Εἰς τον Βαβύλαν
Ὁ Χριστὸν αὐτὸν Bαβύλας θύων πάλαι,
Χριστῷ προθύμως θύεται διὰ ξίφους.
Εἰς τοὺς παῖδας
Ὑπὲρ μεγίστου Δεσπότου Θεοῦ Λόγου,
Τρέχουσι θερμῶς πρὸς ξίφος τὰ παιδία.
Παῖδας καὶ Βαβύλαν πέφνε ξίφος ἀμφὶ τετάρτην.
Ο Άγιος Βάβυλας έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Νουμεριανός (284 μ.Χ.) και διαδέχθηκε το Σεβίνο στον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας. Τον καιρό εκείνο, ο Νουμεριανός δολοφόνησε το γιο του βασιλιά των Περσών τον οποίο κρατούσε αιχμάλωτο. Την ενέργεια αυτή ο επίσκοπος Αντιοχείας Βάβυλας την αποδοκίμασε έντονα. Και όταν κάποια στιγμή θέλησε ο Νουμεριανός να παρακολουθήσει τη λειτουργία στον Ιερό Ναό της Αντιοχείας, του απαγόρευσε την είσοδο λέγοντάς του ότι στο ναός δεν έχουν θέση κοινοί εγκληματίες σαν αυτόν. Ο αυτοκράτορας οργισμένος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Την επόμενη μέρα τον αποκεφάλισαν. Τρεις μαθητές του Βαβύλα έτρεξαν να του συμπαρασταθούν. Συνελήφθησαν και αυτοί, και αποκεφαλίστηκαν αφού δεν δέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχίας τῷ φωτὶ ἀπαστράπτων, δικαιοσύνης φυτοκόμος ἐδείχθης, ἀποτεμῶν τὴν ἄκανθαν τῆς πλάνης ἀληθῶς, ὅθεν τῶν αἱμάτων σου, φοινιχθεῖς ταὶς ρανίσι, τῷ Χριστῷ παρέστηκας, ἀνακράζων Βαβύλα, ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδὶα Ἰησοῦ ὅθεν προσδέχου, ἠμᾶς ὡς ηὐδόκησας.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ ἀθλητῶν ἑδραίωμα, ἡ Ἐκκλησία δοξάζει σε ἔνδοξε, λαμπρυνομένη σήμερον, ἀλλ᾽ ὡς ἔχων παῤῥησίαν, ἐν εἰρήνῃ τελεία, τοὺς ἀνυμνούντάς σε, τὸν Χριστὸν φυλαχθῆναι δυσώπησον, ὦ Πολύαθλε.
Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, ουδ᾿ ὀπισθίων μέρει,
Μωσῆ θεωρεῖς, ἀλλ᾿ ὅλον Θεὸν βλέπεις.
Ο
Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το
1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και
καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ
διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα
κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία
πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή
Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που
σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της
πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς
εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη
προς το έθνος του.
Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον
Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί
κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα,
θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει
«είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός
βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής,
ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της
ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να
ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον
νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.
Μια
ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα
πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός,
εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με
την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού
τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή
να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή
δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν
βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και
διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ).
Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει
στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία
παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε
να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές
εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.
Τότε ο Κύριος
διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές.
Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να
τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά
χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο
θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο
πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε
με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε
τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο
Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα
διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της
θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από
τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα
άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.
Αμέσως μετά την θαυμαστή
σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή,
«ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς
θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου
Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15,
1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο
χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με
επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.
Στην έρημο από την Ερυθρά
θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με
έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική
του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά
νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην
προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα
με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο
Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε
τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα
βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι
αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).
Στην
αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν
στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του
όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με
βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής
μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο
του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της
δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο
πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω
στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο
λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις
για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της
λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό
του σύμπαντος.
Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του
Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους
χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν
κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις
συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την
ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν
μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς
αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου
σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος
και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές
καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της
θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς,
λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά
του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από
υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν
μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με
κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου,
για να μιλήσει με τον Θεό.
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην
αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την
πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης
της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο
Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε
εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο
θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο
Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και
καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να
παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην
εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών
και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη
Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις
συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του
δυσκυβέρνητου λαού.
Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους
έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ»
δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους
γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει
νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους
απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ
ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το
νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο
Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον
θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς
αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των
Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά
του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Εκεί, στις στέπες της
Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις
κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις
υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις
τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή,
έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ
γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για
τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών
στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του
δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς
τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους
χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του
προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και
την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ'
αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον
ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ
Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ
ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ
μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἑρμαῖον εὑρηκυῖα τὴν σωτηρίαν.
Ήταν
μια από τις τέσσερις κόρες του αποστόλου Φιλίππου, που είχε και αυτή το
προφητικό χάρισμα (Πράξ. κα’ 8) και αφοσιώθηκε στο αποστολικό έργο.
