Οἱ Ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς οἱ Ἀνάργυροι
Βολαῖς ἀδελφοὺς οὐ διέσπων οἱ λίθοι,
Ὡς εἰς ἕν, ἄμφω συμπεπηγότας λίθον.
Πρώτῃ Ἰουλίοιο λίθοισιν Ἀνάργυροι ἤθλουν.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν τὴν ἐποχὴ ποὺ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων ἦταν ὁ Κάρυνος, ἦταν γιατροὶ στὸ ἐπάγγελμα καὶ παρεῖχαν ἰάσεις σὲ ὅλους ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, καὶ γιὰ ἀντάλλαγμα δὲν ἔπαιρναν χρήματα, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ζητοῦσαν ἦταν νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Κάποιοι ὅμως καλοθελητὲς διέβαλαν τοὺς ἁγίους στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι οἱ θεραπεῖες καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσαν τὰ ἔκαναν μὲ μαγικὲς τέχνες.
Τότε οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ πᾶνε ἄλλους ἀντὶ αὐτῶν στὸν αὐτοκράτορα, προσῆλθαν μόνοι τους ἐνώπιόν του καὶ ὁ Καρίνος προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους, ἀλλὰ κατάφεραν νὰ μεταπείσουν καὶ νὰ ἀλλάξουν καὶ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος δέχθηκε τὶς θεραπευτικές τους ἰάσεις. Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ Καρῖνος ἀνέκρινε τοὺς Ἁγίους, μετατοπίστηκε ἡ θέση τοῦ προσώπου του καὶ στράφηκε πρὸς τὴν ράχη του. Ἀμέσως τότε οἱ Ἅγιοι τὴν θεράπευσαν μὲ τὴν προσευχή τους στὸν Χριστό. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ θαύματος, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ὅσοι βρίσκονταν ἐκείνη τὴν στιγμὴ μπροστὰ σ' αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας τοὺς ἔστειλε πίσω στοὺς συγγενεῖς τους μὲ μεγάλες τιμές.
Ἀργότερα ὅμως, μετὰ ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, οἱ Ἅγιοι φθονήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν δάσκαλο ποὺ τοὺς εἶχε μάθει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, γιατί εἶχαν ἀποκτήσει μεγάλη δόξα καὶ φήμη. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο τοὺς ἀνέβασε σὲ κάποιο ὅρος γιὰ νὰ μαζέψουν δῆθεν κάποια βότανα καὶ ἐκεῖ τοὺς ἐπιτέθηκε μὲ πέτρες καὶ τοὺς θανάτωσε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβατε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.
Ἕτερον ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι θεράποντες, καὶ ἰατῆρες βροτῶν, ἀνάργυρον βλύζετε, τὴν θεραπείαν ἡμῖν, Ἀνάργυροι ἔνδοξοι· ὅθεν τοὺς προσιόντας, τῇ σεπτῇ ὑμῶν σκέπῃ, ῥύσασθε νοσημάτων, καὶ παθῶν ἀνιάτων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανέ, Ῥώμης βλαστήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες τῶν ἰαμάτων, ἐφαπλοῦτε τὴν ῥῶσιν τοῖς ἐν ἀνάγκαις, ἰατροὶ θαυματουργοὶ ἔνδοξοι· ἀλλὰ τῇ ὑμῶν ἐπισκέψει, καὶ τῶν πολεμίων τὰ θράση κατευνάσατε, τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασι.
Μεγαλυνάριον.
Ἴασιν σωμάτων ῥῶσιν ψυχῶν, Κοσμᾶ θεοφόρε, σὺν τῷ θείῳ Δαμιανῷ, νείματε ὑψόθεν, ἀΰλῳ χειρουργίᾳ, τοῖς κατατρυχομένης, ποικίλοις πάθεσι.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Πατρίκιος ἐν τοῖς Εὐάνδρου
Δόξαν λιπών γης και τα της γης ηδέα,
Θανών μετέσχεν Oυρανού δόξης Πέτρος.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Κωνσταντῖνος καὶ ἦταν Πατρίκιος καὶ στρατηγὸς τοῦ βασιλιά.
Ἔτσι ὁ Πέτρος εἶχε τὴν εὐχέρεια καὶ σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἄλλες ἐπιστῆμες, στὶς καλύτερες σχολές. Ἔπειτα παντρεύτηκε, καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔγινε Δομέστικος τῶν σχολῶν καὶ Πατρίκιος. Τότε βασιλιάς, ἦταν ὁ Νικηφόρος Α’.
Σὲ κάποια ὅμως ἀποτυχημένη ἐκστρατεία κατὰ τῶν Βουλγάρων, ὁ Πέτρος μαζὶ μὲ ἄλλους 50 ἄρχοντες συνελήφθη. Κατόπιν λέγεται, ὅτι τοῦ παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, τὸν ἐλευθέρωσε καὶ τὸν συνόδεψε μέχρι τὴν πατρίδα του. Ἀλλὰ ὁ Πέτρος καταφρόνησε τὰ τοῦ κόσμου, ἀνέβηκε στὸν Ὄλυμπο καὶ ἔγινε μοναχὸς κοντὰ στὸν ὅσιο Ἰωαννίκιο. Μετὰ 34 χρόνια, καὶ ὅταν πέθανε ὁ ἅγιος γέροντάς του, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη (847).
Ἐκεῖ, κοντὰ στὸ Ναὸ τοῦ Εὐάνδρου ποὺ εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος, ἔκανε μία μικρὴ καλύβα. Μέσα σ' αὐτὴν τὴν καλύβα, ἔζησε ὀκτὼ χρόνια ἀσκητικὰ καὶ θεάρεστα.
Πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 854.
Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ Ἐρημίτης
Oυ σαρκί πεισθείς πριν θανείν Eύα Λέων,
Ως πρώτος Aδάμ γυμνός ων ουκ ησχύνου.
Ἦταν ἀσκητής, ποὺ ζοῦσε γυμνὸς λόγω αὐστηρῆς ἀσκήσεως.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι 2000 Μάρτυρες
Ξίφος πατάσσει χιλιανδρίας δύω,
Σεπτών αθλητών ων μακράν δειλανδρία.
Σεπτών αθλητών ων μακράν δειλανδρία.
Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες για τον βίο των Μαρτύρων.
Ώφθης αληθώς Bασίλειος πράγματι,
Ως βασιλεύσας των παθών των αλόγων.
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (901 – 959), γιοῦ τοῦ Λέοντα τοῦ Φιλοσόφου καὶ τῆς Ζωῆς.
Ἔκτισε τὴν Μονὴ τοῦ Βαθέος Ρύακος στὴ Βιθυνικὴ κωμόπολη Τρίγλια καὶ διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐσέβεια ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὸν ζῆλο νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, στὴ Μονὴ ποὺ ἵδρυσε, ὑπῆρξε καὶ διδάσκαλος τῶν προσερχόμενων εὐσεβῶν νέων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολλοὶ ἀναδείχτηκαν στὴ διδασκαλία τοῦ λάου καὶ τὴν ἄριστη διοίκηση ἄλλων μοναστηριῶν.
Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος μ’ αὐτὸν τῆς 27ης Δεκεμβρίου, βλέπε βιογραφία του τὴν ἡμέρα αὐτή.
(Ἐδῶ ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν καὶ τὴν μνήμη κάποιας Ἁγίας Ἀπολλωνίας. Τέτοιο ὄνομα ὅμως δὲν βρίσκουμε πουθενά).
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Θαυματουργός ὁ Ἀλαμάνος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
«Οὐκ ἔστι πόλις ἢ τόπος, ὅπου τῶν ὀρθοδόξων ἡμῶν οὐ προχέονται ὑπὲρ εὐσέβειας τὰ αἵματα», λέει κάπου μὲ βαθιὰ συγκίνηση καὶ χριστιανικὴ καύχηση ὁ εὐλαβής τῆς Ὀρθοδοξίας ἱεράρχης Νεκτάριος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων 1661-1669.
Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ πόλη ἢ τόπος στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ νὰ μὴν ἔχει βαφεῖ μὲ μαρτυρικὸ αἷμα.
Τὰ λόγια αὐτά, λόγια μεγάλα κι ἀληθινὰ ποὺ ἰσχύουν γιὰ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία, ἰσχύουν πολὺ καὶ γιὰ τῆς Κύπρου τὸ νησί.
Δὲν ὑπερβάλλουμε ἀπὸ προγονοπληξία τὰ πράγματα. Ἀπὸ καθῆκον ἁπλῶς διακηρύττουμε μία πραγματικότητα.
Ἀπὸ τότε πού, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στόματα Ἀποστολικὰ ἔσπειραν στὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ μας τὸν σπόρο τὸν εὐαγγελικό, χιλιάδες μορφὲς μέχρι σήμερα πρόβαλαν παντοῦ μὲ παρρησία τὸν χριστιανικὸ τοῦτο θησαυρὸ καὶ πότισαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν πίστη τους στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ.
Μιὰ ἀπὸ τὶς μορφὲς αὐτὲς τὶς ξεχωριστές, τὶς ὑπέροχες καὶ ἡρωικὲς εἶναι κι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ἀλαμάνος.
Δὲν γεννήθηκε στὸ νησί μας. Οὔτε καὶ γνωρίζουμε τὸν ἰδιαίτερο τόπο τῆς καταγωγῆς του ἢ τοὺς γονεῖς του.
Γνωρίζουμε μόνο, πὼς εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἐργαζόντουσαν στὴ Γερμανία (Ἀλαμανία – Allemagne, γι' αὐτὸ καὶ Ἀλαμάνος) κι οἱ ὁποῖοι ἦρθαν στὸ νησί μας κι ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη.
