Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος
Ἡ Ἐκκλησία σύμπασα τιμᾶ στὶς 5 Ἰουλίου τὸν Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη καὶ ὁ ἁγιορείτικος μοναχισμὸς τὸν ἱδρυτὴ καὶ θεμελιωτή του. Ὁ ἐγκωμιαστής του, μάλιστα, χαιρετίζει «τὸν γλυκύτατον, ὄνομα καὶ πρᾶγμα, Ἀθανάσιον», «τὴν κρηπίδα τῶν μοναχῶν», «τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν», «τῆς οἰκουμένης τὸν φαεινότατον λαμπτῆρα».
Στὴν περίπτωση τοῦ Ἀθανασίου συμβαδίζουν ὁ φωτισμένος νοῦς καὶ ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνδρὸς μὲ τὴν εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς δράσεώς του ἱστορικὴ συγκυρία. Εἶναι γεγονὸς ὅτι, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ τέλος τῆς εἰκονομαχίας (9ος αἰ.), εὐνοεῖται ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ἡ ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τῶν μοναχῶν στὰ πλαίσια τῆς πολιτικῆς καὶ πολιτισμικῆς του ἐξαπλώσεως στὴν Βαλκανική, μὲ χαρακτηριστικώτερο παράδειγμα τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Σλάβων καὶ τῶν Μοραβῶν ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς Κύριλλο καὶ Μεθόδιο ἐπὶ Φωτίου. Ἐπίσης, τὸν ἴδιο αἰῶνα, ἡ ἀνάρρηση στὸν θρόνο βασιλέων ἀπὸ τὴν Μακεδονική Δυναστεία θὰ συμβάλλῃ στὴν δημιουργία μοναστικῶν κέντρων στὴν Χαλκιδική, λ.χ. ἀπὸ τὸν Εὐθύμιο Ἀγκύρας καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Κολοβό.
Τὸν ἑπόμενο αἰῶνα (10ο) ἡ δράση αὐτὴ κορυφώνεται. Τότε ἐντοπίζεται ἡ δράση τοῦ μοναχοῦ Νίκωνος τοῦ «Μετανοεῖτε», ἀπὸ τὴν Παφλαγονία, ὁ ὁποῖος περιοδεύει στὴν Κρήτη, ὅταν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀπευλευθερώνει τὸ νησὶ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς (961) καὶ συμβάλλει, μὲ τὸ κήρυγμά του, στὴν ἐπιστροφὴ τῶν κατοίκων στὴν χριστιανικὴ πίστη, ὕστερα ἀπὸ τὴν μακραίωνη ἀραβικὴ κατάκτηση, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐπανένταξή του στὴν βυζαντινὴ ἐπικράτεια. Ὁ ἴδιος μοναχὸς συνέχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση στὴν Στερεὰ καὶ στὴν Πελοπόννησο, ὅπου μάλιστα βοήθησε στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Σλάβων τοῦ Ταϋγέτου, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἐπισκόπου Λακεδαίμονος Θεόπεμπτου καὶ τοῦ βυζαντινοῦ στρατηγοῦ Βασιλείου Ἀπόκαυκου.
Νὰ σημειωθῆ, ἐξ ἄλλου, ὅτι καὶ ὁ Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης καλεῖται, τὴν ἴδια περίοδο, ἀπὸ τὸν παλαιό του γνώριμο, Φωκᾶ, στὴν Κρήτη, καὶ ἐνισχύει, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἠθική του στήριξη, τὸν ἀγῶνα σὲ βάρος τῶν ἐχθρῶν τοῦ Βυζαντίου Σαρακηνῶν. Μὲ τὰ λάφυρα, μάλιστα, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπιτυχημένη ἐκστρατεία θὰ τεθοῦν τὰ πρῶτα θεμέλια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς μοναστικῆς πολιτείας στὸν Ἄθω.
