Γράφει ὁ κ. Ἰωάννης Λίτινας
1ον
«Σήμερα προσπαθοῦν νά γκρεμίσουν τήν πίστη, γι’ αὐτό ἀφαιροῦν σιγά-σιγά ἀπό καμμιά πέτρα, γιά νά σωριασθεῖ τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιά τό γκρέμισμα αὐτό· ὄχι μόνον αὐτοί πού ἀφαιροῦν τίς πέτρες καί τό γκρεμίζουν, ἄλλα καί ὅσοι βλέπουμε νά γκρεμίζεται καί δέν προσπαθοῦμε νά τό ὑποστυλώσουμε»[1], ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος, διαβλέποντας στήν ἐποχή του τίς μεθοδεῖες τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως.
Σαράντα χρόνια μετά, «τό γκρέμισμα τῆς Πίστεως» ἔχει προχωρήσει πολύ καί συνεχίζεται ἀδιάκοπα. Ἄν ζοῦσε ὁ ἅγιος στὶς μέρες μας, πόσο περισσότερο θά ἔφριττε καί ἀντιδροῦσε βλέποντας τήν ὑπερψήφιση τοῦ σoδoμικοῦ νόμου ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀναιμικῆς ἀντίδρασης τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀπό παλαιότερα∙ μέ τήν προσυνοδική προσπάθεια στό Σαμπεζύ γιά κατοχύρωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας[2] στά κείμενα τῆς μετέπειτα διεξαχθείσης ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, τήν φαναριώτικη δημιουργία νέου Οὐκρανικοῦ σχίσματος, τήν ἀπαγόρευση τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν λατρεία; Πόσο πολύ θά θλιβόταν ἡ ἁγία του καρδιά ἀπό τήν ἐπιβολή βλάσφημων «ὑγειονομικῶν μέτρων» στούς ἱ.ναούς (νεοβαρλααμισμός) ὑπό τίς ὁδηγίες τῆς ΔΙΣ καί τήν τέλεση Ἀνάστασης κατά τό Μ. Σάββατο; Πόση λύπη θά ἔνοιωθε ἀπό τήν αὔξηση τῶν συμπροσευχῶν μέ αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους, τίς καινοτομίες στήν Ἱ.Παράδοση, καί τήν ἔνοχη σιωπή σέ κάθε ἀντεθνικό καί ἀντίχριστο νόμο; Τέλος, πόση ὀδυνηρά ἔκπληξη θά δοκίμαζε ὅταν ὑπό τό βάρος τῶν θλίψεων κατέφευγε, ὅπως ἄλλοτε, νά ’βρει, παρηγοριά στόν Ἐσταυρωμένο[3] καί διαπίστωνε ὅτι ἀφαιρέθηκε, μάλιστα μέ ἐναντίον Του κατηγορίες;
1. Συνοδεία κακοδοξίας ἡ ἀποβολή τοῦ Ἐσταυρωμένου
Ἄν καί μόνο ἡ λειτουργική χρήση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπό σειρά ἁγίων Πατέρων [4] ἦταν ἀρκετή νά καταδείξει τό ἄτοπον κάθε ἀντίθετου ἰσχυρισμοῦ, «οὐκ εὔλογον ἡγησάμην σιγᾶν καὶ δεσμὸν ἐπιθεῖναι τῇ γλώσσῃ»[5]∙ ἐλλείψει κάποιας στοχευμένης σχετικῆς πραγματείας καί παρά τήν ἐπίγνωση τῆς μηδαμινότητάς μας ἐκπονήσαμε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ταπεινό μελέτημα γιά τή θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου στό Ἱερό Βῆμα[6], ἐπιχειρώντας μία ἀπολογητική ἔναντι τῶν προτεθειμένων ἐπιχειρημάτων μέ παράθεση πατερικῶν διδασκαλιῶν καί πράξεων, πρός ἀνάδειξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Του συμφωνίας μέ τήν λατρεία καί ἐν γένει τήν ὀρθόδοξη Ἱερά Παράδοση. Ὑπεβλήθη, μέ τήν ἐλπίδα νά στηριχθῆ στήν πίστη του κάθε ἀδελφός πού κλονίσθηκε ἀπό τήν ἄθεσμη ἀφαίρεση καί νά ἀρθῆ ἡ ὑποτίμηση τοῦ Κυρίου μας ἐπαναφέροντας τόν Ἐσταυρωμένο. Δυστυχῶς ὅμως, τό κακόδοξο ἐγχείρημα τῆς ἀφαιρέσεως φαίνεται πώς παγιώνεται στήν Ἱ.Μ. Περιστερίου.
Στό παρόν πόνημα, ὡς συμπλήρωμα τοῦ πρώτου, παρατίθενται ἐπιπλέον χρήσιμες πληροφορίες περί τοῦ θέματος, ἐπαναλαμβάνονται ἀναγκαῖα στοιχεῖα γιά τόν ἀναγνώστη πού δέν ἔχει ὑπόψιν του τήν πρώτη ἀπολογητική, ἐκθέτοντας συγχρόνως τούς λόγους ἐκείνους πού στοιχειοθετοῦν τήν ἀποβολή Του ὡς ἀναβίωση τῆς εἰκονομαχίας ὑπό νέα μορφή, αἰτούμενοι τήν κρίση ἐπ’ αὐτῶν ἀπό «ἅπαντα τόν τοῦ Θεοῦ λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον, τό βασίλειον ἱεράτευμα»[7]. Στή μακραίωνη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλωστε, παρατηρεῖται συχνά τό φαινόμενο ἐπανεμφάνισης αἱρέσεων καί αἱρετικῶν δράσεων πού ἔχουν καταδικαστεῖ στό παρελθόν συνοδικά, προσφερόμενες ὑπό νέα μορφή καί διδασκαλία, ἐξυπηρετώντας ἐνίοτε διαφορετικούς σκοπούς. Ὡστόσο, δικός μας σκοπός «οὐ νικῆσαι, ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ πολεμουμένῃ χεῖρα ὀρέξαι, τῆς προαιρέσεως ὀρεγούσης χεῖρα δυνάμεως»[8].
Ἔχοντας ὄχημα τήν ἐπενδυμένη μέ «ὀρθόδοξο χρῶμα» ἀπό τόν Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα) προτεσταντική «θεολογία τῆς ἐλπίδας»[9] καί προορισμό τήν ἐμπέδωση στό ποίμνιο τῆς πλάνης τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ, (ὁ ὁποῖος συνεπικουρεῖ μέ τήν σειρά του στήν ἐκπαραθύρωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεσμοθέτηση ἑνός «Πρώτου ἄνευ ἴσων» πάπα στήν Ὀρθοδοξία), ἐκκολάπτεται σέ ὁρισμένες Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ πρώτη σέ καθολική ἐφαρμογή τήν Ἱ.Μ.Περιστερίου[10], ἡ αὐθαίρετη καί χωρίς συνοδική κατοχύρωση πρακτική, κατά τήν ὁποία ἀποβάλλεται ἀπό τούς ναούς καί συγκεκριμένα ἀπό τό Ἱερό Βῆμα πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὁ Ἐσταυρωμένος καί ὁ Σταυρός λιτανειῶν[11], ὑπό τό πρόσχημα διορθώσεως τῆς ὑφιστάμενης «λανθασμένης» παράδοσης καί ἐπιστροφῆς στήν προηγούμενη «σωστή». Ταυτόχρονα, ἀντ’ αὐτῶν τοποθετεῖται (πάλιν αὐθαίρετα) τό ἐγκαταλελειμμένο κατά τήν βυζαντινή περίοδο σύνθρονο[12], τό ὁποῖο σέ πολλές περιπτώσεις λόγῳ ἔλλειψης ἐπαρκοῦς χώρου στήν κόγχη τοῦ Ἱ. Βήματος δέν εἶναι παρά μόνο ἕνας θρόνος, αὐτός τοῦ ἐπιχώριου μητροπολίτη. Ὅπως πολύ εὔστοχα ἔχει παρατηρηθῆ, «τήν Παράδοση ἐπικαλοῦνταν ὅσοι ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους παραχάρασσαν τή διδασκαλία καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί μεταγενέστερα ὅσοι, ἐκ πρώτης ὄψεως τήν ἀπέρριπταν, οὐσιαστικά τήν ἀνανοηματοδοτοῦσαν μή ἀποδεχόμενοι τό προγενέστερο περιεχόμενό της» [13].
Ἐμβόλιμα, ἀξίζει νά σημειωθεῖ τό ἑξῆς «παράδοξο»: Οἱ μητροπολίτες ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐπαίσχυντου νομοσχεδίου περί «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων «ἐξουσιοδοτοῦνται»[14] ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἀφ’ ἑνός μέν νά πράξουν αὐτό πού εἶναι ἀπολύτως αὐτονόητο ὡς χρέος θεσπισμένο ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες[15], ἤτοι τό νά διδάσκουν, νά ἑρμηνεύουν καί νά νουθετοῦν πρός τήν εὐσέβεια καί τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἀπολαμβάνουν στήν πράξη πλήρη ἐλευθερία νά ἐνεργοῦν κατά τό δοκοῦν, αὐθαίρετα καί δυστυχῶς ὅπως ἀποδεικνύεται ἀνατρεπτικά, σέ θέματα πού ἔχουν νά κάνουν μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία καί παράδοση. Σύγχρονος ἔλεγχος στό τελευταῖο ὀρθώνεται ἀσφαλῶς ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ὁποῖος ἀντιδρώντας στήν ὅποια ἄθεσμη καινοτομία ἐπιχειρεῖτο, νουθετοῦσε: «ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νά κάνη ὅ,τι θέλει» [16].
Στήν Ἱ.Μητρόπολη Περιστερίου ἡ καθολική ἀποβολή τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Σταυροῦ λιτανειῶν ἀπό τήν θέση τους πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα συνετελέσθη μέσα σέ διάστημα περίπου ἑνός χρόνου. Κοινός παρονομαστής τῶν κινήσεων αὐτῶν ἦταν ὁ «ἐν τῷ κρυπτῷ» τρόπος ἀπομάκρυνσης. Ἐρήμην, δηλαδή, τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί χωρίς προηγούμενη ἐνημέρωση, διότι προφανῶς οἱ ἑκάστοτε ἐνεργοῦντες τήν ἀφαίρεση ἀντιλαμβάνοντο ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά ἀποτολμηθῆ ἐπί παρουσίᾳ του, οὔτε βεβαίως νά τό φέρουν προηγουμένως εἰς γνῶσιν καί νά ἐπιτύχουν τήν συναίνεσή του.
Ὁ Ἐσταυρωμένος λοιπόν καταγγέλλεται ἀπό τούς ὑποστηρίζοντας συνειδητά τήν ἀποβολή Του, ὅτι προκαλεῖ «ἀλλοίωση στήν ἐσχατολογική προοπτική τῶν πιστῶν», «ὀντολογική σύγχυση», ὅτι «εἶναι λάθος νά βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα», ἐνῶ θεωρήθηκε de facto σωστό νά ἀποβληθῆ ἐντελῶς σέ ἀποθῆκες, δωμάτια καί γραφεῖα ἤ νά μετατεθῆ στό γυναικωνίτη ἤ κάποια ἄλλη γωνιά τοῦ ναοῦ.
