Λόγος πού ἐκφώνησε ὁ π. Αὐγουστῖνος Μύρου, στήν κηδεία τοῦ ἀδελφοῦ του Κωνσταντίνου στίς 17 Αὐγούστου 1971. Τότε ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος ἦταν πρωτοετής φοιτητής τῆς Θεολογίας καί ὁ ἀδελφός του ἕνα χρόνο μικρότερος τελείωνε τό Λύκειο.
Ἀδελφέ μου.
Δυό φορές, ἀδελφέ μου.
Μιά φορά, πού μιά μάννα μᾶς ἔφερε στόν κόσμο καί μία, πού μιά ἄλλη μάννα, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔκανε μέσα στήν ἴδια κολυμβήθρα δικά της παιδιά.
Πρίν 18 χρόνια ξεκίνησες ἀπό τήν οὐράνια πολιτεία, ἀπό τόν Θεό. Ταξίδεψες κι ἦρθες στόν κόσμο αὐτό, στό σπίτι μας. Ἔγινες ἀδελφός μου. Ἔγινες τό παιδί τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας μας. Σ’ ἀγαπήσαμε πολύ. Σ’ ἀγαπήσαμε βαθειά. Μεγαλώνοντας πλέξαμε ὄνειρα γιά τή ζωή. Τό πιό μεγάλο μας ὄνειρο εἶναι νά ὑπηρετήσωμε τούς ἀνθρώπους. Ξεκινήσαμε, προχωρήσαμε. Ἡ πορεία μας ἦταν παράλληλη. Στόχος μας πάντα ὁ ίδιος. Ζητήσαμε, παρακαλέσαμε τόν Θεό νά μᾶς κάνει καλύτερους, πιό ἄξιους: νά μᾶς βοηθήσει νά Τόν ἀγαπήσωμε πιό πολύ. Ἔπρεπε κάποιος νά θυσιασθῆ, νά μαρτυρήση. Κι Ἐκεῖνος διάλεξε ἐσένα. Ἤσουν ὁ πιό ἄξιος. Γιατί τούς πιό ἄξιους διαλέγει ὁ Θεός νά πεθαίνουν γιά τούς άλλους.
Κι ἀρρώστησες. Πόσα δέν μᾶς δίδαξε ἡ ζωή τῶν δέκα μηνῶν τῆς ἀσθενείας σου. Μᾶς ἔμαθες νά προσευχώμεθα. Κι ὅταν ἔγινες καλύτερα, λιγόστεψε ἡ προσευχή μας, γιά νά γίνη πιό ἔντονη ὅταν πάλι ἔπεσες στοῦ πόνου τό κρεββάτι καί νά συνεχιστῆ πολύ πιό δυνατή τώρα, πού ἀνέβηκες στόν οὐρανό.
Ταξίδεψες καί πάλι γιά τό μεγάλο ταξίδι. Ταξίδεψες, γιά νά γυρίσης στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τό ἕνα χέρι τοῦ Θεοῦ στό ἄλλο χέρι τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶσαι μακρυά μας. Δική μας ἡ γῆ, ἀλλά δικός μας καί ὁ οὐρανός γιατί εἶναι τοῦ Πατέρα μας. Ἡ ψυχή μου σ’ ἀγγίζει. Σέ νιώθει μέσα στό φῶς, στό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ λατρευτοῦ σου Ἰησοῦ. Τό ἔργο μας θά συνεχισθῆ. Καί πάλι θά προχωροῦμε μαζί. Ἐγώ ἐδῶ στή γῆ καί σύ στόν ούρανό. Ἐγώ θ’ ἀγωνίζωμαι, θά παλαίω, θά ματώνω καί σύ στά γόνατα πρό τοῦ Θεοῦ θά παρακαλῆς νά εὐλογῆ τούς κόπους μου.
Ἄγγελέ μου ... ἀγγελούδι μου ... Οἱ τελευταῖες σου στιγμές θά μένουν ἄσβεστες στή μνήμη μου καί θά μέ κατευθύνουν στήν ζωή.
Ὅταν άκόμη ἤσουν στό νοσοκομεῖο, μέ περίμενες κοιτώντας μέ ἀγωνία πρός τήν πόρτα. Τώρα θά μέ περιμένης κάπου ἀλλοῦ. Στόν παράδεισο. Καί θά μέ περιμένης μέ ἀγωνία. Γρήγορα θά ‘ρθοῦμε κοντά σου. Τά χρόνια περνοῦν. Ὅταν θά ‘ρθη ἐκείνη ἡ ὥρα, καί θά ‘ρθη γρήγορα, θά σέ συναντήσω. Δέν θά ‘σαι πιά ἄρρωστος. Δέν θά ‘ναι τό σῶμα σου βαρύ. Τά μάτια σου θά βλέπουν. Θά λάμπης. Θά ζῆς μέσα στό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Μονάχα μιά παράκληση. Παρακάλει τόν Θεό, ὥστε ὅλοι ὅσοι εἴμαστε ἐδῶ καί σέ ξεπροβοδοῦμε, νά βρεθοῦμε μαζί σου, γιά νά γιορτάζωμε καί νά πανηγυρίζωμε αἰώνια. Ἀμήν.