Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.
Δυὸ πατρίκιοι, οἱ αὐτάδελφοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, πηγαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν, ἔφτασαν στὴν Παλαιστίνη. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στοὺς Ἁγίους Τόπους, συνάντησαν μία Ἑβραία, ἡ ὁποία εἶχε στὴν κατοχή της καὶ φύλαγε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη εὐσέβεια, μέσα σὲ εἰδικὸ κιβώτιο τὴν τίμια Ἐσθῆτα (φόρεμα) τῆς Παναγίας. Τότε οἱ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, ἔβαλαν σκοπὸ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησαν, στὴν συνέχεια κατασκεύασαν ἕνα εἰδικὸ κιβώτιο, ὅμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε ἡ Ἑβραία γυναῖκα καὶ φύλαγε τὸ φόρεμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ κιβώτιο αὐτό, χωρὶς νὰ τοὺς πάρει εἴδηση ἡ γυναῖκα, τὸ ἄλλαξαν μὲ αὐτὸ ποὺ περιεῖχε τὴν τιμία Ἐσθῆτα, χωρὶς νὰ τοὺς πάρει εἴδηση.
Ἔτσι λοιπὸν πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Πόλη, προσπάθησαν νὰ κρύψουν αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ στὶς Βλαχέρνες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κρύψουν, γνωστοποίησαν αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὸν αὐτοκράτορα τῆς Πόλης. Ἐκεῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὴ μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ Ναὸς καὶ ἀργότερα μέσα σ' αὐτὸν τοποθέτησε τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα σ' αὐτὸν τὸν τόπο, ἀποτελῶντας φυλακτήριο καὶ συνάμα πολύτιμο κειμήλιο γιὰ τοὺς χριστιανούς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ'.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα· ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις, καινοτομεῖται καὶ χρόνος. Διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.
Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, Θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου μεθ’ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων· ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γὰρ δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.
Στὶς 2 Ἰουλίου τοῦ 1835, μαρτύρησε στὴ Μάκρη τοῦ Νομοῦ Ἔβρου ὁ Ἅγιος Λάμπρος.
Αὐτός, μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε συμμάρτυρές του, τὸν Θεόδωρο, τὸν ἄλλο Θεόδωρο, τὸν Γεώργιο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Μιχαήλ, ἐκβιάστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐξώμοσε. Κατόπιν ὅμως μεταμελήθηκε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Γόνος ἔντιμος τῆς Σαμοθράκης καί τῆς Μάκρης δέ ὁ νεομάρτυς, ὁ λαμπρῶς λαβῶν τῆς νίκης τόν στέφανον. Τῶν μέν Πεντάθλων σύ ἔγνως τό μαρτύριον, τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ δέ τήν πίστιν ἐξέβαλες. Λάμπρε ἔνδοξε Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, ἐκ πάσης περιστάσεως τοῦς ὑμνοῦντας σέ.
Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπεφάνη σήμερον τοίς ὀρθοδόξοις, τοῦ ἐνδόξου μάρτυρος Λάμπρου ἡ θεία ἑορτή, ἐν παρρησίαις αἰτούμενοι, αὐτόν τιμῶμεν, Χριστόν ἱκετεύοντες.
Μνήμην γεραίρω τὴν Ἰουβεναλίου,
Οὗ μνῆμα θεῖον ἡ Παλαιστίνη φέρει.
(Ἰουλίοιο θάνες, Ἰουβενάλιε δευτέρᾳ.)
Ὁ Πατριάρχης αὐτός, κατέχει μία ἀπὸ τὶς ἐπισημότερες θέσεις στὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία.
Κατὰ τὴν πιὸ πιθανὴ γνώμη, πατριάρχευσε 28 συνεχὴ χρόνια καὶ ὑπῆρξε σύγχρονος τῶν βασιλέων Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, Πουλχερίας, Μαρκιανοῦ καὶ Λέοντος τοῦ Α’.
Στὴ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴν Ἔφεσο, ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰουβενάλιου ἦταν ἐνεργητικότατη. Διότι ἦταν ἄνδρας ὄχι μόνο πολλοῦ ζήλου, ἀλλὰ καὶ λόγου καὶ παιδείας.
Ὁ Ἰουβενάλιος ἔγραψε γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ τὴ Μετάσταση αὐτῆς. Ἐπίσης, αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔστειλε στὸν αὐτοκράτορα Μαρκιανὸ τὰ ἐντάφιά της σπάργανα, ποὺ κατατέθηκαν στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.