Ἐκτός τῆς ἀντιπατερικῆς «θεολογίας τῆς ἐλπίδας», χρησιμοποιοῦνται ἐπίσης ἐπιχειρήματα ὅπως: «ἡ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι κανονικά στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί ὄχι πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα», χωρίς νά ὑποδεικνύεται ποιά ἦταν ἡ «κανονική» θέση Του (καί ἄν ὑπῆρχε Ἐσταυρωμένος) πρίν τήν κατασκευή καί ὕψωση τῶν τέμπλων, κατά τούς πρώτους δηλαδή 5 μέ 6 αἰῶνες τῆς χριστιανοσύνης. Σύν τοῖς ἄλλοις, ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα παρουσιάζεται ὡς δυτικόφερτος, ὡς ἀπόδειξη δῆθεν κακῆς δυτικῆς ἐπίδρασης στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί ἀλλοίωσης πού ἔχει ὑποστῆ ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀπό τούς παπικούς καί προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι δίνουν ἔμφαση στήν Σταύρωση καί δέν προχωροῦν στήν Ἀνάσταση∙ (ἰσχυρίζονται ὅτι ὑφιστάμεθα «ἀπώλεια τῆς ἐσχατολογικῆς διάστασης»). Πρᾶγμα ἐπίσης ἀνυπόστατο[17]. Οἱ θέσεις αὐτές ἐξετάστηκαν κάτω ἀπό τό φῶς τῆς ὀρθόδοξης Ἱ. Παράδοσης στό προηγούμενο μελέτημα.
Προβάλλεται ἐπίσης ὁ ἰσχυρισμός ὅτι «ἔχουμε ἤδη Ἐσταυρωμένο στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί βάλαμε καθ’ ὑπερβολήν καί δεύτερον στό ἱερό», χωρίς ἀσφαλῶς νά δίνεται ἀπάντηση ὁμοίως στό γιατί δέν εἶναι ὑπερβολή π.χ. ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου πού ἐπαναλαμβάνεται δύο καί τρεῖς καί τέσσερις καί πέντε καί ἕξι ἐνίοτε φορές[18], ἤ γιά ποιόν λόγο νά ἀφαιρεῖται ὁ Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα στήν περίπτωση πού ὁ ναός δέν ἔχει οὔτε αὐτόν τόν ἕνα στήν κορυφή τοῦ τέμπλου ἤ ἀκόμα γιατί δέν εἶναι ὑπερβολή ἡ ὕπαρξη δεκάδων Σταυρῶν (μικρῶν ἤ μεγάλων) πού ὑπάρχουν μέσα στούς ναούς.
Κατά τήν ἴδια συλλογιστική, ἐάν ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ θρόνος τοῦ Μητροπολίτου εἶναι ἕνας καί βρίσκεται «κανονικά» στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος (σύνθρονο), ἀφοῦ αὐτό γνώριζε ἡ παλαιά παράδοση μέχρι τόν 10ο αἰ. καί ὄχι στόν κυρίως ναό, ὅπου μεταφέρθηκε καί βρίσκεται ἔκτοτε μέχρι σήμερα, θά πρέπει συνεπῶς νά ἀφαιρεθεῖ ὁ νεώτερος, δεύτερος θρόνος ἀπό τόν κυρίως ναό. Ἀλλά κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο σέ ὅσους ὑποστηρίζουν τήν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου μέ τίς ἀνωτέρω προφάσεις, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τό ὑποκριτικό καί σκόπιμο τῶν προθέσεων. Πλήν ὅμως, ἡ παράδοση δέχθηκε γιά ἕνα μεταβατικό διάστημα τήν συνύπαρξη συνθρόνου καί δεσποτικοῦ θρόνου μέχρι τήν ὁριστική ἐγκατάλειψη τοῦ πρώτου.
Καταγγέλλεται ἀκόμα καί ἡ ἁγιογράφηση τῶν συλλειτουργούντων ἱεραρχῶν, (δηλαδή ἡ ἁγιογράφηση τῶν Ἱεραρχῶν σέ στάση τριῶν τετάρτων πού ἀνάγεται ἀπό τό τέλος τοῦ 11ου αἰ. στήν ἁψῖδα τοῦ Ἱ.Βήματος [19]) ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «διπλῆς ἀλλοίωσης» πού ἔχουν ὑποστῆ οἱ ὀρθόδοξοι (καί μάλιστα οἱ ἁγιογράφοι), ἀφοῦ μετά τήν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στήν κόγχη, δῆθεν ἔστρεψαν καί τούς ἱεράρχες νά κοιτοῦν Ἐκεῖνον καί ὄχι μετωπικά «ὅπως πρέπει», καί ἄρα «ἐχάθη ἡ ἐσχατολογική προοπτική τῆς Ἐκκλησίας» [20]. Κι ἐδῶ βεβαίως εἶναι προφανής ἡ ἀστοχία τοῦ ἐπιχειρήματος ἀπό τήν χρονική -τοὐλάχιστον- ἀναντιστοιχία εἰσαγωγῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου καί ἁγιογράφησης συλλειτουργούντων ἱεραρχῶν.
Ἀσφαλῶς, ἀποφεύγεται ἡ συζήτηση γιά τόν Σταυρό λιτανειῶν, διότι ἡ ἀφαίρεσή του δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθῆ μέ τό πρόσχημα ἐπιστροφῆς σέ παλαιότερη παράδοση, ἀφοῦ ὁ Σταυρός αὐτός ἐντοπίζεται σέ χρήση ὅπως σήμερα πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες (σώζεται Σταυρός λιτανειῶν ἀπό τόν 6ο αἰ. στό Βυζαντινό καί Χριστιανικό Μουσεῖο).
Εἰσάγοντας τήν «θεολογία τῆς ἐλπίδας» στήν ἐπιχειρηματολογία τῆς ἀποβολῆς, διδάσκoνται οἱ κάτωθι ἐπιγραμματικά ἀναφερόμενες θέσεις:
Τό ἀρχικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ «μεταφορά» τοῦ πρωτοπλάστου ἀπό τήν φάση τοῦ προαιωνίου ἀπευθείας στά «ἔσχατα» καί στή Βασιλεία, χωρίς νά παρεμβληθῆ ἡ φάση τῆς Ἱστορίας (πού ἑρμηνεύεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως), στήν ὁποία βρισκόμαστε.
Μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων «τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἀποτυγχάνει» καί διαλέγει ὡς ἐναλλακτική λύση νά φέρει τόν Υἱόν Του. Ἡ Ἐνσάρκωση γίνεται μέσα στήν Ἱστορία. Ἡ Ἱστορία δέν εἶναι στόν ἀρχικό σχεδιασμό τοῦ Θεοῦ. Προέκυψε ἀπό τήν πτώση.
• Ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάληψη δέν βρίσκεται στήν Ἱστορία (παροῦσα φάση), ἀλλά στήν Βασιλεία, στά «ἔσχατα» («ἐσχατολογικός Χριστός» – «ἐσχατολογική Ἐκκλησία»). Βρίσκεται ταυτοχρόνως καί πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα κατά τήν τέλεση (μόνο) τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ.Εὐχαριστίας. Ἡ Ἐκκλησία ὁμοίως βρίσκεται στά «ἔσχατα» καί ἔρχεται στήν Ἱστορία κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
• Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας (πρβλ. «εἰκονική ὀντολογία» Ζηζιούλα).
• Ἡ Ἐκκλησία εἰσάγει τόν Χριστό στήν φάση τῆς Ἱστορίας.
• Ἡ Σταύρωση αὐτονομεῖται, θεωρεῖται «στιγμιαῖο» γεγονός καί ἁπλῶς ὡς μέσον πρός τήν Ἀνάσταση, ἡ ὁποία ἀντιδιαστέλλεται ὡς «αἰωνία».
Συνεπακόλουθα, ἡ ὅλη ἐπιχειρηματολογία προχωρεῖ σέ ἀνορθόδοξη θεώρηση τῆς λατρείας. Διασπᾶται τό «ἑνιαῖον» τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὑπερτονίζεται ἡ Ἀνάσταση καί κατ’ ἀνάγκην τά ὑπόλοιπα θεῖα γεγονότα ὑποβαθμίζονται[21]. Ἡ Ἐσχατολογία ἀποκτᾶ δυσανάλογα μεγαλύτερη θεολογική βαρύτητα ἀπό σύνολη τήν θεολογία, ὅπως αὐτή ἀντικατοπτρίζεται στήν λατρευτική πράξη, ἐνῶ ἡ Θεία Λειτουργία ἑρμηνεύεται ὡς ἕνα εἶδος ἱερᾶς παραστάσεως, τῆς ὁποίας ἡ ὑπόθεση εἶναι ἡ διαδοχική ἱστορικά ἀναπαράσταση τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, παραβλέποντας τό πολυσήμαντο τῶν ἱερῶν πράξεων καθώς καί τό «ἱστορικό πρωθύστερο» ὁρισμένων συμβολισμῶν[22].
Παράλληλα ὁ ὀρθόδοξος ναός ἑρμηνεύεται εἰς τρόπον ὥστε νά ἐξυπηρετεῖται ἡ θεολογία αὐτή: Ἐννοιολογική διάκριση τοῦ ναοῦ σέ δύο μέρη (Ἱστορία καί Ἔσχατα) ἀντί τῆς τριμεροῦς πατερικῆς ἑρμηνείας (Συμεών Θεσσαλ., Γερμανός Κων/πόλεως). Ταύτιση τῆς κορυφῆς τοῦ τέμπλου μέ τόν Γολγοθᾶ, ὅπου ἐκεῖ ὁ Ἐσταυρωμένος «πρέπει νά ἔχει κλίση πρός τά κάτω καί ὄχι κάθετα, ὥστε νά παρατηρῆ τά τελούμενα» (γεννᾶται βεβαίως ἐδῶ τό ἐρώτημα, τί γίνεται στούς ναούς, ὅπου δέν ὑπάρχει Ἐσταυρωμένος στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί ὁ μοναδικός πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ἔχει ἀφαιρεθεῖ. Ἀπό ποῦ θά «παρατηρῆ τά τελούμενα» ὁ Χριστός;). Ἐπίσης ἡ εἰκόνα τῆς Ἄκρας Ταπείνωσης στήν Ἱ.Πρόθεση λογίζεται ἀνάρμοστη ἐπειδή «ἐκεῖ εἶναι τό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως» καί δῆθεν τοποθετήθηκε ἐκεῖ ἀπό «προτεσταντικό καί ρωμαιοκαθολικό ἐπηρεασμό». Ἡ κόγχη ἀποκόπτεται ἐννοιολογικά καί συμβολικά ἀπό τό ἑνιαῖον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί ἡ κατασκευή της αἰτιολογεῖται «ὥστε νά τοποθετηθοῦν τά ἔσχατα καί ἡ Βασιλεία», κ.ἄ.) [23]. Τελικά, φθάνει μέχρι νά γίνεται λόγος γιά «σχιζοφρένεια» τῶν ὀρθοδόξων πού δέν ἔχουν αὐτή τήν θεώρηση.
