(Διάλογος μέ τόν Θεοδόσιο, τόν ἐπίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά τήν πρώτη του ἐξορία στό φρούριο τῆς Βιζύης τῆς Θράκης.)
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέγας θεολόγος καί Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὡμολόγησε τήν Ὀρθόδοξο Πίστι σέ μία ἐποχή πού παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τήν ἰδική μας. Ἡ πολιτική τῶν τότε αὐτοκρατόρων ἀπέβλεπε σέ πολιτικοκοινωνικές ἑνοποιήσεις σάν τίς σημερινές. Ὡς πρόσφορο μέσον γιά τήν πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε ἡ ὑποστήριξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Εἶχαν χρησιμοποιηθῆ καί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τήν αἵρεσι χάριν τῶν κοσμικῶν αὐτῶν σκοπιμοτήτων.
Εἶχαν πιστεύσει ὅτι ἀσκοῦν τάχα κάποια ἐκκλησιαστική οἰκονομία. Δυστυχῶς, ὅλοι σχεδόν οἱ πατριαρχικοί θρόνοι εἶχαν πέσει στήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ζοῦσε μόνο στήν συνείδησι τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί ἐκφραζόταν μέ τό στόμα τῶν ἐλαχίστων Ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι τήν ἐστερέωσαν μέ τό μαρτύριό τους.
Τήν ἐποχή αὐτή ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶχε διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο γιά τήν συγκρότησι τῆς ὀρθοδόξου τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης (649), ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Γιά τόν λόγο αὐτό εὑρίσκεται ἐξόριστος στήν Βιζύη τῆς Θράκης. Ἔχει διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, ἐπειδή ἔχουν ἐκπέσει στήν αἵρεσι. Ἡ ἀναφορά του εἶναι στήν ὀρθοδοξοῦσα τότε Ρώμη καί στόν Ὁμολογητή ἅγιο Πάπα Μαρτῖνο.
Μέ σκοπό νά μεταβάλλουν τήν γνώμη του καί νά τόν προσεταιρισθοῦν, ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος καί οἱ αὐτοκρατορικοί ἀπεσταλμένοι τόν ἐπισκέπτονται στήν Βιζύη καί διεξάγουν τόν κατωτέρω διάλογο. Ὁ Ἅγιος μέ ἀταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει τήν ἀλήθεια ἀπό τήν αἵρεσι, τό φῶς ἀπό τό σκότος, καί μέ γνώμονα τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων ἀνασκευάζει τά ἐπιχειρήματα τῶν μονοθελητῶν συνομιλητῶν του. Εἶναι συγκινητική ἡ ταπείνωσις τοῦ Ἁγίου πού συνοδεύει ὅλες τους τίς ἐκφράσεις καί κινήσεις, ἀκόμη καί τήν ὥρα πού ἡ ἀδικία ἐναντίον του εἶναι κατάφωρη. Προφανῶς, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ σταθερή ὁμολογία καί ἡ ἀληθινή ταπείνωσις συνιστοῦν τό ἱερό τρίπτυχο πού χαρακτηρίζει κάθε Ὀρθόδοξο ὁμολογία.
Ὁ διάλογος τοῦ ἁγίου Μαξίμου στόν τόπο τῆς ἐξορίας του μέ τούς συγκλητικούς ἄρχοντες καί μέ τούς ἐπισκόπους τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἕνα κλασικό πλέον κείμενο, στό ὁποῖο φανερώνει τίς γνήσια Ὀρθόδοξες καί ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις τοῦ Ἁγίου καί τίς αἱρετικές καί κοσμικές ἀντίστοιχα τῶν συνομιλητῶν του.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό αὐτόν τόν διάλογο, ἐπειδή πιστεύουμε ὅτι θά βοηθήση τόν λαό τοῦ Θεοῦ νά ἀντιληφθῆ ποιοί εἶναι σέ κάθε ἐποχή οἱ ἐκφρασταί τῆς Πίστεώς του, ἀλλά καί νά δώσουμε ἀφορμές θεολογικῆς αὐτοκριτικῆς σέ ὅσους λόγω τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους εὐθύνης εὑρίσκονται μπροστά σέ προφανῆ κίνδυνο νά ἀθετήσουν καί σήμερα τήν ἀκρίβεια τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως λόγω ἄλλων σκοπιμοτήτων.
