προσενεχθή ψήφος, κατακρίνουσα αυτόν ,...» και Θ. Βαλσαμωνος , ό.π., σ. 691: «,.. προ εντελούς συνοδικής καταδίκης ».
42 Βλ. σχετ. τους κανόνες ΙΓ΄, ό.π. : «... προ συνοδικής διαγνώσεως και εξετάσεως, και της επ' αυτώ τελείας κατακρίσεως ,...», ΙΔ΄, ό.π. : «... προ συνοδικής διαγνώσεως ,...», ΙΕ΄, ό.π. «... αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως ,...», καθώς και τα ερμηνευτικά σχόλια υπό τον ΙΓ΄ κανόνα των I. Ζωναρα και Θ. Βαλσαμωνος , ό.π.
43Βλ.
σχετ. τους κάτωθι κανόνες: ΣΤ΄ της Β΄ Οικουμενικής ( Σύνταγμα, II, σ.
180 - 181), Θ΄ της Δ΄ Οικουμενικής, ό.π., ΙΔ΄ της της Αντιοχείας
(Σύνταγμα, III, σ. 152), ΙΕ΄ της αυτής συνόδου ( Σύνταγμα , III, σ.
153), Γ΄ της Σαρδικής ( Σύνταγμα, III, σ. 233 - 234). Έτσι και Σ.
Τρωιανος, Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού
(διδ. διατριβή), Αθήναι 1964, σ. 44. Βλ. όμως και Γ. Ραμμο, Στοιχεία
Ελληνικού Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήναι 1947, σ. 47, ο οποίος
διατυπώνει την άποψη ότι οι Επίσκοποι είναι δυνατόν να κριθούν
πρωτοβαθμίους από την Πατριαρχική Σύνοδο, αν το κανονικό παράπτωμα, που
διέπραξαν, εκφεύγει της αρμοδιότητος της Επαρχιακής Συνόδου.
44Βλ.
σχετ. τους ιερούς κανόνες ΣΤ΄ της Β΄ Οικουμενικής, ό.π., Θ΄ της Δ΄
Οικουμενικής, ό.π., ΙΖ΄ της Δ΄ Οικουμενικής (Σύνταγμα, II, σ. 258), IB ΄
της Αντιοχείας, ό.π., Γ΄ της Σαρδικής, ό.π.
45Βλ.
σχετ. τον Θ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής, ό.π. και τα υπό τον κανόνα
ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 238, Θ. Βαλσαμωνος , ό.π.,
σ. 238 και Α. Αριςτηνο υ , ό.π., σ. 240 . Βλ. επίσης και τον ΙΖ΄ της
αυτής συνόδου, ό.π., καθώς και τα υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια των
I. Ζωναρα ,, ό.π., σ. 260 , Θ. Βαλσαμωνος , ό.π., σ. 261 .
46Βλ.
σχετ. το σχόλιο του Θ. Βαλσαμωνος , υπό τον Δ ΄ κανόνα της Αντιοχείας,
ό.π., σ. 134 . Σύμφωνοι με την άποψη αυτή και οι σ. τρωιανοσ , ό.π., σ.
139 , Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΣ , ό.π., σ. 836 .
47Έτσι σ. τρωιανοσ , ό.π., σ. 139, Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΣ , ό.π., σ. 836.
48 Βλ. σχετ. τον ΙΕ΄ κανόνα, ό.π. Βλ. επίσης και το υπό τον κανόνα ερμηνευτικό σχόλιο του I. Ζωναρα , ό.π., σ. 693.
49
Αντιθ. Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΣ, ό.π., σ. 835, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο
Πατριάρχης, εφ' όσον κατηγορηθεί ότι τέλεσε κάποιο κανονικό παράπτωμα,
κρίνεται από τη σύνοδο του οικείου πατριαρχικού κλίματος.
50 Βλ. ό.π.
51 Κατά τον ΙΕ΄ κανόνα της Αντιοχείας ( Σύνταγμα , III, ο. 153): « Ει
τις επίσκοπος, επί τισιν εγκλήμασι κατηγορηθείς, κριθείη υπό πάντων των
εν τη επαρχία επισκόπων, πάντες τε σύμφωνοι μίαν κατ' αυτού εξενέγκοιεν
ψήφον, τούτον μηκέτι παρ' ετέροις δικάζεσθαι, αλλά μένειν βεβαίαν τήν
σύμφωνον των επί της επαρχίας επισκόπων απόφασιν ».
