AΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Πρός τε Ἰουδαίους καὶ
Ἓλληνας ἀπόδειξις ὅτι ἐστὶ Θεὸς ὁ Χριστός ἐκ τῶν παρά τοῖς
προφήταις πολλαχοῦ περί αὐτοῦ εἰρημένων»
Συνέχεια ΜΕΡΟΣ Β΄ -- το Μέρος Α΄ ΕΔΩ
(:κατά Ιουδαίων και εθνικών, απόδειξη
ότι ο Χριστός είναι Θεός, με βάση όσα είπαν οι προφήτες γι’ Αυτόν σε πολλά
σημεία των βιβλίων τους)
Συνέχεια ΜΕΡΟΣ Β΄
Συνέχεια ΜΕΡΟΣ Β΄
Όμως τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι τέτοια, αλλά συνήθως συμβαίνουν
αντίθετα. Όσο δηλαδή ζουν εκείνοι που ευδοκιμούν, ανθούν και τα πράγματα αυτών·
όταν όμως πεθάνουν, μαζί τους καταλύονται και εκείνα. Και αυτό μπορεί να το δει
κανείς όχι μόνο στην περίπτωση του πλουσίου, ούτε μόνο του άρχοντα, αλλά και
αυτού του ίδιου του βασιλέως. Καθόσον και οι νόμοι τους καταργούνται, και οι
εικόνες αμαυρώνονται, και η ανάμνησή τους σβήνει, και το όνομά τους
λησμονείται, και οι δικοί τους άνθρωποι περιφρονούνται, και όλα αυτά σε
εκείνους που κινητοποιούσαν στρατεύματα, που με ένα νεύμα τους μετέβαλλαν
καταστάσεις δήμων και πόλεων και πραγμάτων, που ήταν στην εξουσία τους να
φονεύουν και να ανακαλούν από την εξορία καταδίκους. Αλλά όμως όλα καταλύονται,
κι αν ακόμη προηγουμένως ευδοκιμούσαν.
Στην περίπτωση όμως του Χριστού συνέβη
εντελώς το αντίθετο. Πριν δηλαδή από τον σταυρό, όλα όσα είχαν σχέση με αυτόν
ήταν απογοητευτικά. Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι άλλοι
μαθητές Του έφυγαν, Αυτός απέμεινε μόνος ανάμεσα στους εχθρούς και πολλοί που
είχαν πιστέψει, αποτραβήχτηκαν. Μετά τη σφαγή όμως και τον θάνατό του, για να
μάθεις ότι εκείνος που σταυρώθηκε δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, κατέστησαν
λαμπρότερα και φαιδρότερα και υψηλότερα τα πράγματα τα σχετικά με αυτόν. Ο
κορυφαίος των Αποστόλων που δεν άντεξε πριν από τον σταυρό ούτε την απειλή της
θυρωρού, αλλά ισχυρίστηκε ύστερα από τόσο μαστίγωμα, ότι δεν Τον γνώριζε, μετά
τον σταυρό περιήλθε ολόκληρη την οικουμένη. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν
άπειρα πλήθη μαρτύρων, προτιμώντας να πεθάνουν μάλλον, παρά να πουν εκείνο που
είπε ο κορυφαίος των Αποστόλων, φοβούμενος την απειλή μιας θυρωρού. Έτσι λοιπόν
από την εποχή του Πέτρου όλες οι πόλεις και η έρημος και η κατοικούμενη και η
ακατοίκητη γη ανακηρύττουμε τον Εσταυρωμένο. Ακόμη και βασιλείς και στρατηγοί
και άρχοντες και ύπατοι και δούλοι και ελεύθεροι και ιδιώτες και σοφοί και
άσοφοι και βάρβαροι και όλες οι φυλές των ανθρώπων και γενικά σε όλη τη γη που
βλέπει ο ήλιος, τόσο πολύ διαδόθηκε το όνομα και η προσκύνηση του Χριστού,
για να μάθεις τι σημαίνει: «θα είναι η ανάπαυσή του γεμάτη από τιμή».
Ο τόπος πάλι που δέχτηκε το Σώμα εκείνο
το σφαγιασμένο, ενώ ήταν μικρός και πάρα πολύ άσημος, τώρα είναι σεμνότερος από
πολλές βασιλικές αυλές και τιμιότερος και από αυτούς ακόμη τους βασιλείς. «Και
θα είναι ο θρόνος και η διαμονή Του γεμάτη από τιμή». Και το παράδοξο αυτό
δεν συνέβη μόνο στον Ίδιο, αλλά το ίδιο ακριβώς συνέβη και στους μαθητές Του.
Εκείνοι δηλαδή που καταδιώκονταν και οδηγούνταν στα δικαστήρια, που
περιφρονούνταν και φυλακίζονταν, εκείνοι που έπασχαν τα μύρια δεινά, μετά τον
θάνατό τους είναι πιο τίμιοι και από τους ίδιους τους βασιλείς. Και πώς είναι;
Πρόσεχε αυτά που θα πω.
Στη Ρώμη, τη βασίλισσα των πόλεων, εγκαταλείποντας
οι πιστοί τα πάντα, τρέχουν στους τάφους του ψαρά και του σκηνοποιού και
βασιλείς ακόμη και ύπατοι και στρατηγοί. Στην Κωνσταντινούπολη πάλι οι βασιλείς
ζήτησαν να ταφούν όχι κοντά στους τάφους των Αποστόλων, αλλά έξω από τους ναούς
και δίπλα στα πρόθυρα αυτών και έγιναν έτσι οι βασιλείς θυρωροί των αλιέων[Η
επιθυμία αυτή των βασιλέων ήταν τιμητική για τους Αποστόλους, επάνω στους
τάφους των οποίων, κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, κτίζονταν προς τιμήν
τους περικαλλείς ναοί] και για την ταφή τους αυτή όχι μόνο δεν ντρέπονται, αλλά
και το έχουν σαν καύχημά τους, όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι απόγονοί τους. «Και
θα είναι», λέγει, «η ανάπαυση αυτού γεμάτη από τιμή».
Τότε θα αντιληφτείς το μέγεθος της τιμής, όταν
μάθεις το σύμβολο αυτού του θανάτου, του θανάτου του καταραμένου, του θανάτου
του πιο αισχρού από όλους. Γιατί αυτό μόνο το είδος του θανάτου θεωρούνταν
καταραμένο.Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω. Από εκείνους που αμάρταναν την
παλαιά εποχή άλλοι καίγονταν, άλλοι λιθοβολούνταν και άλλοι τερμάτιζαν τη ζωή
τους με άλλον τρόπο. Όποιος όμως καρφωνόταν στο ξύλο και κρεμιόταν πάνω σε
αυτό, δεν υπέμενε αυτό μόνο το κακό, το ότι τιμωρούνταν με μια τέτοια καταδίκη,
αλλά και θεωρούνταν αυτός καταραμένος. Γιατί λέγει: «Κεκατηραμένος ὑπὸ
Θεοῦ πᾶς κρεμάμεμενος ἐπὶ ξύλου(:είναι καταραμένος από τον Θεό
καθένας που κρέμεται στο ξύλο)»[Δευτ.21,23]. Αλλά όμως το καταραμένο
αυτό, που ευχόταν κανείς να μην του συμβεί το σύμβολο της χειρότερης τιμωρίας,
τώρα έγινε ποθητό και αξιαγάπητο. Γιατί δεν στολίζει το κεφάλι τόσο πολύ το
βασιλικό στεφάνι, όσο ο σταυρός, που είναι από κάθε κόσμημα τιμιότερος. Και
εκείνο που προηγουμένως το απέφευγαν όλοι με φρίκη, τόσο περιζήτητο είναι
σήμερα από όλους το σχήμα αυτού, ώστε να βρίσκεται αυτό παντού, στους άρχοντες,
στους υπηκόους, στις γυναίκες, στους άντρες, στις παρθένες, στις έγγαμες
γυναίκες, στους δούλους, στους ελεύθερους. Καθόσον όλοι συνεχώς το σχήμα αυτού
κάνουν στο επισημότερο μέρος του σώματος και το μεταφέρουν μαζί τους καθημερινά
τυπωμένο σαν σε στήλη, πάνω στο μέτωπό τους.
Ο σταυρός υπάρχει στην ιερή Τράπεζα, αυτός
στις χειροτονίες των ιερέων, αυτός πάλι διαλάμπει στη Θεία Ευχαριστία μαζί με
το σώμα του Χριστού. Θα μπορούσε κανείς να τον δει να υπάρχει παντού, στα
σπίτια, στις αγορές, στις ερημιές, στους δρόμους, στα βουνά, στις κοιλάδες,
στους λόφους, στις θάλασσες και στα πλοία και στα νησιά, στα κρεβάτια και στα
ενδύματα, στα όπλα, στους γάμους, στα συμπόσια, στα αργυρά και χρυσά σκεύη, στα
μαργαριτάρια, στις τοιχογραφίες, στα σώματα των πολύ αρρώστων ζώων, στα σώματα
εκείνων που ενοχλούνται από δαίμονες, στους πολέμους, στην ειρήνη, στη διάρκεια
της ημέρας και της νύχτας, στις ομάδες εκείνων που διασκεδάζουν και στους
συλλόγους των αθλουμένων. Τόσο περιπόθητο σε όλους έγινε το θαυμαστό αυτό δώρο,
η ανέκφραστη αυτή χάρη. Κανείς δεν ντρέπεται, δεν νιώθει άσχημα, σκεπτόμενος
ότι ο σταυρός είναι σύμβολο του πιο καταραμένου θανάτου, αλλά όλοι με αυτόν
στολιζόμαστε πολύ περισσότερο, παρά με τα στεφάνια και τα στέμματα και τις
άπειρες σειρές των μαργαριταριών. Έτσι όχι μόνο δεν είναι αποφευκτός, αλλά
είναι και ποθητός και αγαπητός και περιζήτητος από όλους, διαλάμπει παντού και
βρίσκεται στους τοίχους των οικιών, στην οροφή, στα βιβλία, στις πόλεις, στα
χωριά, στα ακατοίκητα και στα κατοικημένα μέρη. Ευχαρίστως λοιπόν θα ρωτούσα
τον ειδωλολάτρη: «Από πού ο σταυρός, το σύμβολο αυτό της καταδίκης και του
καταραμένου θανάτου, έγινε σε όλους ποθητός και περιζήτητος, αν δεν ήταν μεγάλη
η δύναμη Εκείνου που σταυρώθηκε;».
