Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ
ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (Χ)
Επίσκοποι, Ιερείς συμποιμένες;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ 1' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - 2' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - 3' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - 4' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
- 5' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - 6' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - 7' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - 8' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ- 9' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Αφορμή γιά το συγκεκριμένο κρίσιμο σημείο έλαβα πριν αρκετά χρόνια (“Εκκλησία”, Μάρτιος 2006, σελ. 206-207) από μιά τοποθέτηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσοστόμου σχετικά με το charisma veritatis certum (βέβαιο χάρισμα της αληθείας).
Ο Σεβασμιώτατος γράφει σχετικά με τις ενστάσεις γιά τους διμερείς Διαχριστιανικούς και Διεκκλησιαστικούς Θεολογικούς Διαλόγους πως “4. Η οποιαδήποτε σοβαρή ένσταση ή επιφύλαξη είναι θεμιτή και οπωσδήποτε θα πρέπει να τύχει και της ανάλογης προσοχής και εξέτασης, όμως από τα αντίστοιχα συνοδικά όργανα και μόνο, γιατί το charisma veritatis certum δεν μπορεί να εκφράζεται υπό μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων αλλά μόνο υπό του συνόλου της Εκκλησίας, η οποία συγκεντρώνεται περί των αληθών ποιμένων της και συγκεκριμένως περί των επισκόπων της… Το…βέβαιο χάρισμα της αληθείας δίνει το δικαίωμα στην Εκκλησία απέναντι σε κάθε αιρετική απόκλιση επισκόπων και την άρνηση της ακολουθίας τους, όταν όμως η αίρεση είναι “υπό συνόδου ή αγίων Πατέρων” κατεγνωσμένη… “!
Μόνο λίγες απορίες να εκφράσω με σεβασμό.
1) Πότε έτυχε προσοχής και εξέτασης από Συνοδικά όργανα μιά ένσταση ή επιφύλαξη γιά τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης των διαχριστιανικών διαλόγων είτε αυτή προήλθε από λαϊκό, ιερέα, ή επίσκοπο;
2) Τι σημαίνει η φράση “υπό συνόδου ή αγίων Πατέρων”; Αμφισβητούνται οι τόσες προαναφερθείσες Σύνοδοι που κατεδίκασαν ως αίρεση τον Παπισμό;
Παραθεωρούνται οι Πατέρες της Εκκλησίας που τον Πάπα δέχονται ως αιρετικό; Γιατί να απορρίπτουμε πατερικές γνώμες επειδή ο ένας θεωρείται “φανατικός” και ο άλλος απλά εκφράζει μιά “γνώμη του”;
3) Το βέβαιο χάρισμα της αληθείας, γράφει, δεν εκφράζεται από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες.
Στην Ψευδοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, ποιός είχε το χάρισμα αυτό; Το σύνολο των υπογραψάντων επισκόπων ή ο Εφέσου Μάρκος; Οι Επίσκοποι ή ο λαός; Η θεολογία της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου που στηρίχθηκε; Η αντίστοιχη των ησυχαστικών ερίδων του 14ου αιώνος;
4) Στο σύνολο της Εκκλησίας δεν ανήκουν ο κλήρος και ο λαός;
5) Η Εκκλησία συγκεντρώνεται περί των επισκόπων της; Μα πιο πάνω έγραφε ότι το χάρισμα της αληθείας εκφράζεται από το σύνολο της Εκκλησίας. Ταυτίζονται μόνο οι Επίσκοποι με την Εκκλησία;
6) Οι αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας είναι μόνο οι Επίσκοποι; Όχι και οι ιερείς;
Συγγνώμη, αλλά διακρίνω ψήγματα μιάς αλλοιωμένης εκκλησίας η οποία παρουσιάζεται με την προσφιλή σε πολλούς επισκοποκεντρική λειτουργία της. Κάτι που δυστυχώς μεταβιβάζεται αστόχως και στη Θ. Λειτουργία η οποία είναι Χριστοκεντρική και όχι επισκοποκεντρική.
Η πιο πάνω θέση του Σεβασμιωτάτου περί “αληθών ποιμένων” μου έφερε στο νου μιά άλλη τοποθέτηση του μακαριστού Μητροπολίτου Πρεβέζης κυρού Μελετίου περί της σχέσης επισκόπων και ιερέων και την παραθέτω εδώ μαζί με μιά δική μου αντίρρηση μέσα από λόγους φωτισμένων ανθρώπων.