Όταν
πήγε μαζί με την αδελφή της Ευτυχίδα στην Έφεσο για να συναντήσει τον
Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, βρήκε αντ' αυτού, που είχε αποβιώσει, τον
μαθητή του Πετρώνιο, από τον οποίο διδάχτηκε και στηρίχτηκε περισσότερο
στο ευαγγελικό έργο. Λέγεται μάλιστα, ότι κάποτε από την Έφεσο πέρασε ο
Τραϊανός για να πάει να πολεμήσει τους Πέρσες, και άκουσε πολλά για το
προφητικό χάρισμα της Ερμιόνης. Την κάλεσε λοιπόν για να προφητεύσει γι
αυτόν. Η Ερμιόνη του είπε ότι θα νικήσει τους Πέρσες, αλλά τη βασιλεία
των Ρωμαίων θα καταλάβει ο γαμπρός του Αδριανός, που πράγματι έγινε.
Επειδή η προφητεία επαληθεύτηκε, ο Τραϊανός διέταξε και βασάνισαν σκληρά
την Ερμιόνη. Κατόπιν την παρέδωσε στους δήμιους για να τη θανατώσουν,
αλλά αυτοί πίστεψαν στον Χριστό και την άφησαν ελεύθερη. Έτσι η Ερμιόνη
πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στην Έφεσο.
Κατά το Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Αθανάσιος, μα σε ηλικία επτά ετών, έχασε το φως του, χτυπημένος από την αρρώστια της ευλογιάς. Το ξαναβρήκε όμως, χάρη στην Θεία παρέμβαση αφενός, και στις ανύστακτες προσευχές της πιστής και ενάρετης μητέρας του Ατζουλέτας, καθώς και του ιδίου. Είχαν μάλιστα συμμετάσχει τότε σε σαρανταλείτουργο, το οποίο έγινε με βασικό αίτημα την θεραπεία του μικρού Αθανασίου. Πράγματι, αφού μητέρα και γιος κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων κατά την τεσσαρακοστή Θεία Λειτουργία, το παιδί φώναξε, «βλέπω, ο Ιερεύς φοράει κόκκινο φελόνι»!
Έξυπνος και μνήμων καθώς ήταν, παρακολούθησε τα μαθήματα της στοιχειώδους παιδείας, πιθανότατα κοντά στον πρώτο του δάσκαλο και πνευματικό Άνθιμο, τον ηγούμενο τότε της Ι. Μονής της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων Ληξουρίου. Όταν έγινε 20 ετών, αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, Ιωάννου Κουρούκλη, ο οποίος ήταν εμπειρότατος ναυτικός. Μαζί ταξίδεψαν σε πολλές θάλασσες, αλλά φθάνοντας κάποτε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του Οσίου, χτυπημένος από την πανώλη, εκοιμήθη. Το 1750 μ.Χ., ο πλοίαρχος του καραβιού στο οποίον υπηρετούσε τότε ο Αθανάσιος, εκτιμώντας το υποδειγματικό και εργατικότατο του χαρακτήρος του, του πρότεινε να τον κάνει γαμβρό του. Ο Αθανάσιος δέχθηκε. Άλλες όμως ήταν οι βουλές του Κυρίου. Ξυπνώντας λοιπόν ο νέος το πρωί της ημέρας, κατά την οποία θα επισημοποιούταν ο γάμος του, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει εντελώς το φως του. «Τώρα εκατάλαβα», είπε, «πως είμαι θεότυφλος». Η επωνυμία θεότυφλος, θα τον συνοδεύει πια, σε όλη του τη ζωή!
Αντιλαμβανόμενος λοιπόν πως αυτό ήταν το θέλημα του Κυρίου, αποτάσσεται τα του κόσμου, οπότε τυφλός και άσημος, αναχωρεί για το Άγιον Όρος, όπου κείρεται μοναχός, μετονομαζόμενος Άνθιμος, πιθανότατα στα όρια της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εκεί ασκήθηκε θεαρέστως, αναμίχθηκε ενεργά, όπως αποδεικνύει η μετ’ έπειτα δράση του, και στο κίνημα των Κωλυβάδων, και τελικώς, όταν εκοιμήθη ο σοφότατος γέροντάς του, απεφάσισε να βγεί στον κόσμο, να κηρύξει, και να διασώσει από την αμάθεια και των εξισλαμισμό τους Ορθοδόξους Ρωμιούς, οι οποίοι στέναζαν τότε κάτω από τον απάνθρωπο ζυγό των Τούρκων Μουσουλμάνων.
Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία.
Πρώτος του σταθμός ήταν το νησί της Χίου, όπου κήρυξε τον Ευαγγελικό λόγο, αλλά και ασκήθηκε σκληρά, φθάνοντας σε μεγάλα μέτρα αγώνων. Έτρωγε μόνον λίγο ψωμί την ημέρα, ενώ έπινε νερό μόνον μετά την δύση του ηλίου. Κοιμόταν ελάχιστα, και ασκούσε συνεχώς την αδιάλειπτη ευχήτου Ιησού.