Γιατί, αν δεν ήταν τίποτε και αυτό νομίζεις εσύ και
φέρεσαι αδιάντροπα ακόμη και κλείνεις τα μάτια μπροστά στην αλήθεια και
παραμένεις τυφλός μπροστά στο φως, εμπρός να σου αποδείξω και κατ’ άλλον τρόπο
πόσο σπουδαίο είναι αυτό. Ποια λοιπόν είναι η απόδειξη; Υπάρχουν πολλά είδη
βασανιστηρίων στη διάθεση των δικαστών, όπως το ξύλο, τα μαστίγια, οι όνυχες,
οι μολυβδίδες, με τα οποία ξύνουν τα σώματα και ξεσχίζουν τα μέλη και τα
εξαρθρώνουν. Ποιος λοιπόν θα ήθελε τα όργανα αυτά να τα βάλει στο σπίτι του;
Και ποιος θα καταδεχόταν να αγγίξει με το χέρι τα όργανα αυτά των δημίων
ή να τα δει να βρίσκονται δίπλα του; Δεν τα συχαίνονται οι περισσότεροι και
μερικοί μάλιστα τα θεωρούν και σαν μαντικά όργανα και δεν ανέχονται ούτε να τα
αγγίξουν, ούτε και να τα δουν; Δεν φεύγουν μακριά από αυτά; Δεν αποστρέφουν το
βλέμμα τους; Κάτι τέτοιο λοιπόν ήταν παλαιά και ο σταυρός, ή καλύτερα πολύ πιο
φοβερός από αυτά. Γιατί, όπως είπα προηγουμένως, αυτός ήταν σύμβολο όχι απλώς
θανάτου, αλλά του καταραμένου θανάτου.
Πες μου λοιπόν, από πού έγινε τώρα τόσο
περιπόθητος από όλους, τόσο αγαπητός σε όλους και προτιμότερος από όλα; Εκείνο
ακριβώς το ξύλο, πάνω στο οποίο τεντώθηκε το άγιο σώμα και καρφώθηκε, πώς είναι
από όλους περιπόθητο; Και πολλοί άνθρωποι, παίρνοντας ένα μικρό τεμάχιο από
εκείνον και επιχρυσώνοντάς το, το κρεμούν και άντρες και γυναίκες από τον λαιμό
τους και το θεωρούν στολίδι τους, αν και το ξύλο αυτό ήταν σύμβολο
καταδίκης;Αλλά Αυτός που δημιουργεί τα πάντα και μεταβάλλει αυτά, Αυτός που
απάλλαξε την οικουμένη από μία τόση κακία και κατέστησε τη γη ουρανό, Αυτός και
το πράγμα αυτό, που ήταν επονείδιστο και το πιο αισχρό όργανο όλων των θανάτων,
το ύψωσε πιο πάνω από τους ουρανούς. Όλα αυτά λοιπόν προβλέποντας ο
προφήτης έλεγε: «Και θα είναι η ανάπαυση αυτού γεμάτη με τιμή».
Αυτό δηλαδή το σύμβολο του θανάτου(γιατί δεν
θα πάψω να το λέγω συνεχώς αυτό) έγινε για πολλούς μέσο ευλογίας και τείχος
παντός είδους ασφάλειας, θανατηφόρα πληγή του διαβόλου, χαλινάρι των δαιμόνων,
φίμωτρο της δυνάμεως των εχθρών του Χριστού. Αυτό κατάργησε τον θάνατο,
αυτό συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του άδη και συνέθλιψε τους σιδερένιους
μοχλούς, αυτό κατέστρεψε την ακρόπολη του διαβόλου, αυτό απέκοψε της αμαρτίας
τα νεύρα, αυτό λύτρωσε όλη την οικουμένη που ήταν καταδικασμένη και τερμάτισε
τη θεία τιμωρία που καταφερόταν εναντίον της φύσεώς μας. Αλλά τι
λέγω; Εκείνα που δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν η σχιζόμενη θάλασσα και οι
ραγιζόμενες πέτρες, η μεταβολή του ανέμου και το μάννα, που επί σαράντα χρόνια
χορηγούνταν σε τόσες χιλιάδες Ιουδαίων, και ο νόμος και τα τόσα άλλα θαύματα
που έγιναν και στην έρημο και στην Παλαιστίνη, αυτά τα κατόρθωσε ο σταυρός,
όχι σε ένα έθνος, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, ο σταυρός, το καταραμένο αυτό
σύμβολο, που όλοι το απέφευγαν και εύχονταν να μην τους συμβεί και το πιο
επονείδιστο, αυτός κατόρθωσε, μετά τον θάνατο Εκείνου που σταυρώθηκε επάνω
σε αυτόν, να τα κάμει όλα με ευκολία.
Και όχι μόνο αυτά, αλλά και τα όσα επακολούθησαν
δείχνουν τη δύναμή Του. Γιατί ολόκληρη την οικουμένη, που ήταν άγονη σε έργα
αρετής και δεν βρισκόταν σε καθόλου καλύτερη κατάσταση από την έρημη γη και δεν
περίμενε να παράγει κάτι το καλό, την κατέστησε μέσα σε μία στιγμή παράδεισο
και μητέρα πολύτεκνη. Και αυτό το είπε ο προφήτης από πριν λέγοντας τα
εξής: «Εὐφράνθητι, στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ρῆξον καὶ βόησον, ἡ οὐκ
ὠδίδουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα· εἶπε
γὰρ Κύριος(:να αισθανθείς ευφροσύνη, η εξ εθνών Εκκλησία, η μέχρι
σήμερα στείρα, η οποία δεν τεκνοποιούσες. Κράξε και βόησε φωνή ευφρόσυνων
ωδίνων εσύ, η οποία δεν δοκίμασες τους πόνους του τοκετού, διότι περισσότερα
είναι τα τέκνα της ερήμου ανδρός και χήρας, όπως ήσουν μέχρι τώρα εσύ, παρά της
ιουδαϊκής Συναγωγής, η οποία είχε πνευματικό Νυμφίο τον Θεό)» [Ησ.
54,1].
Και αφού την έκαμε τέτοια, της έδωσε
νόμο, που ήταν πολύ καλύτερος από τον προηγούμενο, πράγμα που και αυτό δεν το
αποσιώπησαν οι προφήτες. Και πρόσεχε τι προφήτεψαν και είπαν: «Οὐ
κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου
τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν
τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος. ὅτι αὕτη ἡ
διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος·
διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς·
καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν(:”η νέα
αυτή διαθήκη δεν θα είναι όμοια με εκείνη που έκανα με τους προπάτορες του
παλαιού Ισραήλ και του Ιούδα την ημέρα κατά την οποία τους έπιασα από το
χέρι,για να τους βγάλω ελεύθερους από τη χώρα της Αιγύπτου. Η διαθήκη εκείνη θα
καταργηθεί, διότι αυτοί δεν έμειναν πιστοί στη διαθήκη μου, γι΄αυτό και Εγώ
τους παραμέλησα”, λέγει ο Κύριος· “διότι αυτή είναι η νέα διαθήκη, την οποία
εγώ θα συνάψω με τον οίκο του νέου πνευματικού Ισραήλ ύστερα από τις ημέρες
εκείνες”, λέει ο Κύριος. “Δηλαδή, θα δώσω οπωσδήποτε τους νόμους μου
κατανοητούς και ικανοποιητικούς στη διάνοιά τους και θα εγγράψω αυτούς όχι σε
πλάκες λίθινες, αλλά βαθιά στις καρδιές τους και θα είμαι σε αυτούς Θεός, και
αυτοί θα είναι σε Εμένα λαός εκλεκτός”)» [Ιερ. 38,32-33].
Έπειτα, προλέγοντας και την αιφνίδια και
μαζική μεταβολή, καθώς και την εύκολη διάδοση του κηρύγματος, έλεγε: «Καὶ
οὐ μὴ διδάξωσιν ἕκαστος τὸν πολίτην αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ λέγων·
γνῶθι τὸν Κύριον· ὅτι πάντες εἰδήσουσί με ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν ἕως μεγάλου αὐτῶν,
ὅτι ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν οὐ μὴ μνησθῶ ἔτι(:και
δεν θα διδάξουν τότε ο καθένας τους τον συμπατριώτη του και τον αδελφό του,
λέγοντας: «Μάθε, γνώρισε τον Κύριο»· διότι όλοι θα με γνωρίζουν, από τον πιο
μικρό τους έως τον πιο μεγάλο από αυτούς. Θα με γνωρίζουν όλοι, διότι θα είμαι
γεμάτος έλεος και ευσπλαχνία στις αδικίες τους και δεν θα θυμηθώ πλέον τις
αμαρτίες τους)»[Ιερ.38,34], To ότι επρόκειτο ερχόμενος να συγχωρήσει
τις αμαρτίες όλων και αυτό το προείπε ο προφήτης πάλι λέγοντας τα εξής: «Αυτή
είναι η διαθήκη μου με αυτούς, όταν θα συγχωρήσω τις ανομίες τους και δεν θα
θυμηθώ πια τις αμαρτίες τους» [βλ. παραπάνω, Ιερ.38,33]. Τι θα
μπορούσε να υπάρξει σαφέστερο από αυτό; Γιατί με τις προφητείες αυτές φανέρωσε
την κλήση των εθνών, την υπεροχή του νέου νόμου έναντι του παλαιού, την ευκολία
της αποδοχής του κηρύγματος, τη χάρη εκείνων που πίστεψαν και τη δωρεά που
δόθηκε με το βάπτισμα.
Το ότι Αυτός τα έκαμε όλα αυτά
και ότι Αυτός ο Ίδιος θα έλθει αργότερα ως κριτής, πρόσεχε πως και αυτό το
προλέγουν· γιατί ούτε και αυτό το παρέβλεψαν, παρουσιάζοντας άλλοι τη μορφή με
την οποία πρόκειται να έλθει, και άλλοι προφητεύοντας την έλευσή Του με λόγια μόνο.
Ο Δανιήλ δηλαδή, ζώντας ανάμεσα στους βαρβάρους Βαβυλωνίους, Τον βλέπει να
έρχεται επί των νεφελών· άκουε τα ίδια τα λόγια του προφήτη: «Ἐθεώρουν
(:έβλεπα)», λέγει, «ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν
τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε
καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη Καὶ αὐτῷ ἐδόθη ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία,
καὶ πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν· ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία
αἰώνιος, ἥτις οὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐ διαφθαρήσεται(:συνεπαρμένος
από την θεωρία του νυκτερινού οράματος έβλεπα και ιδού! Ένα πρόσωπο, το οποίο
έμοιαζε με υιό ανθρώπου, ερχόταν επάνω στις νεφέλες του ουρανού, και έφτασε
ενώπιον του Παλαιού των ημερών και οδηγήθηκε ενώπιόν Του από τους αγγέλους. Και
στο πρόσωπο αυτό δόθηκε η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία, όλοι δε οι άνθρωποι,
λαοί, φυλές και γλώσσες θα υπηρετήσουν Αυτόν. Η εξουσία Του θα είναι εξουσία
αιώνια, η οποία δεν θα περάσει, ενώ η βασιλεία Του δεν θα φθαρεί και δεν θα
σβήσει· ποτέ δεν θα έχει τέλος)»[Δαν.7,13-14].
Παριστάνοντας και το δικαστήριό Του λέγει: «Ἐθεώρουν
ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ
λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ
θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς
πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι
μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν(:παρατηρούσα
όλα αυτά με προσοχή, μέχρις ότου στήθηκαν δικαστικοί θρόνοι και ο Παλαιός των
ημερών, ο προαιώνιος και άναρχος Θεός Πατέρας, κάθισε στον θρόνο Του. Το ένδυμά
Του ήταν κατάλευκο σαν το χιόνι και οι τρίχες της κεφαλής Του ήσαν σαν καθαρό
άσπρο μαλλί· ο θρόνος Του ήταν από φλόγες φωτιάς και οι τροχοί του θρόνου ήσαν αναμμένη
φωτιά, που έβγαζε φλόγες. Πύρινος ποταμός έτρεχε ενώπιόν Του. Χιλιάδες χιλιάδων
αγγέλων Τον υπηρετούσαν και μυριάδες μυριάδων αγγέλων στέκονταν πλησίον Του.