Στην παραπάνω μνημονευθείσα εισήγηση του κυρού Μελετίου στο Θεολογικό Συνέδριο του 1996, γιά τα 150 χρόνια από την γέννηση του αγίου Νεκταρίου, ειπώθηκε πως “Είναι θαυμάσιος ο άγιος Νεκτάριος. Δεν μιλάει ούτε γιά ιερείς, ούτε για λαϊκούς. Γιατί αυτοί δεν ποιμαίνουν. Αυτοί είναι, ή συνεργοί-εντολοδόχοι (οι ιερείς) ή απλώς υπηρεσιακό προσωπικό που υποβοηθεί τους ποιμένες στο έργο τους (οι λαϊκοί)”.
Αναρωτιέμαι που ακριβώς τα γράφει αυτά ο άγιος Νεκτάριος!
Αλγεινή εντύπωση αφήνει η θέση αυτή γιά την αποστολή των ιερέων, οι οποίοι εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους πάντα, και βέβαια δεν είναι απλά “εντολοδόχοι” αλλά συν-ποιμένες των Επισκόπων.
Αλλά ας δούμε πως τοποθετείται στο θέμα ο μακαριστός ηγούμενος της Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους π. Γεώργιος Καψάνης.
“Της ιερωσύνης του Χριστού μετέχουν και οι πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου τας επισκοπάς εν ταις ενορίαις…είναι κέντρα αλλά και λειτουργοί της ενότητος της Εκκλησίας…
Ούτως ο Επίσκοπος είναι κυρίως και προεχόντως ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων…και ουχί διοικητής τις και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχράν διοίκησιν, μη εδραζομένην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνία των προσώπων…
Αντισυνοδικώς είναι δυνατόν να διοική επίσκοπός τις την επαρχίαν του, χρησιμοποιών ως μέσον επιβολής τον φόβον και όχι την αγάπην, την τυφλήν στρατιωτικήν πειθαρχίαν και όχι την εν Χριστώ υπακοήν. Εις την περίπτωσιν αυτήν ο επίσκοπος θεωρών ότι αυτός είναι ο μόνος χαρισματούχος εν τη επισκοπή απορρίπτει τα χαρίσματα, ων φορείς είναι οι κληρικοί και οι λαϊκοί της επισκοπής του.
Ούτος από συντονιστής και κέντρον ενότητος των χαρισματούχων μεταβάλλεται εις δεσμοφύλακα αυτών.
Το τίμιον πρεσβυτέριον δι ένα τοιούτον επίσκοπον δεν είναι “οι σύμβουλοι του επισκόπου και της εκκλησίας στέφανος”, ούτε “συνέδριον και βουλή της εκκλησίας”, ή “αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον”, αλλά το όργανον εκτελέσεως των διαταγών αυτού.
Ούτως οι πρεσβύτεροι δεν συνδιοικούν και συμποιμαίνουν μετά του επισκόπου, αλλ’ εκπίπτουν εις είδος υπαλλήλων, οι οποίοι εκτελούν τας διαταγάς του προϊσταμένου των, τυπικώς και επιμελώς ίσως…”.
Έτσι καταστρατηγείται η θέση και αποστολή των ιερέων και διακόνων μέσα στην Εκκλησία και προφανώς και η συνοδικότητα της Εκκλησίας και εύκολα μεταφέρεται η κατάσταση αυτή και στο ανώτερο επίπεδο διοίκησης. Τότε συμβαίνει αυτό που επισήμαινε ο μακαριστός π. Γεώργιος, δηλαδή “επιδιώκεται η επιβολή γραμμής εις τας Συνόδους, ή φιμώσεως των αντιφρονούντων, ώστε να μη υπάρξη η δυνατότης πραγματικής και ελευθέρας συνοδικής συνδιασκέψεως προς εξακρίβωσιν της αληθείας και χάραξιν γραμμής εκφραζούσης το κοινόν εκκλησιαστικόν φρόνημα” και χάνεται η ευκαιρία της συνολικής συνοδικής απόφασης αφού κατά τον Κίτρους Ιωάννη “τα συνολικώς σκεπτόμενα και διαγινωσκόμενα, των κατά μόνας γνωματευομένων κρείττονά εισι και επικρατέστερα”… “.