Ὁ Κωνσταντῖνος, μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους συντρόφους του εἶχε ἐγκατασταθεῖ σὲ μία σπηλιὰ σὲ κάποιο μέρος ποὺ λεγόταν τῆς Τραχιάδος ἢ Τραχιᾶς. Τραχιὰ εἶναι μία τοποθεσία μεταξὺ τῶν χωριῶν Ἄχνας καὶ Ὀρμήδιας, Παναγιὰ τῆς Τραχιᾶς, ἕνα ἐξωκλῆσι ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ κατεχόμενο χωριὸ Ἄχνα, ἀλλὰ βρίσκεται στὴν ἐλεύθερη περιοχή, καὶ ἔζησαν, σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστή τους, μιὰ ζωὴ ἁγία, πνευματική, ἀποστολική.
Ζωὴ ἀποστολική! Πόσα δὲν λέει ἡ φράση αὐτή!
Ζωὴ ἀποστολική, δηλαδὴ ζωὴ πνευματική, ἀνώτερη.
Ζωὴ ἑνωμένη ὁλότελα μὲ τὸν Θεό. Ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχή. Προπαντὸς ἑνωμένη μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Ἃς ἦταν κι αὐτοὶ ἄνθρωποι σὰν κι ἐμᾶς. Ἄνθρωποι φτιαγμένοι ἀπὸ μία φύση φθαρτή. Ἃς ἦταν κι αὐτοί, ὅπως λέει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ, ὁ πιστὸς Ἀβραὰμ «γῆ καὶ σποδός». Μὲ τὸ νὰ βάλουν ὅμως στὴν καρδιὰ τους ἀρχηγὸ καὶ βασιλέα κι ὁδηγὸ τους τὸν Χριστό. Μὲ τὸ νὰ κάμουν κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸν Χριστό. Μὲ τὸ νὰ θελήσουν νὰ γίνει ἡ ψυχὴ τους «ψυχὴ ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ». Μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πετύχουν νὰ ζοῦν ἐσωτερικὰ ὄχι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ «ὁ Χριστὸς νὰ ζεῖ ἐν αὐτοίς», μπόρεσαν νὰ ἐξελιχθοῦν καὶ νὰ γίνουν θεανθρώπινοι καὶ χριστοφόροι ἀσκητές.
Ἡ πίστη τους, πίστη ζωντανὴ καὶ φλογερή, πίστη ἀκλόνητη καὶ καυτὴ πέτυχε νὰ νεκρώσει κυριολεκτικὰ μέσα τους κάθε ταπεινὸ πόθο γιὰ ὅ,τι λένε οἱ ἄνθρωποι ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ κατανυκτικὴ προσευχὴ καὶ νηστεία πάλι τοὺς ἀπάλλαξε τὴν ψυχὴ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ τὴν στρέφουν ὁλοένα πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὰ πνευματικὰ κι αἰώνια ἀγαθά.
Κι ἡ ἀγάπη, ἡ χωρὶς ὅρια ἀγάπη, ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν κοιτάζει φίλους κι ἐχθρούς, οὔτε πιὰ τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα, ἀλλὰ προσφέρεται μὲ μακροθυμία καὶ ἀνοχὴ στὸν καθένα, τοὺς ἀνέβαζε καθημερινά. Τοὺς ἔκαμε νὰ φαίνονται ἐπίγειοι ἄγγελοι κι οὐράνιοι ἄνθρωποι. Ἕνα φῶς ξέχυνε γύρω τους ἡ ὅλη προσωπικότητά τους. Φῶς ἥμερο καὶ γλυκύ, μὰ καὶ μία δύναμη ἑλκυστική, ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν κοντά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἰδοῦν, νὰ τοὺς ἀκούσουν, νὰ τοὺς μιμηθοῦν.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ πνευματοφόροι ἀσκητὲς γίνανε γιὰ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω τόπων οἱ δυνατοὶ μαγνῆτες, ποὺ τοὺς εἵλκυσαν κοντὰ τους γιὰ νὰ τοὺς γνωρίσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Τοὺς εἵλκυσαν κοντὰ τους γιὰ νὰ τοὺς μάθουν νὰ σκέπτονται καὶ νὰ ποθοῦν τὰ ὑψηλά, τὰ οὐράνια, τὰ θεία καὶ ὄχι τὰ εὐτελῆ καὶ ταπεινά.
Τὰ λόγια τους, λόγια ἁπλὰ μὰ εὐαγγελικά, σκορποῦσαν παντοῦ τὴν αἰσιοδοξία καὶ τὴν ἐλπίδα. Κοντά τους μάθαιναν οἱ ἐπισκέπτες πῶς νὰ ἀξιολογοῦν τὰ πράγματα, πῶς νὰ χαίρονται τὸν κόσμο καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ διάφορα ὑλικὰ ἀγαθὰ χωρὶς νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὸν «ἄρχοντα τοῦ κόσμου».
- Ἀδελφοί μας, ἔλεγαν οἱ ἅγιοι. Ἔχουμε μεγάλη ἀποστολὴ σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε. Νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸν οὐρανό. Κι ἡ ἑτοιμασία μας θὰ εἶναι καλή, ἂν προσπαθήσουμε κι ἀγωνιστοῦμε τοῦτο τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωποι ἀρετῆς. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Χριστός μας κι ἦρθε στὸν κόσμο. Ἦρθε νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πάρουμε, γιὰ ν’ ἀνέβουμε καὶ νὰ ζήσουμε μαζί του στὸν οὐρανό. Ἦρθε καὶ μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο πλήρωσε τὸ δικό μας χρέος. Τὸ χρέος ποὺ δημιουργοῦμε μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Τὸ ἐξόφλησε μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του, ποὺ χύθηκε πάνω στὸν σταυρό. Ἔτσι μας ἐξαγόρασε, ὅπως λέμε, ὁ Χριστός. Καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη Του, φάνηκε πὼς ὁ Πατέρας Του, ὁ Πανάγαθος Θεὸς δέχτηκε τὴν θυσία Του. Τὴν δέχτηκε καὶ μᾶς ἔστειλε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα του, πού μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς ἁγιάζει ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐνισχύει στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος τὴν παίρνουμε ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια της Ἐκκλησίας μας. Ἰδιαίτερα μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὴν Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μένει πάντα μαζί μας. Μᾶς ἐγκαταλείπει μόνο, ὅταν ἐμεῖς ξαναγυρνᾶμε στὴν ἁμαρτία κι ἐπιμένουμε νὰ μένουμε κολλημένοι σ' αὐτήν. Φεύγει ἀπὸ κοντά μας, ὅταν ἡ ψυχή μας ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται σκλάβα τῶν διαφόρων παθῶν, ποὺ μὲ γοητεία μᾶς προβάλλει ὁ Σατανᾶς.
Προσοχὴ λοιπὸν ἀπὸ ὅλα αὐτά. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πού μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό. Κι ἂν συμβεῖ νὰ παρασυρθοῦμε καὶ νὰ πέσουμε, ἃς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ τὴν Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση. Αὐτή μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ μᾶς ἀναγεννᾶ. Καὶ μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεό.
Μὲ τέτοια λόγια, ἁπλὰ καὶ παραστατικὰ διδάσκουν κάθε φορὰ οἱ Ἅγιοι τὰ πρόσωπα ποὺ τοὺς ἐπισκέπτονται. Κι εἶναι τὰ πρόσωπα αὐτὰ πολλά. Εἶναι ἕνας κόσμος. Ὁ κόσμος!
Κάθε ἔργο ὅμως ἱερό, ἔργο ποὺ ἀποβλέπει στὴ σωτηρία ψυχῶν, γίνεται πάντοτε κι ἐπίφθονο. Δὲν ἀνέχεται ὁ «ἄρχων» τοῦ κόσμου τούτου νὰ τοῦ χαλοῦν τὰ σχέδια. Ἀπὸ τότε ποὺ ἐξ αἴτιας τοῦ ἐγωισμοῦ του ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀπὸ Ἀρχάγγελος ἔγινε πονηρὸ πνεῦμα, διάβολος, ἕνα εἶναι τὸ ἔργο του κι ἕνας ὁ σκοπός του:
Νὰ σκανδαλίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ σωτηρία. Κι ἀκόμη νὰ συκοφαντεῖ καὶ νὰ καταδιώκει τοὺς ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐξουδετερώσει τὸ σωστικὸ ἔργο τους. Αὐτὸ κάμνει πάντα. Αὐτὸ ἔκανε καὶ τώρα.