Ἡ ἑρμηνευτική τοῦ χώρου μεταξύ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τῆς κόγχης ὡς ἀποκλειστικοῦ «χώρου ἐσχάτων» ἀπαιτεῖ τήν παντελῆ ἀπουσία κάθε ἀντικειμένου ἤ προσώπου πού ἀνήκει στό φάσμα τῆς «Ἱστορίας». Ἔτσι, ὁ Σταυρός λιτανειῶν, τά ἑξαπτέρυγα, ὁ Ἐσταυρωμένος ἀκόμα καί οἱ λειτουργοί ἱερεῖς δέν ἔχουν θέση στό χῶρο αὐτό παρά μόνο ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἐγείρεται λοιπόν ὁ ἰσχυρισμός ὅτι «ἀτενίζοντας πρός τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ στά ἔσχατα, δέν ἁρμόζει νά βλέπουμε τόν Σταυρό ἤ τόν Ἐσταυρωμένο». Ἐντούτοις, κατά παράδοση στήν εἰκονογραφία τῆς «Ἑτοιμασίας τοῦ Θρόνου» , ὁ Σταυρός εἰκονίζεται πάνω στόν ἄδειο θρόνο στήν πολύμορφη παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας , ἀλλά καί τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ. Τόσο ὁ θρόνος, ὅσο καί ὁ Σταυρός προσλαμβάνουν σαφῆ ἐσχατολογική ἔννοια, διότι ἀναφέρονται στό γεγονός, ὅπου θά καθίσει ὁ Κύριος κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ὡς Κριτής.
Ἔτσι, καί σέ αὐτήν τήν περίπτωση δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἡ ἄρνηση καταλληλότητας τοῦ Σταυροῦ στόν τόπο αὐτόν, ἀφοῦ: α) ὁ Σταυρός εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐσχατολογικό σύμβολο, «τό σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Μτ.24,30) πού θά σηματοδοτεῖ τόν ἐρχόμενο Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐγκαινιάζοντας τήν αἰώνια Βασιλεία. Ὁ δέ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς διατηρεῖ πάνω στό Πανάγιο Σῶμα Του τίς πληγές πού Τοῦ προξένησαν ἐπί γῆς, καί μέ αὐτές τίς πληγές «ὄψεται αὐτόν πᾶς ὀφθαλμός καί οἵτινες αὐτόν ἐξεκέντησαν» (Ἀποκ.1,7), β) οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι τό ξύλον τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ἵσταται στό μέσο τοῦ Ἱεροῦ πού εἰκονίζει τόν Παράδεισο καί ὅτι μέ τήν θέαση τοῦ Ἐσταυρωμένου οἱ ὀφθαλμοί τῶν πιστῶν ἐξαγιάζονται, γ) ἡ ἀρχαία εἰκονογραφία ἐπιβεβαιώνει τόν ἐσχατολογικό χαρακτῆρα τοῦ Σταυροῦ καί δ) ἡ ἀρχαιοτάτη ἀκολουθία τοῦ «Σταυροπηγίου»[24] δεικνύει τήν πῆξιν Σταυροῦ (καί ὄχι εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως) στά θεμέλια τοῦ ναοῦ ὡς ἔνδειξη «καθιερώσεως τοῦ χώρου τοῦ μέλλοντος νὰ ἀνεγερθῇ ναοῦ», ὑφίσταται δέ, τουλάχιστον ἀπό τον 8ο αἰ.
Σημειώσεις:
[1] ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι Β’, Πνευματική Ἀφύπνιση, Ἔκδ: Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλ.1999, σελ.20-21.
[2] Βλ. Ἡ ὁμοφυλοφιλία, μῆλον τῆς ἔριδος γιά τούς Ὀρθόδοξους Ἱεράρχες στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ethnegersis.substack.com
[3] Ὁ ἅγ. Παΐσιος, ὅταν ἐνοχλεῖτο μία νύκτα ἀπὸ τοὺς δαίμονες, κατέφυγε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ὅπως διηγεῖτο: «Μπῆκα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ μὴ ἀκούω, καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἔμεινα μέχρι τὸ πρωί», στό ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι ΣΤ΄, Περί Προσευχῆς, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012, σελ.64.
[4] Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τούς Ἁγίους: Νεκτάριο Πενταπόλεως, Νικόλαο Πλανᾶ, Ἀρσένιο Καππαδόκη, Σάββα Καλύμνου, Ἰάκωβο ἐν Εὐβοίᾳ, Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Παΐσιο Ἁγιορείτη, Ἄνθιμο Χίου, Καλλίνικο Ἐδέσσης, Γεώργιο (Καρσλίδη), Νικηφόρο τόν Λεπρὸ, Εὐμένιο (Σαριδάκη), Ἀμφιλόχιο Πάτμου, Παναγῆ Μπασιᾶ κ.ἄ.
[5] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, ΕΠΕ 3,20.
[6] Βλ. ΛΙΤΙΝΑ Ι. Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα. Μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρουμένης ἀποβολῆς Του, Β’ Ἔκδοση, Ἀθήνα 2023.
[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, ΕΠΕ 3,24.
[8] Ὅ.π. σελ.25, Ξεκινώντας ὁ ἱερός Δαμασκηνός τήν πρα-γματεία του γιά τίς ἱερές εἰκόνες ἑστιάζει στόν θεοφιλῆ σκοπό τοῦ συγγράμματός του: «σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ νικήσω, ἀλλὰ νὰ ἁπλώσω χέρι στὴν ἀλήθεια ποὺ πολεμεῖται, χέρι δυνάμεως ποὺ τὸ ἁπλώνει ἡ ἀγαθὴ διάθεση».
[9] Στό ἐξαιρετικό πόνημα τοῦ ὑπ. Διδάκτορος Θεολογίας Βασιλείου Τουλουμτσῆ «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας» φανερώνεται ἐναργέστατα ἡ θεολογική βάση τῆς διδασκαλίας πού συνοδεύει τήν ἀποβολή τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Σταυροῦ. Γιά τήν «θεολογία τῆς ἐλπίδας» σημειώνει ὁ συγγραφέας: «Ἡ θεμελίωση τοῦ ἀνωτέρω θεολογικοῦ ρεύματος γίνεται στή βάση τῆς διάκρισης καί τῆς ὀξείας ἀντιπαραβολῆς μεταξύ «ἱστορικοῦ καί ἐσχατολογικοῦ Ἰησοῦ». Ὁ «ἱστορικός Ἰησοῦς» ἦταν φορέας ἑνός μηνύματος ἀγάπης πού ἔζησε ἀναμένοντας τήν ἐπερχόμενη Βασιλεία, ἡ ἀναμονή τῆς ὁποίας ὅμως «ἀποδείχθηκε μάταιη». Συνεπῶς, σύνολο τό βάρος τῆς σωτηρίας μετατίθεται πλέον στόν «ἐσχατολογικό Χριστό», ὁ ὁποῖος ἐν τέλει πρόκειται μελλοντικά νά φέρει τήν ἀναμενόμενη Βασιλεία, ἀποκαθιστώντας τίς διαιρέσεις καί κυρίως τήν ἀποτυχία τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ». Ἀπό αὐτήν τήν θεώρηση προκύπτει ὅτι τά ἔσχατα φωτίζουν καί νοηματοδοτοῦν τήν Ἐκκλησία, οὖσα ἡ ἐσχατολογία «ἡ οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου» καί ἡ «οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἡ νέα αὐτή θεώρηση τῶν ἐσχάτων καί μέ δεδομένη τήν ὑποτίμηση τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ», προκάλεσε πλέον τήν συζήτηση περί τῆς σχέσεως ἱστορίας καί ἐσχάτων».
[10] Στήν Ἱ.Μητρόπολη Περιστερίου ἐξεφωνήθη τήν 14/5/2023 σχετική ὁμιλία περί τῆς θέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀντικατοπτρίζουσα τήν ἐν λόγῳ θεολογία. Ὁλόκληρη ἡ ὁμιλία στό: tinyurl.com
[11] Ὁ λειτουργιολόγος καθηγ. Φουντούλης γράφει γιά τόν Σταυρό τῶν λιτανειῶν: «Ἀμφιπρόσωπο, ξύλινο ἤ μεταλλικό, σύμβολο τῆς δόξης καί τῆς κατά τοῦ θανάτου νίκης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Φέρει συνήθως, ζωγραφισμένη ἤ σκαλισμένη, τήν σταύρωση ἀπό τή μία πλευρά καί τήν ἀνάσταση ἀπό τήν ἄλλη. Στηρίζεται σέ κοντό, προπορεύεται στίς λιτανεῖες καί τοποθετεῖται πίσω ἀπό τήν ἁγία τράπεζα». Λειτουργική Α’, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.51.
[12] Βλ. Θ.Η.Ε. λῆμμα «Σύνθρονον»: «Τό σύνθρονον, πλήν ἐξαιρέσεων, καταργεῖται κατά τήν βυζαντινή περίοδο, κυρίως λόγῳ τῆς διαμορφώσεως τοῦ ὑψηλοῦ τέμπλου, ὁπότε ὁ θρόνος τοῦ ἐπισκόπου τοποθετεῖται εἰς τόν κυρίως ναόν» (Καλοκύρης Κων/νος).
[13] ΚΟΛΟΒΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, σελ.8. (στό ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας»).
[14] Ἀνακοίνωση Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά «Ὁμόφυλο Γάμο» -Ὁμόφυλη γονεϊκότητα» (23/1/2024). «Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἀποφάσισε: …γ) τήν παροχή ἐξουσιοδότησης πρός κάθε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη νά προχωρήσει, ἐντός τῆς ἐπαρχίας του καί κατά τήν ἔμφρονα ποιμαντική κρίση του, σέ πρωτοβουλίες ἐνημέρωσης καί εὐαισθητοποίησης ὡς πρός τήν ἐπικείμενη νομοθέτηση καί τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας».
[15] Βλ. Κανών ΙΘ’ τῆς ἐν Τρούλλῳ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὅπου σύν τοῖς ἄλλοις ἐντέλλεται τούς «προεστῶτας τῶν ἐκκλησιῶν» νά διδάσκουν χωρίς νά παραβαίνουν τήν παραδεδομένη διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων.
[16] ΙΕΡΟΜ. ΙΣΑΑΚ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σελ. 691.