Παράλληλα, ἕνας ἄλλος φωτισμένος Ἅγιος, ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Στειριώτης (10ος αἰ.), μὲ τὴν δράση του στὴν νότια Στερεά Ἑλλάδα ὡς τὴν Κόρινθο ἐνισχύει τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς στὰ δύσκολα χρόνια τῶν βουλγαρικῶν ἐπιδρομῶν στὴν περιοχή.
Γίνεται, λοιπόν, φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Βυζαντίου, τὴν περίοδο αύτήν, δροῦσαν στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερης στρατηγικῆς του γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομική του ἐνδυνάμωση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς πνευματικῆς του ἀκτινοβολίας στὴν Βαλκανική, μὲ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς παπικῆς ἐπιρροῆς.
Στὴν συνολικὴ αὐτὴν προσπάθεια ἐντάσσεται καὶ ἡ ἵδρυση τοῦ πρώτου κοινοβίου, τῆς Μεγίστης Λαύρας, στὸν Ἄθω, ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο. Καταγόμενος ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα ὁ προικισμένος αὐτὸς μοναχὸς καὶ ἔχοντας ἀποκτήσει λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Βασιλεύουσα μεταβαίνει στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε μονάσει κοντὰ στὸν ἀσκητὴ Μιχαὴλ τὸν Μαλεΐνο στὸ ὄρος Κυμινὰ τῆς Βιθυνίας. Στὴν χερσόνησο τοῦ Ἄθω ὑπῆρχε, βεβαίως, μοναστικὴ παράδοση, τοὐλάχιστον ἕναν αἰῶνα πρὶν ἀπὸ τὴν μετάβαση τοῦ Ἀθανασίου, ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα, μὲ τὴν παρουσία ἐκεῖ ἀναχωρητῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι διαβιοῦσαν ἐγκατεσπαρμένοι σὲ πρόχειρα καταλύματα.
Οἱ ἀναχωρητὲς αὐτοὶ μοναχοί ἀντιμετώπισαν μὲ καχυποψία τὴν ἄφιξη τοῦ Ἀθανασίου στὸν Ἄθω, πολὺ δὲ περισσότερο τὴν ἀνάπτυξη ἐκ μέρους του ἔντονης δραστηριότητας γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Λαύρας, μὲ τὴν παρότρυνση τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του νὰ συμμονάσει, καὶ μὲ τὴν οἰκονομική, ὅπως εἴδαμε, βοήθειά του.
Ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ Ἀθανασίου συναντοῦσε, γενικῶς, πολλὲς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Ἡ εἴδηση τῆς ἀναρρήσεως τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τὸν ὡδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ Ὄρος (963), ἐπέστρεψε, ὅμως, μόλις ἐξασφάλισε ἐκ νέου τὴν ὑπόσχεσή του ὅτι θὰ μονάσῃ καὶ νέα οἰκονομικὴ ἐνίσχυση. Συνέχισε, λοιπόν, τὸ ἔργο μὲ τὴν ἀνέγερση κελιῶν, γύρω ἀπὸ τὸ καθολικό, καὶ ἄλλων βοηθητικῶν κτισμάτων, ἀποθηκῶν γιὰ τὰ ἐμπορεύματα, μαγειρίου, τραπέζης, ξενώνων, νοσοκομείων, ἀκόμη καὶ ὑδραγωγείου καὶ μύλου. Γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ τιτάνιου αὐτοῦ ἔργου ὁ προοδευτικὸς Ἀθανάσιος ἔκανε ἐκχερσώσεις, ἀξιοποίησε τὴν περιουσία ἐγκαταλελειμμένων μονυδρίων, ἀνέπτυξε νέες τεχνικὲς στὴν γεωργία καὶ ἀξιοποίησε ἀκόμη καὶ τὴν σύγχρονη τῆς ἐποχῆς του τεχνολογία γιὰ τὴν κίνηση τῶν ὑδρομύλων καὶ τῶν μηχανημάτων παρασκευῆς ἄρτου.