Στίς 24 τοῦ μηνός Αὐγούστου, τῆς 14ης ἐπινεμήσεως πού μόλις τώρα πέρασε, ἐπισκέφθηκε τόν ἀββᾶ Μάξιμο στόν τόπο τῆς ἐξορίας του, δηλαδή στό κάστρο τῆς Βιζύης, ὁ προρρηθεῖς ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος ὅπως εἶπε ἀπό τόν ἴδιο τόν πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Καί μαζί του οἱ ὕπατοι Παῦλος καί Θεοδόσιος, σταλμένοι ὅπως εἶπαν κι αὐτοί ἀπό τόν βασιλέα. Εἶχαν μαζί τους, καθώς φαίνεται, καί τόν ἐπίσκοπο Βιζύης. Καί λέγει ὁ Θεοδόσιος ὁ Ἐπίσκοπος:
Διάλογος τοῦ Ἁγ. Μαξίμου μέ τόν Θεοδόσιο
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλοῦν μέσω ἡμῶν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης, νά μάθουν ἀπό σένα ποιά εἶναι ἡ αἰτία πού δέν ἔχεις κοινωνία μέ τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τίς καινοτομίες πού ἔγιναν ἀπό τήν ἐπινέμησι τοῦ περασμένου κύκλου, οἱ ὅποιες ἄρχισαν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια μέ τά ἐννέα κεφάλαια πού ἐξέθεσε ὁ Κύρος, αὐτός πού δέν ξέρω πῶς ἔγινε πατριάρχης τῆς πόλεως ἐκείνης, καί πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζετε ἐπίσης καί τίς ἄλλες ἀλλοιώσεις, τίς προσθῆκες καί τίς ἀφαιρέσεις, πού ἔγιναν συνοδικά ἀπό τούς προεδρεύσαντας στήν Ἐκκλησία τῶν Βυζαντινῶν. Ἐννοῶ τόν Σέργιο, τόν Πύρρο καί τόν Παῦλο. Καί αὐτές τίς καινοτομίες τίς γνωρίζει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Γι’ αὐτήν τήν αἰτία δέν ἔχω κοινωνία, ὁ δοῦλος σας, μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἄς ἀρθοῦν τά ἐμπόδια πού μπῆκαν ἀπό τούς παραπάνω ἄνδρες, καί μαζί μ’ αὐτά κι αὐτοί πού τἄβαλαν, ὅπως εἶπε ὁ Θεός: «καί τούς λίθους ἐκ τῆς ὁδοῦ διαρρίψατε» (Ἱερεμ. 50, 26). Ἔτσι, βρίσκοντας τήν ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου ὅπως ἦταν πρῶτα, λεία καί ὁμαλή καί ἐλεύθερη ἀπό κάθε ἀκανθώδη αἱρετική κακία, θά τήν βαδίζω χωρίς νά μοῦ χρειάζεται καμμία ἀνθρώπινη προτροπή. Μέχρις ὅτου ὅμως οἱ πατριάρχαι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καυχῶνται γιά τά τεθέντα ἐμπόδια καί γι’ αὐτούς πού τά ἔβαλαν, δέν ὑπάρχει κανένας λόγος ἤ τρόπος πού νά μέ πείση νά ἔχω κοινωνία μέ αὐτούς.
ΘΕΟΔ.: Μά τί κακό λοιπόν ὁμολογοῦμε, ὥστε νά χωρισθῆς ἀπό τήν κοινωνία μαζί μας;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἐπειδή λέγετε ὅτι ὁ Θεός καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός ἔχει μία ἐνέργεια τῆς Θεότητος καί ἀνθρωπότητός του. Ἔτσι συγχέετε τόν λόγο τῆς θεολογίας μέ τόν λόγο τῆς οἰκονομίας.
Καί πάλι, υἱοθετώντας ἄλλη καινοτομία, ἀφαιρεῖτε ἐξ ὁλοκλήρου ὅλα τά γνωριστικά καί συστατικά (στοιχεῖα) τῆς θεότητος καί ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, θεσπίζοντας μέ νόμους καί τύπους, ὅτι δέν πρέπει νά λέγεται γι’ Αὐτόν, οὔτε μία οὔτε δύο θελήσεις ἤ ἐνέργειες. Αὐτό εἶναι πράγμα ἀνυπόστατο, διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν μεγαλοφώνως ὅτι: «Αὐτό πού δέν ἔχει καμμιά δύναμι, οὔτε ὑπάρχει οὔτε εἶναι κάτι οὔτε ἔχει καμμία ἐντελῶς θέσι».
ΘΕΟΔ.: Μή παίρνης σάν κύριο δόγμα, αὐτό πού γίνεται ἀπό οἰκονομία.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἄν δέν εἶναι κύριο δόγμα γιά ὅσους τό δέχονται, γιά ποιό λόγο μέ παραδώσατε ἀνέντιμα σέ βάρβαρα καί ἄθεα ἔθνη; Γιά ποιό λόγο καταδικάσθηκα νά μένω στή Βιζύη, καί οἱ συνδουλοί μου, ὁ ἕνας στήν Πέρβερι κι ὁ ἄλλος στήν Μεσήμβρια;
Καί ποιός πιστός δέχεται τήν οἰκονομία πού κάνει νά σιγήσουν τά λόγια, τά ὁποῖα οἰκονόμησε ὁ τῶν ὅλων Θεός νά εἰπωθοῦν ἀπό τούς ἀποστόλους καί τούς προφήτας καί διδασκάλους; Κι ἄς ἰδοῦμε, μεγάλε κύριε, σέ ποιό κακό καταλήγει τό θέμα αὐτό, ἄν τό καλοεξετάσουμε. Διότι ὁ Θεός ἔβαλε στήν Ἐκκλησία, πρῶτον μέν τούς ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, γιά νά καταρτίζωνται οἱ πιστοί, λέγοντας στό Εὐαγγέλιο πρός τούς ἀποστόλους καί μέσω αὐτῶν πρός τούς μεταγενεστέρους «Ὅ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω», καί πάλι «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμέ δέχεται, καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμέ ἀθετεῖ». Εἶναι λοιπόν φανερό καί ἀναντίρρητο, ὅτι αὐτός πού δέν δέχεται τούς ἀποστόλους καί τούς προφήτας καί διδασκάλους καί δέν ὑπολογίζει τά λόγια τους, δέν ὑπολογίζει τόν ἴδιο τό Χριστό.