[17] Bλ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ Κ., Ἄθως, θέματα ἀρχαιολογίας καί τέχνης, Ἀθήνα 1963, σελ.206-209, ὅπου ὁ καθηγητής περιγράφοντας τήν βυζαντινή παράδοση τῶν ἁγιορείτικων τέμπλων ἀναφέρει: «Οἱ μεγάλων διαστάσεων Ἐσταυρωμένοι τῶν τέμπλων κατάγονται ἐκ τῆς παραδόσεως ταύτης (σ.σ. βυζαντινῆς). Θά εἶναι ὑπερβολή νά θεωρηθοῦν οὗτοι δυτικῆς προελεύσεως». Ἀντιθέτως, ἀναφέρει δυτικούς ναούς πού ὑιοθέτησαν τήν παράδοση τοῦ μεγάλου Ἐσταυρωμένου πού ὑπῆρχε στό τέμπλο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κων/πόλεως καί γνωμοδοτεῖ πώς «μόνον ἀργότερον, νομίζομεν, οἱ Ἐσταυρωμένοι δέχονται τήν ἐπίδρασιν τῆς Δύσεως». Τήν δυτική ἐπίδραση αὐτή ἐντοπίζει ὁ καθηγητής μόνο στήν τεχνοτροπία πού υἱοθετήθη μέ τήν εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ζωγραφιζόμενου σέ ξεχωριστό ξύλο μὲ περικεκομμένο περίγραμμα τοποθετούμενο ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὅπως γιά παράδειγμα στό τέμπλο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ στό Ρέθυμνο Κρήτης τοῦ 19ου αἰ. Συμπεραίνει δέ, ὅτι καί αὐτές ἀκόμα οἱ ἐλάχιστες ἐπιδράσεις, «πρέπει νομίζω νά ἐννοηθοῦν οὐχί ἀπ᾽ εὐθείας, ἀλλά μέσῳ τῆς ὁμοδόξου Ρωσίας -ἥτις ὑπέστη ταύτας εἰς τά τέμπλα της ἀπό τοῦ 16ου αἰῶνος- καί τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων κρατῶν».
[18] Ἡ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰκονίζεται συνήθως στίς κολόνες δεξιά καί ἀριστερά τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ, στίς ἁψῖδες, στά βημόθυρα τοῦ τέμπλου, στό «δωδεκάορτο» τοῦ τέμπλου, ἀνάμεσα στίς εἰκόνες τῆς κεντρικῆς ζώνης τοῦ τέμπλου στά λεγόμενα «Δεσποτικά» (ὅταν π.χ. ὁ ναός εἶναι ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ), μεταξύ τῶν βασικῶν μεγάλων τοιχογραφιῶν στόν κυρίως ναό καί στά προσκυνητάρια.
[19] Περί τῆς ἁγιογράφησης τῶν συλλειτουργούντων ἱεραρχῶν: tinyurl.com
[20] Βλ. ὑποσημ.10.
[21] Πρβλ. ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας».
[22] Βλ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι. Τελετουργικά θέματα «Εὐσχημόνως καί κατά τάξιν»,Ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σελ.115 ὅπου ὁ καθηγητής καταλήγει: «Πάντως στήν τάση τῆς ἱστορικῆς θεωρήσεως τοῦ ὅλου βίου τοῦ Κυρίου στά τελούμενα ὀφείλεται καί ἡ μετατόπιση τῆς ἐννοίας πολλῶν σημείων τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀπό τούς παλαιούς παραδοσιακούς συμβολισμούς σέ νεωτέρους, πού περιέπλεξαν ἀντί νά διαφωτίσουν τό νόημα τῶν τελουμένων. Ἐπί παραδείγματι ἡ προσκομιδή καί τά τελούμενα κατ᾽ αὐτήν, τά σκεύη καί τά καλύμματα, ἐνῶ ὅλα εἰκόνιζαν ἀρχικά τό σωτήριον πάθος καί τά κατ᾽ αὐτό, βιάσθηκαν στό νά ἐκτυπώνουν τήν γέννηση τοῦ Κυρίου καί τά κατ᾿ αὐτήν, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἱστορική συνέχεια καί ὁ νεώτερος συμβολικός τρόπος ἑρμηνείας τό ἀπαιτοῦσε».
[23] Ὅ.π. σελ.112, ὅπου ὁ καθηγητής σχολιάζοντας τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ παρατηρεῖ: Ὁ ἅγιος «ἀναφέρεται στό συμβολισμό τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ, πού διακλαδίζεται σέ τρεῖς ἐπί μέρους ἑνότητες μέ πολλαπλούς ἐπί μέρους συμβολισμούς, χωρίς αὐτὸ νὰ διασπᾶ τή συμφωνία καί τήν ἁρμονία τοῦ ὅλου. Ὁ συμβολισμός ὑπερβαίνει τή λογική, γι᾿ αὐτό καί κινεῖται ἐλεύθερα και ἀδούλωτα ἀπό τά συμβατικά σχολαστικά σχήματα, χωρίς να παραλογίζεται. Ναός-ἐκκλησία-οὐρανὀς-Χριστός ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἀφοῦ ὁ Χειροποίητος ναός εἶναι ὁρατό σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς καινῆς κτίσεως καί τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου τοῦ Θεοῦ». Ἀκόμα, ὑπάρχουν ἀναφορές γιά ἀρχιτεκτονικές συγγένειες τοῦ ἀρχαίου θεάτρου μέ τήν Ὀρθόδοξη ναοδομία πού ὑποδηλώνουν πιθανότατα τήν καταγωγή της. Πρβλ. ΠΛΩΡΙΤΗ Μ.,Τό θέατρο στό Βυζάντιο, Ἀθήνα 1999 , σελ.160.
[24] ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι., Τάξις γινομένη ἐπί θεμελίῳ Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.5.
Γράφει ὁ κ. Ἰωάννης Λίτινας
2ον – Τελευταῖον
Γιά λόγους ἑστίασης στό προκείμενο θέμα ἀποφεύγουμε τήν ἐξέταση τῶν ἐπιμέρους θέσεων τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ ρεύματος καί θά ἀρκεστοῦμε στήν παρατήρηση τοῦ Β.Τουλουμτσῆ: «μέ ἄλλα λόγια, κατασκευάζεται μία εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ὁτιδήποτε θεωρεῖται ὅτι τήν σπιλώνει, ἁπλῶς ἀποβάλλεται». Ταυτόχρονα, «τό πρόσωπο τοῦ ἔνσαρκου Λόγου ἀποσιωπᾶται καί ἀποσύρεται μπροστά στήν ἀντικειμενοποίηση καί ἀποθέωση τῶν ἐσχάτων, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία παύει νά θεωρεῖται πλέον χριστοκεντρική, γενομένων τῶν ἐσχάτων ἐπίκεντρο καί ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς Ἐκκλησίας»[25].
Παρατηρεῖται λοιπόν ἐπανάληψη τῆς μεθόδου τῆς εἰκονομαχικῆς συνόδου τῆς Ἱέρειας (754), ἡ ὁποία «χρησιμοποίησε κατά τό δοκοῦν καί ἐπιλεκτικά ὅσα στοιχεῖα τῆς παράδοσης ἐξυπηρετοῦσαν τήν περιχαράκωση τῶν εἰκονομαχικῶν διαταγμάτων»[26], μέ τήν διαφορά ὅτι ἐκείνη (ἡ ψευδοσύνοδος) παρουσίασε ἀλλοιωμένα καί παρερμηνευμένα πατερικά χωρία προκειμένου νά κατοχυρώση τίς θέσεις της, ἐνῶ οἱ ὑποστηρικτές τῆς ἀποβολῆς παρουσιάζουν πρός τοῦτο ξένη στούς Πατέρες διδασκαλία ὡς πατερική, «διαστρεβλώνοντας αὐτούς σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους ἐπιθυμίες γιὰ τὸν δικό τους σκοπό»[27]. Διδάγματα καί πράξεις πού ἀναμφίβολα προσβάλλουν τήν τιμή τῆς ἱεράς εἰκόνος τοῦ Κυρίου καί τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀφοῦ συνάμα ἀποδίδουν στόν Ἐσταυρωμένο ὑπαιτιότητα γιά βλαπτικά ἀποτελέσματα ἀπό τήν θέασή Του πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα (πρᾶγμα πού συνιστᾶ βλασφημία) καί συνεπῶς κηρύσσουν ἔμμεσα τούς ἁγίους Πατέρες πού λειτουργοῦσαν ἤ λειτουργοῦντο μέ τόν Ἐσταυρωμένο ὡς πλανηθέντας ἤ πλάνους.
Ἀποβάλλεται, ἐν τέλει, ὁ Ἐσταυρωμένος (καί ὁ Σταυρός) πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ὡς βλαπτικός, περιττός, ἀντιπαραδοσιακός, ἀκατάλληλος καί ἀντορθόδοξος, ἐνῶ προστίθεται ἀντ’ Αὐτοῦ, ἐπιπλέον ἐπισκοπικός θρόνος (τὸ σύνθρονο) ὡς ἀναγκαῖος καί παραδοσιακός.
2. Ἡ Παναγία Βηματάρισσα – Κτητόρισσα
Ἐφόσον τίθενται ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς ἀφαίρεσης τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, ἀναγκαίως θά ἔχουν ἰσχύ καί στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βηματάρισσας πού βρίσκεται θησαυρισμένη ἐπί δέκα αἰῶνες στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τῆς Ἱ.Μονῆς Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους μέσα σέ μαρμάρινο προσκυνητάρι.
Κατά τήν παράδοση, μέ τήν εἰκόνα αὐτή σχετίζεται ἕνα θαῦμα πού ἔγινε τόν 10ο αἰῶνα. Κατά τήν ἐπιδρομή τῶν Ἀράβων στήν Μονή, ὁ ἱεροδιάκονος καί βηματάρης π. Σάββας, προκειμένου νά διασώση ἀπό τήν ἁρπαγή καί βεβήλωση ὅσα μποροῦσε ἀπό τά ἱερά ἀντικείμενα, ἔριξε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό πηγάδι (χωνευτήρι) τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, μαζί μέ τόν Σταυρό τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί μία λαμπάδα ἀναμμένη καί κατόπιν σκέπασε τό πηγάδι μέ ξυλόταβλες καί πλάκες. Τό μοναστήρι λεηλατήθηκε καί ὁ π. Σάββας μέ ἄλλους μοναχούς ὁδηγήθηκαν αἰχμάλωτοι στήν Κρήτη. Ὅταν μετά ἑβδομῆντα χρόνια ἐλευθερώθηκε ἡ Κρήτη, ὁ ὅσιος Σάββας ἐπέστρεψε ὑπέργηρος στήν Μονή χωρίς νά ’βρεῖ κανένα ἀπό τούς παλιούς μοναχούς. Ἄλλοι εἶχαν πεθάνει καί ἄλλοι εἶχαν ἀναχωρήσει σέ ἄλλους τόπους. Οἱ ἐγκαταβιοῦντες μοναχοί ἦταν ὅλοι νεοφερμένοι, μαζί καί ὁ ἠγούμενος Νικόλαος. Ἀφοῦ ἔβαλε σέ ὅλους μετάνοια, διηγήθηκε τά γεγονότα τῆς λεηλασίας καί ὑπέδειξε στόν ἠγούμενο νά ἀνοίξουν τό πηγάδι. Πρός ἀπέραντη ἔκπληξη ὅλων βρῆκαν τήν εἰκόνα καί τόν Σταυρό ὄρθια πάνω στό νερό καί τήν λαμπάδα ἀναμμένη ὅπως τήν εἶχε ἀνάψει ὁ π. Σάββας πρίν ἀπό ἑβδομῆντα χρόνια! Συνέβη δηλαδή διπλό θαῦμα· τά ἱερά ἀντικείμενα πού εἶχαν πέσει μέσα στό νερό δέν καταστράφηκαν, ἡ δέ λαμπάδα ἔκαιγε ἑβδομῆντα χρόνια χωρίς νά ἐξαντλεῖται! Τότε, «ἔβγαλαν τά ἱερά σκεύη ἀπό τό νερό καί τά τοποθέτησαν στόν τόπο τους, τήν εἰκόνα στήν Ἄνω Καθέδρα καί τόν Σταυρό πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα»[28].