Κατόπιν επισκέφθηκε την Σίφνο, και παρά τις παρακλήσεις των κατοίκων του νησιού οι οποίοι εκτίμησαν τον ενάρετο τυφλό γέροντα, έπειτα από λίγο διάστημα ασκήσεως και κηρύγματος εκεί, αναχώρησε για την Πάρο. Καθώς το πλοίο που τον μετέφερε στο νησί, βρέθηκε στο μέσον περίπου αυτής της θαλάσσιας διαδρομής, έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταποντισθεί από τα κύματα και τον αέρα. Κατόπιν λοιπόν πολλών και επιμόνων εκλύσεων των συνεπιβατών του μα και ενός εκ των Σιφνιών ιερέων που τον συνόδευαν, ο Όσιος Άνθιμος προσευχήθηκε με δάκρυα στην Παναγία, την οποίαν ιδιαιτέρως ευλαβείτο, και η θαλασσοταραχή σταμάτησε! Παρακάλεσε μάλιστα τους παρισταμένους να μην διαδώσουν το θαύμα, μα εκείνοι, μόλις έφθασαν στην Πάρο, το διαφήμισαν παντού. Τόσο αυτό, όσο και η οσιακή ζωή του, διέδωσαν την φήμη του και στα γειτονικά νησιά.
Έτσι ο επίσκοπος Παροναξίας, τον προσκάλεσε να κηρύξει και στην Νάξο, όπου, υπακούοντας, μετέβη. Μεταξύ δε των Ναξίων που τότε άκουσαν τα ζήδορα λόγια του, ήταν και ο νεαρός τότε Νικόλαος Καλιβούρσης, ο μετ’ έπειτα Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (βλέπε 14 Ιουλίου). Ακολούθως μετέβη στην Ίο, και έπειτα από λίγο, βρέθηκε προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, όπου με θερμά δάκρυα στα άφωτα μάτια του, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο και τον Ζωοπάροχο Γολγοθά, ενώ απ’ τα εκεί περιώνυμα Μοναστήρια άντλησε μεγάλη παρηγοριά και δύναμη για την επόμενη εργώδη προσπάθειά του. Έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη του ιεραποστολική περιοδεία.
Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.
Επιστρέφοντας πιθανότατα από τους Αγίους τόπους (1759 μ.Χ.), κατευθύνθηκε στο Καστελόριζο, όπου είχε τον πόθο να ιδρύσει το πρώτο του μοναστήρι. Το νησί όμως, μαστιζόταν τότε από φοβερή λειψυδρία. Ο Όσιος προσευχήθηκε, και οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν, αφήνοντας εξτατικούς όλους τους κατοίκους της Μεγίστης – Καστελορίζου. Οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι δε, εις ένδειξιν ευχαριστίας προς τον Θεό και το εκλεκτό Του σκεύος εκλογής, συνέβαλαν αποφασιστικά στο κτίσιμο του Ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος έγινε στο ψηλότερο βουνό του νησιού. Με κέντρο αυτόν ακριβώς τον ναό, οικοδομήθηκαν ακολούθως, τα κελιά, το ηγουμενείο, οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της μονής, και το ψηλό περιτείχισμα του μοναστηριού. Το 1761 μ.Χ. μάλιστα, με σιγίλιο του οικουμενικού Πατριάρχου Ιωανικίου του τρίτου, η μονή ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή.
Από το Καστελόριζο, και με την ευχή του αρχιεπισκόπου Σίφνου Νικοδήμου, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, κατευθύνθηκε στην Αστυπάλαια, όπου διέμεινε επί εννέα έτη. «Το ασκητικό του πρόσωπο που φανέρωνε την ενάρετη ζωή του, και ακτινοβολούσε την ευσέβεια του ανδρός», μαγνήτισαν τους νησιώτες! Γι’ αυτό οι ευλαβείς Αστυπαλιώτες τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, (ρουφώντας) τα γεμάτα (νέκταρ) λόγια του, όπως σημειώνει ο νέος βιογράφος του Οσίου, Κωνσταντίνος Κανέλλος.