Κυβερνήτης στὴν Κύπρο τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν κάποιος Σαβῖνος ἐξωμότης, ἴσως γι' αὐτὸ «καὶ ἀμείλικτος διώκτης τῶν πρώην ὁμοθρήσκων του χριστιανῶν». Τὴν πληροφορία αὐτή μας τὴ δίδει ὁ Κωνσταντῖνος Σάθας. Ὅμως ὑπάρχει κι ἡ ἄποψη, πὼς ταύτη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπῆρξε τέτοιος διοικητὴς στὸ νησί. Μᾶλλον φαίνεται πὼς πρόκειται γιὰ δυὸ Κωνσταντίνους ἁγίους. Ἀπ' αὐτοὺς ὁ ἕνας πρέπει νὰ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Σαβίνου (3ος καὶ 4ος αἰῶνας μ.Χ.) κι εἶναι ὁ μεγαλομάρτυρας κι ὁ ἄλλος ὅσιος ἀπὸ τοὺς 300, ποὺ ἔζησε τὸν 12 αἰῶνα. Ἔμαθε ὁ Σαβῖνος τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῶν συνασκητῶν του κι ἐξεμάνη κυριολεκτικά. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ διατάζει νὰ συλλάβουν τοὺς ἀσκητὲς καὶ νὰ τοὺς παρουσιάσουν μπροστά του.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸ διοικητήριο τοῦ ἄρχοντα εἶχε μεγάλη κίνηση. Στρατιῶτες μπαινόβγαιναν καὶ πρόσεχαν τὰ πάντα. Σὲ μία μεγάλη αἴθουσα καθόταν ὁ Σαβῖνος καὶ περίμενε. Οἱ φύλακές του στεκόντουσαν δίπλα του ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί. Ἐπιτέλους κάποια στιγμὴ μία ὁμάδα στρατιωτῶν φάνηκε στὸ βάθος. Προχωροῦσε ἀργά. Στὴ μέση εἶχαν δεμένους ἀπ’ τὰ χέρια τοὺς ἀσκητές. Ἀνάμεςά τους ξεχώριζε ὁ Κωνσταντῖνος. Ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὁμάδας. Ψηλὸς εὐρύστερνος, σὰν παλιὸς στρατιωτικὸς ποὺ ἦταν, προχωροῦσε σταθερὰ πρὸς τὴν αἴθουσα μὲ τὸ κεφάλι ψηλά. Οἱ ἄλλοι ἐρχόντουσαν ξωπίσω. Περπατοῦσαν κι αὐτοὶ σταθερά. Μπῆκαν μέσα, χαιρέτησαν μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ στάθηκαν. Πέρασαν λίγα λεπτὰ σιγής. Κάποια στιγμὴ ὁ διοικητὴς μὲ φωνὴ ἀδύνατη καὶ βραχνὴ διακόπτει τὴ σιωπὴ καὶ λέει:
- Ἔμαθα ὅτι ἀπὸ καιρὸ σκανδαλίζετε τὸν κόσμο. Τὸν διδάσκετε νὰ πιστεύει γιὰ Θεὸ του κάποιον Ἰησοῦ Χριστό. Ἀληθεύει τὸ πρᾶγμα;
— Τὸν κόσμο δὲν τὸν σκανδαλίζουμε, εἶπε μὲ σταθερὴ φωνὴ ὁ Κωνσταντῖνος. Δὲν τὸν σκανδαλίζουμε, γιατί αὐτὸ ποὺ διδάσκουμε εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Εἶναι ὁ Σωτῆρας καὶ Λυτρωτὴς ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
- Πᾶψε, διέκοψε μὲ ἄγρια φωνὴ ὁ Σαβῖνος. Πᾶψε νὰ λὲς τέτοιες ἀνοησίες.
- Ἂν εἶναι ἀνοησία νὰ ὁμολογεῖ ἕνας τὴν ἀλήθεια, τότε θὰ εὐχόμουνα νὰ ἦταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνόητοι γιὰ νὰ λένε τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἴδιο εὐχόμαστε κι ἐμεῖς, πρόσθεσαν κι οἱ ἄλλοι.
- Πᾶψτε! ἐπανέλαβε ἔξω φρενῶν ὁ Σαβῖνος. Πᾶρτέ τους ἀπ' ἐδῶ καὶ κτυπᾶτέ τους ὥσπου νὰ μετανιώσουν.
Οἱ στρατιῶτες ἅρπαξαν τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς ἔσυραν ἔξω. Τοὺς ξεγύμνωσαν καὶ τοὺς παρέδωκαν στοὺς δήμιους ποὺ περίμεναν. Κι αὐτοὶ μὲ ὠμὰ βούνευρα ἄρχισαν νὰ τοὺς κτυποῦν ἀλύπητα. Τὸ αἷμα τρέχει ἀπὸ τὸ σκελετωμένα ἀπ' τὴ νηστεία κορμιὰ καὶ πορφυρώνει τὴ μαρτυρικὴ γῆ. Οἱ ὅσιοι ὅμως μένουν ἄκαμπτοι κι ἀλύγιστοι. Αἱμόφυρτους τοὺς πῆραν καὶ τοὺς πέταξαν στὴ φυλακή. Ὅταν σὲ λίγο συνῆλθαν ἀπ’ τοὺς τρομεροὺς πόνους, ἄκουσαν τὸν Κωνσταντῖνο νὰ τοὺς καλεῖ:
— Σηκωθεῖτε, ἀδελφοί. Μᾶς περιμένει ὁ Κύριος μας.
Οἱ μακάριοι Ὁμολογητὲς σηκώθηκαν. Σταύρωσαν τὰ ματωμένα χέρια καὶ γονάτισαν, ἔγειραν τὸ κεφάλι μπροστὰ καὶ συγκέντρωσαν τὴν προσοχή τους.
- Κύριε, εἶπε ὁ Κωνσταντῖνος. Σ' εὐχαριστοῦμε πού μας ἔδωσες τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας. Σ' εὐχαριστοῦμε ἀκόμη ποὺ δὲν μᾶς ἄφησες νὰ λυγίσουμε. Σὲ ἀγαποῦμε, Κύριε. Ποθοῦμε ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ εἶναι ἕνας ὕμνος στὴ μεγαλοσύνη σου! Βοήθησέ μας!
Ἐνίσχυσέ μας νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά σου μέχρι θανάτου. Κι ἀξίωσέ μας στὴ βασιλεία σου. Ἀμήν.
Ἡ νύχτα πέρασε μὲ προσευχὲς καὶ ὑμνῳδίες. Τὰ ξημερώματα τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καὶ πάλι. Οἱ δήμιοι μὲ ὕβρεις καὶ βλαστήμιες, μπῆκαν μέσα κι ἔσυραν τοὺς Μάρτυρες ἔξω.
Στὸ διοικητήριο σὲ λίγο ἐπαναλαμβάνεται ἡ σκηνή. Ὁ διοικητὴς ρωτᾶ. Καὶ οἱ Ὁμολογητὲς ἀπαντοῦν χωρὶς κόπο. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἐγὼ δώσω ὑμὶν στόμα καὶ σοφίαν, ἡ οὐ δυνήσονται ἀντειπεὶν οὐδὲ ἀντιστήναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμίν» (Λουκ. κα’ 15), βρίσκουν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πλήρη τὴν ἐφαρμογή. Ὁ διοικητὴς κι οἱ παριστάμενοι μὲ θαυμασμὸ ἀκοῦν τὶς ἀπαντήσεις τῶν Μαρτύρων. Τὸ μῖσός τους ὅμως πρὸς τὴν ἀλήθεια τοὺς τυφλώνει καὶ τοὺς κάνει νὰ μὴ ξέρουν πὼς νὰ ξεφύγουν τὴν ταπείνωση. Διέξοδος καὶ πάλι γι’ αὐτοὺς μία. Αὐτὴ ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλοι οἱ ἄνομοι καὶ ψυχικὰ διεφθαρμένοι. Οἱ φωνὲς κι οἱ βρισιές, οἱ ἀπειλὲς κι ὁ διωγμὸς τῶν ἀντιφρονούντων μὲ ἐπιστέγασμα τὸ μαρτύριο.
Νέα βασανιστήρια ἀναλαμβάνονται τούτη τὴ φορά. Βασανιστήρια σκληρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα. Στὴν ἀρχὴ μαστίγωμα μὲ βούνευρα. Ὕστερα ἀκολουθεῖ κρέμασμα τῶν Μαρτύρων μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Στὴ θέση αὐτὴ δήμιοι μὲ σιδερένια νύχια ξύνουν τὶς σάρκες τῶν Ὁμολογητῶν. Ἡ γῆ βρέχεται ἀπὸ τὸ αἷμα. Μερικοὶ δήμιοι λυγίζουν. Ἀλύγιστοι μένουν οἱ Μάρτυρες, ποὺ καὶ στὴν κατάσταση αὐτὴ συνεχίζουν θερμὴ τὴν προσευχή τους.
- Κύριε, βοήθησέ μας. Ρύσαι μας ἐκ τῆς παγίδας τῶν θηρευόντων. Λύτρωσέ μας ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν πού μας βασανίζουν. Σὺ εἶσαι ἡ δύναμη κι ἡ ὑπομονή μας!
Ἡ ἀντοχὴ τῶν Μαρτύρων καὶ ἡ γαλήνη ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπά τους ἐκνευρίζει περισσότερο τὰ ὄργανα τῆς κακίας καὶ τοῦ ψεύδους, ποὺ ἐφαρμόζουν ὁλοένα καὶ πιὸ ὀδυνηρὰ μέσα βασανισμοῦ. Τὸ ξύσιμο τῆς σάρκας μὲ τὰ σιδερένια νύχια. Τὸ ἀποτέλεσμα μηδέν. Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάσει τὴν καρδιά, καμιὰ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὴν λυγίσει καὶ νὰ τὴ συντρίψει.
Ἀποκαμωμένοι οἱ βασανιστὲς σταματοῦν καὶ στὴ φρικτὴ ἐκείνη κατάσταση ρίχνουν τοὺς Ὁμολογητὲς ράκη σωματικὰ στὴ φυλακή. Ράκη σωματικά. Ἡ ψυχή τους ὅμως πανέμορφη κι ἀδούλωτη καὶ ἡρωικὴ τοὺς ἀποδεικνύει νικητὲς κι ἀνώτερους ἀπὸ κάθε προσβολὴ καὶ βάσανο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ διοικητὴς καταλυπημένος καὶ ντροπιασμένος ζητεῖ νὰ παρουσιασθοῦν ξανὰ μπροστά του οἱ Ἅγιοι. Μιὰ ἐξέδρα εἶχε στηθεῖ στὴν Τραχιάδα λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄχνα. Ἐκεῖ ἀνέβασαν τοὺς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ νέα ἀνάκριση ἀκολουθεῖ. Καὶ στὴν ἀνάκριση νέες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές. Ἡ παρρησία τῶν Μαρτύρων καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐξαντλεῖ τὴν ὑπομονὴ τοῦ ἐξωμότου, ὁ ὁποῖος καὶ διατάζει νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Οἱ Μάρτυρες μὲ τὸ πρόσωπο χαρούμενο βαδίζουν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἡ σκέψη πὼς σὲ λίγο θὰ βρίσκονται κοντὰ στὸν αἰώνιο Βασιλιὰ τῆς ψυχῆς τους, κινεῖ τὰ χείλη τους σὲ μιὰ ἀκόμη δοξολογία: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἔδωκεν ἠμᾶς εἰς θήραν τοὶς ὀδούσιν αὐτῶν» (Ψαλμ. ρκγ’ 6).