Ἡ μοναδική αὐτή ἁγιορείτικη παράδοση τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος ὄχι μόνο ἀκυρώνει αὐτομάτως κάθε ἰσχυρισμό πού θά τήν ἤθελε βλαπτική, ἀκατάλληλη, περιττή ἤ ἀντιπαραδοσιακή ἀλλά, νομίζουμε, ὅτι καί ἡ σκέψη μόνο ἀποβολῆς της ἀπό τήν θέση αὐτή εἶναι ἀπολύτως ἀδιανόητη, διότι ἰσοδυναμεῖ πρακτικά μέ ἀσέβεια ἀπέναντι στήν Κυρία Θεοτόκο, ἀγνωμοσύνη ἀπέναντι στίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες της, ἄρνηση ἀναγνώρισης τῆς πνευματικῆς της δικαιοδοσίας ὡς Κτητόρισσας τῆς Μονῆς καί ὅλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔτι δέ καί καταφρόνηση τῆς μακραίωνης ἁγιορείτικης παρακαταθήκης.
Ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τό Ἱερό Βῆμα τῆς πίστεώς μας. Μέ τήν Βηματάρισσα πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ἁγιάσθηκαν οἱ μοναχοί πολλῶν αἰώνων καί ἔτσι ἡ θέση της ἐκεῖ ἔγινε σεβαστή ἀπό ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, τό ὁποῖο δέν τηρεῖ τήν ἴδια πρακτική σέ ὅλα τά μοναστήρια, σκῆτες καί κελλιά του. Ἀλλοῦ ὑπάρχει ἡ Παναγία πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, ἀλλοῦ ὁ Σταυρός τῶν λιτανειῶν, ἀλλοῦ ὁ ἀποσπώμενος Ἐσταυρωμένος ὅπως στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἀλλοῦ μεγάλος Σταυρός (ὄχι ὁ τῶν λιτανειῶν), ἀλλοῦ Ἐσταυρωμένος ζωγραφούμενος καί ἀλλοῦ συνύπαρξη αὐτῶν.
Ὅλες οἱ μορφές συντελοῦν μέ τό δικό τους τρόπο στήν λατρεία χωρίς νά ἀναιρεῖ ἡ μία τήν ἄλλη, οὔτε νά θεωρεῖται σωστότερη ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.
3. Ἡ ἀνάπτυξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας
Ἐπειδή πολύς λόγος γίνεται περί «σωστῆς» καί «λανθασμένης» παράδοσης στήν λατρεία, κρίνεται ἀπαραίτητο νά διευκρινιστοῦν ὀλίγα κατωτέρω.
Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία προσέλαβε σύν τῷ χρόνῳ «νέα» στοιχεῖα (ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ μετάθεση τοῦ δεσποτικοῦ θρόνου λόγῳ ὑψώσεως τοῦ τέμπλου ἀπό τήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος στόν κυρίως ναό, ἡ εἰσαγωγή κατά τόν 14ο αἰ. μεγάλων εἰκόνων -τά «δεσποτικά»- στό τέμπλο ἀντί τῶν βήλων, κ.ἄ.) πού ἐμπλούτισαν, ἐνίσχυσαν καί ἀνέδειξαν ἐναργέστερα τὸν χριστοκεντρικό χαρακτήρα της, ἐπιβοηθώντας λειτουργούς καί λειτουργουμένους στήν χαρισματική βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, στήν «μέθεξη» τῆς μυστικῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. «Τά νέα στοιχεῖα μοιάζουν μέ κλαδιά ἑνός δένδρου, πού ἁπλώνονται χωρίς νά ἐμποδίζουν τήν ὁμαλή ἀνάπτυξή του»[29]. Τό στοιχεῖο τῆς παραδόσεως πού ἀφέθη πίσω δέν θεωρεῖται πλέον «λάθος» καί σαφῶς ὅ,τι «νέο» εἰσάγεται καί υἱοθετεῖται ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάτι ξένο καί ἀνοίκειο ἀλλά ἐμπλουτισμός, προέκταση, προσαρμογή ἤ ἀνάπτυξη τοῦ παλαιοῦ. «Ἡ ἐν τῇ λατρείᾳ μας δημιουργηθεῖσα διά τῶν αἰώνων ποικιλία τῶν ἀναγινωσκομένων, ἀπαγγελλομένων, ψαλλομένων, τελουμένων, ἀκουομένων καί ὁρωμένων ὁμοιάζει πρός τήν ποικιλίαν τῶν ἤχων καί ὀργάνων, ἡ ὁποία καθιστᾶ πλουσιωτέραν καί πλέον ἑλκυστικήν τήν ἑνιαίαν συμφωνία τῆς λατρείας μας ἡ ὁποία φέρει ἡμᾶς εἰς ἄμεσον καί ζῶσαν ἐπαφή μετά τοῦ Κυρίου μας.»[30].
Ὡστόσο, ἡ ἀφαίρεση ἐπιμέρους στοιχείων πού προηγουμένως ἐμπλούτισαν αὐτή τήν ἑνιαία συμφωνία τῆς λατρείας στήν Ἐκκλησία, λειτουργεῖ μᾶλλον ὡς ληστρική πράξη, παρά ὡς «θεραπεία» της. Ὅποιο στοιχεῖο, ὅποια ἐπινόηση, ὅποια πράξη, δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀποτελεῖ τελικά καινοτομία πού στόχο ἔχει στήν πραγματικότητα τήν ἀνατροπή τῆς ἐνθέσμου Ἱερᾶς Παραδόσεως [31].
Ἔτσι, ὅταν εἰσήχθη ὁ Ἐσταυρωμένος στήν Ἑλλάδα υἱοθετώντας παλαιοτάτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας[32] καί ἐγκατεστάθη πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα[33], αὐτό ἀναγνωρίσθη ὡς οἰκεῖο, γνώριμο καί θεμιτό θεολογικά καί λειτουργικά στοιχεῖο, ἀφοῦ ἄλλωστε προϋπῆρχε ἤδη στή λατρευτική πράξη καί ἐθεᾶτο πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ὁ Σταυρός τῶν λιτανειῶν τουλάχιστον ἀπό τόν 6ο αἰ. Τόν ἴδιο χρόνο, οἱ τελετές τῆς Ἐξόδου τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀποκαθήλωσης καί τοῦ Ἐπιταφίου πού συνεισῆλθαν μέ τόν Ἐσταυρωμένο -ὁμοίως ἀπό τήν Ἀντιόχεια- εἶχαν τίς καταβολές τους ἀπό τά βυζαντινά «θρησκευτικά δράματα» καί ἀποτελοῦσαν προσδοκία τοῦ λαοῦ πού τά εἶχε στερηθεῖ ἀπό τούς χρόνους τῆς Ἅλωσης [34]. Οἱ τελετές αὐτές ἔγιναν ἀμέσως εὐπρόσδεκτες ἀπό τόν πιστό λαό πού τίς ἀγκάλιασε μέ μεγάλη εὐλάβεια. Σύν τῷ χρόνῳ ἀπέβησαν ἰσχυρότατο λατρευτικό ἔθος καί ἐκκλησιαστική παράδοση πλήρως ἐναρμονισμένη μέ τό θεολογικό ὑπόβαθρο τῶν εἰς ἀνάμνησιν τελουμένων τῆς Μ. Ἑβδομάδος.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἐσταυρωμένος ἀπεβλήθη ὡς ἀκατάλληλος ἀπό τό ἱερό -(καί δέν γνωρίζουμε ἀκόμα ἄν ἡ ἀποβολή προχωρήσει κατά συνέπειαν καί στίς προαναφερόμενες τελετές)- προσέκρουσε ἀμέσως στό αἰσθητήριο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ὡς «συναγερμός» ἀπειλῆς τῆς πίστεως ἀπό ἐνέργεια πού ἔθιγε τήν χαρισματική λατρευτική του ἐμπειρία, ἐνῶ στά ἐπιχειρήματα πού τήν συνόδευαν ἀναγνωριζόταν σαφῶς μιά ξένη καί ἄρα ἑτερόδοξη χριστολογία και ἐκκλησιολογία. Διότι ἀρχαία καί κοινή πεποίθηση στούς ὀρθοδόξους εἶναι ὅτι «καθὼς μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια ἀτενίζω τὴν εἰκόνα (σ.σ. μάλιστα τοῦ Ἐσταυρωμένου) ἐξακοντίζω τὰ νοητὰ μάτια τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ μου στὸ μυστήριο τῆς Ἔνσαρκης Οἰκονομίας καὶ παρακαλῶ τὴν ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνία Του γιὰ τὰ πολλὰ καὶ ἀσυγχώρητα ἁμαρτήματά μου»[35].
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ὁ προκληθείς σκανδαλισμός ἔπεσε βαρύς καί ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ ἐξηγέρθη ἐνώπιον τῆς συντελεσθείσας προσβολῆς τῆς τιμῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Σταυροῦ. Αὐτό ἄλλωστε παρατηρεῖται διαχρονικά ὅταν θίγεται ἡ πίστη καί τό ὀρθόδοξο φρόνημά του.
4. Χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς εἰκονομαχίας
Κάνοντας λόγο γιά εἰκονομαχία συνήθως ἀντιλαμβανόμαστε τήν πολεμική ἐναντίον τῶν εἰκόνων στήν ὀξύτερη μορφή της, δηλ. τήν καταστροφή τους μέ διάφορους τρόπους. Ὡστόσο, ἡ αἵρεση αὐτή κατά τόν 8ο καί 9ο αἰ. διῆλθε μέσῳ πολλῶν ἐκφάνσεων. Πολεμουμένη ἀπό τούς ὀρθοδόξους ἐνήλλασσε συνεχῶς τά ἐπιχειρήματά της και ποίκιλλε σέ τρόπους, ἔνταση καί διάδοση στά ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Μολονότι ξεκίνησε ἤπια, ἐπιδιώκοντας νά μή προκαλέσει ἔντονες ἀντιδράσεις, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε αὐτήν ὡς καινοτομία ἀπό τήν πρώτη της κιόλας ἐκδήλωση. Σαφέστατα, πρίν τήν ἐμφάνισή της, ἦταν ἀρκετά διαδεδομένη ἡ ἀντίρροπη ἐκ δεξιῶν πλάνη πολλῶν «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτῶν, κατά τήν ὁποία ἡ τιμή τῶν ἱ. εἰκόνων δέν διέβαινε «ἐπί τό πρωτότυπον», ἀλλά εἶχε μεταλλαχθῆ σέ λατρεία τῆς ἴδιας τῆς εἰκόνας[36]. Φαίνεται πώς ὁ καλός Θεός θεράπευσε τό πρῶτο μεγάλο κακό παραχωρώντας τήν ἐμφάνιση ἑνός ἀντιθέτου καί μεγαλυτέρου, ὥστε τελικά νά ἐκμηδενίσει καί τά δύο.
