Αρχή της Ινδίκτου
Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου Χρόνου,
Ὦ καὶ Παλαιέ, καὶ δι᾿ ἀνθρώπους Νέε.
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την Αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή αρχή του νέου Εκκλησιαστικού έτους. Για την περίπτωση αυτή, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στον Συναξαριστή του:
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄).
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄).
Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν».
Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι).
Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών».
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος β’.
Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτῳ σύμπαντα, δημιουργήσας σοφίᾳ, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας· ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τάς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖόν σου θέλημα.
(Ποιηθὲν τῶ 1813 ἔτει ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως, Κυρίλλου ς´).
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετούς, οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ νῦν προσδεχόμενος, τὰς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπὸ πάσης λύτρωσαι, ἀνάγκης τὴν πόλιν σου, οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ γάρ σου, εἰς πάντα τὰ ἔργα σου. Ὅθεν τὰς εἰσόδους, εὐλογῶν καὶ ἐξόδους, τὰ ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν, καὶ πταισμάτων τὴν ἄφεσιν, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός· σὺ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ σύμπαντα, ὡς δυνατὸς εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες.
Μεγαλυνάριον
Ἄναρχε τρσήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις πᾶσι δωρούμενος.
Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών».
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος β’.
Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτῳ σύμπαντα, δημιουργήσας σοφίᾳ, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας· ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τάς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖόν σου θέλημα.
(Ποιηθὲν τῶ 1813 ἔτει ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως, Κυρίλλου ς´).
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετούς, οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ νῦν προσδεχόμενος, τὰς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπὸ πάσης λύτρωσαι, ἀνάγκης τὴν πόλιν σου, οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ γάρ σου, εἰς πάντα τὰ ἔργα σου. Ὅθεν τὰς εἰσόδους, εὐλογῶν καὶ ἐξόδους, τὰ ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν, καὶ πταισμάτων τὴν ἄφεσιν, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός· σὺ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ σύμπαντα, ὡς δυνατὸς εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες.
Μεγαλυνάριον
Ἄναρχε τρσήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις πᾶσι δωρούμενος.
Οἱ Ἁγίες 40 οἱ Παρθενομάρτυρες
Eις τας Παρθένους.
Δισεικαρίθμοις παρθένοις πῦρ καὶ ξίφος,
Θεοῦ προεξένησαν Υἱὸν νυμφίον.
Eις τον Aμμούν.
Ἀμμοῦν καλύπτραν ἔμπυρον δεδεγμένος,
Τὸ σαρκικὸν κάλυμμα χαίρων ἐξέδυ.
Οι Άγιες αυτές γυναίκες έζησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου στην Αδριανούπολη της Θράκης. Ο ηγεμών της περιοχής Βάβδος (περί το 305 μ.Χ.) τις συνέλαβε ως χριστιανές και τις προέτρεπε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Η Κελσίνα, μία εξ αυτών και η πρώτη της πόλεως, μετά τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς της τις εσύναξε όλες στην οικία της μαζί με τον διδάσκαλό τους, διάκονο Άγιο Αμμούν, για να ενισχυθούν προς το μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους και τα διάβασε δυνατά ένα-ένα. Ύστερα είπε: «Αγωνισθήτε υπέρ του Χριστού δια του μαρτυρίου, διότι έτσι θα καθίσει και ο Δεσπότης Χριστός στην πύλη της ουρανίου βασιλείας και θα σας προσκαλεί μία-μία κατ’ όνομα, για να σας αποδώσει τον στέφανο της αιωνίου ζωής».
Όταν και πάλι τις ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου, βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στη γη. Τότε ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).
Όταν και πάλι τις ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου, βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στη γη. Τότε ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης
Λιπὼν Συμεὼν τὴν ἐπὶ στύλου βάσιν,
Τὴν ἐγγὺς εὗρε τοῦ Θεοῦ Λόγου στάσιν.
Ὑψιβάτης Συμεὼν Σεπτεμβρίου ἔκθανε πρώτῃ.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ στυλίτης (ὁ πρεσβύτερος ἢ «ὁ ἐν τῇ μάνδρᾳ»), ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας τὴν 1η Σεπτεμβρίου, εἶναι ὁ πρῶτος γνωστὸς μοναχὸς ποὺ ἀσκήτεψε πάνω σὲ στῦλο.
Γεννήθηκε γύρω στὰ 389 στὸ χωριὸ Σισᾶν, στὰ ὅρια Συρίας καὶ Κιλικίας. Ἦταν βοσκὸς τῶν πατρικῶν προβάτων καὶ ὅταν γνώρισε κάποιους ἀσκητές, πόθησε ἐξαιτίας τους τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ᾖρθε σὲ ἕνα μοναστῆρι, στὸ χωριὸ Τελεδᾶν, ὅπου ἔζησε δέκα χρόνια (403 – 413) μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση.
Ὕστερα ἔζησε ἔγκλειστος τρία χρόνια σὲ μία σπηλιά, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὸ χωριὸ Τελάνισσο, ὅπου ἀσκήθηκε ἀλλὰ τρία χρόνια σ’ ἕνα σπιτάκι. Τέλος, ἀποσύρθηκε στὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου καὶ περιορίσθηκε σ’ ἕναν μικρὸ κυκλικὸ περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο μὲ μίαν ἁλυσίδα εἴκοσι πήχεων.
Ἡ ἀπίθανη αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ προξενοῦσαν μεγάλη ἐνόχληση. Γιὰ αὐτὸ ἄρχισε ν' ἀνεβαίνει σὲ στύλους ὁλοένα καὶ ψηλότερους. Ὁ τελευταῖος, ὅπου ἔζησε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, εἶχε ὕψος 16 – 18 μέτρα.
Ὁ Ὅσιος ἀφιέρωνε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου στὴν προσευχή. Ἔτρωγε ἐλάχιστα. Ἦταν συνεχῶς ὄρθιος, χωρὶς προφύλαξη ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴν βροχή, τὸν ἄνεμο ἢ τὸ κρύο. Δύο φορὲς τὴν ἡμέρα διέκοπτε τὸν ἀσκητικό του κανόνα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, ἔκανε συμβιβασμοὺς διαφορῶν, ἔλυνε προβλήματα καὶ μετέστρεφε στὴ χριστιανικὴ πίστη τοὺς ἀλλόδοξους ποὺ πρόστρεχαν σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Κοιμήθηκε τὸ 459 καὶ κηδεύτηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μαρτύριο στὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας.
Στὸ ἐκπληκτικὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο, πού, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο, πραγματοποίησε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του ὁ αὐστηρὸς αὐτὸς ἀσκητής, θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἑπόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Φιλόθεο Ἱστορία» τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τὸν ἑλληνικὸ βίο τοῦ Ὁσίου, γραμμένο ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἀντώνιο, καὶ τὸν συριακὸ βίο του .
Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώθηκε γοργὰ παντοῦ. Ὅλοι, κι ἀπὸ τὰ κοντινὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρινὰ μέρη, ἔτρεχαν κοντά του. Ἄλλοι ἔφερναν παράλυτους, ἄλλοι ζητοῦσαν νὰ γιατρέψει ἀρρώστους, ἄλλοι παρακαλοῦσαν νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀποκτήσουν παιδιά. Μετὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τους, ἔφευγαν γεμάτοι χαρά. Καὶ διαλαλώντας τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχτηκαν, ἔστελναν στὸν Ὅσιο πολὺ περισσότερους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια.
Ἔτσι, καθὼς ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ κάθε στράτα σὰν ποτάμια οἱ προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἕνα ἀνθρώπινο πέλαγος, ποὺ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ ποτάμια! Ὄχι μόνο ντόπιοι οὔτε μόνο Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ Ἰσμαηλῖτες καὶ Πέρσες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Ἴβηρες καὶ Ὁμηρῖτες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατοικοῦν ἀκόμα πιὸ βαθιὰ μαζεύονταν στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου. Ἦρθαν καὶ πολλοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὰ πέρατα τῆς Δύσης, Ἰσπανοὶ καὶ Βρετανοὶ καὶ Γαλάτες. Ὅσο γιὰ τὴν Ἰταλία, λένε πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε γίνει τόσο περιβόητος ἐκεῖ, ὥστε κρεμοῦσαν μικρὲς εἰκόνες στὶς εἰσόδους ὅλων τῶν ἐργαστηρίων, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὲς προστασία καὶ ἀσφάλεια.
Ἦταν ἀμέτρητοι, λοιπόν, ὅσοι ἔφταναν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν, ν’ ἀκουμπήσουν μόνο τὴν ἄκρη τοῦ δερμάτινου χιτῶνα του, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ἔπαιρναν κάποια εὐλογία. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔνιωθε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος ν’ ἀπολαμβάνει τέτοια τιμή. Τὸν κούραζαν, ἄλλωστε, ὅλα αὐτά. Ἔτσι, σοφίστηκε ν’ ἀνέβει σ’ ἕναν στῦλο. Τὸ ὕψος του ἦταν στὴν ἀρχὴ μικρό, ἕξι πῆχες. Ἀργότερα ἀνέβηκε σὲ ἄλλον πιὸ ψηλό, ὕστερα σὲ ψηλότερο καὶ τέλος σ’ ἕναν ποὺ ἔφτανε τὶς τριάντα ἕξι πῆχες. Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Ἐπειδὴ λαχταροῦσε νὰ πετάει στὰ οὐράνια, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τι γήϊνο.
Γεννήθηκε γύρω στὰ 389 στὸ χωριὸ Σισᾶν, στὰ ὅρια Συρίας καὶ Κιλικίας. Ἦταν βοσκὸς τῶν πατρικῶν προβάτων καὶ ὅταν γνώρισε κάποιους ἀσκητές, πόθησε ἐξαιτίας τους τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ᾖρθε σὲ ἕνα μοναστῆρι, στὸ χωριὸ Τελεδᾶν, ὅπου ἔζησε δέκα χρόνια (403 – 413) μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση.
Ὕστερα ἔζησε ἔγκλειστος τρία χρόνια σὲ μία σπηλιά, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὸ χωριὸ Τελάνισσο, ὅπου ἀσκήθηκε ἀλλὰ τρία χρόνια σ’ ἕνα σπιτάκι. Τέλος, ἀποσύρθηκε στὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου καὶ περιορίσθηκε σ’ ἕναν μικρὸ κυκλικὸ περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο μὲ μίαν ἁλυσίδα εἴκοσι πήχεων.
Ἡ ἀπίθανη αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ προξενοῦσαν μεγάλη ἐνόχληση. Γιὰ αὐτὸ ἄρχισε ν' ἀνεβαίνει σὲ στύλους ὁλοένα καὶ ψηλότερους. Ὁ τελευταῖος, ὅπου ἔζησε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, εἶχε ὕψος 16 – 18 μέτρα.
Ὁ Ὅσιος ἀφιέρωνε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου στὴν προσευχή. Ἔτρωγε ἐλάχιστα. Ἦταν συνεχῶς ὄρθιος, χωρὶς προφύλαξη ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴν βροχή, τὸν ἄνεμο ἢ τὸ κρύο. Δύο φορὲς τὴν ἡμέρα διέκοπτε τὸν ἀσκητικό του κανόνα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, ἔκανε συμβιβασμοὺς διαφορῶν, ἔλυνε προβλήματα καὶ μετέστρεφε στὴ χριστιανικὴ πίστη τοὺς ἀλλόδοξους ποὺ πρόστρεχαν σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Κοιμήθηκε τὸ 459 καὶ κηδεύτηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μαρτύριο στὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας.
Στὸ ἐκπληκτικὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο, πού, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο, πραγματοποίησε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του ὁ αὐστηρὸς αὐτὸς ἀσκητής, θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἑπόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Φιλόθεο Ἱστορία» τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τὸν ἑλληνικὸ βίο τοῦ Ὁσίου, γραμμένο ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἀντώνιο, καὶ τὸν συριακὸ βίο του .
Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώθηκε γοργὰ παντοῦ. Ὅλοι, κι ἀπὸ τὰ κοντινὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρινὰ μέρη, ἔτρεχαν κοντά του. Ἄλλοι ἔφερναν παράλυτους, ἄλλοι ζητοῦσαν νὰ γιατρέψει ἀρρώστους, ἄλλοι παρακαλοῦσαν νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀποκτήσουν παιδιά. Μετὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τους, ἔφευγαν γεμάτοι χαρά. Καὶ διαλαλώντας τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχτηκαν, ἔστελναν στὸν Ὅσιο πολὺ περισσότερους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια.
Ἔτσι, καθὼς ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ κάθε στράτα σὰν ποτάμια οἱ προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἕνα ἀνθρώπινο πέλαγος, ποὺ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ ποτάμια! Ὄχι μόνο ντόπιοι οὔτε μόνο Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ Ἰσμαηλῖτες καὶ Πέρσες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Ἴβηρες καὶ Ὁμηρῖτες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατοικοῦν ἀκόμα πιὸ βαθιὰ μαζεύονταν στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου. Ἦρθαν καὶ πολλοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὰ πέρατα τῆς Δύσης, Ἰσπανοὶ καὶ Βρετανοὶ καὶ Γαλάτες. Ὅσο γιὰ τὴν Ἰταλία, λένε πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε γίνει τόσο περιβόητος ἐκεῖ, ὥστε κρεμοῦσαν μικρὲς εἰκόνες στὶς εἰσόδους ὅλων τῶν ἐργαστηρίων, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὲς προστασία καὶ ἀσφάλεια.
Ἦταν ἀμέτρητοι, λοιπόν, ὅσοι ἔφταναν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν, ν’ ἀκουμπήσουν μόνο τὴν ἄκρη τοῦ δερμάτινου χιτῶνα του, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ἔπαιρναν κάποια εὐλογία. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔνιωθε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος ν’ ἀπολαμβάνει τέτοια τιμή. Τὸν κούραζαν, ἄλλωστε, ὅλα αὐτά. Ἔτσι, σοφίστηκε ν’ ἀνέβει σ’ ἕναν στῦλο. Τὸ ὕψος του ἦταν στὴν ἀρχὴ μικρό, ἕξι πῆχες. Ἀργότερα ἀνέβηκε σὲ ἄλλον πιὸ ψηλό, ὕστερα σὲ ψηλότερο καὶ τέλος σ’ ἕναν ποὺ ἔφτανε τὶς τριάντα ἕξι πῆχες. Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Ἐπειδὴ λαχταροῦσε νὰ πετάει στὰ οὐράνια, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τι γήϊνο.
Καὶ ἐπειδή, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, στόχευε στὴν ὠφέλεια καὶ τὴ σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Βλέπετε, ὅσοι δὲν πείθονται μὲ λόγια καὶ δὲν ἀνέχονται τὰ κηρύγματα, σαγηνεύονται ἀπὸ τὰ παράδοξα θεάματα. Τὸ παράδοξο τραβάει ὅλους καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τὸ προσέξουν, προετοιμάζοντάς τους ἔτσι καὶ στὸ νὰ διδαχθοῦν. Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Συμεών. Τὸ παράδοξο θέαμα ποὺ παρουσίαζε ἀνεβασμένος σ’ ἕναν ψηλὸ στῦλο, τραβοῦσε ἀμέτρητους περιέργους, ποὺ ἤθελαν νὰ πληροφορηθοῦν γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ τέτοιον τρόπο.
Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς κήρυσσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας στὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας. Ἴβηρες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Πέρσες, ὅπως εἴπαμε, ἀπαρνιόντουσαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο τὴν προγονική τους πλάνη καὶ δέχονταν τὴν θεία ἀλήθεια μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Οἱ Ἰσμαηλῖτες, μάλιστα, ἔφταναν σὲ ὁμάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε καὶ χίλιοι. Μὲ βοὴ ἀποκήρυσσαν τὴν πατρική τους θρησκεία, ἔσπαζαν τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν πρῶτα, ἐγκατέλειπαν μία γιὰ πάντα τὰ μυστηριώδη ὄργια τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἀπολάμβαναν τὰ θεία μυστήρια του Χριστοῦ, ἀφοῦ ἄκουγαν ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο στόμα τοῦ στυλίτη σωτήριες διδαχές.
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος καὶ γνώριμος τοῦ Ὁσίου, περιγράφει συνοπτικὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ ἀποστολικὸ ἔργο του: «Νουθετώντας (τὸν λαό) δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, πλημμυρίζει τὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν μὲ τὰ χαριτωμένα λόγια του καὶ τοὺς προσφέρει ὅσα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει.
Προτρέπει νὰ στρέφουν τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, νὰ πετᾶνε ἀφήνοντας τὴν γῆ καὶ νὰ ὁραματίζονται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ φοβοῦνται τὴν κόλαση καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ γήϊνα, προσμένοντας τὴν μέλλουσα ζωή. Μπορεῖ νὰ τὸν δεῖς νὰ δικάζει, βγάζοντας σωστὲς καὶ δίκαιες ἀποφάσεις. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης ὥρας. Γιατί ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα, ὡς τὴν ἐνάτη ὥρα προσεύχεται. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα, προσφέρει πρῶτα τὴν θεία διδαχὴ σὲ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ στὴ συνέχεια ἀκούει τὸ αἴτημα τοῦ καθενός. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύσει μερικούς, λύνει τὶς διαφορὲς ὅσων φιλονικοῦν. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἀρχίζει πάλι νὰ προσεύχεται. Δὲν παραμελεῖ ὅμως, νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὶς ἅγιες Ἐκκλησίες. Ἄλλοτε πολεμάει τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἄλλοτε συντρίβει τὴ θρασύτητα τοῦ Ἰουδαίων, ἄλλοτε διαλύει τὶς ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ὅλα τοῦτα τὰ κατορθώνει εἴτε στέλνοντας γράμματα στὸ βασιλιά, εἴτε ἐμπνέοντας στοὺς ἄρχοντες τὸν ζῆλο γιὰ τὸ Θεό, εἴτε παρακινώντας καὶ τοὺς ἐπισκόπους ἀκόμα νὰ φροντίζουν περισσότερο γιὰ τὸ ποίμνιο».
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ διηγηθοῦμε, ἐνδεικτικά, μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μεταστροφὴ τῶν εὐεργετημένων στὴν ἀληθινὴ πίστη.
– Κάποτε ἕνας Σαρακηνὸς φύλαρχος ἔφερε στὸ στυλίτη κάποιον παράλυτο ὁμόφυλό του καὶ παρακάλεσε γιὰ τὴ θεραπεία του. Ὁ Ἅγιος τοῦ ζήτησε ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν προγονική του ἀσέβεια. Ἐκεῖνος δέχτηκε πρόθυμα.
-Πιστεύεις στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; τὸν ρώτησε ὁ ἀσκητής.
-Πιστεύω, ὁμολόγησε ὁ Σαρακηνός.
-Ἀφοὶ πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ὁ παράλυτος σηκώθηκε καὶ περπάτησε.
-Τώρα πᾶρε τὸ φύλαρχο στοὺς ὤμους σου! τὸν πρόσταξε ὁ Ὅσιος.
Ὁ γιατρεμένος σήκωσε τὸν κατάπληκτο φύλαρχο, ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὰ μεγαλόσωμος, τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους του καὶ ἔφυγε ἐνθουσιασμένος, δοξάζοντας τὸν τρισυπόστατο ἀληθινὸ θεό.
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος καὶ γνώριμος τοῦ Ὁσίου, περιγράφει συνοπτικὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ ἀποστολικὸ ἔργο του: «Νουθετώντας (τὸν λαό) δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, πλημμυρίζει τὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν μὲ τὰ χαριτωμένα λόγια του καὶ τοὺς προσφέρει ὅσα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει.
Προτρέπει νὰ στρέφουν τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, νὰ πετᾶνε ἀφήνοντας τὴν γῆ καὶ νὰ ὁραματίζονται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ φοβοῦνται τὴν κόλαση καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ γήϊνα, προσμένοντας τὴν μέλλουσα ζωή. Μπορεῖ νὰ τὸν δεῖς νὰ δικάζει, βγάζοντας σωστὲς καὶ δίκαιες ἀποφάσεις. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης ὥρας. Γιατί ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα, ὡς τὴν ἐνάτη ὥρα προσεύχεται. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα, προσφέρει πρῶτα τὴν θεία διδαχὴ σὲ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ στὴ συνέχεια ἀκούει τὸ αἴτημα τοῦ καθενός. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύσει μερικούς, λύνει τὶς διαφορὲς ὅσων φιλονικοῦν. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἀρχίζει πάλι νὰ προσεύχεται. Δὲν παραμελεῖ ὅμως, νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὶς ἅγιες Ἐκκλησίες. Ἄλλοτε πολεμάει τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἄλλοτε συντρίβει τὴ θρασύτητα τοῦ Ἰουδαίων, ἄλλοτε διαλύει τὶς ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ὅλα τοῦτα τὰ κατορθώνει εἴτε στέλνοντας γράμματα στὸ βασιλιά, εἴτε ἐμπνέοντας στοὺς ἄρχοντες τὸν ζῆλο γιὰ τὸ Θεό, εἴτε παρακινώντας καὶ τοὺς ἐπισκόπους ἀκόμα νὰ φροντίζουν περισσότερο γιὰ τὸ ποίμνιο».
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ διηγηθοῦμε, ἐνδεικτικά, μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μεταστροφὴ τῶν εὐεργετημένων στὴν ἀληθινὴ πίστη.
– Κάποτε ἕνας Σαρακηνὸς φύλαρχος ἔφερε στὸ στυλίτη κάποιον παράλυτο ὁμόφυλό του καὶ παρακάλεσε γιὰ τὴ θεραπεία του. Ὁ Ἅγιος τοῦ ζήτησε ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν προγονική του ἀσέβεια. Ἐκεῖνος δέχτηκε πρόθυμα.
-Πιστεύεις στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; τὸν ρώτησε ὁ ἀσκητής.
-Πιστεύω, ὁμολόγησε ὁ Σαρακηνός.
-Ἀφοὶ πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ὁ παράλυτος σηκώθηκε καὶ περπάτησε.
-Τώρα πᾶρε τὸ φύλαρχο στοὺς ὤμους σου! τὸν πρόσταξε ὁ Ὅσιος.
Ὁ γιατρεμένος σήκωσε τὸν κατάπληκτο φύλαρχο, ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὰ μεγαλόσωμος, τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους του καὶ ἔφυγε ἐνθουσιασμένος, δοξάζοντας τὸν τρισυπόστατο ἀληθινὸ θεό.
– Σὲ μία πόλη τῆς Παλαιστίνης ἦταν διοικητὴς κάποιος εἰδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, ποὺ τὸ κεφάλι του ἀκουμποῦσε στὸ στῆθος του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περιστραφεῖ. Κάποιοι φίλοι του, ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα τοῦ στυλίτη, τὸν ἔφεραν κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο καὶ παρακάλεσαν γιὰ τὴν θεραπεία του. Μὰ καὶ ὁ ἴδιος καμπούρης ἄρχισε νὰ ἱκετεύει τὸν Ὅσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ὥστε Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ χάρη του στὸν Κύριο. Ὁ εἰδωλολάτρης, πιστεύοντας πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε δική του θαυματουργικὴ δύναμη, τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του στὸ κεφάλι του, ἐκφράζοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ γινόταν καλὰ ἀμέσως. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, τοῦ εἶπε:
- Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος. Τὸ χέρι μου δὲν ἔχει καμιὰ ξεχωριστὴ δύναμη. Μόνο ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεός, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου, γιατί μόνο αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει ἄλλον, ἂν ὁ Κύριος δὲν τὸ θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στὴν παντοδυναμία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυβερνήτη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ εὐεργετηθεῖς.
