Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
Κάθε πρωὶ γράφω στὸν πίνακα τῆς αἴθουσας, μετὰ τὴν ἡμερομηνία, τὸ ὄνομα τοῦ ἀθλητῆ τῆς Πίστεως ἢ τῆς Πατρίδας ποὺ ἑορτάζει. Ἀναζητῶ στὰ Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας ἢ τοῦ Γένους τὸν ἅγιο ἢ τὸν ἥρωα. Μάρτυρες, Πατέρες, ἀσκητές, ἀπόστολοι καὶ ἐθναπόστολοι, ναυμάχοι, μπουρλοτιέρηδες καὶ ἀδούλωτοι κλεφταρματολοί, ποιητὲς ἐθνικοί, Ζάλογγα καὶ Δερβενάκια, ἡ ἀπροσκύνητη καὶ ἐλεύθερη Ρωμιοσύνη, ἡ Πονεμένη... Καὶ μοσχοβολᾷ ἡ αἴθουσα, μπαρούτι καὶ λιβάνι. Νὰ ξεκινᾷ ἡ σχολικὴ μέρα μὲ ὀσμὴ εὐωδίας πνευματική. Χαίρονται τὰ παιδιὰ καὶ ἂς εἶναι «μνήμη θανάτου». Θυμήθηκα ἕνα τραγούδι:
«Θεέ μου τί παράξενοι εἶναι οἱ δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας, μὰ γελαστοὶ οἱ ἀνθρῶποι». Γελοῦν οἱ μικροὶ οἱ «ἀνθρῶποι», συγκινοῦνται γιατί σὰν τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέα δὲν ἔλιωσε τὸ κερὶ στὰ αὐτιά τους, οἱ σειρηνωδίες τῶν φανταχτερῶν, ἁρπακτικῶν τεράτων δὲν τοὺς μόλυναν... Διασώζονται τρία ὀνόματα Σειρήνων. Ἡ Ἀγλαόπη, ἡ ἀγλαή, ἡ λαμπρὴ στὴν ὄψη, ἡ Θελξιέπεια, ἡ γοητευτικὴ καὶ θελκτικὴ στὸν λόγο (ἔπος) καὶ ἡ Πεισινόη, ἡ πειθὼ τοῦ νοός, ἡ ὁποία ἀφόπλιζε, ξεμυάλιζε καὶ ὁδηγοῦσε στὸν ἀφανισμό. Στὰ τρία αὐτὰ ὀνόματα ἀναγνωρίζουμε τὰ «ὅπλα μὲ σιγαστῆρα», ποὺ σαγηνεύουν, παρασύρουν καὶ διαφθείρουν, ὁ «ἀγγελικὸς» κόσμος καὶ ὑπόκοσμος τῶν ΜΜΕ.
Ἐπανέρχομαι στὴν προλογικὴ σκέψη, συμμαζεύομαι στὴν αἴθουσα. Ἔχω ἕτοιμο τὸ συναξάρι τῆς ἐρχόμενης Τρίτης, θὰ μοιράσω στὰ παιδιὰ καὶ τὸ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν κείμενο. Λοιπόν, «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνείαν ποιούμεθα»... (Προτρέπω συναδέλφους, τώρα ποὺ φαγώθηκε νὰ μᾶς ἀξιολογήσει τὸ ὑπουργεῖο «Παιδομαζώματος», νὰ διδάξουν ἐνώπιον τῶν ἀξιολογητῶν, ἕνα κείμενο ἀπὸ τὴν σπουδαία καὶ ἀπὸ τοὺς σπουδαίους τῆς πνευματικῆς παράδοσής μας. Προβλέπεται ἐξάλλου μιὰ παρέκκλιση ἀπὸ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα.
Ἔχω κατὰ νοῦ τὸν Παπαδιαμάντη, ἐκεῖ στὸν «Λαμπριάτικο Ψάλτη», ποὺ «στολίζει» τοὺς γραικύλους τῆς σήμερον. Νὰ μὴν ξεχάσει ὁ λαός -ὅσοι ζωντανοί- στὶς ἐρχόμενες ἐκλογὲς νὰ ἀξιολογήσει καὶ αὐτὸς τὴν ὑπουργὸ Παιδείας καὶ τὸ ὑπουργεῖο της. Νὰ θυμηθεῖ τί προωθεῖ στὰ ἀθῶα καὶ ἄγουρα παιδιά). Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1964, ὁ Ἠλίας Βενέζης, ὁ σπουδαῖος λογοτέχνης μας καὶ ἀκαδημαϊκός, ἐκφώνησε λόγο στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν μὲ τίτλο «τὸ πάθος τῶν Φιλικῶν».
