Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ [:Ἰω. 11,1-45] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ



ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ [:Ἰω. 11,1-45]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας, καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς (:ἦταν τότε κάποιος ποὺ λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρρωστήσει. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθανία, τὸ χωριὸ τῆς Μαρίας καὶ τῆς Μάρθας τῆς ἀδελφῆς της). Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει (:καὶ ἦταν ἡ Μαρία ἐκείνη ποὺ ἀργότερα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, Τὸν ἄλειψε μὲ τὸ μύρο καὶ σκούπισε τὰ πόδια Του μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ ὁ Λάζαρος ποὺ ἀσθενοῦσε, ἦταν ἀδελφὸς της)» [Ἰω. 11,1-2].

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅταν δοῦν κάποιους, ποὺ εἶναι ἀρεστοὶ στὸν Θεό, νὰ πάσχουν ἀπὸ κάποιο κακὸ (ὅπως γιὰ παράδειγμα νὰ ἔχουν ἀρρωστήσει ἢ νὰ πάσχουν ἀπὸ φτώχεια ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο παρόμοιο) σκανδαλίζονται, μὴ γνωρίζοντας ὅτι γνώρισμα τῶν κατεξοχὴν φίλων τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ πάσχουν ἀπὸ αὐτά· καὶ ὁ Λάζαρος λοιπὸν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀσθενής. Αὐτὸ λοιπὸν ἔλεγαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ στάλθηκαν: «Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ (:Κύριε, νά, ὁ φίλος Σου ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπᾷς εἶναι ἄρρωστος)». Ἀλλὰ ἂς ἐξετάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν περικοπή.

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τίς ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας (:ἦταν τότε κάποιος ποὺ λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρρωστήσει. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθανία)». Δὲν ἀνέφερε ἔτσι ἁπλὰ καὶ τυχαῖα ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ γιὰ κάποια αἰτία, τὴν ὁποία θὰ ἀναφέρει στὴ συνέχεια· τώρα ἂς ἐξετάσουμε τὸ παρὸν χωρίο. Καὶ τίς ἀδελφές του μᾶς τίς ἀναφέρει πρὸς μεγάλη ὠφέλεια, καὶ ἀκόμη, αὐτὸ ποὺ ἐπιπλέον εἶχε ἡ Μαρία, προσθέτοντας καὶ λέγοντας: «Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει (:ἡ Μαρία πάλι ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀργότερα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, Τὸν ἄλειψε μὲ τὸ μύρο καὶ σκούπισε τὰ πόδια Του μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ ὁ Λάζαρος ποὺ ἀρρώστησε ἦταν ἀδελφός της)».

Ἐδῶ μερικοὶ ἀπορῶντας λένε: «Πῶς», λένε, «ἀνεχόταν ὁ Χριστὸς γυναῖκα νὰ ἐνεργεῖ μὲ τέτοιον τρόπο;». Κατὰ πρῶτον λοιπὸν πρέπει νὰ μάθουμε ἐκεῖνο, ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πόρνη ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος [Ματθ. 26,7-13], οὔτε αὐτὴ ποὺ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς [Λουκ. 7,37-48], διότι ἄλλη εἶναι αὐτή· καθόσον ἐκεῖνες μὲν ἦσαν πόρνες καὶ γεμᾶτες ἀπὸ πολλὰ κακά, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν σεμνὴ καὶ σπουδαία· διότι φρόντιζε γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Δείχνει ἐπίσης ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου ἀγαποῦσαν τὸν Κύριο καὶ ὅμως ἐπέτρεψε νὰ πεθάνει ὁ Λάζαρος.

Καὶ γιατί δὲν ἄφησαν τὸν ἀσθενῆ ἀδελφό τους καὶ νὰ μεταβοῦν πρὸς Αὐτὸν γιὰ νὰ Τὸν παρακαλέσουν αὐτοπροσώπως, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ ἑκατόνταρχος [βλ. Ματθ. 8,5-6 : «Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος (:καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὴν Καπερναούμ, ἦλθε κοντά Του ἕνας ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος Τὸν παρακαλοῦσε καὶ Τοῦ ἔλεγε: ''Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος καὶ παράλυτος στὸ σπίτι καὶ βασανίζεται ἀπὸ τρομεροὺς πόνους'')»] καὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνῆκε στὴ βασιλικὴ αὐλὴ τοῦ Ἡρώδη [βλ. Ἰω. 4,47: «οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν (:Αὐτὸς λοιπόν, μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ καὶ πῆγε νὰ τὸν συναντήσει· κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴν Κανὰ στὴν Καπερναοὺμ καὶ νὰ θεραπεύσει τὸ γιό του· διότι ἦταν βαριὰ ἄρρωστος καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνει)»], ἀλλὰ στέλνουν ἄλλους; Εἶχαν πάρα πολὺ θάρρος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ πολλὴ οἰκειότητα. Ἄλλωστε καὶ γυναῖκες ἀδύναμες ἦσαν καὶ κατέχονταν ἀπὸ τὸ πένθος· διότι, τὸ ὅτι δὲν τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἀπὸ περιφρόνηση, τὸ ἀπέδειξαν στὴ συνέχεια.

Τὸ ὅτι λοιπὸν δὲν ἦταν αὐτὴ ἐκείνη ἡ πόρνη [Λουκᾶ 7,37-38: «καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου, καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ (:καὶ ἰδού, στὴν πόλη αὐτὴ ζοῦσε μία γυναῖκα ποὺ ἦταν ἁμαρτωλή. Αὐτὴ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καθισμένος καὶ τρώει στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἔφερε ἕνα ἀγγεῖο ἀπὸ ἀλάβαστρο γεμᾶτο ἀπὸ μύρο, κι ἀφοῦ στάθηκε κοντὰ στὰ πόδια Του, πίσω ἀπὸ τὸ τραπέζι, ὅπως ἦταν καθισμένος ὁ Κύριος, καθὼς σκεπτόταν τίς ἁμαρτίες της, ξέσπασε σὲ κλάματα. Καὶ ἄρχισε νὰ βρέχει τὰ πόδια Του μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά της. Συγχρόνως μάλιστα φιλοῦσε μὲ εὐλαβικὴ ἀγάπη τὰ πόδια Του καὶ τὰ ἄλειφε μὲ τὸ μύρο)»] εἶναι ὁλοφάνερο.

«Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τὴν πόρνη ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, «γιὰ ποιό λόγο τὴ δέχτηκε ὁ Χριστός;» Γιὰ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν κακία, γιὰ νὰ δείξει τὴ φιλανθρωπία Του, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι δὲν ὑπάρχει νόσημα, ποὺ νὰ νικᾷ τὴν ἀγαθότητά Του. Μὴ λοιπὸν βλέπεις μόνο αὐτό, τὸ ὅτι τὴ δέχτηκε ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο νὰ προσέξεις, δηλαδὴ τὸ πῶς τὴ μετέβαλε. Καὶ γιὰ ποιό λόγο μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὴν τὴν ἱστορία; Καὶ ἐπιπλέον τί θέλει νὰ μᾶς διδάξει μὲ τοὺς λόγους «Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον (:ὁ Ἰησοῦς μάλιστα ἀγαποῦσε τὴ Μάρθα καὶ τὴν ἀδελφή της, καθὼς καὶ τὸν Λάζαρο. Καὶ δὲν ἔφυγε βέβαια ἀμέσως γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ  καὶ νὰ θεραπεύσει τὸν Λάζαρο· αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀδιαφορία, ἀλλὰ διότι ἀπέβλεπε στὴ φανέρωση τῆς δόξας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ)»; Γιὰ νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε ποτέ, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ἐὰν κάποια ἀσθένεια συμβεῖ στοὺς σπουδαίους ἄνδρες καὶ φίλους τοῦ Θεοῦ.

«Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν, λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς, ἀσθενεῖ (:ἔστειλαν λοιπὸν οἱ δύο ἀδελφές του ἀνθρώπους νὰ εἰδοποιήσουν τὸν Ἰησοῦ, καὶ τοῦ εἶπαν: ''Κύριε, νά, ὁ φίλος Σου ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπᾷς εἶναι ἄρρωστος'')». Ἤθελαν νὰ ἀποσπάσουν τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ· διότι ἀκόμη σὰν ἄνθρωπο Τὸν πρόσεχαν καὶ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅσα λέγουν: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει· (: ὅταν λοιπὸν ἡ Μάρθα συνάντησε τὸν Ἰησοῦ, τοῦ εἶπε: ''Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφός μου)» καὶ ἀπό τὸ ὅτι δὲν εἶπαν «Νά, ὁ Λάζαρος ἀσθενεῖ», ἀλλὰ «Νά,  ὁ φίλος Σου ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπᾷς, εἶναι ἀσθενής».

Τί λέει λοιπὸν ὁ Χριστός; «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς (:αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν θὰ καταλήξει σὲ ἀνεπανόρθωτο θάνατο, ἀλλὰ ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ ἐκλάμψει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίστηκε δηλαδὴ γιὰ νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ Τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δείξει τὴν ὑπερφυσική Του δύναμη καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει περίτρανα τὴ θεϊκή Του φύση καὶ ἀποστολή)» [Ἰω. 11,4].

Πρόσεχε πὼς πάλι λέγει ὅτι μία εἶναι ἡ δόξα Αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατέρα· διότι ἀφοῦ εἶπε «τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε: «ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς. Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ μείνει ἐκεῖ δύο ἡμέρες, καταρχὴν ἀποστέλλει αὐτοὺς νὰ ἀναγγείλουν τὴ θανάσιμη ἀσθένεια τοῦ Λαζάρου.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρέπει νὰ θαυμάσουμε τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, πῶς, ἂν καὶ ἄκουσαν ὅτι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον» καὶ ὅμως εἶδαν τὸν ἀδερφό τους ὅτι πέθανε, δὲν σκανδαλίστηκαν ποὺ συνέβῃ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἀλλὰ καὶ πάλι προσῆλθαν πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ δὲν νόμισαν ὅτι διαψεύστηκε. Ἐπίσης, τὸ «ἵνα» ἐδῶ δὲν δηλώνει αἰτιολογία, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα· διότι συνέβῃ μὲν ἡ ἀρρώστια ἀπὸ ἄλλη αἰτία, χρησίμευσε ὅμως αὐτὴ πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ.

«Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας (:ὅταν λοιπὸν ἄκουσε ὅτι ὁ Λάζαρος εἶναι ἄρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ἀκόμη ἡμέρες στὸν τόπο ποὺ βρισκόταν, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι ἤξεραν τὴν ἀγάπη Του γι᾿ Αὐτὸν θὰ περίμεναν νὰ ἀναχωρήσει ἀμέσως)». Γιατί ἔμεινε; Γιὰ νὰ πεθάνει καὶ νὰ ἐνταφιαστεῖ στὸ μεταξὺ ὁ Λάζαρος, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι τὸν ἀνέστησε πρὶν ἀκόμη πεθάνει· ὅτι ἦταν νάρκη, ὅτι ἦταν ἀτονία, ὅτι ἦταν ἐπαναφορὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴν καὶ ὄχι θάνατος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ μένει ὁ Κύριος τόσο χρόνο προτοῦ μεταβεῖ στὴ Βιθυνία, ὥστε καὶ νὰ ἔχει προχωρήσει ἡ σήψη καὶ ἡ φθορὰ στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Λαζάρου καὶ νὰ ποῦν: «ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (:Κύριε, τώρα πιὰ μυρίζει ἄσχημα· διότι εἶναι τέσσερις μέρες νεκρός'')» [Ἰω. 11,39].

«Ἒπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς Μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν (:κι ἔπειτα, ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο ἡμέρες, εἶπε στοὺς μαθητὲς Του: ''Ἄς πᾶμε πάλι στὴν Ἰουδαία'')». Γιατί λοιπόν, τέλος πάντων, ἐνῶ ποτὲ ἄλλοτε δὲν προεῖπε ποῦ θὰ πᾶνε, ἐδῶ τὸ προλέγει; Οἱ μαθητές Του φοβοῦνταν τότε πάρα πολύ· καὶ ἐπειδὴ βρίσκονταν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸ προλέγει γιὰ νὰ μὴν τοὺς ταράξει τὸ ξαφνικό. Τί λένε λοιπὸν οἱ μαθητές; «Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταί· ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σὲ λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; (:οἱ μαθητές Του ὅμως, ποὺ εἶχαν φοβηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀντίδραση ποὺ συνάντησε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα, τοῦ εἶπαν: ''Διδάσκαλε, μόλις πρὶν λίγο ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ Σὲ λιθοβολήσουν, κι ἐσὺ θέλεις νὰ πᾶς πάλι ἐκεῖ;'')» [Ἰω. 11,8]. Φοβοῦνταν βέβαια καὶ  γι᾿ αὐτόν, περισσότερο ὅμως μᾶλλον φοβοῦνταν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους· διότι δὲν ἦσαν ἀκόμη πνευματικὰ καταρτισμένοι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν συγκλονιζόμενος ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τὸν φόβο λέγει: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ (:ἀφοῦ θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὸ μέρος ποὺ οἱ ἐχθροί Του ζητοῦν νὰ Τὸν σκοτώσουν, ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνουμε μαζί του)», διότι ἦταν πνευματικὰ ἀσθενέστερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ περισσότερο δύσπιστος.