Στο ήσυχο λοιπόν νησί της Δωδεκανήσου, ο Άγιος κατόπιν θείας Αποκαλύψεως, απεφάσισε το κτίσιμο της Ιεράς μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πορταϊτησας. Οι κάτοικοι χάρηκαν με αυτή του την απόφαση, μα του διευκρίνισαν πως δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα οικοδομικά υλικά. Ο Όσιος γέρων δεν αποθαρίνθηκε. Ειδοποίησε έναν ευλαβή χριστιανό, μέλλος της οικογένειας Χουσουλίνη, να παραχωρήσει τα κτήματά του που ήταν κοντά στο χωριό, γιατί εκεί θα βρισκόταν τα απαιτούμενα υλικά. Ο άνθρωπος δέχθηκε ευχαρίστως, αν και ήξερε πως στα κτήματά του δεν είχαν υπάρξει ποτέ τέτοια υλικά. Λαμβάνοντας την άδεια ο Άγιος, υπέδειξε στους εργάτες να σκάψουν σε συγκεκριμένο σημείο, όπου και βρήκαν άφθονα οικοδομικά υλικά, κατάλοιπα παλαιού οικισμού! Κατά την ανασκαφή μάλιστα, μαζί με τις πέτρες, ανασύρθηκε και ένα πιθάρι γεμάτο χρυσσά νομίσματα. Ο Θεοφώτιστος Άνθιμος παρότρυνε τους εργάτες να μην ανακοινώσουν το γεγονός, μήπως και οι άπληστοι Μουσουλμάνοι παρέμβουν, και ματαιώσουν την ανέγερση της Ιεράς Μονής. Προσευχήθηκε στην συνέχεια, και τα χρυσσά νομίσματα μεταβλήθηκαν σε έναν σωρό κάρβουνα, αποκαλύπτοντας εντελώς το πανούργο και θεομάχο σχέδιο του Διαβόλου. Η Μονή της Πορταίτησας θεμελιώθηκε, και το 1760 μ.Χ. άρχισε η συστηματική ανέγερσή της. Στην συνέχεια ο πατήρ Άνθιμος περιήλθε διάφορα μέρη του ορθοδόξου Ελληνισμού, πιθανώς και τους Αγίους τόπους για δεύτερη φορά, για να συλλέξει χρήματα, άμφια καθώς και ιερά σκεύη, ώστε να στολίσει το μοναστήρι του.
Τότε, μετέβη και στην Ιερά Μονή των Υβύρων του Αγίου Όρους, όπου ζήτησε από γνωστό του μοναχό, αγιογράφο, να ιστορίσει ένα αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Πορταϊτησσας. Εκείνος όμως αρνήθηκε, αφού και η όραση του, μα και τα χέρια του είχαν εξασθενήσει, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του. Επειδή όμως ο Όσιος Άνθιμος επέμενε, υπεχώρησε, και αφού και οι δύο προσευχήθηκαν θερμά στην Θεοτόκο, ώστε να συνεργήσει και αυτή στο εγχείρημα, έθεσαν μία κατάλληλη σανίδα κάτω από την θαυματουργό εικόνα της Πορταίτησας, αγρύπνησαν προσευχόμενοι, και το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, όλοι οι μοναχοί μετέβησαν στο παρεκκλήσιο της Πορταιτήσης. Ανασύροντας την σανίδα, είδαν, έκπληκτοι, αποτυπωμένη την μορφή της Θεομήτορος στην Σανίδα! Ένδακρυς ο πατήρ Άνθιμος καταφιλούσε την θαυματοποίητη νέα εικόνα της Παναγίας μας, έστω κιαν δεν την έβλεπε με τους αισθητούς οφθαλμούς του. Η μεταφορά δε της νέας θαυματουργού εικόνος της Παναγίας μας στην μονή της στην Αστυπάλαια, ήταν για το νησί, Πάσχα Κυρίου!
Τα θαυμάσια που επιτέλεσε ο Όσιος Άνθιμος με την συνέργεια της Θείας Δυνάμεως, δεν σταματούν όμως εδώ. Στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, εκεί που και σήμερα ακόμη οι Αστυπαλιώτες αποκαλούν το σημείο δρακοσπιλιά, φώλιαζε τότε ένα τρομερό φίδι, το οποίο φόβιζε τους κατοίκους με την ύπαρξή του, ώστε η γύρω περιοχή να παραμένει ακατοίκητη και ακαληέργητη. Ο Αγιος παρότρυνε τους ντόπιους να καλλιεργήσουν το μέρος, μα εκείνοι δίσταζαν. Τότε ο γέροντας, συνοδεία μερικών πιστών, έφθασε σε ένα ύψωμα, απέναντι από το σπήλαιο του φιδιού. Ζήτησε από τους συνοδούς του να φτιάξουν μια θιμονιά από ξύλα, και να τον αφήσουν για λίγο μόνο του. Ενώ λοιπόν αυτός προσευχόταν, το τεράστιο ερπετό βγήκε από το σπήλαιό του και κατευθύνθηκε προς το σωρό των ξύλων. Κουλουριάστηκε πάνω τους, και εκείνα υπεχώρησαν από το βάρος του! Ο Όσιος υπέδειξε τότε στους νησιώτες να βάλουν φωτιά στα ξύλα, και το ζώο κάηκε εκεί, χωρίς καμία αντίσταση! Έτσι απαλλάχθηκε ο τόπος από την πολυετή εκείνη διαβολική μάστιγα. Ο Άγιος Άνθιμος αποτελεί έκτοτε τον διώκτη και το φόβητρο των φιδιών. Λέγεται δε, πως στο σημείο όπου κάηκε το τέρας εκείνο, δεν φυτρώνουν χόρτα ακόμη και σήμερα!