Στον περαιτέρω προβληματισμό μας θα βοηθήσει πολύ και η τοποθέτηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης κ.κ. Συμεών (Πρακτικά Ζ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, 19-20/9/2005, σελ. 228-230).
“α) Υποστηρίχθηκε και υποστηρίζεται ότι δόθηκε υπερβολική έμφαση στη δεδομένη υπεροχή του επισκοπικού αξιώματος, πράγμα το οποίο αποτέλεσε την αιτία εμφανίσεως στην εκκλησιαστική ζωή του φαινομένου που λέγεται δεσποτισμός.
β) Το φαινόμενο τούτο συνεπάγεται την αύξηση της απόστασης μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέρων και όχι σπάνια την υποτίμηση του ρόλου, των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών του πρεσβυτερίου στη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος.
γ) Αλλά και η θέση και ο ρόλος των διακόνων συχνά καταλήγει να είναι καθαρά διακοσμητικός ή αποκλειστικά υπηρετικός, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε ούτε στην αποστολική Εκκλησία, αλλά ούτε και γιά πολλούς αιώνες αργότερα στην εκκλησιαστική ζωή.
δ) Η υπέρμετρη αύξηση του επισκοπικού λειτουργήματος και ο δυναστικός τρόπος με τον οποίο το ασκούν διάφοροι φορείς του, εγείρει την αμφισβήτηση και δημιουργεί την τάση στις τάξεις των πρεσβυτέρων γιά αντιπαράθεση και αυτονόμηση έναντι της επισκοπικής εξουσίας, που θεωρούν ότι είναι αυθαίρετη και ότι φαλκιδεύει τα δικά τους δικαιώματα. Αν οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν υπόσταση,…τι θα πρέπει να επιδιωχθεί; 1)…2) Να καταστεί και πάλι ο επίσκοπος πατέρας, ποιμένας και διδάσκαλος του κλήρου και των πιστών κάθε επισκοπής. Όσο το επισκοπικό λειτούργημα ασκείται ως εξουσία αποκλειστικά διοικητική και διαχειριστική, τόσο και θα ευρύνεται το χάσμα μεταξύ επισκοπάτου και πρεσβυτερίου. Αντιθέτως, η ανάδειξη της πατρότητος του επισκόπου θα αποτελέσει και την προϋπόθεση αυξήσεως της αφοσιώσεως και της υπακοής του πρεσβυτερίου και των διακόνων στο πρόσωπό του”!
Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ο ιε’ λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, σύμφωνα με τον οποίο και οι πρεσβύτεροι είναι προεστώτες των εκκλησιών και μάλιστα τους αποκαλεί ΠΟΙΜΕΝΑΣ και τους Επισκόπους ΑΡΧΙΠΟΙΜΕΝΑΣ, καθώς και η θεόπνευστη διδασκαλία του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου “ΟΥ ΠΟΛΥ ΤΟ ΜΕΣΟΝ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ.
Και γαρ και αυτοί διδασκαλίαν εισίν αναδεδειγμένοι και προστασίαν της Εκκλησίας…τη γαρ χειροτονία μόνη υπερβεβήκασι, και τούτω μόνω δοκούσι πλεονεκτείν των πρεσβυτέρων”!!! (Πηδάλιον αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Εκδ.” Αστήρ” 1993, σελ. 74 – ομιλ. ια’ της προς Τιμόθεον α’).
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα πως η ιδανική περίπτωση θα ήταν να συνεργάζονται οι Επίσκοποι μετά των Πρεσβυτέρων στα θέματα των Θεολογικών Διαλόγων. Επίσης, θα ήταν ευχής έργον αν πέρα από κάποια δικαιολογημένη επισκοπική “γραμμή” – εφόσον αυτή υπαγορεύεται από την αγωνία του Επισκόπου γιά την επιστροφή των ετεροδόξων της επαρχίας του και δεν ξεφεύγει από τα όρια της Αλήθειας, του Ευαγγελίου και της Ιεράς Παραδόσεως, να υπήρχε συνεργασία σε θέματα αιρέσεων και παραθρησκειών. Να οργανώνονταν τα αντιαιρετικά γραφεία και να υπήρχε έντονη δραστηριότητα των πρεσβυτέρων οι οποίοι κάτω από το υγιές άγρυπνο “βλέμμα” των Επισκόπων θα επέβλεπαν το όλο έργο και έτσι, Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι θα κρατούσαν ζωντανό το αντιρρητικό και απολογητικό έργο της Εκκλησίας.
Βεβαίως, υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις Επισκόπων που τιμούν τους ιερείς ως συνεργάτες, συν-ποιμένες των κι αυτό το βιώνω κι εγώ, το μαρτυρώ και δοξάζω τον Θεό!
Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ
ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (VI)
Περί της εγκυρότητος του Βαπτίσματος των Λατίνων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - ΤΟ Γ’
ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
- ΤΟ Δ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ - ΤΟ E’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Όταν επικαλούμαστε τους Ιερούς Κανόνες γιά να δείξουμε πως δεν υπάρχει έγκυρο βάπτισμα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πολλοί είναι αυτοί που μιλούν γιά “οπλοστάσια”, για φανατισμό και μισαλλοδοξία, γιά έλλειψη αγάπης προκειμένου να αποδυναμώσουν τα επιχειρήματά μας. Όμως, οι ίδιοι επικριτές μας προκειμένου να στηρίξουν τις δικές τους οικουμενιστικές και άλλες θεωρίες αρέσκονται να παραθέτουν σωρεία Ι. Κανόνων και μάλιστα ενίοτε και άσχετων με τα υπό συζήτηση θέματα.
Οι καθ’ ημάς θεολόγοι γιά να υπερασπιστούν την εγκυρότητα του παπικού “βαπτίσματος”, επικαλούνται τον ζ’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Και καλώς.
Όμως, πώς γίνεται να θεωρούν ότι ο συγκεκριμένος κανόνας έχει ισχύ σήμερα, ενώ αρνούνται να κάνουν υπακοή σε σωρεία κανόνων που απαγορεύουν τις συμπροσευχές που αυτοί κάνουν στα διάφορα συνέδρια και τους διαλόγους;
Συγκεκριμένα, απορρίπτουν ή σχετικοποιούν τους : ι’, ια’, με’, μστ’, μζ’, ν,’ ξε’, ξη’, ο’, οα’ Αποστολικούς Κανόνες που έχουν επικυρωθεί από τον β’ της ΣΤ’ Οικουμενικής και τον α’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Τον δ’ της Γ’ Οικουμενικής, τον ιδ’ της Δ’ Οικουμενικής, τους στ’, θ’, λγ’, λδ’, λζ’, και λθ’ της Συνόδου της Λαοδικείας που έχουν επικυρωθεί από τον α’ της Δ’ Οικουμενικής, τον β’ της ΣΤ’, και τον α’ της Ζ’.
Ακόμη τον α’ της εν Καρχηδόνι. Τους ρκα’, ρκβ’, ρλα’, ρλβ’, ρλγ’, της εν Καρθαγένη, τον θ’ του αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας που επικυρώθηκε από τον α’ της Δ’ Οικουμενικής, τον β’ της ΣΤ’, και τον α’ της Ζ’ και τέλος τις θ’ και ιδ’ ερωταποκρίσεις του αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού.
Πώς, λοιπόν, ο ζ’ της Β’ Οικουμενικής έχει ισχύ σήμερα αλλά όχι οι 27 παραπάνω Ιεροί Κανόνες;
Τέλος, παραθεωρείται επίμονα και καθολικά, ο 1ος κανόνας του Μ. Βασιλείου σύμφωνα με τον οποίο το χρονίζον σχίσμα καθίσταται αίρεσις! Οι Παπικοί, έστω κι αν θεωρηθούν σχισματικοί (1054), μετά από 970 χρόνια δεν έχουν ακόμα “αναβαθμιστεί” σε αίρεση;
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα της εγκυρότητας του παπικού βαπτίσματος.
Σύμφωνα με τον β’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (Πηδάλιον, Εκδ. “Αστέρος”, σελ. 163-165) έπρεπε να αναβαπτίζονται οι Ευνομιανοί, οι Μοντανιστές και Σαβελλιανοί επιστρέφοντες στην Ορθοδοξία, ενώ μόνο με λίβελλο και Χρίσμα οι Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Σαββατιανοί, Ναυατιανοί κλπ.