Ἀλλὰ πρόσεχε πῶς ὁ Ἰησοῦς ἐνθαρρύνει αὐτοὺς μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει. «Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τίς περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατεῖ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (:δώδεκα ὧρες δὲν ἔχει ἡ ἡμέρα; Ἐὰν κανεὶς περπατάει τὴν ἡμέρα, δὲν σκοντάφτει, ἀλλὰ βαδίζει μὲ ἀσφάλεια, διότι βλέπει τὸν ἥλιο, ποὺ φωτίζει τὸν ὑλικὸ αὐτὸν κόσμο. Ἔτσι κι ἐγὼ ἔχω τὸν χρόνο τῆς ἐπίγειας ἀποστολῆς μου ἐπακριβῶς καθορισμένο ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μποροῦν νὰ μοῦ ἀφαιρέσουν οὔτε δευτερόλεπτο ἀπὸ τὸν χρόνο αὐτό. Δὲν διατρέχω λοιπὸν κανένα κίνδυνο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἀκολουθῶ τὸν δρόμο ποὺ φωτίζεται ἀπ᾿ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου. Ἀλλὰ καὶ σεῖς, ἐφόσον μὲ ἀκολουθεῖτε, δὲν διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο· διότι ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, θὰ φωτίζω τὸν δρόμο σας καὶ θὰ ἀσφαλίζω τὴν πορεία σας. Ἐὰν ὅμως κανεὶς περπατάει τὴ νύχτα, σκοντάφτει, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸν τὸ φῶς γιὰ νὰ τὸν φωτίζει. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ μείνουν στὸ φῶς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ σκοντάψουν καὶ θὰ πέσουν)» [Ἰω. 11,9-10]. Ἢ λοιπὸν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι αὐτὸς ποὺ δὲν νιώθει γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτε τὸ πονηρὸ δὲν θὰ πάθει κανένα κακό, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ πράττει κακὰ ἔργα, θὰ πάθει («καὶ ἑπομένως ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ φοβούμαστε, διότι δὲν κάναμε τίποτε ἄξιο θανάτου»), ἢ ὅτι αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, εἶναι ἀσφαλής. «Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἀσφαλὴς αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πολὺ περισσότερο αὐτὸς ποὺ εἶναι μαζί μου, ἐὰν δὲν φύγει ἀπὸ κοντά μου».

Ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θάρρος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, προσθέτει καὶ τὴν ἀναγκαία αἰτία τῆς ἀφίξεώς Του ἐκεῖ καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μεταβοῦν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ στὴ Βηθανία, λέγει: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν (:ὁ φίλος μου Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ. Ἀλλὰ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω)»· δηλαδὴ  «δὲν πηγαίνω πρὸς αὐτοὺς γιὰ νὰ συνομιλήσω πάλι μὲ αὐτοὺς καὶ νὰ συγκρουστῶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξυπνήσω τὸν φίλο μου».

Λέγουν οἱ μαθητές: «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται (:Κύριε, ἐὰν ἔχει κοιμηθεῖ, ὁ ὀργανισμός του μὲ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ὕπνου θὰ ἀνακτήσει τίς σωματικές του δυνάμεις καὶ συνεπῶς θὰ γίνει καλά. Γιατί λοιπὸν νὰ τὸν ξυπνήσουμε;)» [Ἰω. 11,12]. Αὐτὸ δὲν τὸ εἶπαν ἔτσι τυχαία, ἀλλὰ θέλοντας νὰ ἐμποδίσουν τὴ μετάβασή Του ἐκεῖ. «Λέγεις», λέγουν, «ὅτι κοιμᾷται; Ἑπομένως δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάβαση ἐκεῖ»· ἂν καὶ βέβαια ὁ Κύριος γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε τὴ φράση: «ὁ φίλος μου», γιὰ νὰ δείξει ἀναγκαῖα τὴν παρουσία Του ἐκεῖ.

«Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν, ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει (:ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ εἶχε πεῖ αὐτὸ ἐννοῶντας τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου· ἐνῶ ἐκεῖνοι νόμισαν ὅτι μιλάει γιὰ τὸν συνηθισμένο ὕπνο)» [Ἰω. 11,13]. Ὅταν λοιπὸν φάνηκαν διστακτικότεροι, τότε λέγει σὲ αὐτοὺς «παρρησίᾳ (:καθαρά)»: «Λάζαρος ἀπέθανε (:τότε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καθαρά: ''Ὁ Λάζαρος πέθανε'')» [Ἰω. 11,14]. Τὰ προηγούμενα βέβαια λόγια τὰ ἔλεγε θέλοντας νὰ δείξει τὴν ἔλλειψη καυχήσεως, ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ ἀντιλήφθηκαν, προσθέτει: «καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν (:καὶ χαίρομαι γιά σᾶς, γιὰ νὰ στηριχθεῖτε περισσότερο στὴν πίστη. Χαίρομαι, διότι δὲν ἤμουν ἐκεῖ πρὶν πεθάνει· διότι τότε θὰ τὸν θεράπευα προτοῦ πεθάνει καὶ δὲν θὰ γινόταν τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεώς του, ποὺ θὰ σᾶς στηρίξει στὴν πίστη. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε κοντά του'')» [Ἰω. 11,15].

Τί σημαίνει ἡ φράση «γιὰ ἐσᾶς»; Διότι «τὸ προεῖπαν χωρὶς νὰ εἶμαι παρὼν καὶ ὅτι ὅταν τὸν ἀναστήσω, δὲ θὰ ὑπάρχει καμία ὑποψία». Βλέπεις πὼς ἀκόμη βρίσκονταν σὲ ἀτελῆ πνευματικὴ κατάσταση οἱ μαθητὲς καὶ δὲν γνώριζαν τὴν δύναμή Του ὅπως ἔπρεπε; Αὐτὸ τὸ δημιουργοῦσαν οἱ φόβοι ποὺ τοὺς διακατεῖχαν, ποὺ τάρασσαν τίς ψυχές τους καὶ τίς ἀνησυχοῦσαν. Καὶ ὅταν μὲν εἶπε: «Ἔχει κοιμηθεῖ», προσθέτει: «Πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσω», ὅταν ὅμως εἶπε «Πέθανε» δὲν πρόσθεσε ἀκόμη τὸ «Πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ἀναστήσω»· διότι δὲν ἤθελε μὲ τὰ λόγια νὰ προλέγει αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο μὲ τὰ ἔργα νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ ἀποφεύγουμε πάντοτε τὴν κενοδοξία καὶ τὸ ὅτι δὲν πρέπει ἁπλῶς νὰ δίνουμε ὑποσχέσεις. Καὶ ἂν τὸ ἔκανε αὐτὸ στὴν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου ποὺ ἦλθε καὶ Τὸν παρακάλεσε (διότι εἶπε: «ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν (:θὰ ἔλθω ἐγὼ στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω)» [Ματθ. 8,7], τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει τὴν πίστη ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐὰν ὅμως ἔλεγε: «Ἀπὸ ποῦ νόμισαν οἱ μαθητὲς ὅτι πρόκειται περὶ ὕπνου καὶ δὲν ἀντιλήφθηκαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, ὅτι πρόκειται περὶ θανάτου (ἐννοῶ τὰ λόγια: ''Πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσω'')», καθόσον θὰ ἦταν ἀνοησία, ἐὰν περίμεναν αὐτὸν νὰ βαδίσει δεκαπέντε στάδια γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει, ἐκεῖνο θὰ  μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι νόμιζαν ὅτι πρόκειται γιὰ κάποια αἰνιγματικὴ φράση σὰν κάποια ἀπὸ τοὺς πολλὲς ἐκεῖνες ποὺ τοὺς ἔλεγε.

Βέβαια ὅλοι εἶχαν φοβηθεῖ τὴν ἐπίθεση τῶν Ἰουδαίων, περισσότερο ὅμως ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁ Θωμᾶς, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἔλεγε: «Ἄς πᾶμε γιὰ νὰ πεθάνουμε μαζί Του». Καὶ ὁρισμένοι λένε ὅτι ἐπιθυμοῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ πεθάνει, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό· μᾶλλον δηλαδὴ  ἦταν λόγος φόβου. Ἀλλὰ ὅμως δὲν ἐπιτιμήθηκε· διότι ὁ Κύριος ἀνεχόταν ἀκόμη τὴν πνευματικὴ ἀδυναμία του· ἀργότερα ὅμως εἶχε γίνει ὁ ἰσχυρότερος καὶ ὁ ἀσυναγώνιστος. Τὸ ἄξιο θαυμασμοῦ λοιπὸν εἶναι αὐτό, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἦταν τόσο πνευματικὰ ἀτελὴς πρὸ τοῦ σταυροῦ, τὸν βλέπουμε μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν πίστη του στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου θερμότερο ἀπὸ ὅλους· τόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ· διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τολμοῦσε νὰ ἔλθει μὲ τὸν Χριστὸ στὴ Βιθυνία, ὁ ἴδιος ἀργότερα καὶ χωρὶς νὰ βλέπει πιὰ τὸν Χριστό, διέτρεξε σχεδὸν ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ κινεῖτο μεταξὺ πλήθους ποὺ διψοῦσε γιὰ αἷμα καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσει.

Ἐὰν ὅμως ἀπεῖχε ἡ Βηθανία δεκαπέντε στάδια, πρᾶγμα ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ δύο μίλια [:περίπου 3.070 μέτρα], πῶς ὁ Λάζαρος ἦταν νεκρὸς πρὶν ἀπὸ τέσσερεις μέρες; Ἔμεινε δύο ἡμέρες καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὲς τίς δύο μέρες ἦλθε κάποιος καὶ τοὺς ἔφερε ἀγγελία τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς ποὺ πέθανε καὶ κατὰ συνέπεια ἔφτασε κατὰ τὴν τέταρτη ἡμέρα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ περίμενε νὰ Τὸν καλέσουν καὶ δὲν μετέβῃ χωρὶς τὴν πρόσκληση, γιὰ νὰ μὴ δημιουργηθεῖ ἀπὸ κανέναν ὑποψία γιὰ τὸ γεγονός. Καὶ οὔτε οἱ ἴδιες οἱ ἀγαπητὲς στὸν Κύριο ἀδελφές τοῦ Λαζάρου ἦλθαν γιὰ νὰ Τοῦ ἀνακοινώσουν τὸν θάνατο τοῦ φίλου Του, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἄλλοι.

«Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε (:ἡ Βηθανία μάλιστα ἦταν κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ ἀπόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιῶν σταδίων, δηλαδὴ τεσσάρων χιλιομέτρων)» [Ἰω. 11,18]. Ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι φυσικὸ ἦταν νὰ βρίσκονταν ἐκεῖ πολλοὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀμέσως λοιπὸν πρόσθεσε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι βρίσκονταν πλησίον τους πολλοὶ Ἰουδαῖοι, παρηγορῶντας τίς δύο ἀδελφὲς γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου. Καὶ πῶς παρηγοροῦσαν αὐτὲς ποὺ ἀγαπῶνταν ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχαν ἀποφασίσει ὅτι ἐὰν κάποιος πιστέψει στὸν Χριστό, θὰ τὸν ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴ συναγωγή; Ἢ ἐξαιτίας τῆς συμφορᾶς, ἢ ἐπειδὴ ἐκτιμοῦσαν τὴν εὐγένειά τους, ἢ ἦσαν παρόντες ἄνθρωποι χωρὶς κακία· διότι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πίστεψαν. Αὐτὰ ἐπίσης τὰ λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ βεβαιώσει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε πεθάνει.

Καὶ γιατί τέλος πάντων ἡ Μάρθα δὲν παίρνει τὴν ἀδελφὴ της μαζί της ἐρχόμενη νὰ συναντήσει τὸν Χριστό; Θέλει κατ᾿ ἰδίαν νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τοῦ ἀναγγείλει τὸ γεγονός. Ὅταν ὅμως τῆς ἔδωσε καλὲς ἐλπίδες, τότε πηγαίνει καὶ καλεῖ καὶ τὴ Μαρία καὶ συνάντησε Αὐτόν, ἐνῶ ἀκόμη τὸ πένθος βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά του. Βλέπεις πόσο θερμὴ ἦταν ἡ ἀγάπη της; Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγε: «ἑνὸς δὲ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς (:ἕνα εἶναι χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, ἡ ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγκαία πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴν τὴν τροφὴ διάλεξε ἡ Μαρία, τὴν καλὴ καὶ ὠφέλιμη μερίδα, ποὺ δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθεῖ ποτέ· διότι οἱ ὠφέλειες τῆς πνευματικῆς αὐτῆς τροφῆς δὲν εἶναι προσωρινὲς καὶ φθαρτές, ἀλλὰ πνευματικὲς καὶ αἰώνιες)» [Λουκᾶ 10,42].