Κριτήριο στήθηκε και βιβλία που κατέγραφαν τις πράξεις των κρινόμενων,
ανοίχτηκαν)»[Δαν.7,9-10].
Και όχι μόνο αυτό, αλλά δείχνει και την
τιμή που πρόκειται να έχουν οι δίκαιοι, λέγοντας: «Ἕως οὗ ἦλθεν ὁ
παλαιὸς ἡμερῶν καὶ τὸ κρῖμα ἔδωκεν ἁγίοις Ὑψίστου, καὶ ὁ καιρὸς ἔφθασε καὶ τὴν
βασιλείαν κατέσχον οἱ ἅγιοι(: μέχρις ότου ήλθε ο Παλαιός των ημερών,
ο Οποίος απέδωσε το δίκαιο και έδωσε τη νίκη στους αγίους του Υψίστου
Θεού[στους πιστούς]. Και έτσι έφτασε ο καιρός κατά τον οποίο οι αγιασμένοι από
τη Θεία Χάρη, οι πιστοί κατέλαβαν τη Βασιλεία)»[Δαν.7,22]. Ο
Μαλαχίας πάλι προφητεύει ότι το δικαστήριο εκείνο θα γίνει υπό μορφή πυρός,
λέγοντας: «Διότι αὐτὸς εἰσπορεύεται ὡς πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς ποιὰ
πλυνόντων(: διότι Αυτός εισέρχεται στον κόσμο των
ανθρώπων σαν φωτιά καμινιού, που λιώνει και χωνεύει καθετί, και σαν καθαρτικό
χορτάρι και σταχτόνερο, που χρησιμοποιούν αυτοί που πλένουν τα ρούχα)»
[Μαλάχ.3,2]. Είδες ακρίβεια προφητών, πώς διεκήρυξαν από πριν όλα
εκείνα που επρόκειτο να συμβούν; Πώς λοιπόν τολμάς ακόμη να απιστείς, έχοντας τόσες
μεγάλες αποδείξεις της δυνάμεως Αυτού, προφητείες που λέχτηκαν πριν από τόσα
χρόνια, και βλέποντας τα γεγονότα να συμφωνούν με αυτές, χωρίς καθόλου να
αστοχούν;
Και ότι οι προφητείες αυτές δεν αποτελούν
κατασκευάσματα δικά μας το μαρτυρούν εκείνοι, που και πρώτοι δέχτηκαν τα βιβλία
των προφητών και τα έχουν μέχρι σήμερα, που αν και είναι εχθροί μας και
απόγονοι εκείνων που Τον σταύρωσαν, τα έχουν και σήμερα και τα διατηρούν. «Και
πώς δεν πιστεύουν», λέγει κάποιος ίσως, «αφού έχουν τα βιβλία; Όπως
και τότε απιστούσαν, αν και Τον έβλεπαν να θαυματουργεί. Αλλά αυτό δεν αποτελεί
κατηγορία εκείνου που δεν γίνεται πιστευτό, αλλά εκείνων που παραμένουν τυφλοί
μέσα στο καταμεσήμερο· γιατί και τον κόσμο αυτόν τον έθεσε μπροστά μας σαν
όργανο αρμονικότατο· που αφήνει από παντού φωνές και διακηρύσσει τον
δημιουργό· κι όμως υπάρχουν μερικοί, από τους οποίους άλλοι λένε ότι όλα έγιναν
αυτόματα, άλλοι ότι είναι αγέννητα τα όσα βλέπουμε, άλλοι αποδίδουν τη
δημιουργία και την πρόνοιά τους στους δαίμονες και άλλοι στην τύχη και στην
ειμαρμένη και στις περιφορές των άστρων. Αυτό όμως δεν αποτελεί κατηγορία
του δημιουργού, αλλά η κατηγορία βαρύνει αυτούς, που μετά από τόσα φάρμακα
εξακολουθούν να είναι βαρύτατα ασθενείς. Όπως δηλαδή, όταν μια ψυχή είναι
ευγνώμων, γνωρίζει το πρέπον χωρίς να έχει ανάγκη από πολλά βοηθήματα, έτσι λοιπόν
και όταν είναι αγνώμων και αναίσθητη, κι αν ακόμη έχει απείρους καθοδηγητές,
κυριευμένη από τα πάθη, παραμένει τυφλή.
Πρόσεχε λοιπόν ότι αυτό συμβαίνει παντού, όχι
μόνο στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε άλλες. Πόσοι δηλαδή, ενώ δεν άκουσαν
νόμους, κάνουν μια ζωή απόλυτα σύμφωνη με τους νόμους; Κι άλλοι, που
ανατράφηκαν με τους νόμους από την παιδική τους ηλικία μέχρι τα βαθιά γεράματα,
δεν έπαψαν να τους παραβαίνουν. Τα ίδια συνέβαιναν και παλαιότερα. Γιατί οι
Ιουδαίοι, αν και απόλαυσαν άπειρα σημεία και θαύματα, δεν έγιναν καλύτεροι· ενώ
οι Νινευίτες, ακούοντας ένα μόνο κήρυγμα, μετέβαλαν τρόπο ζωής και απαλλάχθηκαν
από την κακία. Αυτό μπορεί κανείς να το δει να συμβαίνει και σε απλοϊκούς
ανθρώπους και όχι μόνο σε διασήμους. Πόση διδασκαλία δεν απόλαυσε ο Ιούδας, κι
όμως έγινε προδότης; Ποια παραίνεση απόλαυσε ο ληστής; Κι όμως ομολόγησε επάνω
στον σταυρό τον Χριστό και διακήρυξε τη βασιλεία Εκείνου. Μη λοιπόν κρίνεις
τα πράγματα στηριζόμενος στις διεφθαρμένες γνώμες των άλλων, αλλά με βάση την
αλήθεια των πραγμάτων να εκφέρεις την πρέπουσα γνώμη για εκείνους που σκέφτηκαν
ορθά.
Δεν πίστεψαν οι Ιουδαίοι, πίστεψαν όμως οι
Εθνικοί. Και ούτε αυτό αποσιωπήθηκε, αλλά άλλοτε ο Δαβίδ προφητεύοντας
βροντοφωνάζει: «Υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων
αὐτῶν(:Υιοί αλλοεθνείς κατέστησαν άχρηστοι ως πεπαλαιωμένα και
μαραμένα φύλλα και δεν μπόρεσαν να σταθούν ακλόνητοι στους πόδες τους, αλλά ως
χωλοί σκόνταπταν και τρίκλιζαν στους δρόμους τους)» [Ψαλμ.17,46] και
άλλοτε ο Ησαΐας λέγει: «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων
Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;(:Κύριε, ποιος πίστεψε σε αυτά που εμείς
ακούσαμε από Εσένα και κηρύξαμε στους ανθρώπους; Η δύναμη του Κυρίου σε ποιον
φανερώθηκε και έγινε πιστευτή και παραδεκτή;)»[Ησ. 53,1].
Και πάλι: «Ἐμφανὴς ἐγενήθην τοῖς ἐμὲ μὴ
ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν.Εἶπα· ἰδοὺ εἰμι τῷ ἔθνει, οἳ οὐκ
ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα(: έγινα φανερός και αποκάλυψα τον εαυτό μου σε
εκείνους, οι οποίοι δεν με ικέτευαν, επειδή με αγνοούσαν ολοτελώς· βρέθηκα από
εκείνους, οι οποίοι δεν ζητούσαν να με βρουν. Είπα: Ιδού,είμαι παρών. Το είπα
σε έθνος το οποίο δεν επικαλέστηκε το Όνομά μου)» [Ησ. 65,1]. Αλλά
και κατά την παρουσία Του στη γη πίστεψαν σε Αυτόν η Χαναναία [Ματθ. 15,21-28
και Μάρκ.7,24-30] και η Σαμαρείτιδα[Ιω.4,5 κ.ε.], ενώ οι ιερείς και οι άρχοντες
τον πολεμούσαν και τον επιβουλεύονταν και εμπόδιζαν και τους άλλους και
απομάκρυναν από τη συναγωγή εκείνους που πίστευαν σε Αυτόν. Ας μη σε ξενίζουν
λοιπόν καθόλου αυτά. Η ζωή μας είναι γεμάτη από πολλά τέτοια παραδείγματα, που
συνέβηκαν και κατά τις ημέρες μας και παλαιότερα. Άλλωστε, αν όχι όλοι,
οπωσδήποτε όμως πολλοί και από τους Ιουδαίους πίστεψαν και τότε και τώρα, αν
όμως δεν πίστεψαν όλοι, δεν είναι ούτε πρωτάκουστο, ούτε παράδοξο. Γιατί τέτοια
είναι η αγνωμοσύνη, τέτοια η απερίσκεπτη διάνοια, τέτοια η ψυχή που
κυριαρχείται από πάθη.
Αλλά αφού αναφέραμε τις προφητείες που
πριν από τόσα χρόνια έχουν λεχθεί και διακηρυχθεί από τους προφήτες, εμπρός ας
εξετάσουμε και εκείνες που λέχτηκαν από τον Ίδιο για τα όσα πρόκειται να
συμβούν στο μέλλον, όταν περιερχόταν τη γη και συναναστρεφόταν τους ανθρώπους,
ώστε να μάθεις και από αυτές τη δύναμή Του. Όταν λοιπόν ήλθε τότε στη γη και
πραγματοποιούσε το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, τόσο εκείνων που ζούσαν
τότε, όσο και των μελλοντικών γενεών, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους προς
επιτυχία του σκοπού του αυτού. Και πρόσεχε τι κάνει. Ενεργεί θαύματα και
προλέγει ορισμένα γεγονότα που θα συνέβαιναν μετά από πολλά χρόνια. Και έτσι με
εκείνα που γίνονταν τότε, παρείχε στους ακροατές την εγγύηση για όλα εκείνα που
θα συνέβαιναν μελλοντικά, ενώ στις μελλοντικές γενεές αποδεικνύει με το ότι
πραγματοποιήθηκαν όλα εκείνα που προείπε, ότι τα θαύματα που έγιναν κατά την
εποχή εκείνη είναι αξιόπιστα, και με τη διπλή αυτή απόδειξη κάνει πιστευτά και
τα περί της Βασιλείας.
Και πράγματι οι προφητείες Του ήταν διπλές· άλλες
επρόκειτο να εκπληρωθούν κατά την παρούσα ζωή, και άλλες μετά τη συντέλεια του
κόσμου, και με το ένα είδος των προφητειών έκανε πιστευτό το άλλο και έδειχνε
με μεγάλη βεβαιότητα ότι θα επαληθευτούν αυτές. Εννοώ το εξής με αυτό που
λέγω· γιατί πραγματικά ο λόγος είναι ασαφής, γι΄αυτό θα επιχειρήσω να τον κάνω
πιο σαφή. Δώδεκα ήταν τότε οι μαθητές που Τον ακολουθούσαν, και κανείς τότε δεν
μπορούσε να σκεφτεί της Εκκλησίας την πραγματικότητα, αλλά ούτε και το όνομα,
γιατί τότε η συναγωγή ανθούσε ακόμη. Τι λοιπόν είπε και προανήγγειλε τη στιγμή
εκείνη που όλη σχεδόν η οικουμένη ήταν κυριευμένη από την ασέβεια; «Ἐπὶ
ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν
αὐτῆς(:επάνω στον βράχο της αληθινής πίστεως θα οικοδομήσω την
Εκκλησία μου· και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα
υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και
αθάνατη)» [Ματθ.16,18]. Όπως θέλεις εξέτασε τον λόγο αυτόν, και θα
δεις παντού να διαλάμπει η αλήθειά του. Και δεν είναι θαυμαστό αυτό μόνο, το
ότι οικοδόμησε την Εκκλησία σε ολόκληρη την οικουμένη, αλλά και το ότι την
κατέστησε ακατανίκητη, αν και ενοχλούνταν από τόσους πολέμους. Γιατί το «πύλες
του άδη δεν θα υπερισχύσουν αυτής», σημαίνει τους κινδύνους εκείνους που
οδηγούν στον άδη. Είδες αλήθεια προρρήσεως; Είδες δύναμη εκπληρώσεως;Είδες
λόγους που διαλάμπουν επάνω στα γεγονότα, δύναμη ακαταμάχητη που τα κατορθώνει
όλα με ευκολία; Μη δηλαδή, επειδή ο λόγος «θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου»
είναι σύντομος, τον προσπεράσεις επιπόλαια, αλλά ανάπτυξέ τον στον νου σου, και
σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα είναι το να γεμίσει την Εκκλησία, που είχε
εξαπλωθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλη την υφήλιο, από τόσους
πιστούς, να μεταβάλει την πίστη τόσων εθνών, να μεταπείσει λαούς, να καταργήσει
πατρικά έθιμα, να ξεριζώσει συνήθειες βαθιά ριζωμένες, να διαλύσει σαν σκόνη
την τυραννική εξουσία της ηδονής και τη δύναμη της κακίας, να εξαφανίσει σαν
καπνό τους βωμούς και τους ναούς και τα είδωλα και τις τελετές και τις βέβηλες
εορτές και την ακάθαρτη κνίσα των θυσιών, και να ανεγείρει παντού θυσιαστήρια,
στη χώρα των Ρωμαίων και των Περσών και των Σκυθών και των Μαύρων και των Ινδών·
τι λέγω; Πιο πέρα και από τα σύνορα της δικής μας αυτοκρατορίας [ως
«οικουμένη» εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος εννοεί μάλλον την επικράτεια της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας]. Γιατί και τα βρετανικά νησιά, που είναι έξω από αυτή τη
θάλασσα[εννοεί τη Μεσόγειο Θάλασσα] και βρίσκονται μέσα στον ωκεανό, γνώρισαν
τη δύναμη του λόγου αυτού, καθόσον και εκεί έχουν ιδρυθεί Εκκλησίες και
στήθηκαν θυσιαστήρια. Ο λόγος εκείνος που τον είπε τότε, αυτός έχει φυτευτεί
στις ψυχές όλων και βρίσκεται στα στόματα όλων. Και όλη η γη που, όπως θα
μπορούσαμε να πούμε, ήταν γεμάτη αγκάθια, καθαρίστηκε και έγινε καθαρή και
καλλιεργήσιμη γη και δέχτηκε τα σπέρματα της ευσεβείας.
Είναι μεγάλο πραγματικά, πολύ μεγάλο, ή
καλύτερα δείχνει σε υπερβολικό βαθμό το μέγεθος της θείας δυνάμεως, το ότι
μπόρεσαν, και αν ακόμη κανείς δεν τους ενοχλούσε, αλλά επικρατούσε ειρήνη, και
πολλοί που τους εμπόδιζαν ήταν νικημένοι και δεν υπήρχε εχθρός κανείς, τόσο
πολύ κόσμο να τον απαλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη από συνήθεια κακή με
την οποία ζούσε επί τόσα χρόνια, και να τον μεταθέσουν σε άλλη, πολύ πιο
δύσκολη. Και δεν είχαν αντίπαλο μόνο τη συνήθεια, αλλά και την ηδονή,
δύο πράγματα τυραννικά. Γιατί εκείνα που τα είχαν παραλάβει πριν από πολλά
χρόνια από τους πατέρες και τους πάππους και τους προπάππους και τους πριν από
αυτούς ακόμη, καθώς και από τους φιλοσόφους και τους ρήτορες, αυτά πείθονταν να
τα αρνηθούν, αν και ήταν πάρα πολύ δύσκολο να δεχτούν μια νέα συνήθεια που είχε
μπει στον κόσμο, και το χειρότερο βέβαια από όλα, που ήταν πολύ επίπονη.
Γιατί τους απομάκρυνε από την τρυφή και τους οδηγούσε στην ακτημοσύνη· τους
απομάκρυνε από την ασέλγεια και τους οδηγούσε στη σωφροσύνη· τους απομάκρυνε
από τον φθόνο και τους οδηγούσε στη φιλοφροσύνη· τους απομάκρυνε από την
πλατειά και ευρύχωρη οδό και τους οδηγούσε στη στενή και θλιμμένη και
απόκρημνη, οδηγούσε εκείνους που είχαν ανατραφεί για να βαδίσουν την πλατειά
οδό[βλ. Ματθ.7,13-14].
Γιατί βέβαια δεν πήρε άλλους ανθρώπους, που ζούσαν
έξω από τον κόσμο και τη συνήθεια αυτή, αλλά εκείνους τους ίδιους, που είχαν
κατασαπίσει από τις συνήθειες αυτές και είχαν γίνει και από τον πηλό
μαλακότεροι, αυτούς πρόσταξε να βαδίσουν τη στενή και γεμάτη θλίψεις οδό, την
τραχεία και δύσκολη, και τους έπειθε. Και πόσους έπειθε; Όχι δύο και δέκα και
είκοσι και εκατό, αλλά όλους σχεδόν τους ανθρώπους που κατοικούσαν στην
υφήλιο. Και με ποιους τους έπειθε; Με ένδεκα ανθρώπους, αγράμματους,
ιδιώτες, που δεν ήξεραν γλώσσες, που ήταν άσημοι και φτωχοί, που δεν είχαν
πατρίδα, δεν είχαν χρήματα πολλά, ούτε δύναμη σωματική, ούτε παρελθόν ένδοξο,
ούτε προγονική λαμπρότητα, ούτε δύναμη λόγου, ούτε ρητορική δεινότητα, ούτε την
προστασία που προσφέρει η γνώση, αλλά ήταν άνθρωποι αλιείς, σκηνοποιοί,
αλλόγλωσσοι. Γιατί δεν είχαν την ίδια γλώσσα με εκείνους που πίστευαν, αλλά
μιλούσαν ξένη γλώσσα και διαφορετική από όλες τις άλλες, εννοώ την εβραϊκή
γλώσσα, και με αυτούς οικοδόμησε την Εκκλησία, που εκτείνεται από το ένα
άκρο μέχρι το άλλο άκρο της γης.
Και δεν είναι αυτό μόνο θαυμαστό, αλλά και το
ότι οι λίγοι αυτοί ιδιώτες και φτωχοί και άσημοι και αγράμματοι και ταπεινοί
και αλλόγλωσσοι και ευκαταφρόνητοι, που τους ανατέθηκε η διόρθωση όλης της
οικουμένης και πήραν εντολή να την οδηγήσουν σε πολύ δυσκολότερα πράγματα, δεν
τα έκαναν αυτά σε κατάσταση ειρήνης, αλλά μέσα στους άπειρους πολέμους που
εξεγείρονταν εναντίον τους από παντού. Πραγματικά σε κάθε έθνος και σε κάθε
πόλη· τι λέγω σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη; Σε κάθε σπίτι ξεσπούσε εναντίον
τους πόλεμος. Γιατί γενόμενη αποδεκτή η διδασκαλία χώριζε πολλές φορές το παιδί
από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον αδελφό από τον αδελφό, τον δούλο
από τον κύριο, τον αρχόμενο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα, τη
γυναίκα από τον άνδρα, και τον πατέρα από τα παιδιά, γιατί δεν πείθονταν όλα
αμέσως, δημιουργούσε καθημερινές έχθρες και συνεχείς πολέμους, προξενούσε σε
αυτούς άπειρους θανάτους, και γινόταν αιτία να τους αποφεύγουν σαν εχθρούς και
πολέμιους όλων. Καθόσον όλοι τους καταδίωκαν, βασιλείς, άρχοντες, ιδιώτες,
ελεύθεροι, δούλοι, δήμοι, πόλεις· και όχι μόνο αυτούς, αλλά -το πιο φοβερό
βέβαια- και εκείνους που μόλις είχαν ασπαστεί την πίστη, που λάμβαναν την
κατήχηση από αυτούς. Είχε δηλαδή κηρυχτεί ένας κοινός πόλεμος εναντίον και
των μαθητών και των διδασκάλων, επειδή η διδασκαλία φαινόταν αντίθετη και προς τα
βασιλικά διατάγματα και προς τις συνήθειες και προς τα πατρικά έθιμα. Γιατί
τους προέτρεπαν να μην προσκυνούν τα είδωλα, να καταφρονούν τους βωμούς, τους
οποίους οι πατέρες τους και όλοι οι πρόγονοί τους λάτρευαν, να αποφεύγουν τα
βδελυρά δόγματα, να περιφρονούν τις εορτές και να αποστρέφονται τις τελετές,
πράγματα που θεωρούνταν από εκείνους και γεμάτα από πολλή φρίκη και πάρα πολύ
φοβερά και για τα οποία θα έδιναν ακόμη και την ίδια τη ζωή τους, παρά να
αποδεχθούν τους λόγους αυτών και να πιστέψουν σε Εκείνον που γεννήθηκε από τη
Μαρία, σε Εκείνον που οδηγήθηκε στο ηγεμονικό δικαστήριο, που δέχτηκε
εμπτυσμούς και έπαθε μύρια δεινά· σε εκείνον που υπέμεινε θάνατο καταραμένο,
που τάφηκε και αναστήθηκε.
Και το παράδοξο είναι ότι τα πάθη Του ήταν γνωστά
σε όλους,όπως τα μαστιγώματα, οι πληγές στα μάτια, οι ύβρεις που συνοδεύονταν
από τους εμπτυσμούς στο πρόσωπο, τα ραπίσματα, ο σταυρός, τα πολλά χλευάσματα,
η διακωμώδηση από όλους, η ταφή που επιτράπηκε να γίνει σαν χάρη, ενώ τα
σχετικά με την Ανάσταση δεν ήταν ακόμη γνωστά(γιατί μετά την ανάστασή Του
φανερώθηκε μόνο σε αυτούς)· αλλά όμως λέγοντάς τους αυτά, τους έπειθαν, και
έτσι οικοδομούσαν την Εκκλησία. Πώς και με ποιον τρόπο; Με τη δύναμη Εκείνου
που τους έδωσε αυτήν την εντολή. Γιατί Αυτός ήταν που βάδιζε μπροστά από
αυτούς, Αυτός έκανε όλα τα δύσκολα εύκολα. Γιατί, αν δεν ήταν κάποια
θεία δύναμη που κατόρθωνε αυτά, δεν θα ήταν δυνατό ούτε αρχή να λάβουν. Πώς
δηλαδή θα ήταν δυνατό; Αλλά Εκείνος που είπε: «ας γίνει ο ουρανός» και
έγινε ο λόγος έργο, και «ας θεμελιωθεί η γη», και παρήγαγε την ύλη, και
«ας λάμψει ο ήλιος» και παρουσίασε το άστρο, και όλα τα έκαμε με τον
λόγο Του, Αυτός φύτευσε και τις εκκλησίες αυτές· και ο λόγος Του εκείνος : «θα
οικοδομήσω την Εκκλησία μου», αυτός δημιούργησε το παν. Γιατί τέτοιοι
είναι οι λόγοι του Θεού, δημιουργοί έργων, έργων θαυμαστών και παράδοξων.