Τότε ὁ καμπούρης σταμάτησε νὰ φωνάζει, ἀφήνοντας τὸν Ὅσιο νὰ προσευχηθεῖ ἀπερίσπαστος. Καὶ μόλις Ἐκεῖνος τέλειωσε τὴν προσευχή του, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὀρθώθηκε, στάθηκε ἴσια καὶ ἄρχισε νὰ χοροπηδάει χαρούμενος σὰν παιδί. Ἄνοιξε τότε τὶς κασέλες, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του, καὶ πρόσφερε στὸν εὐεργέτη του ἀνεκτίμητα χρυσαφικὰ κι ἀσημικά. Ὁ στυλίτης κοίταξε τὰ δῶρα μὲ περιφρόνηση καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἂν θέλεις νὰ μ’ εὐχαριστήσεις, νὰ δεχτεῖς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Νὰ βαπτιστεῖς, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἄφεση. Καὶ ἀκόμα νὰ ἐλευθερώσεις ὅλους τους δούλους σου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ ἡ δική σου ψυχὴ ἀπὸ τὸ ζυγό του σατανᾶ.
Ὁ γιατρεμένος πρόθυμα ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἀργότερα, γεμάτος χαρὰ καὶ χάρη Θεοῦ, ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη του.
– Ἕνας ἄρχοντας τῶν Περσῶν ἦταν πολὺ δυστυχισμένος, γιατί ὁ μονάκριβος γιός του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Ἔστειλε, λοιπόν, στὸν Ὅσιο τὸν ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν παράκληση νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του. Τοῦ ἔδωσε, μάλιστα, καὶ δυὸ ὑφάσματα ἀπὸ πολύτιμο μετάξι μὲ κεντημένους ἐπάνω χρυσοὺς σταυρούς, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει στὸν στυλίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος διηγήθηκε στὸν Συμεὼν τὸ δρᾶμα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ πατέρα του. Ὁ Ὅσιος σπλαγχνίστηκε καὶ εἶπε στὸν ἐπίσκοπο:
-Πᾶρε αὐτὰ τὰ ὑφάσματα ποὺ ἔφερες, ἔτσι διπλωμένα ὅπως εἶναι, καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ὅταν φτάσεις κοντὰ στὴν πόλη σας, κατέβα ἀπὸ τὸ ζῶο σου, κράτησε τὰ ὑφάσματα στὸ στῆθος σου καὶ προχώρησε ὡς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα πεζὸς καὶ ἀμίλητος. Μπὲς μέσα, στάσου πάνω ἀπ’ τὸ παιδὶ σκέπασε τὸ μὲ τὰ ὑφάσματα καὶ πές του: Ὁ ἁμαρτωλὸς Συμεών σοῦ παραγγέλλει: Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω!
Ὁ ἐπίσκοπος ἔφυγε κι ἔκανε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος. Μόλις σκέπασε τὸ παιδὶ μὲ τὰ ὑφάσματα, αὐτὸ πετάχτηκε ὄρθιο καὶ θεραπευμένο.
Ὁ Πέρσης ἄρχοντας καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημά τους, τοὺς κατήχησε καὶ τοὺς βάπτισε.
– Κάποιος πλούσιος ἀπὸ τὸ Σαβᾶ ἔπασχε ἀπὸ πονοκέφαλο συνεχὴ καὶ ὀδυνηρὸ τόσο, ποὺ ἔνιωσε νὰ τοῦ σουβλίζουν κάθε στιγμὴ τὸ μυαλό. Ἀνακουφιζόταν λίγο, μόνο ὅταν χτυποῦσε τὸ κεφάλι του πάνω στὰ δοκάρια τῶν τοίχων τοῦ σπιτιοῦ του!
Μόλις ἔμαθε γιὰ τὸν θαυματουργὸ στυλίτη, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι καὶ ξεκίνησε, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν θηρίων καὶ τῶν λῃστῶν, ποὺ παραμόνευαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἔρημο. Σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ταξίδευε ὁ ἄρρωστος. Καὶ ὅσο πλησίαζε, πρᾶγμα παράδοξο, οἱ πόνοι του λιγόστευαν. Ἀντίθετα, ὅσο κι ἂν ἔτρωγε, οἱ προμήθειές του ἔμεναν ἀπείραχτες!
Ἔφτασε ἐπιτέλους στὸν στῦλο τοῦ Ὁσίου. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὸ πρόβλημά του, ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν νερὸ ἀπὸ τὴν κοντινὴ πηγή. Προσευχήθηκε, τὸ εὐλόγησε καὶ πρόσταξε τὸν ἄρρωστο νὰ τὸ πιεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἴδιο νερό, τοῦ ράντισε καὶ τὸ κεφάλι. Δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο. Ὁ λίγος πόνος ποὺ εἶχε ἀπομείνει, ἐξαφανίστηκε καὶ αὐτός. Ὁ ἄνθρωπος εὐχαρίστησε τὸν Ὅσιο καὶ δόξασε τὸν Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Λίγο ἀργότερα, φεύγοντας Χριστιανὸς πιά, διαλαλοῦσε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου ὡς τὴν μακρινὴ πατρίδα του.
– Ἕνα παρόμοιο μακρὺ ταξίδι ἔκανε καὶ μία ὁμάδα ἀπὸ τέσσερις λεπροὺς καὶ τρεῖς δαιμονισμένους, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς κι ἔκαναν δεκατρεῖς μῆνες ὥσπου νὰ φτάσουν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἐκεῖνοι, παρὰ τὴ μεγάλη ἀπόσταση, οὔτε μία φορὰ δὲν ἔχασαν τὸ δρόμο, μὰ οὔτε καὶ οἱ τροφὲς ἢ τὸ νερὸ τοὺς ἔλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο, διηγήθηκαν στὸν Ὅσιο τὰ παθήματά τους καὶ ζήτησαν τὴ βοήθειά του.
-Ὁ Θεός, ἀποκρίθηκε Ἐκεῖνος, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο νὰ ἔρθετε ὡς ἐδῶ, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὴν ὑγεία σας.
Ζήτησε νερό, τὸ εὐλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε νὰ πιοῦν καὶ νὰ ραντιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγιναν καὶ οἱ ἑπτὰ καλά! Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀρνήθηκαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, βαπτίστηκαν καὶ ἔφυγαν δοξάζοντας τὸ Θεό. – Κάποτε ᾖρθαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Λιβάνου καὶ ἀνάστατοι εἶπαν στὸν Ὅσιο:
- Στὸν τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι ἀγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα καὶ ἄγνωστα, ποὺ κατασπαράζουν ἀνθρώπους καὶ ζώα. Πολλὲς φορὲς μπαίνουν στὰ σπίτια, ἁρπάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταβροχθίζουν μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια τῶν μανάδων τους. Ὁ φόβος καὶ ὁ θρῆνος ἔχουν ἁπλωθεῖ παντοῦ.
-Μὴν παραξενεύεστε γιὰ τὴ συμφορὰ πού σᾶς βρῆκε, εἶπε ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τὰ ἔργα σας. Οἱ πρόγονοί σας ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μας, καὶ λάτρεψαν τὰ βουβὰ εἴδωλα. Καὶ ἐσεῖς ἐπιμένετε στὴν πλάνη αὐτή. Τὰ θηρία σᾶς ταλαιπωροῦν μὲ παραχώρηση τοῦ Κυρίου, ποὺ θέλει νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ σᾶς φέρει κοντά Του. Ἂν ὅμως δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ μετανοήσετε, ἄδικα ᾔρθατε ὡς ἐδῶ. Νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾶτε!
Ἐκεῖνοι τότε ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν μὲ δάκρυα τὸ στυλίτη:
-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε γιὰ μᾶς στὸ Θεό! θὰ μετανοήσουμε!...
Μαζί τους ἱκέτευαν τὸν Ὅσιο καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ τοὺς σπλαγχνίστηκαν.
-Μόλις ἀπαρνηθεῖτε τὴν πλάνη σας, ἀποκρίθηκε πάνω ἀπ’ τὸν στῦλο του ὁ γέροντας καὶ βαπτιστεῖτε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο νὰ σᾶς δείξει τὴν φιλανθρωπία Του.
Μὲ ἕνα στόμα οἱ εἰδωλολάτρες ὑποσχέθηκαν πώς, ὅταν θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα τους, θὰ κατεδάφιζαν ἀμέσως τὰ Ἱερὰ τῶν εἰδώλων καὶ θὰ ἔριχναν στὴ φωτιὰ τὰ ξόανα.
Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς ἡ μεταστροφὴ τους ἦταν ἀληθινή. Τοὺς ἔδωσε, λοιπόν, ἕνα κουτάκι μὲ εὐλογημένη σκόνη καὶ τοὺς εἶπε:
-Νὰ πᾶτε στὸ καλό! Μόλις φτάσετε στὸν τόπο σας, νὰ περάσετε ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Στὴν ἐμπασιὰ κάθε χωριοῦ, νὰ χώνετε στὴ γῆ τέσσερις πέτρες. Καὶ πάνω σὲ κάθε πέτρα νὰ σχηματίζετε μὲ τούτη τὴ σκόνη τρεῖς σταυρούς. Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, φωνάξτε τους νὰ σᾶς βοηθήσουν καὶ νὰ τελέσουν νυχτερινὲς λειτουργίες. Τότε ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα Του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ χαθεῖ πιὰ ἀπὸ τὰ θηρία.
Ἐπιστρέφοντας στὴν χώρα τους οἱ εἰδωλολάτρες διαπίστωσαν ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Συμεὼν εἶχε προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς, ὅλα τὰ θηρία εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ ἀποτραβηχτεῖ στὰ δάση. Ὅταν, λοιπόν, ἔκαναν ὅτι τοὺς συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, εἶδαν τὰ θηρία νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὶς πέτρες, οὐρλιάζοντας ἀπαίσια. Πολλὰ ἔπεφταν καὶ ψοφοῦσαν ἐπιτόπου. Ἀλλὰ ἔφευγαν ἀλαφιασμένα καὶ χάνονταν. Σὲ δέκα μέρες δὲν εἶχε ἀπομείνει κανένα.
Πῆραν τρία τομάρια ἀπὸ τὰ ψόφια θηρία καὶ τὰ ἔφεραν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκαν τὸ θαῦμα, βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Μιὰ βδομάδα ἔμειναν ἐκεῖ, ἀκούγοντας τὶς σοφὲς διδαχὲς τοῦ πνευματοφόρου στυλίτη, καὶ μετὰ ἔφυγαν χαρούμενοι γιὰ τὴν πατρίδα τους, δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἀλλὰ σταματᾶμε ἐδῶ τὴ διήγηση, γιατί τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἔχουν τέλος. Ὅπως σημειώνει ὡραιότατα ὁ Σύρος βιογράφος του, «ποιὸ στόμα θ’ ἀποτολμοῦσε νὰ διηγηθεῖ ἢ ποιὸ χέρι θὰ μποροῦσε νὰ γράψει ἢ ποιὸ σοφὸ μυαλὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μέσῳ τοῦ Ἁγίου; Πόσους ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν μὲ τὴ διδαχή του ἀπὸ τὴν ἄγνοια στὴν ἀληθινὴ γνώση; Πόσες χιλιάδες καὶ μυριάδες «ἀλλότριων», χάρη στὸ κήρυγμά του, ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποτάχθηκαν στὸ Χριστό; Ποιὸς μπορεῖ νὰ λογαριάσει τὶς τόσες καὶ τόσες χιλιάδες ἀγρίων, πού, βλέποντας καὶ ἀκούγοντάς τον, μὲ χαρὰ ἐγκολπώθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγιναν ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας; Γιατί ἡ φήμη τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὰ χέρια τοῦ ὁσίου, ταξίδεψε ἀπ’ τὴν μίαν ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη.
- Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος. Τὸ χέρι μου δὲν ἔχει καμιὰ ξεχωριστὴ δύναμη. Μόνο ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεός, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου, γιατί μόνο αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει ἄλλον, ἂν ὁ Κύριος δὲν τὸ θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στὴν παντοδυναμία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυβερνήτη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ εὐεργετηθεῖς.