Πῶς λοιπὸν τώρα φαίνεται θερμότερη ἡ Μάρθα; Ὄχι θερμότερη, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ Μαρία δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου· καὶ ἐπειδὴ ἦταν ἡ Μάρθα πνευματικὰ ἀσθενέστερη· καθόσον, ἂν καὶ ἄκουσε τόσα πολλὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁμιλεῖ ἀκόμη μὲ ταπεινὰ φρονήματα: «Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος, Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (:τοῦ λέει ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφὴ τοῦ νεκροῦ: ''Κύριε, τώρα πιὰ μυρίζει ἄσχημα· διότι εἶναι τέσσερις μέρες νεκρός'')». Ἐνῶ ἡ Μαρία, ἂν καὶ δὲν ἄκουσε τίποτε, δὲν εἶπε τίποτε τὸ παρόμοιο, ἀλλὰ ἀμέσως πίστεψε καὶ λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (:Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ μοῦ πέθαινε ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφός, ἀλλὰ θὰ τὸν θεράπευες)» [Ἰω. 11,21].

Βλέπετε πόση εἶναι ἡ φιλοσοφία τῶν γυναικῶν, ἂν καὶ ἡ γνώμη τους εἶναι πνευματικὰ ἀτελής; Διότι μόλις εἶδαν τὸν Χριστὸ δὲν ξεσποῦν ἀμέσως σὲ θρήνους οὔτε σὲ κραυγές, οὔτε σὲ ὀλολυγμοὺς (πρᾶγμα ποὺ πάσχουμε ἐμεῖς ὅταν δοῦμε κάποιους γνωστοὺς νὰ μᾶς ἐπισκέπτονται κατὰ τὴν ὥρα τοῦ πένθους), ἀλλὰ ἀμέσως θαυμάζουν τὸν Διδάσκαλο. Πίστεψαν βέβαια καὶ οἱ δύο στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὄχι ὅπως ἔπρεπε· διότι ἀκόμη δὲν γνώριζαν ἀκριβῶς, οὔτε ὅτι ἦταν Θεός, οὔτε ὅτι μὲ δική Του δύναμη καὶ ἐξουσία κάνει αὐτά, πράγματα ποὺ καὶ τὰ δύο τῆς τὰ δίδαξε.

Ἐπίσης τὸ ὅτι δὲν τὸ γνώριζαν γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ καὶ οἱ δύο εἶπαν μόλις ἀντίκρυσαν τὸν Κύριο: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει (:Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφός μου)», καὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρόσθεσαν«ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός (:ξέρω ὅμως ὅτι καὶ τώρα ποὺ ὁ ἀδελφός μου εἶναι πεθαμένος, ὅ,τι κι ἂν ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό, θά Σοῦ τὸ δώσει ὁ Θεός'')», σὰν δηλαδὴ νὰ ὁμιλοῦσαν γιὰ κάποιον ἐνάρετο καὶ διακεκριμένο ἄνθρωπο.

Πρόσεχε ὅμως καὶ τί λέγει ὁ Χριστός: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου (:θὰ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός σου)». Καταρχὴν ἀνατρέπει ἐκεῖνο, τὸ «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν (:ὅ,τι κι ἂν ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσα ἂν ζητήσεις)»· διότι δὲν εἶπε «Ζητῶ», ἀλλὰ τί; «Θὰ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός σου». Τὸ νὰ πεῖ δηλαδὴ «Γυναῖκα, ἀκόμη κάτω βλέπεις; Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλη βοήθεια, ἀλλὰ μόνος μου τὰ κάνω ὅλα» ἦταν πάρα πολὺ βαρὺ καὶ θὰ στενοχωροῦσε τὴ γυναῖκα, τώρα ὅμως μὲ τὸ νὰ πεῖ: «Θὰ ἀναστηθεῖ», μετρίασε κατ᾿ ἀνάγκην τὸν  λόγο, καὶ μὲ τὰ ὅσα λέγει στὴ συνέχεια ὑπαινίχτηκε αὐτὰ ποὺ προανέφερα· διότι ὅταν ἡ Μάρθα εἶπε «Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (:γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ ὅταν γίνει ἡ ἀνάσταση, τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ αἰῶνα. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ ἀκολουθήσει ὁ μελλοντικὸς ἔνδοξος καὶ ἀτελείωτος αἰῶνας)» [Ἰω. 11,24], γιὰ νὰ δείξει σαφέστερα τὴν ἐξουσία Του, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή (:Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Ἐγὼ ἔχω τὴ δύναμη νὰ ἀνασταίνω, διότι εἶμαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς)», φανερώνουν μὲ αὐτό, ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλο βοηθό, ἐφόσον Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Ἐὰν ὅμως ἔχει ἀνάγκη ἄλλου, πῶς θὰ ἦταν ὁ Ἴδιος ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή; Ὅμως δὲν τὸ εἶπε τόσο φανερά, ἀλλὰ τὸ ὑπαινίχτηκε ἁπλῶς. Ὅταν πάλι ἐκείνη εἶπε «Ὅσα θὰ ζητήσεις», Αὐτὸς πάλι λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (: Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσει· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ πνευματικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω στὴν ψυχή του, ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσω καὶ σωματικῶς)» [Ἰω. 11,26], δείχνοντας μὲ αὐτό, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ χορηγὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπὸ Αὐτὸν πρέπει νὰ τὰ ζητεῖ.

«Καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; (:καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐφόσον πιστεύει σὲ μένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμᾶτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ μένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος. Τὸ πιστεύεις αὐτό;)» [Ἰω. 11,26]. Πρόσεχε πῶς τὴν ἐξυψώνει πνευματικά· διότι δὲ ἦταν αὐτὸς μόνο ὁ σκοπός του, νὰ ἀναστήσει τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ ἔπρεπε καὶ αὐτὴν καὶ αὐτοὺς ποὺ παρευρίσκονταν μὲ αὐτὴν νὰ μάθουν τὴν ἀνάσταση. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς διδάσκει πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση μὲ λόγια. Ἐὰν λοιπὸν Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή, δὲν περιορίζεται σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ εὑρισκόμενος παντοῦ, γνωρίζει νὰ θεραπεύει.

Ἐὰν βέβαια Τοῦ ἔλεγαν ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος «μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου (:πὲς αὐτὸ ποὺ θέλεις μόνο μὲ ἕναν ἁπλὸ λόγο, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου)» [Ματθ. 8,8], θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό, ἐπειδὴ ὅμως Τὸν κάλεσαν στὴν οἰκία τους καὶ ζήτησαν νὰ ἔλθει, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἔρχεται, ὥστε νὰ ἀπαλλάξει αὐτὲς ἀπὸ τὴν ταπεινὴ σκέψη  γι᾿ αὐτὸν καὶ ἔρχεται στὸ μέρος ἐκεῖνο. Ὅμως ἂν καὶ ἔρχεται, δείχνει καὶ μὲ αὐτὸ ὅτι μπορεῖ καὶ ἀπὼν ἀκόμη, νὰ θεραπεύσει· γιὰ τὸν λόγο λοιπὸν αὐτὸν καὶ ἀργοπορεῖ· διότι δὲν θὰ φαινόταν ἡ χάρη νὰ ἔχει δοθεῖ ἀμέσως, ἐὰν δὲν προχωροῦσε καὶ ἡ δυσωδία τοῦ νεκροῦ.

Καὶ ἀπὸ ποῦ γνώριζε ἡ γυναῖκα τὴν ἀνάσταση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει; Ἄκουσε πολλὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ λέγει περὶ ἀναστάσεως, ἀλλὰ ὅμως ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε τώρα νὰ τὴ δεῖ. Καὶ πρόσεχε πὼς ἀκόμη σκέπτεται γήινα· διότι ὅταν ἄκουσε ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή», δὲν εἶπε «Ἀνάστησέ τον», ἀλλὰ τί λέγει; «Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος (:Ναί, Κύριε. Ἐγὼ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἔχω πιστέψει ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ περιμέναμε νὰ ἔλθει στὸν κόσμο σύμφωνα μὲ τίς θεϊκὲς ὑποσχέσεις καὶ προφητεῖες. Κι ἐφόσον ἔχω τὴ βεβαιότητα ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πιστεύω καὶ σὲ ὅσα τὴ στιγμὴ αὐτὴ λὲς καὶ διακηρύττεις γιὰ τὸν ἑαυτό Σου'')» [Ἰω. 11,27].

Τί λέει λοιπὸν ὁ Χριστὸς πρὸς αὐτήν; «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (:Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσει· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ πνευματικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω στὴν ψυχή του, ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσω καὶ σωματικῶς)», ἐννοῶντας τὸν προσωρινὸ σωματικὸ θάνατο, «καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα (:καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐφόσον πιστεύει σὲ μένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμᾶτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ μένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος)» [Ἰω. 11,26], φανερώνοντας τὸν πνευματικὸ καὶ ἀληθινὸ θάνατο τὸν ὁποῖο δὲν θὰ γνωρίσουν ποτὲ ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτόν.

«Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση, μὴ θορυβηθεῖς, ἂν καὶ πέθανε ἤδη, ἀλλὰ πίστευε· διότι αὐτὸ δὲν εἶναι θάνατος». Πρῶτα παρηγόρησε αὐτὴ γιὰ τὸ συμβὰν καὶ τῆς ἔδωσε ἐλπίδες καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ ὅτι «Θὰ ἀναστηθεῖ» καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση», καὶ ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνει, δὲ θὰ πάθει τίποτε. Ὥστε δὲν πρέπει νὰ νιώθει φρίκη γιὰ αὐτὸν τὸν θάνατο. Αὐτὸ ἐπίσης ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς, ὅτι «οὔτε αὐτὸς ἔχει πεθάνει, οὔτε ἐσεῖς θὰ πεθάνετε». «Τὸ πιστεύεις αὐτό;». Λέγει ἐκείνη: «Πιστεύω ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει στὸν κόσμο». Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν ἀντιλήφτηκε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ὅτι μὲν σήμαινε κάτι τὸ σπουδαῖο τὸ ἀντιλήφτηκε, δὲν ἀντιλήφτηκε ὅμως τὸ ὅλο νόημα αὐτοῦ· γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἄλλο ρωτήθηκε καὶ ἄλλη ἀπάντηση δίνει. Καταρχὴν λοιπὸν ἐκεῖνο ἦταν τὸ κέρδος της, ἡ κατάπαυση τοῦ πένθους της· διότι τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἐκείνη πρόλαβε καὶ αὐτὴ ἀκολούθησε· διότι ἡ εὐνοϊκή τους διάθεση ἀπέναντι στὸν Διδάσκαλο, δὲν ἐπέτρεπε νὰ σκέπτονται τὸ συμβὰν καὶ νὰ βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα γι᾿ αὐτὸ σὲ μεγάλο βαθμό. Ὥστε μαζὶ μέ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σκέψη τῶν γυναικῶν ἦταν φιλοσοφημένη καὶ ἡ διάνοιά τους καρτερική.

«Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα, εἰποῦσα· ὁ Διδάσκαλος πάρεστι, καὶ φωνεῖ σε (:ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔφυγε καὶ εἰδοποίησε κρυφὰ τὴν ἀδελφή της Μαρία νὰ ἔλθει, λέγοντας: ''Ὁ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καὶ σὲ φωνάζει''). Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ, καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν (:ἐκείνη, ἀμέσως μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε νὰ Τὸν συναντήσει). Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα (:στὸ μεταξὺ ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη μέσα στὸ χωριό, ἀλλὰ ἦταν στὸ μέρος ποὺ τὸν εἶχε ὑποδεχθεῖ ἡ Μάρθα· διότι ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου μόνος Του, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ τίς δύο ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου)» [Ἰω. 11,28-30].

Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ ἡ φιλοσοφία· καὶ λέγοντας «φιλοσοφία» ἐννοῶ τὴ δική μας φιλοσοφία· διότι τὰ διδάγματα τῶν εἰδωλολατρῶν, τὰ φιλοσοφήματά τους εἶναι μόνο λόγια καὶ μῦθοι· καὶ οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ μῦθοι περιέχουν κάποιο δεῖγμα φιλοσοφίας, διότι ὅλα ἐκ μέρους ἐκείνων γίνονται γιὰ δόξα. Μέγα λοιπὸν ἀγαθὸ εἶναι ἡ φιλοσοφία καὶ μᾶς ἀμείβει καὶ στὴν ἐδῶ ζωή· διότι καὶ αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖ τὰ χρήματα, ἤδη καρποῦται τὴν ὠφέλεια στὴν ἐδῶ ζωή, ἀπαλλασσόμενος ἀπὸ τίς περιττὲς καὶ ἀνόητες φροντίδες, καὶ ἐκεῖνος ποὺ καταπατεῖ τὴν κοσμικὴ δόξα λαμβάνει ἤδη τὸν μισθὸ στὴν ἐδῶ ζωή, διότι δὲν εἶναι δοῦλος κανενός, ἀλλὰ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος· καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ λαμβάνει τὴν ἀνταπόδοση στὴν ἐδῶ ζωή, διότι θεωρεῖ τὰ παρόντα πράγματα χωρὶς καμία ἀξία καὶ εὔκολα νικᾷ τὴν ὅλη λύπη.