Όπως ακριβώς δηλαδή είπε: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός·
βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου ας βλαστήσει η γη βοτάνη χόρτου σπεῖρον σπέρμα
κατὰ γένος καὶ καθ' ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὖ τὸ σπέρμα
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἐγένετο οὕτως(: και είπε ο
Θεός, εκφράζοντας τη θεία και αγαθή βουλή Του ως πρόσταγμα: να βλαστήσει
η γη χλόη, χορτάρι να φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας από τους οποίους να παράγει
σπόρο ανάλογα με το είδος και την ποικιλία του, ώστε να διαιωνίζονται να
φυτρώσουν δέντρα δασικά)να παράγουν ξυλεία) και οπωροφόρα, οι καρποί των οποίων
να περιέχουν τα σπέρματά τους, το καθένα ανάλογα με το ιδιαίτερο είδος του· η
χλόη, οι θάμνοι, τα δέντρα να καλύψουν την επιφάνεια της γης. Και ευθύς αμέσως
το θείο πρόσταγμα έγινε έργο)» [Γέν.1,11] και όλα αμέσως έγιναν
παράδεισος, όλα έγιναν λειβάδια και γέμισε από φυτά η γη που δέχτηκε το
πρόσταγμα, έτσι και τώρα είπε: «θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου» και με
μεγάλη ευκολία έγινε αυτό.
Και ενώ οπλίζονταν εναντίον της τύραννοι, οι
στρατιώτες πρόβαλλαν κατ’αυτής τα όπλα τους, τα πλήθη του λαού μαίνονταν με
σφοδρότητα μεγαλύτερη εκείνης του πυρός, η συνήθεια αντιπαρατασσόταν, και οι
ρήτορες και οι σοφιστές και οι πλούσιοι και οι ιδιώτες και οι άρχοντες
ξεσηκώνονταν εναντίον της, ερχόμενος ο λόγος του Θεού με σφοδρότητα μεγαλύτερη
της φωτιάς κατέκαυσε τα αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς και έσπειρε τον λόγο του
κηρύγματος. Και ενώ άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στη φυλακή, άλλοι
εξορίζονταν εκτός της πατρίδος, άλλων δημευόταν η περιουσία τους, άλλοι
φονεύονταν και κατασφάζονταν, άλλοι ρίχνονταν στη φωτιά, άλλοι καταποντίζονταν
στη θάλασσα και υπέμεναν κάθε είδος τιμωρίας ατιμαζόμενοι, απομακρυνόμενοι από
τα σπίτια τους και διωκόμενοι από παντού σαν κοινοί εχθροί, εντούτοις άλλοι όλο
και περισσότεροι προσέρχονταν, που όχι μόνο δεν έδειχναν απροθυμία στο να
πιστέψουν εξαιτίας των όσων έπασχαν άλλοι, αλλά και προθυμότεροι γίνονταν, και
πολύ περισσότερο πηδούσαν μέσα σ’ αυτά τα καλά δίχτυα, και έτσι ψαρεύονταν όχι
εξαναγκαζόμενοι ούτε εκβιαζόμενοι, αλλά προστρέχοντας μόνοι τους και νιώθοντας
ευγνωμοσύνη προς εκείνους που τους οδηγούσαν στον Χριστό· και ενώ έβλεπαν
χειμάρρους αιμάτων να τρέχουν από εκείνους που είχαν ήδη πιστέψει, γίνονταν πιο
θερμοί στην πίστη και πιο θαρραλέοι.
Και όχι μόνο οι μαθητές, αλλά και οι
διδάσκαλοι, αν και άλλοι από αυτούς φυλακίζονταν, άλλοι διώκονταν, άλλοι
μαστιγώνονταν και άλλοι έπασχαν μύρια άλλα κακά, καθημερινά οι μαθητές γίνονταν
περισσότεροι και πολύ πιο σπουδαιότεροι. Και βροντοφωνάζει ο Παύλος λέγοντας: «Καὶ
τοὺς πλείονας τῶν ἀδελφῶν ἐν Κυρίῳ πεποιθότας τοῖς δεσμοῖς μου περισσοτέρως
τολμᾶν ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν(:και οι περισσότεροι απ’ τους
αδελφούς ενισχύθηκαν στην πίστη τους προς τον Κύριο και απέκτησαν θάρρος από τα
δεσμά και τη φυλάκισή μου, ώστε να έχουν τώρα περισσότερη τόλμη να κηρύττουν
άφοβα τον λόγο του Ευαγγελίου)» [Φιλιπ.1,14]. Και αλλού πάλι: «Ὑμεῖς
γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν, τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν
καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν
καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ
πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων(:Τον δεχθήκατε ως λόγο Θεού, διότι εσείς,
αδελφοί, γίνατε μιμητές των Εκκλησιών του Θεού που είναι στην Ιουδαία ενωμένες
με τον Ιησού Χριστό. Και γίνατε μιμητές εκείνων, διότι κι εσείς πάθατε τα ίδια
από τους ομοεθνείς σας, όπως κι εκείνοι από τους Ιουδαίους που δεν πίστεψαν
στον Ιησού Χριστό. Αυτοί είναι που θανάτωσαν και τον Κύριο Ιησού και τους
προφήτες τους, και καταδίωξαν σκληρά κι εμάς. Αυτοί και στον Θεό δεν αρέσουν,
και τους ανθρώπους όλους εχθρεύονται, αφού καταπολεμούν τον Σωτήρα του κόσμου)»
[Α΄Θεσ. 2,14-15]. Γράφοντας, πάλι, σε άλλους έλεγε τα εξής: « Ἀναμιμνήσκεσθε
δὲ τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι
θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ
τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν
ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν(:να θυμάστε τις
προηγούμενες ημέρες κατά τις οποίες φωτιστήκατε με το βάπτισμα και με τη γνώση
της αλήθειας και υπομείνατε πολλή άθληση και αγώνα παθημάτων και διωγμών. Από
το ένα μεν μέρος με ονειδισμούς και ύβρεις και με θλίψεις σας θεάτριζαν και σας
διαπόμπευαν· από το άλλο όμως μέρος με τη συμπάθεια και βοήθειά σας γίνατε
συμμέτοχοι εκείνων, οι οποίοι έτσι καταδιώκονταν και ζούσαν εν μέσω θλίψεων και
κατατρεγμών. Και πράγματι γίνατε και εσείς συμμέτοχοι των καταδιωκομένων για το
όνομα του Χριστού· διότι και στα δεσμά μου, όταν ήμουνα στη φυλακή, δείξατε
συμπάθεια, και την αρπαγή και τη δήμευση της περιουσίας σας δεχτήκατε με χαρά,
επειδή γνωρίζατε ότι έχετε για τον εαυτό σας καλύτερη περιουσία στους ουρανούς,
που είναι μόνιμη και αιώνια)» [Εβρ.10,32-34].
Είδες την υπερβολική δύναμη Εκείνου που
ενήργησε αυτά; Όχι μόνο δηλαδή δεν λυπούνταν, όχι μόνο δεν θλίβονταν
παθαίνοντας αυτά, αλλά και χαίρονταν και σκιρτούσαν και πηδούσαν από χαρά. Και
γι’αυτά λοιπόν ο Παύλος λέγει αυτά, ότι δηλαδή την δήμευση της περιουσίας τη
δέχτηκαν με ευχαρίστηση[Αυτόθι], ενώ ο Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων, μιλώντας
για τους διδασκάλους, λέγει ότι «οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ
προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι(:ύστερα
λοιπόν από τις απειλές και την κακομεταχείριση αυτή που δέχθηκαν οι απόστολοι,
έφυγαν από το συνέδριο με μεγάλη χαρά, διότι αξιώθηκαν να υποστούν ατιμωτική
τιμωρία για χάρη του ονόματός Του)» [Πράξ.5,41].
Για τον εαυτό του πάλι ο Παύλος λέγει: «Νῦν
χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων
τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία(:η
αποστολική μου δράση βέβαια εμποδίστηκε προς το παρόν, διότι είμαι
φυλακισμένος. Αλλά τώρα, παρά τη φυλάκισή μου αυτή, χαίρομαι για τα παθήματα
που υποφέρω για τη σωτηρία σας. Με τα παθήματά μου αυτά αναπληρώνω τα
υστερήματα των θλίψεων του Χριστού, και πάσχω εγώ στο σώμα μου τα όσα δεν
πρόφθασε να πάθει ο Χριστός. Και τα υποφέρω για χάρη του σώματος του Χριστού,
το οποίο είναι η Εκκλησία)»[Κολ. 1,24]. Και γιατί θαυμάζεις που
χαιρόταν για τα παθήματά του, τη στιγμή που και όταν επρόκειτο να υποστεί τον
θάνατο όχι μόνο χαιρόταν, αλλά καλούσε και τους μαθητές να πάρουν μέρος στην
ευφροσύνη, πράγμα που δείχνει ψυχή υπερβολικά ευφραινόμενη, λέγοντας τα εξής: «Ἀλλ᾿
εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν, χαίρω καὶ
συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν· τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι(:αλλά κι αν ακόμη χύνω
το αίμα μου ως σπονδή επάνω στη θυσία που προσφέρω στο Θεό ως λειτουργία – και
η θυσία και η λειτουργία μου αυτή είναι η πίστη σας, την οποία αποκτήσατε και
με τη δική μου συνδρομή και την οποία προσφέρω στο Θεό ως έργο ιερής λατρείας –
χαίρομαι που γίνομαι σπονδή˙ και χαίρομαι μαζί με όλους σας για το σωτήριο
αποτέλεσμα που θα έχετε. Ακριβώς λοιπόν το ίδιο να κάνετε κι εσείς. Μη
λυπάστε καθόλου. Αλλά να χαίρεστε για την πίστη σας, και να χαίρεστε μαζί μου
για το μαρτύριό μου)» [Φιλιπ.2,17-18].
Πες μας λοιπόν, τι συνέβηκε και γέμισες από τόση
χαρά; «Ἐγὼ», λέγει, «γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς
ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε (: εγώ τώρα χύνω το αίμα μου ως σπονδή και
θυσία στον Θεό· και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ
κοντά)» [Β΄Τιμ.4,6].
Έτσι λοιπόν οικοδομούσαν σε όλα τα μέρη της γης την
Εκκλησία. Αν και βέβαια κανείς δεν θα μπορούσε διωκόμενος και εμποδιζόμενος να
κτίσει ούτε ένα τοίχο με λίθους και ασβέστη, όμως αυτοί οικοδόμησαν τόσες
Εκκλησίες σε ολόκληρη την οικουμένη,δημευόμενοι, μαστιγούμενοι, σφαγιαζόμενοι,
καιόμενοι, καταποντιζόμενοι μαζί με τους μαθητές τους. Και τις οικοδόμησαν όχι
με λίθους, αλλά με ψυχές και προαιρέσεις, πράγμα που είναι πολύ πιο
δύσκολο από του να κτίζει κανείς με λίθους. Γιατί δεν είναι ίσο το να κτίσεις
έναν τοίχο και το να πείσεις να αλλάξει τρόπο ζωής μια ψυχή, που επί τόσα
χρόνια είχε διαφθαρεί από τους δαίμονες και να απομακρυνθεί από τη μανία εκείνη
και να οδηγηθεί σε μία τόσο μεγάλη σωφροσύνη. Αλλά όμως αυτό το κατόρθωσαν
γυμνοί και ανυπόδητοι, περιερχόμενοι με ένα μόνο χιτώνα όλη την οικουμένη, γιατί
είχαν σύμμαχο και βοηθό την ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου που είπε: «ἐπὶ
ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν
αὐτῆς(:επάνω στον βράχο της αληθινής πίστεως, θα οικοδομήσω την
Εκκλησία μου. Και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα
υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και
αθάνατη)» [Ματθ.16,18]
Απαρίθμησε λοιπόν πόσοι τύραννοι από τότε
παρατάχτηκαν εναντίον της, πόσοι υπεκίνησαν φοβερότατους διωγμούς, σε ποια
κατάσταση βρίσκονταν παλαιότερα όλα, τότε δηλαδή που μόλις είχε φυτευτεί η
πίστη, τότε που οι διάνοιες των ανθρώπων ήταν πιο απαλές. Ειδωλολάτρες βασιλείς
ήταν ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρωνας, ο Ουεσπασιανός, ο Τίτος και
όλοι οι μετέπειτα μέχρι τους χρόνους του μακαρίου Κωνσταντίνου. Και όλοι αυτοί,
άλλοι λιγότερο, και άλλοι περισσότερο, πολεμούσαν την Εκκλησία, οπωσδήποτε όμως
όλοι την πολεμούσαν. Αν μερικοί από αυτούς φάνηκαν να ησυχάζουν έναντί τους,
αυτό ακριβώς το γεγονός, το ότι ήταν οι βασιλείς γνωστοί για την ασέβειά τους,
γινόταν αφορμή διωγμών, γιατί άλλοι τους κολάκευαν και τους υπηρετούσαν στον
πόλεμο κατά της Εκκλησίας. Αλλά όμως όλες αυτές οι επιβουλές και οι επιθέσεις
έσπασαν πιο εύκολα και από τον ιστό της αράχνης, διαλύθηκαν πιο γρήγορα και από
τον καπνό και εξαφανίστηκαν και από τη σκόνη ταχύτερα. Γιατί με τα όσα κακά
διέπραξαν, δημιούργησαν ένα πλήθος μαρτύρων και άφησαν στην Εκκλησία τους
αθάνατους εκείνους θησαυρούς, τους στύλους, τους πύργους, και έγιναν για τους
μεταγενέστερους πρόξενοι μεγάλης ωφέλειας, όχι μόνο όσο ζούσαν, αλλά και μετά
τον θάνατό τους.
Είδες δύναμη προρρήσεως; «Και οι πύλες του άδη
δεν θα υπερισχύσουν αυτής». Από αυτά πίστευε και για τα μελλοντικά, ότι
δηλαδή κανείς δεν θα μπορέσει να τη νικήσει. Γιατί, αν δεν κατόρθωσαν να τη
νικήσουν τότε που αποτελούνταν από λίγους και θεωρούνταν το πράγμα σαν
καινοτομία, τότε που η διδασκαλία μόλις είχε παγιωθεί και τόσοι πόλεμοι και
τόσες μάχες εξεγείρονταν από παντού εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα
μπορέσουν να τη νικήσουν τώρα που κατέλαβε αυτή ολόκληρη την οικουμένη και κάθε
τόπο και τα βουνά και τα λαγκάδια και τους λόφους, και αυτήν ακόμη τη θάλασσα
και όλα τα υπό τον ήλιο έθνη, και η ασέβεια περιορίστηκε σε λίγους πλέον, αφού
εξαφανίστηκαν και οι βωμοί και οι ναοί και τα είδωλα και οι εορτές και οι
τελετές και ο καπνός και η κνίσα και τα βδελυρά πανηγύρια. Πώς λοιπόν ένα
τόσο μεγάλο και τέτοιου είδους πράγμα μετά από τόσα εμπόδια και τόσο λαμπρό
τέλος είχε, και είχε έκβαση τέτοια που επιβεβαιώνει την αλήθεια της προρρήσεως,
αν δεν υπήρχε κάποια θεία και ακαταμάχητη δύναμη σε εκείνον που τα προείπε αυτά
και τα πραγματοποίησε; Κανείς δεν θα μπορέσει να φέρει αντίρρηση σε αυτά, εκτός
αν κάποιος παράφρονας, και στερείται και το φυσικό ακόμη λογικό.
Και όχι μόνο αυτές, αλλά και άλλες προρρήσεις
ανακηρύττουν την ακαταμάχητη δύναμη αυτού. Καθόσον προείπε τα μέλλοντα με όλη
την αλήθεια και τα πραγματοποίησε, και είναι αδύνατο να μην πραγματοποιηθεί
κάτι από εκείνα που λέχτηκαν από Αυτόν. Είναι πιο εύκολο να καταστραφεί η γη
και ο ουρανός, παρά να φανεί ότι κάτι από τους λόγους Του ή τις προρρήσεις Του
λέχθηκε ψευδώς. Γι΄αυτό και αυτός, δηλώντας αυτό ακριβώς προτού ακόμη
εκπληρωθούν οι προρρήσεις του, με τόση σαφήνεια αποφάνθηκε για τα όσα λέχθηκαν
από Αυτόν, ώστε να πει: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι
μου οὐ μὴ παρέλθωσι(:ο ουρανός και η γη, που σας φαίνονται τόσο
μόνιμα και στερεά, θα περάσουν και θα εκλείψουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα
περάσουν, αλλά θα επαληθευθούν επακριβώς)» [Ματθ.24,35]. Και πολύ
εύλογα. Γιατί δεν είναι απλά λόγια, αλλά λόγια του Θεού, δημιουργοί έργων. Έτσι
δημιούργησε τον ουρανό, έτσι τη γη, έτσι τη θάλασσα, έτσι τον ήλιο, έτσι τα
πλήθη των αγγέλων, έτσι τις άλλες αόρατες δυνάμεις. Και αυτό
διασαφηνίζοντας ο προφήτης έλεγε: «Αυτός είπε και έγιναν, Αυτός πρόσταξε και
κτίστηκαν», λέγοντας αυτά για όλη την κτίση, την άνω, την κάτω, την
αισθητή, τη νοερή, τη σωματική, την ασώματη. Απέδειξε λοιπόν, όπως και
προηγουμένως είπα, η πρόρρησή Του για την Εκκλησία, το μέγεθος, τον όγκο και
την υπερβολή της αλήθειας, της πρόνοιας, της αγαθότητας και της κηδεμονίας
Αυτού.
Εμπρός λοιπόν και άλλη πρόρρηση ας εξετάσουμε
που διαλάμπει περισσότερο και από τον ήλιο και είναι και από την ακτίνα
φανερότερη, που βρίσκεται μπροστά στα μάτια όλων και επεκτείνεται σε όλες τις
επερχόμενες γενεές, όπως ακριβώς και η προηγούμενη. Γιατί τέτοιες είναι οι
περισσότερες προρρήσεις Αυτού. Δεν τελειώνουν δηλαδή σε σύντομο χρόνο ούτε
πραγματοποιούνται σε μία μόνο γενεά, αλλά επεκτείνονται σε όλους τους
ανθρώπους, και σε αυτούς που ζουν τώρα και σε εκείνους που θα έλθουν αμέσως και
στους μετά από εκείνους και στους μετά από αυτούς πάλι και μέχρι τη συντέλεια
του κόσμου και παρέχουν σε όλους τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη δύναμη της
αλήθειάς τους, όπως ακριβώς και η προηγούμενη. Γιατί από την ημέρα που λέχτηκε
μέχρι τη συντέλεια του αιώνος παραμένει σταθερή και αμετακίνητη, ανθεί και
λάμπει και καθημερινά ακμάζει και αυξάνεται και αποκτά μεγαλύτερη δύναμη,
δίνοντας τη δυνατότητα σε όλους, από την εποχή εκείνου μέχρι τη Δευτέρα
παρουσία του Χριστού, να καρπώνονται από αυτήν αγαθά και να δρέπουν
απερίγραπτη ωφέλεια. Πράγματι και οι πριν από μας και οι πριν από εκείνους και
όλοι οι πριν από εκείνους γνώρισαν τη δύναμή της, βλέποντας από το ένα μέρος
τους πολέμους να ξεσπούν εναντίον της και τους κινδύνους και τις ταραχές και
τους θορύβους και τα κύματα και τις κακοκαιρίες, και από το άλλο προσέχοντας
αυτήν να μην καταποντίζεται, να μη νικιέται, να μην υποτάσσεται, να μη σβήνει,
αλλά να ανθεί, να αυξάνεται και να φτάνει σε μεγαλύτερο ύψος.
Αλλά και αυτή που πρόκειται να σας πω τώρα,
είναι τέτοια, που μπορεί να δείξει τη δύναμη και την αλήθεια των όσων λέχτηκαν
από εκείνον. Ποια όμως είναι αυτή; Κάποτε, αφού μπήκε στον ναό των Ιουδαίων,
που ανθούσε τότε και έλαμπε πάρα πολύ από παντού εξαιτίας του χρυσού και του
κάλλους και του μεγέθους των οικοδομών, έχοντας και όλη την άλλη πολυτέλεια από
την τέχνη και τα υλικά, και ενώ οι μαθητές τα θαύμαζαν αυτά, τι λέγει Αυτός; «Οὐ
βλέπετε ταῦτα πάντα; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀφεθῇ ᾧδε λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς οὐ
καταλυθήσεται(:Δεν βλέπετε με θαυμασμό όλα αυτά τα ωραία κτίρια;
Αληθινά σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα που να μην
γκρεμιστεί κάτω)»[Ματθ.24,2], εννοώντας την καταστροφή αυτού
αργότερα, την πανωλεθρία, την ερήμωση, τα ερείπια του ναού που υπάρχουν σήμερα
στα Ιεροσόλυμα. Πραγματικά όλα εκείνα τα λαμπρά και περιφανή οικοδομήματα έχουν
γίνει ερείπια. Είδες και με τα δύο τη μεγάλη και απερίγραπτη δύναμή Του, και με
το ότι οικοδομεί και αυξάνει εκείνους που Τον υπηρετούν πιστά, και με το ότι
ταπεινώνει και καταστρέφει και ξερριζώνει εκείνους που αντιτίθενται σε Αυτόν;
Γιατί πουθενά δεν υπήρχε τέτοιος ναός ούτε τόσο φημισμένος και που να
απολάμβανε τόση τιμή. Καθόσον όλοι οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν σε όλα τα μέρη
της γης και στα πέρατα ακόμη του κόσμου, εκεί κατέφταναν την παλαιά εποχή,
φέροντας δώρα και θυσίες και προσφορές και απαρχές και άλλα πολλά και με τον
πλούτο όλου του κόσμου καλλώπιζαν τον ναό. Και οι προσήλυτοι ακόμη Ιουδαίοι από
όλα τα μέρη της γης εκεί συνέρρεαν, και ήταν πολύ ξακουστό το όνομα του τόπου,
φθάνοντας μέχρι τα έσχατα της γης. Αλλά όμως ένας λόγος του Χριστού τα
κατέστρεψε όλα εκείνα και τα εξαφάνισε και τα έκανε να φύγουν από τη μέση σαν
σκόνη· και εκεί που δεν επιτρεπόταν σε όλους τους Ιουδαίους να εισέλθουν, ή
καλύτερα ούτε και σε όλους τους ιερείς, αλλά σε έναν μόνο, στον αρχιερέα, και
σε αυτόν μία φορά μόνο το έτος, με στολή και στεφάνια και μίτρα και με όλη την
άλλη ιερή αμφίεσή του, τώρα μπορούν να μπαίνουν και πόρνοι και κίναιδοι και
φίλοι των παλλακίδων και μοιχοί, χωρίς κανείς να τους εμποδίζει· γιατί
πέφτοντας ο λόγος εκείνος όλα τα κατέστρεψε και τα εξαφάνισε, και τόσο μόνο
μέρος μένει από τον ναό, όσο για να δείχνει πού ήταν ο ναός την παλαιά εποχή.