Ο μισόκαλος διάβολος φθόνησε δυστυχώς τα έργα του Κυρίου δια του πιστού Του δούλου Ανθίμου. «Έπεισε» κάποιους αστυπαλιώτες να συκοφαντήσουν τον Άγιο, για αθέμιτες σχέσεις με μοναχές της Ιεράς Μονής της Πορταίτήσσης του νησιού. Στην δημόσια δίκη που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε η σκευωρία, και οι ντόπιοι θαύμασαν για μία ακόμη φορά την αγιότητα του τυφλού Ιεραποστόλου. Εκείνος όμως κατόπιν προσευχής, απεφάσισε να φύγει από το προσφιλές του νησί, και να κατευθυνθεί προς την γενέτειρα του Κεφαλλονιά, χάριν ησυχίας.
Τρίτη Ιεραποστολική περιοδεία.
Στα τέλη του 1768 μ.Χ. φθάνει στο Ληξούρι, όπου τον υποδέχονται με σεβασμό και ενθουσιασμό. Κατευθύνεται στην Ι. Μ. της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, (όπου σύμφωνα με κάποιους βιογράφους του πιθανόν και να εκάρη ως μοναχός), την οποία και βρίσκουν ερειπωμένη, μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1766 μ.Χ και 1767 μ.Χ. Με την άδεια του οικείου επισκόπου Σωφρονίου, ο Όσιος αναλαμβάνει την εκ βάθρων ανακαίνιση της μονής. Οι 7 μοναχές που συνόδευσαν τον γέροντα από τα Δωδεκάνησα, απαρτίζουν τον πυρήνα της πρώτης αδελφότητος της μονής. Σύντομα όμως ο αριθμός τους θα διπλασιαστεί! Όλοι οι ευσεβείς κάτοικοι της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, την οποία φαίνεται πως ο Άγιος επισκεπτόταν συχνά, συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Ο πατήρ Άνθιμος παραδίδει μάλιστα στην νεοσύστατη μονή, και Μοναχικό κανονισμό, γνωστό και ως Διαθήκη του Αγίου Ανθίμου. Η ζωή του και εδώ παρέμεινε ασκητική. Ολιγοφαγία, χαμευνία, και αγρυπνία στόλιζαν τον βίο του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 1777 μ.Χ., ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αφού κήρυξε σε αρκετά χωριά της Κεφαλλονιάς, επισκέφθηκε και την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής, όπου γνώρισε τον Όσιο Άνθιμο, για τον οποίον είχε ακούσει πάμπολα ως τότε!
Με επίκεντρο την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, επισκέφθηκε τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Σίφνο, ευαγγελιζόμενος τον υπόδουλο ορθόδοξο λαό, και θαυματουργώντας κατά περίπτωση. Στα Σφακιά επί παραδείγματι (1770 μ.Χ.), τρεις μάγοι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ενώ αυτός κήρυττε στα πλήθη. Όταν όμως προσπάθησαν να θέσουν σε ενέργεια το πανούργο σχέδιό τους, διαπίστωσαν έντρομοι πως ενώ ο Όσιος μιλούσε, από το στόμα του έβγαιναν φλόγες! Έτσι παραιτήθηκαν του σχεδίου τους. Εκεί ήταν επίσης που ο γέροντας θεράπευσε μία τυφλή γυναίκα, έφερε με την προσευχή του βροχή σε άνυδρα χρόνια, και άλλοτε, συνόδευσε με σεισμό το θείο κήρυγμά του!
Το 1773 μ.Χ. φρόντισε να ιδρυθεί ένα νέο μοναστήρι, των γενεθλίων του τιμίου Προδρόμου, στα Κύθηρα, όπου έφθασε παρακινημένος από θεία φώτιση. Τα χρήματα μάλιστα για το κτίσιμο του καθολικού της μονής, τα πρόσφερε ένας ευλαβής καπετάνιος, αφού θαυματουργικά σώθηκε από την τρυκιμία, στις βορειοανατολικές ακτές του νησιού.
Το 1775 μ.Χ., Ιουλίου 10, ανακαίνισε και αναδιοργάνωσε την γυναικεία μονή της Παναγίας της Χρυσσοπηγής στην Σίκινο. Ήταν το έκτο και τελευταίο μοναστήρι που ανήγειρε ή ανεκαίνησε ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, χωρίς ποτέ να τα έχει δει με τα σωματικά του μάτια!
Πηγαίνοντας κάποτε στην Μάνη, προσκεκλημένος από τους εκεί κατοίκους, αφού θαυματουργικά μετέστρεψε τον ληστρικό βίο χωρικών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, έλαβε Θεία πληροφορία πως επίκειται η από του κόσμου τούτου αναχώρησης του. Διέταξε τους ναυτικούς να επιστρέψουν στα Λέπεδα, γιατί εκεί επρόκειτο να «αποθάνει». Πράγματι. Λίγο μετά, ασθένησε από ίκτερο, έδωσε την ευχή του στους Κεφαλλήνες που τον επισκέφθηκαν, άφησε τις τελευταίες παρακαταθήκες του στην θλημένη αδελφότητα της μονής, και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1782 μ.Χ., παρέδωσε την Αγία του ψυχή στα Χέρια Του Δεσπότου Χριστού, τον οποίον ευαρέστησε με την Οσιακή του πολιτεία!
