– Γέροντα, εἶναι δυὸ ἀδελφάκια· τὸ μικρὸ δίνει, ἐνῶ τὸ μεγάλο δὲν δίνει.
– Νὰ μάθουν οἱ γονεῖς καὶ στὸ μεγάλο νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὸ νὰ δίνη. Ἂν τὸ μεγάλο δουλέψη πάνω σ᾿ αὐτό, θὰ ἔχη μεγαλύτερο μισθὸ ἀπὸ τὸ μικρὸ ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του δίνει, καὶ θὰ γίνη καλύτερο.
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀπαλλαγῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν στενότητα τῆς καρδιᾶς, ἀπὸ τὴν δυσκολία ποὺ ἔχει νὰ δίνη;
– Τί, εἶσαι τσιγγούνα; Θὰ σὲ πετάξω ἔξω! Καὶ στὴν διακονία, λ.χ. ὅταν εἶσαι στὸ ἀρχονταρίκι, νὰ πάρης μιὰ γενικὴ εὐλογία, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ δίνης. Βλέπεις καὶ ὁ Θεὸς πόσο ἄφθονα δίνει σὲ ὅλους τὶς εὐλογίες Του; Ἂν δὲν συνηθίση νὰ δίνη κανείς, μαθαίνει στὴν τσιγγουνιὰ καὶ δυσκολεύεται μετὰ νὰ δώση.
Ὁ φιλάργυρος εἶναι «κουμπαρᾶς»· μαζεύει αὐτός, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι. Χάνει ἔτσι τὴν χαρὰ τοῦ δοσίματος καὶ τὴν θεία ἀνταπόδοση. Λέω σὲ ἕναν πλούσιο μιὰ φορά: «Τί τὰ μαζεύεις; Ὑποχρεώσεις δὲν ἔχεις. Τί θὰ τὰ κάνης;». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, μοῦ λέει, ὅταν πεθάνω». «Ἐγὼ σοῦ δίνω εὐλογία, τοῦ λέω, νὰ τὰ πάρης ἐπάνω ὅλα!». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, ξαναλέει. Ἅμα πεθάνω, ἂς τὰ πάρουν οἱ ἄλλοι». «Ἔμ, ἐδῶ θὰ μείνουν, τοῦ λέω. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ τὰ δώσης μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια τώρα ποὺ ζῆς!». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ μαζεύει συνέχεια καὶ ζῆ συνέχεια μὲ στέρηση καὶ τελικὰ ἀγοράζει τὴν κόλαση μὲ τὶς συγκεντρωμένες του οἰκονομίες. Τὸ ἔχει τελείως χαμένο, γιατὶ δὲν δίνει καὶ χάνεται μὲ ὑλικὰ πράγματα, ὁπότε χάνει τὸν Χριστό.
Τὸν τσιγγούνη τὸν κοροϊδεύουν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἦταν ἕνας πολὺ πλούσιος κτηματίας· εἶχε χωράφια σὲ μιὰ ἐπαρχία, εἶχε καὶ στὴν Ἀθήνα διαμερίσματα, ἀλλὰ ἦταν πολὺ τσιγγούνης. Μιὰ φορὰ ἔφτιαξε μιὰ χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ἐργάτες ποὺ δούλευαν στὰ χωράφια του. Παλιὰ δούλευαν οἱ καημένοι ἀπὸ τὸ πρωί, πρὶν βγῆ ὁ ἥλιος, μέχρι νὰ βασιλέψη. Τὸ μεσημέρι ποὺ σταμάτησαν λίγο, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν, ἄδειασε τὸ ἀφεντικὸ μέσα σὲ ἕναν ταβᾶ τὴν φασολάδα καὶ φώναξε τοὺς ἐργάτες νὰ φᾶνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οἱ καημένοι οἱ ἐργάτες καὶ ἄρχισαν νὰ τρῶνε· πότε ἔπιαναν μὲ τὸ κουτάλι ἀπὸ κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί! Ἕνας ἐργάτης ἦταν πολὺ πειραχτήρι. Ἀφήνει τὸ κουτάλι του καὶ πάει παραπέρα. Βγάζει τὶς ἀρβύλες του, τὶς κάλτσες του καὶ προχωράει νὰ μπῆ μέσα στὸν ταβᾶ. «Τί κάνεις;», τοῦ λένε οἱ ἄλλοι. «Λέω νὰ μπῶ μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τοὺς λέει. Τόσο τσιγγούνης ἦταν ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος. Γι᾿ αὐτό, χίλιες φορὲς νὰ τὸν κυριέψη ἡ σπατάλη τὸν ἄνθρωπο παρὰ ἡ τσιγγουνιά.