Νὰ λοιπὸν καὶ αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ἡ Μαρία, μὲ τὴ φιλοσοφικότητα ποὺ ἐπέδειξε, ἔλαβε τὸν μισθὸ στὴν ἐδῶ ζωή· καθόσον ἐνῶ ὅλοι κάθονταν πλησίον της καὶ αὐτὴ πενθοῦσε καὶ θρηνοῦσε, δὲν περίμενε νὰ ἔλθει πρῶτος ὁ Διδάσκαλος πρὸς αὐτήν, οὔτε τὰ προσχήματα τήρησε, οὔτε κατανικήθηκε ἀπό τὸ πένθος· καθόσον μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη ταλαιπωρία, αὐτὲς ποὺ πενθοῦν ἔχουν καὶ αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, θέλουν νὰ τιμῶνται ἀπὸ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ. Ὅμως αὐτὴ τίποτε παρόμοιο δὲν ἔπαθε, ἀλλὰ μόλις ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Διδάσκαλος, σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε ἡ ἴδια ἀμέσως νὰ Τὸν συναντήσει.

«Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην (:στὸ μεταξὺ ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη μέσα στὸ χωριό)»· βάδιζε δηλαδὴ ἀργά, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἔρχεται μὲ σκοπὸ νὰ κάνει τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ἔρχεται ἐπειδὴ κλήθηκε ἀπὸ ἐκείνους. Ἢ λοιπὸν εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ τὴ Μαρία ὅτι «ἐγείρεται ταχὺ (:σηκώνεται ἀμέσως)», θέλοντας νὰ ὑποδηλώσει αὐτό, ἢ θέλει νὰ δείξει ὅτι ἔτσι ἔτρεξε, ὥστε νὰ προφτάσει Αὐτὸν καθὼς ἐρχόταν. Ἔρχεται μάλιστα ὄχι μόνη της, ἀλλὰ ἔχοντας μαζί της καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ βρίσκονταν στὴν οἰκία της. Μὲ πάρα πολλὴ σύνεση γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ κρυφὰ κάλεσε αὐτὴν ἡ ἀδελφή της, ὥστε νὰ μὴν ἀνησυχήσει αὐτοὺς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ· καὶ οὔτε τὴν αἰτία εἶπε, διότι ὁπωσδήποτε πολλοὶ θὰ ἀναχωροῦσαν. Ἐνῶ τώρα τὴν ἀκολουθοῦσαν ὅλοι, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ἀπέρχεται γιὰ νὰ κλάψει· καὶ μὲ αὐτὸ μάλιστα πάλι ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὁ Λάζαρος πέθανε [βλ. Ἰω. 18,31: «Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν, ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες· ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ (:οἱ Ἰουδαῖοι λοιπὸν ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μαρία στὸ σπίτι καὶ τὴν παρηγοροῦσαν, ὅταν τὴν εἶδαν νὰ σηκώνεται βιαστική, νὰ φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ νὰ κατευθύνεται ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, τὴν ἀκολούθησαν λέγοντας ὅτι πηγαίνει στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ κλάψει ἐκεῖ)»].

«Ἡ οὖν Μαρία, ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδὰς αὐτοῦ (:ὅταν λοιπὸν ἡ Μαρία ἦλθε ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καθὼς Τὸν ἀντίκρισε, ἔπεσε στὰ πόδια Του)». Ἦταν θερμότερη αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀδελφή της· οὔτε τὸ πλῆθος ντράπηκε, οὔτε τὴν ὑπόνοια ποὺ εἶχε γι᾿ αὐτόν -διότι ἦσαν πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἔλεγαν βέβαια «οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; (:δὲν εἶχε τὴ δύναμη αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ νὰ κάνει ἐγκαίρως ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴν πεθάνει κι αὐτός;)» [Ἰω. 11,37]-, ἀλλὰ ἀπομάκρυνε ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πρὸ τοῦ διδασκάλου, καὶ γιὰ ἕνα μόνο ἐνδιαφερόταν, γιὰ νὰ ἀποδώσει τιμὴ στὸν Διδασκάλο.

Καὶ τί λέγει; «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (:Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ μοῦ πέθαινε ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφός, ἀλλὰ θὰ τὸν θεράπευες'')». Τί κάνει λοιπὸν ὁ Χριστός; Καταρχὴν δὲν λέγει τίποτε σὲ αὐτήν, οὔτε λέγει αὐτὰ ποὺ εἶπε πρὸς τὴν ἀδελφή της (διότι παρευρισκόταν πολὺ πλῆθος καὶ δὲν ἦταν καιρὸς γιὰ ἐκεῖνα τὰ λόγια), ἀλλὰ μόνο δείχνει μετριοφροσύνη καὶ συγκατάβαση καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, δακρύζει ἤρεμα καὶ ἀναβάλλει πρὸς τὸ παρὸν τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ θαῦμα ἦταν μέγα καὶ τέτοιο, ποὺ λίγες φορὲς ἔκανε, καὶ ἐπρόκειτο πολλοὶ νὰ πιστέψουν σὲ Αὐτὸν μέσῳ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μὴν προβάλλει τὸ πλῆθος τὴν πρόφαση ὅτι ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτὸ χωρὶς τὴν παρουσία ἐκείνων καὶ δὲν ἀποκομίσουν καμία ὠφέλεια ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος, ἀποσπᾷ πολλοὺς μάρτυρες μὲ τὴ συγκατάβασή Του αὐτή, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ θήραμα, καὶ φανερώνει αὐτὸ ποὺ ἦταν γνώρισμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως· δακρύζει δηλαδὴ καὶ νιώθει ταραχή· διότι γνωρίζει ὅτι τὸ πάθος προκαλεῖ συνήθως πένθος.

Ἔπειτα, ἀφοῦ ἐπέδειξε τὴ συγκίνησή Του γιὰ τὸ πάθος (διότι τὸ «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν (:συγκράτησε μὲ δριμύτητα τὸ συναίσθημα τῆς βαθιᾶς λύπης μέσα στὴν ψυχή Του καὶ ἀντέδρασε ἔντονα γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ αὐτό)» αὐτὸ σημαίνει), συγκράτησε τὴν ταραχή Του καὶ ρωτᾷ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; (:ποῦ τὸν ἔχετε ἐνταφιάσει;)», ὥστε νὰ μὴν ρωτήσει μὲ θρήνους. Καὶ γιατί τέλος πάντων ρωτᾷ; Ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ φανεῖ ὅτι τὸ κάνει ἀπὸ μόνος Του, ἀλλὰ νὰ φανεῖ ὅτι ὅλα τὰ πληροφορεῖται ἀπὸ ἐκείνους καὶ τὰ κάνει παρακαλούμενος ἀπὸ ἐκείνους, ὥστε νὰ ἀπαλλάξει τὸ θαῦμα ἀπὸ κάθε ὑποψία.

«Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς (:ὅσοι ἦταν ἐκεῖ Τοῦ εἶπαν: ''Κύριε, ἔλα νὰ δεῖς''. Καὶ καθὼς πήγαινε στὸν τάφο, δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴ θλίψη τῶν δύο ἀδελφῶν)» [Ἰω. 11,35]. Βλέπεις ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμη δείξει κανένα σημεῖο γιὰ τὴν ἀνάσταση, καὶ οὔτε ὅτι πηγαίνει μὲ τέτοιο σκοπό, νὰ ἀναστήσει δηλαδή, ἀλλὰ ὡσὰν γιὰ νὰ κλάψει; Τὸ ὅτι βέβαια φαινόταν ὅτι πήγαινε μὲ τέτοιο σκοπό, σὰν γιὰ νὰ θρηνήσει καὶ ὄχι ὡσὰν γιὰ νὰ ἀναστήσει, τὸ φανερώνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ καὶ ἔλεγαν ὡς γνωστό: «Ἒλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν (:ὅταν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι Τὸν εἶδαν νὰ δακρύζει, ἔλεγαν: ''Δὲς πόσο τὸν ἀγαποῦσε!''). Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; (:Μερικοὶ ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς πῆραν ἀφορμὴ νὰ ἐκδηλώσουν τὴν ἀρνητική τους διάθεση καὶ εἶπαν: ''Δὲν εἶχε τὴ δύναμη αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ νὰ κάνει ἐγκαίρως ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴν πεθάνει κι αὐτός;'')» [Ἰω. 11,36-37].

Οὔτε καὶ κατὰ τίς συμφορὲς ἐγκαταλείπουν τὴν πονηρία τους, μολονότι βέβαια ἦταν πολὺ πιὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ κάνει· διότι ἀπὸ τὸ νὰ σταματήσει τὸν θάνατο καθὼς ἐπέρχεται, πολὺ μεγαλύτερο εἶναι τὸ νὰ νικήσει ἀφοῦ ἔλθει καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνει. Ἀπὸ αὐτὰ δηλαδὴ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ θαυμάζουν τὴ δύναμή Του, ἀπὸ αὐτὰ Τὸν διαβάλλουν. Κατ᾿ ἀρχὴν ὁμολογοῦν ὅτι ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ ἐνῶ πρέπει νὰ Τὸν θαυμάζουν γιὰ ἐκεῖνο, μὲ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο διαβάλλουν, σὰν νὰ μὴ συνέβῃ. Καὶ δὲν ἀποδεικνύονται μόνο ἀπὸ αὐτὸ ὅτι ὅλοι ἦσαν διεφθαρμένοι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι, πρὶν ἀκόμη ἔλθει καὶ πρὶν δείξει τὴ δύναμή Του, Τὸν κατηγοροῦν ἐκ τῶν προτέρων, καὶ δὲν περιμένουν τὴν ἔκβαση τῆς ὑποθέσεως. Εἶδες πῶς εἶναι διεφθαρμένη καὶ κακόβουλη ἡ σκέψη τους;

Ἔρχεται λοιπὸν στὸ μνῆμα καὶ πάλι ἀντιδρᾷ καὶ ἐπιτιμᾷ τὸ δυσάρεστο αὐτὸ συναίσθημα ποὺ Τὸν κατέβαλε. Καὶ γιατί τέλος πάντων ὁ εὐαγγελιστὴς τονίζει συνέχεια μὲ τόση ἐπιμονὴ καὶ λέγει ὅτι δάκρυσε καὶ ὅτι ἔνιωσε συγκίνηση; Γιὰ νὰ μάθεις ὅτι πραγματικὰ ἔφερε τὴ δική μας φύση. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος διηγεῖται περὶ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστές τὰ πολὺ σπουδαῖα ἔργα καὶ λόγια Αὐτοῦ, ὁμιλεῖ καὶ ἐδῶ γιὰ τὰ σωματικὰ γνωρίσματά Του μὲ πολὺ ἀνθρώπινες ἐκφράσεις.

Τίποτε δηλαδὴ παρόμοιο δὲν εἶπε γιὰ τὸν θάνατό Του, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅπως ὅτι ἔγινε περίλυπος [Ματθ. 26,38: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχὴ μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ (:ἡ ψυχή μου εἶναι τόσο πολὺ λυπημένη, ὥστε νὰ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὴ λύπη. Μείνετε ἐδῶ ἄγρυπνοι μαζί μου)» καὶ Μᾶρκ.14,34: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχὴ μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε (:εἶναι καταλυπημένη ἡ ψυχή μου τόσο πολύ, ποὺ νὰ κινδυνεύω νὰ πεθάνω. Μείνετε ἐδῶ καὶ μείνετε ἄγρυπνοι)»], ὅτι καταλήφθηκε ἀπὸ ἀγωνία, ἀλλὰ ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, ὅτι δηλαδὴ τοὺς ἔριξε ὑπτίους [Ἰω. 18,6: «ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγὼ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί (:ὅταν λοιπὸν εἶπε στοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν ἔρθει γιὰ νὰ Τὸν συλλάβουν: «Ἐγὼ εἶμαι», αὐτοί, ἐπειδὴ κυριεύτηκαν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στὴ θεϊκή Του δύναμη, ὀπισθοχώρησαν κι ἔπεσαν κάτω στὴ γῆ)»].

Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ παρέλειψε ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης νὰ τονίσει στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες, τὸ συμπλήρωσε ἐδῶ μὲ τὸ πένθος· διότι ὁμιλῶντας γιὰ τὸν θάνατό Του, λέγει: «Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου (:Κανεὶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ πάρει τὴ ζωή μου καὶ νὰ μὲ θανατώσει ἐὰν δὲν τὸ θελήσω ἐγώ. Ἀλλὰ Ἐγὼ ἀπὸ μόνος μου τὴν παραδίδω. Ἔχω ἐξουσία νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου κι ἔχω ἐξουσία πάλι νὰ τὴν πάρω πίσω. Αὐτὴ τὴν ἐντολὴ πῆρα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου πάνω στὸν σταυρὸ καὶ νὰ τὴν πάρω πάλι μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ἔτσι θὰ ἀναδειχθῶ ὁ αἰώνιος ἀρχιερέας καὶ μεσίτης γιὰ τὴ σωτηρία τῶν προβάτων μου)» [Ἰω. 10,18] καὶ δὲν ἀναφέρει ἐκεῖ τίποτε τὸ ταπεινό.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ κατὰ τὸ σταυρικὸ πάθος Του ἀναφέρουν πολὺ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο Του, γιὰ νὰ φανερώσουν μὲ αὐτὸ ὅτι εἶναι ἀληθὴς ἡ κατ᾿ οἰκονομία ἐνσάρκωσή Του. Καὶ ὁ μὲν Λουκᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τὴν ταραχὴ καὶ τὸν ἱδρῶτα Του [Λουκᾶ 22, 43-44: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν (:ἐμφανίστηκε τότε σὲ Αὐτὸν ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἐνίσχυε τίς σωματικές Του δυνάμεις, ποὺ εἶχαν ἐξαντληθεῖ μέχρι λιποθυμίας. Στὸ μεταξὺ Τὸν κατέλαβε ἀγωνία καὶ γι᾿ αὐτὸ προσευχόταν τώρα θερμότερα καὶ μὲ περισσότερη ἐπιμονή. Καὶ ὁ ἱδρῶτας Του ἔγινε ἄφθονος καὶ πηχτὸς σὰν κομμάτια πηγμένου αἵματος ποὺ πέφτουν στὴ γῆ)»], ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἀπό τὸ πένθος Του αὐτὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου: «᾿Ιησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ (:ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ἐνῶ πάλι προσπαθοῦσε νὰ συγκρατήσει μέσα Του τὴ συγκίνηση, ἦλθε στὸ μνημεῖο. Τὸ μνημεῖο αὐτὸ ἦταν μιὰ σπηλιὰ ἀνοιγμένη σὲ βράχο, ποὺ τὴν εἴσοδό της τὴν ἔφραζε μιὰ μεγάλη πέτρα)» [Ἰω. 18,38]. Δὲν θὰ κυριευόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πένθος μία καὶ δυὸ φορές, ἐὰν δὲν ἔφερε τὴ δική μας φύση.

Τί κάνει λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς; Γιὰ μὲν τίς κατηγορίες τους δὲν δίνει καμία ἀπάντηση (διότι τί χρειαζόταν νὰ ἀποστομώνει αὐτοὺς μὲ λόγια, ἀφοῦ ἐπρόκειτο ἀμέσως νὰ τὸ πάθουν αὐτὸ μὲ ἔργα, πρᾶγμα ποὺ ἦταν λιγότερο ἐνοχλητικὸ καὶ  ἱκανὸ νὰ καταντροπιάσει αὐτοὺς περισσότερο;), λέγει ὅμως: «ἄρατε τὸν λίθον (:Σηκῶστε τὸν λίθο)». Γιατί τέλος πάντων δὲν κάλεσε τὸν Λάζαρο νὰ ἀναστηθεῖ ὅσο Ἐκεῖνος δὲν ἦταν ἀκόμη παρὼν καὶ δὲν τὸν παρουσίασε; Καὶ πόσο μᾶλλον γιατί δὲν τὸν ἀνάστησε ἐνῶ ὁ λίθος βρισκόταν ἐπάνω στὸν τάφο; Καθόσον Αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ θέσει σὲ κίνηση σῶμα νεκρὸ διὰ τῆς φωνῆς Του καὶ νὰ τὸ παρουσιάσει πάλι μὲ ζωή, πολὺ περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ κινήσει λίθο μὲ τὴ φωνή Του· αὐτὸς ποὺ ἔδωσε μὲ τὴ φωνή Του τὴν ἱκανότητα νὰ βαδίσει ἐκεῖνος ποὺ ἦταν δεμένος μὲ σπάργανα καὶ ποὺ ἐμποδιζόταν ἀπὸ αὐτά, πολὺ περισσότερο θὰ μποροῦσε λίθο νὰ κινήσει. Τί λέω; Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ ἀπών.

Γιατί λοιπὸν τέλος πάντων δὲν τὸ ἔκανε; Γιὰ νὰ κάνει αὐτοὺς μάρτυρες τοῦ θαύματος, γιὰ νὰ μὴ λέγουν αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν καὶ γιὰ τὸν τυφλό [Ἰω. 9,8-9: «Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτὸς ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;  ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτὸς ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγὼ εἰμι (:τότε οἱ γείτονες κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν: ''Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς διαβάτες ἐλεημοσύνη;''. Μερικοὶ ἔλεγαν: ''Αὐτὸς εἶναι''. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι αὐτός, ἀλλὰ κάποιος ἄλλος ποὺ τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε ὅτι ''ἐγὼ εἶμαι ὁ τυφλὸς ποὺ παλαιότερα ζητοῦσα ἐλεημοσύνη'')»]· διότι τὰ χέρια καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦλθε στὸ μνημεῖο ἐπιβεβαίωναν ὅτι Αὐτὸς ἦταν.

Ὥστε ἐὰν δὲν μετέβαιναν στὸ μνημεῖο, θὰ τὸν θεωροῦσαν καὶ φάντασμα ἢ θὰ νόμιζαν ὅτι βλέπουν ἄλλον ἀντὶ ἄλλου. Τώρα ὅμως μὲ τὸ νὰ ἔλθουν στὸν τόπο τοῦ μνημείου καὶ νὰ σηκώσουν τὸν λίθο καὶ τὸ νὰ δώσει ἐντολὴ νὰ λύσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὸν σπαργανωμένο νεκρό [Ἰω. 11,43-44: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν (:καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, δείχνοντας τὴν κυριαρχικὴ ἐξουσία Του καὶ πάνω στὸν ἴδιο τὸν θάνατο, κραύγασε: ''Λάζαρε, βγὲς ἔξω''. Καὶ ὁ νεκρὸς βγῆκε ἀπὸ τὸ μνημεῖο μὲ τὰ πόδια  καὶ τὰ χέρια του δεμένα μὲ ἐπιδέσμους, καὶ τὸ πρόσωπό του περιτυλιγμένο καὶ σκεπασμένο μὲ ἕνα πλατὺ ὕφασμα. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς σὲ ἐκείνους ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ: ''Λῦστε τον καὶ ἀφῆστε τον μόνο καὶ χωρὶς βοηθὸ νὰ πάει στὸ σπίτι του'')»] καὶ τὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν οἱ φίλοι του ἀπὸ τὰ σπάργανα καὶ νὰ ποῦν, ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψουν οἱ ἀδελφοί του καὶ τὸ νὰ πεῖ ἡ μία ἀδελφή: «Ἤδη μυρίζει· διότι τέσσερις ἡμέρες εἶναι νεκρός», ὅλα αὐτὰ πλέον ἦσαν ἱκανὰ νὰ ἀποστομώσουν τοὺς ἀγνώμονες, μὲ τὸ νὰ γίνουν οἱ ἴδιοι μάρτυρες τοῦ θαύματος.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς λέγει νὰ σηκώσουν τὸν λίθο ἀπὸ τὸν τάφο, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἀνασταίνει αὐτόν· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ρωτάει: «Ποῦ τὸν ἔχετε θέσει;», ὥστε αὐτοὶ ποὺ εἶπαν: «Ἔλα καὶ δές», καὶ Τὸν ὁδήγησαν ἐκεῖ, νὰ μὴν μποροῦν νὰ ποῦν ὅτι ἄλλον ἀνέστησε, ὥστε καὶ ἡ ἴδια ἡ φωνή τους καὶ τὰ χέρια τους νὰ γίνουν μάρτυρες (ἡ μὲν φωνή τους ποὺ ἔλεγε «Ἔλα καὶ δές», ἐνῶ τὰ ἴδια τὰ χέρια τους μὲ τὸ νὰ ἁρπάξουν τὸν λίθο καὶ νὰ λύσουν τὰ σπάργανα), καὶ οἱ ὀφθαλμοί τους καὶ ἡ ἀκοὴ τους (ἡ μὲν ἀκοή τους ποὺ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νεκρὸ Λάζαρο: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», οἱ δὲ ὀφθαλμοί τους ποὺ τὸν εἶδαν νὰ ἐξέρχεται ἀναστημένος ἀπὸ τὸν τάφο) καὶ ἡ ὄσφρησή τους, μέ τὸ ὅτι ἀντιλήφθηκε τὴ δυσωδία· διότι λέγει: «Ἤδη μυρίζει· διότι εἶναι τέσσερις ἡμέρες νεκρός». Ὥστε εἶχαν δίκιο ποὺ ἔλεγαν ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν ἀντιλήφθηκε τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνει, θὰ ζήσει».

Πρόσεχε λοιπὸν τί λέγει ἐδῶ, ἐπειδὴ φαινόταν πλέον ἀδύνατο τὸ πρᾶγμα ἐξαιτίας τοῦ χρόνου ποὺ πέρασε· καθόσον ἦταν παράξενο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρὸ τεσσάρων ἡμερῶν καὶ ἀποσυνθεμένο. Καὶ στοὺς μὲν μαθητὲς εἶπε: «αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς (:ὅταν ὅμως τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: ''Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν θὰ καταλήξει σὲ ἀνεπανόρθωτο θάνατο, ἀλλὰ ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ λάμψει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίστηκε δηλαδὴ γιὰ νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ Τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δείξει τὴν ὑπερφυσική Του δύναμη καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει περίτρανα τὴ θεϊκή Του φύσῃ καὶ ἀποστολή'')» [Ἰω. 11,4], δηλώνοντας μὲ αὐτὸ τὸν ἑαυτό Του, ἐνῶ στὴ γυναῖκα εἶπε: «Οὐκ εἶπόν σοί, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; (:''Δὲν σοῦ εἶπα ὅτι ἐὰν πιστέψεις, θὰ δεῖς τὸν ἔνδοξο θρίαμβο τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ σου; Αὐτὴ θὰ εἶναι τὸ σύμβολο καὶ τὸ προμήνυμα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων'')» [Ἰω. 11,40], ὁμιλῶντας γιὰ τὸν Πατέρα. Βλέπεις ὅτι ἡ πνευματικὴ ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν γίνεται αἰτία νὰ διαφέρουν τὰ λόγια ποὺ τοὺς ἀπευθύνει κάθε φορά; Ὑπενθυμίζει ἐκεῖνα ποὺ εἶπε πρὸς αὐτήν, σχεδὸν ἐπιτιμῶντας την, σὰν νὰ τὰ λησμόνησε. Ἢ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἐκπλήξει τοὺς παρευρισκόμενους, τῆς λέει μὲ ἠρεμία: «Δὲν σοῦ εἶπα, ὅτι ἐὰν πιστέψεις, θὰ δεῖς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ;».

«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔβγαλαν τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός. Ὁ Ἰησοῦς τότε ὕψωσε τὰ μάτια Του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: ''Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ συντελεσθεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες). Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ μὲ ἀπέστειλας (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς. Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα'')» [Ἰω. 11,41-42].

Αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς εἶπα, αὐτὸ καὶ τώρα θὰ πῶ, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποβλέπει τόσο πρὸς τὴ δική Του ἀξία, ὅσο πρὸς τὴ σωτηρία τὴ δική μας, οὔτε πῶς νὰ πεῖ κάτι τὸ σπουδαῖο, ἀλλὰ κάτι ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς προσελκύσει κοντά Του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν τὰ μὲν ὑψηλὰ καὶ μεγάλα νοήματα εἶναι λίγα στοὺς λόγους Του καὶ αὐτὰ συγκεκαλυμμένα, ἐνῶ τὰ ταπεινὰ καὶ ἀσήμαντα νοήματα καταπλημμυρίζουν τοὺς λόγους Του. Ἐπειδὴ δηλαδὴ μὲ αὐτὰ συγκινοῦνταν περισσότερο, αὐτὰ καὶ προτιμᾷ, καὶ οὔτε αὐτὰ τὰ φανερώνει ἐξ ὁλοκλήρου ὥστε νὰ μὴ βλαφτοῦν ὅσοι θὰ πίστευαν στὸ μέλλον, οὔτε τὰ ἀποσιωπᾷ, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν οἱ τότε πιστοί· διότι ἐκεῖνοι μὲν ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν ταπεινότητα θὰ μπορέσουν καὶ ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸ δόγμα νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ πᾶν, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν ταπεινότητα, ἐὰν δὲν τὰ ἄκουγαν αὐτὰ πολλὲς φορές, δὲ θὰ ἦταν δυνατὸν οὔτε κἂν νὰ Τὸν πλησιάσουν.

Ὅταν λοιπὸν οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦνε δὲ μένουν κοντά Του, ἀλλὰ καὶ Τὸν λιθοβολοῦν καὶ Τὸν ἐκδιώκουν καὶ προσπαθοῦν νὰ Τὸν φονεύσουν καὶ Τὸν ὀνομάζουν βλάσφημο, καὶ ὅταν μὲν ἐξισώνει τὸν ἑαυτό Του με τὸν Θεό, λέγουν τὰ ἑξῆς: «Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; (:Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μιλάει ἔτσι καὶ ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;)» [Μᾶρκ. 2,7], ἐνῶ ὅταν λέγει: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου (:ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου)» [Ματθ. 9,2], Τὸν ἀποκαλοῦν ἀκόμη καὶ δαιμονισμένο, ὅπως ἀκριβῶς πάλι καὶ ὅταν λέγει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀκούει τὰ λόγια Του δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τὸν θάνατο, ἢ καὶ ὅταν λέγει «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι (:ἐγὼ εἶμαι ἀχώριστα ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα μου, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας εἶναι καὶ μένει μέσα μου)» [Ἰω. 14,10], Τὸν ἐγκαταλείπουν, καὶ σκανδαλίζονται πάλι, ὅταν λέγει ὅτι ἔχει κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό, τότε λοιπὸν καμία ἀπολογία δὲν θὰ ἔχουν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς κρίσεως.

Ἐὰν λοιπὸν δὲν ὑπέφεραν αὐτὰ ποὺ σπανίως λέγονταν, μὲ μεγάλη δυσκολία θὰ μποροῦσαν νὰ Τὸν προσέχουν καὶ ἐὰν ὅλος ὁ λόγος Του ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ὑψηλὰ νοήματα καὶ ἐκφράζονταν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὅταν λοιπὸν λέγει «καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ (:σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας, ὁ ὁποῖος θέλει μέ τὸ θάνατό μου νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς κάνω)» [Ἰω. 14,31] καὶ ὅτι «κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε (:καὶ ἐμένα γνωρίζετε καὶ ἀπὸ ποῦ κατάγομαι ξέρετε. Ἀλλὰ ἡ γνώση σας αὐτὴ δὲν εἶναι πλήρης. Ἐσεῖς γνωρίζετε μόνο ὅτι εἶμαι ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Κι ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ μόνος μου, ὅπως ἐσεῖς ὑποθέτετε, ἀλλὰ ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινή, διότι εἶναι πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς ὁ Θεὸς ποὺ μὲ ἔστειλε, ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν τὸν γνωρίζετε)» [Ἰω. 7,28], τότε πιστεύουν. Καὶ τὸ ὅτι τότε γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ ἐπισήμανε αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς μὲ τὰ λόγια: «Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν (:καὶ καθὼς τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, πολλοὶ πίστεψαν σ᾿ Αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας)» [Ἰω. 8,30].

Ἐὰν λοιπὸν οἱ μὲν ταπεινοὶ λόγοι προσείλκυαν στὴν πίστη, οἱ δὲ ὑψηλοὶ ἀπομάκρυναν, πῶς δὲν ἀποτελεῖ μεγίστη ἀνοησία νὰ μὴ θεωροῦμε ὅτι οἱ ταπεινοὶ λόγοι εἰπώθηκαν ἐξαιτίας τῶν ἀκροατῶν; Διότι καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση, θέλοντας νὰ πεῖ κάτι τὸ σπουδαῖο, σιώπησε, ἀφοῦ πρόσθεσε αὐτὴν τὴν αἰτία καὶ εἶπε: «ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον (:γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκανδαλίσουμε ὅμως καὶ παρεξηγῶντας τὸ παράδειγμά μας παρακινηθοῦν ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ περιφρονοῦν τὸν ναό, πήγαινε στὴ θάλασσα καὶ ρῖξε τὸ ἀγκίστρι)» [Ματθ. 17,27], πρᾶγμα λοιπὸν ποὺ κάνει καὶ ἐδῶ· διότι μετὰ τὰ λόγια: «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς)», πρόσθεσε «ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν (:ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα)» [Ἰω. 11,42]. Μήπως εἶναι δικά μας τὰ λόγια; Μήπως εἶναι ἀνθρώπινη σκέψη; Ὅταν λοιπὸν κανεὶς δὲν ἀνέχεται ἀπὸ τὰ γραμμένα νὰ πειστεῖ, διότι σκανδαλίζονταν μὲ τὰ ὑψηλοῦ περιεχομένου λόγια, ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ λέγει ὅτι γι᾿ αὐτὸ ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὰ λόγια, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν, πῶς λοιπὸν θὰ σκεφτεῖ ὅτι εἶναι λόγια εὐτελῆ ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ἐκ συγκαταβάσεως;

Ἔτσι καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε: «Οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς (:δὲν ἔγινε ἡ φωνὴ αὐτὴ γιὰ μένα, ποὺ γνωρίζω πόσο πολὺ μὲ ἀγαπᾷ ὁ Πατέρας μου, ἀλλὰ γιὰ σᾶς· γιὰ νὰ πληροφορηθεῖτε ὅτι Αὐτὸς μὲ ἔχει ἀποστείλει στὸν κόσμο)» [Ἰω. 12,30], ἂν καὶ βέβαια ἐκεῖνος ποὺ διαθέτει πνευματικὸ ὕψος μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὲς ταπεινὲς ἐκφράσεις γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ ταπεινὸς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ ὑψηλό. Στὴν πρώτη περίπτωση γίνεται αὐτὸ ἀπὸ συγκατάβαση καὶ ἔχει ὡς αἰτία τὴν πνευματικὴ ἀδυναμία τῶν διδασκομένων, καὶ πόσο μᾶλλον νὰ τοὺς προτρέψει στὸ νὰ ἀποβλέπουν πρὸς τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει ὅτι περιβάλλονται ἀπὸ σάρκα καὶ νὰ διδάξει τοὺς ἀκροατὲς νὰ μὴ λένε τίποτε τὸ μεγάλο γιὰ τὸν ἑαυτό τους· ἐπίσης νὰ ἤθελε στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Κύριος νὰ δείξει τὸ ὅτι Τὸν θεωροῦσαν ἀντίθετο ἀπὸ τὸν Θεὸ καί τὸ ὅτι δὲν γινόταν πιστευτὸ ὅτι εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ὅτι Τὸν ὑποπτεύονταν ὅτι τάχα κατέλυε τὸν νόμο καὶ ὅτι Τὸν φθονοῦσαν οἱ ἀκροατὲς καί τὸ ὅτι εἶχαν ἐχθρικὴ διάθεση ἀπέναντί Του (διότι ἔλεγε ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Θεὸ). Στὴ δεύτερη περίπτωση, ἀντίθετα, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ταπεινὸς καὶ νὰ λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι τὸ ὑψηλό, δὲν ἔχει πραγματικὰ καμία αἰτία οὔτε εὔλογη οὔτε παράλογη, ἀλλὰ εἶναι μόνο ἀνοησία, ἀναίδεια καὶ τόλμη ἀσυγχώρητη.

Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὲς ἐκφράσεις ὁ Κύριος, ἐνῶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπερίγραπτη καὶ μεγάλη ἐκείνη οὐσία; Καὶ ἐξαιτίας τῶν ὅσων εἰπώθηκαν καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἀγέννητος· καθόσον ὁ Παῦλος φαίνεται νὰ φοβᾷται κάτι παρόμοιο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλεγε: «Πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα (:διότι, ὅπως διακηρύσσεται στοὺς ψαλμούς, ὁ Πατὴρ ὑπέταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ τὰ πάντα, ἄρα λοιπὸν καὶ τὸν θάνατο. Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ πεῖ στὸν Χριστὸ ὅτι «ὅλα πλέον ἔχουν ὑποταχθεῖ σὲ Ἐσένα» θὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ αὐτὴ θὰ ἐξαιρεῖται ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ὑπέταξε στὸν Χριστὸ τὰ πάντα)» [Α΄ Κορ. 15,27]· διότι αὐτὸ θὰ ἦταν ἀσέβεια καὶ τὸ νὰ τὸ σκεφτεῖ κανείς.

Ἐὰν λοιπὸν ἦταν κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα Του καὶ εἶχε διαφορετικὴ οὐσία καὶ θεωρεῖτο ἴσος, δὲν θὰ ἔκανε τὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴ σχηματιστεῖ αὐτὴ ἡ γνώμη; Ἐνῶ τώρα Αὐτὸς κάνει τὸ ἀντίθετο, λέγοντας: «Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι (:ἐὰν δὲν κάνω τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα ποὺ μοῦ ζητᾷ ὁ Πατέρας μου καὶ μὲ βοηθᾷ νὰ τὰ ἐκτελῶ, καὶ οὐσιαστικὰ αὐτὰ εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴν πιστεύετε στὴ μαρτυρία τοῦ στόματός μου καὶ στὶς δικές μου διαβεβαιώσεις)» [Ἰω. 10,37]· καὶ μὲ τὸ νὰ λέγει δὲ ὅτι «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι (:εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας εἶναι καὶ μένει μέσα μου)» [Ἰω. 14,10].

Ἔπρεπε ἐπίσης, ἐὰν ἦταν βέβαια κατώτερος, μὲ πολλὴ σφοδρότητα νὰ ἐξαλείψει αὐτὴν τὴν σκέψη, καὶ οὔτε κἂν νὰ πεῖ: «Ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι (:εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας εἶναι καὶ μένει μέσα μου)» ἢ ὅτι «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν (:ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου εἴμαστε ἕνα κι ἔχουμε τὴν ἴδια φύση καὶ τὴν ἴδια δύναμη καὶ θέληση καὶ ἐξουσία· ὅλα τὰ ἔχουμε κοινά)» [Ἰω. 10,30] ἢ ὅτι «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα (:Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δεῖ ἐμένα κι ἔχει ἐκτιμήσει κατάλληλα τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας μου, τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴ θαυματουργικὴ δράση μου, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα. Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ φυσικὸς Υἱός του, καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση μου ἐκλάμπει ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ Πατρὸς μου)» [Ἰω. 14,9].

Καθόσον καὶ ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴ δύναμη ἔλεγε: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» [Ἰω. 10,30]· καὶ ὅταν ὁμιλοῦσε γιὰ τὴν ἐξουσία, πάλι ἔλεγε: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ (:ὁ Υἱὸς ἀκόμη καὶ νεκροὺς θὰ ἀναστήσει· διότι, ὅπως ὁ Πατὴρ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς δίνει ζωή, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ἔχει ἀπεριόριστη ἐξουσία καὶ δύναμη ὥστε νὰ δίνει ζωὴ ὄχι μόνο φυσικὴ ἀλλὰ καὶ πνευματική. Καὶ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ζωὴ τὴν μεταδίδει σ᾿ ὅποιον θέλει καὶ σὲ ὅποιον κρίνει ἄξιο νὰ τὴν μεταδώσει)» [Ἰω. 5,21], πρᾶγμα ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ κάνει ἐὰν ἦταν ἀπὸ ἄλλη οὐσία. Καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν δυνατὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ πεῖ, γιὰ νὰ μὴ σκεφτοῦν ὅτι εἶναι Αὐτὸς καὶ ὁ Πατὴρ μία καὶ ἡ ἴδια οὐσία· διότι, ἐὰν γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευτοῦν ὅτι εἶναι ἀντίθετος μὲ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς λέγει καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν ταιριάζουν σὲ Αὐτόν, πολὺ περισσότερο ἔπρεπε τότε.

Τώρα ὅμως μὲ τὸ νὰ λέγει «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα (:κι ἔδωσε ὁ Πατὴρ ὅλη αὐτὴ τὴν ἐξουσία στὸν Υἱό, γιὰ νὰ τιμοῦν καὶ νὰ λατρεύουν ὅλοι τὸν Υἱὸ ὅπως τιμοῦν καὶ λατρεύουν τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾷ τὸν Υἱό, δὲν τιμᾷ οὔτε τὸν Πατέρα, ποὺ τὸν ἀπέστειλε στὸν κόσμο)» [Ἰω. 5,23], καθὼς ἐπίσης: «ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ (:ἀληθινά σᾶς βεβαιώνω ὅτι ὑπάρχει ἀπόλυτη συμφωνία μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Υἱὸς εἶναι φυσικῶς ἀδύνατο νὰ κάνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του τίποτε, ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ τὸ κάνει αὐτό. Εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, αὐτὰ κάνει καὶ ὁ Υἱὸς ἀκριβῶς ὅπως τὰ κάνει ὁ Πατήρ· διότι εἶναι κοινὴ καὶ μία ἡ θέληση, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ)» [Ἰω. 5,19], καὶ τὸ νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό Του ἀνάσταση καὶ ζωὴ καὶ φῶς τοῦ κόσμου, ἀποδεικνύουν ὅτι ἐξισώνει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ φανερώνουν τὴ γνώμη ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι.

Εἶδες πὼς λέγει τόσα πολλὰ καὶ ἀπολογεῖται ὅτι δὲν καταργεῖ τὸν νόμο, ἐνῶ τὴ γνώμη τῆς ἰσότητάς Του πρὸς τὸν Πατέρα ὄχι μόνο δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιβεβαιώνει: Ἔτσι καὶ ὅταν εἶπαν ὅτι «περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν (:δὲν θέλουμε νὰ σὲ λιθοβολήσουμε γιὰ κάποιο καλὸ ἔργο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λὲς ὅτι  ἔκανες. Ἀλλὰ θέλουμε νὰ σὲ λιθοβολήσουμε γιὰ τὴ βλασφημία ποὺ ξεστόμισες, καὶ ἐπειδὴ ἐσύ, ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, παρουσιάζεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ Θεὸ καὶ λὲς ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεό)» [Ἰω. 10,33], τὸ ἐπιβεβαίωσε αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἰσότητα τῶν ἔργων Του.