Το 1800 μ.Χ. ο εφημέριος της Ι. Μονής Λεπέδων, πατήρ Ιωάννης ο Λεπεδιώτης, πραγματοποίησε την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν Κροκοβαφή και ευωδιάζοντα. Πλήθη θαυμάτων επετελέσθηκαν τότε από τον Όσιο Άνθιμο. Σήμερα, από τα Ιερά του λείψανα, σώζεται μόνον ο δεξιός πήχης του Οσίου, ο οποίος φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Πορταϊτήσσης στην Αστυπάλαια, της οποίας είναι και ο πολιούχος και προστάτης.
Η παρουσία ενός Αγίου στον αμαρτωλό μας κόσμο, είναι ασφαλώς Θείο δώρο και ευλογία. Ο Όσιος Άνθιμος, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου κατά τον Κ. Κανέλλο, απετέλεσε για το σκλαβωμένο γένος μας κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ., βάλσαμο παρηγοριάς, εγερτήριο σάλπισμα εκκλησιαστικής και εθνικής ζωής, φάρος Αγιασμού σε ζοφώδη χρόνια, και διηνεκής πρεσβευτής μας προς Κύριον, άχρι τερμάτων αιώνος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διεκύρηξε την αγιότητά του, στις 30 Ιουλίου του 1974 μ.Χ.
Σημείωσις. Περισσότερα στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανθίμου του Κεφαλλήνος, καθώς και Ιερές ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου, μπορεί κανείς να βρει στο προαναφερθέν βιβλίο του διδασκάλου Κωνσταντίνου Κανέλλου, υπό τον τίτλο, Όσιος Άνθιμος ο εκ Κεφαλληνίας, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου. 1727 – 1782. Εκδόσεις Επτάλοφος.
Πηγή: Ορθόδοξη Πορεία
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Πάλλῃς τὸ βλάστημα, Κεφαλληνίας πυρσόν, τὸν θεῖον δομήτορα τῆς τῶν Λεπέδων Μονῆς, φαιδρῶς εὐφημήσωμεν, Ἄνθιμον τὸν ἀσκήσει τὸν ἐχθρὸν καθελόντα, χάριν δὲ ἰαμάτων ἐκ Κυρίου λαβόντα, πρεσβεύοντα ἐκτενῶς ἠμᾶς διασώζεσθαι.
Εἰς τον Bαβύλαν.
Μαθήσεώς σοι μισθὸς ἐκ τῶν παιδίων,
Βαβύλα θεῖε τῆς τομῆς κοινωνία.
Εἰς τους ογδοήκοντα τέσσαρας Παίδας.
Aίνον προσήξαν τω Θεώ Παίδες πάλαι,
Oι νυν δε Παίδες τας ψυχάς αυτών ξίφει.
Ο Άγιος αυτός Βαβύλας είναι μεταγενέστερος του Αγίου Βαβύλα επισκόπου Αντιοχείας που εορτάζει την ίδια ημέρα (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου).
Αυτός
δίδασκε στη Νικομήδεια την πίστη του Χρίστου στους νέους. Όταν
επισκέφθηκε τη Νικομήδεια ο Μαξιμιανός (286 - 305 μ.Χ.), καταγγέλθηκε
ότι διδάσκει στους νέους τη χριστιανική πίστη. Συνελήφθη λοιπόν μαζί με
ογδόντα τέσσερις νεαρούς μαθητές του και αφού υπέστη σκληρά
βασανιστήρια, γέροντας πλέον, μαζί με τους ογδόντα τέσσερις μαθητές του
αποκεφαλίστηκε.
Τιμὴν σὺν αὐτῷ δουλικὴν δοὺς Κυρίῳ.
Οι Άγιοι Θεότιμος (ή Τιμόθεος) και Θεόδουλος ήταν οι δήμιοι, που πίστεψαν στο Χριστό δια της Αγίας Ερμιόνης (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου). Απεβίωσαν ειρηνικά.
Yπήρχε Xριστός τω Πετρωνίω πέτρα,
Aνωτέρω μένοντι πειρασμών βίας.
Ο Άγιος Πετρώνιος ήταν μάλλον ο μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που συνάντησε η Αγία Ερμιόνη (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου) στην Έφεσο, όταν πήγε μαζί με την αδελφή της Ευτυχίδα, και την εδραίωσε στο ευαγγελικό έργο. Ο άγιος Πετρώνιος απεβίωσε ειρηνικά.
Ὅπερ δι' εὐχῆς εἶχε, σαρκὸς τὴν λύσιν,
Ἰδοὺ δι' εὐχῆς λαμβάνει Χαριτίνη.
Επειδή η μνήμη της φέρεται μαζί με αυτή του Αγίου Πετρωνίου (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου), της Αγίας Ερμιόνης (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου) και της Ευτυχίδας, θυγατέρων του αποστόλου Φιλίππου (βλέπε 11 Οκτωβρίου), ίσως και αυτή να μαρτύρησε κατά την παρουσία του Τραϊανού στην Έφεσο, όταν πήγαινε στον πόλεμο κατά των Περσών. Ίσως όμως να είναι η ίδια με αυτή της 5ης Οκτωβρίου που έχει το ίδιο δίστιχο.