Τότε ὁ καμπούρης σταμάτησε νὰ φωνάζει, ἀφήνοντας τὸν Ὅσιο νὰ προσευχηθεῖ ἀπερίσπαστος. Καὶ μόλις Ἐκεῖνος τέλειωσε τὴν προσευχή του, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὀρθώθηκε, στάθηκε ἴσια καὶ ἄρχισε νὰ χοροπηδάει χαρούμενος σὰν παιδί. Ἄνοιξε τότε τὶς κασέλες, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του, καὶ πρόσφερε στὸν εὐεργέτη του ἀνεκτίμητα χρυσαφικὰ κι ἀσημικά. Ὁ στυλίτης κοίταξε τὰ δῶρα μὲ περιφρόνηση καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἂν θέλεις νὰ μ’ εὐχαριστήσεις, νὰ δεχτεῖς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Νὰ βαπτιστεῖς, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἄφεση. Καὶ ἀκόμα νὰ ἐλευθερώσεις ὅλους τους δούλους σου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ ἡ δική σου ψυχὴ ἀπὸ τὸ ζυγό του σατανᾶ.
Ὁ γιατρεμένος πρόθυμα ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἀργότερα, γεμάτος χαρὰ καὶ χάρη Θεοῦ, ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη του.
– Ἕνας ἄρχοντας τῶν Περσῶν ἦταν πολὺ δυστυχισμένος, γιατί ὁ μονάκριβος γιός του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Ἔστειλε, λοιπόν, στὸν Ὅσιο τὸν ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν παράκληση νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του. Τοῦ ἔδωσε, μάλιστα, καὶ δυὸ ὑφάσματα ἀπὸ πολύτιμο μετάξι μὲ κεντημένους ἐπάνω χρυσοὺς σταυρούς, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει στὸν στυλίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος διηγήθηκε στὸν Συμεὼν τὸ δρᾶμα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ πατέρα του. Ὁ Ὅσιος σπλαγχνίστηκε καὶ εἶπε στὸν ἐπίσκοπο:
-Πᾶρε αὐτὰ τὰ ὑφάσματα ποὺ ἔφερες, ἔτσι διπλωμένα ὅπως εἶναι, καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ὅταν φτάσεις κοντὰ στὴν πόλη σας, κατέβα ἀπὸ τὸ ζῶο σου, κράτησε τὰ ὑφάσματα στὸ στῆθος σου καὶ προχώρησε ὡς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα πεζὸς καὶ ἀμίλητος. Μπὲς μέσα, στάσου πάνω ἀπ’ τὸ παιδὶ σκέπασε τὸ μὲ τὰ ὑφάσματα καὶ πές του: Ὁ ἁμαρτωλὸς Συμεών σοῦ παραγγέλλει: Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω!
Ὁ ἐπίσκοπος ἔφυγε κι ἔκανε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος. Μόλις σκέπασε τὸ παιδὶ μὲ τὰ ὑφάσματα, αὐτὸ πετάχτηκε ὄρθιο καὶ θεραπευμένο.
Ὁ Πέρσης ἄρχοντας καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημά τους, τοὺς κατήχησε καὶ τοὺς βάπτισε.
– Κάποιος πλούσιος ἀπὸ τὸ Σαβᾶ ἔπασχε ἀπὸ πονοκέφαλο συνεχὴ καὶ ὀδυνηρὸ τόσο, ποὺ ἔνιωσε νὰ τοῦ σουβλίζουν κάθε στιγμὴ τὸ μυαλό. Ἀνακουφιζόταν λίγο, μόνο ὅταν χτυποῦσε τὸ κεφάλι του πάνω στὰ δοκάρια τῶν τοίχων τοῦ σπιτιοῦ του!
Μόλις ἔμαθε γιὰ τὸν θαυματουργὸ στυλίτη, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι καὶ ξεκίνησε, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν θηρίων καὶ τῶν λῃστῶν, ποὺ παραμόνευαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἔρημο. Σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ταξίδευε ὁ ἄρρωστος. Καὶ ὅσο πλησίαζε, πρᾶγμα παράδοξο, οἱ πόνοι του λιγόστευαν. Ἀντίθετα, ὅσο κι ἂν ἔτρωγε, οἱ προμήθειές του ἔμεναν ἀπείραχτες!
Ἔφτασε ἐπιτέλους στὸν στῦλο τοῦ Ὁσίου. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὸ πρόβλημά του, ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν νερὸ ἀπὸ τὴν κοντινὴ πηγή. Προσευχήθηκε, τὸ εὐλόγησε καὶ πρόσταξε τὸν ἄρρωστο νὰ τὸ πιεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἴδιο νερό, τοῦ ράντισε καὶ τὸ κεφάλι. Δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο. Ὁ λίγος πόνος ποὺ εἶχε ἀπομείνει, ἐξαφανίστηκε καὶ αὐτός. Ὁ ἄνθρωπος εὐχαρίστησε τὸν Ὅσιο καὶ δόξασε τὸν Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Λίγο ἀργότερα, φεύγοντας Χριστιανὸς πιά, διαλαλοῦσε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου ὡς τὴν μακρινὴ πατρίδα του.
– Ἕνα παρόμοιο μακρὺ ταξίδι ἔκανε καὶ μία ὁμάδα ἀπὸ τέσσερις λεπροὺς καὶ τρεῖς δαιμονισμένους, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς κι ἔκαναν δεκατρεῖς μῆνες ὥσπου νὰ φτάσουν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἐκεῖνοι, παρὰ τὴ μεγάλη ἀπόσταση, οὔτε μία φορὰ δὲν ἔχασαν τὸ δρόμο, μὰ οὔτε καὶ οἱ τροφὲς ἢ τὸ νερὸ τοὺς ἔλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο, διηγήθηκαν στὸν Ὅσιο τὰ παθήματά τους καὶ ζήτησαν τὴ βοήθειά του.
-Ὁ Θεός, ἀποκρίθηκε Ἐκεῖνος, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο νὰ ἔρθετε ὡς ἐδῶ, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὴν ὑγεία σας.
Ζήτησε νερό, τὸ εὐλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε νὰ πιοῦν καὶ νὰ ραντιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγιναν καὶ οἱ ἑπτὰ καλά! Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀρνήθηκαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, βαπτίστηκαν καὶ ἔφυγαν δοξάζοντας τὸ Θεό. – Κάποτε ᾖρθαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Λιβάνου καὶ ἀνάστατοι εἶπαν στὸν Ὅσιο:
- Στὸν τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι ἀγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα καὶ ἄγνωστα, ποὺ κατασπαράζουν ἀνθρώπους καὶ ζώα. Πολλὲς φορὲς μπαίνουν στὰ σπίτια, ἁρπάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταβροχθίζουν μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια τῶν μανάδων τους. Ὁ φόβος καὶ ὁ θρῆνος ἔχουν ἁπλωθεῖ παντοῦ.
-Μὴν παραξενεύεστε γιὰ τὴ συμφορὰ πού σᾶς βρῆκε, εἶπε ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τὰ ἔργα σας. Οἱ πρόγονοί σας ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μας, καὶ λάτρεψαν τὰ βουβὰ εἴδωλα. Καὶ ἐσεῖς ἐπιμένετε στὴν πλάνη αὐτή. Τὰ θηρία σᾶς ταλαιπωροῦν μὲ παραχώρηση τοῦ Κυρίου, ποὺ θέλει νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ σᾶς φέρει κοντά Του. Ἂν ὅμως δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ μετανοήσετε, ἄδικα ᾔρθατε ὡς ἐδῶ. Νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾶτε!
Ἐκεῖνοι τότε ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν μὲ δάκρυα τὸ στυλίτη:
-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε γιὰ μᾶς στὸ Θεό! θὰ μετανοήσουμε!...
Μαζί τους ἱκέτευαν τὸν Ὅσιο καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ τοὺς σπλαγχνίστηκαν.
-Μόλις ἀπαρνηθεῖτε τὴν πλάνη σας, ἀποκρίθηκε πάνω ἀπ’ τὸν στῦλο του ὁ γέροντας καὶ βαπτιστεῖτε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο νὰ σᾶς δείξει τὴν φιλανθρωπία Του.
Μὲ ἕνα στόμα οἱ εἰδωλολάτρες ὑποσχέθηκαν πώς, ὅταν θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα τους, θὰ κατεδάφιζαν ἀμέσως τὰ Ἱερὰ τῶν εἰδώλων καὶ θὰ ἔριχναν στὴ φωτιὰ τὰ ξόανα.
Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς ἡ μεταστροφὴ τους ἦταν ἀληθινή. Τοὺς ἔδωσε, λοιπόν, ἕνα κουτάκι μὲ εὐλογημένη σκόνη καὶ τοὺς εἶπε:
-Νὰ πᾶτε στὸ καλό! Μόλις φτάσετε στὸν τόπο σας, νὰ περάσετε ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Στὴν ἐμπασιὰ κάθε χωριοῦ, νὰ χώνετε στὴ γῆ τέσσερις πέτρες. Καὶ πάνω σὲ κάθε πέτρα νὰ σχηματίζετε μὲ τούτη τὴ σκόνη τρεῖς σταυρούς. Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, φωνάξτε τους νὰ σᾶς βοηθήσουν καὶ νὰ τελέσουν νυχτερινὲς λειτουργίες. Τότε ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα Του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ χαθεῖ πιὰ ἀπὸ τὰ θηρία.
Ἐπιστρέφοντας στὴν χώρα τους οἱ εἰδωλολάτρες διαπίστωσαν ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Συμεὼν εἶχε προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς, ὅλα τὰ θηρία εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ ἀποτραβηχτεῖ στὰ δάση. Ὅταν, λοιπόν, ἔκαναν ὅτι τοὺς συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, εἶδαν τὰ θηρία νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὶς πέτρες, οὐρλιάζοντας ἀπαίσια. Πολλὰ ἔπεφταν καὶ ψοφοῦσαν ἐπιτόπου. Ἀλλὰ ἔφευγαν ἀλαφιασμένα καὶ χάνονταν. Σὲ δέκα μέρες δὲν εἶχε ἀπομείνει κανένα.
Πῆραν τρία τομάρια ἀπὸ τὰ ψόφια θηρία καὶ τὰ ἔφεραν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκαν τὸ θαῦμα, βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Μιὰ βδομάδα ἔμειναν ἐκεῖ, ἀκούγοντας τὶς σοφὲς διδαχὲς τοῦ πνευματοφόρου στυλίτη, καὶ μετὰ ἔφυγαν χαρούμενοι γιὰ τὴν πατρίδα τους, δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἀλλὰ σταματᾶμε ἐδῶ τὴ διήγηση, γιατί τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἔχουν τέλος. Ὅπως σημειώνει ὡραιότατα ὁ Σύρος βιογράφος του, «ποιὸ στόμα θ’ ἀποτολμοῦσε νὰ διηγηθεῖ ἢ ποιὸ χέρι θὰ μποροῦσε νὰ γράψει ἢ ποιὸ σοφὸ μυαλὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μέσῳ τοῦ Ἁγίου; Πόσους ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν μὲ τὴ διδαχή του ἀπὸ τὴν ἄγνοια στὴν ἀληθινὴ γνώση; Πόσες χιλιάδες καὶ μυριάδες «ἀλλότριων», χάρη στὸ κήρυγμά του, ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποτάχθηκαν στὸ Χριστό; Ποιὸς μπορεῖ νὰ λογαριάσει τὶς τόσες καὶ τόσες χιλιάδες ἀγρίων, πού, βλέποντας καὶ ἀκούγοντάς τον, μὲ χαρὰ ἐγκολπώθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγιναν ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας; Γιατί ἡ φήμη τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὰ χέρια τοῦ ὁσίου, ταξίδεψε ἀπ’ τὴν μίαν ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη.
Κι ἔτσι ἐκπληρώθηκε τὸ γραφικό: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν οἱ φθόγγοι αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18:5).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου, ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν, πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στῦλον ἐργασάμενος, δι’ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε· σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Στύλος ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, ἐν στύλῳ βιώσας, ὑπὲρ ἄνθρωπον Συμεών· ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τὰς ὑπὲρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἐξαστράπτεις, εἰς κόσμον ἅπαντα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου, ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν, πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στῦλον ἐργασάμενος, δι’ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε· σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Στύλος ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, ἐν στύλῳ βιώσας, ὑπὲρ ἄνθρωπον Συμεών· ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τὰς ὑπὲρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἐξαστράπτεις, εἰς κόσμον ἅπαντα.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ νέος
Σαυτὸν καθάρας, Μελέτιε τρισμάκαρ,
ὤφθης δοχεῖον Πνεύματος τοῦ Ἁγίου.
