Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 19,1-10] Ὁμιλία ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, «Εἰς τόν Ζακχαῖον τόν τελώνην»



ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 19,1-10]

Ὁμιλία ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου,

«Εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην»

Ὅσοι ποθοῦν ἔντονα καθετὶ καλό, καθόλου δὲν διαφέρουν ἀπὸ ὅσους αἰσθάνονται δίψα, ἀγαπητοί μου. Ὅσο πιὸ πολὺ δὲν βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ἡ ψυχή τους ἐπιζητεῖ, τόσο περισσότερο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ αὐτὰ ποὺ ποθοῦν· καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰν διψασμένοι τίς πηγὲς τῶν ὅσων ποθοῦν νὰ βροῦν· καὶ ὅταν ξημερώσει, περιερχόμενοι ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, μὲ ἀεικίνητα μάτια κοιτάζοντας ἐρευνητικὰ γύρω, ἀναζητοῦν αὐτὰ ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά τους· καὶ εἶναι ὅπως ἀκριβῶς οἱ ὁδοιπόροι ποὺ σὲ ὥρα μεσημεριάτικου καύσωνα διασχίζουν τὴν ἄνυδρη γῆ, πιεσμένοι ἀπὸ τὴ δίψα, καὶ ποὺ ἐξετάζουν γύρω τους νὰ βροῦν πηγὲς νὰ δροσιστοῦν καὶ νὰ ξεδιψάσουν καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δεῖς νὰ ἀνεβαίνουν αὐτοὶ ἀκόμη καὶ βουνά, γιὰ νὰ φτάσουν ὅπου ὑπάρχει κάποια πηγή· κι ὅταν ἀπὸ μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ σπεύδουν νὰ συνεχίσουν καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτήν· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθούμενό τους Χριστὸ μὲ καλὰ ἔργα καὶ τὴ νύχτα συνομιλοῦν μαζὶ Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί Του· ὅταν στὰ ὁράματά τους Τὸν δοῦν ἀπὸ μακριά, χαίρονται καὶ ἀναγαλλιάζουν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τίς πηγὲς ποὺ ποθοῦν· καὶ πάλι ὅταν ξυπνήσουν, θέλουν νὰ ξανακοιμηθοῦν, γιὰ νὰ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὀπτασία.

Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δές τον, σὲ παρακαλῶ, ποὺ καὶ τρέχει καὶ ἀπὸ τὸν πόθο φλέγεται τὸν θεῖο καὶ ἐπάνω στὸ δέντρο σκαρφαλώνει καὶ τὸν Ἰησοῦ ψάχνει ὁλόγυρα, γιὰ νὰ δεῖ τὴν ζωοδότρια πηγή.  Κι ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, τὴν ὅρασή του βέβαια τὴν ἀνάπαυσε, τὴν καρδιά του ὅμως περισσότερο ἐξῆψε ὁ πόθος νὰ μείνει γιὰ πάντα κοντά Του.

«Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὴν Ἰεριχώ», λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «καὶ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὀνομαζόταν Ζακχαῖος. Αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ», ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖ, «ἀλλὰ δὲν μποροῦσε».

Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, σὲ παρακαλῶ, τὸν πόθο τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ: «Καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν (:καὶ δὲν μποροῦσε νὰ Τὸν δεῖ, διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροὴ λαοῦ, καὶ αὐτὸς ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ καλυπτόταν ἀπὸ τὸ πλῆθος)». «Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι (:Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ συνόδευε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀνέβηκε σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδὶ σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, διότι ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο βρισκόταν τὸ δέντρο αὐτὸ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς)». Ὁ Ζακχαῖος ποὺ στὸ σωματικό του ἀνάστημα ἦταν μικρός, ἐνῶ στὴ φρόνηση τοῦ πνεύματος ἦταν μέγας, ζητοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους νὰ χαρίζει τὰ οὐράνια· ζητοῦσε νὰ δεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους καὶ φωτοδότησε τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ὑπέργειο φῶς, μὲ  βήματα ἀνθρώπινα νὰ περιπατεῖ· ζητοῦσε νὰ δεῖ πῶς ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, στὴ νεφέλη τοῦ σώματος καθισμένος, πλημμύρισε μὲ φῶς τὰ ψυχικὰ μάτια τῶν πιστῶν. Ζητοῦσε νὰ δεῖ τὸν Θεὸ Ἰησοῦ, τὸν Ὡραῖο στὴ μορφή, τὸν Ποθητό, Αὐτόν, ποὺ μὲ τὸ γλυκὺ ὄνομά Του Ἰησοῦς, δηλώνει καὶ τὴν πράξη τῆς σωτηρίας· ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ τὸ πορφυρόμαλλο πρόβατο, ποὺ τὸ αἷμα Του ἐξαγόρασε τίς ἁμαρτίες τῆς οἰκουμένης καὶ τὸν Ἀμνὸ ποὺ ἡ προβιά Του σκέπασε ὅσους γυμνώθηκαν ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος.

Ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸν δικό του τὸν Βασιλέα, τὸ πρόβατο τὸν Ποιμένα του, ὁ περιπλανημένος καὶ χαμένος ταξιδιώτης τὸν Δρόμο του, ὁ σκοτισμένος τὸ Φῶς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ τὸν κήρυκα τῆς εὐσεβείας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε γευτεῖ τὴ γλυκύτητα τῆς θεογνωσίας· ζητοῦσε νὰ δεῖ ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγεία του, ὁ πεινασμένος τὴν οὐράνια τροφή, ὁ διψασμένος τὴν ζωοδότρια πηγή· ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ τὸν ἐμψυχωτὴ τῶν ἱερέων καὶ Ἐκεῖνον ποὺ ξύπνησε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου. Ὦ, τί ἔρωτας θεϊκός, ὦ τί ἐπιθυμία ἀγαθή!

Ὦ, τὸν ἔρωτα τὸν χρυσόφτερο, ἢ καλύτερα τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν αἰσθάνεται. Ἤδη ὁ θεϊκὸς ἔρωτας, αὐτὸς ποὺ τὸν σήκωσε ἀπό τὴ γῆ, τὸν ἔκαμε κιόλας νὰ ἀνέβει στὸ δένδρο. Ἤδη δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἐξακολουθήσει νὰ βλέπει πιὰ τὰ ἐπίγεια, οὔτε καὶ νὰ συναναστρέφεται πιὰ τοὺς ἀνθρώπους· ἀλλὰ στρέφοντας τὸ βλέμμα του πρὸς τὴ θεία ἀγάπη, δεχόταν τὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀπὸ τὰ γήινα ἔτρεχε πρὸς τὰ οὐράνια, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν προθυμία του νὰ τὰ ἀναζητήσει, καὶ ἀφοῦ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο, ἔψαχνε γύρω ἀναζητῶντας τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴ διάνοιά του βρισκόταν ἐπάνω στὴ νεφέλη.

Καὶ ὅταν εἶδε ὁ Ζακχαῖος τὸν Χριστό, Τοῦ μίλησε ὅπως ἅρμοζε: «Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ (:Σ᾿ Ἐσένα σήκωσα τὰ μάτια μου ποὺ κατοικεῖς στὸν οὐρανό)» [Ψαλμ. 122,1]. Εἶδε ὁ Ζακχαῖος τὸν Κύριο καὶ ἀκόμη περισσότερο δυνάμωσε ἡ ἐπιθυμία του· τὸν ἄγγιξε στὴν ψυχὴ καὶ ἔγινε ὁλότελα διαφορετικὸς ἄνθρωπος· ἀπὸ τελώνης ἔγινε ζηλωτής, ἀπὸ ἄπιστος πιστός, ἀπὸ λύκος πρόβατο σφραγισμένο γιὰ σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοια ἐπιθυμία γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ποιός τόσο πολὺ ποτὲ ἀγάπησε τὴ γυναῖκα ἢ τὰ παιδιά του, ὅπως ὁ Ζακχαῖος τὸν Κύριο, ὅπως φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Ἔδωσε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τετραπλάσια τὰ ἐπέστρεψε σὲ ὅποιους συκοφάντησε. Συμπεριφορὰ ἄριστη μαθητῆ καὶ δασκάλου ἐπιείκεια καὶ δύναμη θεϊκή· ἀπὸ τὴ θέα Του καὶ μόνο ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖ στὴν πράξη τὴν καλοπροαίρετη ψυχή!

Κανένα διδακτικὸ λόγο δὲν εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στὸ Ζακχαῖο, παρουσιάστηκε μόνο σὲ αὐτὸν ποὺ Τὸν ποθοῦσε καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του ἀνελκυόταν πρὸς τὰ ἐπάνω ἡ δύναμη τῆς πίστεως. Κάτι παρόμοιο ἔγινε καὶ στὴν αἱμορροούσα· ἦρθε κοντὰ στὸν Κύριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὴ θεραπεύσει, μὰ δὲν περίμενε νὰ Τοῦ ἀγγίξει τὸ χέρι, ἀλλὰ ἀφοῦ πλησίασε, Τοῦ ἀγγίζει κρυφὰ μὲ πίστη τὴν ἄκρη ἀπ᾿ τὰ ροῦχα Του· καὶ τῆς θεραπείας τὴ δύναμη σὰν σφουγγάρι μὲ τὸ γεμάτη πίστη ἄγγιγμά της τὴν τράβηξε.

Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος ἐνεργοῦσε ἀσυναίσθητα καὶ κινούμενος ἀπὸ ζῆλο θεϊκὸ καὶ ἀπὸ πνευματικὸ ἔρωτα φλεγόμενος, ἀνέβαινε στὴ μουριά· ὁ Κύριος ὅμως βλέποντας μὲ τοὺς θεϊκοὺς ὀφθαλμούς Του τὸν μυστικὸ θησαυρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ καλοπροαίρετου Ζακχαίου, τοῦ λέει: «Κατέβα· Γνώρισα τὴν ψυχή σου, γνώρισα τὸν ὅσιο ἔρωτὰ σου· Κατέβα. Θυμήσου ὅτι καὶ ὁ Ἀδὰμ ὅταν ἔνιωσε τὴ γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴ συκιά· καὶ ἐσὺ ποὺ θέλεις νὰ σωθεῖς, μὴν τρέχεις πάνω στὴ συκομουριά. Πρέπει νὰ τὴν ξηράνω αὐτὴ τὴ μουριὰ καὶ νὰ φυτέψω ἄλλη, τὸν σταυρό. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ εὐλογημένο δέντρο καὶ σὲ αὐτὸ νὰ ὁδηγεῖς τὰ βήματα τῆς ψυχῆς σου. Ἀπὸ αὐτὸ ἀκοντίζεσαι ἀμέσως στὸν οὐρανό· ἐνῶ σὲ τούτου τοῦ δέντρου τὰ φύλλα καὶ τὸ φίδι περιπλέκεται, καὶ σὲ αὐτὸ κρύβεται καὶ σὲ αὐτὴν κλώσησε τὰ μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτοῦ ἀρχίσει νὰ ψιθυρίζει στὴν ψυχή σου, ὅπως καὶ στὴν Εὔα ποὺ τὴν ἔπεισε νὰ δοκιμάσει τὴ γλυκιὰ ἡδονή. Κατέβα γρήγορα. Ὅσο στέκομαι ἐγώ, κατέβα ἀπ᾿ αὐτή· ὅταν ἐγὼ  βλέπω τὸν ὄφι, ἐκεῖνος φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δὲ θέλω νὰ σ᾿ ἀφήσω πάνω στὴ συκομουριά, δὲ θέλω νὰ χαθεῖς. Δικό μου πρόβατο εἶσαι, σ᾿ Ἐμένα ἔτρεξες. Κατέβα γρήγορα καὶ περίμενέ με στὸ σπίτι σου. Πρέπει νὰ ἔρθω ἐγὼ νὰ ξεκουραστῶ ἐκεῖ. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ἐκεῖ ἀναπαύομαι. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ πηγαίνω. Ξέρω τί θὰ κάμεις σὲ λίγο· ξέρω ὅτι θὰ δώσεις ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου στοὺς φτωχοὺς καὶ πρῶτα ὅτι θὰ ἐπιστρέψεις τὸ τετραπλάσιο σ᾿ ὅσους συκοφάντησες. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους μὲ εὐχαρίστηση φιλοξενοῦμαι».

Καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔσπευσε νὰ κατεβεῖ καὶ πῆγε στὸ σπίτι του καὶ ὑποδέχτηκε τὸν Ἰησοῦ. Καὶ γεμᾶτος χαρά, εἶπε ἀφοῦ στάθηκε -οὔτε περπατῶντας, οὔτε καθισμένος, ἀλλὰ ἀφοῦ στάθηκε,γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀμετάθετη ἀπόφαση τῆς ψυχῆς του· καὶ ἀφοῦ στάθηκε, μίλησε, ὅταν μὲ θερμὴ ψυχὴ καὶ ἀμεταμέλητη ἀπόφαση, ἀποδυόταν στὸν ἀγῶνα· ἤξερε ποῦ σπέρνει καὶ ποῦ ἐπρόκειτο νὰ θερίσει καὶ εἶπε· «Ἰδού, Κύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, κι ἂν τυχὸν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς γιὰ νὰ ἀδικήσω κάποιον σὲ κάτι, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιο».

Ὦ ἐξομολόγηση καθαρή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ καρδιὰ καθαρή. Ἐξομολόγηση ἀνεπαίσχυντη, ποὺ παρίσταται μπροστὰ στὴν ἀνεπαίσχυντη δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐξομολόγηση ποὺ ἀποπνέει πίστη καὶ ἀνθοφορεῖ δικαιοσύνη. Αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης ἂς μᾶς καταξιώσει ὁ τῶν ὅλων Θεός, μέ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

μετάφραση καὶ ἠλεκτρονικὴ ἐπιμέλεια κειμένου:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

   http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Zacchaeum%20publicanum.pdf

   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-  scott/index.html

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»