Στὸν ἐπίλογο τῆς ὁμιλίας του ἀναφέρθηκε στὸν θάνατο τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, τοῦ ἀθάνατου ἀρχηγοῦ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
Διαβάζω:
«Ὅταν οἱ Αὐστριακοὶ ἀποφυλάκισαν τὸν πρίγκιπα ἦταν πιὰ ἀργά. Λίγες μέρες μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης πέθανε στὴν Βιέννη, στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ 1828. Ἑτοιμοθάνατο τὸν βρῆκε ὁ συμπολεμιστῆς του τοῦ Ἱεροῦ Λόχου, ὁ Κοζανίτης, Γεώργιος Λασάνης. Τοῦ ἔφερε τὴν ἐφημερίδα τοῦ τόπου, τὸν "Αὐστριακὸν Παρατηρητήν".
- Τί νέα γράφουν; ρώτησε ἀργὰ τὸν Λασσάνη ὁ Ὑψηλάντης.
- Ὁ Καποδίστριας ἔφθασε στὴν Μάλτα. Μιὰ φρεγάδα ἀγγλικὴ τὸν περιμένει νὰ τὸν μεταφέρει στὴν Ἑλλάδα, τοῦ ἀποκρίθηκε.
- Ἄς ἔχει δόξαν ὁ Θεός, μουρμούρισε ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης καὶ ἄρχισε νὰ ψελλίζει τό "Πάτερ ἡμῶν". Ἀλλὰ πρὶν τελειώσει τὴν προσευχή του, εἶχε ξεψυχήσει». Τί διαβάζουμε ἐδῶ; Τὸ ὁσιακὸ τέλος ἑνὸς Ρωμιοῦ, ἑνὸς ἀληθινοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. «Οἱ Ὑψηλάντες θυσίασαν πρῶτα ζωὴ καὶ πλούτη. Καὶ θυμῶνται τὸν Θεόν, πατρίδα καὶ θρησκεία», ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ἄλλο ἐθνικὸ πανηγύρι, ἡ μνήμη τοῦ ἐλευθερωτῆ μας.
Τὴν Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1843, κλείνει τὰ μάτια του στὴν Ἀθήνα, τὸ ζωντανὸ Εἰκοσιένα, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Ἕλληνας ἥρωας μὲ τὴν σημαντικότερη θέση στὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους. Τὸ νὰ θέλεις νὰ πλέξεις «τὸν ἐπιτάφιον στέφανον αὐτοῦ ἀνάγκη νὰ περιλάβῃς τὸν μέγαν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα», ὅπως ἀναφώνησε ὁ Σοῦτσος κατὰ τὸ ξόδι του. Ζήτησε νὰ βάλουν στὸν τάφο του, κάτω ἀπὸ τὰ τσαρούχια του τὴν τουρκικὴ σημαία, νὰ ποδοπατᾷ τὴν Τουρκιὰ καὶ στὸ μνῆμα. Αὐτὸ τὸ λιοντάρι μόνο μιὰ φορὰ φοβήθηκε. Πότε; «Εἰς τὸν καιρὸ τοῦ προσκυνήματος ἐφοβήθηκα μόνο διὰ τὴν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά, οὔτε εἰς τὰς ἀρχάς, οὔτε εἰς τὸν καιρὸ τοῦ Δράμαλη, ὅπου ἦλθε μὲ τριάντα χιλιάδες στράτευμα ἐκλεκτό, οὔτε ποτέ, μόνο εἰς τὸ προσκύνημα ἐφοβήθηκα».
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ἄλλο ἐθνικὸ πανηγύρι, ἡ μνήμη τοῦ ἐλευθερωτῆ μας.
Τὴν Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1843, κλείνει τὰ μάτια του στὴν Ἀθήνα, τὸ ζωντανὸ Εἰκοσιένα, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Ἕλληνας ἥρωας μὲ τὴν σημαντικότερη θέση στὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους. Τὸ νὰ θέλεις νὰ πλέξεις «τὸν ἐπιτάφιον στέφανον αὐτοῦ ἀνάγκη νὰ περιλάβῃς τὸν μέγαν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα», ὅπως ἀναφώνησε ὁ Σοῦτσος κατὰ τὸ ξόδι του. Ζήτησε νὰ βάλουν στὸν τάφο του, κάτω ἀπὸ τὰ τσαρούχια του τὴν τουρκικὴ σημαία, νὰ ποδοπατᾷ τὴν Τουρκιὰ καὶ στὸ μνῆμα. Αὐτὸ τὸ λιοντάρι μόνο μιὰ φορὰ φοβήθηκε. Πότε; «Εἰς τὸν καιρὸ τοῦ προσκυνήματος ἐφοβήθηκα μόνο διὰ τὴν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά, οὔτε εἰς τὰς ἀρχάς, οὔτε εἰς τὸν καιρὸ τοῦ Δράμαλη, ὅπου ἦλθε μὲ τριάντα χιλιάδες στράτευμα ἐκλεκτό, οὔτε ποτέ, μόνο εἰς τὸ προσκύνημα ἐφοβήθηκα».