Βέβηλον ὁ Σάρβηλος οὐ σέβων σέβας,
Ἀνδρῶν βεβήλων χερσὶ βάλλεται λίθοις.
Ο Άγιος Σαρβήλος (ή Ζάρβηλος) μαρτύρησε δια λιθοβολισμού.
Εἰς τον Kεντυρίωνα.
Ὁ Κεντυρίων πῦρ πόθου θείου πνέων,
Ψυχὴν προθύμως εἰς τὸ πῦρ ἀποπνέει.
Εἰς τον Θεόδωρον, Aμμιανόν και Iουλιανόν.
Τριττοῖς ἀθληταῖς, ἡ πυρὰ κλῖμαξ ξένη,
Δι' ἧς ἀνῆλθον οὐρανοῦ πρὸς τὸ πλάτος.
Οι Άγιοι Κεντυρίων, Θεόδωρος, Αμμιανός, Ιουλιανός και Ωκεανός κατάγοταν από το χωριό Κανδαύλη και συνελήφθηκαν επί βασιλέως Μαξιμιανού (288 μ.Χ.). Επειδή όλοι ομολόγησαν με θάρρος τη χριστιανική τους πίστη, τους έκαψαν ζωντανούς και έτσι πήραν το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου.
Τμηθέντες ἄμφω Θαθουὴλ καὶ Βεβαία,
Ζωὴν βεβαίαν εὗρον ἀντ᾿ ἐψευσμένης.
Οι
Άγιοι Θαθουήλ και Βεβαία ήταν αδέλφια μεταξύ τους και υπήρξαν στα
χρόνια του βασιλιά Αδριανού (κατ' άλλους του Τραϊανού) το 116 μ.Χ. Ο
Θαθουήλ ήταν Ιερέας της δαιμονικής πλάνης και διδάχτηκε τον χριστιανισμό
από έναν επίσκοπο.
Αιτία λοιπόν αυτής της μεταστροφής του
μαστιγώνεται σκληρά από τον τοπάρχη Αύγαρο και στη συνέχεια του βγάζουν
τα μάτια. Έπειτα τον κρέμασαν από το ένα χέρι, του έγδαραν την κοιλιά
και με φωτιά έκαψαν τις πλευρές του. Τελικά, έλαβαν το στεφάνι του
μαρτυρίου, αφού και τους δύο αποκεφάλισαν.
Ο Σ. Ευστρατιάδης στο
Αγιολόγιό του αναφέρει, ότι οι μάρτυρες αυτοί ήταν από την Έδεσσα της
Συρίας και έγιναν χριστιανοί από τον επίσκοπο Βάρσιππο (ή Βαρσιμαίο).
Στη συνέχεια πήγε στη Βέροια, έγινε μοναχή, φέρνοντας το μοναχισμό στην περιοχή. Ανέπτυξε και ιεραποστολική δράση οδηγώντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Έτσι την κατήγγειλαν στον δούκα της Θεσσαλονίκης Κινδιανό, ο οποίος ήρθε αυτοπροσώπως στη Βέροια για να την ανακρίνει. Βλέποντας τη σταθερότητά της διέταξε να βασανιστεί. Εκτελέστηκαν τα παιδιά της με βασανιστικό τρόπο, αφού ο ένας σύρθηκε πίσω από άλογα, ο δεύτερος ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου και ο τρίτος υποχρεώθηκε να φορέσει πυρωμένη περικεφαλαία. Τέλος απεκεφάλησαν και την αγία μητέρα ανάμεσα στα έτη 276 - 282 μ.Χ. Η κάρα της σώζεται στον προσκυνηματικό Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου και εορτάζεται πανηγυρικά στις 4 Σεπτεμβρίου τόσο στο ναό αυτό, καθώς και στο Καμποχώρι Αλεξανδρείας.
Σχετική έκδοση έχει γίνει από το Σεβ. Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα και κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Ιεράς Μητροπόλεως μαζί με την πανηγυρική ακολουθία της.
Eξακοσίους Xριστέ και τρισχιλίους,
Συν συνάθλοις ήνωσας Aγγέλοις άνω.
Οι Άγιοι Τρείς χιλιάδες εξακοσίοι εικοσιοκτώ (κατ' άλλους Τρείς χιλιάδες εξακοσίοι οκτώ) Μάρτυρες μαρτύρησαν στη Νικομήδεια κατά τον διωγμό του Μαξιμιανού (290 μ.Χ.). Κατά τον διωγμό αυτό, κάηκε ένας χριστιανικός ναός και οι Άγιοι κατέφυγαν στα βουνά για να σωθούν, αλλά συνελήφθησαν και θανατώθηκαν απάνθρωπα.
