Ένα κείμενο για τον π. Αυγουστίνο Μύρου ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Ἔτυχε νά περνάει βιαστικός ἔξω ἀπό μιά ἐκκλησιά τῆς Ἀθήνας. Βρῆκε τόν Νίκο μόνο, δεκαεννέα χρονῶν Κρητικόπουλο, νά κλαίει στα σκαλιά της…..
Ένα υπέροχο κείμενο για τον π. Αυγουστίνο Μύρου ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Ἔτυχε νά περνάει βιαστικός ἔξω ἀπό μιά ἐκκλησιά τῆς Ἀθήνας. Βρῆκε τόν Νίκο μόνο, δεκαεννέα χρονῶν Κρητικόπουλο, νά κλαίει στα σκαλιά της. Τόν ρώτησε γιατί κλαῖς; κι ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς εἶχε καρκίνο, ἔπρεπε νά κάνει ἐγχείρηση, λεφτά δέν εἶχε καί φοβόταν πολύ τόν θάνατο. Ὁ παπα-Ᾱυγουστῖνος χωρίς νά ρωτήσει τίποτε ἄλλο, ἔβαλε τό χέρι στήν τσέπη, ἔβγαλε τά 1500 εὐρώ, πού εἶχε πάρει πρίν λίγο ἀπό τήν τράπεζα γιά ἄλλη ὑπόθεση, καί τοῦ τά ἔδωσε. Μή φοβᾶσαι τοῦ λέει, ὅλα θά πᾶνε καλά. Ἐσύ κλαῖς ἐδῶ περιμένοντας κάτι. Τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι κι ἐγώ, χωρίς νά ξέρω γιατί πέρασα ἀπό δῶ, ἔπρεπε νά συναντήσω ἐσένα. Δέν πρέπει νά χάνουμε τήν πίστη μας στό Χριστό πού μᾶς ὁδηγεῖ. Τόν καθησύχασε, ἔφυγε καί δέν ξανάμαθε γιά τόν Νίκο. Πέρασαν ἔτσι πάνω ἀπό δεκαπέντε χρόνια.
Καλοκαίρι τοῦ 2019 πήγαμε μέ τήν οἰκογένεια διακοπές στή Λευκάδα. Φτάσαμε ἀπόγευμα. Τήν ἑπόμενη ἀποφασίσαμε νά πᾶμε γιά μπάνιο νότια, στό Πόρτο Κατσίκι. Ξεκινήσαμε, ἔχοντας τήν ἐφαρμογή τοῦ χάρτη στό κινητό, μέσα ἀπό τούς ἀγροτικούς δρόμους τοῦ ἐλαιῶνα γιά νά βγοῦμε στόν δυτικό κεντρικό δρόμο πού ἔτεμνε κάθετα τό νησί. Χαθήκαμε. Ἐσύ φταῖς! Ὄχι ἐσύ, πού δίνεις τό κινητό στά παιδιά! Ὄχι ἐσύ πού ἔρχεσαι ἀπ’ ἄλλη ἐποχή μέ τό «ρωτώντας πᾶς στήν πόλη»!
Ἀπογοητευμένοι, ἀποφασίζουμε νά γυρίσουμε στήν πόλη κι ἀπό κεῖ νά πιάσουμε τόν κεντρικό δρόμο. Ἀλλά ἀμέσως, ἀπό τόν χωματόδρομο, μπήκαμε στόν κεντρικό καί σέ λίγα δευτερόλεπτα μετά τή στροφή, βρεθήκαμε σ’ ἕνα μεγάλο του ἄνοιγμα. Στά ἀριστερά μας σταματημένα μερικά λεωφορεῖα καί μπροστά τους ἡ μεγάλη πύλη ἑνός μοναστηριοῦ. Ἡ Μονή τῆς Παναγίας Φανερωμένης! Ἄν καί εἴχαμε διαβάσει ὅτι ἦταν τό κεντρικότερο καί ἱστορικότερο μοναστήρι τοῦ νησιοῦ, εἴχαμε σκεφτεῖ νά πᾶμε κάποια ἄλλη μέρα νά προσκυνήσουμε.