Σὲ λίγο τέσσερα κορμιὰ κυλιοῦνται ἄπνοα στῆς Τραχιάδος τὴν γῆ. Οἱ ψυχὲς ὅμως ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό. Ἅγιοι Ἄγγελοι τὶς παραλαμβάνουν καὶ μὲ εὐφροσύνη ψάλλουν τὸν ὕμνο τὸν μαρτυρικό:
«Χοροὶ Μαρτύρων ἀντέστησαν τοὶς τυράννοις λέγοντες· ἠμεῖς στρατευόμεθα τῷ βασιλεῖ τῶν δυνάμεων, εἰ καὶ πυρὶ καὶ βασάνοις ἀναλώσετε ἠμᾶς, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς Τριάδος τὴν δύναμιν».
Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας μέρας εὐλαβεῖς χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὰ τίμια λείψανα καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς στὸ γειτονικὸ χωριὸ Ὀρμήδια. Τὴν θύμησή τους ὅμως ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν δὲν μπόρεσε ὡς τὰ σήμερα νὰ θάψει καὶ νὰ ἐξαλείψει ἡ λήθη ἢ ὁ χρόνος. Τὰ πάμπολλα θαύματα ποὺ ὁ Θεὸς κάνει γιὰ χάρη τῶν δούλων Του στὸν τόπο ποὺ ἐναποτέθηκαν τὰ ἅγια σκηνώματά τους, θὰ ἐξαγγέλλουν στοὺς αἰῶνες τὴν θεϊκὴ ὑπόσχεση: «Τοὺς δοξάζοντας μὲ δοξάσω». (Α’ Βασ. β’ 30).
Ἀπὸ τὸν τάφο τους, ὅπως διηγοῦνται οἱ χωριανοί, ἄρχισε μετὰ ἀπὸ καιρὸ νὰ ἀναβλύζει νερό.
Κάποιοι ἔσκαψαν λίγο τὴν ἄκρη τοῦ τάφου καὶ ὁ τόπος γέμισε ἀπὸ νερὸ θεραπευτικό - ἁγίασμα.
Ἡ φανέρωση τοῦ πράγματος συνέβηκε ὡς ἑξῆς:
Ἕνας ψωραλέος μανδρόσκυλος ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν εἶδε τὸ νερὸ ἔτρεξε κι ἔπεσε μέσα. Ὅταν βγῆκε, ὕστερα ἀπὸ κάμποση ὥρα ὁ ἰδιοκτήτης του πρόσεξε πὼς ὁ σκύλος του ἦταν τελείως καλά. Ἀνακοίνωσε τὸ πρᾶγμα στοὺς χωριανοὺς κι αὐτοὶ ἄρχισαν ἀπὸ τότε νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν ὄχι μόνο γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ζῴων τους, ἀλλὰ καὶ τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τους.
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς μᾶς ἀναφέρει ὅτι καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες τῆς νήσου τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ δυὸ ἀρρώστιες, δυσεντερία καὶ κουφαμάρα, πῆγε καὶ λούστηκε στὸ ἁγίασμα κι ἔγινε καλά. Αὐτὸς ὁ ἡγεμόνας ἔκτισε ἀργότερα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὴν μεγάλη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου.
Τὰ θαύματα τοῦ μεγαλομάρτυρος Κωνσταντίνου καὶ τῶν συναθλητῶν του, συνεχίζονται καὶ σήμερα σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη κι εὐλάβεια καταφεύγουν στὴ χάρη τους. Σ' αὐτοὺς ἂς καταφύγουμε σήμερα κι ἐμεῖς.
Σήμερα ποὺ ἡ ἀποστασία κι ἡ προσωπολατρία ἔχει χωρίσει τοὺς χριστιανοὺς σὲ φατρίες καὶ παρατάξεις μὲ ἀπρόβλεπτες καὶ γι' αὐτὴ τὴν ὑπόσταση τοῦ λαοῦ μας συνέπειες.
Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ εἶναι ἀνάγκη ἡ πίστη καὶ τὸ μαρτύριο καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων μας νὰ ἀναπτερώσει καὶ τὸ δικό μας φρόνημα καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ διαφυλάξουμε ἀνόθευτα ὀρθόδοξο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεώς μας.
Ἔτσι θὰ κρατήσουμε Ἑλληνικὸ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας.
Ἔτσι θὰ πετύχουμε νὰ ἀνακτήσουμε κάποια μέρα καὶ τὴν πολύτιμη ἐλευθερία μας καὶ τὴν ὀρθὴ λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων μας. Τῶν προβλημάτων μας τῶν ἀτομικῶν, ὅσο καὶ τῶν οἰκογενειακῶν.
Τὸ βεβαιώνει ὁ Κύριός μας: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμίν» (Ματθ. ιζ’ 20).
Οἱ Ἅγιοι 25 Μάρτυρες οἱ ἐν Νικομηδείᾳ
Aριθμός ανδρών ηνθρακωμένων κύκλος,
Tο πεντάκις γαρ πέντε, δήλον ως κύκλος.
Tο πεντάκις γαρ πέντε, δήλον ως κύκλος.
Οι Άγιοι Εικοσιπέντε Μάρτυρες οι εν Νικομηδεία μαρτύρησαν δια πυρός.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του σημειώνει για το δίστιχο:
«Aνάμεσα εις τους αριθμούς, δύω ονομάζονται κύκλοι, ο πέντε και ο έξ. Eπειδή καθώς ο κύκλος αρχίζει από το κέντρον και τελειόνοι πάλιν εις το αυτό κέντρον. Tοιουτοτρόπως και οι δύω αυτοί αριθμοί, εφ’ εαυτούς πολλαπλασιαζόμενοι, από τον αυτόν αριθμόν αρχινούν και εις τον αυτόν πάλιν τελειόνουν, τόσον εις τας δεκάδας, όσον και εις τας εκατοντάδας και χιλιάδας και μιλιόνια, και όρα πώς τούτο είναι αληθές. Λέγομεν γαρ, πέντε οι πέντε, εικοσιπέντε. Kαι πάλιν πέντε οι εικοσιπέντε, εκατόν εικοσιπέντε. Πέντε δε οι εκατόν εικοσιπέντε, γίνονται εξακόσιοι εικοσιπέντε, και καθεξής. Oμοίως και ο έξ έτζι προβαίνει, έξ γαρ οι έξ, τριανταέξ. Kαι πάλιν έξ οι τριανταέξ, διακόσια δεκαέξ, και καθεξής».
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του σημειώνει για το δίστιχο:
«Aνάμεσα εις τους αριθμούς, δύω ονομάζονται κύκλοι, ο πέντε και ο έξ. Eπειδή καθώς ο κύκλος αρχίζει από το κέντρον και τελειόνοι πάλιν εις το αυτό κέντρον. Tοιουτοτρόπως και οι δύω αυτοί αριθμοί, εφ’ εαυτούς πολλαπλασιαζόμενοι, από τον αυτόν αριθμόν αρχινούν και εις τον αυτόν πάλιν τελειόνουν, τόσον εις τας δεκάδας, όσον και εις τας εκατοντάδας και χιλιάδας και μιλιόνια, και όρα πώς τούτο είναι αληθές. Λέγομεν γαρ, πέντε οι πέντε, εικοσιπέντε. Kαι πάλιν πέντε οι εικοσιπέντε, εκατόν εικοσιπέντε. Πέντε δε οι εκατόν εικοσιπέντε, γίνονται εξακόσιοι εικοσιπέντε, και καθεξής. Oμοίως και ο έξ έτζι προβαίνει, έξ γαρ οι έξ, τριανταέξ. Kαι πάλιν έξ οι τριανταέξ, διακόσια δεκαέξ, και καθεξής».
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος κτήτορας τῆς Μονῆς Βαθέος Ρύακος
Ώφθης αληθώς Bασίλειος πράγματι,
Ως βασιλεύσας των παθών των αλόγων.
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (901 – 959), γιοῦ τοῦ Λέοντα τοῦ Φιλοσόφου καὶ τῆς Ζωῆς.
Ἔκτισε τὴν Μονὴ τοῦ Βαθέος Ρύακος στὴ Βιθυνικὴ κωμόπολη Τρίγλια καὶ διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐσέβεια ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὸν ζῆλο νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, στὴ Μονὴ ποὺ ἵδρυσε, ὑπῆρξε καὶ διδάσκαλος τῶν προσερχόμενων εὐσεβῶν νέων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολλοὶ ἀναδείχτηκαν στὴ διδασκαλία τοῦ λάου καὶ τὴν ἄριστη διοίκηση ἄλλων μοναστηριῶν.
Ὁ Ἅγιος Μαυρίκιος
O Mαυρίκιος γυμνός εγχρισθείς μέλι,
Kρίνει μελισσών ηδύ τας τρώσεις μέλι.
Kρίνει μελισσών ηδύ τας τρώσεις μέλι.
Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος μ’ αὐτὸν τῆς 27ης Δεκεμβρίου, βλέπε βιογραφία του τὴν ἡμέρα αὐτή.