Ἡ ἀρχή τῆς εἰκονομαχίας (726) ἔγινε μέ τήν διά λόγου πολεμική κατά τῶν εἰκόνων ἀπό τόν αὐτοκράτορα Λέοντα Γ’ [37]. Ὁ ἴδιος δέν ἐξέφρασε ἀμέσως μετά τήν στέψη τίς εἰκονομαχικές του ἀντιλήψεις, ἀλλά διήνυσε σχεδόν μία δεκαετία συμμετέχοντας στά τυπικά ὡς ὀρθόδοξος αὐτοκράτορας. Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι τό 717-718, πρό ἐπικείμενης ἐπίθεσης τῶν Ἀράβων, κατευθύνθηκε πρός τά τείχη τῆς Βασιλεύουσας -μαζί μέ τόν λαό καί τόν Πατριάρχη Γερμανό- ψέλνοντας συνέχεια καί κρατώντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στά χέρια του. Ἡ ἐξόντωση τοῦ ἀραβικοῦ στόλου ἀποδόθηκε στή θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου καί στή βοήθεια τοῦ ὑγροῦ πυρός κατά τό ἀνθρώπινο.
Κατόπιν ὅμως ὁ Λέων ἔχοντας συμβούλους του τούς εἰκονομάχους ἐπισκόπους Νακωλείας Κωνσταντῖνο, Ἐφέσου Θεοδόσιο καί Κλαυδιουπόλεως Θωμᾶ -οἱ ὁποῖοι ἐγκωμίαζαν τόν αὐτοκράτορα γιά τίς ἀνεικονικές του ἀντιλήψεις, ἀλλά οἱ ἴδιοι ἀπέκρυπταν τά εἰκονομαχικά τους φρονήματα ἀπό τόν Πατριάρχη Κων/πόλεως ἅγιο Γερμανό Α’- «ἐπιχείρησε κατ’ ἀρχήν νά ἀπομακρύνη τούς πιστούς ἀπό τίς εἰκόνες καί ὄχι νά ἐπιβάλλη μία γενική ἀπαγόρευση τῆς τιμῆς τῶν ἱ. εἰκόνων»[38]. Πρός τοῦτο, ἀφοῦ ἐξήγγειλε ὅτι δέν πρέπει νά προσκυνοῦνται, διέταξε προφορικῶς τήν τοποθέτηση ὅλων ἐκείνων πού ἦταν προσβάσιμες σέ ἀσπασμό καί προσκύνηση ἀπό τούς πιστούς, σέ ὑψηλότερες θέσεις, ὥστε νά ἀποφευχθῆ ἀκριβῶς ἡ προσκύνησή τους [39]. Ὅμως ἡ μανία τῶν εἰκονοκλαστῶν γρήγορα ἔδειξε τό πραγματικό της πρόσωπο. Ἐπιλαθόμενοι τῶν εὐεργεσιῶν τῆς Θεοτόκου στράφηκαν ἀκόμα καί ἐναντίον τῶν πρεσβειῶν της ἀλλά καί τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων.
Οἱ πιστοί «σφόδρα λυπούμενοι ἐπὶ ταῖς καιναῖς διδασκαλίαις»[40] ἀντέδρασαν δυναμικά μή ἀνεχόμενοι τήν πολεμική ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὅταν μάλιστα ἐξεδόθη ἐπισήμως διάταγμα (730) κατ’ αὐτῶν, ἡ ἀφαίρεση ἀπό τούς ναούς καί βεβήλωσή τους συνάντησε σφοδρότερη ἀντίσταση. Ἐν τούτοις, ἀνάλογα μέ τήν θέση τοῦ ἑκάστοτε ἐπισκόπου ἀπέναντι στό ζήτημα (εἰκονομάχος ἤ εἰκονόφιλος), οἱ ἐντός τῶν ναῶν εἰκόνες ἀλλοῦ κατεστρέφοντο, ἀλλοῦ ὄχι. [41] «Βεβαίως, ἡ καταστροφὴ τῶν ἱ. εἰκόνων καί ὁ διωγμὸς τῶν ἀντιδρώντων δὲν εἶχαν γενικὴ ἐφαρμογὴ. Στὴν Ἁγία Σοφία καί σέ πολλοὺς ναούς τῆς Κπόλεως ἤ τῶν ἐπαρχιῶν δέν καταστράφηκαν τά ψηφιδωτά καί πολλές τοιχογραφίες»[42].
Μία ἐπιπλέον σημαντική πτυχή στήν εἰκονομαχική δράση ὑπῆρξε ἐκείνη ἔναντι στά ἀντικείμενα τῆς λατρείας. Οἱ εἰκονομάχοι ἐνῶ ἐμάχοντο τίς ἱερές εἰκόνες, τήν ἴδια στιγμή κάποιοι ἀπ’ αὐτούς τιμοῦσαν ὡς ἱερά ἀντικείμενα τόν Σταυρό καί τό Εὐαγγέλιο πού ὅμως ἔφεραν πάνω τους τήν εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως. Τήν ἀντινομία αὐτήν ὑπέδειξε στόν αὐτοκράτορα Λέοντα τόν Ε΄, ὁ Πατριάρχης ἅγιος Νικηφόρος καταγγέλλοντας τούς εἰκονομάχους μεταξύ ἄλλων γιά ἀσυνέπεια καί ἀντίφαση[43], ἀφοῦ ἄλλα τά τιμοῦσαν καί ἄλλα τά ἀπέρριπταν. Ἀργότερα (787), οἱ Πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τήν ὑποκρισία πού μεταχειρίζονται πάντοτε οἱ αἱρετικοί, ἐξέτασαν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν εἰλικρίνεια τῆς μετανοίας τους καί ἀναλόγως τούς ἐδέχοντο[44].
Συμπερασματικά, ἡ Ἐκκλησία ἐξέλαβε ὡς προσβολή τῆς πίστης ὄχι μόνο τήν διά λόγου ἐναντία τῶν εἰκόνων διδασκαλία, ἀλλά καί κάθε πράξη πού ἀπομείωνε ἔστω καί στό ἐλάχιστο τήν ἀπόδοση τιμῆς σέ αὐτές (ἡ ὁποία ἀνάγεται στό πρωτότυπο), διότι κατ’ οὐσίαν ἡ προσβολή αὐτή ἐστρέφετο κατά τῆς ἐμπειρίας καί τῆς χριστολογίας της. «Γι’ αὐτό καί ἡ ἄρνηση τῶν εἰκόνων ἀντιμετωπίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς δογματικό καί παράλληλα ἀνθρωπολογικό ζήτημα πού θέτει σέ ἀμφισβήτηση τόσο τά θεμέλιά της ὅσο καί τήν πνευματική ἐμπειρία της» σημειώνει ὁ καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης[45]. Αὐτό τό φρόνημα ἀποτυπώθηκε καί στόν Ὅρο Πίστεως (καί ὄχι ἁπλό ἱερό Κανόνα) τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου ἡ ἀποβολή ἀπό τήν ἐκκλησία εἰκόνας ἤ Σταυροῦ ἤ ἱεροῦ λειψάνου ἐπισύρει τήν καθαίρεση καί τόν ἀφορισμό σέ ὅσους κληρικούς ἤ λαϊκούς τήν ἀποτολμήσουν:
«Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν, ἢ κατὰ τοὺς ἐναγεῖς αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινὰ ἐπινοεῖν ἤ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἤ τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ ἐπινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι».[46]
5. Οἱ πρῶτοι μάρτυρες ὑπερασπίσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων
Στίς δύο περιόδους τῆς εἰκονομαχίας ἡ Ἐκκλησία πλούτισε μέ μία Οἰκουμενική Σύνοδο (Ζ’), ἐξαίσια θεολογικά συγγράμματα, ἐκπληκτικά κατορθώματα ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, ἀμέτρητα θαύματα μέσῳ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀσφαλῶς πολλούς Μάρτυρες, Ὁμολογητές καί Ὁσίους. Ἡ συνείδηση τῆς Ὁσιομάρτυρος ἁγίας Θεοδοσίας, πού ἑορτάζουμε στίς 29 Μαΐου, ἐξηγέρθη σφοδρῶς ὅταν κατόπιν τοῦ ἐπισήμου διατάγματος καταστροφῆς τῶν εἰκόνων (730), ἐπιχειρήθηκε ἡ καθαίρεση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία βρισκόταν ὄχι ἐντός κάποιου ναοῦ, ἀλλά πάνω ἀπό τήν Χαλκή Πύλη τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ ἀντίδρασή της μαζί μέ ἄλλους δέκα ἁγίους μάρτυρες εἶναι ἀδιανόητη σήμερα στά ἐξευρωπαϊσμένα κάλπικα ἤθη μας.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος περιγράφει στό συναξάρι της: «Εἰς καιρόν ὁποῦ ὁ σπαθάριος τοῦ βασιλέως ἔβαλε τήν σκάλαν, καί ἀνέβη διά νά κρημνίση εἰς τήν γῆν τήν ἁγίαν εἰκόνα, εὐθύς ἡ μακαρία αὕτη Θεοδοσία ὁμοῦ μέ ἄλλας εὐσεβεῖς γυναῖκας, ἔπιασαν τήν σκάλαν, καί ἔρριψαν αὐτήν κατά γῆς ὁμοῦ μέ τόν Σπαθάριον, ὁ ὁποῖος πεσών εἰς τήν γῆν, ἐτελεύτησεν. Ἔπειτα πηγαίνουσαι εἰς τό Πατριαρχεῖον, ἐλιθοβόλουν τόν δυσσεβῆ καί εἰκονομάχον (πατριάρχην) Ἀναστάσιον. Παρευθύς λοιπόν, αἱ μέν ἄλλαι γυναῖκες, ἀπεκεφαλίσθησαν. Tήν δέ Ἁγίαν ταύτην Θεοδοσίαν, ἐτράβιζεν ἕνας ὠμός καί ἀπάνθρωπος στρατιώτης. Φθάσας δέ εἰς τήν τοποθεσίαν, τήν ὀνομαζομένην τοῦ Bοός, ἐπῆρεν ἕνα κέρατον κριαριοῦ, καί μέ μεγάλον θυμόν καί μανίαν, ἔμπηξεν αὐτό ὁ θηριώδης καί διεπέρασεν εἰς τόν λαιμόν τῆς Ἁγίας, καί ἔτζι ἐπροξένησεν εἰς τήν μακαρίαν τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον. Tα δέ ἄπειρα θαύματα, ὁποῦ καθ’ ἑκάστην ἐνεργοῦνται ἀπό τό ἅγιον αὐτῆς λείψανον, εἶναι δυνατόν νά τά μάθη ὅποιος βούλεται»[47].
Μαζί της, πλῆθος πολύ γυναικῶν καί ἀνδρῶν πού συμμετεῖχε στήν ἀντίδραση καί ὑπεράσπιση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ μαρτύρησε γιά τήν πίστη του. Ἀνάμεσά τους ἑορτάζουμε στίς 9 Αὐγούστου τήν μνήμη τῶν «Ἁγίων δέκα Mαρτύρων, τῶν διά τήν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Xριστοῦ, τήν ἐν τῇ Xαλκῇ Πύλῃ ἀθλησάντων, Ἰουλιανοῦ, Mαρκιανοῦ, Ἰωάννου, Ἰακώβου, Ἀλεξίου, Δημητρίου, Φωτίου, Πέτρου, Λεοντίου, καί Mαρίας τῆς πατρικίας».
