Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Διπλωματικὴ ἡ ἀπόφασις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας διὰ τοὺς σχισματικοὺς τῶν Σκοπίων


Ἐδημοσιεύθη ἡ ἀπόφασις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας τῆς 16ης Μαΐου 2022 σχετικῶς μὲ τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐξελίξεις εἰς τὰ Σκόπια. Μὲ ἐπιφύλαξιν παραθέτομεν τὴν μετάφρασιν ποὺ ἐκυκλοφορήθη ἀνεπισήμως:

«Ἔχοντας λάβει τὴν πράξη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τῆς «Μακεδονικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας – Ἀρχιεπισκοπὴ Ὀχρίδας», μὲ τὴν ὁποία ἀποδέχεται τὸ γενικὰ ἀναγνωρισμένο κανονικὸ καθεστὼς ποὺ τῆς παραχωρήθηκε τὸ 1959 ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο Ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐλπίζει ὅτι ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ ἐπιλύσει τὸ κανονικὸ καθεστώς, τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθεῖται ἀπὸ πανορθόδοξη συναίνεση καὶ ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ καθεστῶτος, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων ἀποφάσισε:

– Μὲ εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο καὶ μὲ χαρά, ἡ Σύνοδος χαιρετίζει τὴν ἀποδοχὴ τοῦ γενικὰ ἀναγνωρισμένου κανονικοῦ καθεστῶτος, ποὺ εἶναι τὸ καθεστὼς τῆς εὐρύτερης δυνατῆς αὐτονομίας, δηλαδὴ τῆς πλήρους ἐσωτερικῆς ἀνεξαρτησίας, ποὺ χορηγήθηκε τὸ 1959.

– Ἐφόσον αὐτὸ ἐξάλειψε τοὺς λόγους τῆς διακοπῆς τῆς λειτουργικῆς καὶ κανονικῆς κοινωνίας, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴ μονομερῆ ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τὸ 1967, καθιερώνεται μία πλήρης λειτουργικὴ καὶ κανονικὴ κοινωνία·

– μὲ τὴν ἐγκαθίδρυση ἑνότητας καὶ ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις ἰσχύος τῆς κανονικῆς τάξης σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ διάλογος γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὸ τελικὸ καθεστὼς τῶν ἐπισκοπῶν στὴ Βόρεια Μακεδονία εἶναι ὄχι μόνο δυνατὸς ἀλλὰ σκόπιμος, θεμιτὸς καὶ ρεαλιστικὸς

– στὸ διάλογο γιὰ τὸ μελλοντικὸ καὶ ἐνδεχομένως τελικὸ κανονικὸ καθεστώς τους, ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ καθοδηγεῖται μόνο καὶ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἐκκλησιολογικὲς-κανονικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς καὶ ποιμαντικὲς ἀρχές, κριτήρια καὶ κανόνες, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ «γεωπολιτικά», «ἐκκλησιαστικὰ – πολιτικὰ» καὶ ἄλλα δοσμένα ἢ γιὰ μονομερεῖς πρωτοβουλίες καὶ δὲν ὑπόκεινται σὲ ἐπιρροὴ ἢ πίεση κανενὸς

– καί, τέλος, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων δὲν προτίθεται νὰ ἐξαρτήσει τὴ νέα ἀδελφὴ Ἐκκλησία μὲ περιοριστικὲς ρῆτρες σχετικὰ μὲ τὸ εὖρος τῆς δικαιοδοσίας της στὴν πατρίδα καὶ στὴ διασπορὰ μετὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ καθεστῶτος της, μὲ τὴ σύστασή της νὰ ἐπιλύσει τὸ ζήτημα τῆς ἐπίσημης ὀνομασίας της μὲ ἀδελφικὸ διάλογο μὲ τὶς Ἑλληνικὲς καὶ ἄλλες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες».

Ὀφείλει κανεὶς μὲ ἰδιαιτέραν προσοχὴν καὶ διάκρισιν νὰ ἐμβαθύνη εἰς τὸ ἀνακοινωθέν.

Πρῶτον, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἀποκαθιστᾶ καὶ αὐτὴ τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς σχισματικοὺς ὑπὸ τὴν αὐστηρὰν καὶ ἀπαρέγκλιτον προϋπόθεσιν ὅτι δὲν ἀπευθύνονται εἰς αὐτοὺς ὡς Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς Αὐτόνομη, δηλ. ὄχι ἀνεξάρτητος, ἀλλὰ ὑπαγομένη εἰς τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Σερβίας. Αὐτὸ σημαίνει ἀφ’ ἑνὸς ὅτι ἀπαιτεῖ ἀπὸ αὐτοὺς ἐμμέσως ἔνδειξιν μετανοίας, ἀποδεχόμενοι τὸ καθεστώς, τὸ ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία τοὺς εἶχε ὁρίσει, ἀφ’ ἑτέρου ὅτι εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ἀναθεωρήσουν καὶ δὲν δεχθοῦν τὴν Αὐτονομίαν, τότε ὄχι μόνον διακόπτεται πάλιν ἡ κοινωνία, ἀλλὰ προφανῶς θὰ ὀξυνθοῦν καὶ πάλι τὰ πνεύματα.