Ἄς ἐξετάσουμε δέ καί κάτι ἄλλο. Ὁ Θεός διάλεξε καί κατέστησε ἀποστόλους, προφήτας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμό τῶν πιστῶν. Ἀντίθετα, ὁ διάβολος διάλεξε καί ξεσήκωσε ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους, γιά νά πολεμηθῆ καί ὁ παλαιός νόμος καί ὁ εὐαγγελικός. Μοναδικούς δέ ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους ἐννοῶ τούς αἱρετικούς, τῶν ὁποίων εἶναι διεστραμμένοι οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν αὐτός πού δέχεται τούς ἀληθινούς ἀποστόλους καί προφήτας καί διδασκάλους, δέχεται τόν Θεό, ἔτσι καί αὐτός πού δέχεται τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τόν διάβολο. Αὐτός λοιπόν πού βάζει τούς ἁγίους μαζί μέ τούς βδελυρούς καί ἀκαθάρτους αἱρετικούς (δεχθῆτε τά λόγιά μου, λέγω τήν ἀλήθεια), προφανῶς βάζει στήν ἴδια μοίρα τόν Θεό μαζί μέ τόν διάβολο.
Ἄν λοιπόν ἐξετάζοντας τίς καινοτομίες πού ἔγιναν τώρα στά χρόνιά μας, τίς βρίσκουμε νά ἔχουν καταντήσει σ’ αὐτό τό πιό ἀκραῖο κακό, προσέξτε μήπως, ἐνῶ προφασιζόμαστε τήν εἰρήνη, βρεθοῦμε νά νοσοῦμε καί νά κηρύττουμε τήν ἀποστασία, ἡ ὁποία θά εἶναι, κατά τόν θεῖο ἀπόστολο, πρόδρομος τῆς παρουσίας τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτά σᾶς τά εἶπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, γιά νά λυπηθῆτε τούς ἑαυτούς σας κι ἐμᾶς.
Μέ συμβουλεύετε ἐπίσης νά ἔλθω νά κοινωνήσω μέ τήν Ἐκκλησία στήν ὁποία τέτοια κηρύσσονται, ἐνῶ ἔχω ἄλλα γραμμένα στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μου, καί νά γίνω κοινωνός μ’ αὐτούς ποὺ νομίζουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τοῦ διαβόλου μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στήν πραγματικότητα στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Νά μή δώση ὁ Θεός, πού γεννήθηκε γιά μένα χωρίς ἁμαρτία!
Καί ἀφοῦ τούς ἔβαλε μετάνοια, εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ὁτιδήποτε ἔχετε διαταγή νά κάνετε στό δοῦλο σας, σᾶς λέγω κάμετέ το. Ἐγώ πάντως οὐδέποτε θά γίνω συγκοινωνός μ’ αὐτούς πού δέχονται αὐτές τίς καινοτομίες.
Μόλις τά ἄκουσαν ἐκεῖνοι αὐτά, πάγωσαν. Ἔβαλαν κάτω τά κεφάλια τους καί ἐσιώπησαν γιά ἀρκετή ὥρα. Σήκωσε κάποια στιγμή τό κεφάλι του ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε πρός τόν ἀββᾶ Μάξιμο καί εἶπε:
ΘΕΟΔ.: Σοῦ λέμε λοιπόν ἐμεῖς πώς, ἐάν ἐσύ κοινωνήσης, ὁ δεσπότης μας ὁ βασιλεύς θά ἐλαφρύνη τόν Τύπο.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἡ ἀπόστασις πού μᾶς χωρίζει εἶναι ἀκόμη μεγάλη. Τί θά κάνουμε μέ τό δόγμα τοῦ ἑνός θελήματος πού ἐπικυρώθηκε συνοδικά ἀπό τόν Σέργιο καί τόν Πύρρο γιά τήν ἀναίρεσι κάθε ἐνέργειας;
ΘΕΟΔ.: Ἐκεῖνο τό χαρτί καταστράφηκε καί ἀχρηστεύθηκε.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Τό ἔσβησαν ἀπό τούς πέτρινους τοίχους, ὄχι ὅμως κι ἀπό τίς νοερές ψυχές. Ἄς δεχθοῦν τήν καταδίκη του πού ἔγινε συνοδικά στήν Ρώμη μέ εὐσεβῆ δόγματα καί κανόνες, καί τότε θά λυθῆ τό μεσότοιχο καί δέν θάχουμε ἀνάγκη ἀπό συμβουλές.