(Ἐδῶ ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν καὶ τὴν μνήμη κάποιας Ἁγίας Ἀπολλωνίας. Τέτοιο ὄνομα ὅμως δὲν βρίσκουμε πουθενά).
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Θαυματουργός ὁ Ἀλαμάνος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
«Οὐκ ἔστι πόλις ἢ τόπος, ὅπου τῶν ὀρθοδόξων ἡμῶν οὐ προχέονται ὑπὲρ εὐσέβειας τὰ αἵματα», λέει κάπου μὲ βαθιὰ συγκίνηση καὶ χριστιανικὴ καύχηση ὁ εὐλαβής τῆς Ὀρθοδοξίας ἱεράρχης Νεκτάριος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων 1661-1669.
Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ πόλη ἢ τόπος στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ νὰ μὴν ἔχει βαφεῖ μὲ μαρτυρικὸ αἷμα.
Τὰ λόγια αὐτά, λόγια μεγάλα κι ἀληθινὰ ποὺ ἰσχύουν γιὰ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία, ἰσχύουν πολὺ καὶ γιὰ τῆς Κύπρου τὸ νησί.
Δὲν ὑπερβάλλουμε ἀπὸ προγονοπληξία τὰ πράγματα. Ἀπὸ καθῆκον ἁπλῶς διακηρύττουμε μία πραγματικότητα.
Ἀπὸ τότε πού, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στόματα Ἀποστολικὰ ἔσπειραν στὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ μας τὸν σπόρο τὸν εὐαγγελικό, χιλιάδες μορφὲς μέχρι σήμερα πρόβαλαν παντοῦ μὲ παρρησία τὸν χριστιανικὸ τοῦτο θησαυρὸ καὶ πότισαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν πίστη τους στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ.
Μιὰ ἀπὸ τὶς μορφὲς αὐτὲς τὶς ξεχωριστές, τὶς ὑπέροχες καὶ ἡρωικὲς εἶναι κι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ἀλαμάνος.
Δὲν γεννήθηκε στὸ νησί μας. Οὔτε καὶ γνωρίζουμε τὸν ἰδιαίτερο τόπο τῆς καταγωγῆς του ἢ τοὺς γονεῖς του.
Γνωρίζουμε μόνο, πὼς εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἐργαζόντουσαν στὴ Γερμανία (Ἀλαμανία – Allemagne, γι' αὐτὸ καὶ Ἀλαμάνος) κι οἱ ὁποῖοι ἦρθαν στὸ νησί μας κι ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη.
Ὁ Κωνσταντῖνος, μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους συντρόφους του εἶχε ἐγκατασταθεῖ σὲ μία σπηλιὰ σὲ κάποιο μέρος ποὺ λεγόταν τῆς Τραχιάδος ἢ Τραχιᾶς. Τραχιὰ εἶναι μία τοποθεσία μεταξὺ τῶν χωριῶν Ἄχνας καὶ Ὀρμήδιας, Παναγιὰ τῆς Τραχιᾶς, ἕνα ἐξωκλῆσι ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ κατεχόμενο χωριὸ Ἄχνα, ἀλλὰ βρίσκεται στὴν ἐλεύθερη περιοχή, καὶ ἔζησαν, σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστή τους, μιὰ ζωὴ ἁγία, πνευματική, ἀποστολική.
Ζωὴ ἀποστολική! Πόσα δὲν λέει ἡ φράση αὐτή!
Ζωὴ ἀποστολική, δηλαδὴ ζωὴ πνευματική, ἀνώτερη.
Ζωὴ ἑνωμένη ὁλότελα μὲ τὸν Θεό. Ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχή. Προπαντὸς ἑνωμένη μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Ἃς ἦταν κι αὐτοὶ ἄνθρωποι σὰν κι ἐμᾶς. Ἄνθρωποι φτιαγμένοι ἀπὸ μία φύση φθαρτή. Ἃς ἦταν κι αὐτοί, ὅπως λέει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ, ὁ πιστὸς Ἀβραὰμ «γῆ καὶ σποδός». Μὲ τὸ νὰ βάλουν ὅμως στὴν καρδιὰ τους ἀρχηγὸ καὶ βασιλέα κι ὁδηγὸ τους τὸν Χριστό. Μὲ τὸ νὰ κάμουν κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸν Χριστό. Μὲ τὸ νὰ θελήσουν νὰ γίνει ἡ ψυχὴ τους «ψυχὴ ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ». Μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πετύχουν νὰ ζοῦν ἐσωτερικὰ ὄχι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ «ὁ Χριστὸς νὰ ζεῖ ἐν αὐτοίς», μπόρεσαν νὰ ἐξελιχθοῦν καὶ νὰ γίνουν θεανθρώπινοι καὶ χριστοφόροι ἀσκητές.
Ἡ πίστη τους, πίστη ζωντανὴ καὶ φλογερή, πίστη ἀκλόνητη καὶ καυτὴ πέτυχε νὰ νεκρώσει κυριολεκτικὰ μέσα τους κάθε ταπεινὸ πόθο γιὰ ὅ,τι λένε οἱ ἄνθρωποι ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ κατανυκτικὴ προσευχὴ καὶ νηστεία πάλι τοὺς ἀπάλλαξε τὴν ψυχὴ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ τὴν στρέφουν ὁλοένα πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὰ πνευματικὰ κι αἰώνια ἀγαθά.
Κι ἡ ἀγάπη, ἡ χωρὶς ὅρια ἀγάπη, ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν κοιτάζει φίλους κι ἐχθρούς, οὔτε πιὰ τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα, ἀλλὰ προσφέρεται μὲ μακροθυμία καὶ ἀνοχὴ στὸν καθένα, τοὺς ἀνέβαζε καθημερινά. Τοὺς ἔκαμε νὰ φαίνονται ἐπίγειοι ἄγγελοι κι οὐράνιοι ἄνθρωποι. Ἕνα φῶς ξέχυνε γύρω τους ἡ ὅλη προσωπικότητά τους. Φῶς ἥμερο καὶ γλυκύ, μὰ καὶ μία δύναμη ἑλκυστική, ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν κοντά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἰδοῦν, νὰ τοὺς ἀκούσουν, νὰ τοὺς μιμηθοῦν.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ πνευματοφόροι ἀσκητὲς γίνανε γιὰ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω τόπων οἱ δυνατοὶ μαγνῆτες, ποὺ τοὺς εἵλκυσαν κοντὰ τους γιὰ νὰ τοὺς γνωρίσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Τοὺς εἵλκυσαν κοντὰ τους γιὰ νὰ τοὺς μάθουν νὰ σκέπτονται καὶ νὰ ποθοῦν τὰ ὑψηλά, τὰ οὐράνια, τὰ θεία καὶ ὄχι τὰ εὐτελῆ καὶ ταπεινά.
Τὰ λόγια τους, λόγια ἁπλὰ μὰ εὐαγγελικά, σκορποῦσαν παντοῦ τὴν αἰσιοδοξία καὶ τὴν ἐλπίδα. Κοντά τους μάθαιναν οἱ ἐπισκέπτες πῶς νὰ ἀξιολογοῦν τὰ πράγματα, πῶς νὰ χαίρονται τὸν κόσμο καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ διάφορα ὑλικὰ ἀγαθὰ χωρὶς νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὸν «ἄρχοντα τοῦ κόσμου».
- Ἀδελφοί μας, ἔλεγαν οἱ ἅγιοι. Ἔχουμε μεγάλη ἀποστολὴ σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε. Νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸν οὐρανό. Κι ἡ ἑτοιμασία μας θὰ εἶναι καλή, ἂν προσπαθήσουμε κι ἀγωνιστοῦμε τοῦτο τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωποι ἀρετῆς. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Χριστός μας κι ἦρθε στὸν κόσμο. Ἦρθε νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πάρουμε, γιὰ ν’ ἀνέβουμε καὶ νὰ ζήσουμε μαζί του στὸν οὐρανό. Ἦρθε καὶ μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο πλήρωσε τὸ δικό μας χρέος. Τὸ χρέος ποὺ δημιουργοῦμε μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Τὸ ἐξόφλησε μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του, ποὺ χύθηκε πάνω στὸν σταυρό. Ἔτσι μας ἐξαγόρασε, ὅπως λέμε, ὁ Χριστός. Καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη Του, φάνηκε πὼς ὁ Πατέρας Του, ὁ Πανάγαθος Θεὸς δέχτηκε τὴν θυσία Του. Τὴν δέχτηκε καὶ μᾶς ἔστειλε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα του, πού μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς ἁγιάζει ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐνισχύει στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος τὴν παίρνουμε ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια της Ἐκκλησίας μας. Ἰδιαίτερα μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὴν Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μένει πάντα μαζί μας. Μᾶς ἐγκαταλείπει μόνο, ὅταν ἐμεῖς ξαναγυρνᾶμε στὴν ἁμαρτία κι ἐπιμένουμε νὰ μένουμε κολλημένοι σ' αὐτήν. Φεύγει ἀπὸ κοντά μας, ὅταν ἡ ψυχή μας ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται σκλάβα τῶν διαφόρων παθῶν, ποὺ μὲ γοητεία μᾶς προβάλλει ὁ Σατανᾶς.
Προσοχὴ λοιπὸν ἀπὸ ὅλα αὐτά. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πού μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό. Κι ἂν συμβεῖ νὰ παρασυρθοῦμε καὶ νὰ πέσουμε, ἃς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ τὴν Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση. Αὐτή μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ μᾶς ἀναγεννᾶ. Καὶ μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεό.