Απόσπασμα πρακτικού περί της ευρέσεως του τάφου και των λειψάνων του Νεομάρτυρος Αγίου Θεοδώρου του Μυτιληναίου
Την 4ην Σεπτεμβρίου, παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, του Αντιεισαγγελέως Μυτιλήνης, του Διοικητού Χωροφυλακής Λέσβου, του Μηχανικού του Δήμου και του Εφημερίου Βαρειάς, εγένετο μία ιστορική έρευνα εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου εις θέσιν «Μόθωνος», πλησίον του Ξενοδοχείου «Ξενία», η οποία έφερεν εις φως την από του 1784 πληροφορίαν, την οποίαν ο μέγας εκκλησιαστικός συγγραφεύς Νικόδημος ο αγιορείτης και άλλοι ιστορικοί συγγραφείς αναφέρουν, ότι την 30ην Ιανουαρίου 1784 εμαρτύρησεν από τους Τούρκους εις την Μυτιλήνην ο Θεόδωρος ο Μυτιληναίος ή Χατζής (ουχί ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος), ότι το λείψανον ερρίφθη εις την θάλασσαν και ότι περισυλλεγέν από τους Χριστιανούς ετάφη εντός του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου Μόθωνα. Η γενομένη ενώπιον των ως είρηται αρχών έρευνα, εξ αφορμής της ανακαινίσεως του παρεκκλησίου υπό του Ε.Ο.Τ. έφερεν εις φως τα ιερά λείψανά του, ευρεθέντα υπό το δάπεδον δεξιά τω εισερχομένω.
Περί της ευρέσεως του τάφου και των αγίων λειψάνων συνετάχθη το κατωτέρω πρακτικόν:
«...Η Επιτροπή λαβούσα υπ’ όψιν:
1) Την ιστορικήν μαρτυρίαν του διαπρεπούς εκκλησιαστικού συγγραφέως Νικοδήμου του Αγιορείτου ευρισκομένην εις το βιβλίον του: «Το νέον Μαρτυρολόγιον» Βενετία 1799, σ. 248, όπου εξιστορών τον βίον και το μαρτύριον του νεομάρτυρος Θεοδώρου του Μυτιληναίου, ρητώς μνημονεύει «ότι ο Άγιος ετάφη εις τον ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου έξω εις τον «Μόθωνα» κατά το 1784.
2) Ότι την μαρτυρίαν ταύτην παραδέχονται, άνευ ενδοιασμού τινος και άλλοι συγγραφείς, ως οι ανωτέρω μνημονευόμενοι, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, Ευστράτιος Δράκος, Ιάκωβος Κλεομβρότου, Ιωάννης Φουντούλης και Γεώργιος Π. Σωτηρίου.
3) Ότι οι χριστιανοί προφανώς εκ λόγων σκοπιμότητος, ενεταφίασσν το εκ της θαλάσσης εκβρασθέν άγιον λείψανον υπό το δάπεδον, χωρίς να ανεγείρουν
μνημείον ή να αφήσουν ίχνη τάφου, διότι οπωσδήποτε θα επεθύμουν να αποκρύψουν το ιερόν λείψανον από τα βέβηλα όμματα των διωκτών του, επί σκοπώ διαφυλάξεως τούτου.
4) Ότι εντός των ιερών ναών και των παρεκκλησίων, κατά παλαιάν παράδοσιν, τηρουμένην κατά τρόπον αυστηρόν, απέφευγον οι χριστιανοί να ενταφιάζουν τους κοινούς θνητούς των, ει μη μόνον έξω του ναού και εντός του περιπόλου αυτών ή το πολύ εις τον νάρθηκα αυτών.
Αποφαίνεται:
ότι τα ευρεθέντα οστά πρέπει να ανήκουν εις τον εντός του παρεκκλησίου ενταφιασθέντα νεομάρτυρα Θεόδωρον τον Μυτιληναίον, μαρτυρήσαντα υπέρ της τότε διωκόμενης ορθοδόξου χριστιανικής θρησκείας και της τότε δούλης ελληνικής πατρίδος, την 30ην Ιανουαρίου του έτους 1784 δι’ απαγχονισμού, εις την θέσιν της πόλεως Μυτιλήνης «Παρμάκ Καπί».
Εγένετο, ανεγνώσθη και υπεγράφη εν τω παρεκκλησίω του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του λεγομένου «Μόθωνα» τη 4η του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 1967.
Το παρόν εξεδόθη εις εξαπλούν, ίνα, κατά την δήλωσιν του σεβασμ. μητροπολίτου, αποσταλή ανά εν, εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Ιεράν Μητρόπολιν, την Εισαγγελίαν Μυτιλήνης, την Διοίκησιν Χωροφυλακής Λέσβου και το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον του, εις υπάγεται το παρεκκλήσιον, ενοριακού ναού Ζωοδ. Πηγής Βαρειάς.
Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος
Ο Αντιεισαγγελεύς Μυτιλήνης Κων. Σαγιαξής
Ο Διοικητής Χωρ/κής Λέσβου Ηλίας Πετρόπουλος
Ο Δ/ντής Τεχν. Υπ. του Δήμου Ιωάν. Χ''Ιωάννου
Ο εφημέριος του Ι. Ναού Βαρειάς Παύλος Καραγιώργης
Ο επιστάτης των εργασιών Ευάγγελος Αψόκαρδος