Σταματήσαμε. Τό θεωρήσαμε πρέπον, ἀφοῦ ἔτσι μᾶς φανερώθηκε κι ὁ δρόμος μας, νά ξεκινήσουμε τήν περιήγηση ἀνάβοντας ἀπό ἕνα κερί καί προσκυνώντας τήν εἰκόνα Της. Στόν αὐλόγυρο κόσμος πολύς. Ἕλληνες, ξένοι, προσκυνητές καί τουρίστες. Μπήκαμε στόν Ναό ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα τοῦ διακονικοῦ γιατί οὔτε καταλάβαμε ἀπό πού ἧταν ἡ κύρια εἴσοδος. Στό βάθος, στό νάρθηκα, ὅπου καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, μιά ὁμάδα τουριστῶν ξεναγοῦνταν ἀπό κάποιο μοναχό. Προσκυνήσαμε τά λείψανα τῶν ἁγίων πού φυλάσσονται ἐκεῖ καί περάσαμε στό κεντρικό κλῖτος. Θαυμάσαμε τόν Ναό καί βγήκαμε στόν νάρθηκα ὅπου ἀνάψαμε κεριά καί προσκυνήσαμε, τελευταία, τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὅλα ἐκ τῆς πλαγίας ὁδοῦ ἐκεῖνο τό πρωΐ.
Πρίν προλάβουμε ν’ ἀφήσουμε τόν νάρθηκα γιά νά ξαναβγοῦμε στήν αὐλή, μπαίνει μέσα ἐκεῖνος ὁ μοναχός. Μᾶς καλωσόρισε καί μᾶς ρώτησε ἀπό ποῦ ἐρχόμαστε. Τοῦ ἀπάντησα ἀπὀ μιά κωμόπολη τῆς Κοζάνης, τό Βελβεντό. Ποιός σᾶς ἔστειλε έδῶ; Κανείς τοῦ λέω. Ἤρθαμε χθές γιά διακοπές καί σήμερα τό καί τό μέ τόν δρόμο. Τόν ἀρχιμανδρίτη Αὐγουστῖνο Μύρου τόν ξέρετε; Καί βέβαια τόν ξέρουμε. Εἶναι ἡγούμενος σέ ἕνα μοναστήρι πού ἔφτιαξε στό χωριό του, πάνω ἀπό τό δικό μας, στό Παλαιογράτσανο. Τό ξέρω, μᾶς λέει, ἀλλά δέν ξέρετε, συνεχίζει, ὅτι τό ὄνομά του τό μνημονεύω κάθε μέρα στή θεία Λειτουργία, καί βάζει τά κλάματα σάν μικρό παιδί. Ἐγώ σάστισα γιατί δέν μοῦ ἔτυχε ποτέ μιά τέτοια ἄμεση ἀντίδραση σέ ἄνθρωπο. Καί ἀρχίζει νά μᾶς λέει πῶς βρέθηκε νεαρό Κρητικόπουλο στά σκαλιά μιᾶς ἐκκλησίας στήν Ἀθήνα νά κλαίει γιά τόν καρκίνο του καί τή δύσκολη καί ἀκριβή έγχείρηση. Καί γιά τό πῶς ἐμφανίστηκε ὁ παπα-Αὐγουστῖνος ὡς μάννα ἐξ οὐρανοῦ. Καί δώστου νά κλαίει.
Δέν ξέραμε τί νά ποῦμε. Τά παιδιά κοιτοῦσαν μ’ ἀνοιχτό τό στόμα. Μᾶς λέει: οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δύσκολα βάζουν τό χέρι στήν τσέπη τους γιά ἀνθρώπους πού γνωρίζουν ὅτι ἔχουν ἀνάγκη. Φαντάσου γι’ αὐτούς πού δέν γνωρίζουν. Σκύβει καί μοῦ λέει στό αὐτί: Ποιός βάζει τό χέρι στήν τσέπη καί δίνει 1500 εὐρώ στόν πρῶτο τυχόντα ἄνθρωπο πού βρίσκει νά ἔχει ἀνάγκη; Ἔκανα τήν ἐγχείρηση, πάει ὁ καρκῖνος, ἀπό τότε δέν ἔχω καμιά ἐνόχληση. Ἔγινα μοναχός σ’ αὐτό τό μοναστήρι γιά νά εὐχαριστήσω τό Θεό. Ἐκείνη ἡ παρουσία τοῦ παπα-Αὐγουστίνου ἦταν καταλυτική. Ἀλλά δέν ξέρει τίποτα ἀπό τήν μετέπειτα πορεία μου. Τοῦ εἶμαι εὐγνώμων.