Μὲ τέτοια λόγια, ἁπλὰ καὶ παραστατικὰ διδάσκουν κάθε φορὰ οἱ Ἅγιοι τὰ πρόσωπα ποὺ τοὺς ἐπισκέπτονται. Κι εἶναι τὰ πρόσωπα αὐτὰ πολλά. Εἶναι ἕνας κόσμος. Ὁ κόσμος!
Κάθε ἔργο ὅμως ἱερό, ἔργο ποὺ ἀποβλέπει στὴ σωτηρία ψυχῶν, γίνεται πάντοτε κι ἐπίφθονο. Δὲν ἀνέχεται ὁ «ἄρχων» τοῦ κόσμου τούτου νὰ τοῦ χαλοῦν τὰ σχέδια. Ἀπὸ τότε ποὺ ἐξ αἴτιας τοῦ ἐγωισμοῦ του ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀπὸ Ἀρχάγγελος ἔγινε πονηρὸ πνεῦμα, διάβολος, ἕνα εἶναι τὸ ἔργο του κι ἕνας ὁ σκοπός του:
Νὰ σκανδαλίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ σωτηρία. Κι ἀκόμη νὰ συκοφαντεῖ καὶ νὰ καταδιώκει τοὺς ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐξουδετερώσει τὸ σωστικὸ ἔργο τους. Αὐτὸ κάμνει πάντα. Αὐτὸ ἔκανε καὶ τώρα.
Κυβερνήτης στὴν Κύπρο τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν κάποιος Σαβῖνος ἐξωμότης, ἴσως γι' αὐτὸ «καὶ ἀμείλικτος διώκτης τῶν πρώην ὁμοθρήσκων του χριστιανῶν». Τὴν πληροφορία αὐτή μας τὴ δίδει ὁ Κωνσταντῖνος Σάθας. Ὅμως ὑπάρχει κι ἡ ἄποψη, πὼς ταύτη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπῆρξε τέτοιος διοικητὴς στὸ νησί. Μᾶλλον φαίνεται πὼς πρόκειται γιὰ δυὸ Κωνσταντίνους ἁγίους. Ἀπ' αὐτοὺς ὁ ἕνας πρέπει νὰ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Σαβίνου (3ος καὶ 4ος αἰῶνας μ.Χ.) κι εἶναι ὁ μεγαλομάρτυρας κι ὁ ἄλλος ὅσιος ἀπὸ τοὺς 300, ποὺ ἔζησε τὸν 12 αἰῶνα. Ἔμαθε ὁ Σαβῖνος τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῶν συνασκητῶν του κι ἐξεμάνη κυριολεκτικά. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ διατάζει νὰ συλλάβουν τοὺς ἀσκητὲς καὶ νὰ τοὺς παρουσιάσουν μπροστά του.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸ διοικητήριο τοῦ ἄρχοντα εἶχε μεγάλη κίνηση. Στρατιῶτες μπαινόβγαιναν καὶ πρόσεχαν τὰ πάντα. Σὲ μία μεγάλη αἴθουσα καθόταν ὁ Σαβῖνος καὶ περίμενε. Οἱ φύλακές του στεκόντουσαν δίπλα του ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί. Ἐπιτέλους κάποια στιγμὴ μία ὁμάδα στρατιωτῶν φάνηκε στὸ βάθος. Προχωροῦσε ἀργά. Στὴ μέση εἶχαν δεμένους ἀπ’ τὰ χέρια τοὺς ἀσκητές. Ἀνάμεςά τους ξεχώριζε ὁ Κωνσταντῖνος. Ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὁμάδας. Ψηλὸς εὐρύστερνος, σὰν παλιὸς στρατιωτικὸς ποὺ ἦταν, προχωροῦσε σταθερὰ πρὸς τὴν αἴθουσα μὲ τὸ κεφάλι ψηλά. Οἱ ἄλλοι ἐρχόντουσαν ξωπίσω. Περπατοῦσαν κι αὐτοὶ σταθερά. Μπῆκαν μέσα, χαιρέτησαν μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ στάθηκαν. Πέρασαν λίγα λεπτὰ σιγής. Κάποια στιγμὴ ὁ διοικητὴς μὲ φωνὴ ἀδύνατη καὶ βραχνὴ διακόπτει τὴ σιωπὴ καὶ λέει:
- Ἔμαθα ὅτι ἀπὸ καιρὸ σκανδαλίζετε τὸν κόσμο. Τὸν διδάσκετε νὰ πιστεύει γιὰ Θεὸ του κάποιον Ἰησοῦ Χριστό. Ἀληθεύει τὸ πρᾶγμα;
— Τὸν κόσμο δὲν τὸν σκανδαλίζουμε, εἶπε μὲ σταθερὴ φωνὴ ὁ Κωνσταντῖνος. Δὲν τὸν σκανδαλίζουμε, γιατί αὐτὸ ποὺ διδάσκουμε εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Εἶναι ὁ Σωτῆρας καὶ Λυτρωτὴς ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
- Πᾶψε, διέκοψε μὲ ἄγρια φωνὴ ὁ Σαβῖνος. Πᾶψε νὰ λὲς τέτοιες ἀνοησίες.
- Ἂν εἶναι ἀνοησία νὰ ὁμολογεῖ ἕνας τὴν ἀλήθεια, τότε θὰ εὐχόμουνα νὰ ἦταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνόητοι γιὰ νὰ λένε τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἴδιο εὐχόμαστε κι ἐμεῖς, πρόσθεσαν κι οἱ ἄλλοι.
- Πᾶψτε! ἐπανέλαβε ἔξω φρενῶν ὁ Σαβῖνος. Πᾶρτέ τους ἀπ' ἐδῶ καὶ κτυπᾶτέ τους ὥσπου νὰ μετανιώσουν.
Οἱ στρατιῶτες ἅρπαξαν τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς ἔσυραν ἔξω. Τοὺς ξεγύμνωσαν καὶ τοὺς παρέδωκαν στοὺς δήμιους ποὺ περίμεναν. Κι αὐτοὶ μὲ ὠμὰ βούνευρα ἄρχισαν νὰ τοὺς κτυποῦν ἀλύπητα. Τὸ αἷμα τρέχει ἀπὸ τὸ σκελετωμένα ἀπ' τὴ νηστεία κορμιὰ καὶ πορφυρώνει τὴ μαρτυρικὴ γῆ. Οἱ ὅσιοι ὅμως μένουν ἄκαμπτοι κι ἀλύγιστοι. Αἱμόφυρτους τοὺς πῆραν καὶ τοὺς πέταξαν στὴ φυλακή. Ὅταν σὲ λίγο συνῆλθαν ἀπ’ τοὺς τρομεροὺς πόνους, ἄκουσαν τὸν Κωνσταντῖνο νὰ τοὺς καλεῖ:
— Σηκωθεῖτε, ἀδελφοί. Μᾶς περιμένει ὁ Κύριος μας.
Οἱ μακάριοι Ὁμολογητὲς σηκώθηκαν. Σταύρωσαν τὰ ματωμένα χέρια καὶ γονάτισαν, ἔγειραν τὸ κεφάλι μπροστὰ καὶ συγκέντρωσαν τὴν προσοχή τους.
- Κύριε, εἶπε ὁ Κωνσταντῖνος. Σ' εὐχαριστοῦμε πού μας ἔδωσες τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας. Σ' εὐχαριστοῦμε ἀκόμη ποὺ δὲν μᾶς ἄφησες νὰ λυγίσουμε. Σὲ ἀγαποῦμε, Κύριε. Ποθοῦμε ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ εἶναι ἕνας ὕμνος στὴ μεγαλοσύνη σου! Βοήθησέ μας!
Ἐνίσχυσέ μας νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά σου μέχρι θανάτου. Κι ἀξίωσέ μας στὴ βασιλεία σου. Ἀμήν.
Ἡ νύχτα πέρασε μὲ προσευχὲς καὶ ὑμνῳδίες. Τὰ ξημερώματα τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καὶ πάλι. Οἱ δήμιοι μὲ ὕβρεις καὶ βλαστήμιες, μπῆκαν μέσα κι ἔσυραν τοὺς Μάρτυρες ἔξω.
Στὸ διοικητήριο σὲ λίγο ἐπαναλαμβάνεται ἡ σκηνή. Ὁ διοικητὴς ρωτᾶ. Καὶ οἱ Ὁμολογητὲς ἀπαντοῦν χωρὶς κόπο. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἐγὼ δώσω ὑμὶν στόμα καὶ σοφίαν, ἡ οὐ δυνήσονται ἀντειπεὶν οὐδὲ ἀντιστήναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμίν» (Λουκ. κα’ 15), βρίσκουν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πλήρη τὴν ἐφαρμογή. Ὁ διοικητὴς κι οἱ παριστάμενοι μὲ θαυμασμὸ ἀκοῦν τὶς ἀπαντήσεις τῶν Μαρτύρων. Τὸ μῖσός τους ὅμως πρὸς τὴν ἀλήθεια τοὺς τυφλώνει καὶ τοὺς κάνει νὰ μὴ ξέρουν πὼς νὰ ξεφύγουν τὴν ταπείνωση. Διέξοδος καὶ πάλι γι’ αὐτοὺς μία. Αὐτὴ ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλοι οἱ ἄνομοι καὶ ψυχικὰ διεφθαρμένοι. Οἱ φωνὲς κι οἱ βρισιές, οἱ ἀπειλὲς κι ὁ διωγμὸς τῶν ἀντιφρονούντων μὲ ἐπιστέγασμα τὸ μαρτύριο.