Αυτή ακριβώς η στάση των Πατέρων παρεξηγήθηκε από τους θεολόγους των ημερών μας που θεώρησαν ότι οι Παπικοί εμπίπτουν στην κατηγορία των Αρειανών και συνεπώς δεν πρέπει, όπως ισχυρίζονται, να αναβαπτίζονται. Γιατί όμως δεν τους κατατάσσουν στην περίπτωση των Ευνομιανών;
Αιτία των παρανοήσεων η ηθελημένη τακτική της υποτίμησης των πατερικών τοποθετήσεων, όπως θα φανεί παρακάτω.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (Πηδάλιον, Εκδ. “Αστέρος”, σελ. 54), στην επεξήγηση του ΜΣΤ’ των αγ. Αποστόλων αχρηστεύει την προσπάθεια πολλών να στηρίζονται και μονίμως να επικαλούνται το επιχείρημα της “Οικονομίας” διευκρινίζοντας πως “κοντά εις τον λόγον της Οικονομίας εστάθη και δευτέρα αιτία,…διότι εκείνοι μεν οι αιρετικοί, των οποίων εδέχθησαν το βάπτισμα, εφύλαττον απαράλλακτον και το είδος, και την ύλην του βαπτίσματος των ορθοδόξων, και εβαπτίζοντο κατά τον τύπον της Καθολικής Εκκλησίας (ενν. της Ορθοδόξου). Εκείνοι δε οι αιρετικοί, των οποίων το βάπτισμα δεν εδέχθησαν, επαραχάραξαν την τελετήν του βαπτίσματος και διέφθειραν, ή τον τρόπον του είδους ταυτόν ειπείν των επικλήσεων, ή την χρήσιν της ύλης, ταυτόν ειπείν των καταδύσεων και αναδύσεων… “.
Κάτι το οποίον είναι παράδοξο γιατί όπως επισημαίνει ο άγιος Νικόδημος, ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει πως οι Αρειανοί και οι Σαβελλιανοί αποτελούν ισοδύναμες αιρέσεις αφού οι μεν προσβάλλουν το πρόσωπο του Κυρίου, ενώ οι δε τις φύσεις Αυτού.
Φαίνεται, όπως διαπιστώνει ο άγιος Νικόδημος, ότι οι Αρειανοί και οι Μακεδονιανοί κρατούσαν τον τύπο του ορθοδόξου βαπτίσματος με τις καταδύσεις και αναδύσεις στο νερό καθώς και τις 3 επικλήσεις της Αγίας Τριάδος. Η παραχάραξη στις επικλήσεις με την προσθήκη “Εις το όνομα του Πατρός του μείζονος, και του Υιού του ελάττονος, και του αγίου Πνεύματος του ήττονος” έγινε, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο, μετά τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο. Οι Ευνομιανοί και οι Σαβελλιανοί όμως κράτησαν μόνο τη μία κατάδυση κατά το βάπτισμα και αλλοίωσαν και τις επικλήσεις.
Μήπως και οι Παπικοί δεν παραχαράσσουν τον τρόπο του βαπτίσματος με το έωλο από θεολογικής πλευράς ράντισμα; Ή μήπως δεν συνιστά αλλοίωση, έστω έμμεση, των επικλήσεων όταν υποβιβάζουν το Άγιο Πνεύμα και με την θεωρία περί κτιστών ενεργειών του Κυρίου; Αυτής της Αγ. Τριάδος δεν επιμένουν να συγχέουν τα προσωπικά ιδιώματα; Σ’ αυτήν δεν βλασφημούν όταν αυθαιρέτως προσθέτουν ένα νέο ιδίωμα στον Υιό;
Συνεπώς, το “βάπτισμα” των Λατίνων δεν έχει χάρη μυστηρίου εγκύρου, αφού ούτε οι 3 καταδύσεις και αναδύσεις τελούνται, δηλαδή ο βαπτιζόμενος ούτε συν-θάπτεται και ούτε συν-ανασταίνεται με τον Κύριο, ούτε οι επικλήσεις τηρούνται σωστά αφού αλλοιώνονται οι ενδοτριαδικές σχέσεις, ούτε η θεία χάρις ενεργεί διά των χειρών αιρετικών τη στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία αυτή τη θεία χάρη λαμβάνουν ως κτιστή!.