Νόμους μελετῶν, Μελέτιος Κυρίου,
Πέφυκε δένδρον, ἀρετῶν καρποφόρων.
Ἑξέπτη Μελέτιος, ἐν εἰσοδίοις Λυκάβαντος.
Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως.
Γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ ἐνάρετοι καὶ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ πιστεύω τους μεγάλωσαν καὶ τὸ παιδὶ τους, τὸν Μελέτιο.
Αὐτός, ὅταν μεγάλωσε ᾖλθε στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν τὴν λεγόμενη τοῦ Συμβόλου, τὴν μετέπειτα ἐπονομασθεῖσα τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔλαμψε διὰ τῆς πνευματικῆς του ἀσκήσεως, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1105.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς πολύφωτος ἥλιος, καὶ ἐν Μυουπόλει ἀσκήσας θεοφόρε Μελέτιε, λαμπρύνεις τὴν Ἑλλάδα τῷ φωτί, τῶν θείων ἀρετῶν σου ἀληθῶς. Διὰ τοῦτο ὡς προστάτην ἡμῶν θερμόν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς μελετήσας ἐν τῷ νόμῳ τῷ τῆς χάριτος
Δένδρον ἐδείχθης τῆς ἀσκήσεως κατάκαρπον
Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον ἡγιασμένον.
Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε δεόμεθα
Πάσης θλίψεως λυτροῦσθαι καὶ κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Μελέτιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄγγελος ὡράθης μετὰ σαρκός, Μελέτιε Πάτερ, δι’ ἀγώνων ἀσκητικῶν· ὅθεν ἡ Μονή σου, ἐν σοὶ ἀγαλλιᾶται, ὑμνοῦσα θεοφόρε, τὴν πολιτείαν σου.
Γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ ἐνάρετοι καὶ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ πιστεύω τους μεγάλωσαν καὶ τὸ παιδὶ τους, τὸν Μελέτιο.
Αὐτός, ὅταν μεγάλωσε ᾖλθε στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν τὴν λεγόμενη τοῦ Συμβόλου, τὴν μετέπειτα ἐπονομασθεῖσα τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔλαμψε διὰ τῆς πνευματικῆς του ἀσκήσεως, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1105.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς πολύφωτος ἥλιος, καὶ ἐν Μυουπόλει ἀσκήσας θεοφόρε Μελέτιε, λαμπρύνεις τὴν Ἑλλάδα τῷ φωτί, τῶν θείων ἀρετῶν σου ἀληθῶς. Διὰ τοῦτο ὡς προστάτην ἡμῶν θερμόν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς μελετήσας ἐν τῷ νόμῳ τῷ τῆς χάριτος
Δένδρον ἐδείχθης τῆς ἀσκήσεως κατάκαρπον
Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον ἡγιασμένον.
Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε δεόμεθα
Πάσης θλίψεως λυτροῦσθαι καὶ κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Μελέτιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄγγελος ὡράθης μετὰ σαρκός, Μελέτιε Πάτερ, δι’ ἀγώνων ἀσκητικῶν· ὅθεν ἡ Μονή σου, ἐν σοὶ ἀγαλλιᾶται, ὑμνοῦσα θεοφόρε, τὴν πολιτείαν σου.
Ἡ Ὁσία Μάρθα
Ἐν γῇ ξενίζει Μάρθα τὸν Χριστὸν πάλαι.
Σὲ δὲ ξενίζει Μάρθα Χριστὸς ἐν πόλῳ.
Ἐν γῇ ξενίζει Μάρθα τὸν Χριστὸν πάλαι.
Σὲ δὲ ξενίζει Μάρθα Χριστὸς ἐν πόλῳ.
Ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Ἡ μνήμη τῆς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ἰουλίου).
(Ἡ μνήμη τῆς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ἰουλίου).
Ἡ Ὁσία Εὐανθία
Eυ μάλα εξήνθησεν η Eυανθία,
Aνθηφορούσα αρετάς ανθοπνόους.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰησοῦς ὁ Δίκαιος
Ὃν τοῦ τρέχειν ἔστησεν ἥλιον πάλαι.
Λιπὼν Ἰησοῦς, Ἥλιον δόξης βλέπει.
Ἦταν Ἑβραῖος, γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἐφραὶμ καὶ διάδοχος τοῦ Μωϋσῆ τοῦ προφήτη. Ὁ Ἰησοῦς, ὀνομαζόταν πρῶτα Αὐσής.
Στάλθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκοπεύσει τὴ γῆ Χαναᾶν καὶ ὅταν ἐπέστρεψε ἀνέλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἀρχηγία τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε μαζὶ μὲ τὴν κιβωτὸ στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ συνέτριψε τοὺς ἀλλόφυλους στὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς (Ἰησ. ι’ 12).
Ὅταν κατέλαβε τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ὁποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 110 χρονῶν.
Στάλθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκοπεύσει τὴ γῆ Χαναᾶν καὶ ὅταν ἐπέστρεψε ἀνέλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἀρχηγία τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε μαζὶ μὲ τὴν κιβωτὸ στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ συνέτριψε τοὺς ἀλλόφυλους στὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς (Ἰησ. ι’ 12).
Ὅταν κατέλαβε τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ὁποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 110 χρονῶν.
Οἱ Ἅγιοι Εὔοδος, Καλλίστη, Ἀγαθοκλεία καὶ Ἐρμογένης οἱ Μάρτυρες
Κάλλιστον ὄντως εὗρε Καλλίστη τέλος,
Σὺν τοῖς καλοῖς τμηθεῖσα διττοῖς συγγόνοις.
Ἦταν ἀδέλφια, καὶ ἡ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας ἦταν ὁ μεγάλος τους πόθος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε, ἀξιώνοντάς τους νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἑλκύστηκαν στὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τότε ἡ ζωή τους, στάθηκε ζηλευτὴ, πίστεως καὶ ἀγαθοεργίας. Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες καὶ ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, γιὰ τὸ ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά.
Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἄνηκαν στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημά τους περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ο Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης ήταν προικισμένος με εξαιρετικό θαυματουργικό χάρισμα και ασκήτευσε στη νότια και κεντρική Κρήτη κατά τα μέσα ή το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ. Η κοίμησή του τοποθετείται γύρω στο 1670 μ.Χ.
Πληροφορίες για τη ζωή του διασώζονται μόνο στην προφορική παράδοση του νησιού και ιδιαίτερα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Εκεί βρίσκεται το λεγόμενο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, από το οποίο περνά ο ποταμός Κουρταλιώτης και εκβάλλει στο Λιβυκό Πέλαγος. Στο μέσον του φαραγγιού, κοντά στον πυθμένα του, βρίσκεται ο μικρός ναΐσκος του οσίου, στον οποίο οι προσκυνητές κατεβαίνουν από σκάλα με μεγάλο αριθμό πέτρινων σκαλοπατιών. Εκεί κοντά, κατά την παράδοση, βρίσκεται και ο τάφος του, που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Το λαϊκό προφορικό συναξάρι του οσίου διασώζει ότι από παιδί εμφάνισε τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του, κυρίως κατά την άσκηση του χαρίσματος της ελεημοσύνης, όταν έδινε σε πτωχούς τα αποθέματα τροφίμων του πατρικού του σπιτιού (αναφέρονται κουκιά και λάδι) κι όμως, παρά τις ανησυχίες του πατέρα του, τα πιθάρια βρίσκονταν πάντα γεμάτα. Γι' αυτό έλαβε ευλογία από τον πατέρα του να ακολουθήσει, αν ήθελε, τον ασκητικό βίο.
Έφυγε στα όρη, δάση και φαράγγια της Κρήτης σε παιδική ή εφηβική ηλικία και, ζώντας ασκητικά, έφθασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Μέρος της ζωής του το έζησε στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στο νομό Ηρακλείου. Λίγο πριν κοιμηθεί επέστρεψε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου βρισκόταν και η γενέτειρά του (πιθανόν το χωριό Ασώματος, του σημερινού δήμου Φοίνικα). Ερχόμενος έφερε μαζί του κάποιον Μεσσαρίτη, που, σύμφωνα με μία εκδοχή του βίου του, τον είχε πληγώσει θανάσιμα, από λάθος, κυνηγώντας με το τόξο του και, σύμφωνα με την επιθυμία του αγίου, τον είχε μεταφέρει εκεί. Κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται ο ναΐσκος, ο Μεσσαρίτης δίψασε και ο άγιος, εκτείνοντας το χέρι, εποίησε «σημεῖον μέγα ἀπὸ Θεοῦ»: πέντε πηγές με άφθονο νερό, που ακολουθούν τη σειρά και την αναλογία των δακτύλων του χεριού, ξεπήδησαν από το τοίχωμα του φαραγγιού, απ' όπου αναβλύζουν μέχρι σήμερα.
Η παράδοση επίσης διασώζει ότι κτίτορας του ναΐσκου είναι κάποιος Οθωμανός, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο οποίος λοιδορούσε τη μνήμη του οσίου, τιμωρήθηκε παιδαγωγικά απ' αυτόν και αποκαταστάθηκε δια θαύματος.
Σήμερα ο ναός αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά προσκυνήματα της περιοχής και υπάγεται στην ενορία Ασωμάτου.
Αν και ο άγιος δεν είναι αναγνωρισμένος με επίσημη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο και η μνήμη του τιμάται με εξαιρετική λαμπρότητα την 1η Σεπτεμβρίου. Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε στην Αθήνα το 1879 μ.Χ.
Βλέπε βιογραφία τοῦ τὴν 1η Φεβρουαρίου, μαζὶ μ’ αὐτὴ τῶν τριῶν ἀδελφῶν του.
Ἀπὸ τότε ἡ ζωή τους, στάθηκε ζηλευτὴ, πίστεως καὶ ἀγαθοεργίας. Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες καὶ ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, γιὰ τὸ ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά.
Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἄνηκαν στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημά τους περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Μνήμη τοῦ μεγάλου ἐμπρησμοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη
Θυμού Θεού πυρ εκκαέν, Mωσής λέγει,
Eμπρησμόν εξέκαυσε τη πόλει μέγαν.
Θυμού Θεού πυρ εκκαέν, Mωσής λέγει,
Eμπρησμόν εξέκαυσε τη πόλει μέγαν.
Ὁ ἐμπρησμὸς αὐτὸς ἔγινε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ μεγάλου τοῦ ἐπονομαζόμενου Μακέλλη. Τότε πυρπολήθηκε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες.
Θαῦμα τῆς Θεοτόκου στὴν Μονὴ τῶν Μιασηνῶν
Αὐθαιρέτως ἄνεισιν ἄγρα τις ξένη,
Λίμνης βυθοῦ πάντιμος εἰκὼν Παρθένου.
Αὐθαιρέτως ἄνεισιν ἄγρα τις ξένη,
Λίμνης βυθοῦ πάντιμος εἰκὼν Παρθένου.
Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῶν Μιασηνῶν, ρίχτηκε στὴ λίμνη Ζαγουροῦ γιὰ νὰ μὴ τὴν σπιλώσουν οἱ Εἰκονομάχοι. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἀνεφάνη ἄσπιλη ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίμνης μὲ θαυματουργικὸ τρόπο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος βαρύς.
Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, λιμὴν καὶ προστασία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπω· ἐκ σοῦ γὰρ ἐσαρκώθη ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ὅθεν καὶ χαρίτων ἠγλάϊσας τῷ φέγγει, τὴν σὴν λαμπρὰν Εἰκόνα Μιασηνῶν τῇ Μάνδρᾳ· ταύτην γὰρ θαυμασίως, ἐξ ὑδάτων βυθοῦ καὶ αὖθις ἡμῖν δεδώρησαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτω σύμπαντα, δημιουργήσας σοφία, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας, ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖον σου θέλημα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνη Ἄχραντε ἐκ τῶν ὑδάτων, ἡ Εἰκὼν ἡ πάντιμος, τῆς παναγίας σου Μορφῆς, καθάπερ κρήνη καλλίροος, τὰ τῶν θαυμάτων προχέουσα νάματα.