Νέα βασανιστήρια ἀναλαμβάνονται τούτη τὴ φορά. Βασανιστήρια σκληρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα. Στὴν ἀρχὴ μαστίγωμα μὲ βούνευρα. Ὕστερα ἀκολουθεῖ κρέμασμα τῶν Μαρτύρων μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Στὴ θέση αὐτὴ δήμιοι μὲ σιδερένια νύχια ξύνουν τὶς σάρκες τῶν Ὁμολογητῶν. Ἡ γῆ βρέχεται ἀπὸ τὸ αἷμα. Μερικοὶ δήμιοι λυγίζουν. Ἀλύγιστοι μένουν οἱ Μάρτυρες, ποὺ καὶ στὴν κατάσταση αὐτὴ συνεχίζουν θερμὴ τὴν προσευχή τους.
- Κύριε, βοήθησέ μας. Ρύσαι μας ἐκ τῆς παγίδας τῶν θηρευόντων. Λύτρωσέ μας ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν πού μας βασανίζουν. Σὺ εἶσαι ἡ δύναμη κι ἡ ὑπομονή μας!
Ἡ ἀντοχὴ τῶν Μαρτύρων καὶ ἡ γαλήνη ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπά τους ἐκνευρίζει περισσότερο τὰ ὄργανα τῆς κακίας καὶ τοῦ ψεύδους, ποὺ ἐφαρμόζουν ὁλοένα καὶ πιὸ ὀδυνηρὰ μέσα βασανισμοῦ. Τὸ ξύσιμο τῆς σάρκας μὲ τὰ σιδερένια νύχια. Τὸ ἀποτέλεσμα μηδέν. Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάσει τὴν καρδιά, καμιὰ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὴν λυγίσει καὶ νὰ τὴ συντρίψει.
Ἀποκαμωμένοι οἱ βασανιστὲς σταματοῦν καὶ στὴ φρικτὴ ἐκείνη κατάσταση ρίχνουν τοὺς Ὁμολογητὲς ράκη σωματικὰ στὴ φυλακή. Ράκη σωματικά. Ἡ ψυχή τους ὅμως πανέμορφη κι ἀδούλωτη καὶ ἡρωικὴ τοὺς ἀποδεικνύει νικητὲς κι ἀνώτερους ἀπὸ κάθε προσβολὴ καὶ βάσανο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ διοικητὴς καταλυπημένος καὶ ντροπιασμένος ζητεῖ νὰ παρουσιασθοῦν ξανὰ μπροστά του οἱ Ἅγιοι. Μιὰ ἐξέδρα εἶχε στηθεῖ στὴν Τραχιάδα λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄχνα. Ἐκεῖ ἀνέβασαν τοὺς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ νέα ἀνάκριση ἀκολουθεῖ. Καὶ στὴν ἀνάκριση νέες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές. Ἡ παρρησία τῶν Μαρτύρων καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐξαντλεῖ τὴν ὑπομονὴ τοῦ ἐξωμότου, ὁ ὁποῖος καὶ διατάζει νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Οἱ Μάρτυρες μὲ τὸ πρόσωπο χαρούμενο βαδίζουν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἡ σκέψη πὼς σὲ λίγο θὰ βρίσκονται κοντὰ στὸν αἰώνιο Βασιλιὰ τῆς ψυχῆς τους, κινεῖ τὰ χείλη τους σὲ μιὰ ἀκόμη δοξολογία: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἔδωκεν ἠμᾶς εἰς θήραν τοὶς ὀδούσιν αὐτῶν» (Ψαλμ. ρκγ’ 6).
Σὲ λίγο τέσσερα κορμιὰ κυλιοῦνται ἄπνοα στῆς Τραχιάδος τὴν γῆ. Οἱ ψυχὲς ὅμως ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό. Ἅγιοι Ἄγγελοι τὶς παραλαμβάνουν καὶ μὲ εὐφροσύνη ψάλλουν τὸν ὕμνο τὸν μαρτυρικό:
«Χοροὶ Μαρτύρων ἀντέστησαν τοὶς τυράννοις λέγοντες· ἠμεῖς στρατευόμεθα τῷ βασιλεῖ τῶν δυνάμεων, εἰ καὶ πυρὶ καὶ βασάνοις ἀναλώσετε ἠμᾶς, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς Τριάδος τὴν δύναμιν».
Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας μέρας εὐλαβεῖς χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὰ τίμια λείψανα καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς στὸ γειτονικὸ χωριὸ Ὀρμήδια. Τὴν θύμησή τους ὅμως ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν δὲν μπόρεσε ὡς τὰ σήμερα νὰ θάψει καὶ νὰ ἐξαλείψει ἡ λήθη ἢ ὁ χρόνος. Τὰ πάμπολλα θαύματα ποὺ ὁ Θεὸς κάνει γιὰ χάρη τῶν δούλων Του στὸν τόπο ποὺ ἐναποτέθηκαν τὰ ἅγια σκηνώματά τους, θὰ ἐξαγγέλλουν στοὺς αἰῶνες τὴν θεϊκὴ ὑπόσχεση: «Τοὺς δοξάζοντας μὲ δοξάσω». (Α’ Βασ. β’ 30).
Ἀπὸ τὸν τάφο τους, ὅπως διηγοῦνται οἱ χωριανοί, ἄρχισε μετὰ ἀπὸ καιρὸ νὰ ἀναβλύζει νερό.
Κάποιοι ἔσκαψαν λίγο τὴν ἄκρη τοῦ τάφου καὶ ὁ τόπος γέμισε ἀπὸ νερὸ θεραπευτικό - ἁγίασμα.
Ἡ φανέρωση τοῦ πράγματος συνέβηκε ὡς ἑξῆς:
Ἕνας ψωραλέος μανδρόσκυλος ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν εἶδε τὸ νερὸ ἔτρεξε κι ἔπεσε μέσα. Ὅταν βγῆκε, ὕστερα ἀπὸ κάμποση ὥρα ὁ ἰδιοκτήτης του πρόσεξε πὼς ὁ σκύλος του ἦταν τελείως καλά. Ἀνακοίνωσε τὸ πρᾶγμα στοὺς χωριανοὺς κι αὐτοὶ ἄρχισαν ἀπὸ τότε νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν ὄχι μόνο γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ζῴων τους, ἀλλὰ καὶ τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τους.
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς μᾶς ἀναφέρει ὅτι καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες τῆς νήσου τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ δυὸ ἀρρώστιες, δυσεντερία καὶ κουφαμάρα, πῆγε καὶ λούστηκε στὸ ἁγίασμα κι ἔγινε καλά. Αὐτὸς ὁ ἡγεμόνας ἔκτισε ἀργότερα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὴν μεγάλη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου.
Τὰ θαύματα τοῦ μεγαλομάρτυρος Κωνσταντίνου καὶ τῶν συναθλητῶν του, συνεχίζονται καὶ σήμερα σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη κι εὐλάβεια καταφεύγουν στὴ χάρη τους. Σ' αὐτοὺς ἂς καταφύγουμε σήμερα κι ἐμεῖς.
Σήμερα ποὺ ἡ ἀποστασία κι ἡ προσωπολατρία ἔχει χωρίσει τοὺς χριστιανοὺς σὲ φατρίες καὶ παρατάξεις μὲ ἀπρόβλεπτες καὶ γι' αὐτὴ τὴν ὑπόσταση τοῦ λαοῦ μας συνέπειες.
Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ εἶναι ἀνάγκη ἡ πίστη καὶ τὸ μαρτύριο καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων μας νὰ ἀναπτερώσει καὶ τὸ δικό μας φρόνημα καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ διαφυλάξουμε ἀνόθευτα ὀρθόδοξο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεώς μας.
Ἔτσι θὰ κρατήσουμε Ἑλληνικὸ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας.
Ἔτσι θὰ πετύχουμε νὰ ἀνακτήσουμε κάποια μέρα καὶ τὴν πολύτιμη ἐλευθερία μας καὶ τὴν ὀρθὴ λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων μας. Τῶν προβλημάτων μας τῶν ἀτομικῶν, ὅσο καὶ τῶν οἰκογενειακῶν.
Τὸ βεβαιώνει ὁ Κύριός μας: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμίν» (Ματθ. ιζ’ 20).
Ὁ Ἅγιος Leonorus (Οὐαλός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθήναι 1985.
Οσία Μελώ
Στην Κω, στην περιοχή νοτιοδυτικά του Ασκληπιείου και περίπου 150 μέτρα
δυτικά από τη θέση Κοκκινόνερο (ιαματικές πηγές) βρίσκεται το παλαιότατο
εκκλησάκι («μοναστηράκι») της Οσίας Μελούς. Η οσία είναι η μοναδική
αγιασμένη γυναικεία μορφή που φαίνεται ότι ήταν ντόπια, αν και ακόμη δεν
γνωρίζουμε την καταγωγή της.
Είναι πολύ σημαντικό ότι παρά την έλλειψη ιστορικών στοιχείων η μνήμη της Οσίας διατηρήθηκε στη συνείδηση του λαού και η λατρεία της φθάνει σε εμάς αδιάκοπη από τα βάθη των αιώνων.
Παρά ταύτα η αβέβαιη ετυμολογική προέλευση του ονόματός της οδήγησε σε αμφισβήτηση της ιστορικότητας της Οσίας, η οποία, τελικά, επιβεβαιώνεται από τη δημοσίευση κατά το έτος 1972/3 μ.Χ. ενός χειρογράφου του τέλους του 15ου αιώνα μ.Χ. (Παρισινός Κώδικας με αριθμό 1362) με στιχηρά γραμμένα προς τιμήν της.
Ο Ιάκωβος Ζαρράφτης παραθέτει τη μαρτυρία ότι κατά το έτος 1018 μ.Χ. κάποιος ασκητής έκτισε μοναστήρι πλησίον του Ι. Ναού της Οσίας Μελούς και ζούσε εκεί θεραπεύοντας τους πιστούς που έφθαναν κοντά του υποδεικνύοντάς τους τα ιαματικά ύδατα. Μάλιστα, μέχρι τις μέρες μας σώζονται τα ερείπια του κελλιού του ασκητή περίπου 50 μέτρα υψηλότερα από το ναΐσκο (προς νότον).