ΘΕΟΔ.: Δέν ἔχει ἰσχύ ἡ σύνοδος τῆς Ρώμης, γιατί ἔγινε χωρίς τήν διαταγή τοῦ βασιλέως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἄν οἱ διαταγές τῶν βασιλέων δίνουν κύρος στίς προγενέστερες συνόδους καί ὄχι ἡ εὐσεβής πίστις, ἄς δεχθοῦν καί τίς συνόδους πού ἔγιναν ἐναντίον τοῦ ὁμοουσίου, μία καί ἔγιναν μέ ἐντολή τῶν βασιλέων. Καί ποιός κανόνας ὁρίζει νά εἶναι ἔγκυρες μόνο ἐκεῖνες οἱ σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν μέ ἐντολή βασιλέως ἤ ὁπωσδήποτε ὅλες οἱ σύνοδοι νά συγκαλοῦνται κατόπιν βασιλικῆς διαταγῆς; Ὁ εὐσεβής κανών τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει ὡς ἅγιες καί ἔγκυρες ἐκεῖνες τίς συνόδους, τίς ὁποῖες διακρίνει ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων.
ΘΕΟΔ.: Ὅπως τά λές εἶναι. ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δίνει κῦρος στίς συνόδους. Τί λοιπόν; Δέν πρέπει καθόλου νά λέμε μία ἐνέργεια στόν Χριστό;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα μέ τήν ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δέν παρελάβαμε νά λέμε. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς παρελάβαμε νά πιστεύωμε γιά τό Χριστό δύο φύσεις, αὐτές ἀπό τίς ὁποῖες ἀπαρτίζεται, ἔτσι μᾶς ἐπετράπη νά πιστεύωμε καί νά ὁμολογοῦμε καί τίς φυσικές Του θελήσεις καί ἐνέργειες πού ὑπάρχουν καταλλήλως σ’ αὐτόν, ἀφοῦ αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι ἐκ φύσεως Θεός μαζί καί ἄνθρωπος.
ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, καί ἐμεῖς ὁμολογοῦμε καί τίς φύσεις καί τίς διάφορες ἐνέργειες, δηλαδή καί τήν θεία καί τήν ἀνθρωπίνη. καί ὅτι ἡ θεότης του εἶναι θελητικὴ καί ἡ ἀνθρωπότης του θελητική. ἐπειδή ἡ ψυχή του δέν ἦταν χωρίς θέλησι. Ἀλλά γιά νά μή χάνουμε τόν καιρό μας ἐδῶ, ὅ,τι κι ἄν εἶπαν οἱ Πατέρες τό ὁμολογῶ, καί μάλιστα τό κάνω καί ἐγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις καί δύο θελήματα καί δύο ἐνέργειες. Ἔλα λοιπόν νά κοινωνήσης μαζί μας καί νά γίνη ἡ ἕνωσις.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δέν τολμῶ νά δεχθῶ ἐγώ ἔγγραφη συγκατάθεσι ἀπό σᾶς γι’ αὐτό τό πράγμα, διότι εἶμαι ἁπλός μοναχός. Ἄν ὅμως ὁ Θεός σᾶς ἔφερε σέ κατάνυξι, ὥστε νά δεχθῆτε τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, νά ἐνεργήσετε ὅπως ἀπαιτοῦν οἱ κανόνες. Νά στείλετε, δηλαδή, περί τούτου ἔγγραφο πρός τόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὁ βασιλεύς καί ὁ Πατριάρχης καί ἡ περί αὐτόν σύνοδος. Ἐγώ πάντως οὔτε κι ἄν γίνουν αὐτά θά κοινωνήσω, ἐπειδή οἱ ἀναθεματισθέντες ἀναφέρονται στήν ἁγία ἀναφορά. Διότι φοβᾶμαι τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος.
ΘΕΟΔ.: Ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι δέν σέ κατηγορῶ πού φοβᾶσαι, ἀλλά οὔτε καί κανένας ἄλλος. Γιά τό ὄνομα ὅμως τοῦ Κυρίου, πές μας τήν γνώμη σου, ἐάν εἶναι δυνατόν νά γίνη αὐτό (δηλ. νά ἀρθῆ τό ἀνάθεμα ἤδη ἀποθανόντος αἱρετικοῦ).
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποιά γνώμη μπορῶ νά σᾶς δώσω γι’ αὐτό; Πηγαίνετε, ψάξτε νά βρῆτε ἄν ποτέ ἔχει γίνει κάτι τέτοιο καί ἐλευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον ἀπό τό ἔγκλημα γιά τήν πίστι, κι ἀπό τό κατάκριμα πού ἔχει ἐξαγορευθῆ ἐναντίον του. Πρέπει νά καταδεχθοῦν ὁ βασιλεύς καί ὁ Πατριάρχης νά μιμηθοῦν τήν συγκατάβασι τοῦ Θεοῦ. καί ὁ μέν νά κάνει παρακλητική κέλευσι, ὁ δέ συνοδική δέησι πρός τόν πάπα τῆς Ρώμης. Χωρίς ἀμφιβολία, ἄν βρεθῆ κάποιος τρόπος ἐκκλησιαστικός πού νά τό ἐπιτρέπη αὐτό γιά τήν σωστή ὁμολογία τῆς πίστεως, θά συμφωνήση περί αὐτοῦ μαζί σας.
ΘΕΟΔ.: Αὐτό θά γίνη ὁπωσδήποτε. ἀλλά δός μου τόν λόγο σου ὅτι, ἐάν στείλουν ἐμένα, θά ἔλθης μαζί μου.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σοῦ εἶναι πιό συμφέρον νά πάρης μαζί σου τόν συνδουλό μου πού εἶναι στή Μεσημβρία, παρά ἐμένα. Ἐκεῖνος καί τήν γλώσσα γνωρίζει καί τόν σέβονται πολύ, μιὰ καί τόσα χρόνια τιμωρεῖται γιά τόν Θεό καί γιά τήν ὀρθή πίστι πού κρατεῖ ὁ θρόνος τους.
ΘΕΟΔ.: Ἔχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, καί δέν μοῦ εἶναι τόσο εὐχάριστο νά πάω μαζί του.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, ἀφοῦ νομίζετε ὅτι πρέπει νά γίνη αὐτό, ἄς γίνη ὅπως ἀποφασίζετε. ἐγώ σᾶς ἀκολουθῶ ὅπου θέλετε.
Μετά ἀπό αὐτό σηκώθηκαν ὅλοι ἐπάνω χαρούμενοι καί μέ δάκρυα στά μάτια. Ἔβαλαν μετάνοια καί ἔγινε προσευχή. Καί κάθε ἕνας τους ἀσπάσθηκε τά ἅγια Εὐαγγέλια, καί τόν Τίμιο Σταυρό, καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Παναγίας Θεοτόκου τῆς Μητέρας Του, ἀφοῦ ἔβαλαν ἐπάνω καί τά χέρια τους πρός βεβαίωσι τῶν συμφωνηθέντων. Ἀφοῦ εἰπώθηκαν αὐτά, ὅταν ἀσπάζονταν μεταξύ τους εἶπε ὁ ὕπατος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Νά λοιπόν, ἔγιναν ὅλα καλά. Ἄρα γε θά καταδεχθῆ ὁ βασιλεύς νά κάνη παρακλητική κέλευσι;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ὁπωσδήποτε θά κάνη, ἐάν θέλη νά εἶναι μιμητής τοῦ Θεοῦ καί νά ταπεινωθῆ μαζί Του γιά τήν κοινή σωτηρία ὅλων μας. Ἄς ἀναλογισθῆ ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός ποὺ φύσει σώζει, δέν μᾶς ἔσωσε παρά ἀφοῦ μέ τήν θέλησί Του ταπεινώθηκε, πῶς ὁ φύσει σωζόμενος ἄνθρωπος θά σωθῆ ἤ θά σώση χωρίς νά ταπεινωθῆ;
Μετά δέ τήν ἀναχώρησι τῶν παραπάνω ἀνδρῶν, στίς 8 τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου τῆς παρούσης 15ης ἰνδικτιῶνος, πῆγε πάλι ὁ ὕπατος Παῦλος στή Βιζύη πρός τόν ἀββᾶ Μάξιμο, ἔχοντας μαζί του διαταγή πού ἔλεγε τά ἑξῆς: «Παραγγέλομε στήν ἐνδοξότητά σου νά πᾶς στή Βιζύη καί νά φέρης τόν Μοναχό Μάξιμο μέ πολλή τιμή καί περιποίησι, λόγω τῆς μεγάλης του ἡλικίας καί τῆς ἀσθενείας του, καί διότι αὐτός ἀνήκει στούς προγόνους μας καί τούς ἔχει τιμήσει. Καί νά τόν βάλης στό λαμπρό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, πού βρίσκεται δίπλα στό Βασιλικό παλάτι». Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ὕπατος τόν πῆρε καί τόν ἔβαλε στό προειρημένο μοναστήρι, πῆγε νά δώση εἰδοποίησι.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα πῆγαν πρός αὐτόν οἱ πατρίκιοι Ἐπιφάνιος καί Τρώιλος, μέ λαμπρό ντύσιμο καί ὕφος, καθώς καί ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος. Συναντήθηκαν μέ αὐτόν στό κατηχουμενεῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἰδίου μοναστηριοῦ. Ἀφοῦ ἔγινε ὁ συνηθισμένος ἀσπασμός κάθησαν, ὑποχρεώνοντας κι αὐτόν νά καθήση. Καί ἀρχίζοντας τόν λόγο μαζί του ὁ Τρώιλος εἶπε:
ΤΡΩΙΛΟΣ: Ὁ αὐτοκράτωρ μᾶς διέταξε νά ἔρθουμε καί νά σοῦ ἀνακοινώσουμε τήν γνώμη πού ἔχει ἡ θεοστήρικτη βασιλεία του. Ἀλλά πρῶτα πές μας, θά κάνης τήν διαταγή τοῦ βασιλέως ἤ δέν θά τήν κάνης;
Ὁ Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Κύριε, νά ἀκούσω τί διέταξε ἡ εὐσεβής του δύναμις καί θά ἀποκριθῶ κατάλληλα. γιατί πρός κάτι τό ἄγνωστο ποιά ἀπάντησι μπορῶ νά δώσω;
Ὁ Τρώιλος ἐπέμενε λέγοντας:
ΤΡΩΙΛ.: Δέν πρόκειται νά ποῦμε τίποτε, ἐάν δέν μᾶς πῆς πρῶτα, ἄν θά κάνης ἤ ὄχι τήν διαταγή τοῦ βασιλέως.