52
Βλ. σχετ. το σχόλιό του υπό τον οικείο κανόνα, ό.π., σ. 153, καθώς και
το σχόλιό του υπό τον Δ΄ κανόνα της Σαρδικής ( Σύνταγμα, III, σ. 239). Η
εναλλακτική πάντως ερμηνευτική λύση την οποία προτείνει στο σχόλιό του
υπό τον ΙΕ΄ κανόνα της Αντιοχείας, ό.π., σ. 153 - 154: «... ει δε
μη θέλεις τούτο ειπείν (δηλαδή ότι ο ΙΕ΄ κανόνας καταργήθηκε από τον Δ΄
της Σαρδικής), ερμήνευσον τον κανόνα καθώς ανωτέρω είρηται, και ειπέ
την καταδίκην γενέσθαι ενταύθα παρά συνόδου μη υποπιπτούσης εκκλήτω, ως
του πάπα, ή του Κωνσταντινουπόλεως » , μάλλον δείχνει την εκ μέρους του
ερμηνευτή αναγνώριση του ατόπου της πρώτης ερμηνείας.
53
Βλ. σχετ. το σχόλιό του υπό τον ΙΕ΄ κανόνα της Αντιοχείας, ό.π., σ.
154: «...Πλην ως ειρήκαμεν εν τω δ' κανόνι της παρούσης συνόδου, μάλλον η
γνώμη κρατεί των ορισάνιων εκκαλείσθαι τον οιόμενον αδικείσθαι,
και της βοηθείας της εκκλήτου επιτυγχάνειν, ως δικαιοτέρα και
φιλανθρωποτέρα ». Βλ. και το σχόλιο του ιδίου υπό τον Δ΄ κανόνα της Αντιοχείας, ό.π., ο. 135 - 136.
54 Έτσι σ. τρωιανοσ , ό.π., σ. 140.
55 Περί των κανόνων Γ΄, Δ΄ και Ε΄ της Σαρδικής βλ. διεξοδικώς Β λ . ΦΕΙΔΑ , Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, τ. Α΄, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του Θεσμού (απ' αρχής μέχρι το 451), Αθήναι 1977 , τ. Α΄, σ. 105 επ., όπου και αποδεικνύεται ο καιρικός χαρακτήρας των ρυθμίσεών τους.
56 Βλ. σχετ. τον Δ΄ κανόνα της Αντιοχείας, ό.π., σ. 132: « Ει
τις επίσκοπος υπό συνόδου καθαιρεθείς, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, υπό
του ιδίου επισκόπου, τολμήσειέ τι πράξαι της λειτουργίας, είτε ο
επίσκοπος κατά την προάγουσαν συνήθειαν, είτε ο πρεσβύτερος, είτε ο
διάκονος, μηκέτι εξόν είναι αυτώ, μηδέ εν ετέρα συνάδω ελπίδα
αποκαταστάσεως, μήτε απολογίας χώραν έχειν ,...».
57 Έτσι ερμηνεύει ο I. Ζωναρασ τον όρο « λειτουργία » στο σχόλιό του υπό τον Δ΄ κανόνα της Αντιοχείας, ό.π., σ. 133.
58
Την άποψη αυτή διατυπώνει ο I. Ζωναρασ στο ερμηνευτικό σχόλιό του υπό
τον Δ΄ κανόνα, ό.π., σ. 133 - 134. Αντιθέτως ο Θ. Βαλσαμων , ό.π., σ.
134 - 135 συγκρίνει τον σχετικό κανόνα με τον ΚΗ΄ των Αποστόλων και
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του Δ΄ κανόνα της Αντιοχείας δεν
καθιερώνει το ανέκκλητο. Αντίθετος με την άποψη του Θ. Βαλσαμων ο Σ.
Τρωϊάνος , ό.π., σ. 141, όπου και η σχετική επιχειρηματολογία.
59 Ο σχετικός κανόνας είναι ο IB ΄ της Αντιοχείας, ό.π.
60
Βλ. σχετ. τους κανόνες IB ΄ της Αντιοχείας, ό.π., ΙΑ΄ της Καρθαγένης,
ό.π., ΞΕ΄ της Καρθαγένης (Σύνταγμα, III, σ. 472 - 473), ΡΔ΄ της
Καρθαγένης ( Σύνταγμα , III, σ. 552). Πρβλ. και το σχόλιο του Θ.
Βαλσαμωνος υπό τον ΙΕ΄ κανόνα της Καρθαγένης ( Σύνταγμα , III, σ. 333).
61
Βλ. σ. τρωιανο , ό.π., σ. 139. Βλ. επίσης ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟ ,
Επιτομή Κανονικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη, 1998, 164, Ν ΙΚΟΔΗΜΟ ΜΙΛΑΣ, Το
Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1906
(μτφρ. Μ. Α ποστολόπουλου ), σ. 449 - 450.
62
Βλ. σχετ. τον ΙΕ΄ κανόνα της Καρθαγένης ( Σύνταγμα, III, σ. 330 - 331).
Βλ. επίσης και τον κανόνα ΡΚΒ΄ της Καρθαγένης ( Σύνταγμα, III, σ. 584).
Αναλυτικότερα βλ. σε ΑΝ. ΒΑΒΟΥΣΚΟΥ , ό.π., σ. 277 επ.
63 Βλ. ό.π., σ. 332
64 Βλ. ό.π., σ. 335.
65 Βλ. ό.π., σ. 341.
66 Βλ. ό.π., σ. 584 - 585.
67 Β λ. το κείμενο του κανόνα σε Σύνταγμα , III, σ. 537.
68 « Εάν δε γένηται έκκλητος,... » .
69 « ..., και επιλέξηται ο εκκαλεσάμενος δικαστάς, και μετ' αυτού κακείνος ου εξεκαλέσατο,... ».
70 Ο σχεπκός κανόνας δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας: «...., του λοιπού από τούτων μηδενί εξέστω εκκαλείσθαι ».
Βλ. σχετ. και τα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των I . Ζωναρα , ό.π., σ.
538, Θ. Βαλσαμωνος , ό.π., σ. 538 και Α. Αριςτηνου, ό.π., σ. 539.
71Βλ. σχετ. Γ΄ , ό.π.. «,...τούτον υποκείσθαι καθαιρέσει, και πάσης ιερατικής αποστερείσθαι τιμής » και τα υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 690, Θ. Βαλσαμωνος , ό.π., σ. 691 και Α. Αριςτηνου , ό.π., σ. 691 , ΙΔ΄, ό.π. : «,... τούτον ώρισεν η αγία σύνοδος καθηρημένον είναι » και ο Ε΄, ό.π.: «.... τούτον ώρισεν η αγία σύνοδος, πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι ,...», καθώς και τα υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 693 - 694 και Α. Αριςτηνου , ό.π., σ. 696.
72 Βλ. σχετ. τον ΙΓ ΄ κανόνα, ό.π.: «... Οι
δε τούτω συνεπόμενοι, ει μεν των ιερωμένων είεν τίνες, και αυτοί της
οικείας τιμής εκπιπτέτωσαν, ει δε μοναχοί, ή λαϊκοί, αφοριζέσθωσαν
παντελώς της εκκλησίας, μέχρις αν την προς σχισματικούς συνάφειαν
διαπτύσαντες, προς τον οικείον επίσκοπον επιστραφείεν ». Βλ. και τα
σχετικά υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 690,
Θ. Βαλσαμωνος , ό.π., σ . 691 και Α. Αριςτηνου , ό.π., σ. 692.
73 Βλ. παραπάνω υπό 3. 4. 2.
74 Όπως ορίζει ο σχετικός κανόνας, ό.π.: «... οι τοιούτοι, ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υποκείσονται, ..., αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται .».
Βλ. και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα σχόλια των I. Ζωναρα , ό.π., σ. 694,
Θ. Βαλσαμωνος , ό.π., σ 695 και Α. Αριςτηνο υ , ό.π., σ. 696.