Καὶ γιατί λέγω ὅτι ὁ Υἱὸς τὸ ἔκανε αὐτό, τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ ὁ Πατέρας ποὺ δὲν ἔλαβε σάρκα, κάνει τὸ ἴδιο; Καθόσον καὶ Αὐτὸς ἀνεχόταν νὰ λέγονται πολλὰ ταπεινὰ γιὰ αὐτὸν χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀκροατῶν· διότι τὸ «Ἀδάμ, ποῦ εἶ; (:Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;)» [Γέν. 3,9] καὶ τὸ «εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρὸς μὲ συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ (:θὰ κατεβῶ λοιπὸν ἐκεῖ, γιὰ νὰ δῶ ἐὰν πράγματι οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι ὅπως οἱ κραυγὲς ποὺ ἀνέρχονται πρὸς ἐμένα ἢ ὄχι. Ὁπωσδήποτε θέλω νὰ μάθω)» [Γέν. 18,21] καὶ τὸ «νῦν γὰρ ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν (:διότι τώρα κατάλαβα καλὰ ὅτι ἐσὺ σέβεσαι καὶ λατρεύεις τὸν Θεό)» [Γέν. 22,12] καὶ τὸ «ἐὰν ἄρα ἀκούσωσι (:ἴσως καὶ νὰ ὑπακούσουν)» [Ἰεζ. 3,11] καὶ τὸ «ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι (:ἴσως καὶ συνετιστοῦν)» καὶ «τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς (:ποιός θὰ δώσει σὲ αὐτοὺς μία τέτοια καρδιὰ ὥστε νὰ μὲ εὐλαβοῦνται;)» [Δευτ. 5,29] καὶ οἱ λόγοι «οὐκ ἔστιν ὅμοιὸς σοι ἐν θεοῖς, Κύριε (:κανένας ἀπὸ τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ Ἐσένα, Κύριε)» [Ψαλμ. 85,8]  καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ἐὰν ἤθελε κάποιος νὰ ἐκλέξει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ τὰ βρεῖ νὰ εἶναι ἀνάξια τῆς ἀξίας τοῦ Θεοῦ.

Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀχαὰβ ἔχει λεχθεῖ: «τίς ἀπατήσει τὸν Ἀχαὰβ (:ποιός καὶ μὲ ποιό τρόπο θὰ ἐξαπατήσει τὸν Ἀχαάβ;)» [Β΄ Παραλ. 18,19]. Καὶ τὸ νὰ συγκρίνει αὐτὸν συνεχῶς μὲ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνάξια τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ ἄλλη ὅμως σκοπιὰ γίνονται ἄξια· καθόσον τόσο φιλάνθρωπος εἶναι, ὥστε χάριν τῆς σωτηρίας μας νὰ παραβλέπει καὶ τοὺς λόγους ἐκείνους ποὺ ἁρμόζουν στὴν ἀξία Του· διότι καί τὸ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι ἀνάξιο, καί τὸ ὅτι ἔλαβε μορφὴ δούλου καὶ μιλοῦσε μὲ ταπεινὰ λόγια καὶ περιβαλλόταν τὰ ταπεινά, εἶναι μὲν ἀνάξια γι᾿ αὐτόν, ἐὰν κάποιος ἤθελε νὰ συγκρίνει πρὸς τὴ θεία ἐκείνη ἀξία, ἄξια δέ, ἐὰν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὸν ἀπερίγραπτο πλοῦτο τῆς φιλανθρωπίας Του.

Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἄλλη αἰτία τῆς ταπεινότητας τῶν ἐκφράσεων ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ποιά εἶναι αὐτή; Το ὅτι τὸν μὲν Πατέρα καὶ Τὸν γνώρισαν καὶ Τὸν ὁμολογοῦσαν, ἐνῶ Αὐτὸν δὲν Τὸν γνώρισαν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καταφεύγει συνεχῶς σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ὁμολογηθεῖ, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν ἦταν ἀκόμη ἀξιόπιστος. Ὄχι λόγῳ τῆς δικῆς Του εὐτέλειας, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης τῶν ἀκροατῶν καὶ τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ προσεύχεται καὶ λέγει: «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ συντελεστεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες)» [Ἰω. 11,41]· διότι, ἐὰν ζωοποιεῖ ἐκείνους ποὺ θέλει καὶ ζωοποιεῖ ὅπως καὶ ὁ Πατήρ, γιὰ ποιόν λόγο παρακαλεῖ τὸν Πατέρα;

Ὅμως εἶναι ὥρα πλέον νὰ ἐξετάσουμε αὐτὸ τὸ χωρίο. «Ἦραν οὖν τὸν λίθον, οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε (:μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου, ἔβγαλαν τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός. Ὁ Ἰησοῦς τότε ὕψωσε τὰ μάτια Του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:) «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ συντελεστεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες). Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ μὲ ἀπέστειλας (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς. Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουστῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα'')» [Ἰω. 11,41-42].

Ἄς ρωτήσουμε λοιπὸν τὸν ὅποιον αἱρετικό: «Ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἔλαβε τὴ δύναμη καὶ ἀνέστησε τὸν νεκρό; Πῶς λοιπὸν ἔκανε τὰ ἄλλα θαύματα χωρὶς προσευχή, λέγοντας«τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν (:Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω, βγὲς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ μέσα του)» [Μᾶρκ. 9,25] καὶ «θέλω, καθαρίσθητι (:θέλω, καθαρίσου ἀπὸ τὴ λέπρα)» [Μᾶρκ. 1,41] καὶ «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην (:Σήκω ἐπάνω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ περπάτα)» [Ἰω. 5,8] καὶ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου (:ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου)» [Ματθ. 9,2] καὶ στὴ θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο (:Σώπα, φιμώσου)» [Μᾶρκ. 4,39];

Καὶ τί περισσότερο ἔχει ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ἐὰν καὶ ὁ Ἴδιος κάνει τὰ θαύματα κατόπιν προσευχῆς; Ἢ μᾶλλον οὔτε ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅλα τὰ θαύματα κατόπιν προσευχῆς, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ χωρὶς προσευχή, ἐπικαλούμενοι μονάχα τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἂν τὸ ὄνομα Αὐτοῦ εἶχε τόσο μεγάλη δύναμη, πῶς θὰ εἶχε Αὐτὸς ἀνάγκη προσευχῆς; Ἐὰν εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς, δὲ θὰ εἶχε δύναμη τὸ ὄνομά Του. Ὅταν ἐπίσης στὴν ἀρχὴ δημιουργοῦσε τὸν ἄνθρωπο, ποιά προσευχὴ χρειάστηκε; Μήπως δὲν ὑπῆρξε ἐκεῖ πλήρης ἰσοτιμία; Διότι λέγει: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον (:ἂς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο)» [Γέν. 1,26]. Τί δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀσθενέστερο, ἐὰν εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς;

Ἄς δοῦμε δὲ καὶ ποιά ἦταν ἡ προσευχή Του. «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ συντελεσθεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες)» [Ἰω. 11,41]. Ποιός λοιπὸν προσευχήθηκε ποτὲ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο; Διότι, πρὶν νὰ πεῖ κάτι, λέγει: «Σὲ εὐχαριστῶ», καθιστῶντας φανερὸ μὲ αὐτὸ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη προσευχῆς. «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς)». Αὐτὸ τὸ εἶπε ὄχι ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε τὴ δύναμη, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι μία ἡ θέληση Αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Καὶ γιὰ ποιό λόγο προσέδωσε μορφὴ προσευχῆς; Ὄχι ἐμένα, ἀλλὰ ἄκουσε τὸν Ἴδιο, ποὺ λέγει: «ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ μὲ ἀπέστειλας (:Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα'')» [Ἰω. 11,41-42].

Διότι ὅλα αὐτὰ προβάλλονται ὡς προσευχή, ἐὰν τὴν ἐκλάβουμε ἀπὸ τὴ γενικὴ ἄποψη. Δὲν εἶπε: «ἀπέστειλες ἐμένα τὸν ἀνίσχυρο, αὐτὸν ποὺ γνώρισε τὴ δουλεία, αὐτὸν ποὺ δὲν ἐκτελεῖ τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του», ἀλλὰ ἀφοῦ ἄφησε ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ σκεφτεῖς τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀναφέρει τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς προσευχῆς. «Γιὰ νὰ μὴ μὲ θεωρήσουν ἀντίθεο, γιὰ νὰ μὴ λέγουν: ''Δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό'', γιὰ νὰ δείξω ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ θέλησή Σου, σὰν δηλαδὴ νὰ λέγει ὅτι ἐὰν ἤμουν ἀντίθεος, δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ συνέβῃ». Ἐπίσης τὸ «μὲ ἄκουσες», λέγεται καὶ ἐπὶ φίλων καὶ ἐπὶ ἰσότιμων ἀνθρώπων. «Ἐγὼ τὸ γνώριζα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς»· δηλαδὴ «δὲν χρειάζομαι προσευχὴ γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ θέλω, ἀλλὰ γιὰ νὰ πείσω τὸ πλῆθος, ὅτι ἔχουμε Ἐσὺ καὶ Ἐγὼ μία θέληση». Γιατί λοιπὸν προσεύχεσαι; Γιὰ τοὺς πνευματικὰ ἀδύνατους καὶ προσκολλημένους στὴν ὕλη.

«Καὶ ταῦτα εἰπὼν, φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω (:καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, δείχνοντας τὴν κυριαρχικὴ ἐξουσία Του καὶ πάνω στὸν ἴδιο τὸν θάνατο, κραύγασε: ''Λάζαρε, βγὲς ἔξω'')». Γιατί δὲν εἶπε «ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός μου ἔλα ἔξω»; Γιατί δὲν εἶπε «Πατέρα, ἀνάστησε αὐτόν», ἀλλὰ ἀφοῦ τὰ ἄφησε ὅλα αὐτὰ καὶ ἔλαβε θέση προσευχόμενου, φανερώνει τὴν ἐξουσία Του διὰ τῶν ἴδιων τῶν πραγμάτων· διότι καὶ αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς σοφίας Του, νὰ ἐπιδεικνύει διὰ μὲν τῶν λόγων Του συγκατάβαση, διὰ δὲ τῶν ἔργων Του ἐξουσία· ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι ἐξαπατοῦσαν πολλούς, γιὰ τοῦτο μὲ ὑπερβολὴ ἀποδεικνύει αὐτὸ τὸ ἴδιο καὶ μὲ ὅσα λέγει καὶ ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ πνευματική τους ἀδυναμία.

Διότι μποροῦσε καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ δείξει τὴ συμφωνία Του μὲ τὸν Πατέρα, μὲ τὴν ἀξία Του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεβεῖ τὸ πλῆθος σὲ τόσο πνευματικὸ ὕψος. Καὶ λέγει: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω (:Λάζαρε, βγὲς ἔξω)». Δηλαδὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται (:Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι νεκροὶ πνευματικῶς ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας θὰ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς προσκαλεῖ ν᾿ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κι ὅσοι ἀκούσουν τὴ φωνή του αὐτὴ μὲ προθυμία, ἔχοντας ἀνοιχτὰ τὰ πνευματικά τους αἰσθητήρια, καὶ ἐγκολπωθοῦν ὅσα αὐτὴ διδάσκει καὶ ζητᾷ, θὰ ζήσουν τὴν αἰώνια ζωή)» [Ἰω. 5,25]. Γιὰ νὰ μὴ νομίσεις, λοιπόν, ὅτι ἀπὸ ἄλλον ἔλαβε αὐτὴ τὴ δύναμη, σοῦ τὸ δίδαξε αὐτὸ προηγουμένως καὶ τὸ ἀπέδειξε διὰ τῶν ἔργων. Καὶ δὲν εἶπε «Ἀναστήσου», ἀλλὰ «Βγὲς ἔξω», συνομιλῶντας μὲ τὸν ἀποθανόντα, σὰν νὰ ἦταν ζωντανός.

Τί θὰ μποροῦσε νὰ ἐξισωθεῖ μὲ αὐτὴν τὴν ἐξουσία; Ἐὰν λοιπὸν δὲν τὸ κάνει αὐτὸ μὲ τὴ δική Του δύναμη, τί περισσότερο θὰ ἔχει ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ λένε: «τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; (:γιατί μᾶς θαυμάζετε γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καὶ γιατί ἔχετε καρφώσει τὰ μάτια σας πάνω μας, λὲς καὶ μὲ δική μας δύναμη ἢ λόγῳ τῆς δικῆς μας εὐσέβειας ἔχουμε κατορθώσει νὰ περπατᾷ αὐτός;)» [Πράξ. 3,12].

Διότι ἐὰν χωρὶς νὰ τὸ κάνει μὲ τὴ δική Του δύναμη, δὲν πρόσθετε αὐτὸ ποὺ οἱ ἀπόστολοι ἔλεγαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, τότε θὰ βρεθοῦν ἐκεῖνοι νὰ δίνουν κάπως μεγαλύτερη σημασία στὴν ἀπομάκρυνση τῆς δόξας. Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση: «ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι (:Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνετε; Κι ἐμεῖς ἄνθρωποι εἴμαστε, μὲ τὴν ἴδια ἀσθενικὴ καὶ θνητὴ φύση ποὺ ἔχετε κι ἐσεῖς)» [Πράξ. 14,15]. Ἔπειτα, οἱ μὲν Ἀπόστολοι, ἐπειδὴ δὲν ἔπρατταν τίποτε ἀπὸ μόνοι τους, τὰ ἔλεγαν αὐτά, ὥστε νὰ τοὺς πείσουν ὡς πρὸς αὐτό, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς, ἐὰν εἶχε τέτοια γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό Του, δὲ θὰ διέλυε τὴν ὑποψία αὐτήν, ἐὰν δὲν τὰ ἔπραττε μὲ τὴ δική Του ἐξουσία; Καὶ ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ αὐτό; Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς κάνει τὸ ἀντίθετο, λέγοντας: «εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα». Ὥστε ἐὰν πίστευαν, δὲν χρειαζόταν ἡ προσευχή.