Καί ὅταν τούς εἶδε νά ἀντιστέκωνται καί λόγω τῆς καθυστερήσεώς του νά βλέπουν πιό σκληρά καί μαζί μέ τούς συνακολούθους τους νά ἀποκρίνωνται πιό ἄγρια, ἐνῶ φάνταζαν τά περήφανα στολίδια τῶν ἀξιωμάτων τους, ἀπαντώντας ὁ ἀββάς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἀφοῦ δέν θέλετε νά πῆτε στόν δοῦλο σας τήν ἀπόφασι τοῦ κυρίου καί βασιλέως μας, νά λοιπόν σᾶς λέω, κι ἀκούει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καί ὅλοι ἐσεῖς: ὁτιδήποτε μέ διατάξη γιά κάθε πράγμα πού καταλύεται καί καταστρέφεται σ’ αὐτόν τόν αἰώνα, μέ προθυμία τό κάνω.
Καί ἀμέσως ὁ Τρώιλος εἶπε:
ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, ἀλλά ἐγώ φεύγω. γιατί αὐτός τίποτε δέν πρόκειται νά κάνη.
Καί ἀφοῦ ἔγινε πάρα πολύς θόρυβος καί μεγάλη ταραχή καί σύγχυσι, τούς εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Πεῖτε του τήν διαταγή καί θά μάθετε τήν ἀπάντησί του. Διότι, δέν εἶναι λογικό νά φύγουμε, χωρίς νά ποῦμε καί νά ἀκούσουμε τίποτε.
Τότε ὁ πατρίκιος Ἐπιφάνιος εἶπε:
ΕΠΙΦ.: Αὐτό σοῦ δηλώνει μέ μᾶς ὁ βασιλεύς: «Ἐπειδή ἡ Δύσις καί ὅσοι διαστρέφουν (τά πράγματα) στήν Ἀνατολή ἀποβλέπουν σέ σένα, κι ὅλοι ἐξ αἰτίας σου ξεσηκώνονται μή θέλοντας νά συμφωνήσουν μαζί μας γιά τήν πίστι, εἴθε νά σέ κατανύξη ὁ Θεός νά κοινωνήσης μαζί μας βάσει τοῦ Τύπου πού ἐκθέσαμε. Θά βγοῦμε τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στή Χαλκῆ (πύλη) καί θά σέ ἀσπασθοῦμε, θά σοῦ δώσουμε τό χέρι καί μέ κάθε τιμή καί δόξα θά σέ βάλουμε στήν μεγάλη Ἐκκλησία. Θά στέκεσαι μαζί μας στό μέρος πού συνηθίζουν νά στέκωνται οἱ βασιλεῖς. Θά κάνουμε τότε καί τήν σύναξι (Θ. Λειτουργία) καί θά κοινωνήσουμε τά ἄχραντα καί ζωοποιά μυστήρια, τό ζωοποιό σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Θά σέ ἀνακηρύξουμε πατέρα μας· καί θά γίνη χαρά ὄχι μόνο στήν φιλόχριστη καί βασιλική μας πόλι, ἀλλά καί σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι, ἐάν ἐσύ κοινωνήσης μέ τόν ἐδῶ ἅγιο θρόνο, ὅλοι θά ἑνωθοῦν μαζί μας, αὐτοί πού ἐξ αἰτίας σου καί ἐξ αἰτίας τῆς διδασκαλίας σου ἀποσχίσθηκαν ἀπό τήν κοινωνία μέ μᾶς».