Πέθανε, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ Δοσίθεου, τὸ ἔτος 457.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Σιὼν ἱεράρχην, Ἰουβενάλιον, Ὀρθοδοξίας τὸ κλέος καὶ φρυκτωρὸν τῶν πιστῶν, εὐφημήσωμεν λαμπρῶς, καὶ ἀνυμνήσωμεν· ὅτι ἐφύλαξε πιστῶς τῶν δογμάτων θησαυρόν, παλαίσας κατὰ τῆς πλάνης· καὶ ἔλαβεν ἐκ τοῦ Λόγου, στεφάνους δόξης ἐν τῇ ἄνω Σιών.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Σιωνίτιδος τὸν πρόεδρον τιμήσωμεν, τῶν ὀρθοδόξων τὸν φρουρὸν καὶ θεῖον φύλακα, τὸν συντρίψαντα αἱρέσων μένος πλάνης· ἀνεδείχθης τῶν Πατέρων ἰσοστάσιος, καὶ μεγάλων θεολόγων τὸ ἀντίγραφον· ὅθεν κράζομεν· Χαῖρε Ἰουβενάλιε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς ποιμενάρχην Ἰουβενάλιον, τῆς Ἐκκλησίας τὴν δόξαν, καὶ τῶν πιστῶν ὁδηγόν, ἐγκαλλώπισμα Σιὼν ἐγκωμιάσωμεν· ὅτι σοφίᾳ θεϊκῇ, αἱρετικῶν τὸν σκοτασμόν, διέλυσε καὶ τὴν πλάνην· διὸ ἔλαμψεν ἐν τῷ κόσμῳ, τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ διδαχή.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Ποιμένα ἀρετῆς, Ἱεράρχην τὸν θεῖον, δογμάτων τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπέρμαχον πάντες, ἐν ᾄσμασιν τιμήσωμεν, Μέγαν Ἰουβενάλιον, καὶ κηρύξωμεν, περιχαρῶς ὀρθοδόξοις, ἀγώνισματα, καὶ ἀρετὴν αὐτοῦ πᾶσαν, καὶ δόξαν τὴν ἄφθιτον.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐφήμως ὑμνήσωμεν, ἐν ἐγκωμίων ᾠδαῖς, καὶ ἄνθεσι στέψωμεν, ποιμένα θείας Σιών, τὸν Ἰουβενάλιον· οὗτος γὰρ θεοπνεύστως, καθαιρῶν τὰς αἱρέσεις, δόγματα ἀληθείας, ἐν Συνόδῳ κηρύττει· διὸ κατηξιώθη, ἰδεῖν τὸν Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Ἡ τῶν Ἱεροσολύμων ἐκκλησία, τὸν θαυμαστὸν θεολόγον καὶ τῶν αἱρέσεων καθαιρέτην, ποιμένα καὶ φρυκτωρὸν αὐτῆς ἐκτήσατο. Ἡ τῆς Σιὼν θεοβάδιστος πόλις, μυσταγωγὸν ἅγιον, ἐπιστηρίζοντα τοὺς δοκιμαζομένους ἐκ τῶν αἱρέσεων ὀρθοδόξους, τὸν θεῖον Ἰουβενάλιον, πατέρα καὶ φρουρὸν αὐτῶν ἀνέδειξεν. Ἡ Τρίτη καὶ Τετάρτη Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, μέλος ἀληθοῦς καὶ μετὰ παῤῥησίας ὁμολογίας, καὶ δεινῆς κατὰ τῶν αἱρεσιαρχῶν ῥητορείας, τὸ τῆς ἁγίας Σιὼν ἐπίσκοπον κατέχουσαι, ἐγκαυχῶνται ἐν Κυρίῳ, ὅτι καὶ δι’ αὐτοῦ ἐθεμελίωσαν τὰ σωτήρια δόγματα, περὶ τῆς θεανδρικῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Ὑποστάσεως. Καὶ ἡμεῖς φρυκτωρὸν τὸν θεοφόρον πατέρα κεκτημένοι, τὸν Τρισάγιον Κύριον πανευλαβῶς δοξολογοῦμεν, καὶ τῷ προστάτῃ τῶν ψυχῶν ἡμῶν κράζομεν· Χαῖρε Ἰουβενάλιε.
Μεγαλυνάριον
Ὤ Ἰουβενάλιε θαυμαστέ, πατέρων τὸ κλέος, τῶν δογμάτων ὁ φρυκτωρός, πρέσβευε τῷ Λόγῳ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων, ῥυσθῆναι ἐκ πταισμάτων, καὶ πάσης θλίψεως.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Αἱρέσεως πλάνην καὶ ἀπειλήν, καθεῖλες ἐνθέως, καὶ ἐκήρυξας τοῦ Χριστοῦ, τὰ δόγματα Πάτερ, καὶ θείας ἀληθείας, ὡς μέλος τῶν Συνόδων, Ἰουβενάλιε.
Στεφθήσεται πλην και θανών κοινώ τέλει.
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ διακρινόταν γιὰ τὸ θερμὸ ζῆλο του νὰ διαδίδει τὴ χριστιανικὴ πίστη μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν.
Κάποτε πῆγε σ' ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Αἰολίς, ὅπου ἔδινε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ γιάτρευε ἀνθρώπους ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἡγεμόνας Ροῦφος τὸν ἀνάγκαζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, δαιμονίστηκε, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε καὶ ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ τὸν ἀντάμειψε μὲ πολλὲς τιμὲς τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.
Κατόπιν πῆγε στὴν Πέργαμο, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Κυμαίους, ποὺ ἄρχισαν νὰ τὸν βασανίζουν. Τότε ξαφνικὰ ἔγινε μεγάλος σεισμός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσει ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ συντριβοῦν τὰ εἴδωλα ποὺ ἦταν μέσα σ' αὐτόν. Φοβισμένοι οἱ Ἕλληνες, ἄφησαν τὸν Ἅγιο ἐλεύθερο.
Ἀργότερα στὴν Πέργαμο ᾖλθε ὁ ἄρχοντας Κλέαρχος, ὁ ὅποιος συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ συνέτριψε τὰ σκέλη, ἀλλὰ αὐτὸς μὲ τὴ θεία χάρη ἔγινε ὑγιὴς καὶ ἀπὸ τότε ἔζησε ἄλλα 10 χρόνια καὶ κατόπιν ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ τιμᾶται τὴν 2α Μαρτίου. Ἐδῶ περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές).
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, γέρων στὴν ἡλικία καὶ πιθανότατα ἑλληνικῆς καταγωγῆς, μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια του Μαξιμιανοῦ.
Οἱ δὲ ὑπόλοιποι, ἐπίσης μαρτύρησαν στὴν Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια του Μαξιμιανοῦ.
Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί, πολύ ευγενικό και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του και γνώριζε καλά τους βίους των Αγίων, έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Μάλιστα, τόσο πολύ εντυπωσίασε με την χριστιανική του ζωή την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που βαπτίστηκε Ορθόδοξη.
Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μιχαήλ τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο της Πολτάβα Θεοφάνη, έναν πολύ αγαπητό ιεράρχη, που επηρέασε πολύ τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του. Οι συμμαθητές του γέλασαν και τον κορόιδεψαν, ενώ οι καθηγητές του θέλησαν να τον τιμωρήσουν. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος όμως, που ήταν προστάτης της Σχολής, είπε να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα.
Το 1914 μ.Χ. αποφοίτησε από την Στρατιωτική σχολή και παρόλο που ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου, έκανε υπακοή στους γονείς του που ήθελαν να γίνει δικηγόρος και γράφτηκε στην Νομική σχολή.
Το 1921 μ.Χ. και αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος, φεύγει μαζί με την οικογένεια του και εγκαθιστάτε στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί γράφετε στην Θεολογική σχολή του Βελιγραδίου ενώ παράλληλα πουλούσε εφημερίδες για να τα βγάζει πέρα.
Το 1924 μ.Χ. χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ.
Λίγο χρόνια μετά, διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτόλ της Σερβίας και το 1934 μ.Χ. εκλέγετε Επίσκοπος Σαγκάης, παρόλο που ο ίδιος δεν ήθελε γιατί είχε πρόβλημα στην ομιλία του.
Όταν στις 21 Νοεμβρίου το 1934 μ.Χ. φτάνει στην Σαγκάη βρίσκει μονάχα μια μισοκτισμένη Εκκλησία και το ποίμνιο του διχασμένο από εθνικές έριδες. Αρχικά βοήθησε τους κατοίκους να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους ώστε να ‘ρθει η ειρήνη και σιγά - σιγά οργάνωσε ορφανοτροφείο το οποίο αφιέρωσε στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Ξεκίνησε την προσπάθεια του με 8 παιδιά και στο τέλος κατάφερε να έχει 3.500.
Όταν ξέσπασε η Κομουνιστική Επανάσταση στην Σαγκάη, ο Άγιος Ιωάννης, πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και από εκεί τα πήγε στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Το 1951 μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης καταφεύγει στην Αμερική αλλά εκεί οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν να τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Εκεί, εκτός των άλλων καθηκόντων του, ασχολήθηκε και με την συγγραφή των Βίων Αγίων που έζησαν πριν το Σχίσμα με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία και να εορτάζονται ακόμα και σήμερα.
Στις 21 Νοεμβρίου του 1962 μ.Χ. επιστρέφει στην Αμερική και διορίζεται Επίσκοπος της Ρωσικής Εκκλησίας της διασποράς στο Σαν Φρανσίσκο.
Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1966 μ.Χ. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ο Άγιος Ιωάννης προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα, στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί και έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες.
Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγκάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγάλη Παρασκευή. Ετάφη στις 7 Ιουλίου το απόγευμα σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό.
Το φθινόπωρο του 1993 μ.Χ. η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, άνοιξε τον τάφο του και βρήκαν το σώμα του άφθαρτο. Ένα χρόνο αργότερα, στις 2 Ιουλίου του 1994 μ.Χ. ανακηρύσσετε επίσημα Άγιος.
Επειδή ο Άγιος Ιωάννης ταξίδευε συχνά αεροπορικώς, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.
Ο Άγιος Στέφανος γεννήθηκε το 1439 μ.Χ. και ο βοεβόδας πατέρας του Μπογδάν Β΄ τον έκανε συμμέτοχο στο θρόνο του το 1450 μ.Χ., το δε 1451 μ.Χ. ο βοεβόδας Μπογδάν δολοφονείται στο Δεουσένι από τον Πέτρο Ααρόν. Αργότερα ο Στέφανος χτίζει μια εκκλησία πάνω στον τόπο της εκτελέσεως του πατέρα του.
Το 1457 μ.Χ. οι εκπρόσωποι του κλήρου, ένα μέρος των βογιάρων και οι επικεφαλείς του στρατού κηρύττουν ηγεμόνα τον Στέφανο, ο οποίος χρίζεται από τον μητροπολίτη Θεόκτιστο.
Για την ορθόδοξη πίστη και την ελευθερία της Μολδαβίας έδωσε πολλές μάχες με τους Τούρκους, Πολωνους, Τατάρους και Ούγγρους προκαλώντας το θαυμασμό όλων των λαών της Ευρώπης και του πάπα Σίξτου Δ΄, ο οποίος τον ονόμασε «αληθή αθλητή της χριστιανικής πίστεως» και υποσχέθηκε να τον βοηθήσει. Η βοήθεια αυτή, όμως, δεν ήλθε ποτέ!
Ο βοεβόδας Στέφανος είχε συνήθεια μετά από κάθε μάχη να χτίζει μοναστήρια και εκκλησίες, ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε πέραν των σαράντα. Έδωσε δε περισσότερες από τριαντατέσσερεις νικηφόρες μάχες.
Ήταν ταπεινός και χαρακτηριστικά έλεγε ότι ο Θεός κατατρόπωσε τους εχθρούς μας. Κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος. Είχε επίσης τη συνήθεια μετά από τις νικηφόρες μάχες να κρατάει πολυήμερη αυστηρή νηστεία όχι μόνο αυτός αλλά και οι υπήκοοί του.
Λέγεται επίσης ότι πρίν από τη διεξαγωγή διαφόρων πολεμικών επιχειρήσεων συνήθιζε να παντρεύει εικοσιτέσσερα αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια προικίζοντάς τους και δίνοντάς τους διάφορες τιμές και αξιώματα.
Ο Άγιος Στέφανος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες του Αγίου Όρους μετά από την άλωση της Βασιλεύουσας. Πολλές μονές δέχτηκαν τη βοήθειά του, όπως η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου η οποία ανακαινίστηκε εξολοκλήρου από αυτόν, η Ιερά Μονή Ζωγράφου της οποίας είναι ο δεύτερος μεγάλος κτίτορας και η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου της οποίας έχτισε τον αρσανά (λιμάνι) στον οποίο σώζεται μια μαρμάρινη πλάκα στην οποία παριστάνεται ο άγιος Στέφανος να δωρίζει τον αρσανά στην Παναγία.
Δώρισε δε πολλά χειρόγραφα (μηναία, τετραευάγγελα, ευαγγέλια, αποστόλους και άλλα) καθώς επίσης χρυσοκέντητα πετραχίλια, αέρα και «ποδιές» σε διάφορα μοναστήρια του Αγίου Όρους αλλά και της Μολδαβίας.
Έδωσε αρκετές μάχες ακόμη και ενάντια στους ηγεμόνες της Βλαχίας οι οποίοι ήταν υποταγμένοι στους Τούρκους. Προσπάθησε με διάφορες ενέργειες να δημιουργηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη ένας γενικός συνασπισ
μός εναντίον των Τούρκων, πράγμα που δυστυχώς δεν κατάφερε.
Μετά από σαρανταεφτάχρονη καρποφόρα ηγεμονία κοιμήθηκε στις 2 Ιουλίου 1504 μ.Χ. και ετάφη στην Ιερά Μονή Πούτνα (Putna), μια μονή της οποίας ήταν μέγας ευεργέτης.
Αυτού αγίες πρεσβείες Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον και σώσον ημάς αμήν.
Τα κυριότερα στοιχεία της ιστορίας του και των περιπετειών του στη βυζαντινή περίοδο είναι: το ναό έχτισε η αυτοκράτειρα Πουλχερία μεταξύ των ετών 450 – 453 μ.Χ., έτος του θανάτου της και μαζί με τον Μαρκιανό (450 – 457 μ.Χ.) τη διακόσμησαν. Φαίνεται όμως ότι επί Λέοντος Α´ (457 – 474 μ.Χ.) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «ἁγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε χτίστηκε και το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την Τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473 μ.Χ. (βλέπε ίδια ημέρα). Τότε παραχωρήθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα. Ο Προκόπιος σημειώνει ότι ο Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α´(518 – 527 μ.Χ.) τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στην περιγραφή που δίνει αφήνει την εντύπωση πως στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες. Η ανακαίνιση αυτή, επί Ιουστίνου Α´, περιλαμβάνεται και σε δύο επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες, δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό ως εξής: 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί, συνολικά 74 άνθρωποι στην υπηρεσία του μεγάλου θρησκευτικού κέντρου λατρείας της Παναγίας των Βλαχερνών. Ο Ιουστίνος ο Β´ (565 – 578 μ.Χ.) είχε προσθέσει δύο αψίδες, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού, ενώ σε κάποια νεότερη φάση ο Ρωμανός Γ´ Αργυρός (1028 – 1034 μ.Χ.) διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών.
Θα πρέπει να τονισθεί ο ρόλος που διαδραμάτισε η Παναγία των Βλαχερνών στη διάρκεια της Εικονομαχίας και προπαντός επί Κωνσταντίνου Ε´. Επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί σύγχρονη σχεδόν πηγή «ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου», που γράφτηκε το 808 μ.Χ., οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων: «Τοῦ δὲ τυράννου τὸν σεβάσμιον ναὸν τῆς Παναχράντου Θεοτόκου τὸν ἐν Βλαχέρναις κατορύξαντες, τὸν πρὶν κεκοσμημένον τοῖς διατοίχοις ὄντα ἀπὸ τὲ τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ συγκαταβάσεως, ἕως θαυμάτων παντοίων καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ Ἀναλήψεως καὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθόδου διὰ εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως καὶ οὕτως τὰ τοῦ Χριστοῦ ἅπαντα μυστικὰ ἐξάραντος, ὀπωροφυλάκιον καὶ ὀρνεοσκοπεῖον τὴν ἐκκλησίαν ἐποίησε. Δένδρα καὶ ὄρνεα παντοῖα, θηρία τε καὶ ἄλλα τινα ἐγκύκλια διὰ κισσοψύλων, γερανῶν τε καὶ κορωνῶν καὶ ταώνων ταύτην περιμουσώσας, ἵν᾽ εἴπω ἀληθῶς ἄκοσμον ἔδειξεν».
Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 μ.Χ. κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ´ Αργυρού.
Είχε ήδη δημιουργηθεί ο τύπος της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας, που διαδόθηκε με αντίγραφα σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Η Παναγία εικονίζεται ολόσωμη, μετωπική, με υψωμένα τα χέρια. Στο στήθος, σε μετάλλιο, παριστάνεται ο Χριστός ευλογώντας. Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.
Μερικά ιστορικά στοιχεία ακόμη είναι σημαντικά. Το 1070 μ.Χ. η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά, αλλά με τη συνδρομή των αυτοκρατόρων Ρωμανού Δ´ Διογένη (1067 – 1071 μ.Χ.) και Μιχαήλ Ζ´ του Δούκα (1071 – 1078 μ.Χ.) ξαναχτίστηκε. Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα κάηκε τελικά το 1434 μ.Χ., λίγο πριν από την Άλωση «ὑπὸ τινων ἀρχοντοπούλων θελόντων πιάσαι τινάς νεοσσοὺς περιστερῶν» (Γ. Φραντζής), οι οποίοι ανέβηκαν στη στέγη και προκάλεσαν χωρίς να το θέλουν την πυρκαγιά.
Το γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 μ.Χ. όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιό του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610 – 638 μ.Χ.) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.
Το 843 μ.Χ., με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 μ.Χ. τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Μετά το 1204 μ.Χ. καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης (1222 – 1254 μ.Χ.) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 μ.Χ. Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και ειδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας. Διασώθηκαν επίσης πολλές σφραγίδες με την εικόνα της. Ήδη από τον πατριάρχη Τιμόθεο (511 – 518 μ.Χ.) καθιερώθηκε η πανήγυρις, η λιτανεία δηλ. που γινόταν κάθε παρασκευή με την εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία των Χαλκοπρατείων. Ορισμένες εορτές είχαν επίσημο χαρακτήρα: της Υπαπαντής (βλέπε 2 Φεβρουαρίου), της Ορθοδοξίας, η Μεγάλη Παρασκευή και η Τρίτη του Πάσχα, η τοποθέτηση του πέπλου της Παναγίας (βλέπε 2 Ιουλίου), τα εγκαίνια της εκκλησίας (βλέπε 31 Ιουλίου), η ανάμνηση της σωτηρίας από τους Αβαροπέρσες (βλέπε 7 Αυγούστου), η Κοίμηση της Θεοτόκου βλέπε 15 Αυγούστου), η ανάμνηση του φοβερού σεισμού το 740 μ.Χ. (βλέπε 26 Οκτωβρίου).
Το ιερό των Βλαχερνών, «μέγας νεώς» των συγγραφέων το αποτελούσαν τρία κτίρια: Η κεντρική εκκλησία, το παρεκκλήσιο των λειψάνων και το «λοῦσμα».
Η εκκλησία είχε το σχήμα της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής όπως οι αντίστοιχες Παναγία των Χαλκοπρατείων και η μονή Στουδίου. Στον ίδιο τύπο ξαναχτίστηκε, καθώς φαίνεται, και μετά την πυρκαγιά του 1070 μ.Χ. Στην εσωτερική επένδυση γινόταν συνδυασμός έγχρωμης ορθομαρμάρωσης, ως τη μέση των τοίχων, πρασίνου ίασπι για τους κίονες, χρυσού και ασημιού για την έξοχα τεχνουργημένη οροφή. Οι τοίχοι πάνω από την ορθομαρμάρωση έφεραν διάκοσμο από τοιχογραφίες και ψηφιδωτά με θέματα από τον Χριστολογικό κύκλο. Ο άμβωνας, που ήταν τοποθετημένος στη μέση του κεντρικού κλίτους ήταν όλος από ασήμι. Εντυπωσιακό επίσης ήταν το Εικονοστάσιο. Πληροφορίες για την θαυμάσια εικονογράφηση και τον υπόλοιπο διάκοσμο του ναού μας άφησε ο πρεσβευτής Clavijo, ο οποίος επισκέφτηκε τίς Βλαχέρνες το 1402 μ.Χ. και σε μεταγενέστερο κείμενο ο Ισίδωρος του Κιέβου (1385 – 1463 μ.Χ.) στο «Θρῆνο» του για την εξαφάνιση του περίλαμπρου ναού.
Το παρεκκλήσιο των λειψάνων ή παρεκκλήσιο της Αγίας σορού ήταν κυκλικό κτίσμα με νάρθηκα, που βρισκόταν στα νότια του ιερού του ναού. Φιλοξενούσε, εκτός από τα λείψανα, το ωμοφόριο της Θεοτόκου, το πέπλο της και την Τιμία Ζώνη. Ρώσσοι προσκυνητές του 14ου και 15ου αι. μ.Χ. περιγράφουν τα κειμήλια και αναφέρονται στα λείψανα πολλών αγίων (Παταπίου, Αθανασίου, Παντολέοντος, Αναστασίας).
Το «λοῦσμα» χωριζόταν σε τρία μέρη: την ιματιοθήκη - «τὸ ἀποδυτόν», τη δεξαμενή - «τὸν κόλυμβον» και τον Άγιο Φωτεινό. Επικοινωνούσε με το παρεκκλήσιο. Το λούσμα στεγαζόταν με θόλο και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με εικόνες. Σε ειδική κόγχη βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Η δεξαμενή, στο νερό της οποίας κατέβαινε κάθε παρασκευή ο αυτοκράτωρ και λουζόταν, βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας. Από τις πηγές δίνονται λεπτομερείς περιγραφές για την τελετή της εισόδου στο λούσμα και τις διαδικασίες μέχρι τη λήψη του αγιάσματος: «...εἰσέρχονται τέλος εἰς τὸν Ἅγιον Φωτεινόν, εἰς τὸν ἐνδότερον θόλον καὶ ἅπτουσι κηροὺς ἔμπροσθεν τῆς μαρμαρίνου εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἐκ τῶν χειρῶν τῆς ὁποίας ἐκχύνεται τὸ ἁγίασμα».
Ύστερα από την πυρκαγιά του 1434 μ.Χ. και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν. Έμεινε μόνο ο χώρος του αγιάσματος. Η περιοχή περιήλθε σε Οθωμανούς μέχρι το 1867 μ.Χ., χρονολογία κατά την οποία αγοράσθηκε από την συντεχνία των Ορθοδόξων Ελλήνων γουναράδων, οι οποίοι έχτισαν πάνω από το άγιασμα ναϊσκο. Με την πάροδο του χρόνου και τις φροντίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου προστέθηκαν και άλλα προσκτίσματα και ο αρχαίος, ιερός, περιτειχισμένος χώρος απέκτησε την όψη που έχει σήμερα με κεντρικό σημείο αναφοράς το αγίασμα. Οι τέσσερεις τοιχογραφίες του ζωγράφου Ειρήναρχου Κόβα, πάνω από το αγίασμα (1964 μ.Χ.), αποτελούν ανάμνηση ιερών συγκινήσεων και μεγάλων στιγμών της Ορθοδόξου εκκλησίας.
Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.
Τραυματισμένο σήμερα το μνημείο, ασκεί μια ξεχωριστή γοητεία, όχι τόσο για την πρωτότυπη αρχιτεκτονική του, όσο για το μεγάλο όνομα και την ιστορία που κουβαλάει πάνω του, στοιχεία πολύτιμα για την ιχνηλάτηση μιας συγκεκριμένης εποχής, μιας συγκεκριμένης τέχνης και τεχνοτροπίας, ενός συγκεκριμένου τόπου: της Άρτας του δεσποτάτου της Ηπείρου.
Βρίσκεται στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι απ' την Άρτα, και πήρε το όνομα απ' την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ., ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική και στα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ. (1250 - 1260 μ.Χ.) ανακατασκευάστηκε απ' τον (ή επί) Μιχαήλ Β΄ και μετασκευάστηκε σε τρουλλαίο. Στο νέο κτίσμα ενσωματώθηκαν υλικά και ολόκληρα τμήματα τοίχων απ' τον αρχικό ναό, όπως εύκολα το διακρίνει κανείς, κυρίως στη νότια και ανατολική πλευρά του μνημείου. Είναι εμφανές ότι ο νάρθηκας προστέθηκε λίγο αργότερα, δηλαδή στο τέλος του 13ου αιώνα μ.Χ., ενώ το κωδωνοστάσιο που είναι ενσωματωμένο στη δυτική πλευρά, είναι πολύ νεότερη προσθήκη (19ος αιώνας μ.Χ.).
Απ' το παλιό μοναστήρι μόνο ο ναός σώζεται ακέραιος, ενώ τα γύρω εγκαταλειμμένα κελλιά, ο περιβολότοιχος και ο πυλώνας είναι κτίσματα του περασμένου αιώνα (συγκεκριμένα ο ωραίος τοξωτός πυλώνας κτίστηκε το 1833 μ.Χ.). Μέχρι το 1814 μ.Χ. ο ναός τιμόνταν στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου, από τότε όμως τιμάται στη μνήμη της κατάθεσης της Τίμιας Εσθήτας της Παρθένου και πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακός ναός του χωριού, στο οποίο έδωσε και την επωνυμία του.
Σήμερα ο ναός, παρά τις φθορές και τις αλλοιώσεις που του έχει προκαλέσει ο χρόνος, κρατά τον επισκέπτη σε μια ευλαβική προσήλωση και τον κάνει να αναρριγά όταν βρίσκεται μπροστά στις σαρκοφάγους των εργατών της δόξας του Δεσποτάτου, της οποίας εξαίρετο δείγμα αποτελεί και ο περικαλλής ναός της Παναγίας της Βλαχερνιτίσσης, ή της Παναγίας της Βλαχιόρινας, όπως επικράτησε να τον λένε οι Αρτινοί.
Στις 2 Ιουλίου γιορτάζει η Παναγιά η Βλαχέραινα που βρίσκεται στα όμορφα Κορνάτα, στο παλιό χωριό Σταυρός, που η ίδρυση του ανάγεται πριν τον 15ο αιώνα μ.Χ., ενώ οι πρώτοι οικιστές του, πιστεύεται ότι κατάγονται από τους ακόμα παλαιότερους Βυζαντινούς χρόνους των Kομνηνών όπου και εγκατέστησαν στρατιώτες στην περιοχή. Έτσι δικαιολογείται και η διάσωση της παλιάς «Aυτοκρατορικής» λατρείας, της «Βυζαντινής Παναγιάς των Βλαχερνών» στα Κορνάτα.
Κρήτη χορεύει τιμῶσα ἐγκωμίοις
Τίμιον δῆμον Ἁγίων θεοφόρων.
Κρήτη λιγαίνει χορὸν Ἀγὶων πανευκλεῶν.
Kάθε
πρώτη Κυριακή του Ιουλίου, η Εκκλησία μας, εορτάζει την σύναξη πάντων
των εν Κρήτη διαλαμψάντων Αγίων. Η Κρήτη, ευδόκησε ο Θεός, να έχει στην
ιστορία της, σημαντικές μορφές του Χριστιανικού πνεύματος που έδρασαν
και εδίδαξαν στο νησί. Αυτό το μαρτυρούν τόσο οι βιβλιογραφικές πηγές
που υπάρχουν, όσο και οι Κρητικοί Άγιοι που τιμώνται από την Εκκλησία,
με πιο γνωστούς τον Απόστολο Τίτο, τον πρώτο επίσκοπο της Κρήτης (βλέπε 25 Αυγούστου) και τον θαυματουργό Άγιο Μύρωνα (βλέπε 8 Αυγούστου).
Την Χριστιανική λατρεία από τα βάθη των αιώνων στο νησί της Κρήτης τη
μαρτυρούν οι πολυάριθμες παλαιοχριστιανικές Βασιλικού ρυθμού, αλλά και
πολλά άλλα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν
με την επιβλητικότητα τους.
Ο Χριστιανισμός στην Κρήτη επισήμως
ξεκινάει με την παρουσία του Αποστόλου Τίτου, ο οποίος ως συνοδός του
Απόστολου Παύλου και του Βαρνάβα μετείχε στην Αποστολική Σύνοδο των
Ιεροσολύμων στα 49 μ.Χ. Πιστός μαθητής του Παύλου τον ακολουθεί στις
περιοδείες του σε Ευρώπη και Ασία, ενώ μεταξύ 62 και 63 μ.Χ. οι δυο τους
βρίσκονται στο νησί θεμελιώνοντας τη Χριστιανική λατρεία. Ο Παύλος
αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την οργάνωση της Εκκλησίας στην Κρήτη
αναφέροντας στην Α’ προς Τίτον Επιστολή : «Τούτου χάριν κατέλιπον σε εν
Κρήτη». Η γη των Κρητών είναι ποτισμένη στο διάβα των αιώνων με το αίμα
Αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι εστέφθησαν με το αμάραντο της νίκης του
Χριστού στεφάνι.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὴν
ἔνδοξον χορείαν, Κρητῶν Ἁγίων πάντων, ἥνπερ ἀενάοις πλουτίζει, Τριὰς ἡ
Παναγὶα, ἐκ νέων ποικίλων Ἀθλητῶν, ὑμνήσωμεν οἱ πάντες εὐλαβῶς,
προσκυνοῦντες τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱον, σὺν Πνεύματι, τῷ Ἁγίῳ. Δόξα σοι
παντευλόγητε Τριάς, δόξα ἑν τοῖς Ἁγίοις σου, ὅτι διὰ πρεσβειών αὐτῶν,
ἡμεῖς σῳζώμεθα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς
ἐν Κρήτῃ Ἁγίους, ἐγκωμίοις ὑμνήσωμeν, Θείους Ἁποστόλους Ὁσὶους,
Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τε τοὺς χοροὺς, τοὺς θαύμασι
ἀεὶ καὶ ἀρεταῖς, ὡς τῆς πίστεως φωστῆρας ἀειλαμπεῖς, τὴν νῆσον
ἐκλαμπρὺνοντας. Δόξα τῷ ἁγιάσαντι αὐτούς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ
βεβαιοῦντι δι’ αὐτῶν, πίστιν τὴν ὀρθόδοξον.
(Ποιηθέν υπό Ἐμμανουήλ Ἱερὲως).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς
φυτείας τοῦ Τίτου, ᾱνθη τὰ εὔοσμα, Εὐαγγελίου τοῦ λόγου, τοὺς
ἀμαράντους βλαστούς, ἀρετῶν τῶν ἐν Χριστῷ, τοὺς Θείους βότρυας. τοὺς
ἀποστάζοντας ἡμῖν, ἀληθείας γλυκασμὸν, τοὺς ἐν τῇ Κρήτῃ Ἁγίους,
εὐφημήσωμεν τὴν Τριάδα, δοξολογοῦντες τὴν Ἁγίαν πιστῶς.
(Ποιηθέν υπό Κυρίλλου Ἱερομονάχου).
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ
λειμῶνα πάντερπνoν, τῶν δωρεῶν τοῦ Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης
κατέχουσα, τοὺς ἐν αὐτῇ ἐκλάμψαντας, θεοφόρους Ἁγίους, τῇ Συνάξει αὐτῶν
σεμνῶς ἐπαγάλλεῖαι, Τριάδι τῇ Ἀγίᾳ, κραυγάζουσα· Ἀλληλούϊα.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Ἱερέως).
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Εὐαγγελίου
τοὺς καρποὺς ἀνευφημήσωμεν, Κρητῶν Ἁγίων τὸν χορὸν τὸν Οεοσύστατον, ὡς
γεώργια τοῦ Τίτου τοῦ ἀρχιθρόνου· παῤῥησίαν γὰρ πλουτοῦντες διασῴζουσι,
ἀπὸ πάσης συμφορᾶς καὶ περιστάσεως, τοὺς κραυγάζοντας· χαίροις τίμιον
ἄθροισμα.
Μεγαλυνάριον
Χαἱροις συστοιχία
πανευκλεής, σύναψις ὀλβία. θεηγόρος παρεμβολή, ἓνωσις ἁγία, λαμπρᾷ ἐν
ἁρμονίᾳ, Ἁγίων οὓς ἠ νῆσος, Κρητῶν ἐξέθρεψε.
(Ποιηθέν υπό Κυρίλλου Ἱερομονάχου).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τοὺς
ἐν Κρήτῃ πάντας ὑπὲρ Χριστοῦ, πολιτευσαμένους, πολυτρόπως δι’ ἀρετῆς,
εἰς μίαν χορείαν, συνάψαντες συμφώνως, δεῦτε πιστοὶ ἐν ὕμνοις, πόθῳ
τιμήσωμεν.
(Ποιηθέν υπό Κυρίλλου Ἱερομονάχου).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαἰροις
τῶν Ἁγίων Κρήτης χορός, θείων Ἀποοτόλων, Ἱερέων Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων
Ὁσίων, γνωστῶν τε καὶ ἀγνώστων μὴ παύσησθε Κυρίῳ, ἀεὶ πρεσβεὐοντες.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Ἱερέως).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἡ
νῆσος σεμνύνεται τῶν Κρητῶν, ἐπὶ τῇ Συνάξει, τῶν Ἁγίων τῶν εὐκλεῶς, ἐν
αὐτῇ ἀγῶσι, ποικίλοις δοξασθέντων, καὶ δόξης μετεχόντων, Κυρίου πάντοτε.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Ἱερέως).
Ὁ Οἶκος
Ἅπαντες
οἱ τῆς Κρήτης, παροικοῦντες τὴν νῆσον, τιμήσωμεν Ἁγίων τὸν δῆμον, τοὺς
ἐνταῦθα Χριστὸν τὸν Θεόν, ἐν διαφόροις καιροῖς μεγαλύναντας, ὁμοφροσύνῃ
πίστεως, καὶ πρὸς αὐτοὺς εἴπωμεν ταῦτα·
Χαῖρε Ἁγίων ἡ συνοδεἱα·
χαῖρε Δικαίων ἡ συναυλία.
Χαῖρε Ἐκκλησίας λαμπρὸν ἀγαλλίαμα·
χαῖρε Κρητονήσου τερπνὸν ἐγκαλλώπιομα.
Χαῖρε ἄθροισμα οὐράνιον εὐκλεῶν Ἱεραρχῶν·
χαῖρε σύστημα πανάριστον Ἀθλοφόρων ἱερῶν.
Χαῖρε ἡ τῶν Ὁσίων πανολβἱα χορεία·
χαῖρε Νεομαρτύρων ἡ κλυτὴ συστοιχία.
Χαῖρε χαρίτων πλοῦτος ἀσύλητος·
χαῖρε θαυμάτων βρύσις ἀκένωτος.
Χαῖρε Κρητῶν μυοστικὴ δᾳδουχία·
χαῖρε ἡμῶν πρὸς Θεὸν μεσιτεία.
Χαῖροις τίμιον ἄθροισμα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Χορὸς
ὁ θαυμαστός, τῶν ἐν Κρήτῃ Ἁγίων, τιμάσθω εὐσεβῶς, μελιχραῖς ὑμνῳδίαις,
ὡς σκεύη πολυτίμητα, δωρεῶν Θείου Πνεύματος, ὡς πολύφωτοι, τῆς εὐσεβεἱας
ἀστέρες, καταυγάζοντες. τοὺς παροικοῦντας τὴν νῆσον, ἀκτῖσι τῆς
χάριτος.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Ἡ
Κρήτη ἀγάλλεται, δαυϊτικῶς πανδημεί, ἐν ῦμνοις γεραίρουσα, τῶν ἐν αὐτῇ
εὐκλεῶν, Ἁγίων τὸ ἄθροισμα· τούτους γὰρ ὁ Δεσπότης, τοῦ παντὸς
θαυμαστώσας, ἔδειξε τῆς πατρίδος, κραταιοὺς πολιούχους, προστάτας τε
προμάχους ἀεί, καὶ ῥὺστας ἐν θλίψεσιν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ὁ
Θαυμαστώσας τοὺς ἐν Κρήτῃ Ἁγίους, καὶ δι' αὐτῶν μεγαλυνθεὶς ὑπὲρ λόγον,
Θεὸς ὁ προσκυνούμενος, προσώποις ἐν τρισί, σῶσον ὡς φιλάνθρωπος, ταῖς
αὐτῶν ἱκεσίαις, πάντας τοὺς ἐλπίζοντας, οἰκτιρμῶν σου τῷ πλούτῳ, καὶ ἐξ
ἑχθρῶν δεινῆς ἐπιδρομῆς, ταύτην τὴν νῆσον συντήρει ἀλώβητον.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Εὑφραίνου
ἡ λαμπρά, κληρουχία τοῦ Τίτου, τελοῦσα τῶν ἐν σοὶ, Θεοφόρων Ἁγίων, τὴν
μνήμην τὴν πανεύσημον, καὶ Χριστῷ πίστει βόησον· πολυεύσπλαγχνε, εὐχαῖς
τῶν σῶν θεραπόντων, δίδου ἅπασι, τῶν οἰκτιρμῶν σου τὸν πλοῦτον, καὶ
ἕλεος ἄνωθεν.