«Πάσα η του Χριστού και Θεού ημών
ποίμνη εν σώμα εστίν, υπό μιας κεφαλής διοικούμενον, ός εστί Χριστός Ιησούς»
(Εκ της Επιστολής πάντων των Αγιορειτών προς
βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον -
Ομολογητική)
Αποτελεί πολύτιμο κεφάλαιο στην Εκκλησιαστική ιστορία η Ομολογιακή επιστολή των Αγιορειτών Πατέρων προς τον βασιλέα Μιχαήλ, ο οποίος επιθυμούσε την συγκατάθεση – αποδοχή της ψευδοενώσεως στη Λυών (1274) από το εκκλησιαστικό σώμα και ιδιαίτερα από τους Αγιορείτες Μοναχούς.
Οι
(τότε) Αγιορείτες δεν φοβήθηκαν ποτέ να κινδυνέψουν υπέρ της Πίστεως, γι’ αυτό
και απάντησαν στη φιλοσοφία της ψευδοσυνόδου με θεολογική σοφία και γνώση, με
μια οξύτατη διαλεκτική σκέψη, με μια κατασταλαγμένη Πατερική πείρα, με τέτοια
υψίστη Ορθόδοξη ωριμότητα που δεν την συναντούμε, σήμερα (δυστυχώς), από τις
σημερινές Ι. Μονές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Μετά
την ψευδοσύνοδο στην Κρήτη το πλήρωμα (γενικά) δεν παρουσίασε το ομολογιακό
αντίστοιχο των Αγιορειτών της εποχής εκείνης.
Εμείς, διαχρονικά, ευχαριστούμε τους Αγιορείτες εκείνους, που εμπλούτισαν θεολογικά το πλήρωμα και ωφέλησαν την ψυχή μας!
Στην
Επιστολή τους πουθενά μεταπατερικές φλυαρίες, αλλά μόνο Αγιογραφικές –
Πατερικές θέσεις και επιχειρήματα.
Θαυμάζω
την πνευματική – θεολογική συγκρότησή τους για το νόημα – ουσία της Εκκλησίας
και του ρόλου του επισκόπου. Ανατρέπουν τη σημερινή κακόδοξη θέση
(ισχυρογνωμοσύνη) των σημερινών ορθοδόξων (;), που λειτουργούνται στο «όνομα
του επισκόπου» και όχι στο όνομα του Χριστού. Παράδειγμα, τα γραφόμενα του π.
Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου, στο βιβλίο του: «Εμπειρίες κατά την Θεία
Λειτουργία», Σελ. 395-396. Γράφει:
«Στις
μνημονεύσεις των ζώντων την πρώτη θέσι την έχει ο επίσκοπος με το όνομά του.
Αυτό δεν είναι φιλοφρόνησις και κολακεία προς το πρόσωπό του, αλλά η κανονική
τάξις της Εκκλησίας και ομολογία πίστεως. Ο Επίσκοπος είναι «εις τόπον και
τύπον Χριστού».
Αυτή
η μνημόνευσις φανερώνει την ενότητα της Εκκλησίας και είναι εγγύησις πως ο
ιερεύς, που τελεί τη Θεία Λειτουργία, είναι κανονικός ιερεύς της Εκκλησίας και
πως η Λειτουργία, την οποία τώρα τελεί, είναι αληθινά ιερή πράξις της
Εκκλησίας. Κάθε ιερεύς σε κάθε Ναό τελεί τη Θεία Λειτουργία και όλες τις άλλες
ιεροπραξίες, όλα τα Μυστήρια «εξ ονόματος» του Επισκόπου του. Αυτό φανερώνει
και βεβαιώνει μέσα στη σύναξι των πιστών που παρευρίσκονται η μνημόνευσις κάθε
φορά του Επισκόπου. Βεβαιώνει την πίστι της Εκκλησίας μας προς το πρόσωπο του
επισκόπου και δια του Επισκόπου στον Πανάγιο Θεό».
Συλλαμβάνουμε
πολλούς διαφορετικούς (εκκλησιολογικούς) ιριδισμούς στο κείμενο του π.
Στεφάνου. Έχει Ορθόδοξη θεολογική χροιά με οικουμενιστικές θεωρήσεις –
γενικεύσεις. Καιρός, όμως, να ξεναγήσουμε την ψυχή μας στις παλαιότερες
ερμηνευτικές τοποθετήσεις, για να φωτισθεί στ’ αλήθεια ο νους των πιστών.
Στην
εξήγηση της Θείας και Ιεράς Λειτουργίας σε μια επανέκδοση της α΄ εκδόσεως του
1651, από το «Ιερό Ησυχαστήριο «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ» - Κατουνάκια Αγ. Όρους»,
διαβάζουμε:
«Εν
πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του Αρχιεπισκόπου ημών»… μνημονεύει εν πρώτοις και
παρρησία του Αρχιερέως, ως αρχής (πνευματικής και διοικητικής εννοεί) της
στρατευομένης ημών αγίας Εκκλησίας, παρακαλώντας να διαφυλάττεται όχι μόνον
μακρόβιος, αλλά και ορθόδοξος, ορθοτομών τον λόγον της Ευαγγελικής αληθείας.