Καὶ τότε βροντοφώναξε καὶ ἐμεῖς μαζί του: «Φωτιὰ καὶ τσεκούρι στοὺς προσκυνημένους».
Τὸν ἔκλαψε ὅλος ὁ λαός, τραγούδησε καὶ τὴν θανή του.
«Κολοκοτρώνης πέθανε στὸ γάμο τοῦ Κολίνου
τὸ θάνατό γνώρισε, πού ᾿θελε ν᾿ ἀποθάνῃ
καὶ τοῦ Γενναίου μίλησε, καὶ τοῦ Κολίνου λέγει:
Ποῦ εἶσαι, Γενναῖε στρατηγέ, Κολίνο σπουδασμένε!
Ἐλᾶτε, πᾶρτε τὴν εὐχή, μὲ τριγυρίζει ὁ Χάρος.
Σῶπα, πατέρα, μὴν τὸ λές, μὴ λὲς πὼς θὰ πεθάνῃς
κι ἔχουμ᾿ ὀχτροὺς καὶ χαίρονται καὶ φίλους καὶ λυπᾶνται.
Ἐλᾶτε, πᾶρτε τὴν εὐχή, καὶ νά ᾿στε μονοιασμένοι».
Τώρα ποὺ νυχθημερὸν μᾶς ἀπειλοῦν τὰ ἀνισόρροπα μεμέτια τῆς Ἄγκυρας, εἶναι λαμπρὸ μάθημα πατριδογνωσίας, «ἐθνικῆς ἀνατάσεως» θὰ ἔλεγαν παλιά, νὰ διαβάζουν οἱ μαθητὲς ποῦ ζήτησε νὰ μπεῖ ὁ Κολοκοτρώνης ἡ σκοτεινὴ «ἡμισέληνος».
Θὰ μποροῦσε καὶ ὁ ἡμέτερος ὑπουργὸς Ἄμυνας, νὰ ἀποστείλει στὸν Τοῦρκο συνάδελφό του καὶ τὸ παρακάτω κείμενο. Ἀποδεικνύει τὴν ξακουστὴ μαχητικότητα τῶν Τούρκων, τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο τῆς ὑδρογείου. Ὅπως ἔχω ξαναγράψει τὴν μόνη «γαλάζια πατρίδα» ποὺ θὰ κατακτήσουν εἶναι ὁ βυθὸς τοῦ Αἰγαίου, ἐκεῖ ποὺ θὰ σαπίζουν τὰ κουφάρια τους.
"Γιὰ τοὺς Τούρκους εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνιση ποὺ κάνουν στὴν Κορέα. Εἶχε προηγηθεῖ μιὰ λαμπρὴ φήμη, γιὰ τὴν ἀνδρεία, ἀκόμα καὶ τὴν ἀγριότητά τους. Οἱ πρῶτες εἰδήσεις ἀπὸ τίς μάχες τους ἠλεκτρίζουν τὰ γραφεῖα συντάξεως τῶν ἀμερικανικῶν ἐφημερίδων. Οἱ Τοῦρκοι ἐφόρμησαν μὲ τίς ξιφολόγχες, ἔκαναν μακελειό, συνέλαβαν ἑκατοντάδες αἰχμαλώτους... Τὸ μόνο σφάλμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν στρατιωτῶν εἶναι ὅτι ἔκαναν λάθος στὸν ἐχθρό: πῆραν γιὰ Κινέζους (ἐχθροὺς) τοὺς Νοτιοκορεάτες (συμμάχους), ποὺ τρέπονται σὲ φυγή. Ὅταν συναντοῦν τοὺς πραγματικοὺς Κινέζους, ἔρχεται ἡ δική τους σειρὰ νὰ κατακρεουργηθοῦν. Τὰ λείψανα τῆς Ταξιαρχίας καταφεύγουν στὶς γραμμὲς τοῦ 38ου (ἀμερικανικοῦ) συντάγματος...
Τὸν ἔκλαψε ὅλος ὁ λαός, τραγούδησε καὶ τὴν θανή του.
«Κολοκοτρώνης πέθανε στὸ γάμο τοῦ Κολίνου
τὸ θάνατό γνώρισε, πού ᾿θελε ν᾿ ἀποθάνῃ
καὶ τοῦ Γενναίου μίλησε, καὶ τοῦ Κολίνου λέγει:
Ποῦ εἶσαι, Γενναῖε στρατηγέ, Κολίνο σπουδασμένε!