Τότε, όμως, πώς υποστηρίζουν οι θεολόγοι μας ότι στην επιστροφή των παπικών αρκεί η επίδωσις λιβέλλου και το Άγιο Χρίσμα;
Μάλιστα, εδώ πρόκειται περί επικινδύνου πλάνης αφού διά της λιβέλλου (“Μικρό Ευχολόγιο, Αποστ. Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1972, σελ. 87) αποκηρύσσει τις πλάνες του ο επιστρέφων δηλώνοντας πως” Θεία Χάριτι προσερχόμενος εις την Ορθόδοξον…αποβαλλόμενος πάντα τα υπό της Λατινικής Εκκλησίας καινοτομηθέντα περί τε τα Δόγματα, τα Μυστήρια…”. Δεν εξαιρείται προφανώς το βάπτισμα.
Και όλα τα παραπάνω δημιουργούν μιά δικαιολογημένη απορία.
Οι Λατίνοι καρδινάλιοι έχουν, κατά τους συμμετέχοντες στους διαλόγους Ορθοδόξους θεολόγους, την αποστολική διαδοχή, έγκυρα μυστήρια, μεταδίδουν τη θεία χάρη, συνιστούν Εκκλησία με δυνατότητα να οδηγούν το ποίμνιο στη σωτηρία, έχουν ιερωσύνη, είναι “Αδελφή Εκκλησία”, αλλά επιστρέφοντας στην Ορθοδοξία χρίονται εκ νέου. Ως τί χρίονται; Ως αιρετικοί; Σχισματικοί; Πώς ενεργεί η Θεία Χάρις στο “Βάπτισμά” τους αλλά όχι και στο “Χρίσμα” τους; Ή μήπως δεν έχουν Χρίσμα;
Στο θέμα της εγκυρότητας του βαπτίσματός των υπήρξε προ ετών μιά ατυχής δήλωση από το Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου της Ν. Υόρκης η οποία φαίνεται πως έριξε πολύ νερό στο μύλο της έριδας. Μελετήθηκαν τα πορίσματα του εν λόγω συνεδρίου των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών της Βορείου Αμερικής έτσι όπως παρουσιάστηκαν στη σελίδα www.myriobiblos.gr/texts/contents_dialogs_gr.html (“An Agreed Statement of the North-American Orthodox-Catholic theological Consultation : Baptism and” Sacramental Economy”, St. Vladimir’s Orthodox Seminary, Crestwood N. Y., 3/6/99)
Όπως διαπιστώθηκε στη δήλωση αυτή :
Α) Γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί το ράντισμα των Λατίνων ως διαφορετική παράδοση του ενός εγκύρου, ενιαίου βαπτίσματος Ορθοδόξων και Παπικών, αγνοώντας συστηματικά τη θεολογία των τριών καταδύσεων και αναδύσεων του ορθοδόξου βαπτίσματος.
Β) Το κείμενο ειρωνεύεται και σχετικοποιεί τους Ιερούς Κανόνες – αποστολικούς και μη.
Γ) Αλλοιώνει και αμφισβητεί την ερμηνεία του όρου “αίρεσις”.
Δ) Παρερμηνεύει την 188η επιστολή του Μ. Βασιλείου (Μ. Βασιλείου προς Αμφιλόχιον Ικονίου επιστολή 188, ΕΠΕ τομ. 1, σελ. 185-187) στην οποία γίνεται λόγος περί Ι. Κανόνων. Συγκεκριμένα, προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι Παπικοί δεν είναι αιρετικοί, αλλά παρασυνάγωγοι ή έστω σχισματικοί και συνεπώς, σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, γίνεται – γι’ αυτούς – δεκτό το βάπτισμά τους.
Ο Μ. Βασίλειος όμως επισημαίνει πως αιρετικοί είναι αυτοί των οποίων η διαφωνία ανάγεται “κατ’ ευθείαν εις την περί Θεόν πίστιν”. Δεν είναι τέτοιας μορφής διαφωνία το filioque που αλλοιώνει τις ενδοτριαδικές σχέσεις;
Μήπως και ο μακαριστός Μητροπολίτης Περιστερίου κυρός Χρυσόστομος δεν υποστήριζε πως “δεν πρόκειται περί απλής διαφοράς οφειλομένης εις την διάφορον φρασεολογίαν, αλλά τουναντίον περί ουσιώδους δογματικής διαφοράς”; (Περ. “Θεολογία”, τομ. 53 Ιαν. – Μαρτ. 1982, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, σελ. 63-90).
