Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Β. Ἐμμανουήλ, Ἱεροψάλτης
«Ζοῦμε σὲ μία χώρα ἐλεύθερη. Λοιπόν, ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ὅμως «ἔχουν γνώση οἱ φύλακες»… Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ποιμένας… Κάποια πράγματα στὴν Ἐκκλησία τὰ ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος.» (Ἐπίσκοπος Φλωρίνης Εἰρηναῖος)
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Θέλοντας νὰ ζυγίζουμε λόγια καὶ ἔργα σύγχρονων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχουμε ἀνάγκη ζυγαριᾶς. Ὄχι φυσικὰ σὰν αὐτὴ τοῦ μανάβη ἢ τοῦ μπακάλη ποὺ ζυγίζει ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἄλλη πιὸ κατάλληλη ποὺ νὰ ζυγίζει πνευματικὰ σὰν αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν ταλαίπωρη Ἑλλάδα μας ἐξαιτίας τῶν κακῶν καὶ πονηρῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν της ἀρχόντων. Ἡ ὑπόθεσή μας ἀπαιτεῖ τὴ χρήση εἰδικῆς ζυγαριᾶς, ζυγαριᾶς ἀκριβείας γιατί οἱ ἐνδείξεις τῆς σκέψης μας ἀλλὰ καὶ τὰ συμπεράσματά μας θὰ πρέπει νὰ εἶναι πρωτίστως δίκαια.
Α΄. «Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ποιμένας…»
Ἀδελφοί, πρὶν ζυγίσουμε, τὸν λόγο αὐτόν, ἂς τοποθετήσουμε ἐνώπιον ὅλων ὡς ἄλλη ζυγαριὰ ἀκριβείας τὸ βιβλίο «ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ»[1], τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη, γιατί ἐντὸς αὐτοῦ βρίσκουμε ἀποτυπωμένη τὴν εἰκόνα τοῦ καλοῦ ποιμένα ποὺ ὁδηγεῖ τὰ λογικὰ πρόβατα «εἰς τόπον χλόης καὶ ἐπὶ ὑδάτων ἀναπαύσεως» (Ψαλμ. 22). «Ὑπὸ τὴν προστασίαν καὶ καθοδήγησιν τοῦ Καλοῦ Ποιμένος» τονίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ, «ὁ πιστὸς ἀτρόμητος διέρχεται διὰ σκιᾶς θανάτου καὶ ἀντιμετωπίζει τὰς μεγαλυτέρας δυσκολίας τῆς ζωῆς» [1 / σελ. 7].
Γιὰ νὰ ὑπολογίσουμε λοιπὸν μὲ ἀκρίβεια τὸ βάρος ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐπισκοπικῆς φράσης ἂς λάβουμε ὑπόψη,
• Ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνόμασε τὸν ἑαυτὸ του «Καλὸ Ποιμένα» μὲ σκοπὸ νὰ διαστείλει, νὰ ξεχωρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ «τῶν κακῶν ποιμένων, τῶν ἀναξίων δηλαδὴ θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν ἀρχόντων τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ», ἐξαιτίας τῶν ὁποίων, «τὰ ποίμνια διαλύονται, τὰ πρόβατα διασκορπίζονται καὶ χάνονται καὶ γίνονται βορὰ τῶν λύκων. Φοβερά», καταλήγει ὁ π. Αὐγουστῖνος, «τὰ οὐαὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τῶν κακῶν ποιμένων» [1 / σελ. 8].
Τὸ ζητούμενο λοιπὸν δὲν εἶναι τὸ ἂν «Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ποιμένας…», ἀλλὰ ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καλὸς ποιμένας!
• Ὅτι «Ὁ Καλὸς Ποιμήν, ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ, εἶνε ὁ Χριστός»! «Δευτερευόντως δὲ ποιμένες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τοῦ πρώτου καὶ μεγάλου ποιμένος καὶ ποιμαινόμενοι ὑπ’ αὐτοῦ, εἶνε οἱ ἐπίσκοποι, τοὺς ὁποίους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὥρισε «ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20, 28).» Καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ π. Αὐγουστῖνος καταλήγει στὴν «μεγίστη εὐθύνη» τῶν ἐπισκόπων. «Διά τοῦτο ἡ εὐθύνη τῶν ἐπισκόπων εἶνε μεγίστη. Αὐτοὶ καὶ οἱ ὑπ’ αὐτοὺς κληρικοὶ ὡς συμποιμένες θὰ δώσουν λόγον διὰ τὴν ἐξ αἰτίας των ἀπώλειαν τῶν προβάτων» [1 / σελ. 8].