Σκέψου λοιπόν πόση δύναμη δείχνει και αυτό.
Γιατί, εκείνοι που τόσα πολλά κατόρθωσαν, που νίκησαν έθνη και βασιλείς και σε
πολλές περιπτώσεις επικράτησαν εντελώς αναίμακτα, που έστησαν τρόπαια αμέτρητα
πρωτάκουστα και παράδοξα, αυτοί που από τότε μέχρι σήμερα δεν μπόρεσαν να
οικοδομήσουν έναν ναό, και όλα αυτά αν και υπήρξαν πολλοί
βασιλείς που τους συμπαραστάθηκαν και είναι αυτοί ένα τόσο μεγάλο πλήθος
διασκορπισμένο σε όλη τη γη και έχουν τόσα πολλά χρήματα στη διάθεσή τους.
Είδες πως εκείνα που τα οικοδόμησε Αυτός, κανείς δεν τα κατέστρεψε, και εκείνα
που τα κατέστρεψε, κανείς δεν μπόρεσε να τα οικοδομήσει; Οικοδόμησε την
Εκκλησία και κανείς δεν μπορεί να την καταστρέψει. Κατέστρεψε τον ναό και
κανείς δεν μπορεί να τον οικοδομήσει και μάλιστα μέσα σε τόσα πολλά
χρόνια.
Αν και βέβαια επιχείρησαν και αυτήν να την
καταστρέψουν, αλλά δεν μπόρεσαν· και εκείνον προσπάθησαν να τον
ανοικοδομήσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Και επιτράπηκε και αυτό, για να μην
μπορεί κανείς να λέγει ότι αν επιχειρούσαν να τον ξανακτίσουν, θα μπορούσαν. Να
λοιπόν και επιχείρησαν και τίποτε δεν μπόρεσαν να κάνουν. Πραγματικά στις
ημέρες μας ο βασιλεύς εκείνος που ξεπέρασε όλους τους άλλους στην
ασέβεια[πρόκειται μάλλον για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη] και τους
έδωσε την άδεια να τον κτίσουν και τους βοήθησε οικονομικά και άρχισαν το έργο
της ανοικοδομήσεως, αλλά όμως δεν μπόρεσαν ούτε στο ελάχιστο να προχωρήσουν,
γιατί φωτιά ξεπήδησε από τα θεμέλια του ναού και τους απομάκρυνε όλους[Η
επιχείρηση αυτή έγινε τον χειμώνα των ετών 362-363 μ.Χ.].
Το ότι θέλησαν να τον ανοικοδομήσουν
απόδειξη αυτού είναι το ότι μέχρι σήμερα υπάρχουν τα θεμέλια απογυμνωμένα, για
να μάθεις, ότι επιχείρησαν να σκάψουν, δεν μπόρεσαν όμως να τον κτίσουν, γιατί
η απόφαση αυτή του Χριστού αντιστρατευόταν στην ενέργειά τους αυτή. Αν και
βέβαια ο ναός αυτός είχε καταστραφεί και νωρίτερα, αλλά κτίστηκε μετά από
εβδομήντα χρόνια αμέσως μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία, και έγινε
πιο λαμπρός από τον προηγούμενο, και αυτό το είπαν οι προφήτες και το προείπαν
προτού να γίνει. Τώρα όμως έχουν περάσει πάνω από τετρακόσια χρόνια και ούτε
καμία σκέψη υπάρχει ούτε προσδοκία ούτε ελπίδα ότι θα ανοικοδομηθεί πάλι ο
ναός. Και βέβαια τι άλλο θα μπορούσε να τους εμποδίσει, εκτός από τη θεία
δύναμη που αντιτίθεται; Δεν υπάρχει αφθονία χρημάτων σε αυτούς; Δεν έχει
αμέτρητους θησαυρούς ο πατριάρχης τους εισπράττοντας φόρους από όλους όπου και
αν βρίσκονται αυτοί; Δεν είναι το έθνος τους θρασύ, αδιάντροπο, φιλόνεικο,
γεμάτο αυθάδεια και φιλοπόλεμο; Δεν υπάρχουν πολλοί Ιουδαίοι στην Παλαιστίνη,
δεν υπάρχουν πολλοί στη Φοινίκη, δεν υπάρχουν πολλοί σε όλα τα μέρη του
κόσμου;Πώς λοιπόν δεν κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν ένα ναό, τη στιγμή που
έβλεπαν ότι εξαιτίας αυτού του πράγματος η λατρεία τους ήταν παντού δεσμευμένη,
τα ιουδαϊκά έθιμα είχαν εξαφανιστεί, και οι θυσίες και οι προσφορές και όλα τα
άλλα τα σχετικά με αυτά που διέτασσε ο νόμος είχαν καταργηθεί και είχαν
πάψει; Γιατί δεν επιτρεπόταν ούτε βωμό να στήσουν ούτε θυσία να προσφέρουν ούτε
σπονδές να κάνουν ούτε πρόβατο να θυσιάσουν ούτε θυμίαμα να προσφέρουν ούτε
ανάγνωση του νόμου να κάνουν, ούτε εορτή να επιτελέσουν ούτε και τίποτε άλλο
παρόμοιο να κάνουν έξω από τα πρόθυρα του ναού.
Αλλά και όταν βρέθηκαν κάποτε στη Βαβυλώνα
αιχμάλωτοι και αναγκάζονταν από τους εχθρούς να ψάλλουν, δεν υποχώρησαν, ούτε
και υπάκουσαν, αν και ήταν αιχμάλωτοι και δούλοι σε κυρίους που τους
κακοποιούσαν· αλλά και όταν έχασαν την πατρίδα τους και την ελευθερία τους και
κινδύνευε και αυτή ακόμη η ζωή τους και βρίσκονταν εγκαταλειμμένοι στα χέρια
των κατακτητών σαν σε κάποια παγίδα και προτρέπονταν να ψάλλουν με τα όργανα
την ωδή εκείνη, έλεγαν τα εξής: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ
ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ
αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ
ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου
ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;(: στα ποτάμια της Βαβυλώνας κοντά στις όχθες του
Ευφράτου, του Τίγρητος και των παραποτάμων τους καθίσαμε θλιμμένοι και κλάψαμε,
όταν θυμηθήκαμε εμείς οι αιχμάλωτοι την προσφιλή μας Σιών. Στις ιτιές οι οποίες
υψώνονται κοντά στις όχθες των ποταμών που ρέουν στο μέσο της χώρας αυτής,
κρεμάσαμε τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούμε στη λατρεία του Θεού. Και αυτό
διότι εκεί μας ζήτησαν αυτοί, οι οποίοι μας αιχμαλώτισαν, ωδές δια του στόματος
στην ιερή λατρεία αδόμενες, και αυτοί που μας απήγαγαν από την πατρίδα μας μας
ζήτησαν ύμνο μουσικό και εναρμόνιο και μας έλεγαν: “Ψάλλετε προς διασκέδασή
μας, από τα άσματα που ψάλλατε όταν ήσασταν στην πατρίδα σας τη Σιών. Πώς θα
ψάλλουμε την ιερή ωδή του Κυρίου, η οποία μόνο σε ιερό χώρο πρέπει να
ακούγεται, πώς θα την ψάλλω σε χώρα ξένη, μολυσμένη από τη λατρεία ψευδών
θεών;”)» [Ψαλμ.136,1-4]. Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν το έκαναν, επειδή δεν
είχαν τα όργανα· γιατί οι ίδιοι είπαν την αιτία, λέγοντας: «Πώς να ψάλλουμε
την ωδή του Κυρίου σε ξένη γη;». Αλλά και τα όργανα τα είχαν μαζί τους.
Γιατί, λέγει, «επάνω στις ιτιές, που υψώνονται δίπλα στα ποτάμια, κρεμάσαμε
τα όργανά μας» [:αυτόθι].
Ακόμη ούτε και να νηστεύουν τους επιτρεπόταν.
Και αυτό για δήλωση ο προφήτης έλεγε: «Εἰπέ πρὸς ἅπαντα τὸν λαὸν τῆς γῆς
καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς λέγων· ἐὰν νηστεύσητε ἢ κόψησθε ἐν ταῖς πέμπταις ἢ ἐν ταῖς
ἑβδόμαις, καὶ ἰδοὺ ἑβδομήκοντα ἔτη μὴ νηστείαν νενηστεύκατέ μοι;(:πες
προς όλον τον λαό της χώρας και τους ιερείς τα ακόλουθα: “Εάν νηστεύσετε ή εάν
αρχίσετε οδυρμούς και θρήνους κατά τον πέμπτο ή τον έβδομο μήνα, δεν
έχετε να ωφεληθείτε τίποτε. Να· επί εβδομήντα έτη έχετε νηστέψει· νηστεύατε
όμως μήπως για Εμένα, τον Κύριο;”)» [Ζαχ.7,5].
Το ότι όμως δεν επιτρεπόταν ούτε να θυσιάζουν ούτε
να κάνουν σπονδές άκουσε τους Τρεις Παίδες που λέγουν: «Καὶ οὐκ ἔστιν ἐν
τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ
προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος(:
και κατά την εποχή αυτήν δεν υπάρχει πλέον σε μας ούτε πολιτικός ηγέτης, ούτε
προφήτης, ούτε θρησκευτικός αρχηγός· ούτε θυσία ολοκαυτώματος προσφέρεται, ούτε
άλλη αιματηρή θυσία, ούτε θυσία αναίμακτη, ούτε θυμίαμα, αλλά ούτε και τόπος
«ναός και θυσιαστήριο», στον οποίο να προσφέρουμε τα πρωτογεννήματά μας ενώπιόν
Σου και να λάβουμε το έλεος και την ευσπλαχνία Σου)» [Δαν.3,38 και
Β14]. Δεν είπε: «δεν υπάρχει ιερέας», γιατί υπήρχαν ιερείς, αλλά για να
μάθεις ότι το παν εξαρτώνταν από τον τόπο και ότι όλη η νομοθεσία συνδεόταν με
αυτόν, είπε: «δεν υπάρχει τόπος».