Αντίθετα, μάλιστα, ο Μ. Βασίλειος διευκρινίζει πως σχίσματα δημιουργούνται όταν υπάρχουν διαφορές σε ζητήματα εκκλησιαστικής φύσεως τα οποία μπορούν να διευθετηθούν με προσπάθεια αλληλοκατανοήσεως.
Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι οι θεολόγοι του Σεμιναρίου του αγ. Βλαδιμήρου υποβάθμισαν την κραυγαλέα δογματική διαφορά του filioque σε ενδοεκκλησιαστικό ζήτημα και γιά το λόγο αυτό όλοι μιλούσαν για αλληλοκατανόηση!
Όμως, πώς γίνεται οι Πεπουζηνοί (Μοντανιστές) να είναι κατά τον Μ. Βασίλειο “προδήλως αιρετικοί διότι εβλασφήμησαν εις το Άγιον Πνεύμα…”, ενώ οι Πνευματομάχοι Λατίνοι με την βλάσφημη προσθήκη γιά το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και τα λοιοά βλάσφημα δόγματα για τα άλλα δύο Πρόσωπα (βλ. παπική διδασκαλία περί κτιστών ενεργειών κλπ) να είναι μόνο σχισματικοί;
Ε) Κατηγορείται στο κείμενο του αγ. Βλαδιμήρου ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ότι αντέστρεψε τη φυσιολογική πρακτική της Ανατολικής Εκκλησίας, τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα, ανανοηματοδοτώντας τον πανάρχαιο όρο της ΚΔ “οικονομία” γιά να επιβάλλει πιο αυστηρές προϋποθέσεις, κάτι – όπως ισχυρίζονται – μη αποδεκτό από το σύνολο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τονίζει δε πως αυτή η τοποθέτηση του Αγίου προωθείται σε σημαντικούς θεολογικούς κύκλους και μοναστικούς.
ΣΤ) Ζητεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποσύρει επισήμως το διάταγμα περί επαναβαπτισμού του 1755.
Ζ) Δηλώνει ότι η αποδοχή των Λατίνων από τους Ορθοδόξους διά χρίσεως Αγ. Μύρου δε συνιστά επανάληψη (ούτε μερικώς) της διαδικασίας εισαγωγής των πιστών στην Εκκλησία. Ποιά “θεολογία” θα μπορούσε να στηρίξει κάτι τέτοιο, όταν μάλιστα αυτή η ίδια θα πρέπει να αποδείξει το αντίθετο στην περίπτωση του ιερού Βαπτίσματος; Και πώς αυτή η “θεολογία” επικυρώνει το ράντισμα των Λατίνων ως μυστήριο έγκυρο και μάλιστα μη επαναλαμβανόμενο;
Παρακάτω, χρήσιμο είναι να αναλυθεί ο λόγος που ορισμένοι ενοχλούνται τόσο πολύ με την εγκύκλιο του 1755 ώστε να ζητούν την επίσημη απόσυρσή της.
Αναφορικά με την εγκυρότητα ή όχι του λατινικού ραντίσματος, ο μακαριστός σήμερα Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Γεώργιος Μεταλληνός απαντώντας στον ισχυρισμό των Δυτικών ότι το βάπτισμά τους είτε ως ράντισμα είτε ως “επίχυσις” δεν διέφερε του αποστολικού βαπτίσματος, μνημονεύει τον Κ. Οικονόμο που επισήμαινε πως “ούτε η επίχυσις είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθή βάπτισμα, ούτε πολλώ μάλλον ο ραντισμός. Η μεν πρώτη είναι” νεωτερισμός ακανόνιστος”, ο δε δεύτερος “άγραφος”, στερούμενος του χαρακτήρος του” κυρίου και αληθινού βαπτίσματος”, κατά τους αγίους Πατέρας” (π. Γεωργίου Μεταλληνού,” “Ομολογώ εν Βάπτισμα…” – Ερμηνεία και Εφαρμογή του Ζ’ Κανόνος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου υπό των Κολλυβάδων και Κ. Οικονόμου – Συμβολή εις την ιστορικοκανονικήν θεώρησιν του προβλήματος περί του κύρους του δυτικού βαπτίσματος, Αθήναι 1983, σελ. 30-60).
Ο π. Γεώργιος παραθέτει και τη διευκρινιστική δήλωση του Μ. Αθανασίου σχετικά με το ράντισμα των αιρετικών (Μ. Αθανασίου, Λόγος Β’ κατά Αρειανών, παρ. 43, PG 26, 237B). “…ώστε και τον ραντιζόμενον παρ αυτών ρυπαίνεσθαι μάλλον εν ασεβεία ή λυτρούσθαι”.
Και σημειώνει επ’ αυτού ο Κ. Οικονόμου ότι “ταύτα δ αποφηνάμενος ο θείος Πατήρ, άρα γε ου φαίνεται οίον προορατικώς προλαβών και κατακρίνας ως άκυρον και το ράντισμα το λατινικόν; “!
Όσον αφορά δε στο αν το βάπτισμα των επιστρεφόντων Λατίνων συνιστά επανάληψη του ενός εγκύρου βαπτίσματος, επισημαίνονται τα κάτωθι :
1) Ένα τέτοιο βάπτισμα δεν συνιστά επανάληψη του μυστηρίου αφού πρωτίστως οι Παπικοί, ως αιρετικοί, δεν έχουν έγκυρο βάπτισμα που να τους δίνει την δυνατότητα της εν Χριστώ αναγεννήσεως. ΟΙ Παπικοί έχοντες μόνο ράντισμα ή έστω “επίχυση”, θεωρούνται αβάπτιστοι.
Άλλωστε, ακόμα κι αν θεωρούσαμε το ράντισμά τους ως έγκυρο βάπτισμα, δε θα αλλοιώναμε και ακυρώναμε την Εκκλησιολογία μας καθώς και την ύπαρξη της Θείας Χάριτος (ως τελειούσης το συγκεκριμένο μυστήριο) έξω από αυτήν; Η ίδια παραδοχή όμως δε θα μας οδηγούσε και στην αποδοχή των παπικών κληρικών ως εχόντων ιερωσύνη, αρχιερωσύνη και αποστολική διαδοχή;
2) Σύμφωνα με την έρευνα του π. Γ. Μεταλληνού, μέχρι την εποχή της εν Φλωρεντία Συνόδου ήταν κοινή πρακτική ο αναβαπτισμός των Λατίνων όπως αποδεικνύεται και από την εν Λατερανώ Συνόδω του 1215 που “ενεκάλει τοις Γραικοίς…ως αναβαπτίζουσι τους εις την αυτών Εκκλησίαν προσερχομένους Λατίνους”.
3) Πολλοί επικαλούνται τη Σύνοδο του 1484 εν Κ/πόλει που αποφάσισε “μύρω μόνο χρίειν τους προσιόντας…” κατατάσσοντας τους Λατίνους στην τάξη των Αρειανών και Μακεδονιανών. Ωστόσο οι Κολλυβάδες και ο Κ. Οικονόμος υποστηρίζουν, όπως αναφέρει ο π. Γ. Μεταλληνός, ότι “η συνοδική αύτη απόφασις δεν έγινε καθολικώς δεκτή εις την Ανατολήν“. Θεωρούν δε την απόφαση αυτή ως αποτέλεσμα “της ατολμίας των ημετέρων μετά την άλωσιν να αποκαλέσουν τους Λατίνους αιρετικούς και να καταδικάσουν το “βάπτισμά” τους. Μνημονεύεται δε και η μαρτυρία του Γενναδίου Σχολαρίου πως “Ουκ έστι γαρ ημέτερον εν τοσαύτη πενία και ασθενεία πραγμάτων προσηγορίας επιτιθέναι τοιαύτας Εκκλησία τοσούτον εχούση κράτος…”.
4) Εκ της μελέτης των ιστορικών πηγών συνάγεται το συμπέρασμα ότι η τελευταία επίσημη απόφαση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του αναβαπτισμού των Λατίνων είναι αυτή του 1755, της εν Κπόλει επί Κυρίλλου Ε’ Συνόδου, “υπογραφείσα και υπό των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Ματθαίου και Ιεροσολύμων Παρθενίου”.
Συνεπώς, οι θεολόγοι του Σεμιναρίου του αγίου Βλαδιμήρου θα έπρεπε να ζητήσουν την κατάργηση της εν λόγω αποφάσεως και από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και όχι μόνο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.