Τὸ ζητούμενο καὶ ἐδῶ δὲν εἶναι τὸ ἂν «Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ποιμένας…». Ἀλλὰ ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἐξαρτώμενος ἐκ τοῦ πρώτου καὶ μεγάλου ποιμένος καὶ ποιμαινόμενος ὑπ’ αὐτοῦ ποιμένας. Ἐπιπλέον, ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ποιμένας ποὺ ὄντως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ὅρισε «ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ». Καὶ τέλος, ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει συνείδηση τῆς μεγίστης εὐθύνης γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα, ὅτι δηλαδὴ ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως θὰ δώσει λόγον ὄχι μόνο γιὰ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες καὶ ἀνομίες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ ἐξ αἰτίας του θὰ διασκορπιστοῦν καὶ χαθοῦν καὶ γίνουν βορὰ τῶν λύκων.
Ταιριάζει ἐδῶ νὰ τοποθετήσουμε ἐπάνω στὴν καντιωτικὴ ζυγαριὰ μας δύο ἢ καλύτερα τρεῖς ἀκόμη «βαριές», ἀλλὰ ἀμφιβόλου ἀξίας ἐπισκοπικὲς φράσεις:
1η: «Ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ὅμως, δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτός, καὶ δὲν ἔχω κανένα θεσμικὸ ρόλο ποὺ θὰ ἀποκλείσω ἀνθρώπους καὶ κυρίως μικρὰ παιδιὰ ποὺ θὰ πάρουν μέρος σ’ ἕνα τέτοιο καρναβάλι.».
2η: «Λέμε τὴ γνώμη μας ὡς ἐκκλησία. Ἐγὼ δὲν θέλω σὰν ἐπίσκοπος οἱ Χριστιανοὶ νὰ πᾶνε στὸ καρναβάλι, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ τὸ χαλάσω».
3η: «Ἐπίσης, ἀνέφερε πὼς τὸ καρναβάλι θὰ γίνει «παιδικὴ χαρὰ» γιὰ μικρὰ παιδιὰ» (Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀναστασία Κοτζακόλιου ποὺ φιλοξένησε τὸν Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας, κ.κ. Εἰρηναῖο στὴν ἐκπομπὴ Ραδιοεφημερίδα) [3+]
Β΄. «Κάποια πράγματα
στὴν Ἐκκλησία τὰ ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος»
Γιὰ νὰ ὑπολογίσουμε μὲ ἀκρίβεια τὸ βάρος αὐτῆς τῆς ἐπισκοπικῆς φράσης ἂς λάβουμε καὶ πάλι ὑπόψη τὰ ἑξῆς καντιωτικὰ «σταθμὰ» ἀκριβείας:
• ΚΥΡΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ (ΝΕΟΥ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ «ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ»
«Κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀποστόλων κύριον ἔργον τοῦ ἐπισκόπου πρέπει νὰ εἶνε τὸ κήρυγμα. Διά τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἀνεξιχνιάστοις βουλαῖς τοῦ Θεοῦ, ἐγκαταστάθημεν ὡς ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ταύτη, δὲν ἐπαύσαμεν κηρύττοντας… Πλὴν τοῦ προφορικοῦ κηρύγματος ἀπὸ τετραετίας ἠρχίσαμεν νὰ γράφωμεν καὶ νὰ τυπώνωμεν σύντομο κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἀναγινώσκεται ἐν τοῖς ἱερεῖς ναοῖς καθ’ ἑκάστην Κυριακὴν κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ διανέμεται δωρεάν. Οὕτως ἡ φωνὴ τοῦ ἐπισκόπου ἀκούεται εἰς ὅλας τὰς ἐνορίας…» [1 /σελ. 49].
• ΚΥΡΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ «Ο ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ, Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ»
«Τὸ κύριον ἔργο μου ὡς ἐπισκόπου», σημειώνει ὁ ἱερὸς Πατήρ, «ἦτο ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὁ καταρτισμὸς τῶν νέων ὀλιγογραμμάτων κληρικῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ κατήχησις καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ λαοῦ», καὶ καταλήγει, «Ἡ ποίμνη, ἐκ κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἔπρεπε νὰ ὁδηγηθῆ εἰς σωτηρίους νομὰς καὶ νὰ προφυλαχθῆ ἐκ τῆς ἐπιδράσεως ὀλεθρίων παραδειγμάτων κοσμικῶν, ὑλιστῶν, ἀθέων καὶ αἱρετικῶν ἀνθρώπων. Συνεχεῖς, λοιπόν, καὶ ἀδιάλειπτος διδασκαλία ἐν Ὀρθοδόξῳ πνεύματι…» [1 / σελ. 9-10].
• ΚΥΡΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ «Ο ΕΛΕΓΧΟΣ»
«Συνεχεῖς, λοιπόν, καὶ ἀδιάλειπτος διδασκαλία ἐν Ὀρθοδόξῳ πνεύματι, ἀλλὰ καὶ ἔλεγχος τῶν δημοσίως ἁμαρτανόντων καὶ σκανδαλιζόντων τὸν λαόν, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι. Φλογέρα καὶ σφενδόνη. Φλογέρα ὁ ἐποικοδομητικὸς λόγος. Σφενδόνη ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος. Φλογέρα διὰ νὰ εὐχαριστῆται ὁ λαὸς ἀκούων τὴν φωνὴν τοῦ ποιμένος διηγουμένου τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Σφενδόνη διὰ ν’ ἀντιμετωπίζονται οἱ σκανδαλοποιοὶ καὶ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας.» [1 / σελ. 10]
Ταιριάζει ἐδῶ, νὰ τοποθετήσουμε λίγες ἀκόμη «φράσεις – κλειδιὰ» ἀμφιβόλου ἑρμηνείας τοῦ νέου ἐπισκόπου Φλωρίνης κ.κ. Εἰρηναίου. Φράσεις ποὺ καλῶς ἢ κακῶς ἐπέχουν θέση διδασκαλίας πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἰδού:
1η: «Εἶμαι Χριστιανός, ἔχω πολιτισμό! μένω στὸν ἑαυτό μου καὶ ζῶ πνευματικά. Ἔχουν δικαίωμα καὶ οἱ ἄλλοι νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ κρίνουν.»
2η: «Ἡ θέση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐρωτᾶτε (ἐνν. γιὰ τὸ καρναβάλι) δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι θετική. Ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ὅμως, ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ μία ἐποχή, δημοκρατίας καὶ ἐλευθερίας, καὶ σεβασμοῦ τῶν ἀπόψεων καὶ τῶν θεσμῶν»
3η: «Ζοῦμε σὲ μία χώρα ἐλεύθερη. Λοιπόν, ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ὅμως· «ἔχουν γνώση οἱ φύλακες». Ὑπάρχει δηλαδὴ συνεννόηση· βλέπω ἕνα πολὺ καλλιεργημένο Δήμαρχο καὶ εἶναι Χριστιανός. Τὸ ὅτι κάνει καρναβάλι, ἂς τὸ ποῦμε ἢ μία παρέλαση δὲν σημαίνει ὅτι θὰ χωριστοῦμε σὲ πιστοὺς καὶ ἄπιστους…»
4η: «Ἔχω τὴν διαβεβαίωση, ὅτι δὲν θὰ ‘χει ἅρματα, ὅτι δὲν θὰ ‘χει ἄσεμνα, ἂς τὸ ποῦμε ἄσεμνες εἰκόνες καὶ φυσιογνωμίες καὶ φιγοῦρες, λοιπὸν ἅρματα, ὅπως λέγονται. Καὶ νὰ πῶ καὶ κάτι ποὺ κάθε νοήμων ἄνθρωπος θὰ τὸ καταλάβει! Ἂν δὲν δῶ κάτι, δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρίνω. Θὰ τὸ κρίνω σὲ δεύτερο χρόνο…».
• ΚΥΡΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ «ΝΑ ΠΕΡΙΟΔΕΥΕΙ»
Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος μὲ ὅσα περικλείει ἐντός τῆς ὑπ. Ἀριθμ. 22/26 – 3 – 1974 ἐγκυκλίου πρὸς τοὺς ἐφημερίους ξεκαθαρίζει ὅτι οἱ περιοδεῖες τοῦ ἑκάστοτε ἐπισκόπου σὲ ὁλόκληρη τὴν Μητροπολιτικὴ περιφέρεια, ἀκόμη καὶ στὰ πλέον ἀπομακρυσμένα χωριὰ ἔχουν ἕνα μοναδικὸ σκοπό. Τὸν ἁγιασμὸ τῶν κατοίκων.