Ὁ ἴδιος περιγράφει στὸ Τυπικό τῆς Μονῆς τοὺς κόπους καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ ὑπέστησαν, αὐτὸς καὶ οἱ συνεργάτες του, «πρὸς τὸ δείμασθαι (=γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν) τὸν ἅγιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ναόν, τήν τε τῆς Λαύρας ἅπασαν κατασκήνωσιν...».
Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι οἱ προηγούμενοι ἀναχωρητὲς μοναχοὶ θὰ τὸν εὐγνωμονοῦσαν γιὰ τὴν δραστηριότητα αὐτὴν πρὸς κοινὸ ὄφελος, ἐκεῖνοι ὅμως, εἰδικὰ μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀρωγοῦ του, Νικηφόρου Φωκᾶ (969), τὸν κατηγόρησαν στὸν νέο αὐτοκράτορα, Ἰωάννη Τσιμισκή, ὅτι οὔτε λίγο οὔτε πολὺ «εἰσάγει καινὰ δαιμόνια» στὸ Ὄρος: «οἰκοδομάς γὰρ ἀνήγειρε πολυτελεῖς καὶ πύργους καὶ λιμένας ἐνήργησεν, ἐπιρροάς τε ὑδάτων κατήγαγε καὶ ζεύγη βοῶν ὠνήσατο (=ἀγόρασε) καὶ εἰς κόσμον ἤδη τὸ Ὄρος μετεποίησεν…».
Σημασία ἔχει ὅτι ὄχι μόνον ἀποκρούστηκαν οἱ κατηγορίες των ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ Τσιμισκὴς ἐνίσχυσε τελικὰ καὶ ὁ ἴδιος τὴν ὅλη προσπάθεια τοῦ Ἀθανασίου, μὲ νέες χορηγίες, κυρίως δὲ μὲ τὴν σύνταξη τοῦ Τυπικοῦ τῆς Λαύρας, ποὺ ἀπετέλεσε ἔκτοτε τὸ ὑπόδειγμα γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν λειτουργία καὶ τῶν ἄλλων μονῶν τοῦ Ὄρους. Ὅσο γιὰ τὸν Ἀθανάσιο συνέχιζε νὰ ἀγωνίζεται σκληρά, ἐπιστατῶντας ὁ ἴδιος τὶς διάφορες ἐργασίες, μέχρις ὅτου ὁ τὸν βρῆκε ὁ θάνατος, μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι μοναχούς, ἀπὸ ἀτύχημα κατὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ καθολικοῦ (1000).
Δικαίως, λοιπόν, μπορεῖ νὰ ἰσχυριστῆ κάποιος ὅτι ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ὄρους ἄλλαξε μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Στὸ πρόσωπό του δὲν τιμᾶται μόνον ὁ ὀρθόδοξος κοινοβιακὸς μοναχισμὸς ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιο Ὄρος, ποὺ ἀποτελεῖ στὴν συνείδηση τῶν πιστῶν τὸ προπύργιο τῆς καθολικῆς καὶ οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἄς εὐχώμαστε, λοιπόν, καὶ ἄς προσευχώμαστε, στὴν ἰδιαίτερα κρίσιμη καὶ συγκεχυμένη ἐποχή μας, τὸ Ὄρος τὸ Ἅγιον νὰ συνεχίζῃ ἀδιαλείπτως νὰ ἐπιτελῆ τὴν ἀποστολή του γιὰ τὴν προάσπιση τῆς πίστεως καὶ τὴν συνέχιση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ «ἡ κρηπίς (=ἡ βάση/τὸ θεμέλιο) τῆς κατὰ θεὸν πολιτείας», ὁ Ἀθανάσιος, νὰ ἀποτελῆ σταθερὰ καὶ πάντοτε «τοῖς μὲν ὀλισθηροῖς ἔρεισμα καὶ ὀχύρωμα, τοῖς δὲ λυπουμένοις παραμυθία τε καὶ ἀναψυχή, πᾶσιν δὲ ὁδηγὸς καὶ ὁδὸς καὶ ἀσφάλεια». Ἀμὴν. Γένοιτο!