Δεύτερον, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας θέλει νὰ καταδείξη πρὸς ὅλους ὅτι δὲν συμπεριφέρεται, ὅπως τὸ Πατριαρχεῖ­ον Κων/λεως εἰς τὸ Οὐκρανικόν. Δὲν σπεύδει νὰ ἀποδώση αὐτοκεφαλίαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸ καθεστὼς, τὸ ὁποῖον ἤθελε νὰ διατηρήση καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας εἰς τὴν Οὐκρανίαν, δηλ. τῆς «πλήρους ἐσωτερικῆς ἀνεξαρτησίας». Τοιουτοτρόπως ὄχι μόνον παρουσιάζεται συντασσομένη μὲ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας, ἀλλὰ καὶ ἀποστέλλει καὶ ἕνα μήνυμα πρὸς ὅλον τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον σχετικῶς μὲ τὸ ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀντιμετώπισις καὶ εἰς τὴν Οὐκρανίαν.

Τρίτον, εἰς τὸ πλαίσιον αὐτὸ κινεῖται καὶ ἡ ἀπόφασις περὶ διασπορᾶς. Ἐπιτρέπουσα διασπορὰν εἰς τοὺς σχισματικοὺς τῶν Σκοπίων, ἀφ’ ἑνὸς δεικνύει πρὸς αὐτοὺς μίαν καλὴν θέλησιν ὅτι τοὺς ἀντιμετωπίζει ὡς ὀντότητα ἀφ’ ἑτέρου παραπέμπει εὐθέως εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως νὰ ἀπαγορεύση εἰς τὸ ψευδομόρφωμα τοῦ «Κιέβου» Ἐπιφανίου νὰ ἔχη διασποράν. Αἱ ἀποφάσεις αὐταὶ εἶναι λάθος, διότι δὲν θεμελιώνονται ἱεροκανονικῶς καὶ ἐπιτείνουν τὸ ἄλυτον ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου διασπορᾶς ἐν γένει.

Τέταρτον, ὅσον καὶ νὰ διατείνεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ὅτι θὰ μείνη ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὰ πολιτικὰ καὶ γεωπολιτικά, αὐτὸ εἰς τὴν παροῦ­σαν φάσιν ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἐφικτόν, ἀλλὰ τουναντίον εἶναι καὶ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διὰ τὴν σωστὴν ἀπόφασιν περὶ τοῦ πρακτέου. Διατί; Διότι ἔχει μεσολαβήσει ἡ μειοδοτικὴ «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν», ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπαράδεκτος ἀπόφασις τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως νὰ ὀνοματοδοτήση τοὺς σχισματικοὺς ὡς «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος». Ἡ πρώτη ἔδωσε τὸ ὄνομα «Μακεδονία» καὶ τὸ δεύτερον τὸ «Ἀχρίδος», δηλ. ἀμφότερα τὰ ὀνόματα τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰς τὸν τίτλον αὐτῆς ἡ σχισματικὴ «Ἐκκλησία» τῶν Σκοπίων, καλουμένη καὶ ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας εἰς τὸ ἀνακοινωθὲν ὡς «Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία – Ἀρχιεπισκοπὴ Ὀχρίδας». Τοιουτοτρόπως, θὰ ὑπάρξουν ἰσχυραὶ πιέσεις διὰ τὴν πλήρη κατοχύρωσιν τοῦ τίτλου, εἰς τὰς ὁποίας ὄχι μόνον δὲν θὰ πρέπη νὰ ὑποκύψη, ἀλλὰ νὰ ἀπορρίψη αὐτὸν διαρρήδην, καθὼς ἱστορικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποτελεῖ ἐξόφθαλμον πλαστογράφησιν τῆς ἀληθείας.

Τέλος, ἴσως ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐπικαλουμένη ὀρθῶς τόσον τὸν διάλογον μὲ τὴν «Ἑλληνικὴν» Ἐκκλησίαν, ὅσον καὶ τὴν Πανορθόδοξον συναίνεσιν ἐπιθυμεῖ νὰ παραπέμψη τὸ ζήτημα εἰς τὰς Καλένδας! Ἀνεξαρτήτως τῶν προθέσεων αὐτῆς εἶναι χρέος καὶ ἀπαράβατον καθῆκον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος νὰ μὴ ἀποδεχθῆ τὸ ψεῦδος χάριν δῆθεν τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ σχίσματος, διότι εἶναι βέβαιον ὅτι αὐτὸ θὰ ἐπικαλεσθῆ μερὶς τῶν Ἱεραρχῶν. Ὡς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεμελιωθῆ πύργος ἐπὶ ἄμμου, ἀναλογικῶς δὲν οἰκοδομεῖται Τοπικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ ψεύδους καὶ ἑνότης ἐπὶ διχασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Τίποτε τετελεσμένον δὲν ὑπάρχει, ὅσον ὑπάρχουν συνειδήσεις ποὺ δὲν ὑποκύπτουν καὶ δὲν συνθηκολογοῦν μὲ τοὺς πολιτικοὺς ἐκβιαστὰς τῆς ἱστορίας. Ἂς ὀνομασθῆ «Ἀρχιεπισκοπὴ Σκοπίων καὶ πάσης Βαρντάσκας», τίτλος ποὺ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν πρα­γματικότητα.

Ορθόδοξος Τύπος