Ξένοι αρχαιολόγοι που επισκέφθηκαν το εκκλησάκι, κατά το έτος 1933 μ.Χ., εξέφρασαν τη γνώμη ότι προέρχεται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Τα λίγα στοιχεία που κατέχουμε από το βίο της Οσίας προέρχονται από τους ύμνους του μητροπολίτη Μητροφάνη. Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Ζαχαρία Τσιρπανλή ο συγγραφέας τους κατείχε τον αρχιερατικό θρόνο της μητροπόλεως Ρόδου, κατά την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στη Δωδεκάνησο, και είχε υπό την ποιμαντική του ευθύνη και την Κω, καθώς οι ιππότες δεν επέτρεπαν τη χειροτονία αρχιερέων στα άλλα νησιά. Η πρόσφατη μεταπτυχιακή εργασία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ, στην οποία δημοσιεύεται και η επιγραφή του Ναού επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα, καθώς δίνει τη χρονολογία «1483 μηνί Ἰουλίῳ».
Από τα στιχηρά του Μητροπολίτου Μητροφάνη διαπιστώνουμε ότι πριν από την αναχώρησή της από τον κόσμο για να επιδοθεί στη ζωή της ασκήσεως, η Οσία μοίρασε τα υπάρχοντά της σε όσους είχαν ανάγκη. Αμέσως μετά αποτραβήχθηκε σε ορεινό τόπο, όπου, στερούμενη ακόμη και τα αναγκαία, αφιερώθηκε στην άσκηση. Μέσα σε συνθήκες ψύχους, λόγω του υψομέτρου, κατόρθωσε να λιώσει το σώμα και τα πάθη της. Για την επιλογή της να απομονωθεί στο δύσβατο τόπο της Βουρρίνας ο Μητροπολίτης Μητροφάνης παρομοιάζει την Οσία με ερημικό πελεκάνο, ο οποίος απομακρύνεται από την επαφή με τους πολλούς για να επικοινωνήσει με το Θεό.
Ενδιαφέρον έχει η παρατήρησή του ότι αφού, από τη μεγάλη της ταπείνωση, εκοιμήθη ανάμεσα στους βράχους, ο τόπος έγινε προσκύνημα του λαού με συνέπεια να οικοδομηθεί ναός («τέμενος») της Οσίας. Αυτό το σχόλιο ταιριάζει με τη μορφολογία του εδάφους στην περιοχή που έχει ανεγερθεί το εκκλησάκι. Στη νότια πλευρά βρίσκεται βράχος, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένος ο νότιος τοίχος του ναού. Ο βράχος αυτός θα μπορούσε να ταυτίζεται με την κατοικία της, αλλά και το σημείο στο οποίο εκοιμήθη και ετάφη. Στο εκκλησάκι σώζονται ίχνη τοιχογραφιών.
Η Οσία εμφανίζεται συχνά σε Κώους, κοντά στο ναό της, ανάμεσα σε τριαντάφυλλα δηλώνοντας την ευαισθησία και την αγνότητά της. Η παρουσία της Οσίας Μελούς αποτελεί μία ξεχωριστή ευλογία για το νησί και ήδη το όνομά της άρχισε να δίνεται σε παιδάκια και η λατρεία της γίνεται όλο και πιο γνωστή.
Η Ιερά Μητρόπολη Κώου και Νισύρου όρισε η μνήμη της Οσίας να εορτάζεται κάθε χρόνο το πρώτο Σάββατο του Ιουλίου.
Είναι πολύ σημαντικό ότι παρά την έλλειψη ιστορικών στοιχείων η μνήμη της Οσίας διατηρήθηκε στη συνείδηση του λαού και η λατρεία της φθάνει σε εμάς αδιάκοπη από τα βάθη των αιώνων.
Παρά ταύτα η αβέβαιη ετυμολογική προέλευση του ονόματός της οδήγησε σε αμφισβήτηση της ιστορικότητας της Οσίας, η οποία, τελικά, επιβεβαιώνεται από τη δημοσίευση κατά το έτος 1972/3 μ.Χ. ενός χειρογράφου του τέλους του 15ου αιώνα μ.Χ. (Παρισινός Κώδικας με αριθμό 1362) με στιχηρά γραμμένα προς τιμήν της.
Ο Ιάκωβος Ζαρράφτης παραθέτει τη μαρτυρία ότι κατά το έτος 1018 μ.Χ. κάποιος ασκητής έκτισε μοναστήρι πλησίον του Ι. Ναού της Οσίας Μελούς και ζούσε εκεί θεραπεύοντας τους πιστούς που έφθαναν κοντά του υποδεικνύοντάς τους τα ιαματικά ύδατα. Μάλιστα, μέχρι τις μέρες μας σώζονται τα ερείπια του κελλιού του ασκητή περίπου 50 μέτρα υψηλότερα από το ναΐσκο (προς νότον).
Ξένοι αρχαιολόγοι που επισκέφθηκαν το εκκλησάκι, κατά το έτος 1933 μ.Χ., εξέφρασαν τη γνώμη ότι προέρχεται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Τα λίγα στοιχεία που κατέχουμε από το βίο της Οσίας προέρχονται από τους ύμνους του μητροπολίτη Μητροφάνη. Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Ζαχαρία Τσιρπανλή ο συγγραφέας τους κατείχε τον αρχιερατικό θρόνο της μητροπόλεως Ρόδου, κατά την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στη Δωδεκάνησο, και είχε υπό την ποιμαντική του ευθύνη και την Κω, καθώς οι ιππότες δεν επέτρεπαν τη χειροτονία αρχιερέων στα άλλα νησιά. Η πρόσφατη μεταπτυχιακή εργασία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ, στην οποία δημοσιεύεται και η επιγραφή του Ναού επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα, καθώς δίνει τη χρονολογία «1483 μηνί Ἰουλίῳ».
Από τα στιχηρά του Μητροπολίτου Μητροφάνη διαπιστώνουμε ότι πριν από την αναχώρησή της από τον κόσμο για να επιδοθεί στη ζωή της ασκήσεως, η Οσία μοίρασε τα υπάρχοντά της σε όσους είχαν ανάγκη. Αμέσως μετά αποτραβήχθηκε σε ορεινό τόπο, όπου, στερούμενη ακόμη και τα αναγκαία, αφιερώθηκε στην άσκηση. Μέσα σε συνθήκες ψύχους, λόγω του υψομέτρου, κατόρθωσε να λιώσει το σώμα και τα πάθη της. Για την επιλογή της να απομονωθεί στο δύσβατο τόπο της Βουρρίνας ο Μητροπολίτης Μητροφάνης παρομοιάζει την Οσία με ερημικό πελεκάνο, ο οποίος απομακρύνεται από την επαφή με τους πολλούς για να επικοινωνήσει με το Θεό.
Ενδιαφέρον έχει η παρατήρησή του ότι αφού, από τη μεγάλη της ταπείνωση, εκοιμήθη ανάμεσα στους βράχους, ο τόπος έγινε προσκύνημα του λαού με συνέπεια να οικοδομηθεί ναός («τέμενος») της Οσίας. Αυτό το σχόλιο ταιριάζει με τη μορφολογία του εδάφους στην περιοχή που έχει ανεγερθεί το εκκλησάκι. Στη νότια πλευρά βρίσκεται βράχος, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένος ο νότιος τοίχος του ναού. Ο βράχος αυτός θα μπορούσε να ταυτίζεται με την κατοικία της, αλλά και το σημείο στο οποίο εκοιμήθη και ετάφη. Στο εκκλησάκι σώζονται ίχνη τοιχογραφιών.
Η Οσία εμφανίζεται συχνά σε Κώους, κοντά στο ναό της, ανάμεσα σε τριαντάφυλλα δηλώνοντας την ευαισθησία και την αγνότητά της. Η παρουσία της Οσίας Μελούς αποτελεί μία ξεχωριστή ευλογία για το νησί και ήδη το όνομά της άρχισε να δίνεται σε παιδάκια και η λατρεία της γίνεται όλο και πιο γνωστή.
Η Ιερά Μητρόπολη Κώου και Νισύρου όρισε η μνήμη της Οσίας να εορτάζεται κάθε χρόνο το πρώτο Σάββατο του Ιουλίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν φιλέρημον κόρην, ὕμνοις τιμήσωμεν, Μελὼ τὴν Ὁσίαν, Κώου τὸ καύχημα, πόνοις διαλάμψασαν, καὶ χάριν λαβοῦσα ἄνωθεν∙ τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ φαιδρύνασαν, τοῖς δὲ πιστοῖς, τοῖς προσιοῦσιν αὐτῇ, προχέουσαν εὐωδίας ἰάσεων∙ αἰτουμένην δὲ πᾶσιν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
(Ποίημα τοῦ Μητροπολίτου Κώου καὶ Νισύρου Ναθαναήλ)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν φιλέρημον κόρην, ὕμνοις τιμήσωμεν, Μελὼ τὴν Ὁσίαν, Κώου τὸ καύχημα, πόνοις διαλάμψασαν, καὶ χάριν λαβοῦσα ἄνωθεν∙ τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ φαιδρύνασαν, τοῖς δὲ πιστοῖς, τοῖς προσιοῦσιν αὐτῇ, προχέουσαν εὐωδίας ἰάσεων∙ αἰτουμένην δὲ πᾶσιν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
(Ποίημα τοῦ Μητροπολίτου Κώου καὶ Νισύρου Ναθαναήλ)
«Πᾶνος»