Γυρίζοντας τότε πρός τόν ἐπίσκοπο ὁ ἀββάς Μάξιμος τοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, ὅλοι περιμένουμε ἡμέρα κρίσεως. Ἀληθινά, οὔτε ὅλη ἡ δύναμι τῶν οὐρανῶν δέν θά μέ πείση νά τό κάνω αὐτό. Γιατί, τί θά ἔχω νά ἀπολογηθῶ -δέν λέω στό Θεό, ἀλλά στήν συνείδησί μου-, ἄν γιά τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μόνη της δέν ἔχει καμμιά ὀντότητα, γίνω ἐξωμότης τῆς πίστεως ποὺ σώζει αὐτούς ποὺ τήν ὑπερασπίζονται;
Ὅταν ἄκουσαν τά λόγια αὐτά, σηκώθηκαν ὅλοι ἐπάνω καί γεμάτοι θυμό τόν ἔσπρωξαν, τόν τράβηξαν καί τόν ἔρριξαν κάτω. Τόν γέμισαν μάλιστα ἀπό τό κεφάλι ὡς τά νύχια μέ φτυσίματα, πού ἡ δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ὅτου πλύθηκαν τά ροῦχα του. Σηκώθηκε τότε καί ὁ ἐπίσκοπος καί εἶπε:
ΘΕΟΔ.: Δέν ἔπρεπε νά τό κάνετε αὐτό. Ἔπρεπε νά ἀκούσωμε μόνο τήν ἀπάντησί του καί νά τήν ἀναφέρωμε στόν ἀγαθό μας βασιλέα.
Μόλις τούς ἔπεισε ὁ ἐπίσκοπος νά ἡσυχάσουν, κάθησαν πάλι. Μέ θυμό ὅμως καί ἀγριότητα τοῦ εἶπαν μύριες βρισιές καί ἀκατανόμαστες κατάρες. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἐπιφάνιος:
ΕΠΙΦ.: Πές μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μᾶς εἶπες αὐτά τά λόγια θεωρώντας ὡς αἱρετικούς ἐμᾶς καί τήν πόλι μας καί τόν βασιλέα; Ἀληθινά, εἴμαστε περισσότερο Χριστιανοί καί ὀρθόδοξοι ἀπό σένα. Καί ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας καί Θεός ἔχει καί θεϊκή καί ἀνθρώπινη θέλησι καί νοερή ψυχή. καί ὅτι κάθε νοερή φύσι ὁπωσδήποτε ἔχει ἐκ φύσεως τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν, ἐπειδή ἴδιον τῆς ζωῆς εἶναι ἡ κίνησις καί ἴδιον τοῦ νοός ἡ θέλησις. Καί γνωρίζουμε ὅτι εἶναι θελητικός, ὄχι μόνο κατά τήν θεότητα, ἀλλά καί κατά τήν ἀνθρωπότητα. Δέν ἀρνούμαστε ἐπίσης καί τίς δύο θελήσεις του καί ἐνέργειες.
Καί ἀπαντώντας ὁ ἀββάς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἐάν πιστεύετε ἔτσι, ὅπως πιστεύουν οἱ νοερές φύσεις καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐσεῖς μέ ἀναγκάζετε νά κοινωνήσω μέ τόν Τύπο, ποὺ μόνο τήν ἀναίρεσι αὐτῶν ἔχει;
ΕΠΙΦ.: Αὐτό ἔγινε γιά οἰκονομία, γιά νά μή ζημιωθοῦν οἱ λαοί μας μέ τέτοιες λεπτολογίες.
Καί ἀπαντώντας ὁ ἀββάς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει τό ἀντίθετο· κάθε ἄνθρωπος ἁγιάζεται μέ τήν ἀκριβῆ ὁμολογία τῆς πίστεως, καί ὄχι μέ τήν ἀναίρεσι πού βρίσκεται στόν Τύπο.
Καί εἶπε ὁ Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Καί στό παλάτι σοῦ εἴπαμε, ὅτι (ὁ Τύπος) δέν ἀνήρεσε τίποτε, ἀλλά διέταξε νά κατασιγάσουν (οἱ διϊστάμενες ἀπόψεις) γιά νά εἰρηνεύσουμε ὅλοι.
Καί ἀπαντώντας πάλι ὁ ἀββάς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἡ σιωπή τῶν λόγων εἶναι ἀναίρεσις τῶν λόγων. Λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα μέσω τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Οὐκ εἰσί λαλιαί, οὐδέ λόγοι, ὧν οὐχί ἀκούονται αἱ φωναί αὐτῶν». Ἄρα λοιπόν ὁ λόγος πού δέν λέγεται, δέν εἶναι κἄν λόγος.
Καί εἶπε ὁ Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Στήν καρδιά σου νά ἔχης ὅ,τι θέλεις, δέν σέ ἐμποδίζει κανείς.