– Ἡ τσιγγουνιὰ εἶναι ἀρρώστια, Γέροντα.
– Πολὺ μεγάλη ἀρρώστια! Ἅμα κυριέψη τὸν ἄνθρωπο ἡ τσιγγουνιά, μεγαλύτερη ἀρρώστια δὲν ὑπάρχει. Ἡ οἰκονομία καλὴ εἶναι, ἀλλὰ νὰ προσέξη κανεὶς νὰ μὴν τὸν κυριέψη σιγὰ-σιγὰ ὁ πειρασμὸς μὲ τὴν τσιγγουνιά.
– Μερικοί, Γέροντα, ἀπὸ τὴν τσιγγουνιὰ μένουν νηστικοί.
– Μόνον νηστικοί; Ἦταν ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ! Μιὰ ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε ἕνα θειαφοκέρι· κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι ἀπὸ τὰ κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴν ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία.
Δὲν λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι τσιγγούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση. Ἦταν μιὰ φορὰ δυὸ νοικοκυρὲς καὶ συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μιὰ φορὰ χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη, ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι νὰ κάνη οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγγούνης. Ὁ πατέρας μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο· τὸ σπίτι μας ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες καθαρές.
Τώρα, βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν. Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως ἀρχίση νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευτῆ ἡ καρδιὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Μιὰ χήρα νὰ μὴν ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕναν πήχυ ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕναν φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης, ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δίνης εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ εὐλογία γεννάει εὐλογία.
– Νὰ μάθουν οἱ γονεῖς καὶ στὸ μεγάλο νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὸ νὰ δίνη. Ἂν τὸ μεγάλο δουλέψη πάνω σ᾿ αὐτό, θὰ ἔχη μεγαλύτερο μισθὸ ἀπὸ τὸ μικρὸ ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του δίνει, καὶ θὰ γίνη καλύτερο.
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀπαλλαγῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν στενότητα τῆς καρδιᾶς, ἀπὸ τὴν δυσκολία ποὺ ἔχει νὰ δίνη;
– Τί, εἶσαι τσιγγούνα; Θὰ σὲ πετάξω ἔξω! Καὶ στὴν διακονία, λ.χ. ὅταν εἶσαι στὸ ἀρχονταρίκι, νὰ πάρης μιὰ γενικὴ εὐλογία, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ δίνης. Βλέπεις καὶ ὁ Θεὸς πόσο ἄφθονα δίνει σὲ ὅλους τὶς εὐλογίες Του; Ἂν δὲν συνηθίση νὰ δίνη κανείς, μαθαίνει στὴν τσιγγουνιὰ καὶ δυσκολεύεται μετὰ νὰ δώση.
Ὁ φιλάργυρος εἶναι «κουμπαρᾶς»· μαζεύει αὐτός, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι. Χάνει ἔτσι τὴν χαρὰ τοῦ δοσίματος καὶ τὴν θεία ἀνταπόδοση. Λέω σὲ ἕναν πλούσιο μιὰ φορά: «Τί τὰ μαζεύεις; Ὑποχρεώσεις δὲν ἔχεις. Τί θὰ τὰ κάνης;». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, μοῦ λέει, ὅταν πεθάνω». «Ἐγὼ σοῦ δίνω εὐλογία, τοῦ λέω, νὰ τὰ πάρης ἐπάνω ὅλα!». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, ξαναλέει. Ἅμα πεθάνω, ἂς τὰ πάρουν οἱ ἄλλοι». «Ἔμ, ἐδῶ θὰ μείνουν, τοῦ λέω. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ τὰ δώσης μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια τώρα ποὺ ζῆς!». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ μαζεύει συνέχεια καὶ ζῆ συνέχεια μὲ στέρηση καὶ τελικὰ ἀγοράζει τὴν κόλαση μὲ τὶς συγκεντρωμένες του οἰκονομίες. Τὸ ἔχει τελείως χαμένο, γιατὶ δὲν δίνει καὶ χάνεται μὲ ὑλικὰ πράγματα, ὁπότε χάνει τὸν Χριστό.