Ὁ ἱερός πατήρ σημειώνει στό συναξάρι τῶν ἁγίων αὐτῶν: «τότε οἱ γενναῖοι οὗτοι τοῦ Xριστοῦ ἀθληταί ἐπρόφθασαν, καί πιάσαντες τήν μίαν σκάλαν, ἐτράβηξαν αὐτήν πρός τόν ἑαυτόν τους, καί οὕτω κατεκρήμνισαν κάτω τόν Σπαθάριον, ὁποῦ ἐκρήμνιζε τήν σεβασμίαν Εἰκόνα, καί ἐθανάτωσαν αὐτόν, τόν δέ ἀσεβῆ Βασιλέα ἐκαταρῶντο καί ἀνεθεμάτιζον» [48].
Αὐτά καί ἄλλα συναξάρια εἶχε ὑπ’ ὄψιν του ὁ ἅγιος Παΐσιος λέγοντας : «στήν βυζαντινή ἐποχή μιά εἰκόνα ἔβγαζαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀντιδροῦσε ὁ κόσμος. Ἐδῶ ὁ Χριστός σταυρώθηκε, γιά νά ἀναστηθοῦμε ἐμεῖς, καί ἐμεῖς νά ἀδιαφοροῦμε!» [49].
Ἀντάμα, λίγο μετά τήν συγγραφή τῶν ἀθάνατων ἔργων τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ γιά τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀνώνυμοι πιστοί ὑπερασπίζονται τίς ἱερές εἰκόνες μέ τήν ἴδια πεποίθηση, γράφοντας ἀπολογητικούς λόγους ἀπηχώντας τίς ἀπόψεις τοῦ ἁγίου. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀμεσότητα μέ τήν ὁποία διατυπώνουν τήν σκέψη τους στόν «Στηλιτευτικό Διάλογο Κατά τῶν Εἰκονοκλαστῶν»[50], ὅπου ἀποκαλοῦν τούς εἰκονομάχους ἐπισκόπους μεταξύ ἄλλων «θολόσοφους», «μεμψίμοιρους», «νεοκήρυκες καί κενούς θεολόγους», «νέους Φαρισαίους», διότι «ὅπως ἀληθινὰ ἐκεῖνοι (οἱ Φαρισαῖοι) ἀρνήθηκαν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε, ἔτσι καὶ τώρα οἱ νεόκοποι κήρυκες δὲν θέλουν νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ σέβονται τὶς σεβάσμιες καὶ σεπτὲς εἰκόνες τῆς σωματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά, «μωρολογώντας, κατασκεύασαν νέα πίστη, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ποὺ ἦταν μαθητὲς καὶ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων». Δυστυχῶς, «αὐτοί ποὺ ἔλαχε νὰ εἶναι ἐπίσκοποι καὶ ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων, ἐξαιτίας ἄσκοπης δόξας καὶ μόνο, περιφρονώντας τὶς φωνὲς τῶν Πατέρων, ἀφοῦ ἐξόπλισαν τοὺς ἑαυτούς τους ἐναντίον τῆς πίστεως, διαστρεβλώνουν ὅσα εἶπαν ἐκεῖνοι ὀρθά, καὶ διδάσκουν σύμφωνα μὲ τὸ φτωχὸ καὶ θολωμένο μυαλό τους»[51].
Ἡ Ἐκκλησία συνεπῶς, δέν ἐπλανήθη ἀπό τίς κακόδοξες διδασκαλίες τῶν εἰκονομάχων ἐπισκόπων καί αὐτοκρατόρων ἀλλά -ὅπως συμβαίνει σέ κάθε δογματικό ζήτημα- χωρίς ἀκόμα τήν ἐπίσημη κατάθεση τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς διδασκαλίας περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (787), εἶχε ἤδη βιωματικῶς κατασταλαγμένη στήν ζωή της τήν τιμή ἀπέναντι σέ αὐτές, ἀφοῦ ἄλλωστε θεμελιωνόταν καί ἐπιβεβαιωνόταν χαρισματικῶς κατά παράδοση στούς θεοφόρους Πατέρες.
6. «Ταῖς ἁγίαις εἰκόσι τὸ σέβας ἀναπέμψατε…»
Μολονότι στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση ὅ,τι ἐναντιώνεται στήν πίστη γίνεται ἀντιληπτό καθαρά καί χωρίς ἀμφιβολία, εἶναι ἐντούτοις ἀπαραίτητο νά κατατίθεται λόγος «πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου» (Α’ Πέτρ.3,15).
Πάντα τά ἀνωτέρω ἐγράφησαν μετά πόνου καί θλίψεως γιά τήν ἐμμονή τῆς Ἱ.Μ. Περιστερίου στό ἐγχείρημα, παρά τόν βαρύ σκανδαλισμό, τίς πολυάριθμες ἐκκλήσεις καί προσπάθειες πού κατεβλήθησαν ἀπό τό ποίμνιο εἴτε σέ ἀτομικό, εἴτε σέ συλλογικό ἐπίπεδο, ἄτυπα ἀλλά καί τυπικά.
Ἡ ἄκτιστη Χάρις, γνωρίζουμε, δέν ἔρχεται σέ λανθασμένη κατάσταση. Τώρα πού ἀφαιρέθη ὡς ἀκατάλληλος ὁ Κύριος τῆς Δόξης ἆραγε σέ ποιά κατάσταση μᾶς βρίσκει; «Ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν» (Ἰω.12,32) εἶπε τό ἀψευδές στόμα. Τώρα πού ἀπεβλήθη ἀπό τό Ἱερό ὡς βλαπτικός, ποιά ἄλλη θέα δύναται νά ἀναπληρώσει αὐτήν τήν στέρηση ὡς ὠφέλιμη; Ἆραγε ὑφίσταται ἀκόμα σ’ αὐτούς τούς ναούς ἤ μήπως «ἀπέστη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε Ἄγγελος»;[52]. Τώρα πού ἐγκατελείφθη ὡς περιττός στίς ἀποθῆκες, τί ἄλλο περιμένουμε νά ἀκούσουμε ἀπό Ἐκεῖνον παρά τό: «δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν, ὁ πρωτότοκος υἱός μου Ἰσραήλ, Ἐμὲ ἐγκατέλιπε, πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον»; (Στιχηρό αἴνων Ὄρθρου Μ.Παρασκευῆς). Ὁ ἅγιος Ταράσιος, προεδρεύων τῆς Ζ’ Οικουμενικῆς, ἑρμηνεύει ὅτι ἡ προφητεία αὐτή (Ἰερ.2,13) ἀφορᾶ τούς «τάς καινοτομίας εἰσαγόντων ἐν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῶ «λάκκος συντετριμμένος ἐστί πᾶς αἱρετικῶν λόγος, ἐξ’ οὗ ἤντλησαν οἱ τῆς χριστιανοκατηγορικῆς αἱρέσεως εἰσηγηταί καί ἐπότισαν τούς ἁπλουστέρους ἀνατροπήν θολεράν»[53].
Ἐφόσον δημιουργεῖται ἀναστάτωση στό ποίμνιο, βαρύς σκανδαλισμός καί σχίσμα ἕνεκεν τῆς ἀποβολῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου, κρίνεται ἀναγκαῖο νά συγκληθεῖ ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας, ὥστε νά τό θεραπεύσει ἀποφαινόμενη ὀρθοδόξως περί αὐτῆς. Μέχρι τότε…
«εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶμε ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστη… Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θὰ κράξουν, καὶ σὺ μένεις σιωπηλὸς καὶ ἀδιάφορος;… Ὥστε ἀκόμα καὶ ὁ πτωχὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως δὲν θὰ ἔχει καμμιὰ δικαιολογία, ἂν τώρα δὲν μιλᾶ, γιατὶ θὰ κριθεῖ καὶ μόνο γι᾿ αὐτό» [54], μᾶς ἀφυπνίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης.
Εὐελπιστοῦμε, ἄν θέλει ὁ Θεός, νά συγκεντρώσουμε στό μέλλον ὅλα τά ἀνωτέρω καί προηγούμενα ἀπολογήματα ὑπέρ τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μαζί μέ ἐπιπλέον στοιχεῖα σέ ἕνα πόνημα, ὥστε νά καθίσταται εὔχρηστο σέ ὅσους καλοπροαίρετα θέλουν μετά λόγου γνώσεως νά ἀκολουθοῦν τούς ἁγίους πού Τόν ἀγκάλιασαν ψυχῇ τε καί σώματι καί λειτουργοῦσαν ἀτενίζοντας Αὐτόν πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα.