Ὁ ἀββάς Μάξιμος ἀπήντησε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ὁ Θεός δέν περιώρισε στήν καρδιά ὅλη τήν σωτηρία, ἀλλά εἶπε: «Ὁ ὁμολογῶν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καί ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει ὡς ἑξῆς: «Καρδία μέν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην· στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν». Ἄν λοιπόν ὁ Θεός καί οἱ προφῆται καί οἱ ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ προτρέπουν νά ὁμολογῆται μέ τούς λόγους τῶν Ἁγίων τό μυστήριο, τό μεγάλο καί φρικτό καί σωτήριο γιά ὅλο τόν κόσμο, δέν πρέπει νά σιωπήση μέ κανένα τρόπο ἡ φωνή πού κηρύττει αὐτό, γιά νά μή κινδυνεύση ἡ σωτηρία τῶν σιωπώντων.
Καί ἀπαντώντας ὁ Ἐπιφάνιος μέ πολύ ἄγριο τρόπο εἶπε:
ΕΠΙΦ.: Ὑπέγραψες στόν λίβελλο;
Καί εἶπε ὁ ἀββάς Μάξιμος:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναί ὑπέγραψα.
ΕΠΙΦ.: Καί πῶς τόλμησες νά ὑπογράψης καί νά ἀναθεματίσης αὐτούς πού ὁμολογοῦν καί πιστεύουν ὅπως οἱ νοερές φύσεις καί ἡ καθολική Ἐκκλησία; Ἀληθινά μέ δική μου πρότασι θά σέ πᾶμε στήν πόλι, θά σέ στήσουμε δεμένο στήν ἀγορά καί θά φέρουμε τούς μίμους, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί τίς πιό διάσημες πόρνες καί ὅλο τό λαό, γιά νά χτυπήση καί φτύση καθένας καί καθεμιά τούς τό πρόσωπό σου.
Ἀπαντώντας σ’ αὐτά ὁ ἀββάς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἄς γίνη ὅπως εἴπατε, ἐάν ἀναθεματίσαμε αὐτούς πού ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Κύριος ἔχει δύο φύσεις, καί τίς κατάλληλες σ’ αὐτόν δύο φυσικές θελήσεις καί ἐνέργειες, καί ὅτι εἶναι ἐκ φύσεως ἀληθινός Θεός καί ἄνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τά πρακτικά καί τόν λίβελλο, καί ἐάν βρῆτε αὐτά πού εἴπατε, κάμετε ὅ,τι σκέπτεσθε.
Μετά ἀπό αὐτά τόν ὠδήγησαν στήν Κωνσταντινούπολι καί ἔβγαλαν ἀπόφασι ἐναντίον τους. Ἀνεθεμάτισαν καί κατεδίκασαν τόν ἐν ἁγίοις Μάξιμο, τόν μακάριο μαθητή του Ἀναστάσιο, τόν ἁγιώτατο πάπα Μαρτῖνο, τόν ἅγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ἱεροσολύμων, καί ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους καί ὁμοφρονοῦντας μ’ αὐτούς. Ἔπειτα ἔφεραν καί τόν ἄλλο μακάριο Ἀναστάσιο. Ἀφοῦ χρησιμοποίησαν καί γι’ αὐτόν τά ἴδια ἀναθέματα καί βρισιές, τούς παρέδωσαν στούς ἄρχοντες λέγοντας: Ἀποφασίζουμε νά σᾶς παραλάβη ἀμέσως ὁ πανεύφημος ἔπαρχός μας, πού εἶναι δῶ, στό πολυάνθρωπο ἀνάκτορό του. Νά σᾶς χτυπήση μέ νεῦρα στά μετάφρενα (τόν Μάξιμο, Ἀναστάσιο καί Ἀναστάσιο), καί νά ἀποκόψη ἀπό τήν ρίζα τό ὄργανο τῆς ἀκολασίας σας, δηλαδή τήν βλάσφημη γλώσσα σας, τοῦ Μαξίμου, Ἀναστασίου καί Ἀναστασίου. Στή συνέχεια νά κόψη μέ σιδερένιο μαχαίρι καί τήν ταραχώδη δεξιά πού ὑπηρέτησε τόν βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δέ σᾶς ἀποστερήσουν αὐτά τά βδελυκτά μέλη, νά τά κρεμάσουν πάνω σας καί νά σᾶς περιφέρουν στά δώδεκα τμήματα τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων. Κατόπιν νά σᾶς παραδώση σέ ἰσόβια ἐξoρία καί ταυτόχρονα συνεχῆ φρούρησι, ἔτσι πού συνεχῶς καί γιά ὅλο τό χρόνο τῆς ζωῆς σας νά ὀδύρεσθε γιά τά βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί ἡ κατάρα πού ἐφεύρατε ἐναντίον μας, ἐπέπεσε πάνω στά κεφάλια σας.
Τότε λοιπόν τούς πῆρε ὁ ἔπαρχος καί τούς τιμώρησε κόβοντας τά μέλη τους. Τέλος τούς περιέφερε σ’ ὅλη τήν πόλι καί τούς ἐξώρισε στήν Λαζική.