Ἐλᾶτε, πᾶρτε τὴν εὐχή, μὲ τριγυρίζει ὁ Χάρος.
Σῶπα, πατέρα, μὴν τὸ λές, μὴ λὲς πὼς θὰ πεθάνῃς
κι ἔχουμ᾿ ὀχτροὺς καὶ χαίρονται καὶ φίλους καὶ λυπᾶνται.
Ἐλᾶτε, πᾶρτε τὴν εὐχή, καὶ νά ᾿στε μονοιασμένοι».
Τώρα ποὺ νυχθημερὸν μᾶς ἀπειλοῦν τὰ ἀνισόρροπα μεμέτια τῆς Ἄγκυρας, εἶναι λαμπρὸ μάθημα πατριδογνωσίας, «ἐθνικῆς ἀνατάσεως» θὰ ἔλεγαν παλιά, νὰ διαβάζουν οἱ μαθητὲς ποῦ ζήτησε νὰ μπεῖ ὁ Κολοκοτρώνης ἡ σκοτεινὴ «ἡμισέληνος».
Θὰ μποροῦσε καὶ ὁ ἡμέτερος ὑπουργὸς Ἄμυνας, νὰ ἀποστείλει στὸν Τοῦρκο συνάδελφό του καὶ τὸ παρακάτω κείμενο. Ἀποδεικνύει τὴν ξακουστὴ μαχητικότητα τῶν Τούρκων, τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο τῆς ὑδρογείου. Ὅπως ἔχω ξαναγράψει τὴν μόνη «γαλάζια πατρίδα» ποὺ θὰ κατακτήσουν εἶναι ὁ βυθὸς τοῦ Αἰγαίου, ἐκεῖ ποὺ θὰ σαπίζουν τὰ κουφάρια τους.
"Γιὰ τοὺς Τούρκους εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνιση ποὺ κάνουν στὴν Κορέα. Εἶχε προηγηθεῖ μιὰ λαμπρὴ φήμη, γιὰ τὴν ἀνδρεία, ἀκόμα καὶ τὴν ἀγριότητά τους. Οἱ πρῶτες εἰδήσεις ἀπὸ τίς μάχες τους ἠλεκτρίζουν τὰ γραφεῖα συντάξεως τῶν ἀμερικανικῶν ἐφημερίδων. Οἱ Τοῦρκοι ἐφόρμησαν μὲ τίς ξιφολόγχες, ἔκαναν μακελειό, συνέλαβαν ἑκατοντάδες αἰχμαλώτους... Τὸ μόνο σφάλμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν στρατιωτῶν εἶναι ὅτι ἔκαναν λάθος στὸν ἐχθρό: πῆραν γιὰ Κινέζους (ἐχθροὺς) τοὺς Νοτιοκορεάτες (συμμάχους), ποὺ τρέπονται σὲ φυγή. Ὅταν συναντοῦν τοὺς πραγματικοὺς Κινέζους, ἔρχεται ἡ δική τους σειρὰ νὰ κατακρεουργηθοῦν. Τὰ λείψανα τῆς Ταξιαρχίας καταφεύγουν στὶς γραμμὲς τοῦ 38ου (ἀμερικανικοῦ) συντάγματος...
Μιὰ τουρκικὴ ἐφοδιοπομπὴ ποὺ μπῆκε ἀνυποψίαστα σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα ἐξοντώθηκε, πέφτοντας σὲ τρεῖς ἐνέδρες, τὴ μιὰ πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη".
Τὸ περιγράφει στὴ "Μεταπολεμικὴ Παγκόσμια Ἱστορία" του ὁ σπουδαῖος δημοσιογράφος καὶ σημαντικὸς ἱστορικὸς Ρεϊμὸν Καρτιέ. Καὶ στὴν Κύπρο, τὸ 1974, τὰ ἴδια ἔπαθαν, ὅταν βύθιζαν τὸ ἀντιτορπιλικό τους «Κοτζάτεπε», κάνα δυὸ ἄλλα δικά τους ποὺ κατέστρεψαν καὶ 11 πολεμικά τους ἀεροπλάνα, χάρις στὸν ξεχασμένο ἥρωα πλωτάρχη Ἐλευθέριο Χανδρινό.
«Ἄν ἔρθουν κανένα βράδυ οἱ τρελλοὶ Τοῦρκοι», ὅπως πολλάκις ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἐρντογάν, νὰ προσέχουν νὰ μὴν γίνει, ὅπως ἔλεγαν παλιά, τῆς Κορέας...
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
_________________________________
Πολυτονισμὸς καὶ προσθήκη
φωτογραφιῶν ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος