Οἱ Ἅγιοι Ἕρμυλος καὶ Στρατόνικος
Ἡ σαργάνη ναῦς, Ἑρμύλῳ Στρατονίκῳ,
Κοινὸν κατάπλουν εἰς βυθὸν ποιουμένοις
Ἕρμυλον ἠδ᾿ ἑτάρον δεκάτῃ πνίξε τρίτῃ Ἴστρος.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἕρμυλος καὶ Στρατόνικος ζοῦσαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου (308 – 323 μ.Χ). Ὁ Λικίνιος, ὅπως εἶναι γνωστό, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ ἀντιπαθοῦσαν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, διέταξε, περὶ τὸ 320 – 322 μ.Χ., διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἕρμυλος, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, ἦταν διάκονος. Ὅταν παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Πρῶτα τὸν μαστίγωσαν μὲ ἀγκαθωτὰ μαστίγια. Οἱ φρικώδεις βασανισμοὶ δὲν ἔφεραν τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα.
Στὴ δεινὴ δὲ αὐτὴ κατάσταση εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος Ἕρμυλος, κλείσθηκε στὴν φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες καταβλήθηκε νέα προσπάθεια, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Μάρτυς τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ἀπάντησε δοξολογώντας καὶ εὐχαριστώντας τὸ Ἅγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ παρευρίσκονταν στὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἑρμύλου, ἦταν καὶ ὁ φίλος του Στρατόνικος, ποὺ ὑπέφερε πολὺ γιὰ τὰ παθήματά του. Μπροστὰ στὸ θέαμα τοῦ μαρτυρίου τοῦ φίλου του, ὁ Στρατόνικος δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά του. Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Καὶ ἐκεῖνος ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς καλῆς ὁμολογίας τοῦ φίλου του Ἑρμύλου. Τὸ μαρτύριο ἐπεκτάθηκε καὶ σ’ αὐτόν. Τὸν κτύπησαν καὶ ἀκολούθως τὸν ἔριξαν μαζὶ μὲ τὸν Ἕρμυλο στὸν ποταμὸ Ἴστρο (Δούναβη), ὅπου καὶ οἱ δυό τους ἐδέχθησαν τὸ μακάριο τέλος καὶ ἔλαβαν τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
Κάποιοι Χριστιανοὶ ποὺ πληροφορήθηκαν τὰ γεγονότα, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ βροῦν τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων. Καὶ ὅταν, μετὰ τρεῖς μέρες, τὰ εἶδαν κάπου στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, τὰ παρέλαβαν καὶ τὰ ἐνταφίασαν μαζί.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἑρμύλου καὶ Στρατονίκου ἐτελεῖτο στὸν εὐκτήριο οἶκο τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴν περιοχὴ ποὺ ὀνομάζεται Ὀξεία (νῆσος τῆς Προποντίδος), στὴ Φιρμούπολη, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ «ἐν τοῖς τοῦ Σπουδαίου» κοντὰ στὸ Ὀρφανοτροφεῖο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δυὰς ἔνθεος, ὁμολογοῦντες, τὴν Ὑπέρθεον, πιστῶς Τριάδα, ἀνεδείχθητε πανεύφημοι Μάρτυρες, ὁ εὐκλεὴς καὶ ἀήττητος Ἕρμυλος, καὶ ὁ στερρὸς καὶ θεόφρων Στρατόνικος. Ἀλλ’ ὡς σύμμορφοι, ἐν δόξῃ τῇ ὑπὲρ ἔννοιαν, αἰτήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἀγώνων τῷ βυθῷ, τὸν ἐχθρὸν τὸν διώκτην, ποντίσαντες στερρῶς, Ἀθλοφόροι γενναῖοι, τὸ τέλος ἐδέξασθε, ποταμίοις ἐν ῥεύμασι, καὶ ἰθύνθητε, πρὸς ἀφθαρσίας τὸ ὕδωρ, θεῖε Ἕρμυλε, σὺν τῷ κλεινῷ Στρατονίκῳ, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Μεγαλυνάριον.
Γνώμῃ ὁμοψύχῳ καὶ σταθηρᾷ, Ἕρμυλος ὁ θεῖος, καὶ Στρατόνικος ὁ κλεινός, τοῦ Χριστοῦ τὸ πάθος, δοξάσαντες δι’ ἄθλων, τῆς ἀειζώου δόξης κατηξιώθησαν.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Παρήλθε πάντας αρεταίς ο Μάξιμος,
Καν τοις χρόνοις ήσκησε νυν τοις εσχάτοις.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος δύναται νὰ παραβληθεῖ γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἀρετή του πρὸς τοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου, τῶν ὁποίων τὸ βίο ζήλωσε.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Λάμψακο καὶ ὀνομαζόταν προηγουμένως Μανουήλ. Ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος Γάνος τῆς Προποντίδος. Τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα Μάξιμος προσέλαβε ἀπὸ τὸν φημισμένο γέροντα Μᾶρκο. Ἐκεῖ ἀναδείχθηκε ἀκούραστος καὶ ἀκατάβλητος στὴν μελέτη, τὴν προσευχή, τὴν κυριαρχία τῆς γλώσσας καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια. Ἀκολούθως μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν τόση ἡ ἀρετή του, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος (1376 – 1379) τὸν κάλεσε στὰ ἀνάκτορα, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει καὶ νὰ συνομιλήσει μαζί του. Στὴ συνέχεια πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου καὶ μετὰ κατέφυγε στὴν ἔρημό του Ἄθω, στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ φέρει σήμερα τὸ ὄνομά του. Ἐκεῖ ἔκτιζε ὅπου ἤθελε τὴν καλύβα του (τὸ κελί του) τὴν ὁποία στὴν συνέχεια ἔκαιγε ἀπὸ ἀρετή, γιὰ νὰ μένει ἀκτήμων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Καυσοκαλυβίτης. Ἔζησε μὲ ὁσιακὸ τρόπο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1320 μ.Χ. σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος Ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθεὶς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καὶ τὰ πόρρω προορᾶν, κατὰ τὸν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τὸ θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ μύστης· ᾗ καὶ πρεσβεύεις Πάτερ ὑπὲρ ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ὑψηλῶν θεωριῶν φιλοθεάμονα
Καὶ προσευχὴς τῆς νοερᾶς ἐργάτην δόκιμον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῶν ἐνθέων ἀναβάσεων
Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Ὅσιε Μάξιμε.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλῃ ἀπροσίτῳ καταστραφθείς, τῇ ἐπιφανείᾳ, τῆς Παρθένου τε καὶ Ἁγνῆς, ὤφθης ὑψιβάμων, μετὰ σαρκὸς πολεύων, τὰ ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον, Ὅσιε Μάξιμε.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
Τὸν Ἰάκωβον θνητὸν ὄντα τῇ φύσει,
Θνητοῖς ὁμοίως μὴ θανεῖν οὐκ ἦν πρέπον.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος (4ος αἰώνας μ.Χ.) ὑπῆρξε γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλεως Νισίβεως τῆς Μεσοποταμίας. Ἀγάπησε ὅμως τὴν ζωὴ τῆς ἐρημίας καὶ τῆς ἡσυχίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη καὶ πῆγε στὶς ὑψηλότατες κορυφὲς τῶν ὄρεων τῆς περιοχῆς, ὅπου καὶ διέμενε. Ἐκεῖ ἀντιμετώπιζε μὲ γενναιότητα καὶ καρτερία τὶς δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες ποὺ τὸν καταταλαιπωροῦσαν, τὸν ὑπερβολικὸ δηλαδὴ καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ τὸν παγετὸ τοῦ χειμώνα.
Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι του, ὁ Ὅσιος γιὰ τροφή του χρησιμοποιοῦσε ἀγριόχορτα καὶ λίγο νερό. Γιὰ ἐνδυμασία του εἶχε ἕνα ἁπλὸ καὶ μοναδικὸ χιτώνα. Καὶ μὲ αὐτή, λοιπόν, τὴν λιτὴ ἀσκητικὴ ζωὴ ἐξασθένιζε βέβαια τὸ σῶμα του, προσέφερε ὅμως συνεχῶς πνευματικὴ τροφὴ στὴν ψυχή του.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ὑπῆρξαν πλούσια. Πρῶτα ὁ Ὅσιος ἀπέκτησε τὴν παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Ἔπειτα, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλαβε τὴν ἱκανότητα νὰ προβλέπει τὰ μέλλοντα καὶ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, ὅπως τὸ ἀκόλουθο :
Κάποτε, ἐνῶ διερχόταν ἀπὸ ἕναν τόπο, εἶδε σὲ κάποια πηγὴ μερικὲς νέες γυναῖκες νὰ κάνουν τὴν ἐργασία τους μὲ ἀναιδὴ καὶ ἄσεμνη ἐμφάνιση. Ὁ Ὅσιος δὲν ἀνέχθηκε αὐτὴν τὴν κατάσταση. Ἔτσι, μὲ τρόπο θαυματουργικό, ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἀποξήρανε τὴν πηγή, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔκαμε νὰ γίνουν ὁλόλευκα ἀπὸ μαῦρα τὰ μαλλιὰ τῶν ἀναίσχυντων γυναικών. Καὶ βέβαια, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τῶν Χριστιανῶν, προσευχήθηκε καὶ ἡ πηγὴ ἔβγαλε πάλι νερό. Τὶς γυναῖκες ὅμως, τὶς ἄφησε νὰ μείνουν μὲ λευκὰ τὰ μαλλιὰ γιὰ σωφρονισμὸ καὶ διόρθωση πνευματική.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδος του, τῆς Νισίβεως. Ὡς Ἐπίσκοπος ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαίρεσε τὸν Ἄρειο, ὁ ὁποῖος δίδασκε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἄρειος ὅμως, παρὰ τὴν καθαίρεσή του, ἑτοιμαζόταν νὰ εἰσέλθει σὲ ἕνα ναό, γιὰ νὰ λειτουργήσει. Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονὸς :
Ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου, ὁ βλάσφημος Ἄρειος δὲν πρόφθασε νὰ πάει στὸ ναό, ἀφοῦ πέθανε ἀπὸ διάλυση τῶν σπλάχνων του.
Ὅμως ὁ Ὅσιος μαζὶ μὲ τὴν ἀκοίμητη εὐσέβειά του διαφλεγόταν καὶ ἀπὸ θερμότατη φιλοπατρία. Ὅταν οἱ Πέρσες πολιόρκησαν τὴν Νίσιβη, ὁ Ὅσιος συνετέλεσε τὰ μέγιστα διὰ τῆς δυνάμεως τῆς πίστεώς του καὶ τῆς ἠθικῆς ἐπιροῆς του στὴν ἀπόκρουση τῶν ἐχθρῶν καὶ τὴ διάλυση τῆς πολιορκίας. Διαπρέποντας σὲ τοῦτα τὰ μέγιστα μεγαλουργήματα ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθύτατο γῆρας, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μάρτυρας
Ῥάβδοις Ἀθανάσιε σαυτὸν ἐκδίδως,
Σπεύδων θανεῖν μέν, ζῆν δὲ πολλῷ κρειττόνως.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος μαρτύρησε βασανιζόμενος μὲ ραβδιά.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα.
Οἱ Ἅγιοι Παχώμιος καὶ Παπυρίνος οἱ Μάρτυρες
Τοιοῦτον εὗρε καὶ Παπυρῖνος τέλος,
Οἷον σὺ Παχώμιε, βληθεὶς εἰς ὕδωρ.
Οἱ δυὸ αὐτοὶ Ἅγιοι μαρτύρησαν, ὅταν ἐπνίγησαν ἀπὸ τοὺς διῶκτες τους σὲ ποτάμι.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Ανάμνηση των εγκαινίων της Μονής του Προφήτη Ηλία της ονομαζόμενης του Βαθέος Ρύακος
Η Μονή αυτή βρίσκεται κοντά στην Τριγλία δηλαδή στα Μουδανιά της Μικράς Ασίας.
Ὁ Ἅγιος Ρεμίγιος Ἐπίσκοπος Ρημῶν
Ὁ Ἅγιος Ρεμίγιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 437 μ.Χ. στὴν πόλη Λαὸν τῆς Γαλλίας. Γενόμενος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Ρημῶν τῆς Γαλλίας, πούλησε τὴν μεγάλη του περιουσία, διένειμε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ σὲ ἄλλες ποικίλες ἀγαθοεργίες. Ἀφοσιώθηκε μὲ θεῖο ζῆλο στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, στὴν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Πρώτιστο μέλημά του ἦταν τὸ κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἐθνικούς. Τὸ μεγάλο κατόρθωμα τῆς ἐπισκοπικῆς του δράσης ἦταν ἡ βάπτιση τοῦ βασιλέως τῶν Γάλλων Κλόβιος τοῦ Α’ κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 496 μ.Χ., τῶν δυὸ ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ 3.000 γυναικῶν καὶ παίδων. Γιὰ τὸ τεράστιο ἱεραποστολικό του ἔργο ὀνομάσθηκε «Ἀπόστολος τῆς Γαλλίας».