Και γιατί λέγω δεν επιτρεπόταν να θυσιάζουν και να
προσφέρουν σπονδές; Δεν τους επιτρεπόταν ούτε τον νόμο απλώς να αναγνώσουν,
πράγμα για το οποίο κατηγορώντας τους κάποτε ένας άλλος προφήτης, έλεγε: «Καὶ
ἀνέγνωσαν ἔξω νόμον καὶ ἐπεκαλέσαντο ὁμολογίας. ἀπαγγείλατε ὅτι ταῦτα ἠγάπησαν
οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος(:και οι ιερείς σας ανέγνωσαν όχι τον
θείο αλλά τον ειδωλολατρικό νόμο, και προκάλεσαν τις σύμφωνα με αυτόν τον νόμο
συνθήκες προς τα είδωλα. Λοιπόν εσείς, οι Προφήτες, αναγγείλετε ευρύτερα, ώστε
να γίνει γνωστό και φανερό σε όλους, ότι τέτοια ολόψυχη σπουδή και τέτοιο θερμό
ζήλο προς τα είδωλα έδειξαν οι Ισραηλίτες, λέγει ο Κύριος)» [Αμώς,
4,5]· αλλά ούτε το Πάσχα ούτε την Πεντηκοστή ούτε τη Σκηνοπηγία ούτε και κανένα
άλλο παρόμοιο μπορούσαν να επιτελέσουν.
Έτσι λοιπόν, αν και γνώριζαν ότι όλα αυτά
τους τα απέκλεισε η ερήμωση του τόπου, και ότι επιχειρώντας να κάνουν κάτι από
όλα αυτά, το επιχειρούν παράνομα και γι΄αυτό και τιμωρούνται, όμως δεν μπόρεσαν
να ανοικοδομήσουν τον ναό, μέσα στον οποίο επιτρεπόταν να επιτελούν όλα αυτά
σύμφωνα με τον νόμο. Γιατί η δύναμη του Χριστού που οικοδόμησε την Εκκλησία,
αυτή κατέστρεψε και αυτόν. Και αυτό το προείπε ο προφήτης, ότι δηλαδή θα έλθει
ο Χριστός και θα τα κάμει όλα αυτά, αν και έζησε μετά την αιχμαλωσία. Άκουσε
λοιπόν και τι λέγει: «διότι καὶ ἐν ὑμῖν συγκλεισθήσονται θύραι, καὶ οὐκ
ἀνάψεται τὸ θυσιαστήριόν μου δωρεάν· οὐκ ἔστι μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει Κύριος
παντοκράτωρ, καὶ θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τὸ
ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ
ὀνόματί μου καὶ θυσία καθαρά, διότι μέγα τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι, λέγει
Κύριος παντοκράτωρ(:διότι και μεταξύ σας θα κλειστούν τελείως οι θύρες
του ναού και δεν θα ανάψει το θυσιαστήριό μου μάταια, όπως γίνεται σήμερα. Δεν
αισθάνομαι καμία ευαρέσκεια σε σας, λέγει ο Κύριος Παντοκράτωρ. Και θυσία δεν
θα δεχτώ ευχαρίστως από τα χέρια σας. Ναι· δεν θα δεχτώ από τα βέβηλα χέρια σας
θυσία· διότι σε όλο τον κόσμο, από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου, το
όνομά μου έχει δοξαστεί μεταξύ των εθνών που επιστρέφουν προς Εμένα, και σε
κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα λατρείας στο όνομά μου και θυσία καθαρή, μη
μολυσμένη από αίματα και καπνούς και κνίσα κατακαιομένων σαρκών και λίπους·
διότι μέγα είναι το όνομά μου μεταξύ των εθνών, λέγει ο Παντοκράτωρ Κύριος)»[Μαλαχ.1,10-11]. Είδες
με πόση σαφήνεια και τον Ιουδαϊσμό απέρριψε και έδειξε τον Χριστιανισμό να
διαλάμπει και να επεκτείνεται σε όλη τη γη;
Αλλά και τον τρόπο της λατρείας δήλωσε
ένας άλλος προφήτης: «ἐκ περάτων ποταμῶν Αἰθιοπίας προσδέξομαι ἐν
διεσπαρμένοις μου, οἴσουσι θυσίας μοι(:τους εθνικούς, που θα
επιστρέφουν και θα προέρχονται από τα απομακρυσμένα μέρη, από τα οποία τρέχουν
οι ποταμοί της Αιθιοπίας, θα τους δεχτώ· αυτοί είναι όσοι εθνικοί λαοί έχουν
πιστέψει από τους ευσεβείς κήρυκες, που έχουν σκορπιστεί από Εμένα. Αυτοί θα
μου προσφέρουν θυσίες ως δείγμα αφοσιώσεως και υποταγής όσων είναι πιστοί σε
Εμένα)» [Σοφ.3,10]· και άλλος πάλι λέγει: «Παρθένος τοῦ Ἰσραὴλ
ἔσφαλεν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ, οὐκ ἔστιν ὁ ἀναστήσων αὐτήν(:ο
ισραηλιτικός λαός, ο οποίος για την προηγούμενη πίστη και ευσέβειά του ήταν ως
παρθένος αγνή και καθαρή, σκόνταψε, έπεσε στη γη του, διεφθάρη λόγω της
ειδωλολατρίας, και δεν υπάρχει πλέον άνθρωπος, ο οποίος θα τη βοηθησει να
σηκωθεί από την πτώση)»[Αμώς 5,2].
Αλλά και ο Δανιήλ τα διηγείται όλα αυτά με
σαφήνεια, ότι δηλαδή όλα θα καταργηθούν και η θυσία και η σπονδή και το
χρίσμα και οι εντολές. Αλλά αυτά,όταν θα μιλήσω προς τους Ιουδαίους θα τα
αναπτύξω σαφέστερα και εκτενέστερα· τώρα όμως ας συνεχίσουμε τον δρόμο που
βαδίζουμε, διορθώνοντας τη φιλονεικία των ανόητων ειδωλολατρών. Δεν σου μίλησα
ούτε για τις αναστάσεις των νεκρών ούτε για τους λεπρούς που καθαρίστηκαν, για
να μη λες: «όλα αυτά είναι ψευδή, κομπασμός και μυθεύματα. Ποιος τα είδε;
Ποιος τα άκουσε; Εκείνοι που είπαν ότι σταυρώθηκε και ότι δέχθηκε πλήγματα στα
μάτια, αυτοί τα είπαν αυτά». Πώς λοιπόν για εκείνα τους θεωρείς
αξιόπιστους, ενώ γι’αυτά απορρίπτεις τα λεγόμενα σαν να μην έγιναν τάχα; Αν και
βέβαια, αν αυτά τα έγραφαν για χάρη του διδασκάλου, υπερηφανευόμενοι χωρίς λόγο
και άσκοπα, θα αποσιωπούσαν τα θλιβερά γεγονότα και εκείνα που θεωρούνται από
τους πολλούς επονείδιστα. Τώρα όμως για να δείξουν την αλήθεια αυτών, μίλησαν
πολύ εκτεταμένα για εκείνα και τα διηγήθηκαν όλα με ακρίβεια και πολλή
λεπτομέρεια, χωρίς να παρατρέξουν τίποτε το ασήμαντο ή σπουδαίο· και τα
σημεία βέβαια και τα θαύματα τα περισσότερα τα παρέλειψαν, τα παθήματα όμως και
εκείνα που θεωρούνται επονείδιστα, με τα οποία ασχολούνται κυρίως, όλα τα
διηγήθηκαν όλοι με ακρίβεια.
Όμως εγώ δεν ανέφερα τίποτε από αυτά, εννοώ
τα θαύματα και τα σημεία, για να φράξω όσο το δυνατό και περισσότερο κάθε
αδιάντροπη γλώσσα, αλλά εκείνα που είναι φανερά τώρα, εκείνα που βρίσκονται
τώρα προ των οφθαλμών μας, εκείνα που είναι φανερότερα και από τον ήλιο, εκείνα
που είναι διεσπαρμένα σε ολόκληρη την οικουμένη, που κυρίευσαν ολόκληρο τον
κόσμο και που κατορθούμενα υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινη φύση και τα οποία είναι
έργα μόνο του Θεού, αυτά μόνο ανέφερα. Τι λες; Δεν ανέστησε νεκρούς; Μήπως
μπορείς να πεις και αυτό, ότι δεν υπάρχουν οι Εκκλησίες σε κάθε μέρος της γης;
Μήπως ότι δεν επιβουλεύτηκαν; Μήπως ότι δεν κυριαρχούν και δεν υπερισχύουν
παντού; Αλλά όπως δεν μπορείς να πεις ότι δεν υπάρχει ήλιος, έτσι ούτε αυτά
μπορείς να τα αρνηθείς. Τι λοιπόν; Την καταστροφή του ιουδαϊκού ναού δεν τη
βλέπεις που βρίσκεται μπροστά στα μάτια όλης της οικουμένης; Γιατί δεν κάνεις
τη σκέψη: «Αν δεν υπήρχε Θεός, και μάλιστα ισχυρός, πώς θα αυξάνονταν τόσο
πολύ, παρά τις ενοχλήσεις, αυτοί που πιστεύουν σε αυτόν, ενώ εκείνοι που Τον
σταύρωσαν και Τον πολέμησαν,τόσο πολύ ταπεινώθηκαν, ώστε να στερηθούν και την
πατρίδα τους, και περιφέρονται σήμερα παντού σαν αλήτες και φυγάδες και
πλανόδιοι, και κανένας χρόνος δεν τους απάλλαξε από κανέα από αυτά;». Αν
και βέβαια αυτοί, αυτοί οι Ιουδαίοι, και πόλεμο κήρυξαν εναντίον των Ρωμαίων
και τα όπλα σήκωσαν εναντίον τους και για μακρό χρονικό διάστημα συνέχισαν την
πολεμική τους αντιπαράθεση και για κάποιο χρόνο επεκράτησαν και δημιούργησαν
στους τότε αυτοκράτορες πολλά και μεγάλα προβλήματα· τόσο μεγάλη ήταν η δύναμή τους.
Αλλά όμως αυτοί που πολέμησαν εναντίον τόσων βασιλέων και παρατάχθηκαν
εναντίον τους, που διέθεταν τόση χρηματική δύναμη και όπλα και στρατιώτες, και
εξεδίωξαν και στρατηγούς και μύριους άλλους, δεν μπόρεσαν να ανοικοδομήσουν ένα
ναό. Συναγωγές βέβαια έκτισαν σε πολλές πόλεις, τον ναό όμως, που έδινε το
κύρος στο πολίτευμά τους και στον οποίο συνήθιζαν να επιτελούν τα πάντα, και
από τον οποίο συγκροτούνταν ο Ιουδαϊσμός, αυτόν μόνο δεν μπόρεσαν να τον
ανοικοδομήσουν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Λόγοι δογματικοί, Κατά εθνικών και Ιουδαίων,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1988, τόμος 34, σελίδες 13-95.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 3, Κατά Ιουδαίων και εθνικών περί της θεότητος του Χριστού, σελ. 13-51.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm