Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Ἐπιστημονικὴ ἀναίρεσις ἐγκυκλίου τοῦ Σεβ. Περιστερίου – 4ον


Τῆς κας Ἄννας Κακαδιάρη, ἀρχαιολόγου-φιλολόγου

4ον- Τελευταῖον

  6. Πόσο ὀρθόδοξη εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ «ἄγαλμα λατρείας» καὶ ἀλήθεια ἀπὸ ποῦ συνάγεται ὅτι «θέλει ὁ λαὸς τρισδιάστατες ἀγαλματικὲς καὶ ἀντικειμενοποιημένες μορφὲς θεοῦ καὶ λατρείας» (Συνοδευτικὸ προσκλητικὸ μήνυμα) καὶ ποιὰ ὁμοιότητα ἔχει ὁ Ἐσταυρωμένος μὲ αὐτά; Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ταυτίζονται μὲ τὶς εἰκονομαχικὲς ἀντιλήψεις καὶ μάλιστα μὲ σκανδαλιστικὴ ἀκρίβεια.

  Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός31 διακηρύσσει ὅτι: «Δὲν προσ­κυνῶ τὴν κτίση ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη, ἀλλὰ προσκυνῶ τὸν Κτίστη ποὺ κτίσθηκε κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ κατέβηκε στὴν κτίση χωρὶς νὰ μειωθεῖ καὶ νὰ ἀλλοιωθεῖ, γιὰ νὰ δοξάσει τὴ δική μου φύση καὶ νὰ μὲ κάνει κοινωνὸ τῆς θείας φύσεως [πρβ. Β΄Πέτρ. 1,4: «δι’ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κόσμῳ ἐν ἐπιθυμίᾳ φθορᾶς»]. Γι’ αὐτὸ παίρνω τὸ θάρρος καὶ εἰκονίζω τὸν ἀόρατο Θεό, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλὰ ὡς ὁρατὸ ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς προσλαμβάνοντας σάρκα καὶ αἷμα. Δὲν εἰκονίζω τὴν ἀόρατη θεότητα, ἀλλὰ εἰκονίζω τὴ σάρκα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ὁρατή.[…] Ἡ εἰκόνα λοιπὸν εἶναι ὁμοίωμα ποὺ φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πρωτοτύπου, μὲ κάποια διαφορὰ ὅμως πρὸς αὐτό. Γιατί ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι ὅμοια ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς τὸ ἀρχέτυπο. Εἰκόνα λοιπὸν ζωντανή, φυσικὴ καὶ ἀπαράλλακτη τοῦ ἀόρατου Θεοῦ [Κολ.1,15: «ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως].

  Ὁ ἅγιος ἀπαντᾶ οὐσιαστικὰ στὸν ἐπίσκοπο στὸν ἰσχυρισμό του ὅτι οἱ «φανατικοὶ χριστιανοὶ» ποὺ «ἀφηνιάζουν» «στὸν ὑπέρμετρο ἐνθουσιασμό τους» ὄντας «θεολογοῦντες ἀθεολόγητοι» ἐπιθυμοῦν νὰ βλέπουν «τὸν Ἐσταυρωμένο κι ὄχι τὴν Ἁγία Τριάδα»: «Γιατί μὲ τὴν αἴσθηση σχηματίζεται κάποια εἰκόνα στὸ μπροστινὸ μέρος τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διοχετεύεται στὴ λειτουργία τῆς κρίσης καὶ ἀποθηκεύεται στὴ μνήμη. Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέει ὅτι, ἂν καὶ καταβάλλει πολλὲς προσπάθειες ὁ νοῦς, ἀδυνατεῖ νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ σωματικὰ ὅρια [Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος 28, P. G. 36, 44Α], ἀλλὰ καὶ τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, γίνονται ὁρατά, κατανοούμενα μέσῳ τῶν δημιουργημάτων [Ρωμ. 1,20: «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους»].

  Στὰ παλιὰ χρόνια ὁ Θεός, ὁ ἀσώματος καὶ ἀσχημάτιστος, δὲν εἰκονιζόταν καθόλου. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς φανερώθηκε μὲ σάρκα καὶ ἐπικοινώνησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπεικονίζω τὸ ὁρατὸ τοῦ Θεοῦ. Δὲν προσκυνῶ τὴν ὕλη, προσκυνῶ ὅμως τὸν Δημιουργὸ τῆς ὕλης, Αὐτὸν ποὺ ἔγινε ὕλη γιὰ μένα καὶ καταδέχτηκε νὰ κατοικήσει μέσα στὴν ὕλη καὶ πραγματοποίησε τὴ σωτηρία μου μέσῳ τῆς ὕλης, καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ σέβομαι τὴν ὕλη, μὲ τὴν ὁποία πραγματοποιήθηκε ἡ σωτηρία μου. Τὴ σέβομαι ὅμως ὄχι ὡς θεὸ- μακριὰ μία τέτοια βλασφημία· πῶς ἄλλωστε θὰ μποροῦσε, αὐτὸ ποὺ δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός, νὰ εἶναι θεός;

  Ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόλοιπη ὕλη, μὲ τὴν ὁποία συντελέσθηκε ἡ σωτηρία μου, τὴ σέβομαι καὶ τὴν ὑπολήπτομαι, ὡς φορέα θείας ἐνέργειας καὶ χάριτος. Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὕλη τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ τὸ τρισευτυχισμένο καὶ τρισμακάριστο; Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὕλη τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄρος, ὁ τόπος τοῦ Γολγοθᾶ; Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὕλη ἡ ζωοδότρια καὶ ζωογόνος πέτρα, ὁ Ἅγιος Τάφος, ἡ πηγὴ τῆς ἀναστάσεώς μας; Ἢ δὲν εἶναι ὕλη τὸ μελάνι καὶ τὰ πανάγια βιβλία τῶν εὐαγγελίων; Ἢ δὲν εἶναι ὕλη ἡ ζωογόνος τράπεζα, ποὺ μᾶς χορηγεῖ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς; Ἢ δὲν εἶναι ὕλη τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατασκευάζονται σταυροὶ καὶ πίνακες καὶ ἀγγεῖα; Ἢ μήπως πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μου; Ἢ κατάργησε λοιπὸν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν προσκύνηση ὅλων αὐτῶν, ἢ ὑποτάξου στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν φίλων Του, οἱ ὁποῖοι ἁγιάζονται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ ἐπισκιάζονται μὲ τὴ χάρη τοῦ θείου Πνεύματος».31

7. Πόσο ὀρθόδοξη εἶναι ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Φονταμενταλιστὲς Ἐσταυρωμενολάτρες» -κατὰ τὸ «εἰδωλολάτρες»; τὸ ὁποῖο πέρα ἀπὸ τὴν… γλωσσοπλαστικὴ ἱκανότητα τοῦ ἐπισκόπου, ταυτίζει τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦν γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς Παράδοσης , οὔτε λίγο, οὔτε πολὺ μὲ αἱρετικούς, («Ἀρειανισμὸς καὶ Νεστοριανισμός», «ἰδιωτικὴ θεολογία»), ἀφοῦ «ἀσεβοῦν ἠθελημένα» καὶ «προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλλουν στανικὰ ἑτεροδιδασκαλία γιὰ ἕναν στατικὸ ὁρατὸ Θεὸ μὲ ἀνθρώπινα κτιστὰ πτωτικὰ ἰδιώματα», ὅπως παραδειγματίζει πὼς ἔκαναν καὶ «οἱ Ἑβραῖοι τοῦ Ἀαρὼν» ποὺ λάτρεψαν τὸ ὁμοίωμα μόσχου!

Δὲν λέει ὅμως ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ὅτι: «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν· ὅτι τὸ μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί.»; (ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α’ – ΚΕΦ. 1 (Α) 23-25)31

Τὴ (σωτηριολογικὴ) σύνδεση τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ του μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ἐνδεικτικὰ καὶ στὰ ἀκόλουθα ἰδιόμελα ἀπὸ τὸν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκύνησης (Τριώδιον): «Δεῦτε πιστοί, τὸ ζωοποιὸν Ξύλον προσκυνήσωμεν· ἐν ᾧ Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ἑκουσίως χεῖρας ἐκτείνας, ὕψωσεν ἡμᾶς…» καὶ «Σήμερον ὁ Δεσπότης τῆς Κτίσεως, καὶ Κύριος τῆς δόξης, τῷ Σταυρῷ προσπήγνυται… καὶ πάντα ὑπομένει, δι’ ἐμὲ τὸν κατάκριτον, ὁ Λυτρωτής μου καὶ Θεός, ἵνα σώσῃ Κόσμον…». « Ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιάν, τῷ μόνῳ μόνος ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντι μνηστεύεται» (Ἀνδρέας Κρήτης, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν, PG 97, 883).

8. Ἀφοῦ τὸ παρὸν πόνημα τοῦ Ἐπισκόπου δὲν στρέφεται κατὰ «τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», καὶ ἀφοῦ οἱ ἀποσπώμενοι Ἐσταυρωμένοι τοῦ θυμίζουν ἀγάλματα, γιατί δὲν ἔσπευσε νὰ ἀντικαταστήσει στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοὺς «Ἐσταυρωμένους τῆς Μ. Παρασκευῆς» μὲ μὴ ἀποσπώμενους Ἐσταυρωμένους ἢ ἔστω καὶ μὲ μεγάλους ἀνισοσκελεῖς Σταυρούς, σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί ἀφαίρεσε ὥς καὶ τοὺς σταυροὺς λιτανείας ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι προορίζονται ἀποκλειστικὰ γιὰ τὶς λιτανεῖες καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο πρέπει νὰ τοποθετοῦνται στὸ σκευοφυλάκιο; Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι καὶ οἱ Προτεστάντες ἢ οἱ Παπικοὶ ἔχουν σταυρὸ στὸ Ἱερὸ Βῆμα εἶναι μᾶλλον ἀστεῖο. Μήπως πρέπει νὰ καταργήσουμε τοὺς ναούς μας, ἐπειδὴ ἔχουν κι ἐκεῖνοι ναούς; Μήπως νὰ μὴ λεγόμαστε Χριστιανοί, ἐπειδὴ κι ἐκεῖνοι θέλουν νὰ ἀποκαλοῦνται Χριστιανοί; Μήπως ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔχει τελικὰ ἄμεση σχέση μὲ τὴν τοποθέτηση ἐπισκοπικῶν θρόνων σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τοῦ Περιστερίου, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα; Μήπως αὐτὴ ἡ ἐπαναφορὰ –ἂν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἔτσι αὐτὴ ἡ αὐθαίρετη τοποθέτηση ἐπισκοπικῶν θρόνων-τοῦ βυζαντινοῦ συνθρόνου σχετίζεται τελικὰ μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἐσταυρωμένου; Μήπως ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιθυμεῖ τὸ «εἰς τόπον Χριστοῦ» ὄχι πνευματικά, ἀλλὰ κυριολεκτικά; Μήπως ὁ Ἐσταυρωμένος ἐμποδίζει τὸ ποίμνιο νὰ βλέπει ὄχι τὴν «ἀόρατη Ἁγία Τριάδα», ἀλλὰ τὸν ἴδιο; Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, ἐν τέλει, νὰ ἀποκλείεται ἡ συνύπαρξη σύνθρονου ἢ ἐπισκοπικοῦ θρόνου μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο (ἀποσπώμενο ἢ μὴ) ἢ τὸν Σταυρό;

9. Τέλος, γιὰ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ ἐπισκόπου περὶ «ζήλου, τοῦ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν»  δὲν εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ Δαυὶδ ὅτι «Ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ’ ἐμὲ» (68 Ψαλμός, στίχος 10.);

Τὴν κατακλεῖδα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου ἔγραψε αἰῶνες πρὶν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός32: «Προσκυνοῦμε τὰ πάθη Σου. Ποιὸς εἶδε νὰ προσκυνεῖται ὁ θάνατος; Ποιὸς εἶδε πάθη σεπτά; Ὅμως πράγματι προσκυνοῦμε τὸν σωματικὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὰ σωτήρια πάθη, προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα Σου, προσκυνοῦμε ὅλα τὰ δικά Σου πράγματα, τοὺς ὑπηρέτες, τοὺς φίλους καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς τὴν μητέρα τὴν Θεοτόκο.

Γι’ αὐτὸ ἱκετεύουμε «τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιο, νὰ κρατήσει γερὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις· γιατί ἡ παραμικρὴ ἀφαίρεση ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ, σὰν νὰ ἀφαιροῦμε λιθάρια ἀπὸ οἰκοδομή, γρήγορα θὰ γκρεμίσει ὁλόκληρη τὴν οἰκοδομή. Εἴθε λοιπὸν νὰ παραμένουμε σταθεροί, ἄκαμπτοι, ἀκλόνητοι, στηριγμένοι πάνω σὲ ἀσφαλῆ πέτρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, στὸν Ὁποῖο ἁρμόζει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν».

Σημειώσεις:

31. Πρβλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Θεὸς παθητὸς ὀνομαζόμενος καὶ Κύριος τῆς δόξης ἐσταυρωμένος», Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Γ΄ 4 (48), PG 94, 997-1000.  32.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Ἔργα, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁμιλία Α΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἔκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 3, σ.20-105, ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος, hristospanagia.gr

https://orthodoxostypos.gr/%e1%bc%90%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b9%ce%ba%e1%bd%b4-%e1%bc%80%ce%bd%ce%b1%ce%af%cf%81%ce%b5%cf%83%ce%b9%cf%82-%e1%bc%90%ce%b3%ce%ba%cf%85%ce%ba%ce%bb%ce%af%ce%bf%cf%85-4/