Ὁ Ἅγιος Ρεμίγιος μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἔχασε τὴν ὅρασή του καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 533 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κεντιγκέρνος Ἐπίσκοπος Γλασκόβης
Ὁ Ἅγιος Κεντιγκέρνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκωτία. Περὶ τῶν παιδικῶν του χρόνων θρυλοῦνται πολλά. Λέγεται ὅτι ἦταν ἐξώγαμο παιδὶ κάποιας βασιλόπαιδος, τὴν ὁποία ὁ προσβεβλημένος πατέρας της τὴν ἔβαλε σὲ μία βάρκα ποὺ ἄφησε ἀκυβέρνητη στὸ πέλαγος. Ἡ βάρκα ἐξόκειλε κοντὰ στὴ Μονὴ τοῦ Κούλρος. Ὁ Ἡγούμενος Ἅγιος Σὲρφ εὐσπλαχνίστηκε τὴ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ καὶ ἀνέλαβε τὴν προστασία τοῦ βρέφους. Ὁ Ἅγιος ὀνομαζόταν καὶ Μούνγκο, ποὺ σημαίνει «προσφιλής, ἀγαπητός» ἤ, κατ’ ἄλλους, «σκυλάκι, κουτάβι», λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀκολουθοῦσε τὸν προστάτη του Ἅγιο Σέρφ.
Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε στὴ Γλασκόβη, ὅπου ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος. Ὁ βίος τοῦ ἦταν πολὺ ἀσκητικός. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν ἀπὸ δέρμα ζώων, διέμενε δὲ σὲ σπήλαιο ἀσκούμενος στὴν προσευχή. Θεωρεῖται ὅτι κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 612 μ.Χ. σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Εἰρήναρχος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Εἰρήναρχος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κοντάκοβο τῆς Ρωσίας καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1548. Ἀπὸ νωρὶς ἔγινε μοναχὸς στὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Ροστώβ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1616.
Ὁ Ὅσιος Ἐλεάζαρος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἐλεάζαρος τοῦ Ἀνζέρκυϊ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὸ νησὶ τοῦ Σολόφσκι. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1656.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος Ἐπίσκοπος Πικτώνων
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία καὶ γεννήθηκε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Πουατιέ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες καὶ ἐκεῖνος μετεστράφη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς γενέτειράς του. Τὸ ἔτος 356 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) στὴ Φρυγία γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του. Στὴν ἐξορία, ὅπου ἔμεινε γιὰ τέσσερα συνεχὴ ἔτη, ἔγραψε τὸ «Περὶ τῆς Τριάδος» ἔργο του, καὶ τὸ «Περὶ Συνόδων», τὸ ὁποῖο ἀπηύθηνε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ τοὺς πληροφορήσει περὶ τῶν ἀγώνων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τὸ 359 μ.Χ., καὶ μετεῖχε τῆς ἐπιτροπῆς τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ σκοπὸ νὰ γνωρίσουν στὸν αὐτοκράτορα τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε ἰδιαίτερη ἀκρόαση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτὸς καὶ ἐκδιώχθηκε. Ἐπανῆλθε στὴ Γαλλία, ὅπου καὶ συνέχισε τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴ δράση του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴ Σύνοδο τῶν Παρισίων, ποὺ ἔγινε τὸ ἔτος 361 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Ἱλάριος κατόρθωσε νὰ ἀναθεματισθοῦν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ ἀρχηγοί τους στὴ Δύση, Αὐξέντιος, Οὐρσάκιος, Οὐάλης καὶ Σατουρνίνος καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπὸ τὴν Γαλλία ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Ἰταλία, ὅπου, τὸ ἔτος 364 μ.Χ., προήδρευσε τῆς Συνόδου τῶν Μεδιολάνων καὶ καταπολέμησε τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως αὐτῆς, Αὐξέντιο.
Ὁ Ἅγιος Ἰλάριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 366 – 368 μ.Χ.
Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου της Μεσοπαντητίσσης εν Κρήτη
Η Ιερά εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντητίσσης μετακομίσθηκε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη κατά τους χρόνους της εικονομαχίας, για να διασωθεί από την ασεβή μανία των εικονομάχων. Κατά την παράδοση έχει αγιογραφηθεί από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Κατά την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη, φυλασσόταν στο Ναό του Αγίου Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Κάθε δε Τρίτη λιτανευόταν από τους ευλαβείς Χριστιανούς.
Όταν ο Χάνδακας (Ηράκλειο) κυριεύθηκε από τους Αγαρηνούς, οι Ενετοί παρέλαβαν την σεβάσμια εικόνα της Παναγίας και τη μετέφεραν στη Βενετία, όπου την εναπέθεσαν στο ναό της Santa Maria della Salute, δηλαδή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Υγείας (και όχι των Χαιρετισμών όπως εσφαλμένα έχει μεταφραστεί σε μερικές πηγές). Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Αντίτυπο της ιεράς εικόνας βρίσκεται στον Ιερό Ναό του Αποστόλου Τίτου, στο Ηράκλειο, όπου τελείται και η εορτή της Συνάξεως.
Άγιοι Πατέρες εν τη Μονή του Οσίου Θεοδοσίου αναιρεθέντες
Κατά το έτος 614 μ.Χ. οι αιμοχαρείς ορδές των Περσών οδηγούμενες από το
βασιλέα Χοσρόη εισέβαλαν στην Αγία Γη και προκάλεσαν ανείπωτες
καταστροφές ερημώνοντας τα Ιεροσόλυμα και τα περίχωρά τους. Έσφαξαν
πλήθη πιστού λαού, γκρέμισαν Ναούς και Μοναστήρια και κατέσφαξαν Ιερείς,
Αββάδες και Μοναχούς. Τα ανθούντα τότε Μοναστήρια του Οσίου Θεοδοσίου,
του Κοινοβιάρχου, του Οσίου Σάββα, του Χοζεβά, του Οσίου Γερασίμου, του
Ιορδανίτου και πλήθος άλλων μετεβλήθησαν σε ερείπια και οι σ’ αυτά
ασκούμενοι θεοφιλώς Πατέρες μεταδημότευσαν για τη Βασιλεία των Ουρανών
κοσμούμενοι με διπλούς στεφάνους οσιότητος και μαρτυρίου.
Όταν τα στίφη των απίστων επέδραμαν σαν λαίλαπα πυρός στο Μοναστηριακό συγκρότητα του Κοινοβιάρχου Οσίου άρχισαν ανελέητη σφαγή των Πατέρων που ήσυχα και αθόρυβα δοξολογούσαν το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομα του Σωτήρος Χριστού. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη μανία τους. Έτσι όλοι οι Θεοδοσιάτες Πατέρες έλαβαν στο στεφάνι του μαρτυρίου και σφράγισαν με το αίμα τους την καθαρή ασκητική τους ζωής. Επειδή κανείς δεν δέχθηκε να αρνηθεί την πίστη του και να προσχωρήσει στις αιμοχαρείς οδρές τους, όλοι γεύθηκαν τους καρπούς της πίστεώς τους που ήταν αποκεφαλισμοί, ανασκολιπισμοί, σχίσιμο των σαρκίων, καρφώματα με τα ξίφη και κατατεμαχισμοί. Το Μοναστήρι, αφού ερευνήθηκε και συλήθηκε παραδόθηκε στις φλόγες. Οι Άγιοι Μάρτυρες, που κράτησαν σταθερή την πίστη τους πήραν το δρόμο για την αιωνιότητα, για το Χριστό μας. Τα σκηνώματά τους ολοπόρφυρα από τα αίματα και με το κομβοσχοίνι στο χέρι κάλυψαν κάθε σπιθαμή γης, αυτής που προηγούμενα είχε ποτισθεί με τους ασκητικούς τους ιδρώτες και τα δάκρυα μετανοίας τους.
Μετά την απομάκρυνση των απίστων ευσεβείς επιζήσαντες ασκητές από παρακείμενα σπήλαια και οπές της γης έθαψαν ομαδικά τα ιερά των Μαρτύρων σκηνώματα στους θαλάμους του ιερού σπηλαίου των Μάγων, που βρισκόταν στο κεντρο του μοναστηριακού συγκρτήματος. Εκεί τα τελευταία χρόνια βρέθηκαν ευωδιάζοντα και μυροβόλα τα τίμια και μαρτυρικά λειψανά τους, για να συλλεγούν και να τοποθετηθούν στο Καθολικό του Μοναστηριού προς προσκύνηση και αγιασμό των προσκυνητών.
Όταν τα στίφη των απίστων επέδραμαν σαν λαίλαπα πυρός στο Μοναστηριακό συγκρότητα του Κοινοβιάρχου Οσίου άρχισαν ανελέητη σφαγή των Πατέρων που ήσυχα και αθόρυβα δοξολογούσαν το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομα του Σωτήρος Χριστού. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη μανία τους. Έτσι όλοι οι Θεοδοσιάτες Πατέρες έλαβαν στο στεφάνι του μαρτυρίου και σφράγισαν με το αίμα τους την καθαρή ασκητική τους ζωής. Επειδή κανείς δεν δέχθηκε να αρνηθεί την πίστη του και να προσχωρήσει στις αιμοχαρείς οδρές τους, όλοι γεύθηκαν τους καρπούς της πίστεώς τους που ήταν αποκεφαλισμοί, ανασκολιπισμοί, σχίσιμο των σαρκίων, καρφώματα με τα ξίφη και κατατεμαχισμοί. Το Μοναστήρι, αφού ερευνήθηκε και συλήθηκε παραδόθηκε στις φλόγες. Οι Άγιοι Μάρτυρες, που κράτησαν σταθερή την πίστη τους πήραν το δρόμο για την αιωνιότητα, για το Χριστό μας. Τα σκηνώματά τους ολοπόρφυρα από τα αίματα και με το κομβοσχοίνι στο χέρι κάλυψαν κάθε σπιθαμή γης, αυτής που προηγούμενα είχε ποτισθεί με τους ασκητικούς τους ιδρώτες και τα δάκρυα μετανοίας τους.
Μετά την απομάκρυνση των απίστων ευσεβείς επιζήσαντες ασκητές από παρακείμενα σπήλαια και οπές της γης έθαψαν ομαδικά τα ιερά των Μαρτύρων σκηνώματα στους θαλάμους του ιερού σπηλαίου των Μάγων, που βρισκόταν στο κεντρο του μοναστηριακού συγκρτήματος. Εκεί τα τελευταία χρόνια βρέθηκαν ευωδιάζοντα και μυροβόλα τα τίμια και μαρτυρικά λειψανά τους, για να συλλεγούν και να τοποθετηθούν στο Καθολικό του Μοναστηριού προς προσκύνηση και αγιασμό των προσκυνητών.
Ἀπολυτίκιον
Ἤχος πλ. α΄. Τὀν Συνάναρχον Λόγον.
Μιαιφόνοις παλάμαις κτανθέντας μέλψωμεν Θεοδοσίου Οσίου σεπτούς Πατέρας Μονής των απίστων και τριβώνιον φοινίξαντας ασκητικόν αυτών ροαίς των αιμάτων ευλαβώς βοώντες· Αναιρεθέντες Πατέρες, επευλογείτε ημάς θεόθεν και ρωννύετε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τους απηνώς σφαγιασθέντας ευφημήσωμεν χερσίν απίστων ιερεία ώσπερ άμωμα εν Μονή Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ασκητάς ως ευκλεείς Οσιομάρτυρας και λευκάνθεμα ερήμου ευωδέστατα πόθω κράζοντες· Χαίροις, Σμήνος μακάριον.
Μεγαλυνάριον
Των αναιρεθέντων ανηλεώς ξίφει αλλοπίστων εκζητήσωμεν τας ευχάς Οσιομαρτύρων Μονής Θεοδοσίου Οσίου επαινούντες τούτων την άθλησιν.
Ἤχος πλ. α΄. Τὀν Συνάναρχον Λόγον.
Μιαιφόνοις παλάμαις κτανθέντας μέλψωμεν Θεοδοσίου Οσίου σεπτούς Πατέρας Μονής των απίστων και τριβώνιον φοινίξαντας ασκητικόν αυτών ροαίς των αιμάτων ευλαβώς βοώντες· Αναιρεθέντες Πατέρες, επευλογείτε ημάς θεόθεν και ρωννύετε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τους απηνώς σφαγιασθέντας ευφημήσωμεν χερσίν απίστων ιερεία ώσπερ άμωμα εν Μονή Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ασκητάς ως ευκλεείς Οσιομάρτυρας και λευκάνθεμα ερήμου ευωδέστατα πόθω κράζοντες· Χαίροις, Σμήνος μακάριον.
Μεγαλυνάριον
Των αναιρεθέντων ανηλεώς ξίφει αλλοπίστων εκζητήσωμεν τας ευχάς Οσιομαρτύρων Μονής Θεοδοσίου Οσίου επαινούντες τούτων την άθλησιν.