Μεγαλυνάριον.
Χάρις προμηθείας σου δαψιλής, πρόεισιν ὠς δρόσος, ἐξ Εἰκόνος σου τῆς σεπτῆς· ὅθεν τῇ σῇ δόξῃ, Μιασηνῶν ἡ Μάνδρα, λαμπρύνεται Παρθένε, καὶ μεγαλύνει σε.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος βαρύς.
Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, λιμὴν καὶ προστασία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπω· ἐκ σοῦ γὰρ ἐσαρκώθη ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ὅθεν καὶ χαρίτων ἠγλάϊσας τῷ φέγγει, τὴν σὴν λαμπρὰν Εἰκόνα Μιασηνῶν τῇ Μάνδρᾳ· ταύτην γὰρ θαυμασίως, ἐξ ὑδάτων βυθοῦ καὶ αὖθις ἡμῖν δεδώρησαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτω σύμπαντα, δημιουργήσας σοφία, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας, ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖον σου θέλημα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνη Ἄχραντε ἐκ τῶν ὑδάτων, ἡ Εἰκὼν ἡ πάντιμος, τῆς παναγίας σου Μορφῆς, καθάπερ κρήνη καλλίροος, τὰ τῶν θαυμάτων προχέουσα νάματα.
Μεγαλυνάριον.
Χάρις προμηθείας σου δαψιλής, πρόεισιν ὠς δρόσος, ἐξ Εἰκόνος σου τῆς σεπτῆς· ὅθεν τῇ σῇ δόξῃ, Μιασηνῶν ἡ Μάνδρα, λαμπρύνεται Παρθένε, καὶ μεγαλύνει σε.
Ὁ Ἅγιος Ἀγγελὴς ὁ Νεομάρτυρας
Άνθρωπος ην μεν, Aγγελής κατ’ ουσίαν,
Tμηθείς δε ώφθη, Άγγελος συν Aγγέλοις.
Άνθρωπος ην μεν, Aγγελής κατ’ ουσίαν,
Tμηθείς δε ώφθη, Άγγελος συν Aγγέλοις.
Χρυσοχόος στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἀγγελής, κάποτε διασκέδαζε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ γνώριμους ἐξωμότες χριστιανούς. Καὶ χάριν ἀστείου, φόρεσε στὸ κεφάλι τοῦ τούρκικο σαρίκι. Οἱ Τοῦρκοι, θεώρησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του σὰν ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ ἀποδοχὴ τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν πίεζαν νὰ ἐξισλαμιστεῖ. Ὁ μάρτυρας ἀπέκρουσε μὲ ἀποστροφὴ τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ δέχτηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ ἕξι παιδιά του.
Εἶπε μάλιστα στὸν Βεζίρη, « Ὅτι θέλεις κᾶμε, δέρνε, κόβε, σφᾶζε, κᾶψέ με στὴν φωτιά, ρῖξέ με στὰ θηρία, πνῖξέ με στὴ θάλασσα, καὶ ὅτι μπορεῖς κᾶμε σὲ αὐτὸ τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, ἐγὼ τὴν πίστη μου δὲν ἀλλάζω, ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι». Ἔτσι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1680 μπροστὰ στὸ παλάτι, κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀντὶ 300 γροσιῶν, ποὺ τὸ ἐνταφίασαν στὸ Μοναστῆρι τῆς νήσου Πρώτης.
Εἶπε μάλιστα στὸν Βεζίρη, « Ὅτι θέλεις κᾶμε, δέρνε, κόβε, σφᾶζε, κᾶψέ με στὴν φωτιά, ρῖξέ με στὰ θηρία, πνῖξέ με στὴ θάλασσα, καὶ ὅτι μπορεῖς κᾶμε σὲ αὐτὸ τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, ἐγὼ τὴν πίστη μου δὲν ἀλλάζω, ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι». Ἔτσι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1680 μπροστὰ στὸ παλάτι, κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀντὶ 300 γροσιῶν, ποὺ τὸ ἐνταφίασαν στὸ Μοναστῆρι τῆς νήσου Πρώτης.
Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης
Ο Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης ήταν προικισμένος με εξαιρετικό θαυματουργικό χάρισμα και ασκήτευσε στη νότια και κεντρική Κρήτη κατά τα μέσα ή το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ. Η κοίμησή του τοποθετείται γύρω στο 1670 μ.Χ.
Πληροφορίες για τη ζωή του διασώζονται μόνο στην προφορική παράδοση του νησιού και ιδιαίτερα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Εκεί βρίσκεται το λεγόμενο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, από το οποίο περνά ο ποταμός Κουρταλιώτης και εκβάλλει στο Λιβυκό Πέλαγος. Στο μέσον του φαραγγιού, κοντά στον πυθμένα του, βρίσκεται ο μικρός ναΐσκος του οσίου, στον οποίο οι προσκυνητές κατεβαίνουν από σκάλα με μεγάλο αριθμό πέτρινων σκαλοπατιών. Εκεί κοντά, κατά την παράδοση, βρίσκεται και ο τάφος του, που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Το λαϊκό προφορικό συναξάρι του οσίου διασώζει ότι από παιδί εμφάνισε τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του, κυρίως κατά την άσκηση του χαρίσματος της ελεημοσύνης, όταν έδινε σε πτωχούς τα αποθέματα τροφίμων του πατρικού του σπιτιού (αναφέρονται κουκιά και λάδι) κι όμως, παρά τις ανησυχίες του πατέρα του, τα πιθάρια βρίσκονταν πάντα γεμάτα. Γι' αυτό έλαβε ευλογία από τον πατέρα του να ακολουθήσει, αν ήθελε, τον ασκητικό βίο.
Έφυγε στα όρη, δάση και φαράγγια της Κρήτης σε παιδική ή εφηβική ηλικία και, ζώντας ασκητικά, έφθασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Μέρος της ζωής του το έζησε στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στο νομό Ηρακλείου. Λίγο πριν κοιμηθεί επέστρεψε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου βρισκόταν και η γενέτειρά του (πιθανόν το χωριό Ασώματος, του σημερινού δήμου Φοίνικα). Ερχόμενος έφερε μαζί του κάποιον Μεσσαρίτη, που, σύμφωνα με μία εκδοχή του βίου του, τον είχε πληγώσει θανάσιμα, από λάθος, κυνηγώντας με το τόξο του και, σύμφωνα με την επιθυμία του αγίου, τον είχε μεταφέρει εκεί. Κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται ο ναΐσκος, ο Μεσσαρίτης δίψασε και ο άγιος, εκτείνοντας το χέρι, εποίησε «σημεῖον μέγα ἀπὸ Θεοῦ»: πέντε πηγές με άφθονο νερό, που ακολουθούν τη σειρά και την αναλογία των δακτύλων του χεριού, ξεπήδησαν από το τοίχωμα του φαραγγιού, απ' όπου αναβλύζουν μέχρι σήμερα.
Η παράδοση επίσης διασώζει ότι κτίτορας του ναΐσκου είναι κάποιος Οθωμανός, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο οποίος λοιδορούσε τη μνήμη του οσίου, τιμωρήθηκε παιδαγωγικά απ' αυτόν και αποκαταστάθηκε δια θαύματος.
Σήμερα ο ναός αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά προσκυνήματα της περιοχής και υπάγεται στην ενορία Ασωμάτου.
Αν και ο άγιος δεν είναι αναγνωρισμένος με επίσημη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο και η μνήμη του τιμάται με εξαιρετική λαμπρότητα την 1η Σεπτεμβρίου. Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε στην Αθήνα το 1879 μ.Χ.
Οσία Χάιδω εκ Στανού Χαλκιδικής
Η Οσία Χάιδω κατήγετο από το χωριό Στανό της Χαλκιδικής και έζησε τον 19ο αιώνα μ.Χ. Μετά την επανάσταση του 1821 μ.Χ., για να αποφύγη τις ανήθικες ενοχλήσεις του Τούρκου διοικητού, αναγκάσθηκε να φύγη από το χωριό με την μητέρα της και να εγκατασταθούν στην Θάσο.
Εκεί εισήλθε σε ένα μετόχι της μονής Παντοκράτορος της Καλλιρράχης, όπου υπηρετούσε στον ναό και ζούσε βίο παρθενικό, αφιερωμένο στον Θεό. Μετά την κοίμηση της μητέρας της αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην προσευχή και στην νηστεία και έφθασε σε πνευματική θεωρία.
Κατά την τοπική παράδοση, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στο μετόχι, άγγελοι άρπαξαν και διέσωσαν την οσία από την μανία των αλλοθρήσκων. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεφε στο μετόχι και διηγήθηκε την ιστορία της στον ιερομόναχο Γεράσιμο.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η οσία βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους. Κατά την κοίμηση της το ιερό της σκήνωμα ευωδίαζε εις ένδειξη της αγιότητος της.
Στη συνείδηση των χριστιανών του Στανού ήταν πάντοτε ζωντανή η μνήμη και η ζωή της Οσίας. Γι’ αυτό και αφιέρωσαν ιερά εικόνα, την οποίαν εναπέθεσαν εντός του ενοριακού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εικόνα ιστορήθηκε από την αδελφότητα των Κυριλλαίων εις την Νέαν Σκήτην Αγίου Όρους το 1960 μ.Χ. Παριστάνεται η Αγία με την τοπικήν ενδυμασίαν της Χαλκιδικής της εποχής εκείνης.
Από το 1988 μ.Χ., ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως η ημέρα μνήμης και εορτασμού της Οσίας. Δε γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της κοιμήσεώς της. Γι’ αυτό ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου κατά την οποία εορτάζει και η παλαιοτέρα Αγία Χάιδω, ανάμεσα στο χορό των 40 μαρτύρων γυναικών των εν Θράκη. Συνηθίζεται, όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία αθλήσεως ή κοιμήσεώς, να τιμούμε τον άγιο στη μνήμη ομώνυμου παλαιότερου αγίου.
Εκκλησία κτίστηκε τα τελευταία χρόνια προς τιμήν της Οσίας, με πρωτοβουλία του εφημέριου Χαλκιά Νικολάου και τη συνδρομή των Στανιωτών.
Εκεί εισήλθε σε ένα μετόχι της μονής Παντοκράτορος της Καλλιρράχης, όπου υπηρετούσε στον ναό και ζούσε βίο παρθενικό, αφιερωμένο στον Θεό. Μετά την κοίμηση της μητέρας της αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην προσευχή και στην νηστεία και έφθασε σε πνευματική θεωρία.
Κατά την τοπική παράδοση, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στο μετόχι, άγγελοι άρπαξαν και διέσωσαν την οσία από την μανία των αλλοθρήσκων. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεφε στο μετόχι και διηγήθηκε την ιστορία της στον ιερομόναχο Γεράσιμο.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η οσία βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους. Κατά την κοίμηση της το ιερό της σκήνωμα ευωδίαζε εις ένδειξη της αγιότητος της.
Στη συνείδηση των χριστιανών του Στανού ήταν πάντοτε ζωντανή η μνήμη και η ζωή της Οσίας. Γι’ αυτό και αφιέρωσαν ιερά εικόνα, την οποίαν εναπέθεσαν εντός του ενοριακού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εικόνα ιστορήθηκε από την αδελφότητα των Κυριλλαίων εις την Νέαν Σκήτην Αγίου Όρους το 1960 μ.Χ. Παριστάνεται η Αγία με την τοπικήν ενδυμασίαν της Χαλκιδικής της εποχής εκείνης.
Από το 1988 μ.Χ., ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως η ημέρα μνήμης και εορτασμού της Οσίας. Δε γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της κοιμήσεώς της. Γι’ αυτό ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου κατά την οποία εορτάζει και η παλαιοτέρα Αγία Χάιδω, ανάμεσα στο χορό των 40 μαρτύρων γυναικών των εν Θράκη. Συνηθίζεται, όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία αθλήσεως ή κοιμήσεώς, να τιμούμε τον άγιο στη μνήμη ομώνυμου παλαιότερου αγίου.