Τὸν τσιγγούνη τὸν κοροϊδεύουν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἦταν ἕνας πολὺ πλούσιος κτηματίας· εἶχε χωράφια σὲ μιὰ ἐπαρχία, εἶχε καὶ στὴν Ἀθήνα διαμερίσματα, ἀλλὰ ἦταν πολὺ τσιγγούνης. Μιὰ φορὰ ἔφτιαξε μιὰ χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ἐργάτες ποὺ δούλευαν στὰ χωράφια του. Παλιὰ δούλευαν οἱ καημένοι ἀπὸ τὸ πρωί, πρὶν βγῆ ὁ ἥλιος, μέχρι νὰ βασιλέψη. Τὸ μεσημέρι ποὺ σταμάτησαν λίγο, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν, ἄδειασε τὸ ἀφεντικὸ μέσα σὲ ἕναν ταβᾶ τὴν φασολάδα καὶ φώναξε τοὺς ἐργάτες νὰ φᾶνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οἱ καημένοι οἱ ἐργάτες καὶ ἄρχισαν νὰ τρῶνε· πότε ἔπιαναν μὲ τὸ κουτάλι ἀπὸ κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί! Ἕνας ἐργάτης ἦταν πολὺ πειραχτήρι. Ἀφήνει τὸ κουτάλι του καὶ πάει παραπέρα. Βγάζει τὶς ἀρβύλες του, τὶς κάλτσες του καὶ προχωράει νὰ μπῆ μέσα στὸν ταβᾶ. «Τί κάνεις;», τοῦ λένε οἱ ἄλλοι. «Λέω νὰ μπῶ μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τοὺς λέει. Τόσο τσιγγούνης ἦταν ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος. Γι᾿ αὐτό, χίλιες φορὲς νὰ τὸν κυριέψη ἡ σπατάλη τὸν ἄνθρωπο παρὰ ἡ τσιγγουνιά.
– Ἡ τσιγγουνιὰ εἶναι ἀρρώστια, Γέροντα.
– Πολὺ μεγάλη ἀρρώστια! Ἅμα κυριέψη τὸν ἄνθρωπο ἡ τσιγγουνιά, μεγαλύτερη ἀρρώστια δὲν ὑπάρχει. Ἡ οἰκονομία καλὴ εἶναι, ἀλλὰ νὰ προσέξη κανεὶς νὰ μὴν τὸν κυριέψη σιγὰ-σιγὰ ὁ πειρασμὸς μὲ τὴν τσιγγουνιά.
– Μερικοί, Γέροντα, ἀπὸ τὴν τσιγγουνιὰ μένουν νηστικοί.
– Μόνον νηστικοί; Ἦταν ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ! Μιὰ ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε ἕνα θειαφοκέρι· κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι ἀπὸ τὰ κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴν ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία.
Δὲν λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι τσιγγούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση. Ἦταν μιὰ φορὰ δυὸ νοικοκυρὲς καὶ συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μιὰ φορὰ χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη, ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι νὰ κάνη οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγγούνης. Ὁ πατέρας μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο· τὸ σπίτι μας ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες καθαρές.
Τώρα, βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν. Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως ἀρχίση νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευτῆ ἡ καρδιὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Μιὰ χήρα νὰ μὴν ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕναν πήχυ ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕναν φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης, ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δίνης εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ εὐλογία γεννάει εὐλογία.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
«Πᾶνος»