Ὡς ἄλλον ἐπίλογο, ἑνώνουμε τήν φωνή μας μέ ἐκείνη τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας, δίπλα στόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, ἀπευθυνόμενοι μέ τά δικά τους λόγια στούς κληρικούς πού δυστυχῶς πειθόμενοι σέ μάταια, κακόδοξα καί ψευδῆ ἐπιχειρήματα, ἀπέβαλαν τά ἱερά:
«Σᾶς παρακαλοῦμε νά ἀπορρίψετε τήν μάταιη διδασκαλία σας καί νά κατακρίνετε τούς ἑαυτούς σας καλῶς, γιά ὅσα κακῶς διαπράξατε. ᾽Ανορθῶστε τά λυγισμένα γόνατα τῆς ψυχῆς σας, καί σηκῶστε ὄρθιες τίς τραχεῖες σας, καί μέ τίς ἅγιες φωνές τῶν Πατέρων, μαζί μέ μᾶς, ἀποδῶστε τό σεβασμό στίς ἅγιες εἰκόνες, ὥστε μέ μιά φωνή νά ἀναπέμψουμε δοξολογία στόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα του, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.» [55]
Περιστέρι 24/3/2024
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν ᾗ ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καί Σεπτῶν Εἰκόνων
Σημειώσεις:
[25] ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας. [26] ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., Τό Ἐκκλησιολογικό πλαίσιο καί οἱ προϋποθέσεις ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν σύμφωνα μέ τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἐκδ. Κύπρης, Ἀθήνα 2022, σελ.66. [27] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ΕΠΕ 2,410-412 Κατά Εἰκονοκλαστῶν, Διάλογος στηλιτευτικός γενόμενος παρά πιστῶν καί ὀρθοδόξων καί πόθον καί ζῆλον ἐχόντων͵ πρός ἔλεγχον τῶν ἐναντίων τῆς πίστεως καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων και ὀρθοδόξων ἡμῶν Πατέρων.: «Τὰς γὰρ αὐτῶν τῶν Πατέρων φωνάς, ἃς αὐτοὶ τρανῶς ἐκήρυξαν περὶ τῶν σεβασμίων καὶ προσκυνητῶν εἰκόνων, οὗτοι οἱ νεόσοφοι, λαβόντες τὰς καλῶς ὑπὸ τῶν προφητῶν ρηθείσας φωνάς, κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας πρὸς τὸν ἴδιον νοῦν στρεβλοῦσιν». [28] ΜΑΡΙΝΑΚΗ ΘΕΟΦ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ, Θαυματουργές Εἰκόνες τῆς Παναγίας στό Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.38. [29] ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γ., Ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας, impantokratoros.gr [30] Θ.Η.Ε. λῆμ. «Λατρεία». [31] Πρβλ. Ὅρος Πίστεως τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στό ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ.241. [32] Βλ.ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι., Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας Α΄, (ἐρώτ. Νο 27, σελ.60): «Ἡ τελετὴ τῆς ἀποκαθηλώσεως διεδόθη στὰ μέρη μας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴς Ἀντιοχείας, ὅπου ὑφίστατο ἀπὸ πολὺ παλαιά» καί ΚΑΛΟΚΥΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Ἄθως, θέματα ἀρχαιολογίας καί τέχνης, Ἀθήνα 1963, σελ.209: «Ἡ ἰδέα τοῦ προσηλωμένου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ (καὶ οὐχὶ πλέον ἐπὶ τοῦ ξύλου αὐτοῦ ζωγραφουμένου) σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπεκράτησε παρ᾽ ἡμῖν ὡς παράδοσις διὰ τοὺς Ἐσταυρωμένους ἐν γένει ἀφ’ ὅτου ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Σωφρόνιος, τό ἔτος 1864, ἐθέσπισε τήν ἔξοδον τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τήν Μ. Πέμπτην καὶ τὴν Ἀποκαθήλωσιν τοῦ σώματος, ἥτις πρότερον δὲν ἐτελεῖτο. Ἔκτοτε, κατ’ ἀνάγκην τὸ σῶμα, ὡς ἰδιαιτέρα εἰκὼν τίθεται ἐπὶ τοῦ σταυροῦ διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ, ἐπὶ τὸ εἰκονικώτερον, ἡ τελετὴ τῆς ἀποκαθηλώσεως, ἥτις βεβαίως συνδέεται πρὸς τὰ θρησκευτικὰ «μυστήρια» τῶν Βυζαντινῶν». [33] Βλ.ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι., Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας Α΄, (ἐρώτ. Νο 27, σελ.61): «Ἡ ἀποσπασθεῖσα κατὰ τὴν ἀποκαθὴλωσι ἀπὸ τὸ σταυρὸ εἰκὼν τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ παραμένει στὸ ἅγιο βῆμα τυλιγμένη σὲ σινδόνα καθ’ ὅλη τὴν ἀναστάσιμο περίοδο, μέχρι τῆς ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα, μέχρι δηλαδὴ τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πέμπτης τῆς Ἀναλὴψεως, ὁπότε καθηλοῦται καὶ πάλι καὶ καταλαμβάνει τὴν συνήθη θέσι του πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα ἤ στὸ βάθος τῆς ἁψῖδος» [34] Bλ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ Κ., Ἄθως, θέματα ἀρχαιολογίας καί τέχνης, Ἀθήνα 1963, σελ.209, ὑποσημείωση 2: «Αἱ τελεταὶ αὐταί, γνωσταὶ ὡς βυζαντινὰ «θρησκευτικὰ δράματα» ἐτελοῦντο κυρίως εἰς τὰς αὐλὰς τῶν ναῶν. Ἡ Σταύρωσις καὶ ᾽Αποκαθήλωσις συνδέονται συγκεκριμένως πρός τό δρᾶμα «Σταύρωσις» τό ὁποῖον, ὅπως καί τά ἄλλα, κατηργήθη μετά τήν ἅλωσιν». Βλ. και ΣΤΑΦΥΛΑΚΑΚΗ ΣΤ., Τό θέατρο, οἱ ρίζες καί ἡ ἱστορία του, Ἀθήνα 2017, σελ.130-131: «Ἐκτός ἀπό τό δημοφιλές μιμοθέατρο, στό πρώιμο Βυζάντιο ὑπῆρχε καί τό ἀποκαλούμενο θρησκευτικό δρᾶμα. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια, γράφτηκαν ἀρκετά θεατρικά ἔργα θρησκευτικοῦ περιεχομένου, ὅπως: Ὁ Χριστός πάσχων, Στίχοι εἰς τόν Ἀδάμ, Τά Πάθη, Οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ, Ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, Ἡ ἀνάληψη τοῦ προφήτη Ἠλία καί ἄλλα παρόμοια. Αὐτά τά ἔργα φυσικά δέν θύμιζαν κἄν τό ἀρχαιοελληνικό ἤ τό ρωμαϊκό θέατρο καί ἁπλῶς ἀποσκοποῦσαν στήν τόνωση τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν. Οἱ θεατές δέν πήγαιναν γιά διασκέδαση, ἀλλά ἔπαιρναν μέρος σέ μιά ἐκδήλωση πίστης, μιά θρησκευτική πράξη. Οἱ ἐκτελεστές τῶν ἔργων αὐτῶν δέν ἦταν ἐπαγγελματίες ἠθοποιοί, ἀλλά ἁπλοί πολίτες, πού ἐπιλέγονταν μέ κριτήριο τήν ἀφοσίωσή τους στήν Ἐκκλησία καί ὄχι τό ταλέντο τους. Αὐτοί ἔπαιρναν μέρος στήν παράσταση χωρίς ἀμοιβή καί ὁ «θίασος»διαλυόταν, ὅταν τελείωνε ἡ προγραμματισμένη παράσταση ἤ οἱ παραστάσεις. Οἱ γυναῖκες δέν ἔπαιρναν μέρος καί τούς γυναικείους ρόλους τούς ἑρμήνευαν νεαρά ἀγόρια ἤ ἔφηβοι.» [35] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατά Εἰκονοκλαστῶν, Διάλογος στηλιτευτικός γενόμενος παρά πιστῶν καί ὀρθοδόξων καί πόθον καί ζῆλον ἐχόντων͵ πρός ἔλεγχον τῶν ἐναντίων τῆς πίστεως καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων και ὀρθοδόξων ἡμῶν Πατέρων. ΕΠΕ 2,427. [36] ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, Ἀθῆναι 1992, σελ.771-772. [37] ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Χρονογραφία, PG 108,816. [38] ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, Ἀθῆναι 1992, σελ.773. [39] Βλ. ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., Τό Ἐκκλησιολογικό πλαίσιο καί οἱ προϋποθέσεις ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν σύμφωνα μέ τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἐκδ. Κύπρης, Ἀθήνα 2022, σελ.20. [40] ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Χρονογραφία, PG 108,817. [41] ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ Β., Ἐκκλησιαστική Ἰστορία, Ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 2000, σελ.255 [42] ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, Ἀθῆναι 1992, σελ.779. [43] ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ Β., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 2000, σελ.262, σημ.8 [44] Βλ. E. Lamberz, Acta Conciliorum Oecumenicorum. Series Secunda – 3. Concilium Universale Nicaenum Secundum [787] – 1. Concilii Actiones I-III. Walter de Gruyter, Berlin 2008, Πρᾶξις Πρώτη, σελ.60, ὅπου χαρακτηριστική εἶναι ἡ ρήση τοῦ Κωνσταντίας Κύπρου Κωνσταντίνου μετά τό πέρας ἀνάγνωσης λιβέλλου ἀπό τόν μετανοοῦντα εἰκονομάχο Θεοδόσιο: «Πολύ ἡμῖν δάκρυον ἐκένωσεν ὁ λίβελλος τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου τοῦ Ἀμορίου», ἀλλά καί ἡ ἀρχική ἐπιφύλαξη στήν περίπτωση τοῦ μετανοοῦντος εἰκονομάχου ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας Γρηγορίου, μέ τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ταράσιος τόν ἐρωτᾶ: «Μήπως ὡς παραπετάσματι πανούργῳ τό ἑαυτοῦ φρόνημα συσκιάσαι θέλων ῥήμασι σχηματίζῃ τήν ἀλήθειαν, περί δέ τόν νοῦν κακουργεῖς;» ὅ.π. Πρᾶξις Δευτέρα, σελ.114. [45] Βλ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Δ., Εἰκονολογικές Μελέτες, Θεσσαλ.2003, σελ. 16-17. «Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τίς εἰκόνες θεμελιώνεται στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί στήν παράδοση, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς ζωή καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί ἡ ἄρνηση τῶν εἰκόνων ἀντιμετωπίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς δογματικό καί παράλληλα ἀνθρωπολογικό ζήτημα πού θέτει σέ ἀμφισβήτηση τόσο τά θεμέλια της ὅσο καί τήν πνευματική ἐμπειρία της». [46] ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ.241. [47] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Βενετία 1819, σελ.68-69. [48] Ὅπ. π., σελ. 244. [49] ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι Β’, Πνευματική Ἀφύπνιση, Ἐκδ: Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλ.1999, σελ.37. [50] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατά Εἰκονοκλαστῶν, Διάλογος στηλιτευτικός γενόμενος παρά πιστῶν καί ὀρθοδόξων και πόθον καί ζῆλον ἐχόντων͵ πρός ἔλεγχον τῶν ἐναντίων τῆς πίστεως καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων και ὀρθοδόξων ἡμῶν Πατέρων. ΕΠΕ 2,409 κ.ἑ. [51] Ὅ.π. σελ.409. [52] Ἱ.Κανόνες ἁγίου Νικηφόρου Ὁμολογητοῦ ἐρώτ. Γ’ : Ἐρώτησις. Περὶ τῶν κοινωθεισῶν ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ἱερέων, κοινωνησάντων τῇ αἱρέσει, καὶ κατεχομένων ὑπ᾿ αὐτῶν, εἰ χρὴ εἰσιέναι εἰς αὐτὰς χάριν εὐχῆς καὶ ψαλμῳδίας. Ἀπόκρισις. Οὐ χρὴ τὸ καθόλου εἰς τοιαύτας ἐκκλησίας εἰσιέναι, κατὰ τοὺς εἰρημένους τρόπους, ἐπειδὴ γέγραπται· Ἰδοὺ ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Ἅμα γὰρ τῷ εἰσαχθῆναι τὴν αἵρεσιν, ἀπέστη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε ἄγγελος, κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ μεγάλου Βασιλείου, καὶ κοινὸς οἶκος ὁ τοιοῦτος χρηματίζει ναός, καί· Οὐ μὴ εἰσέλθω, φησίν, εἰς ἐκκλησίαν πονηρευομένων, καὶ ὁ ἀπόστολος· Τίς συγκατάθεσις ναοῦ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων;». [53] Lamberz, Acta Conciliorum Oecumenicorum. Series Secunda – 3. Concilium Universale Nicaenum Secundum [787] – 1. Concilii Actiones IV-V. Walter de Gruyter, Berlin 2008, Πράξις Πέμπτη, σελ.534. [54] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Παντολέοντι Λογοθέτῃ, ΕΠΕ 18Γ,77. [55] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατά Εἰκονοκλαστῶν, Διάλογος στηλιτευτικός γενόμενος παρά πιστῶν καί ὀρθοδόξων καί πόθον καί ζῆλον ἐχόντων͵ πρός ἔλεγχον τῶν ἐναντίων τῆς πίστεως καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων και ὀρθοδόξων ἡμῶν Πατέρων. ΕΠΕ 2,431.