Εκκλησία κτίστηκε τα τελευταία χρόνια προς τιμήν της Οσίας, με πρωτοβουλία του εφημέριου Χαλκιά Νικολάου και τη συνδρομή των Στανιωτών.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης ὁ Λέσβιος
Βλέπε βιογραφία τοῦ τὴν 1η Φεβρουαρίου, μαζὶ μ’ αὐτὴ τῶν τριῶν ἀδελφῶν του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ ἐν Ἀγυιᾷ
Πρόκειται μάλλον για μια μεγάλη μικτή (εκκλησιαστική και εμπορική) εορτή που λάμβανε χώρα στην περιοχή της Αγιάς.
Πρόκειται μάλλον για μια μεγάλη μικτή (εκκλησιαστική και εμπορική) εορτή που λάμβανε χώρα στην περιοχή της Αγιάς.
Σύναξη της Παναγίας της Καταπολιανής στην Τήνο
Το γυναικείο μοναστήρι της Παναγίας της Καταπολιανής, που πλέον δεν λειτουργεί, οικοδομήθηκε αρχικά στα 1708 μ.Χ., από την Εξωμερίτισσα μοναχή Θεοδούλη, κόρη Φραγκίσκου Κουκουλά. Τη συντρόφευσαν σ’ αυτή την προσπάθεια και οι μοναχές Θεοδοσία κόρη του Φραγκίσκου Γιαννακάκη, Μακαρία κόρη του Γιάννη Κολάρου, Μαγδαληνή κόρη του Γιώργη Δαρβή και η Θεονύφη κόρη του Νικόλα Γκίζη. Οι συγκεκριμένες μοναχές κατέθεσαν αίτηση (2 Μαΐου 1708 μ.Χ.) στον Βενετό προβλεπτή Francesco Beregan για να αποκτήσουν την κρατική άδεια ίδρυσης της μονής και την οποία απέκτησαν λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου. Τον Φεβρουάριο 1709 μ.Χ. ο επίσκοπος της Τήνου Πέτρος Μάρτυρας Ιουστινιάνης έδωσε την άδεια για εποικισμό της μονής από άλλες μοναχές, οι οποίες θα έπρεπε να ζουν στη μονή σύμφωνα με τους Κανονισμούς που ακολουθούσε και η Γυναικεία μονή της Βάνης. Ονόμαζε ηγουμένη τη Θεοδούλη, η οποία και θα έπρεπε να διοικεί τη μονή κατά την κρίση της. Οι μοναχές είχαν αποκτήσει την ιδιοκτησία των ακινήτων και είχαν επαρκή μέσα για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους εκεί.
Η μονή, μετά τον θάνατο των παραπάνω μοναχών μάλλον έμεινε έρημη και εγκαταλειμμένη τη βρήκε η μοναχή Μελανθία.
Η Μελανθία που καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Κρήτης, αποφάσισε να αφήσει τον τόπο της και να μονάσει στις Κυκλάδες. Γίνεται μοναχή στην Πάρο, στο Μοναστήρι της Εκατονταπυλιανής, και αργότερα αποφασίζει να συνεχίσει τη μοναστική της ζωή στη Μονή Κεχροβουνίου στην Τήνο. Μέσα της πάντα υπήρχε η θέληση να χτίσει Μονή αφιερωμένη στην Παναγία και έτσι όταν αντικρίζει το ερειπωμένο ξωκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου, κοντά στα Υστέρνια, ξέρει ότι έχει βρει την ιδανική τοποθεσία.
Καταθέτοντας την προσωπική της περιουσία, αλλά και με εράνους που πραγματοποιεί στην Κωνσταντινούπολη, καταφέρνει να χτίσει το μοναστήρι περί το 1783 μ.Χ. Η Μελανθία κατόρθωσε επίσης, να αποκτήσει και την πατριαρχική αναγνώριση ως σταυροπηγιακού από το οικουμενικό πατριάρχη Γαβριήλ Δ’ (1780 - 1785 μ.Χ.) και αργότερα από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ (Νοέμβριος 1806 μ.Χ.).
Η μονή λειτούργησε πάντα με λιγοστές μοναχές και η κάθε ηγουμένη κληρονομούσε στην διάδοχό της την ιδιοκτησία της μονής, έστω και αν η Μελανθία είχε κληροδοτήσει τη μονή ως μετόχι στη μονή Σινά, όπως προκύπτει από κατοπινές μαρτυρίες. Τέλος, στα 1925 μ.Χ. οι δυο μοναχές Κασσιανή Ρενιέρη και Θεοφανώ Ρενιέρη δώρισαν τη μονή στον ενοριακό ναό της Αγίας Παρασκευής Υστερνίων Τήνου.
Το όνομα της μονής προέρχεται από την Παναγία την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, όπου η μοναχή Μελανθία ξεκίνησε τη μοναστική της ζωή.
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γεθσημανή εν Ρωσία
Η ιερά εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας, αποτελεί αντίγραφο της εκόνας της Παναγίας του Τσέρνιγκωφ, η οποία αγιογραφήθηκε το έτος 1685 μ.Χ. από τον Γρηγόριο Ντουμπένσυ, που αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Γεννάδιος. Έγινε ονομαστή το έτος 1869 μ.Χ., όταν βρισκόταν στη σκήτη Γεθσημανή της Λαύρας της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Σεργίου στη Μόσχα.
Ένα από τα θαύματα της ιερής εικόνας είναι η θεραπεία ενός παραλυτικού από την περιοχή Τόλγκα, μετά από την ολόθερμη ικεσία του προς την Θεοτόκο.
Ένα από τα θαύματα της ιερής εικόνας είναι η θεραπεία ενός παραλυτικού από την περιοχή Τόλγκα, μετά από την ολόθερμη ικεσία του προς την Θεοτόκο.
Σύναξη της Παναγίας της Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη
ιστορία της Μονής της Παμμακαρίστου ξεκινά τον 11ο αιώνα μ.Χ., όταν ο Μέγας Δομέστικος και Κουροπαλάτης Ιωάννης Κομνηνός, έχτισε επάνω στον πέμπτο λόφο, πολύ κοντά σήμερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δίπλα σχεδόν από την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, ένα αντρικό Μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία.
Το 1296 μ.Χ., ο εξ αγχιστείας ανιψιός του Μιχαήλ του Η' Παλαιολόγου, πρωτοστράτωρ Μιχαήλ Ταρχανιώτης, προσθέτει στο Καθολικό της Μονής ένα βόρειο κλίτος μαζί με Νάρθηκα. Το 1315 μ.Χ. η Μαρία, σύζυγος του Ταρχανιώτη, η οποία έγινε μοναχή με το όνομα Μάρθα, χτίζει ένα παρεκκλήσιο δίπλα στον Ναό, με σκοπό την ταφή του συζύγου της. Η τελευταία προσθήκη που έγινε στον Ναό, ήταν επί Αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Γ' του Παλαιολόγου (1326 - 1341 μ.Χ.), όπου χτίζει ένα ακόμα Νάρθηκα. Εδώ εναποτέθηκαν τα οστά του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Α' του Κομνηνού και αργότερα της κόρης του Άννης.
Η Μονή της Παμμακαρίστου ιδρύθηκε ως αντρική. Το 1400 μ.Χ. μετατρέπεται σε γυναίκεια. Με αυτήν την μορφή την βρίσκει η Άλωση της Πόλεως το 1453 μ.Χ. Στην Μονή της Παμμακαρίστου θα μεταφερθεί η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, μετά τον Ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ οι Μοναχές μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι του Τρούλλου.
Το Καθολικό της Μονής ήταν πλούσιο σε διάκοσμο κυρίως σε ψηφιδωτά. Σήμερα σώζονται ελάχιστα και αυτά είναι στο Παρεκκλήσι, όπως του Παντοκράτορος μαζί με προφήτες ορθίους, η Δέηση, η Βάπτιση, ένα τμήμα της προσκυνήσεως των Μάγων και αρκετοί άγιοι με το όνομα Γρηγόριος.
Ο Ιστορικός της Αλώσεως Μιχαήλ Κριτόβουλος, μας διασώσει στο χρονικό του, την συνάντηση του Πατριάρχου Γενναδίου με τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Β' τον Πορθητή στην Παμμακάριστο. Γράφει πως ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β' το 1455 μ.Χ., έφιππος περνώντας από την Παμμακάριστο, ρώτησε να μάθει τι είναι εδώ. Όταν του είπαν ότι είναι το Πατριαρχείο, ξεπέζεψε και προχώρησε προς την Εκκλησία. Εκεί μαθαίνοντας ο Πατριάρχης για την επίσκεψη του Σουλτάνου, συναντήθηκαν και οι δύο στο παρεκκλήσι «όπου ηρώτησε πολλά δι' ερμηνέως τον Πατριάρχην περί πίστεως πάντα τα των χριστιανών, και έδωκεν αυτώ άδειαν και όρκον και θάρρος λέγειν και διαλέγεσθαι φόβου χωρίς. [Μετά την συνομιλία ο Κριτόβουλος καταλήγει]. Και άλλα μυστήρια της πίστεως είπε και διεσαφήνισεν αυτώ όθεν ου μόνον απεδέξατο ευλαβώς, αλλ' έκτοτε ηγάπα αυτόν τε τον Πατριάρχην πολλά και σεβάσμιον είχε και έπαυσε και της κακίας ήν είχε κατά το Γένος των Γραικών, και ηγάπα έκτοτε ως εν πολλοίς εφάνει. Έχαιρε δε ως είπε προς πολλούς μεθ' ών συνελάλει ότι σπουδαίον και σοφόν Πατριάρχην εποίησαν έτοιμον αποκρίνεσθαι».
(Κριτοβούλου Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως από ατσα' έως του αφοη' έτους Χριστού. Βόννη 1859 μ.Χ.).
Η Μονή της Παμμακαρίστου θα μπορούσε να παραμείνει η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εν τούτοις όμως αυτό δεν έγινε. Ο λόγος ήταν ότι το 1587 μ.Χ. επί Σουλτάνου Μουράτ του Γ' (1595 - 1603 μ.Χ.) η Μονή μετατράπηκε σε Τζαμί, όταν ο Μουράτ ο Γ' γύρισε νικητής ύστερα από ένα πόλεμο στο Αζερμπαϊτζάν. Και όπως διασώζεται «ο Σουλτάνος αποστείλας εν τω δυστυχεί Πατριαρχείω εκείνω, εξέβαλε τους εν αυτώ όντας κληρικούς τε και μοναχούς....». Ο Αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου Νικηφόρος, εγκατέστησε το Πατριαρχείο στο Ναό της Παναγίας της Παραμαυθίας, ενώ Πατριαρχικός Οίκος έγιναν τα «οσπίτια των Βλάχων» των Ηγεμόνων δηλαδή της Μολδαβίας και Βλαχίας. Για την μεταφορά του Πατριαρχείου, ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης γράφει: «Ούτως ούν οι Ρωμαίοι έχασαν και την Παμμακάριστον τελευταίον και έχασαν τοσαύτα εν Κωνσταντινουπόλει ιερά κειμήλεια. Εγλύτωσε ούν ο Νικηφόρος βιβλία, εικόνας, λείψανα και άλλα όσα ήσαν μέσα».
Τα ιερά κειμήλια της Παμμακαρίστου, ακολούθησαν την πορεία της Μεγάλης Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα οι ψηφιδωτές Εικόνες της Παναγίας της Παμμακαρίστου και του Τιμίου Προδρόμου, μαζί με τα Ιερά Λείψανα βρίσκονται και διαφυλάσσονται στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Σχετικά με την εικόνα της Παναγίας της Παμμακαρίστου
Ο περίφημος Βυζαντινός Ναός Παναγίας της Παμμακαρίστου είχε το μεγάλο προνόμιο να κατέχει μία από τις σπουδαιότερες ψηφιδωτές φορητές εικόνες, την πασίγνωστη Παναγία την Παμμακάριστο. Αναφορά της εικόνας γίνεται από τον Στέφανο Gerlach, ο οποίος το 1578 μ.Χ. επισκέφθηκε το Πατριαρχείο, το οποίο στεγαζόταν τότε στον ναό της Παμμακαρίστου και άφησε περιγραφή του στην Τurcograecia του Μαρτίνου Κρουσίου, καθώς επίσης και από τον Μανουὴλ Μαλαξό, ο οποίος στην ιστορική έκδοση «Πατριαρχικὴν ἱστορίαν μέχρι τὸ 1581» γράφει: «...καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει (τοῦ τέμπλου) ἡ εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παμμακαρίστου, ὡραιοτάτη καὶ λαμπρή». Όταν ο ναός της Παμμακαρίστου μετετράπηκε σε τέμενος - το Φετχιγιέ τζαμί - μαζί με τα κειμήλια που μετεφέρθηκαν στις περιπλανήσεις του Πατριαρχείου προς αναζήτηση στέγης - «τὰ θησαυρίσματα τοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ Ναοῦ εἰς Ναὸν μεταφερόμενα» κατά Γεδεών - ήταν και η ιστορικὴ εικόνα.