Ἐὰν ὅμως δὲν ἦταν γι᾿ αὐτόν τὸ νὰ προσεύχεται, γιατί ἀποδίδει σὲ αὐτοὺς τὴν αἰτία; Γιατί δὲν εἶπε «γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι δὲν εἶμαι ἴσος μὲ Ἐσένα» (διότι ἔπρεπε, ἐξαιτίας τῆς γνώμης ποὺ ὑπῆρχε, αὐτὸ νὰ πεῖ), ἀλλά, ὅταν μὲν ὑπῆρχε ἡ ὑποψία ἐκ μέρους τοῦ πλήθους ὅτι καταλύει τὸν νόμο, ἀνέφερε αὐτὴ τὴ λέξη (χωρὶς ἐκεῖνοι νὰ ποῦν τίποτε): «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι (:Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταργήσω καὶ νὰ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ ἢ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν. Δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νά σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια)» [Ματθ. 5,17], ἐνῶ ἐδῶ ἀποδέχεται τὴν ἐπικρατοῦσα γνώμη; Καὶ γενικὰ τί χρειάζονταν τόσο μεγάλες ἐκφράσεις καὶ αἰνίγματα; Διότι ἦταν ἀρκετὸ νὰ πεῖ «Δὲν εἶμαι ἴσος» καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴ γνώμη.

Τί λοιπόν; «Δὲν εἶπε», λέγει ἴσως κάποιος, «ὅτι: δὲν κάνω τὸ θέλημα τὸ δικό μου»; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε συγκεκαλυμμένα, καὶ ἐν σχέσει μὲ τὴν πνευματικὴ ἀδυναμία ἐκείνων καὶ λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἴδια αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡ προσευχή. Τί ἐπίσης σημαίνει ἡ φράση «ὅτι ἤκουσάς μου (:διότι μὲ ἄκουσες)»; Δηλαδὴ «δὲν ἀντιτίθεμαι καθόλου πρὸς Ἐσένα». Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν τὸ «ὅτι μὲ ἄκουσες» δὲ φανερώνει αὐτό, ὅτι δηλαδὴ δὲν μπόρεσε Αὐτός -διότι ἐὰν συνέβαινε αὐτό, δὲ θὰ ἦταν μόνο ἀδυναμία, ἀλλὰ καὶ ἄγνοια, ἐφόσον πρὶν ἀπὸ τὴν προσευχὴ δὲ γνώριζε ὅτι πρόκειται νὰ συγκατανεύσει ὁ Θεός· ἐὰν λοιπὸν δὲν τὸν γνώριζε, πῶς ἔλεγε «πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν (:πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσω)» [Ἰω. 11,11] καὶ δὲν εἶπε «Πηγαίνω γιὰ νὰ προσευχηθῶ στὸν Πατέρα μου γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει»;

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν αὐτὸ δὲν φανερώνει ἀδυναμία, ἀλλὰ συμφωνία, ἔτσι καὶ τὸ «πάντοτέ μου ἀκούεις (:πάντοτε μὲ ἀκοῦς)». Ἢ λοιπὸν μποροῦμε νὰ  ποῦμε αὐτό, ἢ ὅτι εἰπώθηκε ἐξαιτίας τῆς γνώμης ἐκείνων. Ἐὰν πάλι δὲν τὸ εἶπε οὔτε ἀπὸ ἄγνοια οὔτε ἀπὸ ἀδυναμία, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὰ λόγια, ὥστε καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ αὐτῶν νὰ πειστεῖς καὶ νὰ ἀναγκαστεῖς νὰ ὁμολογήσεις ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια τῆς ἀξίας Του ἀλλὰ τῆς συγκαταβάσεώς Του.

Τί λένε λοιπὸν οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας; «Δὲν τὸ εἶπε», λένε, «τό ''μὲ ἄκουσες'' ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει τὴν ὑπεροχή του». Καὶ ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν κάτι ποὺ φανέρωνε τὴν ὑπεροχή Του, ἀλλὰ ποὺ μποροῦσε νὰ ταπεινώσει πάρα πολὺ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο· διότι ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, οὔτε αὐτοῦ ποὺ κάθεται στὸν ἴδιο θρόνο. Βλέπεις ὅτι γιὰ καμιὰ ἄλλη αἰτία δὲν κατέφυγε σὲ αὐτό, παρὰ γιὰ τὴν ἀπιστία ἐκείνων;

Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴν αὐθεντία Του. Τὸν κάλεσε καὶ ὁ νεκρὸς ἐξῆλθε δεμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ τὸ πρᾶγμα φάντασμα (διότι τὸ νὰ ἐξέλθει δεμένος δὲν φαινόταν λιγότερο παράδοξο ἀπὸ τὸ νὰ ἀναστηθεῖ) ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν λύσουν, ὥστε πλησιάζοντάς τον καὶ ἐρχόμενοι κοντά του, νὰ διαπιστώσουν ὅτι πράγματι ἐκεῖνος εἶναι ὁ πρώην τετραήμερος νεκρὸς Λάζαρος καὶ λέγει: «Λύσατε αὐτὸν, καὶ ἄφετε ὑπάγειν (:Λῦστε τον καὶ ἀφῆστε τὸν μόνο καὶ χωρὶς βοηθὸ νὰ πάει στὸ σπίτι του)». Εἶδες ποὺ ἀποφεύγει τὴν καύχηση; Δὲν συνοδεύει τὸν ἀναστημένο Λάζαρο, οὔτε τὸν διατάζει νὰ μείνει μαζί Του, ὥστε νὰ μὴ δώσει τὴν ἐντύπωση σὲ μερικοὺς ὅτι ἐπιδεικνύεται· ἔτσι γνώριζε νὰ δείχνει τὴν ταπεινοφροσύνη Του. Μετὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ θαύματος, ἄλλοι μὲν θαύμαζαν, ἄλλοι δὲ προσῆλθαν καὶ εἶπαν αὐτὸ στοὺς Φαρισαίους.

Τί κάνουν λοιπὸν ἐκεῖνοι; Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἐκπλήττονται καὶ νὰ θαυμάζουν, συνεδριάζουν καὶ ἀποφασίζουν νὰ φονεύσουν Αὐτὸν ποὺ ἀνέστησε τὸν νεκρό. Πόσο μεγάλη ἀνοησία! Ἐκεῖνον ποὺ κατανίκησε τὸν θάνατο στὰ σώματα τῶν ἄλλων, νόμιζαν ὅτι θὰ Τὸν παραδώσουν στὸν θάνατο καὶ λένε: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; (:Τί θὰ κάνουμε; Ὁ κίνδυνος ποὺ μᾶς παρουσιάζεται εἶναι μεγάλος, διότι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κάνει πολλὰ θαύματα)» [Ἰω. 11,47]. «Ἄνθρωπο» ἀκόμη ὀνομάζουν Αὐτὸν ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν τόσο μεγάλη ἀπόδειξη τῆς θεότητάς Του. «Τί νὰ κάνουμε;». Ἔπρεπε νὰ πιστέψουν καὶ νὰ Τὸν λατρεύσουν καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ μὴν Τὸν θεωροῦν πλέον ἄνθρωπο.

«Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος (:ἂν τὸν ἀφήσουμε ἐλεύθερο, ὅπως τὸν εἴχαμε μέχρι τώρα, ὅλοι θὰ πιστέψουν σὲ αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ εἶναι ἑπόμενο νὰ γίνει κάποια ἐπανάσταση. Καὶ τότε θὰ ἐπέμβουν οἱ Ρωμαῖοι καὶ θὰ μᾶς πάρουν καὶ τὸν ἅγιο τόπο τοῦ ναοῦ καὶ θὰ καταλύσουν τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ ἔθνους μας'')» [Ἰω. 11,48]. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σκέπτονται νὰ κάνουν; Θέλουν στὴ συνέχεια νὰ ἐξεγείρουν τὸν λαὸ ὅτι τάχα πρόκειται νὰ κινδυνεύσουν μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ ἐγκαθιδρύσει τυραννικὸ καθεστώς. «Διότι», λένε, «ἐὰν μάθουν οἱ Ρωμαῖοι ὅτι ξεσηκώνει τὸν λαό, θὰ ὑποπτευθοῦν ἐμᾶς καὶ θὰ ἔλθουν καὶ θὰ κατακυριεύσουν τὴν πόλη μας».

Γιὰ ποιό λόγο, πές μου, μήπως δηλαδὴ δίδασκε ἀποστασία; Δὲν ἐπέτρεψε νὰ πληρώσουν φόρο στὸν Καίσαρα; Δὲν θελήσατε νὰ Τὸν κάνετε βασιλιᾶ καὶ ἔφυγε; Δὲν ἐπιδείκνυε τὸν ἄσημο καὶ ἁπλὸ τρόπο ζωῆς, χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε οἰκία, οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο; Αὐτὰ βέβαια τὰ ἔλεγαν ὄχι ἀναμένοντας αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ φθόνο. Καὶ  συνέβῃ, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν αὐτοί, καὶ τὸ ἔθνος τους κυρίευσαν οἱ Ρωμαῖοι καὶ τὴν πόλη τους, ἐπειδὴ φόνευσαν Αὐτόν· καθόσον τὰ συμβαίνοντα ἦσαν ἀπαλλαγμένα ἀπὸ κάθε ὑποψία· διότι Ἐκεῖνος ποὺ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ δίδασκε ἄριστο τρόπο ζωῆς καὶ ἔδινε ἐντολὴ νὰ ὑπακούουν στοὺς ἄρχοντες δὲν ἐγκαθιστοῦσε τυραννικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ τὴν καταργοῦσε.

«Ἀλλὰ αὐτό», λέει ἴσως κάποιος, «τὸ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὰ προηγούμενα». Καὶ ὅμως ἐκεῖνοι δίδασκαν ἀποστασία, ἐνῶ Αὐτὸς τὸ ἀντίθετο. Βλέπεις ὅτι ἦσαν ὑποκρισία ὅσα ἔλεγαν;  Διότι τί παρόμοιο ἐπέδειξε; Εἶχε μαζί Του δορυφόρους ἐπιδεικτικούς; Ἔσυρε μαζί Του ὀχήματα; Δὲν ἐπιδίωκε τοὺς ἔρημους τόπους; Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ φανοῦν ὅτι τὰ λέγουν αὐτὰ ἀπὸ μοχθηρία λέγουν ὅτι κινδυνεύει ἡ πόλη καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐπιβουλεύεται τὴν πολιτεία καὶ ὅτι φοβοῦνται μήπως βρεθοῦν στὸν ἔσχατο κίνδυνο.

Δὲν ὑπῆρξαν αὐτὰ αἴτια τῆς αἰχμαλωσίας σας, ἀλλὰ τὰ ἀντίθετα, καὶ αὐτῆς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς αἰχμαλωσίας στὴ Βαβυλῶνα καὶ αὐτῆς ποὺ συνέβῃ στὴ συνέχεια ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντίοχου. Σᾶς παρέδωσε στοὺς ἐχθρούς σας αἰχμαλώτους, ὄχι ἐπειδὴ ὑπῆρχαν μεταξύ σας ἄνθρωποι ποὺ λάτρευαν τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπῆρχαν μεταξύ σας ἄνθρωποι ποὺ διέπρατταν ἀδικίες καὶ παρόργιζαν τὸν Θεό.

Ἀλλὰ τέτοιος εἶναι ὁ φθόνος· ἅπαξ καὶ τυφλώσει τὴν ψυχὴ κάποιου δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δεῖ τίποτε ἀπὸ ὅσα πρέπει. Δὲν δίδασκε νὰ εἴμαστε ἐπιεικεῖς; Δὲν δίδασκε ὅταν δεχόμαστε ραπίσματα στὸ δεξιό μας μάγουλο νὰ στρέφουμε καὶ τὸ ἄλλο; Δὲν δίδασκε νὰ ὑπομένουμε τίς ἀδικίες ποὺ μᾶς γίνονται; Δὲν δίδασκε νὰ ἐπιδεικνύουμε μεγαλύτερη προθυμία στὰ κακοπαθήματα, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἄλλοι ἐπιδεικνύουν στὸ νὰ διαπράττουν τὴν κακία; Αὐτὰ λοιπόν, πές μου, δὲν εἶναι δείγματα κάποιου ποὺ καταργεῖ μᾶλλον τὴν τυραννικὴ ἐξουσία παρὰ ποὺ τὴ συνιστᾷ;

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ὁμιλίες ΞΒ΄- ΞΔ΄ (ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα), πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 176-193, 202-213, 224-245.

•   Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 74, σελ. 167-179, 185-193 καὶ 208-245.

•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

______________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»