Στάθηκε καί μέ κοίταξε ἔντονα. Θα σοῦ ζητήσω μιά χάρη, τώρα πού βρέθηκες ἐδῶ. Θά μοῦ τήν κάνεις; Ἄν μπορῶ, τοῦ λέω, γιατί ὄχι. Σοῦ εἶναι εὔκολο νά τοῦ πᾶς κάτι στό μοναστήρι του; Πανεύκολο τοῦ λέω. Περίμενε, μοῦ λέει. Πῆγε καί ἔφερε μιά σακούλα μέ μιά μικρή εἰκόνα, ἀντίγραφο τῆς ἐφέστιας εἰκόνας τῆς μονῆς, κι ἕνα κομποσχοίνι. Ὑποσχέσου, ὅτι θά πᾶς νά τόν βρεῖς καί τό πρῶτο πού θά κάνεις εἶναι νά τοῦ φιλήσεις καί τά δυό του χέρια. Μετά θά τοῦ δώσεις τό δῶρο μου. Μέσα ἔχω τό τηλέφωνό μου. Ὅποτε μπορέσει νά μοῦ τηλεφωνήσει. Ἀπό τόν μοναχό Ἀκύλα θά τοῦ πεῖς. Καί μοῦ ξαναλέει αύστηρά: Ὑποσχέσου το. Ἐντάξει, τοῦ λέω. Μέ τήν εὐχή σου θά γίνουν ὅπως θές. Ἡ ἰστορία σου εἶναι γιά μᾶς μιά ἀποκάλυψη. Εἴχαμε μιά περιπέτεια ὡς νά βροῦμε τό δρόμο σήμερα, ἀλλά ἦταν τιμή καί εὐλογία ἀφοῦ μποροῦμε ἔστω ἔτσι κι ἐμεῖς νά χαροῦμε μέ τή χαρά σου καί νά εὐχαριστήσουμε μέ τήν εὐχαριστία σου.
Γυρίσαμε στό Βελβεντό μέρα Τρίτη. Τήν Πέμπτη τό ἀπόγευμα ἀνέβηκα στή Μονή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου κι ἐγώ νομίζω δεύτερη φορά στή ζωή μου, μετά ἀπό δεκαπέντε χρόνια. Προσκυνητές ἀπό δύο τρία λεωφορεῖα παρευρίσκονταν στόν ἑσπερινό πού ἦταν στό τέλος του. Μπῆκα στό Ναό καί περίμενα τελευταῖος, νά πάρω τήν εὐχή τοῦ παπα-Αὐγουστίνου γιά νά μήν ξοδέψω τόν χρόνο τῶν προσκυνητῶν.
Μοίραζε εἰκονίτσες. Ἦρθα -τοῦ λέω- καί φιλάω καί τά δυό του χέρια, ὅπως εἶχα ὑποσχεθεῖ στόν Ἀκύλα. Τραβήχθηκε πίσω. Τί κάνεις; μοῦ λέει. Ἔχω διαταγή τοῦ λέω νά ἔρθω νά σοῦ φιλήσω καί τά δυό χέρια ἐκ μέρους τοῦ μοναχοῦ Ἀκύλα. Ἀκύλας; ἀναρωτιέται, ἀπό ποῦ; Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος; Ὄχι τοῦ λέω ἀπό τή μονή Φανερωμένης Λευκάδας. Στεκόταν ἀπορημένος. Ποιόν βοήθησες πνευματικά καί ὑλικά, τόν ρωτῶ, πρίν ἀπό χρόνια στήν Ἀθήνα, ἔξω ἀπό μιά ἐκκλησιά; Τόν Νίκο τόν νεαρό ἀπό τήν Κρήτη τόν θυμᾶσαι; Θεραπεύτηκε καί ἔγινε μοναχός στό μοναστήρι τῆς Λευκάδας μέ τό ὄνομα Ἀκύλας. Σάστισε. Τελείωσε μέ τόν κόσμο τοῦ λέω, θά σοῦ τά πῶ ἔξω. Νά μέ περιμένεις μοῦ λέει.
Τοῦ τά εἶπα ὅλα στόν αὐλόγυρο, τόν χαιρέτησα κι ἔφυγα βλέποντάς τον συγκινημένο.
Δέν εἶχα ποτέ ἄλλη συνάντηση μαζί του. Ὅταν ἀνέβαινα στό Παλαιογράτσανο δέν μοῦ ἄρεσαν αἰσθητικά οἱ παροξυσμοί τῶν ἀρχιτεκτονικῶν κατασκευῶν στή Μονή. Ἀλλά νομίζω πώς ὁ παροξυσμός τῆς ἀγάπης του, ὅπως φαίνεται ἀπό τό γεγονός πού ἔζησα, τόν ζῆλο τοῦ προφήτη Ἠλία πού εἶχε γιά τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως τόν θυμᾶμαι ἀπό παιδί στούς λόγους του, καί τήν ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου πού ἔδινε συνεχῶς γιά τόν Χριστό, καθώς καί ἄλλες ἀρετές ἁγίων ἀνθρώπων πού συγκέντρωνε, τόν κατατάσσουν ὡς ἐμβληματική μορφή στήν ἱστορία τῆς τοπικῆς, καί ὄχι μόνο, Ἐκκλησίας μας.
Καλή Ἀνάσταση καί Καλόν Παράδεισο παπα-Αὐγουστῖνε.
Γ.Π.
Ἀπό τήν ἐφημερίδα «Τό Βελβεντό»
τεῦχος Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2020 σελ. 16