Με την τελική εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι η εικόνα της Παμμακαρίστου τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση του τέμπλου του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού στο νότιο κλίτος. Πολύ αργότερα (το 1798 μ.Χ.) ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' μετέτρεψε το νότιο αυτό κλίτος σε παρεκκλήσιο προς τιμή της Θεοτόκου για χάρη της εικόνας της Παμμακαρίστου, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κοσμεί τον Πατριαρχικό Ναό στο σημείο αυτό.
Επί Πατριαρχείας του λόγιου και φιλόκαλου Φωτίου Β' (1929 - 36 μ.Χ.) και κατά το έτος 1933 μ.Χ., έφθασε στην Πόλη ο μέγας καθηγητής της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Γεώργιος Σωτηρίου, ο οποίος κατόπιν εντολής του Πατριάρχη κατέγραψε «ἑκατὸν τριάκοντα πέντε παλαιὰς φορητὰς εἰκόνας ναῶν καὶ μονῶν Κωνσταντινουπόλεως, περιχώρων καὶ τῶν νήσων, ὧν πολλαὶ ἀξιολογώτατοι διά τε τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν τέχνην των, ἐλάχισται ἀτυχῶς μετεφέρθησαν εἰς τὰ Πατριαρχεῖα...». Η εικόνα της Παμμακαρίστου, μαζί με την ψηφιδωτή εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, στερεώθηκε, καθαρίσθηκε και συμπληρώθηκε ύστερα από τολμηρές και καθοριστικές επεμβάσεις του καλλιτέχνη Κ. Βασματζίδη καθώς ανακοίνωσε στην Ακαδημία Αθηνών ο Γ. Σωτηρίου το 1933 μ.Χ. Η Παναγία ιστορείται κατά τον τύπο της Οδηγήτριας. Φέρει σκούρο ερυθρόμαυρο μαφόριο με χρυσές παρυφές και άστρα στην κεφαλή και τον ώμο. Θυμίζει μεταεικονομαχική περίοδο και μάλιστα Μακεδονική Σχολή. Με την δεξιά της χείρα η Θεοτόκος «δεικνύει» τον υιό της, κρατούσα Αυτόν εξ' ευωνύμων. Ο δε Κύριος φέρει κλειστό ειλητάριο ευλογών Αυτήν με την Δεξιάν Του.
Το 1296 μ.Χ., ο εξ αγχιστείας ανιψιός του Μιχαήλ του Η' Παλαιολόγου, πρωτοστράτωρ Μιχαήλ Ταρχανιώτης, προσθέτει στο Καθολικό της Μονής ένα βόρειο κλίτος μαζί με Νάρθηκα. Το 1315 μ.Χ. η Μαρία, σύζυγος του Ταρχανιώτη, η οποία έγινε μοναχή με το όνομα Μάρθα, χτίζει ένα παρεκκλήσιο δίπλα στον Ναό, με σκοπό την ταφή του συζύγου της. Η τελευταία προσθήκη που έγινε στον Ναό, ήταν επί Αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Γ' του Παλαιολόγου (1326 - 1341 μ.Χ.), όπου χτίζει ένα ακόμα Νάρθηκα. Εδώ εναποτέθηκαν τα οστά του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Α' του Κομνηνού και αργότερα της κόρης του Άννης.
Η Μονή της Παμμακαρίστου ιδρύθηκε ως αντρική. Το 1400 μ.Χ. μετατρέπεται σε γυναίκεια. Με αυτήν την μορφή την βρίσκει η Άλωση της Πόλεως το 1453 μ.Χ. Στην Μονή της Παμμακαρίστου θα μεταφερθεί η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, μετά τον Ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ οι Μοναχές μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι του Τρούλλου.
Το Καθολικό της Μονής ήταν πλούσιο σε διάκοσμο κυρίως σε ψηφιδωτά. Σήμερα σώζονται ελάχιστα και αυτά είναι στο Παρεκκλήσι, όπως του Παντοκράτορος μαζί με προφήτες ορθίους, η Δέηση, η Βάπτιση, ένα τμήμα της προσκυνήσεως των Μάγων και αρκετοί άγιοι με το όνομα Γρηγόριος.
Ο Ιστορικός της Αλώσεως Μιχαήλ Κριτόβουλος, μας διασώσει στο χρονικό του, την συνάντηση του Πατριάρχου Γενναδίου με τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Β' τον Πορθητή στην Παμμακάριστο. Γράφει πως ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β' το 1455 μ.Χ., έφιππος περνώντας από την Παμμακάριστο, ρώτησε να μάθει τι είναι εδώ. Όταν του είπαν ότι είναι το Πατριαρχείο, ξεπέζεψε και προχώρησε προς την Εκκλησία. Εκεί μαθαίνοντας ο Πατριάρχης για την επίσκεψη του Σουλτάνου, συναντήθηκαν και οι δύο στο παρεκκλήσι «όπου ηρώτησε πολλά δι' ερμηνέως τον Πατριάρχην περί πίστεως πάντα τα των χριστιανών, και έδωκεν αυτώ άδειαν και όρκον και θάρρος λέγειν και διαλέγεσθαι φόβου χωρίς. [Μετά την συνομιλία ο Κριτόβουλος καταλήγει]. Και άλλα μυστήρια της πίστεως είπε και διεσαφήνισεν αυτώ όθεν ου μόνον απεδέξατο ευλαβώς, αλλ' έκτοτε ηγάπα αυτόν τε τον Πατριάρχην πολλά και σεβάσμιον είχε και έπαυσε και της κακίας ήν είχε κατά το Γένος των Γραικών, και ηγάπα έκτοτε ως εν πολλοίς εφάνει. Έχαιρε δε ως είπε προς πολλούς μεθ' ών συνελάλει ότι σπουδαίον και σοφόν Πατριάρχην εποίησαν έτοιμον αποκρίνεσθαι».
(Κριτοβούλου Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως από ατσα' έως του αφοη' έτους Χριστού. Βόννη 1859 μ.Χ.).
Η Μονή της Παμμακαρίστου θα μπορούσε να παραμείνει η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εν τούτοις όμως αυτό δεν έγινε. Ο λόγος ήταν ότι το 1587 μ.Χ. επί Σουλτάνου Μουράτ του Γ' (1595 - 1603 μ.Χ.) η Μονή μετατράπηκε σε Τζαμί, όταν ο Μουράτ ο Γ' γύρισε νικητής ύστερα από ένα πόλεμο στο Αζερμπαϊτζάν. Και όπως διασώζεται «ο Σουλτάνος αποστείλας εν τω δυστυχεί Πατριαρχείω εκείνω, εξέβαλε τους εν αυτώ όντας κληρικούς τε και μοναχούς....». Ο Αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου Νικηφόρος, εγκατέστησε το Πατριαρχείο στο Ναό της Παναγίας της Παραμαυθίας, ενώ Πατριαρχικός Οίκος έγιναν τα «οσπίτια των Βλάχων» των Ηγεμόνων δηλαδή της Μολδαβίας και Βλαχίας. Για την μεταφορά του Πατριαρχείου, ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης γράφει: «Ούτως ούν οι Ρωμαίοι έχασαν και την Παμμακάριστον τελευταίον και έχασαν τοσαύτα εν Κωνσταντινουπόλει ιερά κειμήλεια. Εγλύτωσε ούν ο Νικηφόρος βιβλία, εικόνας, λείψανα και άλλα όσα ήσαν μέσα».
Τα ιερά κειμήλια της Παμμακαρίστου, ακολούθησαν την πορεία της Μεγάλης Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα οι ψηφιδωτές Εικόνες της Παναγίας της Παμμακαρίστου και του Τιμίου Προδρόμου, μαζί με τα Ιερά Λείψανα βρίσκονται και διαφυλάσσονται στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Σχετικά με την εικόνα της Παναγίας της Παμμακαρίστου
Ο περίφημος Βυζαντινός Ναός Παναγίας της Παμμακαρίστου είχε το μεγάλο προνόμιο να κατέχει μία από τις σπουδαιότερες ψηφιδωτές φορητές εικόνες, την πασίγνωστη Παναγία την Παμμακάριστο. Αναφορά της εικόνας γίνεται από τον Στέφανο Gerlach, ο οποίος το 1578 μ.Χ. επισκέφθηκε το Πατριαρχείο, το οποίο στεγαζόταν τότε στον ναό της Παμμακαρίστου και άφησε περιγραφή του στην Τurcograecia του Μαρτίνου Κρουσίου, καθώς επίσης και από τον Μανουὴλ Μαλαξό, ο οποίος στην ιστορική έκδοση «Πατριαρχικὴν ἱστορίαν μέχρι τὸ 1581» γράφει: «...καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει (τοῦ τέμπλου) ἡ εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παμμακαρίστου, ὡραιοτάτη καὶ λαμπρή». Όταν ο ναός της Παμμακαρίστου μετετράπηκε σε τέμενος - το Φετχιγιέ τζαμί - μαζί με τα κειμήλια που μετεφέρθηκαν στις περιπλανήσεις του Πατριαρχείου προς αναζήτηση στέγης - «τὰ θησαυρίσματα τοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ Ναοῦ εἰς Ναὸν μεταφερόμενα» κατά Γεδεών - ήταν και η ιστορικὴ εικόνα.
Με την τελική εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι η εικόνα της Παμμακαρίστου τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση του τέμπλου του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού στο νότιο κλίτος. Πολύ αργότερα (το 1798 μ.Χ.) ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' μετέτρεψε το νότιο αυτό κλίτος σε παρεκκλήσιο προς τιμή της Θεοτόκου για χάρη της εικόνας της Παμμακαρίστου, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κοσμεί τον Πατριαρχικό Ναό στο σημείο αυτό.
Επί Πατριαρχείας του λόγιου και φιλόκαλου Φωτίου Β' (1929 - 36 μ.Χ.) και κατά το έτος 1933 μ.Χ., έφθασε στην Πόλη ο μέγας καθηγητής της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Γεώργιος Σωτηρίου, ο οποίος κατόπιν εντολής του Πατριάρχη κατέγραψε «ἑκατὸν τριάκοντα πέντε παλαιὰς φορητὰς εἰκόνας ναῶν καὶ μονῶν Κωνσταντινουπόλεως, περιχώρων καὶ τῶν νήσων, ὧν πολλαὶ ἀξιολογώτατοι διά τε τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν τέχνην των, ἐλάχισται ἀτυχῶς μετεφέρθησαν εἰς τὰ Πατριαρχεῖα...». Η εικόνα της Παμμακαρίστου, μαζί με την ψηφιδωτή εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, στερεώθηκε, καθαρίσθηκε και συμπληρώθηκε ύστερα από τολμηρές και καθοριστικές επεμβάσεις του καλλιτέχνη Κ. Βασματζίδη καθώς ανακοίνωσε στην Ακαδημία Αθηνών ο Γ. Σωτηρίου το 1933 μ.Χ. Η Παναγία ιστορείται κατά τον τύπο της Οδηγήτριας. Φέρει σκούρο ερυθρόμαυρο μαφόριο με χρυσές παρυφές και άστρα στην κεφαλή και τον ώμο. Θυμίζει μεταεικονομαχική περίοδο και μάλιστα Μακεδονική Σχολή. Με την δεξιά της χείρα η Θεοτόκος «δεικνύει» τον υιό της, κρατούσα Αυτόν εξ' ευωνύμων. Ο δε Κύριος φέρει κλειστό ειλητάριο ευλογών Αυτήν με την Δεξιάν Του.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/9/d/1/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»