Διαβάζουμε σχετικά: «Ποικίλα εἶναι τὰ μέσα τῆς ἐπικοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ λαοῦ ἐν τῇ συγχρόνῳ ἐποχῇ. Ἀλλ’ ἐξ ὅλων τῶν τρόπων ἐπικοινωνίας ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρωτίστως εὐαγγελικῶς καὶ κανονικῶς συνίσταται καὶ ἔχει μεγαλυτέραν σπουδαιότητα εἶναι ἡ ἐπίσκεψις τοῦ ἐπισκόπου εἰς ἑκάστην ἐνορίαν ἐπὶ σκοπῷ ἁγιασμοῦ τῶν κατοίκων διὰ τε τῆς θείας Λειτουργίας καὶ διὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Καὶ εἰς τοῦτο, παρὰ τὰς ἄλλας διοικητικάς μερίμνας καὶ ἐκκλησιαστικάς περιπετείας, δὲν ὑστερήσαμεν» [1 / σελ. 50]…
Σκοπὸς λοιπὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἐπισκόπου στὶς κατὰ τόπους ἐνορίες δὲν εἶναι οἱ «γνωριμίες» μὲ τὸ ποίμνιο»! Ἀλλὰ «ὁ ἁγιασμὸς τῶν ἐνοριτῶν» μέσῳ τῆς τέλεσης τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τοῦ κηρύγματος… Τόσο τὸ κήρυγμα ὅσο καὶ ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἀποτελοῦν μέσα ἁγιασμοῦ καὶ ὄχι πλουτισμοῦ.
Ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Αὐγουστῖνον εὐαγγέλιο ἡ «ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟΝ», ἀποτελεῖ κύριο ἔργο τῶν ἐφημερίων τῆς Μητροπόλεως. Ἰδού: «Παρακαλοῦμεν δέ, ὅπως ἕκαστος ἐφημέριος, ἔχων ὑπ’ ὄψιν ὅλην τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν κατάστασιν τῆς ἐνορίας, εἰς τὴν ἰδίαν ἀναφορὰν γνωρίση καὶ περὶ ποιὰ θέματα ἐπιθυμεῖ νὰ στραφῆ ὁ λόγος τοῦ ἐπισκόπου πρὸς ἐκρίζωση κακιῶν καὶ ἐλαττωμάτων.» (σελ. 51)! Καὶ πάλι: «Διά τῆς ὑπ. Ἀριθμ. 152/15-11-1971 ἡμετέρας ἐγκυκλίου συνεστήσαμεν εἰς ὅλους τούς ἐφημερίους μας, ἵνα ἐρευνῶντες ἐπιμελῶς ἐξ ἀπόψεως θρησκευτικῆς τὰς ἐνορίας των καταρτίσουν πνευματικὸν μητρῷον τῶν ἐνοριτῶν των.»! Καὶ καταλήγει: «Ἡ ἐγκύκλιος ἐκείνη, ὡς γνωστόν, ἐγένετο ἀντικείμενον σφοδρᾶς δημοσιογραφικῆς ἐπιθέσεως ἐκ μέρους ὡρισμένων δημοσιογράφων, οἱ ὁποῖοι εἶχον παρεξηγήσει τὸν σκοπόν τῆς ἡμετέρας πνευματικῆς ἐνεργείας. Ἠναγκάσθημεν διὰ τοῦτο ν’ ἀπαντήσωμεν διὰ σειρᾶς ἄρθρων…» [1/ σελ. 52].
Ταιριάζει καὶ πάλι στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ τοποθετήσουμε δύο ἀκόμη ἐπισκοπικὲς «φράσεις – κλειδιὰ» ἀμφιβόλου ἑρμηνείας…
1η: «Ἡ τοπική μας Ἐκκλησία – ὅπως τὸ λέτε – περιμένει, ἐπικοινωνεῖ, μιλάει λοιπόν, συζητεῖ, συνεννοεῖται μὲ τοὺς ἁρμοδίους, μὲ Δημάρχους, τοὺς ἀντιδημάρχους, λοιπὸν καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξει τὴν κατάσταση. Δὲν μᾶς ἀφορᾶ, θεσμικὰ ἐννοῶ, δηλαδὴ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ δημιουργήσουμε ἢ νὰ καταστρέψουμε, πέρασαν αὐτὰ τὰ χρόνια!»
2η: «Θὰ μποροῦσαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, λοιπὸν – ὅπως ἤρθατε ἐσεῖς σήμερα, ἐδῶ στὴν Πτολεμαΐδα καὶ μὲ εἴδατε, εἴδατε καὶ πόσοι ἄνθρωποι περιμένουν ἀπ’ ἔξω – λοιπόν, πολὺ ὄμορφα, νὰ ‘ρθοῦν, νὰ τοὺς δεχθῶ μὲ πολὺ εὐγένεια, νὰ τοὺς τιμήσω, νὰ συζητήσω, νὰ τοὺς λύσω κάποιες ἀπορίες… . Ἐγὼ εἶμαι ποιμένας, οὔτε δημοσιογράφος, οὔτε πολιτικός…».
• ΚΥΡΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ «Η ΑΜΟΙΒΗ ΤΟΥ»
Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης δὲν ξεχνᾶ νὰ σταθμίσει τὸ βάρος καὶ τὴν ἀξία τῆς «ἀμοιβῆς» τόσο τοῦ καλοῦ ἐπισκόπου, ὅσο καὶ τῶν συνεργατῶν του (κληρικῶν, ἱεροκηρύκων καὶ λαϊκῶν κατηχητῶν)… «Τέλος εἶνε περιττὸν νὰ τονίσωμεν ὅτι κατὰ τὴν νέαν περιοδείαν μας οὐδεμίαν ἀμοιβὴν λαμβάνομεν διὰ Λειτουργίας καὶ ὁμιλίας, ἀδαπάνως λειτουργοῦντες καὶ κηρύττοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ μέχρι τοῦδε. Μία εἶναι ἡ ἀμοιβή, ἡ ὁποία μᾶς ἱκανοποιεῖ, νὰ βλέπωμεν τὸ ποίμνιόν μας νὰ προάγεται εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, νὰ αὐξάνη συνεχῶς πρὸς δημιουργίαν μίας ἐλευθέρας καὶ ζώσης Ἐκκλησίας» [1 / σελ. 51].
Γ’. «Ζοῦμε σὲ μία χώρα ἐλεύθερη.
Λοιπόν, ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ὅμως·
«ἔχουν γνώση οἱ φύλακες»»
Ἀγαπητοί, πράγματι, «Ζοῦμε σὲ μία χώρα ἐλεύθερη. Λοιπόν, ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ὅμως· «ἔχουν γνώση οἱ φύλακες»». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καταθέτουμε ἕνα τελευταῖο ἐγκύκλιο λόγο τοῦ π. Αὐγουστίνου «πρὸς τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαόν».
«2. – ΟΛΟΙ ΑΓΡΥΠΝΟΙ
«Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. 7, 15).
Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, ἀναγκάζομαι νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς περιφερείας μας, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς Πτολεμαΐδος, ἐπὶ τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου, τὸν ὁποῖον διατρέχουν ἀπό… (αἱρετικοὺς ποὺ) ἀποφεύγουν τὸ δημόσιο διάλογο… Ὁ νόμος τῆς πολιτείας ἐναντίον τῆς προπαγάνδας τῶν αἱρετικῶν εἶνε δυστυχῶς ἐπιεικής. Ἀνεξαρτήτως ὅμως ἀπὸ τὴ θέση ποὺ παίρνει τὸ κράτος… ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιτρέπεται ν’ ἀδιαφορήση. Τὰ ὅπλα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι πνευματικά. εἶναι ἡ διαφώτισις, εἶνε ἡ κατήχησις, εἶναι τὸ κήρυγμα, εἶνε τὰ ὀρθόδοξα βιβλία καὶ περιοδικά, εἶνε πρὸ παντὸς ὁ ζηλωτὴς χριστιανός… Ὅπως τὰ μαντρόσκυλα, μόλις ἀντιληφθοῦν λύκο, φωνάζουν καὶ ὁρμοῦν καὶ μὲ τὶς φωνὲς τους ξυπνοῦν καὶ τὸν πιὸ κοιμισμένο τσοπάνο καὶ τρέχει καὶ αὐτὸς ἐναντίον τοῦ λύκου, ἔτσι καὶ οἱ ζηλωτὲς χριστιανοί, ποὺ ἀγαποῦν καὶ πονοῦν τὴν Ἐκκλησία, μένουν ἄγρυπνοι. Μόλις ἀντιληφθοῦν (ἐνν. αἱρετικούς), κάνουν συναγερμὸ καὶ φωνάζουν πρὸς ὅλους τούς ἁρμοδίους καὶ πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις: Φ ύ λ α κ ε ς γ ρ η γ ο ρ ε ῖ τ ε !» [1 / σελ. 410].
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
«Ἕνα παράπονο – εἶπε-ἔχω ἀπό σᾶς. Ποὺ δὲν εἶστε κοντὰ στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἀγωνίζονται…». (Ὁ λόγος αὐτὸς ὑπάρχει σὲ ἐπιστολὴ τοῦ π. Αὐγουστίνου πρὸς τὸν τότε Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος Παῦλο, τὴ σχετικὴ μὲ τὸ «Χειροφίλημα» τοῦ Πάπα)
Σημειώσεις: [1] «ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟΝ (80 ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΑΙ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ)», ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1975, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ»»