Ήταν ένα χωράφι, πού ανήκε σέ δύο αδελφούς, από τούς όποιους ο ένας τους ήταν παντρεμένος και είχε μεγάλη οικογένεια. “Ενα βράδυ όταν ο Θερισμός είχε τελειώσει και το στάρι είχε χωρισθή σε δύο ίσους σωρούς, ένα γιά τον κάθε αδελφό, ο μεγαλύτερος είπε στή γυναίκα του.- Ό αδελφός μου είναι φανερό ότι κουράστηκε αυτή τη χρονιά πολύ περισσότερο από μένα. Η μοιρασιά όπως έγινε δεν είναι δίκαιη. Θά σηκωθώ και θά προσθέσω στο μερίδιό του μερικά δεμάτια από το δικό μας μερίδιο, χωρίς να με καταλάβει.Αλλά και ο μικρότερος, πλημμυρισμένος από τα ίδια ευλογημένα αδελφικά αισθήματα, σκέφθηκε:Ό αδελφός μου έχει ολόκληρη οικογένεια να συντήρηση• δεν είναι, λοιπόν, δίκαιο να πάρω εγώ ίσο μερίδιο με αυτόν. Θά σηκωθώ και χωρίς να με καταλάβει θά βάλω στο μερίδιό του μερικά από τα δικά μου δεμάτια.
Τήν άλλη μέρα με έκπληξη ο κάθε αδελφός είδε το σωρό του ανέπαφο, σαν να μη είχε αφαιρεθεί τίποτε. Και αποφάσισαν, χωρίς βέβαια ό ένας να ξέρη τί κάνει ο άλλος, να ξανακάνουν το άλλο βράδυ τα ίδια. Το αποτέλεσμα, όμως, και πάλι δεν διέφερε. Έτσι αποφάσισαν τήν τρίτη νύχτα να ξενυχτίσουν στο χωράφι, γιά να λύσουν το μυστήριο.Πόσο συγκινητική, όμως, ήταν η σκηνή, όταν κάποια ώρα, κατά τήν όποια ανύποπτοι με τα δεμάτια στα χέρια προχωρούσαν καθένας γιά το σωρό τού άλλου, συναντήθηκαν στή μέση τού χωραφιού! Τα δεμάτια έπεσαν άπ’ τα χέρια τους και τα δύο αδέλφια σφιχταγκαλιάσθηκαν, με δάκρυα ανείπωτης χαράς και ευτυχίας.
Ήταν δυό ψυχές ευλογημένες από τον Θεό.
Πηγή: Ἐδώ.