Και τούτο, διότι πολλά έπαθεν η Εκκλησία, πολλά η πίστις η Ορθόδοξος
εκινδύνευσεν από τους πλέον εξαιρέτους Αρχιερείς. Πολλά έκλαυσεν η οικουμένη
σκοτισθέντα τον ήλιον, χωρίς φέγγος πολλά φοράς την Σελήνην, πεσόντας δ’ εκ του
ουρανού τους αστέρας∙ τουτέστιν, η Αγία Εκκλησία των ιερέων και Αρχιερέων τους
προκρίτους, γενομένους σχισματοποιούς και αιρεσιάρχας, λύκους βαρείς, του
ποιμνίου μη φειδομένους…» (Σελ. 240 – 41).
Στο
τέλος του βιβλίου (συμπληρωματικά), διαβάζουμε:
«Έχουσι
λοιπόν χρέος όλοι οι ιερείς, εις την ιερουργίαν των Ιερών και Θείων Μυστηρίων
να έχουν την Ορθόδοξον εκείνην και πιστήν γνώμην, την οποία κρατεί η αγία του
Θεού Εκκλησία. Αυτή η εποικοδομηθείσα επί τω θεμελίω των Αποστόλων και
Προφητών, όντος ακρογωνιαίου Αυτού του Ιησού Χριστού, «εν ώ πάσα οικοδομή
συναρμολογουμένη αύξει, εις ναόν άγιον εν Κυρίω» (Εφεσ. β, 21). Διατί μην
έχοντας οι ιερείς τον σκοπόν οπού έχει η Εκκλησία, άς ηξεύρουν πως δεν κάνουν
Μυστήριον. Και η μερίς αυτών μετά Ιούδα» (Σελ. 293).
Αξιοπρόσεκτα
σημεία στην Επιστολή των Αγιορειτών Πατέρων είναι και τα εξής:
A) Εξηγούν την σημασία της μνημονεύσεως του Επισκόπου – Αρχιερέως κατά την
Θεία Λειτουργία, υπογραμμίζοντες ότι η μνημόνευση των αιρετικών είναι μολυσμός
– αμαρτία. Η μη μνημόνευση του αιρετικού επισκόπου δεν καθιστά το Μυστήριον
ατέλεστον, όπως εσφαλμένως πιστεύουν οι οικουμενιστές και οι συνοδοιπόροι τους.
Η μνημόνευση του Επισκόπου σημαίνει ταυτότητα πίστεως μεταξύ αυτού και του
πληρώματος.
Β)
Τονίζουν επίσης, ότι δεν επιτρέπεται καμμία οικονομία στην μνημόνευση των
αιρετικών, διότι είναι μια βέβηλη οικονομία, δια της οποίας συγκοινωνούν με
τους αιρετικούς: «Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασι»,
γράφουν χαρακτηριστικά.
1ο
Σχόλιο
«Όλες
οι μνημονεύσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά δεήσεις προς τον Θεό στο όνομα
της θυσίας του Σωτήρος Χριστού, από την οποία επήγασε και πηγάζει κάθε Χάρη
και δωρεά του Θεού» (Δημήτριος Γ. Παναγιωτόπουλος – «ΣΩΤΗΡ»).
2ο
Σχόλιο: Είναι
σαφής – ξεκάθαρη η θέση του Κυρίου: «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις
το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18, 20).
3ο
Σχόλιο: «Τον
Επίσκοπο – Ιερέα ο Χριστός τον αποστέλλει εκ μέρους του και εξ ονόματός του
στους πιστούς. Τον στέλλει να είναι λειτουργός των Ιερών Μυστηρίων, κήρυξ της
αληθείας και μετανοίας, υπερασπιστής και διαγγελεύς της Ορθοδόξου πίστεως, της
αγάπης ενσάρκωσις, υπόδειγμα βίου οσίου, κατά την συμβουλήν του Αποστόλου
Παύλου προς τον Επίσκοπον της Εφέσου, μαθητήν του Τιμόθεον» (Α΄ Τιμ. δ΄, 12)
(Αρχιμ. Θεόδωρος Μπεράτης).
Ερώτημα: Εφ’ όσον ο
Επίσκοπος είναι όχι μόνον εις «τόπον» αλλά (οφείλει) και εις «τύπον» Χριστού,
ένας μικρός Χριστός μέσα εις την επισκοπήν, επιτρέπεται μέσα στην υψηλήν και
ιεράν και αγίαν διακονία του να συμπεριλαμβάνει και την διάδοσιν – θεμελίωσιν
της παναιρέσεως του οικουμενισμού; Τι λέτε γι’ αυτό, σεβαστέ μου, π. Στέφανε;
4ο
Σχόλιο: Όταν
ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης και άλλοι Επίσκοποι της Μακεδονίας είχαν διακόψει τη
μνημόνευση του (αιρετικού) Πατριάρχη Αθηναγόρα, ουδέποτε η Εκκλησία της Ελλάδος
έθεσε θέμα εγκυρότητας των Μυστηρίων.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